Σελίδες

14 Οκτ 2018

Τελικά θα σωθούν όλοι, ακόμα και ο διάβολος; – Υπάρχει μετάνοια μετά θάνατον;


Το Καθαρτήριο (Purgatorium) των Καθολικών, όπου καθαρίζονται οι ψυχές από τις αμαρτίες

Σύμφωνα με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη «ο Θεός είναι αγάπη» 1 Ιωάννη 4:8. Εδώ, πρέπει να προσεχτεί αυτό που λέει ο Ευαγγελιστής. Δεν λέει πως ο Θεός πως έχει αγάπη αλλά είναι αγάπη. Δηλαδή, οποιαδήποτε και αν είναι η σχέση των δημιουργημάτων του με Αυτόν, ακόμη και αν τον αρνούνται, Αυτός δεν παύει να τα αγαπά, αφού η αγάπη είναι η φύση του. Ορμώμενοι λοιπόν από αυτό κάποιοι Πατέρες της Ανατολικής Εκκλησίας, υποστήριξαν πως τελικά υπάρχει η πιθανότητα ο Θεός να τους συγχωρέσει όλους ακόμα και τον διάβολο!...

Αυτό ονομάστηκε «αποκατάσταση των πάντων» και έφτασαν σ’ αυτό οι συγκεκριμένοι Πατέρες της Ανατολής, επειδή υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση όσον αφορά τις θεολογικές προϋποθέσεις της σωτηριολογίας σε σχέση με τους Πατέρες της Δύσης και την ερμηνεία του παραδείσου και της κόλασης. Στη Δύση σε μια κοινή γραμμή – με εξαίρεση μόνο τον Λούθηρο και σε μερικά σημεία τον Αυγουστίνο, που δέχονται την σωτηρία ως απολύτρωση και νίκη του Χριστού κατά του θανάτου – υιοθετήθηκε η νομική άποψη για την σωτηρία, και στην θεολογία καθιερώθηκε σχεδόν αποκλειστικά η νομική ορολογία. Αντίθετα στην Ανατολή ευθύς εξαρχής κυριάρχησε η διδασκαλία για τον απολυτρωτικό και θεραπευτικό χαρακτήρα της σωτηρίας και δέσποσε κυριαρχικά στη θεολογία η ιατρική ορολογία. Έτσι η Δύση οδηγήθηκε στον απόλυτο προορισμό, ενώ η Ανατολή όπως είπαμε, με κάποιους εκπροσώπους της, στην αποκατάσταση των πάντων.
Πρέπει όμως να τονιστεί μετ’ επιτάσεως για να μην δημιουργηθούν εσφαλμένες εντυπώσεις πως η αποκατάσταση των πάντων δεν έχει θέση στην ακριβή έκθεση της δογματικής διδασκαλίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά οι προϋποθέσεις της είναι εξάπαντος ορθόδοξες. Γι’ αυτό άλλωστε τον λόγο ως θεολογούμενο έχει μια κυρίαρχη θέση στο περιθώριο της δογματικής διδασκαλίας, γιατί οι προϋποθέσεις της μας προφυλάσσουν από πολλά ξεστρατίσματα.
Στη Δύση ήδη ο ιερός Αυγουστίνος είχε διατυπώσει την άποψη πως ο διάβολος ήταν ευθύς εξαρχής όχι ο εχθρός του ανθρώπου, αλλά το τιμωρό όργανο του Θεού, και πως η σωτηρία συντελέστηκε όχι με την παντοδυναμία του Θεού, αλλά με την διευθέτηση κανόνων μιας δικαιϊκής τάξης και διαδικασίας. Στον Αυγουστίνο και μετέπειτα στον πατέρα του σχολαστικισμού Θωμά Ακινάτη, συναντάμε την διδασκαλία για τον παράδεισο και την κόλαση σαν δυο τόπους ευτυχίας και τιμωρίας. Το Καθαρτήριο (Purgatorium) είναι μεν αιώνιο, αλλά οι επιβαλλόμενες σ’ αυτό ποινές, σε όσους δεν πρόλαβαν επί γης να εκπληρώσουν τα επιτίμια που τους είχαν επιβληθεί για συγχώρεση των αμαρτιών τους, είναι χρονικά περιορισμένες. Γι’ αυτό και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποδέχεται πως ο πάπας μπορεί με τα συγχωροχάρτια να ρυθμίζει την τύχη των ψυχών που βρίσκονται στο Καθαρτήριο.
Αντίθετα στην Ορθόδοξη θεολογία με την επικράτηση σε γενικές γραμμές της θεραπευτικής σωτηρίας και της ιατρικής ορολογίας, το νομικό και ηθικό περιεχόμενο παραμερίστηκε στο περιθώριο. Η αμαρτία και το κακό εκλαμβάνονται ως νοσηρή κατάσταση της φύσης και της βούλησης, για αυτό και η σωτηρία είναι θεραπεία, μεταπλασμός, κάθαρση, φωτισμός και τελείωση σε μια ασταμάτητη πορεία. Είναι προφανής λοιπόν, η διαφοροποίηση στη προσέγγιση της σωτηρίας σε Δύση – Ανατολή, αφού η νομική δικαίωση περιέχει στατικότητα, ενώ η θεραπευτική σωτηρία ατέρμονη δυναμικότητα.
Η Ορθόδοξη θεολογία εντοπίζοντας το κακό σαν μια διασάλευση της οντολογικής, και όχι της ηθικής και νομικής τάξης, το θεωρεί σαν παράσιτο που αφανίζεται διαμέσου της μεταμορφωτικής θείας δόξας. Το κακό δεν έχει αρχέγονες ρίζες αφού δεν έχει δημιουργηθεί και είναι απλά μια παρασιτική διάβρωση. Επομένως εκφυλίζεται, και τελικά δεν μπορεί να έχει καμιά ισχύ πάνω στη δημιουργία. Θυμίζει κατά κάποιο τρόπο μπαλόνι που φουσκώνει και τελικά σπάζει. Τα λογικά όντα δοξάζονται και κινούνται ακατάπαυστα στις άπειρες διαστάσεις της θείας βασιλείας. Αυτές λοιπόν είναι οι ορθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις που διαμορφώνουν αυτόματα και φυσιολογικά κάθε διδασκαλία για τη σωτηρία, τον παράδεισο και την κόλαση, εκτοπίζοντας ταυτόχρονα κάθε μορφή ειδωλολατρίας ως τόπου ευτυχίας τον παράδεισο και ως τόπου δυστυχίας και βασάνων την κόλαση.
Συνεπώς βάσει όλων των παραπάνω, πολύ εύκολα οδηγείται κανείς στο βήμα τής πιθανότητας τής «αποκατάστασης των πάντων» και όχι βέβαια στον απόλυτο προορισμό (= η σωτηρία ή μη του ανθρώπου έχει προαποφασιστεί από τον Θεό, οπότε περιττεύουν τα έργα του ανθρώπου και η συνεργασία του με τον Θεό, αφού σώζεται αποκλειστικά και μόνο, με την πίστη και την Θεία Χάρη). Το βήμα αυτό το πραγματοποίησαν ο Ωριγένης, ο Γρηγόριος Νύσσης και ο Μάξιμος ο Ομολογητής οι οποίοι και έθεσαν ένα θεολογούμενο. Ωστόσο οφείλουν να γίνουν ορισμένες διευκρινίσεις. Ο Ωριγένης θεωρεί την κολαστήρια τιμωρία ως καθαρτική, το ίδιο ασπάζεται και ο Γρηγόριος Νύσσης φέρνοντας το παράδειγμα του χρυσού που είναι αναμιγμένος με κίβδηλη ύλη, την οποία ο τεχνίτης καίει, λιώνει, και παίρνει από αυτή το καθαρό χρυσάφι. Η φωτιά είναι δημιουργική. Το ακοίμητο πυρ είναι οι θείες ενέργειες. Ο δε Μάξιμος ο Ομολογητής, ενώ δέχεται την αποκατάσταση, διευκρινίζει καλύτερα τη θεωρία του Ωριγένη και του Γρηγορίου Νύσσης λέγοντας, πως ο αφανισμός του κακού και η αποβολή της κόλασης σημαίνει αποβολή της μνήμης του κακού και αποκατάσταση των δυνάμεων της ψυχής που έχουν διαβρωθεί, έτσι ώστε η σωτηρία να είναι μονάχα επίγνωση και αποκατάσταση και όχι μέθεξη με τον Θεό και θέωση.
Η αποκατάσταση των πάντων μπορεί να είναι θεολογούμενο, αλλά δεν αναιρείται, όπως πρόχειρα υποστηρίζουν πολλοί, από ορισμένες φράσεις της Καινής Διαθήκης οι οποίες αναφέρονται στην αιωνιότητα και το ατελείωτο της κόλασης. Κατ’ αρχάς άλλο πράγμα είναι η αιωνιότητα και το ατελείωτο του αδημιούργητου τριαδικού Θεού, και άλλο η αιωνιότητα και το ατελείωτο των δημιουργημάτων και της ζωής τους. Ως γνωστόν, από τη χάρη του Θεού είναι αιώνια η κτιστή πραγματικότητα και όχι από τη φύση της. Θεολογικά μιλώντας είναι δυνατόν το τέλος και της κόλασης και του παράδεισου, αφού όλα είναι εξαρτημένα από τις θείες ενέργειες.
Εκτός αυτού, κάτι που διαφεύγει σε πολλούς, είναι και το γεγονός, πως και οι υποστηρικτές της αποκατάστασης στηρίζονται σε αγιογραφικά χωρία, όπως λόγου χάρη ο Νύσσης στο Ματθαίο 18:34 «και οργισμένος ο κύριός του τον παρέδωσε στους βασανιστές, έως ότου του επιστρέψει όλα όσα του χρωστούσε» και στο 1 Κορινθίους 15:28 «όταν δε υποταγούν όλα εις αυτόν, τότε και αυτός ο Υιός θα υποταγεί εις εκείνον που υπέταξε όλα εις αυτόν, διά να είναι ο Θεός τα πάντα για όλους», αναπτύσσοντας συνάμα τις θεολογικές προϋποθέσεις της αποκατάστασης με δεινή επιχειρηματολογία. Οι υποστηρικτές λοιπόν της αποκατάστασης βλέπουν το «εκ μέρους», αλλά ατενίζουν κατά πρόληψη και το «τέλειον».
Την αποκατάσταση των πάντων υποστήριξε και ο Νικολάι Μπερδιάγιεφ (1874 – 1948), Ρώσος φιλόσοφος, θεολόγος και στοχαστής, ο οποίος καταδίκασε με ασυνήθιστη σφοδρότητα τις απάνθρωπες, υποκριτικές και απαίσιες παραστάσεις που είναι ευρύτατα διαδεδομένες και κυρίαρχες και αφορούν την κόλαση. Κατ’ αυτόν, η ηθική της κόλασης είναι νοητή, ποτέ όμως η οντολογία της. Ο άνθρωπος με τις διεστραμμένες και εκδικητικές απωθήσεις, που τροφοδοτήθηκαν από ένα σκοτεινό ψυχολογικό και κοινωνικό περιβάλλον, έφτιαξε το νοσηρό αυτό αποκύημα της φαντασίας του. Ο Νικολάι Μπερδιάγιεφ, ανεξάρτητα από τον βαθμό της σχέσης του με την ορθόδοξη πατερική θεολογία, κατάφερε να πολεμήσει τα στατικά και σχολαστικά πρότυπα της δυτικής θεολογικής σκέψης. Γι’ αυτό και η απελευθέρωση που πέτυχε, από τα θανάσιμα και άρρωστα αυτά περιγράμματα της κόλασης θεωρείται σπουδαία.
Με τις θεολογικές προϋποθέσεις, στις οποίες στηρίχτηκαν οι υπέρμαχοι της αποκατάστασης, μπορούμε να καταλάβουμε και συνάμα να ερμηνεύσουμε ό,τι σχετίζεται με αυτό που λέγεται μέση κατάσταση των ψυχών και τελική μέθεξη των λογικών όντων στη θεία δόξα. Η μετάνοια μετά θάνατο δεν είναι αδύνατη, επειδή τάχα την απαγορεύει μια δικαιϊκή τάξη, αλλά γιατί η κολασμένη ύπαρξη μένει συνειδητά στην πώρωση, στη σκλήρυνση και στην αμετανοησία. Οι Πατέρες υποστηρίζουν πως σε περίπτωση που θα υπήρχε μετάνοια ο Θεός δεν θα μπορούσε να την απορρίψει. Όμως είναι αδύνατη, γιατί οι κολασμένοι δεν θέλουν να μετανοήσουν. Γράφει ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός στην «Έκδοση ακριβή της ορθοδόξου πίστεως» 2,4 PG 94,877D: «Πρέπει δε να γνωρίζεις, ότι, όπως ακριβώς είναι ο θάνατος για τους ανθρώπους, είναι η έκπτωση για τους αγγέλους˙ διότι μετά την έκπτωση δεν υπάρχει γι’ αυτούς μετάνοια, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μετά θάνατο για τους ανθρώπους». Τα κριτήρια λοιπόν δεν είναι νομικά, ακόμη και για όσους ζουν έξω από τη στρατευόμενη Εκκλησία. Γιατί ο νόμος της συνείδησης δεν αναφέρεται σε θεσμοθετημένο δικαιϊκό κώδικα, αλλά στην ψυχική δεκτικότητα του ανθρώπου. Συνεπώς η ανυπέρβλητη δυσκολία για τους κολασμένους βρίσκεται στην αμετανοησία τους και όχι σε μια νομική δέσμευση του Θεού, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να επικοινωνήσουν με Αυτόν φιλικά και ερωτικά. Η αμετανοησία αυτή των κολασμένων περιγράφεται γλαφυρά και επισημαίνεται στο ευαγγέλιο του Λουκά 16:19 – 31, στην διήγηση από τον Χριστό της παραβολής του πλουσίου και την στάση του απέναντι στον πτωχό Λάζαρο. Ο πλούσιος υποφέροντας μετά θάνατον στην κόλαση, έχει την εντύπωση πως αδυνατεί να μετανοήσει εξαιτίας μιας τελεσίδικης απόφασης που έχει παρθεί από τον Θεό. Είναι λοιπόν χαρακτηριστική η τελευταία φράση της παραβολής που δείχνει ποια είναι η αιτία αμετανοησίας δια του στόματος του Πατριάρχη Αβραάμ: «εάν δεν ακούνε τον Μωϋσή και τους προφήτες, δεν θα πεισθούν και αν ακόμη αναστηθεί κάποιος από τους νεκρούς».
Η κόλαση λοιπόν δεν είναι η σκοτεινή φυλακή του Άδη όπως πίστευαν οι ειδωλολάτρες που την πόρτα της έχει σφραγίσει ο Θεός και δεν μπορεί ποτέ να την ανοίξει, ενώ οι κολασμένοι μετανοούν και θέλουν να ζήσουν με το Θεό. Αυτή η παράσταση μεταβάλλει τον Χριστιανισμό σε παχυλή και ειδωλολατρική θρησκεία, με αποτέλεσμα να μεταβάλλεται ο παράδεισος σε τόπο καλοπέρασης και ευτυχίας απέναντι στην φρικιαστική κόλαση, αντίθετα με την διδασκαλία των Πατέρων που θεωρούν τον παράδεισο ως μια ακατάπαυστη τελείωση στη φιλική και ερωτική σχέση των λογικών όντων και του Θεού και πως η κόλαση και ο παράδεισος είναι καταστάσεις και όχι τόποι, μέσα στην ίδια τη θεία δόξα. Έτσι οι κολασμένες υπάρξεις μένουν στατικές, ενώ οι φίλοι του Θεού οδεύουν το «πέλαγος» της θείας λαμπρότητας και τελείωσης. Αυτό άλλωστε είναι το νόημα της μνήμης των νεκρών και οι δεήσεις για τους κοιμηθέντες, για την πρόοδο και την βελτίωση των ψυχών τους. Να τους κατατάξει η θεία αγάπη στη δόξα και όχι στη στάσιμη αγνωσία του προορισμού τους.
Όσοι αγρυπνούν – θυμίζοντας  τις πέντε μυαλωμένες παρθένες της παραβολής – και τελικά μπαίνουν στη βασιλεία του Θεού, είναι αυτοί που ζουν με μετάνοια, πράγμα που σημαίνει φιλική σχέση με τον Θεό, τους ανθρώπους και όλη την κτίση, μια πραγματικά δημιουργική ελευθερία. Το μοναδικό κριτήριο λοιπόν, καθίσταται ο βαθμός ανάπτυξης του καθενός και όχι η τυχαία παραμονή σε μια κατάσταση. Γι’ αυτό η κόλαση και ο παράδεισος δεν αποτελούν φτηνά και ωφελιμιστικά κίνητρα για χριστιανική ζωή. Η αμοιβή του παραδείσου μεταφράζεται σε δημιουργική τελείωση με την επούλωση των τραυμάτων της δημιουργίας από την θεία δόξα. Η κόλαση είναι το τραυματισμένο και αθεράπευτο μέρος, γιατί η βούληση του Α ή Β κολασμένου παραμένει αμετανόητη και πωρωμένη, δεν θέλει την φιλία του Θεού.
Η ενέργεια όμως του Θεού συνέχει όλη την δημιουργία, ακόμα και αυτές τις κολασμένες βουλήσεις, που ανθίστανται στην αγαπητική προσφορά του Θεού. Δεν υπάρχει καμιά πόρτα, με επιταγή μιας οποιασδήποτε δικαιϊκής τάξης, που την έχει κλείσει ο Θεός. Την πόρτα την κλείνει η αμετανοησία. Ζωοποιούνται ωστόσο και οι στάσιμες υπάρξεις για να μένουν έτσι αθεράπευτες στην κατάστασή τους. Γιατί η δημιουργική αγάπη του Θεού συνέχει τα πάντα. Όσο και να φαίνεται παράδοξο, στον άνθρωπο που σκέφτεται νομικά και ωφελιμιστικά, η κόλαση είναι η έσχατη φιλανθρωπία του Θεού.
Ολοκληρώνουμε με μία αποστροφή από το βιβλίο του επισκόπου Διοκλείας Κάλλιστου Γουέαρ «Η Ορθόδοξη Εκκλησία», που ενέχει ένα είδος «περίληψης» του παρόντος άρθρου:
«Η κόλαση δεν είναι τόσο ένας τόπος όπου ο Θεός φυλακίζει τους ανθρώπους, όσο ένας τόπος τον οποίο οι ίδιοι οι άνθρωποι, καταχρώμενοι την ελεύθερη θέλησή τους, διαλέγουν για να φυλακίσουν τον εαυτό τους. Ακόμη και στην κόλαση οι κολασμένοι δεν στερούνται της αγάπης του Θεού, αλλ’ αυτό που οι άγιοι βιώνουν ως χαρά, αυτοί το βιώνουν ως βάσανα, πράγμα που είναι αποτέλεσμα της δικής τους επιλογής. “Η αγάπη του Θεού θα είναι ένα ανυπόφορο βάσανο γι’ αυτούς που δεν την έχουν αποκτήσει μέσα τους” V. Lossky, Η Μυστική Θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας, μτφρ. Στ. Πλευράκη, Θεσσαλονίκη 1973, σελ.253.
Η κόλαση υπάρχει ως τελική δυνατότητα, αλλ’ αρκετοί Πατέρες πιστεύουν, παρ’ όλα αυτά, πως στο τέλος όλοι θα συμφιλιωθούν με τον Θεό. Είναι αιρετικό το να λέμε πως όλοι υποχρεούνται να σωθούν επειδή μ’ αυτό αρνούμαστε την ελεύθερη βούληση που διαθέτει ο άνθρωπος. Είναι όμως θεμιτό να ελπίζουμε πως όλοι ίσως σωθούν. Μέχρι να έρθει η Εσχάτη Ημέρα, δεν πρέπει ν’ απελπιζόμαστε για τη σωτηρία κανενός, και επιβάλλεται να προσευχόμαστε και να επιθυμούμε τη συμφιλίωση των πάντων χωρίς εξαίρεση. Κανείς δεν πρέπει να διαφεύγει από τις πρεσβείες της αγάπης μας. “Τις εστίν καρδία ελεήμων;” ρωτά ο άγ. Ισαάκ ο Σύρος. “Είναι η καρδία που καίει με αγάπη για ολόκληρη τη κτίση, για τους ανθρώπους, τα πουλιά, τα θηρία, για τους δαίμονες, για όλα τα δημιουργήματα”. Mystic Treatises, έκδ. A. J. Wensick (Amsterdam 1923), σελ. 341. Ο Γρηγόριος Νύσσης λέει πως είναι θεμιτό οι χριστιανοί να ελπίζουν ακόμη και για τη λύτρωση του διαβόλου».           


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Νίκου Α. Ματσούκα: Το πρόβλημα του κακού, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Γ΄ Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1992
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.