Σελίδες

5 Ιουν 2016

ΕΙΝΑΙ Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ, Ο ΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΜΑΚΡΥΝΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΘΡΗΣΚΕΙΑ;


Εκκοσμίκευση σημαίνει η χειραφέτηση της σκέψης, της συμπεριφοράς, των κοινωνικών θεσμών και του πολιτισμού από τη θρησκευτική πίστη, τους θρησκευτικούς θεσμούς και τα θρησκευτικά σύμβολα. Την εκκοσμίκευση την διακρίνουμε σε δύο είδη:
1. Την αντικειμενική εκκοσμίκευση, η οποία αφορά τους κοινωνικούς θεσμούς και τον πολιτισμό
2. Την υποκειμενική εκκοσμίκευση, η οποία αφορά τη συνείδηση και το φρόνημα του ατόμου
Ο συνδυασμός αντικειμενικής και υποκειμενικής εκκοσμίκευσης οδηγεί σ’ αυτό που αποδόθηκε στα Ελληνικά με τον όρο «θρησκευτικός αδιαφορισμός».
Στην θεολογική γλώσσα εκκοσμίκευση σημαίνει την κατάσταση στην οποία περιέρχεται η Εκκλησία όταν χάνει τα ιδιαίτερα και διακριτά χαρακτηριστικά της και λειτουργεί σύμφωνα με τις συνήθειες του κόσμου. Ως όρος δηλώνει την υποταγή της Εκκλησίας στους θεσμούς και στη νοοτροπία του κόσμου. Είναι η αλλοτρίωση (απομάκρυνση – αποξένωση) της Εκκλησίας από τους σκοπούς και το περιεχόμενό της. Γίνεται δηλαδή εισαγωγή στην περιοχή της θρησκευτικής ζωής κοσμικών στοιχείων που αλλοιώνουν τον αρχικό της χαρακτήρα.
Μια τέτοια μορφή εκκοσμίκευσης πραγματοποιήθηκε μέσα στα πλαίσια του Χριστιανισμού, ιδιαίτερα μετά την παύση των διωγμών και την αναγνώρισή του ως ισότιμης θρησκείας με την Εθνική (ειδωλολατρία), στην ουσία δηλαδή ως επίσημης κρατικής θρησκείας, από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Η άμβλυνση της αντίθεσης μεταξύ Εκκλησίας και κόσμου, ο συμβιβασμός των Χριστιανών με τη δεδομένη κοινωνική πραγματικότητα, η προσαρμογή της εκκλησιαστικής εξουσίας με την κοσμική εξουσία κ.λ.π. ήταν οι συνέπειες της νέας αυτής κατάστασης.
Από την εποχή αυτή η προσέλευση και παραμονή των ανθρώπων στην Εκκλησία δεν υπαγόρευαν πια μόνο η πίστη και ο θρησκευτικός ζήλος, αλλά και πολλές άλλες ιδιοτελείς επιδιώξεις. Λόγου χάρη, επειδή ο Μέγας Κωνσταντίνος δείχνοντας ιδιαίτερη εύνοια προς τους Χριστιανούς, αναβίβασε σε κρατικές θέσεις και αξιώματα πολλούς από αυτούς, έγινε αιτία πολλοί Εθνικοί (ειδωλολάτρες) να ασπαστούν την νέα πίστη, για να καταλάβουν και αυτοί ανάλογες θέσεις και αξιώματα.
Αλλά και για απλούς ιδιοτελείς σκοπούς προσέρχονται στην Εκκλησία, όπως παρατηρεί ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, σε κατηχητικό του λόγο που εκφωνήθηκε το έτος 351, που ώθησαν μερικούς από τους ακροατές του να ζητήσουν το χριστιανικό βάπτισμα, επισημαίνοντας τα εξής:
«Εγχωρεί σε και προφάσει άλλη ελθείν˙ εγχωρεί γαρ και άνδρα βούλεσθαι γυναικί καθικετεύσαι, και δια τούτο προσελθείν˙ αντιστρέφει και επί γυναικών το όμοιον ο λόγος˙ και δούλος πολλάκις δεσπότη και φίλος φίλω αρέσαι ηθέλησε. Δέχομαι το δέλεαρ τού αγκίστρου, και καταδέχομαί σε, κακή προαιρέσει μεν ελθόντα, ελπίδι δε αγαθή σωθησόμενον» Προκατήχησις 5
δηλαδή     
«Είναι πιθανό να έχεις έλθει για άλλο λόγο˙ διότι είναι πιθανό να ήθελε ο άνδρας να ικετεύσει θερμά την γυναίκα, και γι’ αυτό να προσήλθε˙ ισχύει αντίστροφα ο ίδιος λόγος και για τις γυναίκες˙ και ο δούλος πολλές φορές θα θέλησε να αρέσει στον κύριό του και ο φίλος στον φίλο του. Δέχομαι το “δόλωμα” του αγκιστριού, και σε αποδέχομαι, αν και ήλθες μεν, με κακή προαίρεση, να σωθείς δε με αγαθή ελπίδα».
Είναι λοιπόν φυσιολογικό, όταν η χριστιανική ιδιότητα συνεπάγεται ωφέλειες στην κοινωνική ζωή, να επιζητούν την απόκτηση της και άνθρωποι αδιάφοροι, συντελώντας με τον τρόπο αυτό στην αύξηση του αριθμού, αλλά ταυτόχρονα και στην αλλοίωση του κλίματος της κοινωνίας, μέσα στην οποία εισέρχονταν. Εξ’ ου και η αντίδραση που παρατηρήθηκε στον ωφελισμό αυτό, από κάποιους γνήσιους Χριστιανούς, με την απομάκρυνση τους από την κοινωνία και την εμφάνιση του μοναχισμού, αλλά και την καταγγελία της νόθευσης του γνήσιου Χριστιανικού πνεύματος και μηνύματος από μια σκυθρωπή τυπολατρία, υποκρισία και θρησκοληψία, από τους περίφημους «διά Χριστόν σαλούς» δηλαδή «τρελούς για χάρη του Χριστού».
Παρόλα αυτά, καθ’ όλη την διάρκεια του Μεσαίωνα και την αρχή των νεότερων χρόνων η θρησκεία του Χριστιανισμού κατέχει την κεντρική θέση, αφού ο κόσμος ερμηνεύεται και νοηματοδοτείται καθαρά θρησκευτικά. Το ίδιο γίνεται και με τους διάφορους θεσμούς της κοινωνίας – γάμος, οικογένεια, βασιλεία, οικονομία κ.λ.π. – που νομιμοποιούνται, νοηματοδοτούνται και ελέγχονται στη μορφή και τη λειτουργία τους θρησκευτικά.
Η μετάβαση όμως, από την αγροτική ζωή στη βιομηχανική των νεότερων χρόνων είχε άμεσες επιπτώσεις και στη θρησκευτική ζωή. Γιατί πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη – κάτι που παραγνωρίζεται – πως η θρησκευτικότητα δεν αιωρείται στο κενό, αλλά συνδέεται άμεσα με τη ζωή του ανθρώπου. Στη βιομηχανική κοινωνία λοιπόν, η θρησκεία απωθήθηκε από το κέντρο προς την περιφέρεια της κοινωνικής ζωής, αφού πλέον την θέση της κατέλαβαν οι συνιστώσες της επιστήμης (η καινούργια πλέον «θρησκεία»), της τεχνολογίας και της οικονομίας και έτσι έπαψε να έχει το μονοπώλιο της νοηματοδότησης της ζωής του καθενός, των κοινωνικών θεσμών και του κόσμου. Αντίθετα παρατηρείται μια διαρκώς και περισσότερο εξαπλούμενη τάση εκκοσμίκευσης, απαλλαγής δηλαδή και χειραφέτηση της σκέψης, της συμπεριφοράς, των κοινωνικών θεσμών και του πολιτισμού από τη θρησκευτική κυριαρχία.
Με όλη αυτή λοιπόν την διαδικασία που έλαβε χώρα από την αλλαγή της στάσης του ατόμου και της κοινωνίας της βιομηχανικής εποχής έναντι της αγροτικής, εμφανίστηκε στο προσκήνιο μια άλλη μορφή εκκοσμίκευσης, που εκφράζεται με την απομάκρυνση του κόσμου από την Εκκλησία. Για την απόδειξη του φαινομένου αυτού παρουσιάζονται και στατιστικά στοιχεία, όπως π.χ. ποσοστά εκκλησιαζομένων, συχνότητα προσέλευσης στη θεία Ευχαριστία κ.ά.
Η απομάκρυνση όμως από την εκκλησιαστική ζωή δεν ερμηνεύεται πάντοτε και ως μείωση ή εξαφάνιση της θρησκευτικότητας, γιατί αναγνωρίζεται πως η θρησκευτικότητα μπορεί να υπάρχει και να καλλιεργείται ακόμη και ανεξάρτητα από την Εκκλησία ή τους εκκλησιαστικούς θεσμούς. Έτσι η απομάκρυνση από την Εκκλησία δεν θεωρείται αναγκαστικά και ως απομάκρυνση από τον Χριστιανισμό ή γενικότερα από τη θρησκεία.
Υποστηρίχτηκε μάλιστα από μερικούς, ότι η απομάκρυνση από την παραδοσιακή εκκλησιαστική ζωή, όχι μόνο δεν σημαίνει την υποχώρηση της θρησκευτικής ζωής, αλλά φανερώνει την ανανέωση και την απαλλαγή της από δευτερογενή στοιχεία. Εξάλλου διατυπώθηκε και η άποψη πως η θρησκευτική κρίση είναι φαινομενική. Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν συγκεκριμένα όρια για τη διαπίστωση της ύπαρξης ή της υπερνίκησης της θρησκευτικής κρίσης. Όλα στο σημείο αυτό εξαρτώνται από την οπτική γωνία, από την οποία θεωρούνται τα πράγματα. Τέλος, αν γίνει δεκτό ότι υπάρχει πραγματικά θρησκευτική κρίση, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει και θρησκευτική ζωή, γιατί θρησκευτική κρίση μπορεί να υπάρχει μόνον εκεί, όπου η θρησκεία είναι ζωντανή.
Πέρα όμως από αυτά, δεν πρέπει να μας διαφεύγει την προσοχή ότι η εκκοσμίκευση έχει διαφορετικό νόημα στην Ανατολή και την Δύση. Η ανατολική χριστιανική παράδοση έχοντας έντονα αποφατικό χαρακτήρα μπορούσε πάντοτε να βρίσκει την ισορροπία στη διατήρηση της διάκρισης και της σχέσης του Θεού και του κόσμου. Γι’ αυτό και η κρίση της εκκοσμίκευσης στην περιοχή αυτή ήταν ηπιότερη και παρουσιάστηκε ως φαινόμενο εξωτερικής επίδρασης. Αντίθετα η δυτική χριστιανική παράδοση, που είχε ατροφικό το αποφατικό στοιχείο και στηριζόταν κυρίως στη φυσική τάξη και τον ανθρώπινο λόγο, δεν είχε πάντοτε τη δυνατότητα να διατηρεί ισόρροπα την διάκριση και την σχέση ανάμεσα στο θείο και το κοσμικό.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης: «Η Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού», Θεσσαλονίκη 1977
2. Εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος – Larousse Britannica»
3. Σχολικό Εγχειρίδιο Θρησκευτικών «Εκκλησία, η νέα κοινωνία σε πορεία» Γ΄Γυμνασίου, 1999                 
4. Σχολικό Εγχειρίδιο Θρησκευτικών «Θέματα Χριστιανικής Ηθικής» Γ΄Γενικού Λυκείου, 2012
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.