Επίκουρος
Ο Κήπος, δηλαδή η σχολή του Επίκουρου, αντιτίθεται πολύ πιο ριζικά στην Ακαδημία του Πλάτωνα παρά στο Λύκειο του Αριστοτέλη, κυρίως σε ό,τι αφορά τις ιδέες για τον έρωτα. Στο σημείο αυτό, όπως και σε πολλά άλλα, ο Επίκουρος φαντάζει σχεδόν σαν «αντί – Πλάτωνας»...
Για
τον Πλάτωνα, το αίσθημα του έρωτα είναι μια ευεργεσία των θεών, μια ουράνια
έμπνευση. Ο έρωτας, - εξηγεί ο Επίκουρος – «δεν στάλθηκε από τους θεούς». Δεν
είναι για τον Επίκουρο παρά «μια ορμητική όρεξη για σεξουαλικές ηδονές, που τη
συνοδεύουν η παραφορά και τα βάσανα». Ο Επίκουρος, χωρίς πολλά – πολλά,
καταργεί την αυτονομία του «Έρωτος», ταυτίζοντάς τον με την όρεξη για σαρκική
ένωση και τον καταγγέλλει σαν το χειρότερο εχθρό της γαλήνης («αταραξίας») του
σοφού.
Άλλωστε
ο Επίκουρος ποτέ σχεδόν δεν μιλεί για τον «Έρωτα». Το μόνο αίσθημα που
εκθειάζει, όπως άλλωστε όλοι οι φιλόσοφοι, είναι η «φιλία», μα φυλάγεται να την
επεκτείνει στον συζυγικό έρωτα, όπως το έκανε ο Αριστοτέλης. Αυτή η φιλία θα
είναι ο συστατικός και ιδρυτικός δεσμός της σχολής του.
Οι
επικούρειοι δεν ήταν καθόλου μισογύνηδες. Ο Επίκουρος είχε κάμποσες ακροάτριες,
που άλλωστε, εκτός από μία, ήταν όλες εταίρες. Αλλά σε ένα τέτοιο περιβάλλον,
μια μεγάλη αυστηρότητα εθίμων θα ήταν εξίσου απίθανη. Όσο για τον έρωτα των
αγοριών, ο Επίκουρος δεν φαίνεται πως τον ενθάρρυνε ποτέ, και ο μαθητής του
Φιλόδημος ρητά τον καταδικάζει.
Ο
επικουρισμός στην πράξη μοιάζει πολύ με τον εγωισμό του γεροντοπαλίκαρου,
ερωτευμένου πριν απ’ όλα με την ησυχία του, που τη στόλιζε με το ωραίο όνομα
της «γαλήνης του σοφού». Κατά τον Επίκουρο, «η σαρκική ένωση δεν ωφέλησε ποτέ
κανέναν, και πρέπει κανείς να θεωρείται ευτυχής αν δεν τον έβλαψε. Ο σοφός δεν
θα παντρευτεί και δεν θα κάνει παιδιά. Δεν θα παραδοθεί ποτέ στον έρωτα». Με
την πρώτη ματιά βλέπουμε λοιπόν πως πρόκειται για έναν κανόνα αγαμίας και
αγνότητας.
Όμως,
αν πέσει κανείς στα νύχια του ερωτικού πόθου, τι θα πρέπει να κάνει για να
ξανάβρει τη γαλήνη της σοφίας; Γιατί, επιτέλους, μέσα στην επικούρεια
ταξινόμηση των πόθων, ο έρωτας, αν δεν είναι ένας πόθος «αναγκαίος», είναι
οπωσδήποτε ένας πόθος «φυσικός». Ο Επίκουρος σε κάποιες περιπτώσεις, επιτρέπει
στο σοφό να παντρευτεί και να κάνει παιδιά, μα προφανώς εύχεται να είναι «γάμος
λογικής» δίχως αληθινόν έρωτα: ειδεμή, τι θα γινόταν η γαλήνη του σοφού «εν τη
δυνάμει» της συζύγου;
Αυτή
η στάση έχει κάποια αναλογία μ’ εκείνη του Αγίου Παύλου, που γράφει προς
Κορινθίους (I
Κορ., VII,8
– 9): «Είναι καλύτερα να παντρευτεί κανείς παρά να καεί». Μα ο Παύλος δεν
θεωρεί τον έρωτα σαν ένα «φάρμακο για τη φιληδονία» παρά μόνο στο γάμο. Ο
Επίκουρος γράφει σ’ έναν νέο που τον σπάραζαν οι σαρκικοί πόθοι: «Παραδώσου
δίχως καμιά τύψη στη ροπή σου». Να χορτάσεις τις επιθυμίες σου, σημαίνει να
ξαναβρείς τη γαλήνη, έστω και για λίγο, αν και τελικά, όπως το έγραψε ο Μποντλέρ
στο «Ταξίδι», «η απόλαυση προσθέτει δύναμη στην επιθυμία».
Η
θέση του ίδιου του Επίκουρου φαίνεται λίγο αμφίβολη και αυτό συμβαίνει γιατί
από το έργο του δεν μας έμειναν παρά αποσπάσματα. Η στάση του Λατίνου ποιητή
Λουκρήτιου, παθιασμένου και φανατικού επικούρειου, είναι πολύ πιο καθαρή, και
πιστεύω πως στο θέμα του έρωτα εικονίζει, αν όχι πάντα τη σκέψη του ίδιου του
Δασκάλου, τουλάχιστον την κοινή γνώμη των περισσοτέρων οπαδών του.
Λοιπόν,
το δόγμα που βγαίνει από το 4ο βιβλίο της «Φύσης των Πραγμάτων» είναι
καθαρό και πολύ απλό: συνίσταται στο να αποβάλλει κανείς ολότελα το «ερωτικό
αίσθημα», γιατί είναι επικίνδυνο και ολέθριο, ενώ η «φυσική απόλαυση» είναι
ευεργετική – και γι’ αυτό αξιοσύστατη.
Αυτή
η στάση προεικονίζεται κατά κάποιον τρόπο στη στάση του «ηδονιστή» (φίλου του
ποιητή) Αρίστιππου του Κυρηναίου, που έλεγε, μιλώντας σχετικά για την ερωμένη
του, την εταίρα Λαΐδα:
«Δεν
με αγαπά; Τι με νοιάζει; Δεν νομίζω πως το κρασί ή το ψάρι με έχουν ερωτευτεί
κι όμως με μεγάλη ευχαρίστηση πίνω το κρασί και τρώω το ψάρι».
Γράφει
ακόμη ο Λουκρήτιος:
«Πρέπει
να απωθούμε καθετί που μπορεί να θρέψει τον έρωτά μας, κι έτσι να στρέψει το
πνεύμα μας προς άλλα αντικείμενα. Αξίζει καλύτερα να ρίχνουμε στο “πρώτο τυχόν
κορμί” το υγρό που έχει μαζευτεί μέσα μας παρά να το κρατάμε για ένα μοναδικόν
έρωτα που μας κυριεύει ολόκληρους, κι έτσι να προφυλαχτούμε από τον βέβαιο πόνο
και τη βέβαιη θλίψη. Γιατί, θρέφοντας τον έρωτα, το απόστημα κακοφορμίζει και
γίνεται χρόνιο. Μέρα με την ημέρα το ξεφρένιασμα μεγαλώνει, ο πόνος γίνεται πιο
βαρύς, αν δεν σβήσεις με καινούριες πληγές τις παλαιές, κι αν, με τις τυχαίες
συναντήσεις δεν τις εμπιστεύεσαι, φρέσκες ακόμη, στην Πάνδημη Αφροδίτη. Με το
να αποφεύγεις τον έρωτα, δεν χάνεις τις ηδονές της Αφροδίτης, αντίθετα έχεις
όλα τα πλεονεκτήματα, δίχως λύτρα».
Η
τελευταία φράση θα μπορούσε να γίνει το έμβλημα των ακόλαστων και των
παραλυμένων όλων των εποχών. Ξαναβρίσκουμε την ίδια διαφορά ανάμεσα σε VENUS
και AMOR
που οι
Έλληνες είχαν το σχήμα «Αφροδίτη - Έρως». Η Αφροδίτη συμβόλιζε τη σαρκική ηδονή
και ο Έρως την αγάπη.
Ο
ίδιος ο Επίκουρος φαίνεται να κρατάει εχθρική στάση τόσο στην Αφροδίτη όσο και
στον Έρωτα, μα οι μαθητές του βρίσκανε στα έργα του πολλά αποφθέγματα, που
λιγότερο ή περισσότερο άμεσα μπορούσαν να δικαιολογούν την προτίμησή τους για
την Αφροδίτη. Ίσως ο ίδιος ο Επίκουρος να ήταν ένας ασκητής, αλλά έγραφε:
«Φτύνω την ηθικότητα (το «καλό»), όταν η ηθικότητα δε γεννάει καμιά απόλαυση»,
κι ακόμη: «Η αρχή και η ρίζα του κάθε καλού είναι η απόλαυση της κοιλιάς».
Τέτοια αποφθέγματα, που λίγο ή πολύ είναι ευκολονόητα, είχαν μεγαλύτερη
επίδραση από το παράδειγμα του Δασκάλου, στη μελλοντική ηθική του «ποιμνίου του
Επίκουρου».
Το
παρόν άρθρο είναι από το βιβλίο του Ρομπέρ Φλασελιέρ «Ο Έρωτας στην Αρχαία
Ελλάδα», Εκδόσεις Δημ. Παπαδήμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.