Σελίδες

28 Φεβ 2021

Την αλήθεια της Εκκλησίας δεν την καθορίζει ο επίσκοπος, αλλά το σώμα των πιστών


ο επίσκοπος οφείλει να συλλαμβάνει και να εκφράζει αυτό που η Εκκλησία ως σώμα βιώνει


 

Την αλήθεια της Εκκλησίας δεν την καθορίζει οπωσδήποτε ούτε ένα μέλος της Εκκλησίας ούτε ένα όργανο της Εκκλησίας, αλλά μόνο η Εκκλησία στο σύνολό της, και ότι μεμονωμένα μέλη ή όργανα της Εκκλησίας μπορούν, αλλά δεν είναι απαραίτητο, να είναι εκφραστές της αλήθειας της. Το οποιοδήποτε μέλος της Εκκλησίας αφ’ εαυτού μπορεί να υποστηρίζη απόψεις που δεν είναι η αλήθεια της Εκκλησίας, οποιοδήποτε και αν είναι το εκκλησιαστικό του αξίωμα και όσο μεγάλη και αναμφισβήτητη και αν είναι η αγιότητά του...

Ο Μ. Φώτιος σε μια επιστολή του στον πάπα Νικόλαο δηλώνει απερίφραστα ότι πολλοί Πατέρες, όπως ο Διονύσιος Αλεξανδρείας, ο Μεθόδιος και ο Ειρηναίος, διατύπωσαν εσφαλμένες απόψεις και συμπληρώνει:

«Εμείς δε επειδή προσέξαμε ότι και μερικοί άλλοι από τους μακαρίους Πατέρες και διδασκάλους μας πλανήθηκαν σε πολλά σημεία της ακριβούς ερμηνείας των ορθών δογμάτων, τους μεν ισχυρισμούς τους δεν τους αποδεχόμεθα ως προσθήκη στη διδασκαλία της Εκκλησίας, αλλά τα ίδια τα πρόσωπά τους τα ασπαζόμεθα με τιμή».

Επειδή όλα αυτά συμβαίνουν και αποκλείεται να μη συμβαίνουν σε κάποιο βαθμό, δεν μπορεί ακόμη και ο επίσκοπος να θεωρήται απαραιτήτως εκφραστής της αλήθειας της Εκκλησίας· και τελικά η έκφραση της αλήθειας της Εκκλησίας δεν μπορεί να εξασφαλισθή με ένα ορθολογιστικό τρόπο, όπως είναι οι οποιοιδήποτε θεσμοί. Η έκφραση της αλήθειας της Εκκλησίας γίνεται με τρόπο μυστηριακό, που δεν μπορεί να καθορισθή εκ των προτέρων, όπως μυστηριακή είναι ολόκληρη η ζωή της. Η ορθολογιστική οργάνωση και τα θεσμικά όργανα είναι ο τρόπος με τον οποίο προσπαθεί να λειτουργήση ο κόσμος που δεν γνωρίζει τον μυστηριακό τρόπο της χάριτος.

Σε μια σχετική αναφορά στη λειτουργία υποδηλώνεται σαφώς ότι η αλήθεια της Εκκλησίας ορθοτομείται από τον επίσκοπο, όχι όμως αυτοτελώς αλλά ως επισκοπή, δηλαδή πλήρως ενσωματωμένο με το σώμα. «Μνήσθητι, Κύριε, πάσας επισκοπής ορθοδόξων των ορθοτομούντων τον λόγον της σης αληθείας». Από αυτή την αναφορά γίνεται επίσης σαφές ότι δεν είναι μία η επισκοπή που ορθοτομεί το λόγο της αληθείας, αλλά όλες, και ότι κάθε μία από αυτές ορθοτομεί όντως την αλήθεια της Εκκλησίας, όταν βρίσκεται σε συμφωνία με όλες τις άλλες. Η αναφορά που δημιουργεί την εντύπωση ότι ο επίσκοπος μόνος ορθοτομεί την αλήθεια της Εκκλησίας είναι μεταγενέστερη, δεν αναφέρεται στις αρχαιότερες λειτουργίες και υποδηλώνει τη διολίσθηση της εκκλησιαστικής παραδόσεως στη θεώρηση της Εκκλησίας ως θεσμού εξουσίας της οποίας αποκλειστικός φορέας είναι ο επίσκοπος…

Ο επίσκοπος δεν κάνει προγραμματικές δηλώσεις και δεν κάνει εξαγγελίες έργων. Οι προγραμματικές δηλώσεις και η εξαγγελία έργων είναι καθαρά κοσμική και πιο συγκεκριμένα πολιτικάντικη τακτική, με την οποία οι εξουσιαστές αποκτούν δημοτικότητα, αποκοιμίζουν τον όχλο και στερεώνουν έτσι την εξουσία τους. Η πολιτικάντικη αυτή τακτική χρησιμοποιήθηκε τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια με τα αμέτρητα «θα» και τις επανειλημμένες εξαγγελίες των μεγάλων έργων, που η υιοθέτησή της από επισκόπους δεν είναι μόνο ένα θλιβερό σύμπτωμα εκκοσμικεύσεως αλλά και μίμηση αυτού που στον κόσμο είναι ήδη προ πολλού χρεωκοπημένο και κατάπτυστο.

Τα έργα της Εκκλησίας δεν είναι έργα ενός ανθρώπου. Για τον επίσκοπο θα πρέπει να ισχύη αυτό που λέει ο Λάο Τσέ:

Ο ηγέτης είναι άριστος

όταν οι άνθρωποι μόλις που

ξέρουν ότι υπάρχει.

Όχι τόσο καλός όταν οι άνθρωποι

υποτάσσωνται σ’ αυτόν

και τον ζητωκραυγάζουν.

Κάκιστος όταν τον περιφρονούν.

Αλλά όταν έχει συντελεσθή το έργο

ενός καλού ηγέτη

που μιλά λίγο

και ο στόχος έχει επιτευχθή

θα πουν όλοι «εμείς το κάναμε αυτό».

Ο προεστώς της Εκκλησίας προσπαθεί να είναι αθέατος για να είναι θεατός ο Χριστός.

Οι ηγέτες ειδωλοποιούνται από λαούς απαίδευτους και βαρβάρους και εκείνοι που επιτρέπουν, και ακόμη περισσότερο ενθαρρύνουν, την ειδωλοποίησή τους δεν είναι πραγματικοί ηγέτες αλλά δημοκόποι και λαοκάπηλοι. Τα «εκκλησιαστικά» έντυπα που παρουσιάζουν διαρκώς τη φωτογραφία του επισκόπου και που αναφέρουν διαρκώς το όνομα του επισκόπου, ενώ είναι ζήτημα αν αναφέρεται σ’ αυτά έστω και άπαξ το όνομα και αν παρουσιάζεται η φωτογραφία ενός στις είκοσι χιλιάδες από τα μέλη της τοπικής Εκκλησίας της οποίας ο επίσκοπος αυτός προΐσταται, δεν είναι έντυπο εκκλησιαστικό στην πραγματικότητα, αλλά είναι έντυπο καθαρά ειδωλολατρικό και φασιστικό.

Όποιος θέλει να αλλάξη την κοινωνία ή να σώση τους ανθρώπους αντιμετωπίζει τον κίνδυνο να βάλη τον εαυτό του πάνω από αυτούς και να επισημαίνη τις αδυναμίες των άλλων μάλλον παρά τις δικές του. Ο αναμορφωτής που είναι πεπεισμένος ότι τα πράγματα πρέπει να αλλάξουν, επιχειρεί να μεταστρέψη τον κόσμο, αλλά πέφτει στον πειρασμό την ίδια στιγμή να πιστεύη ότι αυτός ο ίδιος δεν χρειάζεται μεταστροφή. Αντί να βλέπη τον εαυτό του ως πλήρες μέλος της κοινωνίας που χρειάζεται αναμόρφωση, μπορεί να την προσεγγίση με την εντύπωση ενός λυτρωτού που ο ίδιος είναι ανέγγιχτος και που είναι πάντοτε αλάνθαστος και τέλειος.

Μπορεί να δη τις απάνθρωπες κοινωνικές διακρίσεις αλλά να παραμένη τυφλός στο γεγονός ότι αυτό που βλέπει να συμβαίνη στον κόσμο συμβαίνει και σ’ αυτόν τον ίδιο, όταν κατακρίνη ορισμένους ανθρώπους ως αμαρτωλούς, πλανημένους, ανόητους ή επηρμένους. Μπορεί να κατακρίνη τον καπιταλισμό και τον καταναλωτισμό και να μην βλέπη ότι θα ήταν αδύνατο να ζη όπως ζη χωρίς την καπιταλιστική κοινωνία που καταδικάζει. Μπορεί να αισθάνεται ότι πολλοί άνθρωποι θα έπρεπε να έχουν μια καλύτερη ζωή και περισσότερο σεβασμό και ταυτόχρονα να του είναι αδύνατο να ακούη τους άλλους, να αποδέχεται την κριτική τους και να πιστεύη ότι μπορεί να μάθη κάτι απ’ αυτούς. Μπορεί να είναι διαρκώς απασχολημένος πηγαίνοντας από τη μία συνεδρίαση στην άλλη και να ξεχνά ότι κι αυτός έχει την τάση να χάνη την επαφή με τις εσωτερικές πηγές της υπάρξεώς του και να κωφεύη στη φωνή που έρχεται από μέσα. Μπορεί ακόμη να φοβάται να μείνη μόνος και να αντιμετωπίση το γεγονός ότι κι αυτός έχει τόση ανάγκη αλλαγής όση και ο κόσμος τον οποίο θέλει να μεταστρέψη.

Οι τρεις κίνδυνοι επομένως για κάθε ένα που θέλει να διορθώση τον κόσμο είναι η επιδίωξη του χειροπιαστού, η εξουσία και η έπαρση. Όταν ο Χριστός ξεκίνησε να καταγγείλει το κακό στον κόσμο στον οποίο ζούσε, να αμφισβητήση τις βασικές του αρχές και να εργασθή για την έλευση της βασιλείας του Θεού, ήξερε ότι θα μπορούσε να γίνη ένας οργανωτής όπως όλοι οι άλλοι που πριν από αυτόν θεωρούσαν τον εαυτό τους Μεσσία και πραγματικά δοκίμασε τον πειρασμό να προσπαθήση να φέρη άμεσα αποτελέσματα, μετατρέποντας τις πέτρες σε ψωμιά, να αποκτήση τη δόξα τη δύναμη και τη δόξα όλων των βασιλείων του κόσμου και να αποδείξη ότι είναι άτρωτος πηδώντας από τη στέγη του ναού και αφήνοντας τους αγγέλους να τον προστατεύσουν.

Αλλά μόνο υπερβαίνοντας αυτούς τους πειρασμούς θα μπορούσε να γίνη ο αναμορφωτής που μπόρεσε να σπάση τις σφιχτές αλυσίδες αυτού του κόσμου και να υπερβή τις κοσμικές φιλοδοξίες για να κάνη ορατή την ερχόμενη βασιλεία του Θεού.

Η αλήθεια της Εκκλησίας, αλλά και οποιαδήποτε αλήθεια, δεν ευρίσκεται στα πολλά λόγια. Η πολυλογία δεν είναι τρόπος με τον οποίο λέγονται αλήθειες, αλλά είναι τρόπος με τον οποίο λέγονται ανοησίες.

Στις ημέρες μας υπάρχει έντονη κρίση αλήθειας. Το ψέμα κυριαρχεί σε όλους τους τομείς. Στην πολιτική, στην τέχνη, στη θρησκεία, στην καθημερινή ζωή. Λέγονται πολλές «αλήθειες», που στην ουσία είναι ανίερα ψέματα, γιατί χρησιμοποιούνται για να καλύψουν, να παραλλάξουν ή να μεταμφιέσουν κάτι που δεν λέγεται.

Στη διεθνή σκηνή χρησιμοποιείται, παραδείγματος χάριν, μια καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων για να δικαιολογηθή η χρήση βίας, που αποβλέπει στη διασφάλιση πολλαπλών συμφερόντων. Έτσι, στην περίπτωση αυτή η καταγγελία μιας αδικίας ή ενός εγκλήματος είναι μια «αλήθεια» που χρησιμοποιείται για να καλύψη ένα άλλο έγκλημα. Στις πολιτικές διενέξεις μεταξύ των κομμάτων μιας χώρας μπορεί να καταγγέλλεται μια κατάχρηση, μια παράλειψη ή μια άστοχη ενέργεια της εξουσίας, με σκοπό όμως να μειωθή η δύναμη του φορέως της εξουσίας προς όφελος εκείνου που κάνει την καταγγελία. Έτσι, αν και η κατάχρηση, η παράλειψη ή η άστοχη ενέργεια μπορεί να είναι «αντικειμενικά» αληθινές, η καταγγελία που γίνεται με αυτή την πρόθεση είναι ένα κραυγαλέο ψέμα, και τέτοιου είδους ψέματα λέγονται τόσα πολλά και τόσο συχνά ώστε να ευρισκώμεθα διαρκώς σε μια κατάσταση ναυτίας από την αηδία που μας προκαλούν.

Εξίσου – η και περισσότερο – εμετικά είναι τα ψέματα της τέχνης, που πολλές φορές παρουσιάζει «αλήθειες» της ζωής με μια παιδαριώδη επιθυμία προβολής, που μας προκαλεί πλήξη και αποστροφή. Ακούμε συχνά βαθυστόχαστες αναλύσεις έργων τέχνης που καμία σχέση δεν έχουν με την πρόθεση του καλλιτέχνη και με τις οποίες ο αναλυτής απλώς επιζητεί να προβάλη τον εαυτό του και να εντυπωσιάση με τις γνώσεις του.

Τα μέσα ενημερώσεως δεν έχουν σχεδόν καθόλου την πρόθεση να ενημερώσουν, αλλά μόνο να αυξήσουν την ακροαματικότητά τους, δηλαδή να πολλαπλασιάσουν τα κέρδη τους. Γι’ αυτό εκμεταλλεύονται τις ειδήσεις που πουλάνε, κατά τρόπο εξοργιστικά προσβλητικό για τους ακροατές τους. Οι δημοσιογράφοι – που φαίνεται να αποτελούν την υπέρτατη εξουσία στον κόσμο μας και εναντίον των οποίων δεν υπάρχει η δυνατότητα να ασκηθή οποιαδήποτε κριτική – εκμεταλλεύονται, κατά τρόπο – όντως – εξοργιστικό και ανίερο, οτιδήποτε για να εξασφαλίσουν την επαγγελματική τους επιτυχία και την αύξηση του εισοδήματός τους …

Αλλά και στη καθημερινή ζωή, στις σχέσεις των ανθρώπων, ακόμη και στις πιο ιερές, κυριαρχεί το ψέμα καλυμμένο τέλεια κάτω από τις «αντικειμενικές αλήθειες». Έτσι όταν οι γονείς προειδοποιούν τα παιδιά τους για τους κινδύνους που ελλοχεύουν, για την αναξιοπιστία και την εκμετάλλευση των ανθρώπων, κάτω από αυτές τις «αντικειμενικές αλήθειες» κρύβουν τον πραγματικό λόγο, για τον οποίο αναφέρονται σ’ αυτές: την επιθυμία τους να κρατήσουν κοντά τους τα παιδιά τους και να μείνουν τα μόνα σημαντικά πρόσωπα στη ζωή τους. Ή όταν προτρέπουν τα παιδιά τους να μελετούν γιατί έτσι θα εξασφαλίσουν την επαγγελματική τους αποκατάσταση, κάτω από αυτή την «αντικειμενική αλήθεια», πολύ συχνά κρύβουν την πρόθεση τους να επιβάλλουν σ’ αυτά τις αξίες τους ή να καταξιωθούν μέσα απ’ αυτά. Επίσης, όταν οι σύζυγοι υποδεικνύουν στους συντρόφους τους τα σφάλματά τους, πολύ συχνά, χρησιμοποιούν «αντικειμενικές αλήθειες» για να εξασφαλίσουν το πάνω χέρι, για να ευρίσκωνται εκείνοι σε θέση υπεροχής. Δεν είναι σπάνιο ένας σύζυγος ή μία σύζυγος να εκθειάζουν την ομορφιά και το χαρακτήρα ενός άλλου άνδρα ή μιας άλλης γυναίκας, χρησιμοποιώντας αυτές τις «αντικειμενικές αλήθειες» για να προκαλέσουν το ενδιαφέρον του συντρόφου τους, γιατί αισθάνονται μειονεκτικά εξ αιτίας κάποιας ανεπάρκειά τους.

Ένας χώρος στον οποίο χρησιμοποιούνται πολλές φορές «αντικειμενικές θείες αλήθειες», για την επίτευξη εξαιρετικά δόλιων και εγωιστικών στόχων, είναι οι θρησκείες. Πολύ συχνά, ένθερμοι κήρυκες θείων αληθειών με τα φλογερά τους κηρύγματα προσπαθούν να κρύψουν και από τον ίδιο τους τον εαυτό τις αμφιβολίες τους γι’ αυτές τις αλήθειες. Άλλοτε πάλι τις χρησιμοποιούν για να κρύψουν την εσωτερική τους γύμνια και να επιβληθούν στους άλλους, να εξασφαλίσουν σεβασμό, θαυμασμό και υποταγή, για να έχουν δύναμη και εξουσία. Έτσι δεν διστάζουν να αποκαλούν ξεδιάντροπα το δικό τους θέλημα ως θείο και να το επιβάλλουν. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, τα ψέματα που λέγονται στο χώρο της θρησκείας με το κάλυμμα της «αντικειμενικής αλήθειας» είναι και τα πιο βλάσφημα απ’ αυτά που λέγονται ακόμη και τον πιο εγκληματικό υπόκοσμο.

Τα λόγια έχουν χάσει τη δημιουργική τους δύναμη. Η ακατάσχετη πολυλογία μας έχει κάνει να χάσουμε την εμπιστοσύνη μας στα λόγια και να σκεπτώμεθα πολλές φορές ακούγοντάς τα ότι «δεν είναι παρά λόγια», αν και ο όχλος μπορεί ακόμη να λιγώνεται με λόγια όσο και αν είναι απατηλά και ρηχά, αν είναι διαλεγμένα έτσι που να χαϊδεύουν τ’ αυτιά του.

Όλοι μιλούν στις ημέρες μας. Οι εκπαιδευτικοί μιλούν για έξη ή και περισσότερες ώρες την ημέρα, αλλά οι μαθητές συνήθως όταν τους ακούν σκέπτονται «δεν είναι παρά λόγια». Οι ιεροκήρυκες κάνουν κηρύγματα τη μια εβδομάδα ύστερα από την άλλη και τον ένα χρόνο ύστερα από τον άλλο, αλλά οι ακροατές τους παραμένουν οι ίδιοι και συνήθως σκέπτονται όταν τους ακούν «δεν είναι παρά λόγια». Πολιτικοί, επιχειρηματίες, πάπες, χοτζάδες, εκφωνούν λόγους κάνουν δηλώσεις ευκαίρως και ακαίρως, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς που τους ακούν λένε «δεν είναι παρά λόγια».

Τα αποτελέσματα είναι ότι η κύρια λειτουργία του λόγου, που είναι η κοινωνία των ανθρώπων, δεν λαμβάνει χώρα πια. Ο λόγος δεν οδηγεί στην κοινωνία, δεν δημιουργεί κοινότητα και γι’ αυτό δεν δίνει ζωή. Ο λόγος δεν προσφέρει πια ένα αξιόπιστο μέσο με το οποίο να μπορούν οι άνθρωποι να συναντήσουν ο ένας τον άλλο και να κτίσουν κοινότητα.

Το έδαφος στο οποίο ευδοκιμεί περισσότερο η αλήθεια δεν είναι τα λόγια αλλά η σιωπή, γιατί η αλήθεια δεν είναι μία περιγραφή αλλά μία γεύση. Οι περιγραφές είναι συνήθως υποκατάστατα βιώματος αλήθειας. Στην πραγματικότητα οι περιγραφές της αλήθειας είναι συνήθως ένα ψέμα, γιατί χρησιμοποιούνται για να εξυπηρετήσουν σκοπιμότητες ξένες προς την περιγραφόμενη αλήθεια.

Η αλήθεια δεν είναι διανόημα, αλλά είναι βίωμα. Η αλήθεια δεν ευρίσκεται συνήθως στο περιεχόμενο μιας διατυπώσεως απόψεων, αλλά στη διαδικασία της διατυπώσεως αυτών των απόψεων. Τέλος η αλήθεια δεν είναι αντικειμενική αλλά προσωπική. Η «αντικειμενική αλήθεια» – όσο και αν είναι ιερή – πολύ συχνά δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένα χυδαίο προσωπικό ψέμα.

Η πραγματική αλήθεια λέγεται πάντα με αγάπη και είναι πάντα στην υπηρεσία της αγάπης. Δεν είναι αυτοσκοπός. Όταν η αλήθεια εμφανίζεται ως αυτοσκοπός, ο πραγματικός σκοπός για τον οποίο αποκαλύπτεται, αποκρύπτεται και είναι σκοπός δόλιος.

Η αλήθεια αποκαλύπτεται για να γίνη δυνατή η κοινωνία μεταξύ των ανθρώπων και να επιτευχθή η ένωσή τους. Η κοινωνία και η ένωση των ανθρώπων, στην οποία οδηγεί η αποκάλυψη της αλήθειας, είναι και το αδιάψευστο κριτήριο της γνησιότητός της. Ό,τι οδηγεί τους ανθρώπους σε ακοινωνησία και διαίρεση, όσο και αν έχη τα εξωτερικά στοιχεία «αντικειμενικής αλήθειας», καλύπτει ένα ολέθριο ψέμα, γιατί χρησιμοποιείται απλώς σε ένα αντικοινωνικό και διαλυτικό αγώνα επικρατήσεως. Όσοι εκφράζουν γνήσιες αλήθειες το κάνουν για να κοινωνήσουν με τον άλλο και να προσεγγίσουν τον άλλο.

Είναι σαφές πως σχεδόν ό,τι εμφανίζεται ως αλήθεια στον κόσμο μας οδηγεί σε σύγχυση και ακοινωνησία και όσο περισσότερες «αλήθειες» αποκαλύπτονται, τόσο περισσότερη είναι η ακοινωνησία και αποξένωση. Η γνήσια αλήθεια ποτέ δεν αρκείται και δεν εξαντλείται σε μια προφορική διανοητική διατύπωσή της. Η γνήσια αλήθεια απαιτεί να βιωθή, να γίνη ζωή. Η γνήσια αλήθεια δεν είναι πληθωριστική, δεν είναι περίπλοκη και δεν είναι δυσνόητη. Η γνήσια αλήθεια είναι απλή και διατυπώνεται επιγραμματικά.

Ο πληθωριστικός λόγος, που είναι κύριο φαινόμενο της εποχής μας, είναι ένδειξη ανειλικρίνειας. Στην εποχή μας ο γραπτός λόγος θεωρείται αυθεντικός μόνο και μόνο επειδή είναι γραπτός και ιδιαίτερα όταν είναι έντυπος.

Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει διαμορφώσει μια ψυχολογία, ώστε – με ή χωρίς επίγνωση – να θεωρή ένα τυπωμένο κείμενο αυθεντικό μόνο και μόνο επειδή είναι τυπωμένο (στον ακαδημαϊκό χώρο πιστεύεται ότι αποδεικνύει κανείς έναν ισχυρισμό όταν παραπέμπη σε ένα τυπωμένο κείμενο και όχι όταν παραπέμπη στη ζωή). Αυτό δείχνει ότι ο κόσμος βιώνει πραγματικά μια κρίση αλήθειας. Αυτό δείχνει ότι στον κόσμο μας κυριαρχεί το ψέμα.

Τόσο ο επίσκοπος όσο και οποιοδήποτε άλλο μέλος της Εκκλησίας μπορεί να εκθέτη την άποψή του για την αλήθεια της Εκκλησίας και να περιμένη από την Εκκλησία στο σύνολό της και όχι από κάποιο θεσμοθετημένο όργανο να την επιβεβαιώση. Αν όμως ένα μέλος ή ένα όργανο της Εκκλησίας διατυπώνουν την άποψή τους για την αλήθεια της Εκκλησίας με τη βεβαιότητα ότι αυτή είναι αναγκαστικά η αλήθεια της Εκκλησίας στο σύνολό της, τότε εφαρμόζουν ένα μοναρχικό ή ένα ολιγαρχικό παπισμό.

Όταν η εκκλησιαστική ζωή είναι όντως εκκλησιαστική και παραμένη πιστή στην ορθόδοξη παράδοση, τότε ακούγονται συχνά απόψεις μελών της Εκκλησίας που όχι μόνο δεν επαναλαμβάνουν κατά γράμμα τις απόψεις της εκκλησιαστικής διοικήσεως και του «εκκλησιαστικού» κατεστημένου, αλλά που μπορεί να αντιτίθενται ολοκληρωτικά σ’ αυτές τις απόψεις. «Τούτο δε ουδέποτε κεκώλυται το την εαυτού πίστιν εν τη Εκκλησία εκτίθεσθαι, ως βούλεται έκαστος εις επίδειξιν μόνον του εαυτού φρονήματος, αλλ’ ουχ ως καθολικήν ομολογίαν και πίστιν» (MANSI xxxi, 664) διεκήρυξε ο Μάρκος ο Ευγενικός. Τι συμβαίνει λοιπόν όταν όχι μόνο «κεκώλυται» ο οποιοσδήποτε «την εαυτού πίστιν εν τη Εκκλησία εκτίθεσθαι» αλλά και «κεκώλυται» να διατυπώση την άποψή του και για τα πιο ασήμαντα θέματα – κατά τρόπο που θα ’κανε και την παπική Εκκλησία να κοκκινίση και που θυμίζει στυγνές ολοκληρωτικές πρακτικές – και όταν κάποιος το τολμήση καλείται αμέσως προς απολογίαν; Δεν δημιουργείται εύλογα η εντύπωση ότι το εκκλησιαστικό κατεστημένο αγνοεί και παραβαίνει τα πιο βασικά της ορθόδοξης εκκλησιαστικής παραδόσεως;

Η Εκκλησία ούτε εκπροσωπείται ούτε αντιπροσωπεύεται όσον αφορά τη διατύπωση της αλήθειας της. Ο πάπας δεν είναι τίποτε άλλο από αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος της Εκκλησίας και ο κάθε αντιπρόσωπος ή εκπρόσωπος της Εκκλησίας στην ουσία είναι ένας πάπας. Μπορεί να εκπροσωπηθή από κάποιον ένας επίσκοπος ή μια Σύνοδος, αλλ’ όχι η Εκκλησία.

Ακόμη τη συνείδηση της Εκκλησίας και την αλήθεια της δεν την διαμορφώνει ο επίσκοπος. Στην απαραχάρακτη Εκκλησία ο επίσκοπος δεν αντλεί το κύρος του από τη δυνατότητά του να διαμορφώνη την εκκλησιαστική συνείδηση, που τότε πια δεν είναι εκκλησιαστική, αλλά στη δυνατότητά του να συλλαμβάνη και να εκφράζη αυτό που η Εκκλησία ως σώμα βιώνει γιατί, όπως λέει χαρακτηριστικά ο Χρυσόστομος, κανένα από τα μέλη «καθ’ εαυτό σώμα δύναται ποιείν» · ούτε ο επίσκοπος, ούτε ο αρχιεπίσκοπος, ούτε ο πατριάρχης. Όταν ένα οποιοδήποτε μέλος γίνεται σώμα, τότε δεν υπάρχει σώμα, τότε έχει καταργηθή η Εκκλησία.

Ο λόγος του προεστώτος της Εκκλησίας δεν είναι ρητορικός λόγος. Δεν είναι λόγος απρόσωπος αλλά προσωπικός. Ο λόγος του προεστώτος της Εκκλησίας είναι λόγος ευχαριστηριακός, δηλαδή οικογενειακός και κοινωνιακός και επομένως δεν μπορεί να απευθύνεται σε μάζες. Ο λόγος του προεστώτος της Εκκλησίας δεν είναι λόγος εξαγγελιών και υποσχέσεων, δεν είναι δημοκοπικός, δεν κολακεύει τις μάζες λέγοντάς τους αυτά που θέλουν να ακούουν· και οι μάζες θέλουν να ακούν είτε ότι κάποιος θα τους απαλλάξη με τρόπο μαγικό από την κακοδαιμονία της ζωής τους, που είναι συνέπεια του τρόπου που επέλεξαν να ζουν, είτε ότι κάποιοι άλλοι ευθύνονται γι’ αυτή την κακοδαιμονία, κάτι που γνωρίζουν πολύ καλά οι δημοκόποι και γι’ αυτό αποκοιμίζουν και εξαπατούν τις μάζες, διακηρύσσοντας ότι κάποιες μαύρες σκοτεινές δυνάμεις είναι υπεύθυνες για τη δυστυχία τους. Οι πολιτικάντηδες το έκαναν και το κάνουν αυτό τόσο ασύστολα και τόσο εμετικά, ώστε θα περίμενε κανείς και οι πιο ανώριμοι άνθρωποι να μην πέφτουν σ’ αυτή την παγίδα, αλλά φαίνεται ότι είναι τέτοια η κατάντια της πλέμπας, την έχει διαφθείρει το κλίμα του ευδαιμονισμού και της καλοπέρασης που κυριαρχεί, ώστε να μην αναγνωρίζη και τις πιο χονδροειδείς δημοκοπικές απάτες.

Ο εκκλησιαστικός λόγος είναι λόγος αλήθειας, αλλά η αλήθεια είναι προσωπική. Η απρόσωπη αλήθεια είναι ένα χυδαίο πυροτέχνημα που χρησιμοποιείται με ένα έστω και ανεπίγνωστα τυχοδιωκτικό κίνητρο. Στον εκκλησιαστικό λόγο η προσωπική αλήθεια λέγεται με αγάπη και φιλανθρωπία μέσα σε μια ουσιαστική σχέση και όταν είναι πικρή και κυρίως τότε.

Η καταγγελία του κακού που χαρακτηρίζει κυρίως τον προφητικό λόγο καταγγέλλει την κακία των παρόντων και όχι των απόντων και πάντως δεν είναι γενική και αόριστη, αλλά έχει συγκεκριμένους και επώνυμους αποδέκτες, γι’ αυτό και δημιουργεί άμεσους κινδύνους για τον καταγγέλλοντα. Ο Χριστός απηύθυνε τα ουαί του σε ανθρώπους που τον άκουγαν τη στιγμή που τους κατακεραύνωνε, το ίδιο και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής. Αλλά ο προφητικός λόγος δεν είναι για τον καθένα. Όταν αυτός που αρθρώνει προφητικό λόγο δεν είναι ένας ασκητής και μάλιστα πολύ αυστηρός ασκητής, δηλαδή αυστηρός και σκληρός με τον εαυτό του, τότε είναι ή παλαβός ή παλιάτσος. Ο Χριστός δεν είχε που την κεφαλή κλίνη και ο Βαπτιστής ετρέφετο με ακρίδες και μέλι άγριο και ήταν ντυμένος με μια προβιά. Χρυσοστολισμένος προφήτης η προφήτης εξουσιαστής δεν μπορεί να υπάρξη. Ένας χρυσοστολισμένος εξουσιαστής που παριστάνει τον προφήτη αποτελεί ιεροσυλία και ύβρη ενάντια στα πιο ιερά και όσια και όσο έχει τη δυνατότητα να συνεχίζη να δίνη την παράστασή του είναι ένα θλιβερό μέτρο της γενικής εκπτώσεως. Είναι σχεδόν αδύνατον να υπάρξουν στην εποχή μας προφήτες που θα καταγγείλουν την γενική έκπτωση, γιατί στην εποχή μας μετέχουμε όλοι λιγώτερο ή περισσότερο σ’ αυτή τη γενική έκπτωση. Το περισσότερο που μπορούμε να περιμένουμε στην εποχή μας είναι να παρουσιαστούν άνθρωποι αρκετά έντιμοι και αρκετά γενναίοι να παραδεχθούν και να ομολογήσουν τη δική τους έκπτωση. 

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Κρατήθηκε η ορθογραφία τού πρωτότυπου κειμένου, εκτός από τον τονισμό που έγινε χρήση τού μονοτονικού

  

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΑΡΘΡΟ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΦΑΡΟΥ «Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΩΣ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΙΑ», σελ. 187 – 204 ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΡΜΟΣ

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

 

1 σχόλιο:

  1. Από μέρες ήθελα να το γράψω και δεν πρόλαβα. Πολύ επίκαιρο απόσπασμα. Αρχικά, θεώρησα ότι γράφτηκε αυτές τις ημέρες. Μετά είδα ότι είναι του π. Θεοφίλου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.