ΤΟΥ ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΑΧΕΙΛΑ
Η παραβολή του Τελώνη και Φαρισαίου που είπε ο Κύριος είναι από τις πιο
παράδοξες και πιο ανατρεπτικές που έχει πει ποτέ, όχι μόνο για τους ανθρώπους
της εποχής του αλλά και κάθε εποχής, μη εξαιρουμένης βέβαια και της δικής μας.
Και ο λόγος είναι, πως δικαιώνει τον αμαρτωλό που είναι ο Τελώνης και καταδικάζει τον δίκαιο που είναι ο
Φαρισαίος. Αν δε, όλα τα παραπάνω συνδυασθούν με τα λόγια που είχε πει σε
ανύποπτο χρόνο πως «πρωτοπόροι στη δικιά
μου βασιλεία είναι οι πόρνες και οι τελώνες» Ματθαίος 21:31, τότε η
παραδοξότητα αγγίζει τα όρια της τρέλας. Ευθύς δε, γεννώνται εύλογα ερωτήματα. Πρέπει και εμείς να γίνουμε τελώνες και
πόρνες για να εισέλθουμε στη βασιλεία του Θεού; Και γιατί ο Κύριος
καταδικάζει τον δίκαιο και δικαιώνει τον αμαρτωλό;...
Αν τους περισσότερους ξενίζει το ότι
συνεχώς αποκαλούμε τον Φαρισαίο δίκαιο – ενώ στη συνείδησή μας έχει συνδυασθεί
η λέξη Φαρισαίος με τον ψεύτη και τον υποκριτή – σας προκαλούμε να ξαναδιαβάσετε
την παραβολή. Εκεί θα διαπιστώσετε πως πράγματι ο Φαρισαίος είναι δίκαιος και
παραπάνω παρακαλώ από δίκαιος.
Ένας τέλειος «καθωσπρέπει» σημερινός Χριστιανός.
Ισχυρίζεται πως δεν είναι άρπαγας, άδικος,
μοιχός, νηστεύει δυο φορές παρακαλώ την εβδομάδα και ένα μεγάλο μέρος του
μισθού του, το δίνει φιλανθρωπία στο Ναό. Ειλικρινά πόσοι από εμάς δεν θα
επιθυμούσαμε να είμαστε στη θέση του; Τι περισσότερα ζητάμε από τον εαυτό μας;
Και αν νομίζει κανείς ότι ο Φαρισαίος
ψεύδεται, πως δηλαδή άλλα λέει και άλλα κάνει θα διαπιστώσει πως κάνει μέγα
λάθος. Πουθενά μα πουθενά δεν αναφέρει ο Κύριος πως ο Φαρισαίος ψεύδεται. Τότε
όμως γιατί τον καταδικάζει; Που βρίσκεται η ενοχή του;
Η ενοχή του βρίσκεται στη θεοποίηση του εαυτού του. Όπως
ωραιότατα επισημαίνει ο Κύριος – λέγοντας την παραβολή – ο Φαρισαίος στάθηκε «προς εαυτόν προσευχόμενος». Δεν προσεύχονταν δηλαδή προς τον Θεό
αλλά προς τον εαυτόν του. Σαν να είχε απέναντί του ένα καθρέπτη και το είδωλο
που καθρεπτίζονταν, το λάτρεψε. Ο Φαρισαίος είχε πλέον αυτοδικαιωθεί. Δεν είχε
ανάγκη ούτε τον Θεό ούτε την χάρη του. Δεν είχε ανάγκη κανένα. Ο Θεός – σύμφωνα
με την αντίληψη του Φαρισαίου – ήταν πλέον αναγκασμένος να τον δικαιώσει και να
τον κατατάξει στον Παράδεισο, αλλιώς θα αποδεικνύονταν άδικος.
Ο
Φαρισαίος είχε σχηματίσει γύρω του ένα γυάλινο τοίχο αυτοπροστασίας και δεν
άφηνε κανένα συναίσθημα να μπει μέσα του. Η έννοια αγάπη προς τον πλησίον ήταν
άγνωστη σ’ αυτόν. Η συμπόνια για τον αμαρτωλό ομοίως. Το δικό του σφάλμα – αν
πίστευε ποτέ πως μπορεί να είχε διαπράξει κάποιο – το έβλεπε μικρό, ενώ
μεγαλοποιούσε το αντίστοιχο σφάλμα του άλλου. Χαιρόταν να υπάρχουν αμαρτωλοί, επειδή πίστευε πως έτσι αναδεικνύονταν
η δική του ευσέβεια.
Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που η στάση
του αυτή καταδικάστηκε τόσο σκαιά από τον Κύριο.
Στο πρόσωπο του Φαρισαίου αναγνωρίζονται
αρκετοί από εμάς σήμερα. Οι περισσότεροι έχουμε πείσει τον εαυτό μας ότι το εγώ
μας είναι τέλειο, αναμάρτητο, αν και ζούμε ανάμεσα σε αμαρτωλούς. Οπότε τον Θεό και την Εκκλησία του δεν τα
έχουμε και πολύ ανάγκη. Τα θέλουμε απλά
για την δικαίωσή μας.
Και αυτό το λέμε επειδή έχουμε σχηματίσει
μια δική μας αντίληψη για το τι είναι Χριστιανικό και σωστό. Μπερδέψαμε τα μέσα με το σκοπό.
Πιστεύουμε π.χ. πως η τήρηση μερικών κανόνων όπως η νηστεία, η τακτική
προσέλευση μας στο Ναό ως καθήκοντος, η αποφυγή των κατά την γνώμη μας
αμαρτωλών, οι λεγόμενοι μεγάλοι σταυροί, μας σώζουν και αγνοούμε παντελώς την
εντολή της αγάπης και πως τίποτε δεν είναι δυνατό να επιτύχουμε χωρίς την χάρη του
Θεού που μας παρέχεται μέσα από τα μυστήρια της Εκκλησίας. Και αν νομίζουμε πως
τηρούμε την εντολή της αγάπης είμαστε γελασμένοι γιατί δυστυχώς την
περιορίζουμε στην οικογένειά μας ή σ’ αυτούς που μας έχουν ωφελήσει. Όμως, όπως
έχει πει ωραιότατα ο Κύριος δεν διαφέρομε σε τίποτα από τους κακούς. Επειδή και
αυτοί αγαπούν αυτούς που τους ωφελούν. «Εγώ
όμως – συνεχίζει ο Κύριος – σας λέγω να αγαπάτε τους εχθρούς σας». Δύσκολα
πράγματα θα μου πείτε.
Επίσης
είμαστε έτοιμοι να καταδικάσουμε το σφάλμα του άλλου ενώ το αντίστοιχο δικό μας
το ελαχιστοποιούμε ή το παραβλέπουμε παντελώς. Ακούγεται από πολλούς π.χ. «Τι
την θέλω εγώ την εξομολόγηση, δεν πιστεύω να έχω κάνει και κανένα σπουδαίο
κακό, καμιά μεγάλη αμαρτία.» Τι άλλο δείχνει αυτό εκτός από άκρατο εγωισμό, από
μια άκρατη αυτοδικαίωση; Και πως συμβιβάζονται όλα αυτά με την επισήμανση του
πολύπαθου Ιώβ: « Κανείς δεν είναι καθαρός
από την αμαρτία ακόμα και αν η ζωή του πάνω στη γη έχει διαρκέσει μόνο μια
μέρα».
Άλλοι
πάλι από εμάς δεν μπορούμε να κρύψουμε την αυτοϊκανοποίηση μας, όταν
παρακολουθώντας στην τηλεόραση μετά μανίας τα λεγόμενα «ριάλιτι σώου»,
βλέποντας την διάλυση και τον διασυρμό πολλών οικογενειών, νοιώθουμε
δικαιωμένοι για την δική μας οικογένεια και πως τάχα αυτό συμβαίνει επειδή μας
αγαπάει ο Θεός.
Και λησμονούμε τις δικές μας αποτυχημένες
συζυγικές σχέσεις, που κάνουν τον σύζυγο να λείπει με τις ώρες από το σπίτι ή
την σύζυγο να προσκολλάται μετά μανίας στα παιδιά για να αναπληρώσει τη στέρηση
της συζυγικής αγάπης.
Πολλοί επίσης από εμάς είμαστε έτοιμοι να
καταδικάσουμε ένα νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι και να πούμε απαξιωτικά το γνωστό
«που οδηγείται η σημερινή νεολαία!», όταν το ζευγάρι αυτό εκδηλώνει δημόσια και
μέσα στα όρια της ευπρέπειας την
τρυφερότητά του, ξεχνώντας κάτι ανάλογο δικό μας παλαιοτέρων εποχών.
Τέλος, μήπως εξαιρείται και η υποκριτική
στάση του γράφοντος, που ενώ δείχνει πως συμμετέχει στις παραπάνω ομάδες, σαν
άλλος Φαρισαίος μέσα του ψιθυρίζει «ευτυχώς Θεέ μου, που δεν μ’ έκανες σαν κι’
αυτούς τους αμαρτωλούς!».
Και φτάνουμε τώρα στον Τελώνη. Η λέξη αυτή
στα χρόνια του Χριστού ήταν ταυτισμένη με την αμαρτία, επειδή οι Τελώνες
μάζευαν υπερβολικούς φόρους από τον φτωχό κοσμάκη, κοινώς τους «ρουφούσαν το
αίμα». Και όμως. Αυτό το υπέρ του
δέοντος αμαρτωλό πρόσωπο χωρίς νηστείες, χωρίς ηθική ζωή, χωρίς φιλανθρωπίες,
σώζεται. Γιατί;
Την απάντηση την δίνει ο Κύριος. Επειδή
δεν θεώρησε τον εαυτό του άξιο της αγάπης του Θεού. Είχε φτάσει σε τέτοια
κατάντια σωματικής και πνευματικής εξαθλίωσης που δεν πήγαινε παρακάτω. Ο
Τελώνης είχε πονέσει, είχε καταλάβει την κακία και την περιφρόνηση του «καθώς
πρέπει κόσμου» – που είναι ανίκανος ν’ ανοίξει την καρδιά του και την αγκαλιά
του στον αμαρτωλό – και έτσι ο Τελώνης εγκαταλείπεται στα χέρια του Πατέρα του
Θεού. Γιατί μόνο ο Θεός με την χάρη του
μπορεί να σώσει τον αμαρτωλό που πραγματικά τον αναζητεί και πραγματικά
μετανοεί.
Στο πρόσωπο του Τελώνη αναγνωρίζουμε
πολλούς Αγίους και Αγίες της Εκκλησίας μας που πάντοτε τόνιζαν την αμαρτωλότητά
τους και ποτέ δεν αισθάνθηκαν τον εαυτό τους αναμάρτητο και δικαιωμένο.
Μακάρι να παραδειγματιστούμε από την στάση
του Τελώνη, να σπάσουμε το γυάλινο τοίχο του εγωισμού και της αυτοϊκανοποίησης
που μας περιβάλει και όταν με το καλό μας καλέσει ο Κύριος κοντά του να
αξιωθούμε ν’ ακούσουμε:
«Παιδί μου σου συγχωρούνται οι
αμαρτίες σου!»
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Πολύ ουσιαστικές επισημάνσεις διότι η κατάκριση, και η υποκρισία που εκδηλώνεται μέσω της κατάκρισης αποτελεί την Νο1 πνευματική πλάνη των χριστιανών και ειδικότερα εκείνων που έχουν κάνει κάποιον αγώνα για εκείνα "που φαίνονται" (εκκλησιασμός, συμμετοχή στα μυστήρια, προσκυνήματα, νηστείες, φιλανθρωπία κ.λπ.).
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ουσία όλης της σωτηριολογικής διδασκαλίας του Χριστού αναφέρεται στο Ματθ. 22,36-40.
Όμως ο φιλάνθρωπος Θεός έδωσε και πνευματική "συνταγή" για όλους τους ταλαίπωρους πνευματικά ώστε να σωθούμε:
"και άφες ημίν τα οφειλήματα ημών, ως και ημείς αφίεμεν τοις οφειλέταις ημών" (Ματθ. 6,12)
Έστω αυτό (που βεβαίως έχει τις μεγάλες δυσκολίες του...).
Αφού ο Θεός "τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους" (Ματθ. 5,45) τι πάω να παραστήσω όταν κοιτάω με μισό -απαξιωτικό- μάτι τους γύρω μου που δεν νήστεψαν κ.λπ.;
Αλλά "βέβαια", εγώ (δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά ΕΓΩ σίγουρα) "ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων" (Λουκ. 18,11)...
Τρομάρα μας...