Ο Σίμων ο μάγος ζητά από τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη να του χαρίσουν επί χρήμασι το Άγιο Πνεύμα. Θεωρείται ο πατέρας όλων των αιρέσεων
Ο περισσότερος κόσμος πιστεύει πως οι αιρέσεις είναι σύγχρονο φαινόμενο και δείχνει την απιστία της εποχής μας . Θα εκπλαγούν όμως οι περισσότεροι αν μάθουν, πως οι αιρέσεις όχι μόνο υπήρχαν εδώ και χιλιάδες χρόνια αλλά είναι και τόσο παλιές όσο και ο ίδιος ο Χριστιανισμός. Άλλωστε κάποιες από αυτές αναφέρονται και στα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Έτσι σκεφτήκαμε να αφιερώσουμε ένα άρθρο που να αναφέρεται στις αιρέσεις στα χρόνια των Αποστόλων.
Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΣΙΜΩΝΑ ΤΟΥ ΜΑΓΟΥ
Ξεκινάμε την αναφορά μας στις αιρέσεις στα χρόνια των Αποστόλων, με την αίρεση του Σίμωνα του μάγου, ο οποίος θεωρείται και ο πατέρας όλων των αιρέσεων.
Καταγόταν από την κωμόπολη Γίτθων της Σαμάρειας και με τα μαγικά του τεχνάσματα είχε εντυπωσιάσει τους συμπατριώτες του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται η «Μεγάλη Δύναμη του Θεού». Πιθανολογείται ότι έγραψε και βιβλίο που περιέχει την διδασκαλία του με τον τίτλο «Απόφαση Μεγάλη» το οποίο όμως έχει χαθεί.
Τον Σίμωνα τον μάγο τον συναντάμε στο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, Πράξεις των Αποστόλων, κεφάλαιο 8, στίχοι 8 – 25, και είναι αυτός ο οποίος, εντυπωσιασθείς από τα θαύματα του διακόνου Φίλιππου θέλησε να γίνει Χριστιανός – βαπτίστηκε μάλιστα – για να μπορεί να επιτελεί και αυτός ανάλογα θαύματα. Όταν δε αργότερα είδε τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη να μεταδίδουν στους ανθρώπους με την επίθεση των χεριών στο κεφάλι τους το Άγιο Πνεύμα, πρόσφερε χρήματα στους Αποστόλους για να κάνει κάτι ανάλογο. Γι’ αυτό και η λέξη σιμωνία σήμερα, σημαίνει την εξαγορά εκκλησιαστικής εξουσίας από κληρικό.
Επειδή αποδοκιμάστηκε από τον Πέτρο κατέφυγε στη Ρώμη όπου απέκτησε πολλούς οπαδούς, γιατί ενώ έλεγε ότι πρεσβεύει τον Χριστιανισμό στην ουσία πρέσβευε ένα Γνωστικό σύστημα διδασκαλιών. Έλεγε ότι ήταν ο Πατέρας, ο οποίος κατέβηκε στην γη για να απελευθερώσει την Έννοια (την δημιουργική δύναμη του Πατέρα) η οποία είχε φυλακιστεί σε ανθρώπινο σώμα. Και πράγματι την βρήκε την Έννοια και την απελευθέρωσε στο πρόσωπο μιας πόρνης από την Τύρο της Φοινίκης.
Οι οπαδοί του, οι οποίοι οι περισσότεροι βρίσκονταν στην Σαμάρεια, τον λάτρευαν σαν Θεό, γονατίζοντας σε εικόνες αυτού και της Ελένης προσφέροντας θυμιάματα, θυσίες και σπονδές. Είχαν και κρυφές τελετές, που όπως παραδίδει ο Ευσέβιος Καισαρείας (περίπου 320 μ.Χ.), δεν μπορούν να ειπωθούν από σώφρονες ανθρώπους γιατί είναι γεμάτες από υπερβολική αισχρότητα και βρομερότητα. Σιγά – σιγά, η αίρεσή του εξαφανίστηκε, πολλοί δε από τους οπαδούς του απορροφήθηκαν στα άλλα γνωστικά συστήματα της εποχής.
Ξεκινάμε την αναφορά μας στις αιρέσεις στα χρόνια των Αποστόλων, με την αίρεση του Σίμωνα του μάγου, ο οποίος θεωρείται και ο πατέρας όλων των αιρέσεων.
Καταγόταν από την κωμόπολη Γίτθων της Σαμάρειας και με τα μαγικά του τεχνάσματα είχε εντυπωσιάσει τους συμπατριώτες του σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται η «Μεγάλη Δύναμη του Θεού». Πιθανολογείται ότι έγραψε και βιβλίο που περιέχει την διδασκαλία του με τον τίτλο «Απόφαση Μεγάλη» το οποίο όμως έχει χαθεί.
Τον Σίμωνα τον μάγο τον συναντάμε στο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, Πράξεις των Αποστόλων, κεφάλαιο 8, στίχοι 8 – 25, και είναι αυτός ο οποίος, εντυπωσιασθείς από τα θαύματα του διακόνου Φίλιππου θέλησε να γίνει Χριστιανός – βαπτίστηκε μάλιστα – για να μπορεί να επιτελεί και αυτός ανάλογα θαύματα. Όταν δε αργότερα είδε τους Αποστόλους Πέτρο και Ιωάννη να μεταδίδουν στους ανθρώπους με την επίθεση των χεριών στο κεφάλι τους το Άγιο Πνεύμα, πρόσφερε χρήματα στους Αποστόλους για να κάνει κάτι ανάλογο. Γι’ αυτό και η λέξη σιμωνία σήμερα, σημαίνει την εξαγορά εκκλησιαστικής εξουσίας από κληρικό.
Επειδή αποδοκιμάστηκε από τον Πέτρο κατέφυγε στη Ρώμη όπου απέκτησε πολλούς οπαδούς, γιατί ενώ έλεγε ότι πρεσβεύει τον Χριστιανισμό στην ουσία πρέσβευε ένα Γνωστικό σύστημα διδασκαλιών. Έλεγε ότι ήταν ο Πατέρας, ο οποίος κατέβηκε στην γη για να απελευθερώσει την Έννοια (την δημιουργική δύναμη του Πατέρα) η οποία είχε φυλακιστεί σε ανθρώπινο σώμα. Και πράγματι την βρήκε την Έννοια και την απελευθέρωσε στο πρόσωπο μιας πόρνης από την Τύρο της Φοινίκης.
Οι οπαδοί του, οι οποίοι οι περισσότεροι βρίσκονταν στην Σαμάρεια, τον λάτρευαν σαν Θεό, γονατίζοντας σε εικόνες αυτού και της Ελένης προσφέροντας θυμιάματα, θυσίες και σπονδές. Είχαν και κρυφές τελετές, που όπως παραδίδει ο Ευσέβιος Καισαρείας (περίπου 320 μ.Χ.), δεν μπορούν να ειπωθούν από σώφρονες ανθρώπους γιατί είναι γεμάτες από υπερβολική αισχρότητα και βρομερότητα. Σιγά – σιγά, η αίρεσή του εξαφανίστηκε, πολλοί δε από τους οπαδούς του απορροφήθηκαν στα άλλα γνωστικά συστήματα της εποχής.
Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΟΥ ΓΟΗΤΟΣ ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ
Ο Μένανδρος ήταν αυτός που διαδέχτηκε τον Σίμωνα το μάγο. Καταγόταν και αυτός από τη Σαμάρεια και συγκεκριμένα από την κωμόπολη Καπαρατταία. Η διδασκαλία του ήταν ένα κράμα Γνωστικισμού ντυμένο με Χριστιανικό μανδύα.
Για τους μη γνωρίζοντες ο Γνωστικισμός ήταν ένα φιλοσοφικοθρησκευτικό σύστημα, με το οποίο ο Χριστιανισμός πάλεψε σκληρά τους τρεις πρώτους αιώνες, μέχρι να επικρατήσει. Ήταν προγενέστερος του Χριστιανισμού και είχε επηρεαστεί από τον Πλατωνισμό, τις ανατολικές Θρησκείες του Ζωροαστρισμού, Παρσισμού κ.λ.π., καθώς και τα Αιγυπτιακά μυστήρια. Όταν εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός πήρε στοιχεία και από αυτόν, γι’ αυτό και έγινε επικίνδυνος για την Εκκλησία.
Δέχονταν δύο κόσμους, ένα νοητό, όπου εκεί υπάρχει ο αληθινός Θεός με τα καθαρά πνεύματα, και έναν κατώτερο κόσμο, τον υλικό, στον οποίο είναι φυλακισμένες οι ψυχές των ανθρώπων. Μεταξύ αυτών των δύο κόσμων υπάρχουν οι άγγελοι και κάποια ανώτερα όντα που ονομάζονταν «αιώνες».
Ο Μένανδρος λοιπόν δίδασκε, πως αυτός ήταν ένας σωτήρας σταλμένος από τους αόρατους «αιώνες». Έλεγε επίσης πως δεν μπορούσε κανείς να νικήσει τους κακούς δημιουργούς αγγέλους, αν δεν περάσει προηγουμένως από την μαγική εμπειρία και το βάπτισμα, τα οποία μόνο αυτός μπορούσε να δώσει.
Διαστρέφοντας τα Χριστιανικά δόγματα για την ζωή μετά τον θάνατο και την ανάσταση των νεκρών, υποστήριζε, πως όσοι τον ακολουθήσουν δεν θα πεθάνουν ποτέ και θα παραμείνουν για πάντα νέοι και αθάνατοι.
Υπολείμματα των οπαδών του, διασώθηκαν μέχρι και την εποχή του Ιουστίνου του μάρτυρα (περίπου 160 μ.Χ.).
Ο Μένανδρος ήταν αυτός που διαδέχτηκε τον Σίμωνα το μάγο. Καταγόταν και αυτός από τη Σαμάρεια και συγκεκριμένα από την κωμόπολη Καπαρατταία. Η διδασκαλία του ήταν ένα κράμα Γνωστικισμού ντυμένο με Χριστιανικό μανδύα.
Για τους μη γνωρίζοντες ο Γνωστικισμός ήταν ένα φιλοσοφικοθρησκευτικό σύστημα, με το οποίο ο Χριστιανισμός πάλεψε σκληρά τους τρεις πρώτους αιώνες, μέχρι να επικρατήσει. Ήταν προγενέστερος του Χριστιανισμού και είχε επηρεαστεί από τον Πλατωνισμό, τις ανατολικές Θρησκείες του Ζωροαστρισμού, Παρσισμού κ.λ.π., καθώς και τα Αιγυπτιακά μυστήρια. Όταν εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός πήρε στοιχεία και από αυτόν, γι’ αυτό και έγινε επικίνδυνος για την Εκκλησία.
Δέχονταν δύο κόσμους, ένα νοητό, όπου εκεί υπάρχει ο αληθινός Θεός με τα καθαρά πνεύματα, και έναν κατώτερο κόσμο, τον υλικό, στον οποίο είναι φυλακισμένες οι ψυχές των ανθρώπων. Μεταξύ αυτών των δύο κόσμων υπάρχουν οι άγγελοι και κάποια ανώτερα όντα που ονομάζονταν «αιώνες».
Ο Μένανδρος λοιπόν δίδασκε, πως αυτός ήταν ένας σωτήρας σταλμένος από τους αόρατους «αιώνες». Έλεγε επίσης πως δεν μπορούσε κανείς να νικήσει τους κακούς δημιουργούς αγγέλους, αν δεν περάσει προηγουμένως από την μαγική εμπειρία και το βάπτισμα, τα οποία μόνο αυτός μπορούσε να δώσει.
Διαστρέφοντας τα Χριστιανικά δόγματα για την ζωή μετά τον θάνατο και την ανάσταση των νεκρών, υποστήριζε, πως όσοι τον ακολουθήσουν δεν θα πεθάνουν ποτέ και θα παραμείνουν για πάντα νέοι και αθάνατοι.
Υπολείμματα των οπαδών του, διασώθηκαν μέχρι και την εποχή του Ιουστίνου του μάρτυρα (περίπου 160 μ.Χ.).
ΕΒΙΩΝΑΙΟΙ Ή ΕΒΙΩΝΙΤΕΣ
Το όνομά τους προέρχεται από την εβραϊκή λέξη εβιωνίμ που σημαίνει φτωχός. Πιθανόν να ονομάστηκαν έτσι, επειδή ζούσαν ασκητικά και φτωχά.
Ανήκουν στις Ιουδαΐζουσες αιρέσεις. Οι αιρέσεις αυτές, επιθυμούσαν ο Χριστιανισμός να είναι μια βελτιωμένη έκδοση του Ιουδαϊσμού και όχι κάτι ξεχωριστό και πανανθρώπινο.
Οι οπαδοί της αίρεσης των Εβιωναίων ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες.
Η πρώτη ομάδα θεωρούσε το Χριστό ως ένα απλό άνθρωπο – που είχε γεννηθεί από την συνεύρεση της Παναγίας με άνδρα – και δικαιώθηκε από τον Θεό, λόγω της ηθικής του προκοπής. Πίστευαν πως δεν σώζει κάποιον η πίστη στον Χριστό αλλά είναι απαραίτητος και ο Μωσαϊκός νόμος.
Η δεύτερη ομάδα δέχονταν την γέννηση του Χριστού από την Παναγία και το Άγιο Πνεύμα, απέρριπταν όμως την θεϊκή του υπόσταση. Όπως και οι προηγούμενοι τηρούσαν πιστά την λατρεία του Μωσαϊκού νόμου. Δίδασκαν επίσης, πως πρέπει να απορριφτούν όλες οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τον οποίον σημειωτέον, θεωρούσαν αποστάτη του νόμου. Χρησιμοποιούσαν μόνο το λεγόμενο «Προς Εβραίους Ευαγγέλιο», δίνοντας ελάχιστη σημασία στα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια. Τηρούσαν την ημέρα του Σαββάτου και όλο το Ιουδαϊκό τελετουργικό, αλλά παρ’ όλα αυτά, γιόρταζαν και την Κυριακή ως ημέρα ανάστασης του Χριστού.
Το όνομά τους προέρχεται από την εβραϊκή λέξη εβιωνίμ που σημαίνει φτωχός. Πιθανόν να ονομάστηκαν έτσι, επειδή ζούσαν ασκητικά και φτωχά.
Ανήκουν στις Ιουδαΐζουσες αιρέσεις. Οι αιρέσεις αυτές, επιθυμούσαν ο Χριστιανισμός να είναι μια βελτιωμένη έκδοση του Ιουδαϊσμού και όχι κάτι ξεχωριστό και πανανθρώπινο.
Οι οπαδοί της αίρεσης των Εβιωναίων ήταν χωρισμένοι σε δύο ομάδες.
Η πρώτη ομάδα θεωρούσε το Χριστό ως ένα απλό άνθρωπο – που είχε γεννηθεί από την συνεύρεση της Παναγίας με άνδρα – και δικαιώθηκε από τον Θεό, λόγω της ηθικής του προκοπής. Πίστευαν πως δεν σώζει κάποιον η πίστη στον Χριστό αλλά είναι απαραίτητος και ο Μωσαϊκός νόμος.
Η δεύτερη ομάδα δέχονταν την γέννηση του Χριστού από την Παναγία και το Άγιο Πνεύμα, απέρριπταν όμως την θεϊκή του υπόσταση. Όπως και οι προηγούμενοι τηρούσαν πιστά την λατρεία του Μωσαϊκού νόμου. Δίδασκαν επίσης, πως πρέπει να απορριφτούν όλες οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, τον οποίον σημειωτέον, θεωρούσαν αποστάτη του νόμου. Χρησιμοποιούσαν μόνο το λεγόμενο «Προς Εβραίους Ευαγγέλιο», δίνοντας ελάχιστη σημασία στα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια. Τηρούσαν την ημέρα του Σαββάτου και όλο το Ιουδαϊκό τελετουργικό, αλλά παρ’ όλα αυτά, γιόρταζαν και την Κυριακή ως ημέρα ανάστασης του Χριστού.
Ο ΑΙΡΕΣΙΑΡΧΗΣ ΚΗΡΙΝΘΟΣ
Ο Κήρινθος ήταν ένας άλλος αρχηγός αίρεσης στα χρόνια των Αποστόλων. Ήταν ο εισηγητής του Χιλιασμού δηλ. της επίγειας βασιλείας του Χριστού για χίλια χρόνια.
Υποστήριζε, πως αυτά που δίδασκε, τα γνώρισε τάχα από αποκαλύψεις οι οποίες είχαν γραφεί από κάποιο σπουδαίο απόστολο, τον οποίο όμως δεν κατονόμαζε, καθώς επίσης, πως πολλά από την διδασκαλία του, του είχαν αποκαλυφτεί από κάποιον άγγελο.
Έλεγε λοιπόν, πως η χιλιετής βασιλεία του Χριστού θα είναι επίγεια και σαρκική (σ’ αυτό τον μιμούνται και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά). Κατά τους χρόνους αυτούς, ο καθένας θα μπορεί να απολαμβάνει τα φαγητά, τα ποτά, τον έρωτα και τις γιορτές.
Ο Ειρηναίος επίσκοπος της Λυών (περίπου 200 μ.Χ.), μας παραδίδει μια μαρτυρία του Πολύκαρπου επίσκοπου Σμύρνης (περίπου 110 μ.Χ.), πως όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, είχε πάει σε ένα δημόσιο λουτρό για να λουστεί και έμαθε πως βρίσκονταν στον ίδιο χώρο και ο Κήρινθος, έφυγε λέγοντας σ’ αυτούς που τον συνόδευαν: «Ας φύγουμε για να μην πέσει το λουτρό, αφού είναι μέσα ο Κήρινθος, ο εχθρός της αλήθειας».
Ο Κήρινθος ήταν ένας άλλος αρχηγός αίρεσης στα χρόνια των Αποστόλων. Ήταν ο εισηγητής του Χιλιασμού δηλ. της επίγειας βασιλείας του Χριστού για χίλια χρόνια.
Υποστήριζε, πως αυτά που δίδασκε, τα γνώρισε τάχα από αποκαλύψεις οι οποίες είχαν γραφεί από κάποιο σπουδαίο απόστολο, τον οποίο όμως δεν κατονόμαζε, καθώς επίσης, πως πολλά από την διδασκαλία του, του είχαν αποκαλυφτεί από κάποιον άγγελο.
Έλεγε λοιπόν, πως η χιλιετής βασιλεία του Χριστού θα είναι επίγεια και σαρκική (σ’ αυτό τον μιμούνται και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά). Κατά τους χρόνους αυτούς, ο καθένας θα μπορεί να απολαμβάνει τα φαγητά, τα ποτά, τον έρωτα και τις γιορτές.
Ο Ειρηναίος επίσκοπος της Λυών (περίπου 200 μ.Χ.), μας παραδίδει μια μαρτυρία του Πολύκαρπου επίσκοπου Σμύρνης (περίπου 110 μ.Χ.), πως όταν ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, είχε πάει σε ένα δημόσιο λουτρό για να λουστεί και έμαθε πως βρίσκονταν στον ίδιο χώρο και ο Κήρινθος, έφυγε λέγοντας σ’ αυτούς που τον συνόδευαν: «Ας φύγουμε για να μην πέσει το λουτρό, αφού είναι μέσα ο Κήρινθος, ο εχθρός της αλήθειας».
Η ΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΝΙΚΟΛΑΪΤΩΝ
Η αίρεση των Νικολαϊτών είναι αυτή, που μνημονεύεται και στο βιβλίο της Αποκάλυψης κεφάλαιο 2, στίχοι 6 και 15. Είναι και αυτή γνωστικίζουσα αίρεση με ειδωλολατρικά στοιχεία. Εκείνο όμως που την διέκρινε κυρίως ήταν η έντονη ακολασία των οπαδών της. Το όνομά τους τον πήραν από τον Νικόλαο, έναν από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεγεί από την πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, για την υπηρεσία των πτωχών, γεγονός που αναφέρεται στο βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων, κεφάλαιο 6, στίχος 5.Η ελεύθερη πορνεία των Νικολαϊτών και η ακολασία τους, αποδίδεται σε ένα επεισόδιο που συνέβη στον διάκονο Νικόλαο. Αυτός λοιπόν, επειδή είχε ωραία γυναίκα, επεπλήχθη για ζηλοτυπία από τους Αποστόλους. Τότε λοιπόν ο Νικόλαος την έφερε στην μέση της σύναξης και επέτρεψε σε όποιον ήθελε να συνάψει σχέσεις μαζί της. Αυτό το έκανε για να είναι σύμφωνος με το ρητό εκείνο που λέει «παραχράσθαι τη σαρκί δει». Η λέξη όμως παραχράσθαι έχει διφορούμενη έννοια. Σημαίνει και υπερχρησιμοποιώ και περιφρονώ. Άρα αν αποδώσουμε στην νεοελληνική το παραπάνω ρητό θα προκύψουν δύο αντίθετες τελείως έννοιες. Η μία λέει, πως πρέπει να υπερχρησιμοποιούμε την σάρκα και η άλλη να την περιφρονούμε.
Οι Νικολαΐτες λοιπόν αποδέχτηκαν την πρώτη ερμηνεία του ρητού και για αυτό επιδίδονταν σε άκρατη ακολασία.
Αξίζει όμως να σημειώσουμε εδώ, πως ο διάκονος Νικόλαος σύμφωνα με την παράδοση που μας διασώζεται, έκανε την παραπάνω πράξη, ακριβώς για να δείξει πως περιφρονεί τη σάρκα και την ηδονή, για να υπηρετεί σωστά τον Κύριο. Άλλωστε δεν είχε καμιά άλλη σχέση με γυναίκα εκτός από την νόμιμη σύζυγό του, και από τα παιδιά του, οι μεν θυγατέρες του γέρασαν παρθένοι, ο δε γιος του έμεινε και αυτός αγνός και άφθορος.
Η αίρεση των Νικολαϊτών είναι αυτή, που μνημονεύεται και στο βιβλίο της Αποκάλυψης κεφάλαιο 2, στίχοι 6 και 15. Είναι και αυτή γνωστικίζουσα αίρεση με ειδωλολατρικά στοιχεία. Εκείνο όμως που την διέκρινε κυρίως ήταν η έντονη ακολασία των οπαδών της. Το όνομά τους τον πήραν από τον Νικόλαο, έναν από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεγεί από την πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, για την υπηρεσία των πτωχών, γεγονός που αναφέρεται στο βιβλίο Πράξεις των Αποστόλων, κεφάλαιο 6, στίχος 5.Η ελεύθερη πορνεία των Νικολαϊτών και η ακολασία τους, αποδίδεται σε ένα επεισόδιο που συνέβη στον διάκονο Νικόλαο. Αυτός λοιπόν, επειδή είχε ωραία γυναίκα, επεπλήχθη για ζηλοτυπία από τους Αποστόλους. Τότε λοιπόν ο Νικόλαος την έφερε στην μέση της σύναξης και επέτρεψε σε όποιον ήθελε να συνάψει σχέσεις μαζί της. Αυτό το έκανε για να είναι σύμφωνος με το ρητό εκείνο που λέει «παραχράσθαι τη σαρκί δει». Η λέξη όμως παραχράσθαι έχει διφορούμενη έννοια. Σημαίνει και υπερχρησιμοποιώ και περιφρονώ. Άρα αν αποδώσουμε στην νεοελληνική το παραπάνω ρητό θα προκύψουν δύο αντίθετες τελείως έννοιες. Η μία λέει, πως πρέπει να υπερχρησιμοποιούμε την σάρκα και η άλλη να την περιφρονούμε.
Οι Νικολαΐτες λοιπόν αποδέχτηκαν την πρώτη ερμηνεία του ρητού και για αυτό επιδίδονταν σε άκρατη ακολασία.
Αξίζει όμως να σημειώσουμε εδώ, πως ο διάκονος Νικόλαος σύμφωνα με την παράδοση που μας διασώζεται, έκανε την παραπάνω πράξη, ακριβώς για να δείξει πως περιφρονεί τη σάρκα και την ηδονή, για να υπηρετεί σωστά τον Κύριο. Άλλωστε δεν είχε καμιά άλλη σχέση με γυναίκα εκτός από την νόμιμη σύζυγό του, και από τα παιδιά του, οι μεν θυγατέρες του γέρασαν παρθένοι, ο δε γιος του έμεινε και αυτός αγνός και άφθορος.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Χρήστο, καλά τα λες, αλλά θα μου επιτρέψεις να κάνω μερικές επισημάνσεις. Γράφεις: "Ο Κήρινθος ήταν ένας άλλος αρχηγός αίρεσης στα χρόνια των Αποστόλων. Ήταν ο εισηγητής του Χιλιασμού δηλ. της επίγειας βασιλείας του Χριστού για χίλια χρόνια". Αυτό που δεν γράφεις είναι ότι τα περί Κηρίνθου τα ισχυρίζεται ο Γάιος, ο οποίος μαζί με τον χιλιασμό απορρίπτει και ολόκληρο το βιβλίο της Αποκαλύψεως. Επίσης, δεν αναφέρεις ότι τον 2ο αι. ο χιλιασμός και η προσδοκία ενός επίγειου παραδείσου ήταν η επικρατούσα άποψη μεταξύ των χριστιανών. Θα γνωρίζεις, φαντάζομαι, ότι ο Παπίας, ο Κλήμης Ρώμης, ο Ιουστίνος ο Μάρτυς, ο Ερμάς, ο Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός και άλλοι μεταγενέστεροι ήταν υποστηρικτές της επίγειας και παραδείσιας χιλιετούς βασιλείας που θα φέρει άφθονη καρποφορία στη γη και τα ζώα θα ζουν αρμονικά μεταξύ τους καθώς και με τον άνθρωπο, αυτά δηλ. που χλευάζουν μερικοί του αντιαιρετικού ως γελοία. Μόνο με τη συμβολή του νεοπλατωνιστή Ωριγένη άρχισε να κυριαρχεί η αλληγορική κατανόηση περί της χιλιετίας και της βασιλείας του Θεού που είναι απλώς "στην καρδιά μας". Ναι, ο πνευματοκρατικός ιδεαλισμός του Ωριγένη δεν του επέτρεπε να πιστεύει σε έναν υλικό παράδεισο. Ωστόσο, η επικράτηση αυτής της ιδέας σχετιζόταν και με άλλα φαινόμενα. Μερικοί προφανώς είχαν βαρεθεί να περιμένουν την επιστροφή του Νυμφίου και προτίμησαν, αντί να προσβλέπουν σε έναν "νέο", ερχόμενο κόσμο, να προσβλέπουν στον "άλλον", ταυτόχρονο κόσμο στον ουρανό. Το "προσδοκώ [...] ζωήν του μέλλοντος αιώνος" έμεινε μόνο στα λόγια. Και φυσικά, εφόσον δεν ανέμεναν μερικοί, τουλάχιστον όχι στο άμεσο μέλλον, την ανατροπή του παλαιού κόσμου με έναν νέο όπου δικαιοσύνη θα κατοικεί, επιδόθηκαν στην εκχριστιανοποίηση του παρόντος κόσμου συνεργαζόμενοι στενά με τους πλανητάρχες της εποχής, δηλαδή τους Ρωμαίους ηγεμόνες. Τώρα, το αν εκχριστιάνισαν τον κόσμο ή αν εκκοσμικεύτηκαν οι ίδιοι, θα το αφήσω σε εσένα να το κρίνεις. Όπως θα αφήσω σε εσένα και στους αναγνώστες να βγάλουν τα συμπεράσματά τους σχετικά με την υποτιθέμενη διατήρηση της "άπαξ παραδοθείσης πίστεως" και για τους υποτιθέμενους νεωτερισμούς των σημερινών χιλιαστών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑγαπητέ Αντι-αντιαιρετικέ, το όνομα πολύ σου πάει. ΕΙΣΑΙ ΚΑΤΑ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΑΙΡΕΤΙΚΟΙ!!!! Αφού το παραδέχεσαι ότι είσαι ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ (εκ των συμφραζομένων) ας σου απαντήσω και εγώ με τη σειρά μου (σημείωση: Δεν είμαι ο Αντιαιρετικός ώς πρόσωπο-ιδιοκτήτης της ιστοσελίδας):
ΑπάντησηΔιαγραφήOrthodoxWiki:
Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες φαίνεται να ακμάζει το χιλιαστικό φαινόμενο και σε αυτό συνέτειναν τρεις κυρίως παράγοντες[13][14]:
Η επίδραση των εσχατολογικών απόψεων του ιουδαϊσμού.
Η κατά γράμμα ερμηνεία του βιβλίου της Αποκαλύψεως (ιδίως το Αποκ. 20,1-6).
Η ατμόσφαιρα των διωγμών, η οποία ενέτεινε την αναμονή του Μεσσία - Χριστού με την πρόρρηση του τέλους της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Κάτω από τις επιδράσεις αυτές, αναπτύχθηκαν δύο είδη χιλιασμού[15]:
α) Ο λεγόμενος Σαρκικός: Ο Σαρκικός χιλιασμός είναι ιουδαϊκής προελεύσεως, βασισμένος σε ραββινική παράδοση κατά την οποία η ιστορία του κόσμου θα τερματιστεί σε επτά χιλιάδες χρόνια, εκ των οποίων τα πρώτα έξι χιλιάδες εκπροσωπούν το πρώτο μέρος της μωσαϊκής εβδομάδας (προμεσσιανική εποχή), ενώ την τελευταία ημέρα, το Σάββατο, αντιπροσωπεύει η χιλιετία της μεσσιανικής βασιλείας, οπότε θα είναι η εποχή για πλούτη, υποταγή όλων των λαών, θρίαμβο του Ισραήλ. Αυτή την καθαρά αιρετική εκδοχή, υιοθέτησε ο γνωστικός Κήρινθος, και αυτό το γεγονός βοήθησε πολύ ώστε να δυσφημιστεί η χιλιαστική δοξασία και αργότερα να δεχτεί σφοδρές επιθέσεις[16]. Οι λεγόμενοι "Κηρινθιανοί...μαθηταί του Κηρίνθου" θεωρούσαν ότι στη χιλιετή βασιλεία τους περίμεναν "άφθονα σιτία και ποτά και γάμοι και παντοίαι σαρκικαί ηδοναί (Ευσέβ. Εκκλ. Ιστορ Β.13. Γ.28.)"[17]. Αυτή την αίρεση υιοθέτησε με ελαφρές διαφορές τον 3ο αιώνα ο "επίσκοπος Αρσινόης εν Αιγύπτω Νέπως, ο αρχηγός των εν Αιγύπτω χιλιαστών" και "απέκτησε πολλούς οπαδούς, οίτινες, μετά τον θάνατον του Νέπωτος, τον χιλιασμόν αποδεχόμενοι υπό την διεύθυνσιν Κορακίωνος τίνος, απεχωρίσθησαν από της εκκλησίας, αλλά βραδύτερον επεστράφησαν από της δοξασίας ταύτης υπό του επισκόπου Αλεξανδρείας Διονυσίου"[18]. Η επανεμφάνιση της αιρέσεως με τον Απολινάριο κατά τον 4ο αιώνα, αποκρούσθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας.
β) Ο λεγόμενος Πνευματικός: Ο Πνευματικός χιλιασμός, προήλθε από τον Παπία, ο οποίος, σε αντίθεση με τον Κήριθνο, εννόησε στα εδάφια του βιβλίου της Αποκαλύψεως μια βασιλεία πλήρη πνευματικών απολαύσεων, αν και πλούσια σε γήινα αγαθά (αντλώντας στο σημείο αυτό από την ιουδαϊκή αποκαλυπτική γραμματεία[19]). Στα επιφανή πρόσωπα που δέχθηκαν τον χιλιασμό συγκαταλέγονται ο Ιουστίνος[20], ο Ειρηναίος[21], ο Μεθόδιος Ολύμπου[22], ο Τερυλλιανός[23], ο Λακτάντιος[24], ο Κομμοδιανός[25], ο Βικτωρίνος[26], καθώς και οι Ιερώνυμος και Αυγουστίνος, οι οποίοι όμως αργότερα απέρριψαν τις αντιλήψεις αυτές[27][28].
Στην πραγματικότητα, η χιλιαστική ιδεά "ποτέ δεν κέρδισε την αποδοχή όλης της εκκλησίας"[29] και "δεν απετέλει φαινόμενον γενικόν, αλλά σποραδικόν μόνον και μερικόν εν τοις κόλποις της αρχαίας Εκκλησίας"[30]. Την "ενεκολπώθησαν πολλοί ιεροί συγγραφείς...ενώ άλλοι είτε ετήρουν σιγήν περί αυτής είτε και την κατεπολέμησαν"[31]. Όπως παραδέχεται ο Ιουστίνος, υπέρμαχος χιλιαστικών απόψεων, στην εποχή του υπήρχαν πολλοί χριστιανοί "καθαράς και ευσεβούς γνώμης", "οι οποίοι δεν συνεμερίζοντο τας περί χιλιασμού αντιλήψεις"[32].
Συνέχεια:
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ χιλιασμός στην αρχαία εκκλησία εξάλλου, δεν αποτελούσε ενιαίο σύστημα αλλά υπήρχαν διαφωνίες ως προς το περιεχόμενο: "ο μεν Ιουστίνος (Απολ. Α.52.) επίστευεν ότι πάντες οι άνθρωποι εξελεύσονται των τάφων εν τη δευτέρα παρουσία ο δε Ειρηναίος (Adv. haeres V. 32—36.) εδόξαζεν ότι μόνοι οι δίκαιοι αναστήσονται, καθώς και ο Τερτυλλιανός (De ressurect. carnis 42. De anima 58. Adv. Marcion. III. 4.), όστις όμως διέφερε νομίζων οτι οι μεν πρότερον, οι δε ύστερον εγερθήσονται κατά την ιδίαν αυτών αξίαν έκαστος, ο δε Λακτάντιος όστις επίστευε δύο αναστάσεις, την μεν κατά την παρουσίαν, την δε κατά την τελευταίαν κρίσιν, ενόμιζεν ότι οι χριστιανοί μόνοι αναστήσονται κατά την πρώτην, οι μεν αγαθοί όπως ανταμειφθώσιν, οι δε κακοί όπως τιμωρηθώσι, κατά δε την δευτέραν οι δίκαιοι μεταμορφωθήσονται εις σχήμα αγγέλων (Inslit. div. VII.20. 26.)"[33]. Επιπλέον, "η καρποφορία περιγράφεται καθ' υπερβολήν υπό του Ειρηναίου (επιδράσεις χιλιαστικών δοξασιών του Παπίου)", ενώ "ο Ιουστίνος, αν και ένθερμος υποστηρικτής του Χιλιασμού, κατώρθωσεν εν τούτοις να αποφύγη τας υπερβολικάς...ταύτας υλιστικάς προσδοκίας"[34].
Αρκετά νωρίς, τον 2ο αιώνα, άρχισε ο αντίλογος απέναντι στον χιλιασμό. Ο Γάιος, πρεσβύτερος στη Ρώμη, που "βοήθησε θεολογικά την Εκκλησία στην αντιμετώπιση του αποκαλυπτικού κινήματος της εποχής του και της πληθώρας των απόκρυφων βιβλίων, που νόθευαν τον Κανόνα της Γραφής" καταπολεμά τη διδασκαλία "περί χιλιετούς βασιλείας του Χριστού στη γη"[35]. Η αντίδρασή του ήταν τόσο μεγάλη ώστε "προς αναίρεσιν των χιλιαστικών τούτων δοξασιών...ο Γάϊος απέρριψε την Αποκάλυψιν του Ιωάννου" την οποία απέδωσε στον Κήρινθο[36]. Κατά του Χιλιασμού "εξεδηλώθη και ο Ωριγένης χαρακτηρίζων τους εχομένους τούτου ως υπό σαρκικών επιθυμιών αγομένους...παραθεωρούντας δε τα όσα γράφει ο απόστολος Παύλος περί πνευματικού σώματος μετά την ανάστασιν"[37]. Ακολούθως, ο Διονύσιος επίσκοπος Αλεξανδρείας (248-264) ο "διδάσκαλος" της "καθολικής Εκκλησίας"[38], καταπολέμησε τις χιλιαστικές αντιλήψεις που κυκλοφορούσαν στους κόλπους της Εκκλησίας[39] "φέρνοντας την οριστική ρήξη με την χιλιαστική παράδοση"[40]. Συνολικά, αρκετές ακόμα εξέχουσες φυσιογνωμίες του χριστιανικού χώρου, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ευσέβιος ο Καισαρείας, ο Αυγουστίνος, κ.ά., και εκκλησιαστικές σύνοδοι, ασχολήθηκαν με το χιλιασμό και την καταδίκη των ιδεών του, οι οποίες ούτως ή άλλως "ατόνησαν προοδευτικά μετά τα μέσα του Γ΄ αιώνα"[41].
Συνέχεια: Προ-χιλιασμός και Χιλιασμός στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι χιλιαστικές αντιλήψεις ήταν ευρύτατα διαδεδομένες στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού και κάποιες φορές είχαν ως οπαδούς σημαντικές προσωπικότητες. Χαρακτηριστική είναι η λεγόμενη "Νέα Προφητεία", κίνημα που διαδόθηκε στη Φρυγία και στο οποίο ηγήθηκαν ο Μοντανός (από τον οποίο και η ονομασία της κίνησης " μοντανισμός ") και οι εκστατικές προφήτισσες Πρίσκιλλα και Μαξιμίλλα. Το 177 οι μοντανιστές αφορίσθηκαν, γεγονός το οποίο όμως δεν εμπόδισε την εξάπλωση του κινήματος μέχρι τη Θράκη , αλλά και τη βόρεια Αφρική και τη Γαλλία , όπου επιβίωσε μέχρι τον 4ο αι. « Η Δευτέρα Παρουσία », από τη Μονή Αγίου Παντελεήμονος του Νομού Ηρακλείου . (17ος αι.) (Μουσείο Ιερών Εικόνων και Κειμηλίων Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κρήτης ) Ο Tερτυλλιανός , ο Λακτάντιος , ο Μεθόδιος , και ο Απολλινάριος Λαοδικείας ήταν υπέρμαχοι προ-χιλιαστικών πεποιθήσεων. [2] (αρχείο PDF). Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τον Rev. and Dr. Francis Nigel Lee τον "περιστασιακό χιλιασμό του Ιουστίνου " ακολούθησε ο Ποθεινός το 175 μ.Χ. και πιθανώς ο Ειρηναίος (γύρω στο 185 μ.Χ.) παρότι ο Ιουστίνος ο Μάρτυς , συζητώντας τις δικές του προ-χιλιαστικές απόψεις στο έργο του "Διάλογος με τον Εβραίο Τρύφωνα" στο κεφ. 110, παρατήρησε ότι αυτές δεν ήταν απαραίτητες στους Χριστιανούς: "Παραδέχτηκα προηγουμένως ότι εγώ και πολλοί άλλοι είμαστε αυτής της γνώμης, και (πιστεύω) ότι κάτι τέτοιο θα λάβει χώρα, όπως βέβαια γνωρίζεις. Αλλά από την άλλη, σου κοινοποίησα ότι πολλοί που ανήκουν στην αγνή κι ευσεβή πίστη, και είναι αληθινοί Χριστιανοί, σκέφτονται αλλιώς". [3] Γύρω στο 220 μ.Χ., υπήρχαν κάποιες ελαφρές προ-χιλιαστικές επιρροές στον Τερτυλλιανό . Από την άλλη, "χριστιανικές χιλιαστικές ιδέες" εξέφρασε πραγματικά το 240 μ.Χ. ο Κομμοδιανός , το 250 μ.Χ. ο λόγιος και επίσκοπος της Ιεράπολης Παπίας Νέπως (με περιγραφές για την ασυνήθιστη ευφορία της γης κατά την χιλιετία), το 260 μ.Χ. ο σχεδόν άγνωστος Κορακίων, και το 310 μ.Χ. ο Λακτάντιος . [4] Ο Μελίτων Σάρδεων χαρακτηρίζεται συχνά ως εκπρόσωπος του προ-χιλιασμού τον 2ο αι, [2] , επειδή ο Ιερώνυμος [Σχολ. στον Ιεζ. 36] και ο Γεννάδιος [De Dogm. Eccl., Ch. 52] επιβεβαιώνουν ότι ήταν χιλιαστής. [3] . [5] Αρκετές εκκλησιαστικές σύνοδοι αλλά και εξέχουσες φυσιογνωμίες του χριστιανικού χώρου, όπως ο Κλήμης , ο Ωριγένης , ο Ευσέβιος , και ιδιαίτερα ο Αυγουστίνος , κ.ά., ασχολήθηκαν με το χιλιασμό και την καταδίκη του. Τελικά ο Χιλιασμός καταδικάστηκε ως αίρεση τον 4ο αι. μ.Χ. από την Εκκλησία, η οποία στη Σύνοδο της Νικαίας συμπεριέλαβε στο " Σύμβολο της Πίστεως " τη φράση "ου της Βασιλείας ουν έσται τέλος" , ώστε να αποκλείσει την ιδέα μιας βασιλείας του Θεού που θα διαρκούσε κυριολεκτικώς για 1000 χρόνια. Παρά την πίστη μερικών συγγραφέων στον Χιλιασμό, επρόκειτο για μια περιορισμένη μειοψηφία μέσα στην σχεδόν καθολική καταδίκη του δόγματος αυτού. Στις χιλιαστικές ιδέες που εξέφρασε τον 5ο αι. ο Λατίνος ποιητής Κομμοδιανός, συναντούμε για πρώτη ίσως φορά τη μετατροπή των φαντασιώσεων εκδίκησης και θριάμβου σε άμεση προτροπή για ένοπλο λαϊκό ξεσηκωμό προς επίσπευση της έλευσης της χιλιετίας, πράγμα που έγινε σε επόμενους αιώνες. Expaganus