ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

Τελευταία Νέα του "Αντιαιρετικός"

Ευχαριστούμε όλες και όλους εσάς που επισκέπτεστε το ιστολόγιο μας ... Διαβάστε την καινούργια σελίδα μας "Απάνθισμα Πατερικών Κειμένων" ...ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

13 Μαρ 2016

ΑΚΡΙΤΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

Του Παναγιώτη Μακρή


Η θέση της Εκκλησίας ως προς τους αιρετικούς ποιμένες.
Το δυνάμει και ενεργεία είναι δύο βασικές έννοιες που αφορούν το Εκκλησιαστικό δίκαιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Με το ημερολογιακό σχίσμα του 1924, αναπτύχθηκαν δύο ρεύματα σχετικά με την σχέση των όρων αυτών αναφορικά με τις αιρέσεις και τα σχίσματα. Πριν εξετάσουμε τα ρεύματα αυτά, ας εξετάσουμε τι εννοούμε με τους όρους εν δυνάμει και εν ενεργεία...
Τι είναι δυνάμει και τι ενεργεία
Με τον όρο δυνάμει εννοούμε μια μη πραγματοποιούμενη κατάσταση, κάτι το οποίο μπορεί και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο μέλλον. Πρόκειται δηλαδή για κάτι το θεωρητικό, το οποίο ακόμα δεν έχει βρει έμπρακτη εφαρμογή. Ο σπόρος δηλαδή είναι δυνάμει δέντρο. Δεν είναι δέντρο, είναι δυνάμει δέντρο, εννοώντας πως έχει τη δυνατότητα να γίνει τέτοιο. Όταν ο σπόρος γίνει δέντρο, τότε είναι ενεργεία δέντρο, δηλαδή είναι κανονικά πλέον δέντρο. Ο ίδιος σπόρος όμως όσο είναι σπόρος και όχι δέντρο, τότε συνεχίζει να είναι μόνο δυνάμει δέντρο. Μπορεί να γίνει δέντρο, μπορεί και να μην γίνει δέντρο, έχει όμως την δυνατότητα να γίνει, άρα είναι δυνάμει δέντρο. Το ενεργεία αναφέρετε στην περίπτωση που ο σπόρος καταφέρνει τελικά να γίνει δέντρο. Παύει πλέον να είναι σπόρος και είναι πλέον δέντρο, παύει να είναι δυνάμει δέντρο και γίνεται ενεργεία δέντρο. Η ιδιότητα του δηλαδή να γίνει δέντρο, βρίσκει έμπρακτη πλέον εφαρμογή.
Τα δύο ρεύματα
Το πρώτο ρεύμα με κύριο εκπρόσωπο τον κ. Ματθαίο Καρπαθάκη επίσκοπο Βρεσθένης (1950). Το οποίο πρεσβεύει ότι, το δυνάμει και ενεργεία είναι όροι που βρίσκουν εφαρμογή μόνο για τα κανονικά παραπτώματα των κληρικών και όχι τις αιρέσεις και τα σχίσματα. Κύριο χαρακτηριστικό των πρεσβευτών αυτής της θεωρίας είναι,  ότι θεωρούν τα μυστήρια των αιρετικών ποιμένων αχαρίτωτα (στερούμενα Θείας Χάριτος) και επομένως παντελώς ανυπόστατα, ασχέτως εάν αυτοί καταδικάστηκαν ή όχι από το αρμόδιο Εκκλησιαστικό όργανο. Η θεωρία αυτή βασίζεται στον εξής συλλογισμό, εφόσον κατά τους Πατέρες, εκτός Εκκλησίας δεν υφίσταται η ύπαρξη Θείας Χάριτος και τη στιγμή που όποιος είναι αιρετικός ή σχισματικός, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία, βρίσκεται εκτός Εκκλησίας, επομένως, συνεπάγεται ότι αφ’ ης στιγμής κάποιος κληρικός, έπεσε στο σφάλμα του σχίσματος ή της αιρέσεως[1], στερήθηκε επιτόπου και την Θεία Χάρη, έπαψε να είναι Ορθόδοξος και είναι πλέον ξένος προς το σώμα της Εκκλησίας, επομένως και τα τελούμενα υπ’ αυτού μυστήρια είναι άκυρα.
Το δεύτερο ρεύμα είχε ως κύριο εκπρόσωπό του τον κ Χρυσόστομο Καβουρίδη πρώην Μητροπολίτη Φλωρίνης(1955). Με τους υποστηρικτές των θεωριών του κ. Χρυσοστόμου να πρεσβεύουν ότι, ναι μεν ο αιρετικός – σχισματικός ποιμήν έπεσε σε σφάλμα, αλλά αυτό σφάλμα βρίσκεται καθαρά και μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, είναι δηλαδή μόνο εν δυνάμει αιρετικός ή σχισματικός και όχι εν ενεργεία, δηλαδή στη πράξη. Προκύπτει επομένως ότι από τη στιγμή που δεν έχει αυτός καταδικαστεί από σύνοδο, η οποία θα τον αποκόψει από την Εκκλησία, τα μυστήρια που τελεί είναι έγκυρα.
Δυνάμει και ενεργεία αιρετικοί
Σχετικώς, ως προς το ποιο ρεύμα ανάπτυξε την Ορθόδοξη άποψη επί του θέματος ο συγγραφεύς του κειμένου αυτού θεωρεί, ότι αμφότερες οι ομάδες, έπεσαν έξω στο να εκθέσουν στην απόλυτα Ορθόδοξη μορφή του το ζήτημα. Όπως θα αποδείξουμε και οι δύο θεωρίες, που εξελίχθηκαν μέσω των δύο προαναφερόμενων ρευμάτων, απηχούν μόνο ένα μέρος της αλήθεια η κάθε μία.
Συγκεκριμένως, εξετάζουμε πρώτα τη δυνατότητα ύπαρξης εν δυνάμει και εν ενεργεία αιρετικών. Σύμφωνα με τον ορισμό των δύο εννοιών που εκτέθηκε παραπάνω, εν δυνάμει σημαίνει μια μη πραγματοποιούμενη κατάσταση, κάτι το οποίο μπορεί και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο μέλλον. Πρόκειται δηλαδή για κάτι το θεωρητικό, το οποίο ακόμα δεν έχει βρει έμπρακτη εφαρμογή. Εξετάζοντας όμως τα Εκκλησιαστικά κείμενα διαβάζουμε πράγματα όπως: «Οποιοσδήποτε κατανοεί την αγία Γραφή διαφορετικά από τον τρόπο που αξιώνει το άγιο Πνεύμα, υπό την καθοδήγηση του οποίου γράφτηκε, μπορεί ακόμα κι αν δεν χωρίστηκε από την Εκκλησία, να ονομαστεί αιρετικός και προερχόμενος από τα έργα της σαρκός, αφού διάλεξε τον χειρότερο τρόπο… όλοι αναζητούν τον Θεό όχι όμως ορθά» (Άγιος Ιερώνυμος[2]). Το ότι ένα πράγμα είναι εν δυνάμει «κάτι», σημαίνει ότι είναι θεωρητικά «κάτι», όπως διαβάζουμε όμως, ο Άγιος Ιερώνυμος δεν θεωρεί κάποιον που δεν θα πρεσβεύει Ορθόδοξα ως εν δυνάμει (δηλαδή θεωρητικά) αιρετικό, αλλά τον θεωρεί αιρετικό και μόνο (δηλαδή εν ενεργεία). Από τη στιγμή που κάποιος είναι «κάτι», είναι εν ενεργεία «κάτι», παύει πλέον να είναι εν δυνάμει. Επομένως, κάποιος που είναι αιρετικός είναι εν ενεργεία αιρετικός και μόνο, δεν μπορεί να είναι εν δυνάμει. Επιστρέφοντας, στον ορισμό του εν δυνάμει διαβάζουμε ότι: «σημαίνει μια μη πραγματοποιούμενη κατάσταση, κάτι το οποίο μπορεί και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στο μέλλον», είναι κάτι δηλαδή το οποίο έχει τη δυνατότητα να συμβεί, αλλά μπορεί και να μη συμβεί. Λογικά σκεπτόμενοι, αυτό σημαίνει ότι ο οποιοσδήποτε έχει τη δυνατότητα να γίνει «κάτι», είναι εν δυνάμει «κάτι». Έτσι λοιπόν συμπεραίνουμε, ότι όλοι οι Ορθόδοξοι πιστοί από τη στιγμή που εάν κάνουν ένα δογματικό σφάλμα γίνονται αιρετικοί, τότε είμαστε όλοι μας εν δυνάμει αιρετικοί. Συνεπώς, η ονομασία του εν δυνάμει αιρετικού, αντιστοιχεί σε όλους τους Ορθοδόξους πιστούς από τη στιγμή που μπορούν να πέσουν σε αίρεση. Ομοίως, και η ονομασία του σχισματικού. Τη στιγμή που έχουμε όλοι τη δυνατότητα να κάνουμε σχίσμα είμαστε όλοι μας εν δυνάμει σχισματικοί. Ακριβώς έτσι, είμαστε εν δυνάμει και οτιδήποτε άλλο (πόρνοι, μοιχοί, κλέπτες) από τη στιγμή που δεν μας στερείτε η δυνατότητα να είμαστε. Για αυτό και λέμε ότι όλοι οι πιστοί είμαστε εν δυνάμει Άγιοι, δηλαδή έχουμε τη δυνατότητα, αν θέλουμε, να γίνουμε Άγιοι. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας μαζί με τον Άγιο Κελεστίνο στις επιστολές τους χαρακτηρίζουν τον τότε Πατριάρχη Κων/πόλεως Νεστόριο ως «λύκο» πριν καταδικαστεί από τη Γ’ Οικουμενική σύνοδο. Μήπως ήταν εν δυνάμει λύκος και όχι εν ενεργεία; Επομένως, συμπερασματικά δεν υφίσταται ο διαχωρισμός μεταξύ εν δυνάμει σχισματικών, αιρετικών και εν ενεργεία σχισματικών, αιρετικών ανάλογα με το εάν καταδίκασε η σύνοδος ή όχι τους αιρετικούς ως τέτοιους.
Το πρώτο ρεύμα δικαιώνεται ως προς το ότι δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ εν δυνάμει και εν ενεργεία αιρετικών.
Προκύπτει λοιπόν ότι, τα όσα επιτίμια υπάρχουν στην Αγία Γραφή εναντίον των αιρετικών και τα όσα προστάζει η Αγία Γραφή τους πιστούς σχετικά με τους αιρετικούς, ισχύουν από τη στιγμή που αυτοί θα ασπαστούν μια αίρεση και δεν χρειάζεται κάποια συνοδική απόφαση καταδίκης τους για να ισχύσουν.
Και ενώ μεν δεν υφίσταται κατά τους Πατέρες, την Γραφή και τους κανόνες της Εκκλησίας ο διαχωρισμός μεταξύ εν δυνάμει και εν ενεργεία αιρετικών, υφίσταται όμως ο διαχωρισμός μεταξύ άκριτων και κεκριμένων αιρετικών. Δηλαδή, αιρετικών που καταδικάστηκαν από τη σύνοδο και αιρετικών που δεν καταδικάστηκαν ακόμα. Κατά των Μ. Φώτιο: «Πριν της καθαιρέσεως του, κανείς δεν έχει καθαιρεθεί[3]». Λαμβάνοντας υπ’ όψιν  αυτόν τον ισχυρισμό του Αγίου Φωτίου, εξετάζουμε  εν συνεχεία την υποσημείωση του Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, στον Γ΄ Αποστολικό Κανόνα, όπως κανείς τη βρίσκει στο Πηδάλιο: «Πρέπει να ηξεύρομεν, ότι τα επιτίμια όπου διορίζουν οι Κανόνες, ηγούν το καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω, και το ανάθεμα έστω, αυτά κατά την γραμματική τέχνην είναι γ΄προσώπου προστακτικού, μη παρόντος. Εις το οποίον δια να μεταδοθεί η προσταγή αυτή, εξ ανάγκης χρειάζεται να είναι β πρόσωπον παρόν. Το εξηγώ καλλιώτερα. Οι κανόνες προστάζουσι την σύνοδον των ζώντων επισκόπων να καθαιρούν τους ιερείς, ή να αφορίζουν, ή να αναθεματίζουν τους λαϊκούς, όπου παραβαίνουν τους κανόνας. Όμως, αν η σύνοδος δεν ενεργήση εμπράκτως την καθαίρεσην των ιερέων, ή τον αφορισμόν, ή αναθεματισμόν των λαϊκών, οι ιερείς αυτοί και οι λαϊκή, ούτε καθηρημένοι είναι ενεργεία, ούτε αφορισμένοι, ούτε αναθεματισμένοι. Υπδικοι όμως, εδώ μεν εις την καθαρεσιν και αφορισμν ή αναθεματισμν, εκεί δε εις την θείαν δκην….. Όθεν σφάλλουσι μεγάλως εκείνοι οι ανόητοι, όπου λέγουσιν, ότι εις τους παρόντας καιρούς όλοι οι παρά τους κανόνας χειροτονηθέντες ιερωμένοι είναι ενεργεία καθηρημένοι…..η προσταγτων Καννων, χωρς την έμπρακτον ενργειαν του β΄ προσώπου, ήτοι  της Συνδου είναι ατλεστος, αμσως και προ κρσεως μη ενεργούσα καθ᾿ εαυτήν»[4]. Προκύπτει ότι, ο οποιοσδήποτε πέσει σε ένα σφάλμα για το οποίο επιβάλλεται κάποια τιμωρία, το αρμόδιο όργανο για να του επιβάλλει αυτή την τιμωρία είναι η σύνοδος «των ζώντων επισκόπων», αυτή έχει το δικαίωμα να καθαιρεί, να αφορίζει και να αναθεματίζει τα μέλη της. Δεν υφίσταται όπως μας ενημερώνει ο Άγιος Νικόδημος ούτε αυτόματη καθαίρεση, ούτε αυτόματος αφορισμός, ούτε αυτόματα αναθέματα. Το ίδιο ισχύει ακόμα και στην περίπτωση των αιρετικών. Εξετάζοντας κανείς τον Όρο της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου διαβάζει: «Τος ουν τολμώντας ετρως φρονείν ή διδσκειν ή καττος εναγείς αιρετικος τας εκκλησιαστικς Παραδσεις αθετείν και καινοτομαν τινὰ επινοείν... επισκπους μεν όντας ή κληρικος καθαιρείσθαι προστσσομεν, μονζοντας δε ή λαϊκος της κοινωνας αφορζεσθαι[5]». Προσέχουμε ότι η σύνοδος αναφέρει ως αιρετικούς τους «ουν τολμώντας ετρως φρονείν ή διδσκειν ή καττος εναγείς αιρετικος τας εκκλησιαστικς Παραδσεις αθετείν και καινοτομαν τινὰ επινοείν», η σύνοδος εννοείται, ότι αναφέρεται σε άκριτους αιρετικούς, δηλαδή που δεν έχουν ακόμα καταδικαστεί από σύνοδο, όμως δεν βλέπουμε να τους ονομάζει εν δυνάμει αιρετικούς, ούτε να αφήνει να εννοηθεί κάτι τέτοιο επειδή ακόμα δεν τους έχει καταδικάσει. Τους αναφέρει ξεκάθαρα ως αιρετικούς και μόνο, καθώς όπως αναφέραμε δεν υπάρχει διαχωρισμός για τους Πατέρες μεταξύ εν δυνάμει και εν ενεργεία αιρετικών. Η ίδια όμως σύνοδος κάνει ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ άκριτων και κεκριμένων αιρετικών όταν προστάζει: «επισκπους μεν όντας ή κληρικος καθαιρείσθαι προστσσομεν, μονζοντας δε ή λαϊκος της κοινωνας αφορζεσθαι[6]». Με την παραπάνω προσταγή αποδεικνύεται ότι έως ότου οι ποινές που καθόρισε η Ζ’ Οικουμενική σύνοδος επιβληθούν, από τη σύνοδο των ζώντων επισκόπων (κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη), δεν υφίστανται αυτές και οι κατηγορούμενοι είναι ελεύθεροι των επιτιμίων αυτών. Που σημαίνει ότι έχουν το δικαίωμα να ενεργούν όπως και όλοι οι άλλοι πιστοί (ως μέλη της Εκκλησίας), δηλαδή, οι λαϊκοί ως λαϊκοί και οι κληρικοί ως κληρικοί. Είναι δηλαδή ως κάποιος πολίτης ο οποίος διαπράττει ένα έγκλημα αλλά ποτέ δεν συλλαμβάνεται και δεν τιμωρείται για αυτό.
Επομένως, αφού κατά τους Αγίους δεν υπάρχει τιμωρία και οι παραβάτες έως ότου τιμωρηθούν είναι ελεύθεροι να ενεργούν όπως ενεργούσαν. Συμπεραίνεται ότι και οι ιεροπραξίες των αιρετικών ή σχισματικών ποιμένων, από τη στιγμή που δεν τους έχουν επιβληθεί οι απαραίτητες ποινές, είναι έγκυρες και υπαρκτές. Σε αυτό συνηγορούν και ότι η Ζ’ Οικουμενική σύνοδος βεβαιώνει για την εγκυρότητα των μυστηρίων των μη καθηρημένων κληρικών μέσω του Προέδρου της Αγίου Ταρασίου[7]. Επί πλέον, η ίδια Σύνοδος που κατέκρινε την εικονομαχική αίρεση, έκανε δεκτούς εικονομάχους επισκόπους, νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο τα γενόμενα υπ’ αυτών μυστήρια[8]. Και ο χρυσορήμων Ιωάννης δέχεται ότι για χάρη του λαού ο Θεός ενεργεί τα Μυστήρια μέσω αναξίων κληρικών[9]. Προσθέτουμε δε εδώ ότι: ο Άγιος Νικηφρος Πατριρχης Κωνσταντινουπλεως, γρφων πρς τον Ππαν Ρμης Λοντα Γ´, επληροφρει αυτν, ότι, «απεβλομεν [οι Πατρες της Ζ´ Οικουμενικής] της Εκκλησας» τος Εικονομχους επισκπους, «τος παρορσει Θεού ιερατικών θρνων άρξαντας[10]» όπερ πογραμμζει  λαν εντνως αφ᾿ ενς το εκκλησιολογικν περιεχμενον της πρξεως «αποβολής» υπὸ αρμοδας Συνδου, αφ᾿ετρου ότι μχρι της «αποβολής» κα «εξωθσεως» των ετεροδιδασκαλοντων αρχιερων εκ της Εκκλησας και καθιδρυματικώς εθεωρούντο ως «ιερατικών θρνων άρξαντες».
Στα παραπάνω προσθέτουμε: 1) αφενός μεν πουθενά από την Πατερική διδασκαλία δεν προκύπτει ότι οι Ορθόδοξοι πρέπει να αποφεύγουν τους αιρετικούς ποιμένες επειδή τα μυστήρια τους είναι άκυρα. Βεβαίως και αναφέρεται ότι υπάρχει μολυσμός στα μυστήρια τους, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι άκυρα. Άλλο όμως ο μολυσμός άλλο η εγκυρότητα ή μη του μυστηρίου. Δεν προκύπτει από πουθενά ότι σχετίζονται. Επίσης, η απομάκρυνση από τους αιρετικούς ποιμένες, κατά τους Πατέρες, γίνεται ώστε να μην έχουν οι Ορθόδοξοι σχέση με την αίρεση που κηρύττεται και όχι επειδή τα μυστήρια είναι μη υποστατά, κανένας πατέρας δεν αναφέρει κάτι τέτοιο.
2) Παραδείγματα τινά εκ της Εκκλησιαστικής ιστορίας, που αποδεικνύουν ότι τα σχίσματα στην Εκκλησία, δεν γινόντουσαν επειδή τα μυστήρια της αντίπαλης παράταξης θεωρήθηκαν άκυρα. Ορίστε ορισμένα παραδείγματα, όπου έχουμε και Αγίους να συμμετέχουν σε αντιμαχόμενες ομάδες:
α) Δια τους ιερούς κανόνας  οίτινες κατεπατήθησαν επί Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, οι φίλοι αυτού «Ιωαννίται» επίσκοποι μετά πλήθους πιστών, αντέδρασαν μεγάλως και μέχρι σχίσματος δια την απόφασιν της αδίκου εξορίας του. Απέναντι του Αγίου Ιωάννου και των «Ιωαννιτών» στην άλλη παράταξη βρίσκουμε τους Άγιο Αρσάκιο, Άγιο Αττικό και Άγιο Κύριλλο Αλεξάνδρειας.
β) Δια τον ίδιο λόγο η Εκκλησία της Ρώμης διέκοψε την Εκκλησιαστική κοινωνία μετά των Πατριαρχείων Κων/πόλεως, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας.
γ) Τον Η’ αιώνα ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης προκαλεί κανονικό σχίσμα ομού μετά κλήρου και λαού, προκειμένου να αντιδράσει στον παράνομο γάμο του αυτοκράτορος Κωνσταντίου του Στ΄.
δ) Τον Θ’ αιώνα έχουμε το σχίσμα μεταξύ των Πατριαρχών Αγίου Φωτίου και Αγίου Ιγνατίου, κατά τους ιστορικούς διήρκεσε 30 έτη. Ο λόγος η αντικανονική άνοδος του πρώτου στον θρόνο της Κων/πόλεως.
ε) Τέλη Θ΄ αιώνος σχίσμα μεταξύ των οπαδών του Πατριάρχου Νικολάου και των οπαδών του αντικανονικώς χειροτονηθέντα διαδόχου του Ευθυμίου, δια τον αντικανονικό δ΄ γάμο του αυτοκράτορος Λεόντος του Σοφού.
στ) Τον 13ο αιώνα το λεγόμενο σχίσμα των «Αρσενιατών», ακριβώς λόγο της αντικανονική απομάκρυνσης του Πατριάρχη Αρσενίου από το θρόνο της Κων/πόλεως.
ζ) Τέλος, το σχίσμα των «Κολλυβάδων» πατέρων τον 18ο αιώνα. Ούτοι οι μακάριοι πουθενά δεν διεκήρυξαν την απώλεια της Θείας Χάριτος απ’ όσους τελούσαν τα μνημόσυνα τις Κυριακές.
Μήπως τα παραπάνω σχίσματα εγένοντο επειδή οι αντιμαχόμενες παρατάξεις είχον προηγουμένως απωλέσει την Θείαν Χάριν. Βεβαίως και όχι, ουδαμού μαρτυρείται κάτι τέτοιο. Αντιθέτως, έγιναν λόγω κάποιου κανονικού παραπτώματος. Τα κανονικά παραπτώματα δεν στερούν, σύμφωνα με τους υποστηρικτές των θεωριών του κ. Ματθαίου, την Θεία Χάρη από τα μυστήρια. Απόδειξη λοιπόν ότι η αποτείχιση δεν γίνεται επειδή δήθεν τα μυστήρια τής αντίπαλης πλευράς είναι άκυρα είναι οι ίδιοι οι ισχυρισμοί τους, καθώς και τα παραδείγματα που εκθέσαμε παραπάνω.
Προσθέτουμε εδώ, μερικά ακόμα παραδείγματα εκ της Εκκλησιαστικής ιστορίας και της Αγίας Γραφής:
α) Διαβάζουμε για αιρετικούς που μέχρι της καταδίκης τους από την σύνοδο αντιμετωπίζονται ως Ορθόδοξοι και μάλιστα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τους αναγνωρίζεται και ο τυχόν βαθμός που μπορεί να έχουν έως εκείνη την στιγμή. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ο αιρεσιάρχης Νεστόριος μέχρι την στιγμή της καταδίκης του απεκαλείτο από τους επισκόπους της Συνόδου «ευλαβέστατος και οσιώτατος», θεωρείτο δηλαδή επίσκοπος της Καθολικής Εκκλησίας[11].
β) Το 615 Πατριάρχης Κων/πόλεως ήταν ο αιρετικός Σέργιος οποίος ήδη από τότε έκανε προσπάθειες να ενώσει την Ορθόδοξη Εκκλησία με τους αιρετικούς Μονοφυσίτες και ο οποίος καταδικάστηκε από την Στ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Τη περίοδο όμως της δικής του Πατριαρχίας εν έτει 626, έγινε το μεγάλο θαύμα στην Κων/πολη με τη θαυμαστή παρέμβαση της Δέσποινας μας Υπεραγίας Θεοτόκου, προς σωτηρία της Πόλεως από τις βαρβαρικές ορδές των Περσών και Αβάρων και έτσι καθιερώθηκε να ψέλνεται ο πολύ γνωστός μας Ακάθιστος ύμνος.
Δεν πιστεύουμε ότι οι πατέρες της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου θεωρούσαν τα μυστήρια τα γενόμενα υπό του Νεστορίου ως άκυρα, αφ’ ης στιγμής του αναγνώριζαν το επισκοπικό του αξίωμα, ασχέτως εάν ήταν αιρετικός. Ομοίως, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η Δέσποινά μας θα έκανε μια τόσο σωτηριώδη επέμβαση υπέρ μίας Εκκλησίας η οποία είχε απωλέσει την Θεία Χάρη.
γ) Ο αντίχριστος αρχιερεύς Καϊάφας, αν και απρριψε, καταδκασε και σταρωσε το Xριστ, προφήτευσε τη θανάτωση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού υπέρ του σύμπαντος κόσμου. Ο Ευαγγελιστής της Αγάπης Ιωάννης μάς αναφέρει ότι αυτό δεν το έκανε μόνος του αλλά από έμπνευση του Αγίου Πνεύματος, επειδή εκείνη την χρονιά ήτανε αρχιερέας[12].
δ) Η χειροτονία του Αγίου Κύριλλου
Ιεροσολύμων δεν θεωρήθηκε ως μη υπάρχουσα, καίτοι έλαβε χειροτονίαν επισκοπικν παρτου Μητροπολίτου Καισαρείας Ακακίου, ο οποίος ήτο μεν δεδηλωμένος αρειανς (κα μάλιστα αρχηγς μίας μερίδος των αρειανών), αλλ’ ακόμη διετέλει και ενήργει εντός της Εκκλησίας. Ο μεν Ακάκιος ήταν αιρετικός, όμως το μυστήριο που τέλεσε δεν χαρακτηρίστηκε ως αχαρίτωτο και επομένως μη γενόμενο.
ε) Ομοίως, ο
άγιος Ανατόλιος εχειροτονήθη και αυτς επίσκοπος (και μάλιστα Πατριάρχης Κων/πόλεως) παρτου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Διοσκόρου, ο οποίος ήτο μεν μονοφυσίτης και μέγας προστάτης του αιρεσιάρχου Ευτυχούς,  αλλδεν είχεν ακόμη καταδικασθεί υπτης Δ' Οικουμενικής Συνόδου.
στ) Ο Άγιος Μελέτιος Πατριάρχης Αντιοχείας είχε λάβει κανονική χειροτονία υπό των αρειανών επισκόπων. Σε καμία περίπτωση δεν θεωρήθηκε άκυρο το μυστήριο επειδή αυτοί που το τέλεσαν είχαν αιρετικά φρονήματα. Αναφέρουμε για χάρη της ιστορικής αλήθειας, ότι υπήρχε μερίδα Ορθοδόξων οι οποίοι δεν εδέχθησαν σε κοινωνία τον Άγιο Μελέτιο και όσους τον ακολουθούσαν επειδή, ο μεν πρώτος είχε χειροτονηθεί υπό αιρετικών, όσοι δε τον ακολουθούσαν είχαν βαπτισθεί υπό των αιρετικών αρειανών. Η Εκκλησία όμως δεν δικαίωσε την στάση τους, αφού έκανε δεκτό τον Άγιο Μελέτιο και όσους τον ακολουθούσαν χωρίς να επαναλάβει τα ήδη γενόμενα υπό των αιρετικών μυστήρια.
Αν λοιπν δεν θεωρείται άκυρη ούδ' αύτη η χειροτονία παρ' Επισκόπων, κηρυσσόντων μεν αιρετικ φρονήματα, αλλμήπω Συνοδικώς καταδικασθέντων, παραμενόντων δ' ακόμη εντός της Εκκλησίας, γιατί να θεωρήσουμε ως άκυρα τα υπόλοιπα υπ’ αυτών γενόμενα μυστήρια;
Ας κάνουμε αναφορά σε μερικές ακόμα περιπτώσεις εκ της Εκκλησιαστικής ιστορίας:
Η ύπαρξις περιπτώσεων εκκλησιαστικής κοινωνίας Ορθοδόξων - ετεροδόξων, πού θα αναφέρουμε κατωτέρω, αποδεικνύουν ότι “οικουμενιστικές” παραφωνίες – παρόμοιες  μάλιστα με τις σημερινές – συνέβαιναν  και λίγες δεκαετίες προ του σχίσματος του 1924. Αυτό δεν σημαίνει ότι επικροτούμε τις ενέργειες αυτές, ούτε θεωρούμε ότι τα λάθη παλαιότερων εποχών πρέπει να συνεχίζουν να επαναλαμβάνονται. Ωστόσο, η χρήση αυτών των παραδειγμάτων, σκοπό έχει να δείξει πόσο εκτός πραγματικότητας είναι η πίστη κάποιον αδελφών μας, ότι το δυνάμει και ενεργεία είναι όροι που βρίσκουν εφαρμογή μόνο για τα κανονικά παραπτώματα των κληρικών και όχι για τις αιρέσεις και τα σχίσματα.
α) Καττις αρχς του ιθ΄αιώνος «εις πλείστους ορθοδόξους κληρικούς καί λαϊκούς επεκράτει δεινή άγνοια και σύγχυσις, επί των σχέσεων Ορθοδοξίας και ετεροδόξων... Εις των ξένων ιεραποστόλων, ο ελληνομαθής Άρτλεϋ, ιδρύσας σχολήν εν Αιγίν, εκήρυττεν από το άμβωνος του ορθοδόξου ναού της νήσου, έχων μεταξύ των ακροατών του, τον επίσκοπον τότε Ταλαντου Νεφυτον Μεταξάν. Ούτος δέ, και ως επίσκοπος Αττικής, είχε στενάς σχσεις μετά των ξένων ιεραποστλων, συμπαριστάμενος εν κηδείαις προτεσταντών εν ορθοδόξοις ναοίς τελουμέναις.
β) Κατά την υποδοχήν του Όθωνος, το πρώτον ελθόντος εις Αθήνας, ο Νεόφυτος, ενδεδυμένος τα αρχιερατικά άμφια, είχε και προτεστντας πστορας εν τη συνοδείαυτού! Προτεσταντική ακολουθα, Ορθδοξος ιερρχης καΠαπικς βασιλες απετλουν σνθεσιν, υπενθυμζουσαν τν εξωτερικν οικουμενιστικν εντητα! Αι οικουμενιστικαί αντιλήψεις διεβίβρωσκον ήδη εις βάθος την εν Ελλάδι Εκκλησίαν.
γ) Το 1837 ο Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ΣΤ΄ επέτρεψε «να γίνουν Αγιασμοί χάριν των Αρμενίων», ενώ τό 1874 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επέτρεψε την μετάδοση του Μεγάλου Αγιασμού στους ανωτέρω αιρετικούς.
δ) Το 1879 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως επέτρεψε επίσης κατ’ οκονομία στους Ορθοδόξους ιερείς «βαπτίζειν τα των Αρμενίων τέκνα, ορθοδόξως μεταδιδόναι τα μυστήρια εν ώρα θανάτου τοις Αρμενίοις ως Αρμενίοις, και τελείν στέψεις αυτών δι  έλλειψιν ιερέως» µόνο  «εν ανάγκη κατεπειγούση και αναποδράστω». Με άλλα λόγια «εισήγετο η εν τη Θ. Ευχαριστία τω Βαπτίσματι και τω Γάμω μυστηριακή μετά των Αρμενίων επικοινωνία». Έως τότε ο Ορθόδοξος κλήρος των Ιονίων νήσων «δεν εδίσταζε να βαπτίζη τα τέκνα των Βρεττανών», «ότε δεν είχον Άγγλους ιερείς», καθώς επίσης να στεφανώνη και να ενταφιάζη τους «Ρωμαιοκαθολικούς (Ουνίτας) της Συρίας».
ε) Την τέλεσι μικτών γάμων μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων επέτρεψαν κατά τα μέσα του ιθ΄  αιώνος  δια σχετικών τους αποφάσεων τόσο η Ιερά Σύνοδος του Βασιλείου της Ελλάδος όσο και  η  Εκκλησία τής Κωνσταντινουπόλεως.
στ) Το 1869 η Ιερά Σύνοδος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως αποφάσισε ακόμη «όπως εν ελλείψει ετεροδόξου ιερέως κηδεύωνται επί τη βάσει καθορισθέντος ιδίου Τυπικού, ετερόδοξοι υπό ορθοδόξων ιερέων, ως και να θάπτωνται εις τα ορθόδοξα νεκροταφεία».
ζ) Εν έτει 1863 Αγγλικανός κληρικός εγένετο δεκτός εις το Μυστήριον της Θ. Ευχαριστίας εν Σερβία, εγκρίσει της Ιεράς Συνόδου της Σερβικής Εκκλησίας.
Και άλλα τινά εκ της Εκκλησιαστικής ιστορίας παραδείγματα:
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας - Ενετοκρατίας οι ενωτικές προσπάθειες σχεδόν εξαλείφθηκαν. Οι τότε όμως δυσχερείς περιστάσεις σε συνδυασμό με την σκληρή Δυτική προπαγάνδα αποδυνάμωσαν σημαντικά τις αντιστάσεις του υποδούλου Ορθόδοξου κλήρου και λαού, που διατελούσε σε άκρα αμάθεια και σκότος. Τα γεγονότα της εποχής εκείνης καταδεικνύουν την άγνοια και την σύγχυση ορισμένων Ορθοδόξων ως προς τις σχέσεις τους με τους ετεροδόξους, την αλλοίωση του εκκλησιαστικού φρονήματός τους και την απώλεια της Ορθοδόξου ευαισθησίας τους.

Η πάγια τακτική των Ορθοδόξων να λαμβάνουν θεία κοινωνία από τους Λατίνους και το αντίστροφο – κυρίως  στα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου – μαρτυρεί, ότι είχε χαθεί η συνείδηση, ότι η Θεία Ευχαριστία διαστέλλει την Ορθοδοξία από τα αιρετικά εκκλησιαστικά σχήματα. Παπική σχολή επίσης "μόρφωνε" τους Αγιορείτας μοναχούς επί επτά έτη, ενώ η Μονή του αγίου Νικολάου στην Θήρα είχε Ιησουίτας ως εξομολόγους. Οι δε προσφωνήσεις επισκόπων και ηγουμένων προς τον πάπα υπερβαίνουν τα όρια της λογικής.

Οι εκκλησιαστικοί ηγέται ήταν ακόμη πιο ενδοτικοί στον δυτικό ιμπεριαλισμό. Ορθόδοξοι επίσκοποι επιτρέπουν στους Παπικούς να λειτουργούν στους Ορθόδοξους ναούς. Ο Πάρου και Νάξου Ιωσήφ προτρέπει τους αιρετικούς Καπουτσίνους να εξομολογούν και να διδάσκουν τον Ορθόδοξο λαο (1651)[13]. Ο μητροπολίτης Σμύρνης «δίνει την άδεια σε Ιησουίτες να εξομολογούν τους κληρικούς της επαρχίας του, και οι κληρικοί με την σειρά τους εγκαθιστούν τους Ιησουίτες μέσα στους ορθοδόξους ναούς να εξομολογούν τον λαο»[14]. Ο Αιγίνης Δαμασκηνός (1680) ακολουθεί όμοια τακτική, ενώ άλλος μητροπολίτης πηγαίνει τακτικά για εξομολόγηση σε Γάλλο Καπουτσίνο.
Ο ιερός Μακάριος ο Πάτμιος διεκήρυττε με πόνο: «Από τόσας Συνόδους τοπικάς και οικουμενικάς αφωρίσθησαν και ανεθεματίσθησαν οι Λατίνοι, και ακόμη αμφιβάλλεις ανίσως και είναι αναθεματισμένοι; Ακόμη δεν το πιστεύεις πως είναι αιρετικοί;.. Και πως εσύ κρατείς τούς Λατίνους δια Ορθοδόξους;.. Ποίον σημείον είδες από αυτόν τον φραρόπαπαν πως δύναται να τελειώση μυστήριον, και προστρέχεις εις αυτόν και εξομολογήσαι;.. Απο τον Θεόν τον ύψιστον, τον παντοδύναμον, χωρίζεσαι την ώραν εκείνην»[15] .
Ο δε όσιος Αθανάσιος ο Πάριος, όπως και ο όσιος Νικόδημος[16], αντιστεκόταν στους Λατινόφρονας της εποχής του και εδίδασκε: «Τις ουν τούς πάντη αβαπτίστους (Λατίνους) ερεί μη δειν βαπτίζεσθαι, τη καθολική προσερχομένους Εκκλησία; ουδείς δήπου νουν και φρενών μη εξεστηκώς ο τοιγαρούν βαπτίζονται πανταχού, καν τινές, πάθει μάλλον ή και αμαθεία κινούμενοι, εισέτι και νυν αντιλέγειν εθέλουσι, την φερομένην Διάταξιν προβάλλοντες, την μύρω δεχομένην τούς από Λατίνων επιστρέφοντας»[17].
Πλήθος μαρτυριών στον ιστ' και ιζ' αιώνα δεικνύουν ως συνηθισμένη τακτική, το να κοινωνούν οι Ορθόδοξοι στους Λατίνους και το αντίστροφο. Αναφέρουμε επίσης: Μνημόνευση και αναγνώριση λατίνων επισκόπων, μεμονωμένα συλλείτουργα, μικτά μυστήρια, παροχή μυστηρίων σε αιρετικούς, κηδείες αιρετικών, σπουδές σε σχολές αιρετικών, χορηγήσεις αδείας εξομολογήσεως και διδασκαλίας στους παπικούς καπουτσίνους. Ακόμη και Μητροπολίτες ή μοναχοί εξομολογούντο σε Λατίνους (λόγω των δυσχερών περιστάσεων που επικρατούσαν στις Τουρκοκρατούμενες και Λατινοκρατούμενες περιοχές), πράγμα που κατέκρινε με σφοδρότητα ο ιερός Μακάριος ο Πάτμιος. Κατά δε τα μέσα του ιζ' αιώνος «τα μοναστήρια του Άθω επανειλημμένως εκάλεσαν τούς Ιησουίτας, όπως ιδρύσουν εν τω ΑγίΌρει σχολήν διά την πνευματικήν κατάρτισιν των μοναχών»! Επίσης την ίδια περίοδο «εις πολλούς τόπους, εις Ιεροσόλυμα, εις Αλεξάνδρειαν και άλλους τόπους, εις μίαν εκκλησίαν ψάλλουσιν εις εν μέρος ανατολικοί και εις άλλο δυτικοί»!  Κατά τις ίδιες εποχές έγιναν διάλογοι και με τα διάφορα παρακλάδια των Μονοφυσιτών και Προτεσταντών, τούς οποίους συμπαθούσε και υπεράσπιζε ισχυρή μερίδα. Ο όσιος Νικόδημος κατέκρινε τούς «λατινόφρονες» της εποχής του ή «αμίσθους δεφένσορες του Λατινικού ψευδοβαπτίσματος», όπως τούς ονόμαζε. Το 1755 οι ανατολικοί πατριάρχες είχαν αποφασίσει συνοδικώς να αναβαπτίζωνται οι εκ των Λατίνων προσερχόμενοι στην Ορθοδοξία, διότι μέχρι τότε οι Λατίνοι εγίνοντο δεκτοί στην Ορθοδοξία κυρίως με αναμύρωση. Παρά ταύτα οι λατινόφρονες επολέμησαν την απόφαση αυτή και συνέχιζαν να δέχωνται τούς έχοντες το παπικό ράντισμα Λατίνους με αναμύρωση. Ο άγιος Νικόδημος εθλίβετο για την μέχρι τότε μεγάλη νοθεία, διαφθορά και παρερμηνεία των ιερών κανόνων και για τον «θανατηφόρον και παρ’ αίτιον ψυχικής απωλείας καρπόν» που ετίκτετο εξ αυτών. Συγχρόνως ήλεγχε με σύνεση και τούς θεολόγους της εποχής του, για τα αιρετικά και βλάσφημα φρονήματά τους.
Εκ όλων των παραπάνω προκύπτει ότι το δεύτερο ρεύμα με εκπρόσωπο τον κ Χρυσόστομο δικαιώνεται ως προς το ότι οι μη καταδικασμένοι σχισματικοί – αιρετικοί δεν έχουν απολέσει την Θεία Χάρη από τα μυστήρια τους.
Συμπέρασμα
Λαμβανομένων υπ’ όψιν όλων των ανωτέρω, συμπεραίνουμε ότι αμφότερες οι ομάδες, έσφαλαν ως προς την διατύπωση της Ορθοδόξου θέσεως. Η μεν του κ. Χρυσοστόμου ως προς τον διαχωρισμό των αιρετικών (σε εν δυνάμει και εν ενεργεία) που έκανε. Η δε άλλη του κ. Ματθαίου ως προς τον ισχυρισμό που διατύπωσε περί αυτόματης απώλειας της Θεία Χάριτος σε μη καταδικασμένους σχισματικούς-αιρετικούς.
Το συμπέρασμα που προκύπτει από το παραπάνω κείμενο είναι το εξής: αιρετικός είναι όποιος πιστεύει σε κάτι πέραν των όσων πιστεύει η Ορθόδοξος Εκκλησία και για αυτόν και όσους συσχετίζονται μαζί του ισχύουν τα αναθέματα της Γραφής των Συνόδων και των Πατέρων. Ο αιρετικός εγκληματεί εναντίον της Εκκλησίας και επομένως πρέπει να καταδικαστεί για αυτό του το έγκλημα[18]. Ο μόνος αρμόδιος όμως που θα του επιβάλλει τις ανάλογες ποινές που του αναλογούν είναι η σύνοδος των ζώντων επισκόπων. Τη στιγμή που δεν του έχουν επιβληθεί οι ανάλογες ποινές, συνεχίζει να αναγνωρίζεται με τα τυχόν αξιώματα που είχε έως τότε. Επομένως, αν πρόκειται περί κληρικού αναγνωρίζονται όλες οι ιεροπραξίες που έως τότε είχε επιτελέσει.
Η Εκκλησία ως  Θεανθρώπινος  οργανισμός.
Εν συνεχεία, είναι αναγκαία η υπενθύμισις της εξής θεμελιώδους  Εκκλησιολογικής  Αρχής: ο Θεανθρώπινος  Οργανισμς της  Εκκλησας, ως φέρων και θεανδρικήν δομήν, είναι αφ  ενς μεν Κοινωνία (πνευματική κατά χάριν σχέσις και κοινωνία των πιστών μεταξύ των και με την  Αγαν Τριάδα: εν Πνεύματι  Αγίῳ δια του Σωτήρος ενούμεθα με τον Πατέρα), αφ  ἑτρου δε και ταυτοχρόνως Καθίδρυμα (ιστορικός και συγκεκριμένος  Οργανισμς, ορατόν Σώμα Χριστού), κατ’  αναλογαν της ασυγχύτου και αδιαιρέτου ενώσεως της θείας και ανθρωπίνης φύσεως εν τω ενί Προσώπω και τη μια  Υποστσει του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Βάσει των παραπάνω προκειμένου να είναι κάποιος πραγματικό μέλος της Εκκλησίας πρέπει να έχει αυτήν την διπλή σχέση (προς Θεό και προς ανθρώπους). Ο αιρετικός άνθρωπος κατά τους Πατέρες αποξενώνεται (λόγω αιρέσεως) από την μετά του Θεού σχέση και έτσι του απομένει μόνο η μετά των ανθρώπων σχέση. Αποτέλεσμα να μένει μόνο με το υλικό μέρος της Εκκλησίας και να χάνει το πνευματικό[19]. Γίνεται δηλαδή  άνθρωπος της σαρκός.
Συνεχίζει όμως την κοινωνία μετά του ανθρωπίνου μέρους της Εκκλησίας και για αυτό το λόγο έως ότου κριθεί για τα αιρετικά του φρονήματα, θεωρείτε έστω και τυπικώς μέλος της Εκκλησίας. Όταν αναφέρουμε τυπικά εννοούμε ότι, αυτός ανήκει ως μέλος μόνο στον Ιστορικό, συγκεκριμένο Οργανισμό της Εκκλησίας, στον οποίο ανήκουν όλοι όσοι βαπτίσθηκαν Ορθόδοξοι Χριστιανοί και δεν τον έχουν εγκαταλείψει προσερχόμενοι σε κάποια άλλη θρησκευτική ομάδα.
Παραπάνω δε, δεν γίνεται αναφορά περί της πραγματικής –πνευματικής  Εκκλησίας, δηλαδή της μερίδας των πιστών εκείνων οι οποίοι παρόλα τα πάθη και τις αδυναμίες τους αγωνίζονται να διατηρήσουν ζωντανή την Κοινωνία μετά της Παναγίου Τριάδος. Για να γίνουμε πιο σαφείς, αναφορικά με τους ανήκοντας τυπικά εις της Εκκλησία αναφέρουμε το παράδειγμα του βαπτίσματος των αιρετικών. Όση αξία έχει να φυλάγεται μόνο το τυπικό μέρος του βαπτίσματος και να χάνεται η ουσία, άλλο τόσο αξία έχει να φυλάγεται μόνο η μετά των ανθρώπων κοινωνία και να χάνεται η μετά του Θεού κοινωνία. Κανένας δεν θεωρεί βάπτισμα αυτό των αιρετικών, ακόμα και αν έχουν διατηρηθεί οι τρεις καταδύσεις στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Δηλαδή επειδή φυλάχθηκε ο τύπος. Ομοίως, κανείς δεν θεωρεί πραγματικά Ορθόδοξους όσους έχουν χάσει την μετά του Θεού κοινωνία και βρίσκονται απλά ως μέλη του ιστορικού – επίγειου μέρους της Εκκλησίας.
Επανερχόμεθα στο κυρίως θέμα μας, τα επιτίμια των κανόνων που αναφέρονται σε αιρετικούς, όπως τα αναθέματα, έχουν αυτόματη εφαρμογή ή χρειάζεται να επιβληθούν από τη σύνοδο;
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία και συγκεκριμένα όσον αφορά τους ιερούς Κανόνες, το πώς βρίσκουνε εφαρμογή οι έννοιες του δυνάμει και ενεργεία, μας το εξηγεί πολύ όμορφα ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο Ιερν Πηδλιον[20]. Συμφώνως λοιπόν προς όσα μας αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, χωρίς την επιβολή του επιτιμίου από την Σύνοδο, το επιτίμιο δεν ενεργεί από μόνο του. Βεβαίως, όπως μας διαβεβαιώνει ο ίδιος Άγιος, ενώ μεν το επιτίμιο μπορεί και ποτέ να μην επιβληθεί, παρόλα αυτά όσοι είναι δυνάμει υπό την επιβολή του επιτιμίου είναι υπόδικοι στην Θεία δίκη και θα πρέπει να δώσουνε λόγο, για την πράξη ή πράξεις που έκαναν και τους κατέστησαν δυνάμει υπόδικους στο επιτίμιο αυτό.
Ενώ, δηλαδή εδώ στη γη μπορεί κάποιος να μη τιμωρηθεί για τα εγκλήματα που διέπραξε κατά της Εκκλησίας, όμως είναι σίγουρο ότι θα βρει τιμωρία μετά θάνατον. Οι ποινές επομένως ως προς το ανθρώπινο μέρος της Εκκλησίας πρέπει να επιβληθούν από τη σύνοδο. Ως προς το πνευματικό όμως κομμάτι, η κοινωνία μετά του Θεού είναι προσωπικό ζήτημα του καθενός και επομένως ο καθένας, σύμφωνα με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, κάποια στιγμή θα πρέπει να δώσει λόγο για τις πράξεις του. Επομένως, κάποιος ο οποίος είναι εν δυνάμει επί την επιβολή κάποιου επιτιμίου, ακόμα και αν δεν του επιβληθεί το επιτίμιο από τη σύνοδο, θα πρέπει όμως εκεί (μετά θάνατον), να δώσει λόγο για τις πράξεις του, που τον κατέστησαν υπόδικο στο επιτίμιο αυτό, ενώπιον πλέον του Ουράνιου Κριτηρίου και όχι κάποιου ανθρώπινου συνοδικού δικαστηρίου.
Ενστάσεις επί του θέματος.
Υπάρχουν αδελφοί και πατέρες οι οποίοι ισχυρίζονται ότι: «ότι τα «καθαιρείσθω και αφοριζέσθω», τα οποία αναφέρουν οι Κανόνες, ισχύουν για όλα τα άλλα θέματα, πλην των θεμάτων της πίστεως.  Και εκεί φυσικά χρειάζεται το δεύτερο πρόσωπο (η Σύνοδος εν προκειμένω) η οποία θα επιβάλη τα προβλεπόμενα υπό των Κανόνων επιτίμια στο συγκεκριμένο πρόσωπο. Εις τους κηρύσσοντας όμως, οιαδήποτε αίρεσι, δεν υπάρχει το «καθαιρείσθω και αφοριζέσθω» αλλά το «ανάθεμα έστω».». Συγκεκριμένος ερμηνεύουν ως εξής: «Ερμηνεύοντας λοιπόν ο αγ. Νικόδημος άριστα, κατά κοινή ομολογία, τους ιερούς Κανόνες, όπου αυτοί αναφέρουν το «καθαιρείσθω» και το «αφοριζέσθω», τα ερμηνεύει με την έκφρασι «να καθαίρεται και να αφορίζεται», δηλαδή με την ενέργεια του δευτέρου προσώπου λαμβάνει ισχύν το προβλεπόμενο επιτίμιο.  Όπου όμως αναφέρουν οι ιεροί Κανόνες το «ανάθεμα έστω», εδώ δεν ερμηνεύει ο άγιος, κατ’ αναλογίαν με τα προηγούμενα, με την έκφρασι «να αναθεματίζεται», δηλαδή για να ισχύση ο αναθεματισμός που ορίζει ο Κανόνας χρειάζεται να ενεργήση η Σύνοδος, αλλά αναφέρει την έκφρασι «ο παρών κανών αναθεματίζει όσους έχουν η διδάσκουν αυτό και αυτό...».
Ουσιαστικά μας λένε ότι οι αναθεματισμοί ισχύουν αυτόματα και δεν υπάρχει λόγος να γίνει σύγκλιση συνόδου για να αναθεματίσει τον κηρύσσοντα αιρετικά φρονήματα. Είδαμε όμως προηγουμένως ότι ο Άγιος Νικόδημος στο Πηδάλιο να γράφει: «Πρέπει να ηξεύρομεν, ότι τα επιτίμια όπου διορίζουν οι Κανόνες, ηγούν το καθαιρείσθω, και αφοριζέσθω, και το ανάθεμα έστω, αυτά κατά την γραμματική τέχνην είναι γ’ προσώπου προστακτικού, μη παρόντος. Εις το οποίον δια να μεταδοθεί η προσταγή αυτή, εξ ανάγκης χρειάζεται να είναι β πρόσωπον παρόν.». Επομένως, και για το ανάθεμα ισχύει ότι και για την καθαίρεση και για τον αφορισμό. Προκύπτει όμως το εξής ερώτημα, αν η σύνοδος των ζώντων επισκόπων δεν αναθεματίσει τον κηρύσσοντα αιρετικά φρονήματα αυτός δεν είναι αναθεματισμένος; Δηλαδή για να ισχύσει το ανάθεμα πρέπει να επιβληθεί από σύνοδο; Η απάντηση είναι απλή λαμβανομένων υπ’ όψιν όσα αναφέραμε προηγουμένως. Το κάθε μέλος της Εκκλησίας έχει μια διπλή σχέση προς Θεό και προς ανθρώπους. Το ανάθεμα ως όρος σημαίνει την πλήρη απομάκρυνση από τον Θεό. Όταν λοιπόν κάποιος είναι αναθεματισμένος σημαίνει ότι αυτός δεν έχει καμία κοινωνία – σχέση  με το Θεό. Η σχέση όμως κάποιου προσώπου με το Θεό είναι καθαρά προσωπικό θέμα στο οποίο τρίτοι δεν μπορούν να μπλεχθούν. Η αίρεση ως γνωστόν αποτελεί πλήρη χωρισμό από το Θεό, προκύπτει ότι όταν κάποιος ασπαστεί μια αίρεση, αυτομάτως χωρίζεται από την μετά του Θεού κοινωνία και επομένως είναι αναθεματισμένος αφ’ εαυτού του και δεν χρειάζεται κάποιο ανάθεμα από κάποια σύνοδο, αφού ο ίδιος επέλεξε να απομακρυνθεί μέσω της αιρέσεως από την μετά του Θεού κοινωνία. Τότε γιατί χρειάζεται να επιβληθεί το ανάθεμα από κάποια σύνοδο, αν ισχύει αυτόματα; Λαμβανομένης υπ’ όψιν της διπλής σχέσεως που έχει ένα μέλος της Εκκλησίας προς τον Θεό και προς τα υπόλοιπα μέλη της Εκκλησίας, αναφέραμε ότι η αίρεση αποτελεί εκούσια απομάκρυνση από την μετά του Θεού κοινωνία, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι υπάρχει και εκούσια απομάκρυνση από την μετά των αδελφών κοινωνία. Το Εκκλησιαστικό ανάθεμα επομένως, το οποίο θα επιβληθεί από σύνοδο, δεν έχει την έννοια του χωρισμού της κοινωνίας του αναθεματιζόμενου από την μετά του Θεού κοινωνία, πράγμα αδύνατο εφόσον αυτό είναι καθαρά προσωπικό ζήτημα, αλλά έχει την έννοια της αποκοπής και απομακρύνσεως από την Εκκλησιαστική κοινότητα. Ο αναθεματιζόμενος δηλαδή δια της βίας πλέον (αν δεν το έχει κάνει εκούσια), απομακρύνεται από την Εκκλησιαστική κοινότητα και δεν επιτρέπεται να έχει σχέση με κανέναν που προέρχεται από αυτήν, ούτε επίσης κάποιος που είναι μέλος αυτής να έχει κάποια σχέση μαζί του.
Ψευδεπίσκοποι και ψευδοδιδάσκαλοι.
Ερχόμαστε στο τελευταίο κομμάτι της μελέτης αυτής. Οι φορείς οποιασδήποτε αιρέσεως όταν είναι ποιμένες, δηλαδή κατέχουν κάποιο εκκλησιαστικό αξίωμα, χάνουν αυτομάτως αυτό το αξίωμα ή όχι; Ο ΙΕ΄ Κανών της ΑΒ΄ συνόδου αναφερόμενος σε ποιμένα (συγκεκριμένα επίσκοπο) που κηρύττει αίρεση ομιλεί για τον «καλούμενον Επίσκοπον», αυτόν δηλαδή που μόνον το όνομα φέρει του Επισκόπου, στην πραγματικότητα όμως δεν είναι Επίσκοπος, αλλά, όπως ξεκάθαρα τον αποκαλεί στην συνέχεια, είναι «ψευδεπίσκοπος και ψευδοδιδάσκαλος». Ο φορέας κατεγνωσμένης  αιρέσεως  είναι, λόγω της αιρέσεως, ξένος προς το σώμα του Χριστού και ως εκ τούτου «ψευδεπίσκοπος και ψευδοδιδάσκαλος» σύμφωνα με την έκφρασι του παρόντος Κανόνος. Αδιανόητον τούτου ένεκα είναι δια την γνήσιαν συνείδησιν του ευσεβούς Πληρώματος της Εκκλησίας, όπως τούτο συνεχίζει εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μετά των ψευδοποιμένων αυτού, των «εν ευσεβεία και δικαιοσύνη κατεγνωσθέντων».
Πάντες, δηλαδή οι ως άνω παρατρεπόμενοι επίσκοποι, δεν θεωρούνται γνήσιοι, αληθείς και άξιοι ποιμένες της Εκκλησίας. Μη ανταποκρινόμενοι δε καθηκόντως προς την υψηλήν αυτών αποστολήν και ουδεμίαν «γνήσιαν μαρτυρίαν Ορθοδοξίας δίδοντες» εις το Πλήρωμα της Εκκλησίας ένεκα της τοιαύτης αποστασίας αυτών, θεωρούνται Συνοδικώς ως ψευδεπίσκοποι, ακόμη και «προ εμφάνειας Συνοδικής και τέλειας αυτών κατακρίσεως».
Όθεν, ψευδεπίσκοπος εν γενική εννοία θεωρείται και τυγχάνει πας επίσκοπος, όστις έπαυσε να ασκεί, είτε θεωρητικώς είτε εμπράκτως, ορθόδοξων επισκόπησιν επί του έναντι του ποιμνίου του διαποιμαντικού του έργου, εξαπατών ή παραπλανών ούτω το απ’ αυτού Πλήρωμα δια του κακοδόξου  φρονήματος του και της εκ τούτου αναληθώς και εσφαλμένης διδασκαλίας αυτού.
Ψευδεπίσκοπος επομένως δεν καλείται αυτός ο οποίος απώλεσε το επισκοπικό του αξίωμα, αλλά, αυτός ο οποίος αν και επίσκοπος, δεν λειτουργεί έως τέτοιος.

Συμπεράσματα

Παραπάνω έγινε μια προσπάθεια να κατανοηθεί η θέση των αιρετικών που παρουσιάζονται ως Ορθόδοξοι μέσα στην Εκκλησία, καθώς από το πώς τους κρίνουμε αναλόγως και τους αντιμετωπίζουμε. Έγινε επιπλέον προσπάθεια να δοθούν απαντήσεις σε κάποια θέματα, σχετικά με την εγκυρότητα των μυστηρίων των αιρετικών. Παρ’ όλα αυτά, ο συγγραφέας δεν θεωρεί ότι κατέχει το αλάθητο, καθώς το συγκεκριμένο ζήτημα είναι αρκετά δύσκολο και οι απόψεις διφορούμενες. Για αυτό είναι ανοικτός προς οποιαδήποτε κριτική μπορεί να γίνει προς το συγκεκριμένο κείμενο, προκειμένου να διορθώσει λανθασμένες αντιλήψεις και πιστεύω τα οποία μπορεί να έχει.

Πηγές

1.    Οι ληστές της Θείας διδασκαλίας Μέρος β’, Δοκίμιο στην Αποτείχιση, Ιωάννου Ε. Ρίζου.
2.    ΤΟ ΣΧΙΣΜΑ ΤΟΥ ΖΗΛΩΤΙΚΟΥ ΠΑΛΑΙΟΗΜΕΡΟΛΟΓΙΤΙΣΜΟΥ, Αρχιμανδρίτου Βασιλείου Παπαδάκη, ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΡΩΜΑΙΑΣ, ΡΕΘΥΜΝΟΝ 2008.
3.    ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΝ ΣΧΙΣΜΑ ΔΥΝΑΜΕΙ Η΄ΕΝΕΡΓΕΙΑ; ΑΘΗΝΑ 1973, Θεοδώρητου Μαύρου ιερομονάχου Αγιορείτου.
4.    Περιοδ. «Ορθόδοξος Ένστασις και Μαρτυρία» ριθ. 1/᾿Ιανουριος 2000, σελ. 19-36
5.    Τα Δύο Άκρα («Οικουμενισμός» και «Ζηλωτισμός»), Επιφάνιου Ι. Θεοδωρόπουλου Αρχιμανδρίτου.
6.    ΤΟ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΝΟ ΣΧΙΣΜΑ, ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΑΝΝΗ, ΑΘΗΝΑ 2014.
7.    Η Διαχρονική Συμφωνία των Αγίων Πατέρων για το Υποχρεωτικό του 15ου Κανόνος της Πρωτοδευτέρας Συνόδου περί Διακοπής Μνημονεύσεως Επισκόπου Κηρύσσοντος επ’ Εκκλησίας Αίρεσιν, Ευθυμίου Τρικαμηνά Iερομονάχου, Degiorgio εκδόσεις, Τρίκαλα 2012.
8.    Απάντηση σε Αγιορείτη μοναχό, Πλείονες αγιοπατερικές Αναφορές και ιστορικς Αποδείξεις . http://paterikiparadosi.blogspot.gr/
Αποστασία και διχασμός, Αγιορείτων Πατέρων, Μελέτη -Απάντησις,   Προς θρησκευτικά σωματεία, Αθήναι 1981



[1]« Καθόσον δε αιρετικοί και σχισματικοί εν τη προς την Εκκλησίαν σχέσει συμπίπτουσι και απολείονται αμφότεροι εξ ίσου απ’ αυτής, και καθόσον το σχίσμα είναι η αφετηρία ως τα πολλά εις ετεροδιδασκαλίας, είναι προφανής η μη διάκρισις αμφοτέρων εν τη πράξει….» Χ. Ανδρούτσου, Δογματ., σ.276 έκδ. β’ 1956.
[2]Patrologia Latina 26,497 B-C
[3]PG, 104, 1224
[4]Πηδάλιον, Γ’ Αποστ. Κανών, Συμφωνία, σελ. 18, εκδ.1886
[5]Mansi τ. 13, στλ. 380Β/Σ.Μ.Π.Σ. τ. Β´, σελ. 874β (Πρξις Ζ´).
[6]Mansi τ. 13, στλ. 380Β/Σ.Μ.Π.Σ. τ. Β´, σελ. 874β (Πρξις Ζ´).
[7]Mansi. 12, 1042 και 1047
[8] Ζ’ Οικουμενική Συνόδου, Μ. 12, 1031
[9] ΕΠΕ 23, 492-494. «εἰκαὶαὐτοὶεἶενἀνάξιοι, διὰτὸσωθῆναιτὸνλαόν».
[10]PG τ. 100, στλ. 193C /Σ.Μ.Π.Σ. τ. Β´, σελ. 914α
[11]Δοσιθέου Ιεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, βιβλίο γ΄, κεφ. ιε΄, § μα΄, σελ. 222.
[12] Κατά Ιωάννη 11, 49-52.
[13]Θεοδωρήτου μοναχού, Η ευχαριστιακή συμμετοχή εν αγίωΟρει, 1972, σελ. 36-37. 
[14]Χ. Γιανναρά, Ορθοδοξια και Δυση, Αθηναι 1992, σελ. 97. 
[15]Ευαγγελική Σαλπιγξ, Λογος εις την εορτήν των τριών Ιεραρχων, εν Αθηναις 1867, σελ. 326-327. 
[16]Πηδάλιον, Αθηναι 1970, σημείωσις στον μστ Αποστολικόν, σελ. 56. 
[17]Επιτομή είτε συλλογή των θείων της πίστεως δογμάτων, εν Λειψία αωστ , σελ. 350-352. 
[18] Το σχίσμα και η αίρεση αποτελούν αδικήματα του Εκκλησιαστικού Δικαίου και επισύρουν αυστηρότατες ποινές.
Στο «Δοκίμιον Εκκλησιαστικού Δικαίου», Αποστόλου Χριστοδούλου (Κωνσταντινούπολη 1896, σελ. 390 κ. εξ.) τα εγκλήματα τα οποία επισύρουν ποινές διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες, εκ των οποίων στην τρίτη, ήτοι στα «εγκλήματα κατά της πίστεως και της Εκκλησίας», συμπεριλαμβάνονται η αίρεση και το σχίσμα.
Στο «Εκκλησιαστικόν Δίκαιον», Μελετίου Σακελλαρόπουλου (Αθήνα 1898, σελ. 425 κ. εξ.) διαβάζουμε χαρακτηριστικά τα εξής διαφωτιστικά: «Οι εκ της ορθοδοξίας λοιπόν εις αίρεσιν υποπίπτοντες, οι μεν κληρικοί καθαιρούνται και αφορίζονται, οι δε λαϊκοί αφορίζονται».
Ομοίως στο «Εκκλησιαστικόν Δίκαιον», Νικοδήμου Μίλα (Αθήνα 1906, σελ. 697 κ. εξ.) η αίρεση και το σχίσμα συμπεριλαμβάνονται στα γενικά εκκλησιαστικά παραπτώματα, όπου και στις δύο περιπτώσεις προβλέπονται οι ορισθείσες υπό των Ιερών Κανόνων ποινές.
[19] Βλέπουμε πρακτική εφαρμογή αυτού του ισχυρισμού δυστυχώς στις μέρες μας. Τα μέλη της Εκκλησίας (κληρικοί και λαϊκοί) έχουν χάσει την πνευματική σχέση με τον Κύριο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η Εκκλησία (αναφερόμαστε στο ιστορικό, επίγειο κομμάτι της) να χάσει την πνευματικότητα της και να απομείνει μόνο με το ανθρώπινο υλικό μέρος της. Έτσι, η Εκκλησία στις μέρες μας κατέληξε να είναι άλλη μια από τις πολλές ΜΚΟ και το μόνο που κάνει και την ενδιαφέρει είναι η προσφορά κοινωνικού έργου. Λες και ο Κύριος δεν εγκαθίδρυσε Εκκλησία αλλά φιλανθρωπικό σωματείο.
[20] Ορά υποσημείωση 4.
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

2 σχόλια:

Πάροικος είπε...

Νομίζω πως η πλευρά του επ.Χρυσοστόμου (πρώην Φλωρίνης) εννοούσε το «εν δυνάμει» κάπως διαφορετικά (όχι τελείως).Δεν έλεγε ότι είναι έγκυρα τα μυστήρια επειδή είναι «εν δυνάμει» αιρετικοί κι όχι εν ενεργεία αλλά επειδή δεν έχουν κριθεί ακόμη από σύνοδο.Άρα το «εν δυνάμει» και «εν ενεργεία» δεν το αξιολογεί επί τη βάσει της κηρυττομένης αιρέσεως αλλά σε συνάρτηση με την τελική καταδίκη από σύνοδο.Σημειωτέον ότι θα μπορούσε ο «εν δυνάμει» αιρετικός να δεχθεί ότι είναι πλανεμένος,να δηλώσει μετάνοια και να παραμείνει στην Ορθοδοξία,όπως και έγινε και στο παρελθόν π.χ. επί εικονομαχίας,όπου κάποιοι εκ των κοινωνούντων,με τους εικονομάχους, επισκόπων δήλωσαν μετάνοια και μάλιστα παρέμειναν στη θέση τους.Οπότε ουσιαστικά ο αιρετίζων γίνεται «εν ενεργεία» αιρετικός μόνο μετά τη σύνοδο.Μέχρι τότε όμως πρέπει αυτός που είναι «εν ενεργεία» Ορθόδοξος να μην έχει κοινωνία μαζί του.Αποτείχιση με λίγα λόγια.

Evangelos N. είπε...

Ευχαριστούμε για το άρθρο. Χάρις εννοεί παρουσία του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος ονομάζει τους αιρετικούς αυτοκατάκριτους και όργανα του σκότους. Πως λοιπόν μπορεί ο Θεός να ενεργήσει μέσω ανθρώπων που αρνούνται το φώς Του; Ο Άρειος, πρίν ακόμη καταδικαστεί από σύνοδο, λεγόταν ότι είχε ΗΔΗ ΑΦΟΡΙΣΘΕΙ από τον Θεό, ενώ στον βίο του Αγίου Παϊσίου τον Μέγα, μαθαίνουμε ότι ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ που ο μαθητής του αρνήθηκε τον Χριστό, έχασε την χάρι του Αγίου Βαπτίσματος. To ίδιο μαθαίνουμε στον βίο του Αγίου Νικηφόρο: ένας ιερεύς ονόματι Σαπρίκιος δεν δεχόταν να συγχρωρέσει τον αδερφό του, και έτσι έχασε την χάρι του Θεού και την πνευπατική διάκριση, θυσίασε στα είδωλα, και έχασε την ψυχή του.

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...