Σελίδες

13 Ιουν 2010

Υπόσταση-πρόσωπο-άτομο: Η σημασία του ‘μερικού’ στη σκέψη του Ιωάννη Δαμασκηνού

Του κ. Ιωάννη Πλεξίδα δρ Δογματικής Θεολογίας και δρ Φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: Ένας από τους μεγαλύτερους θεολόγους της Εκκλησίας μας

Ο Ιωάννης Δαμασκηνός θέτει ως σκοποθεσία της συγγραφής του την εννοιολογική αποσαφήνιση των όρωνουσία’, ‘φύση’, ‘μορφή’, ‘είδος’, ‘ειδικότατο είδος’, ‘γένος’, ‘γενικότατο γένος’, καθώς και των εννοιών ‘πρόσωπο’, ‘υπόστασηκαιάτομο’. Το κύριο μέλημα του ιερού συγγραφέα είναι να οριστούν επακριβώς οι δυσνόητοι και επίμαχοι αυτοί θεολογικοί όροι, ώστε να προφυλαχθούν από τις όποιες ερμηνευτικές αυθαιρεσίες. Ο συγγραφέας θα επιχειρήσει να αποδώσει τα σημαινόμενα του κάθε όρου[1], μονοσημαίνοντας τις έννοιες, επειδή η πολυσημία ή ακόμη και η αμφισημία των όρων είναι το εφαλτήριο για τις όποιες αιρετικές αποκλίσεις. Ο Δαμασκηνός πιστεύει αταλάντευτα ότι η «…των ονομάτων σύγχυσις ποιεί τοις αιρετικοίς την πλάνην»[2]. Η αντιομωνυμιακή φροντίδα του συγγραφέα επικεντρώνεται στους όρους υπόσταση και φύση καθώς η εννοιολογική ταύτιση των όρων αυτών αποτέλεσε σημείο συγκρούσεων και αντιπαραθέσεων που ταλάνισαν για αιώνες την ορθόδοξη θεολογική σκέψη[3]. Οι δύο αυτές έννοιες, αν και κατανοούνται αντιθετικά, αποτελούν το συναμφότερο της θεολογίας του ιερού συγγραφέα. Είναι ξεκάθαρο ότι εάν οι όροι ουσία και υπόσταση ταυτιστούν εννοιολογικά τότε στον Θεό θα έχουμε είτε μία ουσία, άρα και μία υπόσταση (Σαβέλλιος), είτε τρεις υποστάσεις άρα και τρεις φύσεις (Άρειος και Ευνόμιος). Στο Χριστό από την άλλη μεριά θα έχουμε είτε δύο φύσεις και, ως φυσική συνέπεια, δύο υποστάσεις (Νεστόριος, Διόδωρος, Θεόδωρος Μομψουεστίας), είτε μία υπόσταση άρα και μία φύση (Διόσκορος, Σεβήρος). Τέλος, σε επίπεδο ανθρωπολογικό, η ταύτιση της ουσίας με την υπόσταση θα σήμαινε ότι στην ανθρωπότητα έχουμε μία υπόσταση, καθώς μία είναι η φύση της ή άπειρες φύσεις, δεδομένου ότι υπάρχουν άπειρες υποστάσεις[4].


Ουσία-φύση-μορφή.
Κινούμενος λοιπόν σε αυτή την αντιομωνυμιακή προοπτική ο ιερός συγγραφές ταυτίζει τους όρουςφύση’, ‘μορφή’, ‘ουσία’, ‘γένος’, ‘είδος’, ‘ειδικότατο είδοςκαιγενικότατο γένος[5], ακολουθώντας πιστά τη σκέψη των προηγούμενων πατέρων της ορθόδοξης εκκλησίας[6]. Η ουσία κατανοείται ως κάτι γενικό και καθολικό[7]. Η ουσία λοιπόν, ως τέτοια, περιέχει πολλά άτομα[8]. Είναι, επομένως, η ουσία, ο κοινός και ενιαίος λόγος των ομοειδών όντων. Όλα τα όντα που έχουν την ίδια ουσία δεν παρουσιάζουν ποσοτικές διαφοροποιήσεις ή αλλοιώσεις των ουσιωδών διαφορών της μίας ουσίας, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε υπαρκτική διαφοροποίηση και έκπτωση σε ένα άλλο είδος. Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση του ανθρώπου. Ο κάθε άνθρωπος είναι φορέας όλης της ανθρώπινης φύσης-της ανθρωπότητας-και όλων εκείνων των ουσιωδών διαφορών οι οποίες τη διαχωρίζουν από τις υπόλοιπες φύσεις της κτίσης. Η θνητότητα, η λογικότητα και η σωματικότητα είναι φυσικά χαρακτηριστικά-χαρακτηριστικά είδους ή γένους που συναντά κανείς σε όλους τους ανθρώπους, ή καλύτερα είναι εκείνα τα φυσικά χαρακτηριστικά που κάνουν έναν άνθρωπο να είναι όντως άνθρωπος και να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα όντα της κτίσης. Είναι λοιπόν ξεκάθαρο ότι η ουσία κατανοείται ως κοινότητα γνωρισμάτων, ως κοινός υπαρκτικός «τόπος» των επιμέρους υποστάσεων. Το ερώτημα που προκύπτει αφορά στην κατάσταση ύπαρξης της ουσίας. Οι γενικές αυτές έννοιες έχουν ουσιαστικό αντίκρισμα ή πρόκειται για δημιουργήματα του νου; Ο Δαμασκηνός θα υποστηρίξει ότι η κοινότητα και η συνάφεια των υποστάσεων, η κοινή υπαρκτική ομοείδεια «λόγω και επινοία θεωρείται»[9], ενώ η διαίρεση και διάκριση των υποστάσεων είναι «πράγματι», δεδομένου ότι κάθε μία από τις υποστάσεις στην κτιστή πραγματικότητα «καθ εαυτήν κεχώρισται» από τις υπόλοιπες ομοειδείς και ομοούσιες υποστάσεις. Αυτές λοιπόν οι γενικές έννοιες, όπως θνητότητα, λογικότητα, ανθρωπότητα κ.ά., είναι μεν ονόματα[10], αλλά ονόματα δηλωτικά υποστάσεων, συγκεκριμένων δηλαδή πραγμάτων, συγκεκριμένων οντοτήτων. Δεν πρόκειται δηλαδή για αυθαίρετες νοητικές κατασκευές του ανθρώπου, ούτε για αυθύπαρκτες και αυτόνομες ιδέες, ανεξάρτητες από τα καθέκαστον σύμφωνα με τα πρότυπα των πλατωνικών αρχετύπων. Προηγούνται τα πράγματα, θα πει ο Δαμασκηνός, και μετά ακολουθούν οι λέξεις για να δηλώσουν την ύπαρξη των πραγμάτων: «Διαλεγόμεθα ουν περί απλών φωνών τέως διαπλών εννοιών απλά δηλουσών πράγματα»[11].

Πρόσωπο-υπόσταση-άτομο.
Σε ότι αφορά στην περίπτωση των ανθρώπων, η οποία θα μας απασχολήσει, η ουσία δεν υφίσταται ποτέ καθ΄ εαυτή, παρά μόνο στις υποστάσεις[12]. Εάν λοιπόν η ουσία είναι, όπως άλλωστε προαναφέραμε, ο κοινός υπαρκτικός «τόπος» των υποστάσεων, με την έννοια ότι φανερώνει την κοινότητα των γνωρισμάτων που χαρακτηρίζουν τις υποστάσεις της μίας φύσεως, τότε η υπόσταση είναι ο φορέας της ουσίας, ο τρόπος ύπαρξης της ουσίας. Η υπόσταση είναι ο άφευκτος ορίζοντας φανέρωσης των ενεργειών της φύσεως[13]. Ποια είναι όμως η σημασία της υπόστασης; Ο Δαμασκηνός, έχοντας πάντοτε ως σκοπό την αποφυγή της πλάνης της ομωνυμίας, προτείνει δύο σημασίες της έννοιας της υπόστασης: η πρώτη από αυτές σημαίνει την «απλώς ουσίαν»[14], ενώ η δεύτερη σημαίνει το «άτομον και το αφοριστικόν πρόσωπον»[15]. Τελικά προκρίνει τη δεύτερη, ταυτίζοντας τους όρους υπόσταση, πρόσωπο και άτομο.

Σχέση ουσίας-υπόστασης.
Ενώ λοιπόν η έννοια της ουσίας φανερώνει την κοινότητα των ιδιωμάτων, η έννοια της υπόστασης συνιστά την επιμέρους υπαρκτική πραγματοποίηση της φύσης, η οποία διαστέλλει το συγκεκριμένο (τον τίνα και το τόδε τι) από το κοινό[16] και φανερώνει «το άμα τη του δακτύλου ανατάσει δεικνύμενον»[17]. H υπόσταση, δηλαδή, διαγράφει και συγκεντρώνει το κοινό και απερίγραπτο της φυσικής ομοείδειας, με τρόπο όμως μοναδικό και ανόμοιο ως προς τις άλλες υποστάσεις της ίδιας φύσης[18]. Γιαυτό το λόγο η υπόσταση κατανοείται ως μερική. Μερική όχι με τη σημασία ότι έχει μέρος της φύσεως, μερική ουσία δηλαδή, αλλά επειδή προκύπτει, στη λογική κλίμακα, από τη διαίρεση της ουσίας και βρίσκεται κάτω από αυτή, θεωρείται μερικότερή της. Ο Δαμασκηνός είναι κατηγορηματικός, στην ερμηνεία της έννοιας του μερικού, τονίζοντας ότι σε κάθε μία από τις ομοειδείς υποστάσεις υπάρχει ομοτίμως και εφίσης η ίδια ουσία[19] και «ου τίνι μεν πλέον, τίνι δε έλλατον»[20]. Μερική, επομένως, ονομάζεται η υπόσταση ως «εκ του καθόλου διαιρεθέν και υποκείμενον αυτώ»[21]. Επιπλέον μερική λέγεται η υπόσταση όσον αφορά στον αριθμό, γιατί οι υποστάσεις «αριθμώ και ου φύσει διαφέρειν λέγονται»[22]. Θα μπορούσαμε να αποδώσουμε τα παραπάνω σχεδιαγραμματικά ως εξής:
Ουσία-φύση-μορφή(π.χ. άνθρωπος)
Υποστάσειςρόσωπα-άτομα(π.χ. Πέτρος,Ιωάννης κ.α.)
Η κάθε υπόσταση, λοιπόν, είναι φορέας της ανθρωπότητας και όλων των ουσιωδών διαφορών που τη χαρακτηρίζουν, όπως η θνητότητα, η λογικότητα και η σωματικότητα. Δεν υπάρχει άνθρωπος που να έχει μέρος της φύσεως, να έχει δηλαδή μόνο τη θνητότητα και τη λογικότητα χωρίς τη σωματικότητα. Εάν αφαιρέσουμε μια από αυτές τις συστατικές διαφορές-συστατικές γιατί συστήνουν τη φύση-τότε έχουμε έχουμε μετακίνηση σε άλλο είδος. Θα πει χαρακτηριστικά ο συγγραφέαςΤαύτα όλα ουσιώδη εισίν (ενν. η θνητότητα, η λογικότητα και η σωματικότητα). Εάν γαρ αφέλης τι τούτων εκ του ανθρώπου, ουκ έσται άνθρωπος»[23]. Το σύνολο αυτών των φυσικών ή συστατικών διαφορών[24] είναι που δίνει την ανθρώπινη φύση και συγχρόνως τη διαχωρίζει από τις υπόλοιπες φύσεις της κτίσης, όπως για παράδειγμα από τη φύση των ζώων, τα οποία έχουν ως ιδιότητες της φύσης τους τη θνητότητα και τη σωματικότητα αλλά όχι και τη λογικότητα.

Η μετάβαση από το καθολικό στο μερικό.
Το ερώτημα που ανακύπτει αφορά στον τρόπο σύστασης της υπόστασης. Πως δηλαδή κατορθώνεται η μετάβαση από το γενικό και καθολικό (ουσία), στο μερικό και επιμέρους (υπόσταση). Η απάντηση που δίνει ο Δαμασκηνός είναι ξεκάθαρη: με τη βοήθεια των συμβεβηκότων. Tα συμβεβηκότα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως επουσιώδεις διαφορές[25], διαφοροποιούν τις ομοούσιες υποστάσεις και δίνουν το συγκεκριμένο κάθε φορά πρόσωπο. Τα συμβεβηκότα γνωρίζουν μια εσωτερική διαίρεση σε αχώριστα και σε χωριστά. Χωριστά είναι εκείνα κατά τα οποία μπορεί να διαφοροποιείται η συγκεκριμένη υπόσταση όχι μόνο από τις άλλες υποστάσεις αλλά και από τον ίδιο τον εαυτό της, όπως για παράδειγμα το να κάθεται κάποιος και στη συνέχεια να σηκώνεται[26]. Τα χωριστά συμβεβηκότα αφορούν στο διαφόρως θέλειν και ενεργείν και δεν αποδίδονται σε συνθήκες σωματικότητας. Τα άχωριστα συμβεβηκότα, από την άλλη μεριά έχουν μόνιμο χαρακτήρα, καθώς επισυμβαίνουν μεν ενδεχομενικά, αλλά όταν εμφανισθούν σε μία υπόσταση, δεν ξαναχάνονται[27]-γιαυτό άλλωστε λέγονται και αχώριστα. Αποδίδονται σε σωματικές διαφοροποιήσεις διαμορφώνοντας με τον τρόπο αυτό την σωματική ιδιοσυστασία και την εξωτερική ετερότητα των ομοειδών υποστάσεων. Με τη συνεργία των αχώριστων συμβεβηκότων επιτυγχάνεται «η αποτετμημένη εκάστου ύπαρξις τε και σύμπηξις»[28]. Σε ότι αφορά στη σχέση ανάμεσα στα δύο είδη συμβεβηκότος, ο ιερός συγγραφέας θεωρεί ότι το χωριστό συμβεβηκός είναι επακόλουθο της σωματικής διάστασης, απόστασης των υποστάσεων˙ θα πει χαρακτηριστικά: «Το ουν αποτετμημένον των υποστάσεων διάφορον την γνώμην εργάζεται»[29]. Το σύνολο των χωριστών και αχώριστων συμβεβηκότων που συγκεντρώνει ένα άτομο, και το οποίο δεν συναντάται σε άλλο άνθρωπο, δίνει τον ανόμοιο και ανεπανάληπτο χαρακτήρα του κάθε ανθρώπου. Η υπόσταση (π.χ. Γιάννης) λοιπόν είναι ουσία (ανθρωπότητα= λογικότητα/θνητότητα/σωματικότητα) με τη συνδρομή συμβεβηκότων (π.χ. διαφορετικός τόπος γέννησης, χρόνος γέννησης, διαφορετικό σχήμα προσώπου, διαφορετικές επιθυμίες και επιδιώξεις). Ο ιερός συγγραφέας δίνοντας τον ορισμό της υπόστασης θα πει χαρακτηριστικά Υπόστασις έστιν το εξ ουσίας και συμβεβηκότων καθεαυτό ιδιοσυστάτως υφιστάμενον»[30]. Σε αυτό τον ορισμό ο Δαμασκηνός χρησιμοποιεί μια ακόμη φράση κλειδί, τη φράση «καθεαυτό». Η υπόσταση δεν ολοκληρώνεται εάν δεν υπάρξει καθεαυτή. Το αποφασιστικό σημείο σε ό,τι έχει σχέση με τη σύσταση της υπόστασης δεν είναι άλλο από την «καθεαυτό» ύπαρξη. Υπόσταση δεν μας δίνει «το υποστήναιαλλά το έκαστον και καθεαυτό μονομερώς και κεχωρισμένως και ιδιαιρέτως υποστήναι και γενέσθαι τον δείνα»[31]. Για να γίνει κατανοητό το παραπάνω αρκεί να σκεφτούμε την περίπτωση του ανθρώπου. Τόσο το σώμα όσο και η ψυχή του εκάστοτε ανθρώπου έχουν ουσία και συμβεβηκότα, που τα κάνουν να ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα σώματα και ψυχές. Ουτέ η ψυχή μόνη της, ούτε το σώμα μόνο του όμως μας δίνουν υπόσταση γιατί τότε θα είχαμε μία υπόσταση για το σώμα και μία υπόσταση για την ψυχή. Δεν υφίστανται όμως καθεαυτά και έτσι και τα δύο μαζί μας δίνουν μία υπόσταση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στην περίπτωση του Χριστού, όπου η ανθρώπινη φύση αν και έχει ουσία και συμβεβηκότα (σχήμα προσώπου, ματιών, χρόνος και τόπος γέννησης, το ότι γεννήθηκε από την παρθένο), δεν υπήρξε ποτέ καθεαυτή, δεν είχε δική της ιδιοσυστασία, δεν απέκτησε ξεχωριστή υπόσταση από την υπόσταση του Θεού Λόγου. Κάθε φύση, «τινός γίνεται», θα πει ο Δαμασκηνός˙ «αύτη δε (ενν. η ανθρώπινη φύση του Χριστού) ουδέ ενός ει μη του Θεού Λόγου. Διά τούτο μία υπόστασις»[32]. H ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν υπήρξε ποτέ ανυπόστατη, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε άλλωστε να γίνει, αλλά πάντοτε ήταν ενυπόστατη έχοντας ως υπόσταση την υπόσταση του Υιού Λόγου. Εξ άλλου, μοναδική αιτία ύπαρξης της ανθρώπινης φύσης δεν ήταν άλλη «ει μη αυτόν τον υιόν και λόγον του θεούκαι εν αυτώ υπέστη και εν αυτώ γέγονεν η ένωσις των δύο φύσεων»[33].

Πρόσωπο-υπόσταση-άτομο. Η ανομοιότητα πριν από την ταυτότητα.
Οι τρείς αυτοί όροι, όπως είδαμε, εκφράζουν την επιμέρους υπαρκτική πραγματοποίηση της φύσης, το συγκεκριμένο και μερικό που συγκεντρώνει την φυσική ομοείδεια και την εκφράζει με τρόπο μοναδικό και ανόμοιο. Οι όροι αυτοί μονοσημαίνονται από τον Δαμασκηνό, για την αποφυγή του σκοπέλου της πλάνης της ομωνυμίας[34]. Ωστόσο ο ίδιος συγγραφέας προϋποθέτει μία διαφορά των όρων. Ήδη στο έργο του «Διαλεκτικά», αλλά και στα «Φιλόσοφα», πραγματεύεται τους όρους υπόσταση και πρόσωπο σε διαφορετικές ενότητες, γεγονός το οποίο υποδηλώνει μια σημασιολογική διαφοροίηση των όρων.

Υπόσταση.
Η έννοια της υπόστασης αποδίδεται μόνο στην κατηγορία της ουσίας και σε καμία άλλη από τις εννέα κατηγορίες οι οποίες είναι τα συμβεβηκότα[35]. Βέβαια η χρήση του όρου δεν περιορίζεται στα άτομα της λογικής φύσης (άνθρωποι, άγγελοι) αλλά αποδίδεται και στα άτομα της άλογης φύσης (ίπποι, κύνες). Επειδή η έννοια της υπόστασης συνδέεται με την «καθαυτό και ιδιοσύστατον ύπαρξιν», δεν θα μπορούσε ποτέ να αποδοθεί στα συμβεβηκότα αν αναλογιστεί κανείς ότι είναι καθαυτά ανύπαρκτα, και ότι δεν υφίστανται ποτέ αυτόνομα αλλά μόνο «εν ετέρω»[36]. Τα συμβεβηκότα οφείλουν την ύπαρξη τους στις επιμέρους υπαρκτικές φανερώσεις της κατηγορίας της ουσίας[37] ή ακόμη καλύτερα, αποκτούν ύπαρξη μόνο όταν κατανοηθούν ως στοιχεία που συνθέτουν τις υποστάσεις[38]. Μόνο, λοιπόν, αυτές οι επιμέρους υπαρκτικές πραγματοποιήσεις της κατηγορίας της ουσίας υφίστανται, γιαυτό και μόνο αυτές λέγονται υποστάσεις.

Πρόσωπο.
 Ενώ λοιπόν η έννοια της υπόστασης αποδίδεται στην «καθαυτό και ιδιοσύστατον ύπαρξιν», η έννοια του προσώπου συνδέεται με τα ενεργήματα ή ακόμη καλύτερα με την ιδιαίτερη και ξεχωριστή, την ιδιωματική ενέργεια[39]. Αυτή η διαφορά που καταθέτει ο Δαμασκηνός δεν είναι μια τυπική διαφορά χωρίς κάποιο αντίκρυσμα στα πράγματα. Υποστάσεις μπορούμε να έχουμε για τα άλογα όντα, όχι όμως και πρόσωπα. Η έννοια του προσώπου από τη στιγμή που συνδέεται με την ιδιαίρετη και ιδιότροπη κίνηση της φυσικής θελήσεως, μπορεί να αποδοθεί μόνο στα έλλογα όντα. Μόνο στα έλλογα όντα μπορούμε να μιλήσουμε για το «τι και το πώς ενεργείν», το οποίο συνδέεται με τον προσωπικό τρόπο φανέρωσης της φυσικής ενέργειας, με την υποστατική, δηλαδή, εκφορά της. Τα άλογα όντα αν και έχουν τη φυσική όρεξη, λόγω απουσίας του λογικού στοιχείου, δεν έχουν ιδιαίρετη βουλητική κίνηση, παρασυρόμενα από το λόγο της φύσεως. Γιαυτό άλλωστε και ο Δαμασκηνός τα χαρακτηρίζει υπεξούσια[40]. Σε ό,τι αφορά στην περίπτωση του ανθρώπου, ο διαχωρισμός υπόστασης προσώπου είναι αδιανόητος, καθώς: «υπόστασις απρόσωπος ουκ έστι»[41]. Η ιδιοσυστασία της ατομικής ύπαρξης, η οποία διαφοροποιεί το συγκεκριμένο από το καθολικό και συγχρόνως εκφράζει την ανομοιότητα και μοναδικότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου σε σχέση με όλους τους άλλους ανθρώπους, συνίσταται στον προσωπικό τρόπο δράσης, στην υποστατική εκφορά των φυσικών ενεργειών, σε αυτό που ο Δαμασκηνός ονόμασε «κεχωρισμένως ενεργείν». Έτσι λοιπόν η υπόσταση, στην περίπτωση των λογικών όντων, είναι και πρόσωπο στο βαθμό που είναι συνδεδεμένη με την ιδιωματική δράση:«…ου γαρ το υποστήναι ποιεί υπόστασιν και υπόστασιν, αλλά το έκαστον και καθαυτό μονομερώς και κεχωρισμένως και ιδιαιρέτως υποστήναι και γενέσθαι τον δείνα και ίδιον έχειν πρόσωπον»[42].

Άτομον.
Η έννοια του ατόμου δεν φαίνεται να γνωρίζει κάποιο περιορισμό. Αποδίδεται τόσο στα λογικά όντα όσο και στα άλογα, και επιπλέον δεν περιορίζεται στην κατηγορία της ουσίας[43]. Eίναι τα έσχατα σκαλοπάτια των λογικών τμήσεων των κατηγοριών, τα οποία επειδή ακριβώς είναι άτμητα, ονομάζονται άτομα. Το ερώτημα που ευθύς αμέσως προκύπτει αφορά στη σημασία της έννοιας του άτμητου για την υπόσταση. Ο συγγραφέας θα πεί ότι είτε στην αρχαιοελληνική εκδοχή της διαίρεσης του γένους σε είδη και των ειδών σε υποστάσεις-όπου οι έννοιες γένος, είδος, ειδικότατο είδος, γενικότατο γένος δεν έχουν μονοσημανθεί και παραπέμπουν σε διαφορετικά σημαινόμενα- είτε στην χριστιανική εκδοχή -όπου οι έννοιες μονοσημαίνονται και σημαίνουν το ίδιο πράγμα- οι υποστάσεις χαρακτηρίζονται ως άτμητες και δεν διαιρούνται και αυτές όπως τα είδη γιατί σε αντίθεση με τα είδη που δεν δέχονται τον ορισμό αλλήλων, οι υποστάσεις τον δέχονται. Δηλαδή, όλες οι υποστάσεις του ανθρωπίνου είδους δέχονται τον ορισμό του ανθρώπου, ενώ το είδους του ανθρώπου με το είδος του ίππου δεν έχουν τον ίδιο ορισμό. Ακόμη τα γένη που τέμνονται σε είδη μεταδίδουν στα είδη το όνομα και τον όρο τους, ενώ οι υποστάσεις όχι. Εάν τμηθεί ένας άνθρωπος σε ψυχή και σώμα ούτε μόνο η ψυχή, ούτε μόνο το σώμα δέχονται τον όρο και το όνομα του ανθρώπου, καθώς ο άνθρωπος είναι και τα δύο αυτά[44].
Όλα όσα αναφέραμε αφορούν στην ενδόκοσμη εκδοχή της υπόστασης. Η προβληματική για τον τρόπο σύστασης της υπόστασης διαφοροποιείται στην περιοχή του ακτίστου, καθώς εκεί δεν μπορούμε να μιλάμε για ιδιαίρετη κίνηση των υποστάσεων, η οποία αποτελεί το κατεξοχήν ιδίωμα της υπόστασης[45], αφού και τα τρία πρόσωπα «…ωσαύτως και τα αυτά θέλουσιν»[46] και υπάρχει ένα μόνο θελητό γιατί ακριβώς καμιά από τις υποστάσεις δεν ενεργεί «ιδιαιρέτωςουδέ ιδιαιρέτως θέλει»[47]. Φυσικά δεν μπορούμε να μιλήσουμε και για ύπαρξη συμβεβηκότων στον Θεό, επουσιωδών δηλαδή ιδιωμάτων, τα οποία χαρακτηρίζονται από τροπή και αλλοίωση. Η παρουσία τέτοιων στοιχείων θα ερχόταν σε αντίθεση με τον άτρεπτο και αναλλοίωτο χαρακτήρα του Θεού. Γιαυτό και θα πει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας ότι : «ου χρη συμβεβηκός επ’ αυτού λέγειν»[48]. Εξάλλου, η παρουσία συμβεβηκότων θα σήμαινε την ακύρωση της θείας απλότητας, καθώς ο Θεός θα γινόταν σύνθετος από ουσία και συμβεβηκότα[49].
Γενικότερα, στην περιοχή του ακτίστου τα πράγματα αποκτούν μια πολυπλοκότητα, δεδομένης της άπειρης απόστασης που χωρίζει τα όντα της κτίσης από τον μόνο άκτιστο Θεό. Ο Δαμασκηνός επισημαίνει την υπαρκτική αυτή ετερότητα λέγοντας ότι στην τριάδα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο(το ανάπαλιν) από ό,τι στους ανθρώπους, σε ό,τι αφορά στη σχέση των προσώπων[50]. Επιφυλασσόμαστε για μια μελλοντική παρουσίαση των εννοιών ουσίας, προσώπου, υπόστασης και ατόμου στην τριαδική εκδοχή τους σε κάποια μεταγενέστερη μελέτη μας.

ΣΧΟΛΙΑ
[1] Ι. Δαμασκηνός, Τόμος προς Ιακωβίτην, §4.1-2, Kotter IV: «Πρώτον ουν ει δοκεί περί φύσεως τε και υποστάσεως διερευνήσαντες και εκάστου μαθόντες το σημαινόμενον…».

[2] Ι. Δαμασκηνός, Περί των ιδιωμάτων των δύο φύσεων, §20.1-2, Kotter IV.

[3] Ι. Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §47.39-40, Kotter II: «Αλλά τούτο έστι το ποιούν τοις αιρετικοίς την πλάνην το ταυτόν λέγειν την φύσιν και την υπόστασιν», πρβλ. Chitescu N., «The Christology of St. John of Damascus», στο περιοδικό Εκκλησιαστικός Φάρος, τεύχος ΝΗ΄, 1976, σσ. 302-356, μτφρ. στα αγγλικά Fr. Alexandru Stan.

[4] I. Δαμασκηνός, Περί συνθέτου φύσεως κατά ακεφάλων, §5.6-13, Kotter IV, Tόμος προς Ιακωβίτην, §6.1-9, Kotter IV, Aναστάσιος Σιναϊτης, Οδηγός, P.G. 89, 141BC: «Ουκ είπον τρεις φύσεις και τρία πρόσωπα, ώσπερ οι άφρονες λέγουσιν, αλλά μίαν ουσίαν, τρεις δε υποστάσειςֹ άλλο λέγοντες είναι την ουσίαν και έτερον την υπόστασιν. Ιδού η κρηπίς της των πατέρων πίστεως».

[5] Ι. Δαμασκηνός, Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης, , §1.2 Κotter I: «Ουσία και φύσις και μορφή κατά τους αγίους πατέρας ταυτόν εστιν», Διαλεκτικά, §49.34-35, Κotter I :«Οι πατέρες το ειδικώτατον είδος εκάλεσαν ουσίαν και φύσιν και μορφήν», Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §52.1, Κotter IV: «ουσία και φύσις ταυτόν έστι παρά τοις αγίοις πατράσιν».

[6] Μάξιμος Ομολογητής, Όροι διάφοροι, P.G 91. 149B : «Ουσία και φύσις ταυτόν», Λεόντιος Βυζάντιος, Σχόλια, Ρ.G. 86, 1193Α: «Ουσία δε έστιν, ήτοι φύσις, παρ αυτοίς, όπερ φιλόσοφοι λέγουσιν είδος», Αναστάσιος Σιναϊτης, Οδηγός, Ρ.G. 89, 57Α – 60ΑΦύσις και ουσία και γένος και μορφή εν και το αυτό εισίν εν τοις εκκλησιαστικοίς δόγμασιν».

[7] Ι. Δαμασκηνός, Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης, §2.7-8, Kotter I, πρβλ. Οehler Klaus, Antike Philosophie und Byzantinisches Mittelalter, München, C.H. Beck-Verlag, 1969, σσ. 23-26, Prestige L. G., God in Patristic Thought, London , S.P.C.K., 1964³ (19361), σσ. 157-162, 190-196.

[8] Ι. Δαμασκηνός, Φιλόσοφα, §1.52-54, Kotter I:«Το δε περιέχον όλα τα άτομα λέγεται είδος, και έστι καθολικώτερον του ατόμου, ότι πολλά άτομα περιέχει οίον άνθρωπος».
[9] Ι. Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §8.226-227, Kotter II.

[10] Βλ. αναλυτικότερα Ματσούκας Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Βάνιας, 1994, σσ. 292-305, πρβλ. Μπέγζος Μάριος, Διόνυσος και Διονύσιος. Ελληνισμός και Χριστιανισμός στη Συγκριτική Φιλοσοφία της Θρησκείας, Αθήνα, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σειρά: Θρησκειολογία, αρ. 25, 2000, σσ. 75-84.

[11] Ι. Δαμασκηνός, Διαλεκτικά, Περί φιλοσοφίας, σ. 57. 62-64, Κοtter I.

[12] Ι. Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §55.4-7, Kotter ΙΙ: «Η φύσις ή ψιλή θεωρία κατανοείται (καθ΄ αυτήν γαρ ουχ υφέστηκεν), ή κοινώς εν πάσαις ταις ομοειδέσιν υποστάσεσι ταύτας συνάπτουσα και λέγεται εν τω είδει θεωρουμένη φύσις, ή ολικώς η αυτή εν προσλήψει συμβεβηκότων εν μια υποστάσει και λέγεται εν ατόμω θεωρουμένη φύσις», Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, §50.12-13, Kotter IΙ: «η ουσία δε καθ΄ εαυτήν ουχ υφίσταται, αλλεν ταις υποστάσεσι θεωρείται».

[13] Οι ενέργειες αν και είναι πάντοτε φυσικές, καθώς χαρακτηρίζουν τη φύση, εκδηλώνονται διαφορετικά από τις υποστάσεις της μιας φύσης. Αν και δεν πρόκειται για ενέργειες υποστατικές, το ‘πώς ενεργείνδιαφοροποιείται κάθε φορά επειδή είναι διαφορετικός ο ενεργών. Εν κατακλείδι, δεν συνεισάγεται βέβαια «τη ενεργεία πρόσωπο», αλλά το πρόσωπο είναι ο φορέας των ενεργειών. Οι φυσικές ενέργειες είναι πάντα ενυπόστατες.

[14] O Δαμασκηνός θα πει ότι η υπόσταση ως μερική και κάτω από την ουσία στη λογική κλίμακα δέχεται το όνομα και τον όρο του καθολικού, δηλαδή, της ουσίας , αν και δεν ταυτίζονται απολύτως. Αυτή η ανομοιότητα ουσίας και υποστάσεως επιτρέπει την καταχρηστική μετονομασία της υπόστασης σε ουσία, καθώς τα κοινά και καθολικά αποδίδονται στα μερικά, από την άλλη αποκλείει μια αντίστροφη πορεία, μια μετονομασία της ουσίας σε υπόσταση. Βλ. Διαλεκτικά, §7.10-13, Kotter I: «Κατηγορείται τοινυν η ουσία του ζώου και το ζώον του ανθρώπου˙ και γαρ το ζώον ουσία έστι και ο άνθρωπος ζώον έστιν. Ουκ αντιστρέφει δε πας μεν γαρ άνθρωπος ζώον ου παν δε ζώον άνθρωπος».

[15] Ι. Δαμασκηνός, Διαλεκτικά, §10.2-4, Kotter I.

[16] Ι. Δαμασκηνός, Διαλεκτικά, §18.65-67, Kotter I.

[17] Ι. Δαμασκηνού, Τόμος προς Ιακωβίτην, §1.13, Kotter ΙV.

[18] Βλ. Γιανναράς Χρήστος, Το ρητό και το άρρητο, τα γλωσσικά όρια του ρεαλισμού της μεταφυσικής, Αθήνα, εκδόσεις Ίκαρος, 1999, σσ. 173-180.

[19] Ι. Δαμασκηνός, Φιλόσοφα, §11.13-14, Kotter I.

[20] Ι. Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως,§60.25-27, Kotter II.

[21] Ι. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, θ´, σ.73. 36-41, Κοtter I: «Χρη γαρ γινώσκειν, ως επάνω λέγεται το καθολικώτερον, υποκάτω δε και υποκείμενον προς κατηγορίαν το μερικώτερονκαι έστιν υποκείμενον προς κατηγορίαν το μερικόν», Διαλεκτικά, (ζ´), ιε´, σ.85. 19, Κοtter I : «μeρικωτέρα γαρ έστι του είδους η υπόστασις».

[22] Ι Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, ν´, σ.119. 4-6, Κοtter II : «Μερικόν δε, ουχ ότι μέρος της φύσεως έχει, μέρος δε ουκ έχει, αλλά μερικόν τω αριθμώ ως άτομονֹαριθμώ γαρ και ου φύσει διαφέρειν λέγονται αι υποστάσεις».

[23] Ι. Δαμασκηνού, Φιλόσοφα, ια´, σ. 151. 26-27, Κοtter I, πρβλ., Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης, ε´, σ.23. 12-13, Κοtter I:«πας δε άνθρωπος λογικός, και ο μη ον λογικός ουκ έστιν άνθρωπος», Περί των ιδιωμάτων των δύο φύσεων, §28, σ.214. 104-105, Κοtter IV:«Έτι ουσιώδες έστι και φυσικόν, ο παρόν σώζει και απόν φθείρει τον όρο της φύσεως».

[24] Ι. Δαμασκηνού, Φιλόσοφα, ι´, σ. 163. 29-30, Κοtter I. O Δαμασκηνός δίνει μια σειρά από ονόματα στη διαφορά αυτή όπως: φυσική, ουσιώδης, συστατική, ποιότης, φυσικό ιδίωμα˙ βλ. Διαλεκτικά, ιβ´, σ.82. 11-20, Κοtter I, Φιλόσοφα, α´, σ. 159. 71-75, Κοtter I:«Δει γινώσκειν ότι αύτη λέγεται ουσιώδης και φυσική και συστατική και διαιρετική και ειδοποιός και ιδιαίτατα διαφορά και ποιότης».

[25] Ι. Δαμασκηνού, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §46, σ.250. 11-13, Κοtter VI. Τα συμβεβηκότα σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τον οποίο ακολουθεί κατά γράμμα ο Δαμασκηνός μέσω των υπομνηματιστών, είναι εννέα και μία είναι η κατηγορία της ουσίας: ποσόν, προς τι, ποιόν, που, πότε, έχειν, κείσθαι, ποιείν, πάσχειν. Ουσία και συμβεβηκότα αποτελούν τις δέκα αριστοτελικές κατηγορίες.

[26] Ι. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, (ε´), ιγ´, σ. 83. 13-16, Κοtter I:«Κοινώς μεν ουν διαφορά έστι το χωριστόν συμβεβηκός, οίον κάθηται τις και έτερος ίσταται˙ ενδέχεται εν τω αναστήναι τον καθήμενον και καθίσαι τον ιστάμενον χωρισθήναι την διαφοράν αυτών και λαβείν άλλην αντάλλης».

[27] Ι. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, ε´, σσ. 63.131, 64. 132-133, Κοtter I:«Όμως ηνίκα γένηται εν τίνι υποστάσει, αδύνατον χωρισθήναι αυτής, οίον η σιμότης, η γρυπότης, η γλαυκότης και τα τοιαύτα».
[28] Ι. Δαμασκηνού, Περί των ιδιωμάτων των δύο φύσεων, §7, σ. 184. 20-22, Κοtter IV.
[29] Ι. Δαμασκηνού, Περί των ιδιωμάτων των δύο φύσεων, §25, σ. 208. 12-13, Kotter IV.
[30] Ι. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, μθ´, έτερον κεφάλαιον, σ. 146. 108-110, Κοtter I.

[31] Ι. Δαμασκηνός, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §21, σ. 243. 1-6, Κοtter IV.
[32] Ι. Δαμασκηνού, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §23, σ. 244. 7-9, Κοtter IV.

[33] Ι. Δαμασκηνού, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §23, σ.244. 12-16, Κοtter IV.

[34] Ι. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, (κζ´), μδ´, σ.109. 10-11, Κοtter I: «Χρη δε γινώσκειν, ως οι άγιοι πατέρες υπόστασιν και πρόσωπον και άτομον το αυτό εκάλεσαν», Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης, α´, σ. 20. 3, Κοtter I: «Και πάλιν υπόστασις και πρόσωπον και άτομον ταυτόν εστίν»

[35] Ι. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, (λδ´), να´, σ. 118. 38-42, Κοtter Ι.

[36] Ι. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, ι´, σ. 77. 117-120, Κοtter I.
[37] Ι. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, (λε´), νβ´, σ. 121, 79-81, Κοtter I: «…και πάντα δε τα συμβεβηκότα ασώματα εισί και καθεαυτά ανύπαρκτα ει μη εν τη ουσία θεωρηθώσι».

[38] Ι. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, (κς´), μγ´, σ.108. 8-11, Κοtter I:«Χρη γαρ γινώσκειν, ως ούτε ουσία ανείδεος υφέστηκεν καθεαυτήν ουδέ διαφορά ουσιώδης ούτε είδος ούτε συμβεβηκός, αλλά μόναι αι υποστάσεις ήτοι τα άτομα και εν αυτοί αι τε ουσίαι και αι ουσιώδεις διαφοραί, τα τε είδη και τα συμβεβηκότα θεωρούνται».

[39] Ι. Δαμασκηνού,Φιλόσοφα, ια´, σ. 165. 40-42, Κοtter I:«Πρόσωπον έστιν, ο διά των οικείων ενεργημάτων τε και ιδιωμάτων αρίδηλον και περιορισμένην των ομοφυών αυτού παρέχεται ημίν την εμφάνειαν».

[40] Ι. Δαμασκηνού, Εισαγωγή δογμάτων στοιχειώδης, ι´, σ. 26. 2-13, Kotter I.

[41] Ι. Δαμασκηνού, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §32, σ. 248. 1, Κοtter IV.
[42] Ι. Δαμασκηνού, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §21, σ.243. 1-6, Κοtter IV.
[43] Ι. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, (γ´), ια´, σ. 81. 2-12, Κοtter I.

[44] Ι. Δαμασκηνού, Διαλεκτικά, ι´, σ.78. 154-155, Κοtter I.

[45] Ι. Δαμασκηνού, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §48, σ. 251. 1-2, Kotter IV:«…πάσα υπόστασις κεχωρισμένως και ιδιαιρέτως θέλει και ενεργεί και κινείται και ιδίωμα υποστάσεως έστι τούτο».

[46] Ι. Δαμασκηνού, Περί των ιδιωμάτων των δύο φύσεων, §28, σ. 214. 96-98, Κοtter IV.

[47] Ι. Δαμασκηνού, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §48, σ.251. 1-7, Κοtter IV.
[48] Ι. Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, ιγ´, σ. 40. 61, Kotter II.

[49] Ι. Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, ιγ´, σσ. 43. 2-4, 44. 36-38, Κοtter II.

[50] Ι. Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, η´, σ. 28. 240-250, Κοtter II.
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.