Σελίδες

28 Απρ 2013

ΓΙΑΤΙ Ο ΙΟΥΔΑΪΚΟΣ ΛΑΟΣ ΔΕΝ ΞΕΣΗΚΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΝΑ ΑΠΟΤΡΕΨΕΙ ΤΗΝ ΣΤΑΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ;



   Έχοντας υπόψη κάποιος τις διηγήσεις των ευαγγελίων που περιγράφουν την θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα και την σχεδόν παραληρηματική υποδοχή του από το ενθουσιώδες πλήθος αλλά και την μετέπειτα εξευτελιστική και ταπεινωτική του πορεία προς τον οδυνηρό θάνατο του Σταυρού, εύλογα του γεννιέται το μεγάλο ερώτημα. Η αρνητική στάση της άρχουσας Ιουδαϊκής τάξης και ιδιαίτερα του παντοδύναμου ιερατείου της ήταν και στάση ολόκληρου του λαού; Με απλά λόγια δηλαδή, γνώριζαν όλοι οι συμπατριώτες του Ιησού την θεία αποστολή του, το καινούργιο μήνυμα της αγάπης προς τον εχθρό που έφερνε, πως ανακήρυσσε τον εαυτό του Μεσσία, εν ολίγοις ήταν σε θέση να διακρίνουν τι ήταν αυτό που τον έκανε σημείο αντιλεγόμενο;...
     Για να απαντηθεί το τόσο σπουδαίο αυτό ερώτημα θα πρέπει να κάνουμε ένα φλας μπακ στον χρόνο και να πάμε στην εποχή της δράσης του για να δούμε πως τον έβλεπαν και τον αντιμετώπιζαν οι συμπατριώτες του. Ποια θέση δηλαδή πήρε ακριβώς η ανθρώπινη περιπέτεια του στη ζωή του λαού του, ποια ήταν η απήχηση της καινοφανούς και προκλητικής πολλές φορές διδασκαλίας του και τα θαύματα που επιτελούσε, πόσος τελικά ήταν ο αριθμός αυτών που τον πίστεψαν;
     Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Επειδή για να προσεγγίσουμε όλα αυτά αντικειμενικά θα πρέπει να διαθέτουμε και εξωχριστιανικές πηγές κάτι που φαντάζει σχεδόν αδύνατο. Γιατί δεν υπάρχουν καθόλου ντοκουμέντα. Ο μοναδικός Ιουδαίος ιστορικός ο Φλάβιος Ιώσηπος δεν λέει σχεδόν τίποτα για την «υπόθεση Ιησούς», εκτός από μία αποστροφή στην οποία σύμφωνα με τους ερευνητές έχει υπεισέλθει «χριστιανικό χέρι» και την έχει παραλλάξει.
     Συνεπώς τα μόνα στοιχεία που διαθέτουμε είναι οι διηγήσεις των τεσσάρων ευαγγελίων. Όμως, όπως ξέρουμε ο σκοπός της συγγραφής τους ήταν πρωτίστως θεολογικός και κάθε άλλο παρά ιστορικός. Ελάχιστα ενδιέφερε τους τέσσερεις ευαγγελιστές τα ερωτήματα που θα απασχολούσαν τους ιστορικούς του μέλλοντος. Ακόμα και όταν αναφέρουν κάποια ιστορικά στοιχεία π.χ. πως ο Χριστός γεννήθηκε επί Καίσαρος Αυγούστου, το κάνουν για την καλύτερη κατανόηση του σωτηριώδους μηνύματος του Χριστού. Γι’ αυτό και οι πληροφορίες που μας δίνουν δεν είναι πολύ σαφείς και μάλιστα καμιά φορά φαίνονται και αντιφατικές.
     Παρόλα αυτά, μέσα από τις διηγήσεις τους, μπορούμε να πάρουμε κάποια στοιχεία, τα οποία να μας οδηγήσουν σε κάποια συμπεράσματα. Αντίθετα με ότι πιστεύει ο πολύς κόσμος σήμερα, η εντύπωση που αποκομίζουμε διαβάζοντας τα είναι, πως η άμεση απήχηση από το κήρυγμα του Ιησού στο κράτος του Ισραήλ και κατ’ επέκταση στον Ιουδαϊκό λαό, ήταν περιορισμένη. Σύμφωνα με τις διηγήσεις και των τριών συνοπτικών ευαγγελίων – Ματθαίο, Μάρκο, Λουκά – το μεγαλύτερο μέρος του κηρύγματος του Ιησού θα γίνει στην περιοχή της Γαλιλαίας και ιδιαίτερα πέριξ της λίμνης της Τιβεριάδας και της κωμόπολης Καπερναούμ: «Ο Ιησούς γύριζε ολόκληρη τη Γαλιλαία και δίδασκε στις συναγωγές τους και κήρυττε το ευαγγέλιο της βασιλείας» Ματθαίος 4:23, «Και ήλθε και κήρυττε στις συναγωγές τους σε ολόκληρη τη Γαλιλαία και έβγαζε δαιμόνια» Μάρκος 1:39, «Και επέστρεψε ο Ιησούς στη Γαλιλαία οπλισμένος με τη δύναμη του Πνεύματος και η φήμη του διαδόθηκε σε όλα τα περίχωρα. Και δίδασκε στις συναγωγές τους και από όλους δοξάζονταν» Λουκάς 4:14. Ο Ιησούς είχε διαλέξει την περιοχή της Γαλιλαίας για ευνόητους λόγους. Πρώτον και κύριον βρίσκονταν στα βόρεια της Ιουδαίας και έτσι ήταν μακριά από το Ιουδαϊκό ιερατείο και το κατεστημένο της εποχής εκείνης. Οι κάτοικοι της ήταν απλοί άνθρωποι με μεγάλη πίστη και δημιουργικότητα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ήταν πως ο πληθυσμός της ήταν ανάμικτος, από Ισραηλίτες και ειδωλολάτρες. Κέντρο του έκανε την Καπερναούμ που αριθμούσε γύρω στους 1.000 με 2.000 κατοίκους, στην συναγωγή της οποίας κήρυξε πολλές φορές. Ήταν συγκοινωνιακός κόμβος δρόμων που οδηγούσαν από την Μεσοποταμία στην Αίγυπτο και από τις ανατολικές περιοχές της χώρας στις δυτικές.
     Όμως, για τους Ιουδαίους της Ιουδαίας οι οποίοι αυτάρεσκα δίδασκαν πως είναι οι υπερασπιστές των παραδόσεων, η Γαλιλαία ήταν γι’ αυτούς μια απόκεντρη επαρχία την οποία μάλιστα δεν είχαν και σε μεγάλη υπόληψη, αφού στην περιοχή της έμεναν αρκετοί εθνικοί (ειδωλολάτρες), εξ ου και η χαρακτηριστική ονομασία της “Γαλιλαία των Εθνών”: «Η χώρα του Ζαβουλών και η χώρα του Νεφθαλείμ, η οποία εκτείνεται κοντά στη θάλασσα, η γη πέρα του Ιορδάνη, η Γαλιλαία των Εθνών, ο λαός που κάθεται στο σκοτάδι…» Ματθαίος 4:15. Είναι βέβαιο πως μόλις ο Ιησούς άρχισε τη δημόσια δράση του, αυτό δεν θα πέρασε απαρατήρητο από τις Ιουδαϊκές αρχές και μάλιστα από την αστυνομία του Ηρώδη Αντύπα, με αποτέλεσμα η δράση του αυτή να γίνει πιο διακριτική, όπως μας διηγούνται και τα ευαγγέλια: «Και όταν έφυγαν από εκεί, περνούσαν δια μέσου της Γαλιλαίας και ο Ιησούς δεν ήθελε να μάθει κανένας τίποτε» Μάρκος 9:30. Βέβαια εκτός από τους Γαλιλαίους ακροατές του, τα κηρύγματά του και τα θαύματά του τα παρακολουθούσαν και άνθρωποι από άλλα μέρη του Ισραήλ: «Και πολλά πλήθη του λαού τον ακολούθησαν από την Γαλιλαία, από την Δεκάπολη, τα Ιεροσόλυμα, την Ιουδαία και από την χώρα πέρα του Ιορδάνη» Ματθαίος 4:25. Αξίζει όμως στο σημείο αυτό να αναρωτηθούμε. Γίνονταν άραγε τόσες μεγάλες συγκεντρώσεις, ώστε να γίνει ευρύτερα γνωστός ο Ιησούς σε όλη την περιοχή του Ισραήλ; Στα δυο θαύματα που διηγούνται οι Ευαγγελιστές του πολλαπλασιασμού των άρτων, πράγματι υπάρχει ικανός αριθμός ακροατών από τέσσερις με πέντε χιλιάδες. Είναι πολλοί βέβαια όλοι αυτοί, αλλά δεν πρόκειται για έναν ολόκληρο λαό. Άλλωστε και η τοπική απογραφή να ληφθεί υπόψη δικαιολογεί τέτοιους αριθμούς. Τον χρόνο δράσης του Χριστού, τον 1ο μ.Χ. αιώνα δηλαδή, σύμφωνα με τον Ιώσηπο, η Γαλιλαία είχε σε πλήρη ακμή 15 πόλεις οχυρωμένες και 204 χωριά. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως η πόλη Γιαφία ή Γαβά που βρίσκονταν νότια της Ναζαρέτ σε απόσταση 2 – 3 χλμ. είχε 5. 000 – 7.000 κατοίκους, ενώ η Σέπφωρις βόρεια της Ναζαρέτ σε απόσταση 4 – 5 χλμ. είχε 25. 000 κατοίκους.
     Έπειτα πρέπει να ληφθεί υπόψη, πως σύμφωνα με τους συνοπτικούς Ευαγγελιστές, ο Χριστός στα τρία χρόνια της δημόσιας δράσης του, στην Ιουδαία δεν είχε κάνει παρά ένα με δύο σύντομα περάσματα. Έτσι όταν έφτανε στην τελευταία φάση της γήινης αποστολής του, ήταν ελάχιστα έως καθόλου γνωστός στα Ιεροσόλυμα και στην ευρύτερη περιοχή. Το λέει ξεκάθαρα ο Ευαγγελιστής Ματθαίος. Την μέρα της μεσσιανικής εισόδου του στα Ιεροσόλυμα, την γνωστή σε μας ως «Κυριακή των Βαΐων», οι θεατές αναρωτιούνται; «Ποιος είναι αυτός;» Ματθαίος 21:10. Αλλά και αν η αποστολή του στην Ιουδαία είχε διαρκέσει πολύ περισσότερο, σύμφωνα με την διήγηση του Ευαγγελιστή Ιωάννη, και πάλι δεν μπορεί να ήταν πολύ γνωστή, αφού σύμφωνα με αυτόν, ο Ιησούς κρυβόταν συχνά: «Αλλά όταν πήγαν οι αδελφοί του στην εορτή (σ.σ. της σκηνοπηγίας), τότε πήγε και αυτός, όχι φανερά αλλά σχεδόν κρυφά» Ιωάννης 7:10.
     Καθοδηγούμενοι λοιπόν από τις παραπάνω ενδείξεις, φαίνεται πως η απήχηση του μηνύματος του Χριστού, ήταν πολύ μεγάλη στη Γαλιλαία, αλλά πολύ περιορισμένη στην υπόλοιπη Παλαιστίνη. Αλλά και οι Ιουδαίοι της Διασποράς, αυτοί δηλαδή που κατοικούσαν στις χώρες του γνωστού τότε κόσμου γύρω από την λεκάνη της Μεσογείου και οι οποίοι αριθμούσαν 4 – 6 εκατομμύρια, συμπτωματικά κάποιοι από αυτούς θα είχαν ακούσει να μιλούν γι’ αυτόν από μερικούς προσκυνητές που είχαν γυρίσει από τα Ιεροσόλυμα. Είναι λοιπόν βέβαιο πως η τότε κοινή γνώμη της Παλαιστίνης δεν «ταράχτηκε» και ιδιαίτερα από τη δράση του Χριστού. Αλλά και όσοι ακόμα μπόρεσαν να ενημερωθούν να πήραν άραγε σοβαρά αυτή την ιστορία του κοσμαγάπητου προφήτη, που ισχυρίζονταν πως ήταν ο Μεσσίας; Μάλλον όχι. «Μεσσίες» είχαν γνωρίσει ουκ ολίγους και προ Χριστού αλλά και μετά Χριστό. Αρχής γενομένης από την επανάσταση των Μακκαβαίων το 166 π.Χ. όπου οι επαναστατικές προσπάθειες για την απελευθέρωση των Ιουδαίων παρουσιάζονται με μεσσιανικό κοσμικό χαρακτήρα. Έτερος «Μεσσίας» ο Ιούδας από τα Γάμαλα ή Ιούδας ο Γαλιλαίος ο ηγέτης της εξέγερσης των Ζηλωτών κατά των Ρωμαίων το 6 π.Χ. εξαιτίας της απογραφής που διέταξε ο έπαρχος της Συρίας Κυρήνιος. Ιούδας και ο επόμενος «Μεσσίας» ο υιός του Εζεκία ο οποίος ηγείται επαναστάσεως μετά τον θάνατο του Ηρώδη του Μεγάλου το 4 π.Χ. Για τους επόμενους εμφανισθέντες «Μεσσίες» μέχρι και τους σύγχρονους σχετικά καιρούς αντιγράφουμε από την Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), από το λήμμα Χριστός Ιησούς: «Πλείστοι Ιουδαίοι διεκδίκησαν ψευδώς δια τον εαυτό των τον τίτλο του Μεσσία από τους οποίους μνημονεύουμε τους εξής: τον Θευδάν 44 μ.Χ., τον προ της καταστροφής του Ναού (70 μ.Χ.) ζήσαντα Μεναχέμ τον Γαλιλαίο, τον Βαρ – Κοχεμπά επαναστατήσαντα επί Τραϊανού 132 – 136 μ.Χ., τον Αμπού Ίσα ζήσαντα τον 7ο μ.Χ. αιώνα, τον Δαβίδ Αλρόν ζήσαντα τον 12ο μ.Χ. αιώνα στο Κουρδιστάν και προερχόμενο από τη Περσία, τον Ιακώβ Κάρσο ζήσαντα τον 14ο μ.Χ. αιώνα στη Βόρεια Ισπανία, τον Σαμπαθάι Σεβί γεννηθέντα στη Σμύρνη τον 17ο μ.Χ. αιώνα και τον επιφανέστερο διάδοχο του Ιακώβ Φρανκ ζήσαντα τον 18ο μ.Χ. αιώνα». Στους «Μεσσίες» βέβαια δεν πρέπει να παραλείψουμε να κατατάξουμε και τον «Διδάσκαλο της Δικαιοσύνης» των Εσσαίων, που είχε έρθει σε σύγκρουση με τον κλήρο της Ιερουσαλήμ.
     Συνεπώς οι συμπατριώτες του Ιησού που είχαν ακούσει κάτι γι’ αυτόν πρέπει να είδαν την ανθρώπινη περιπέτειά του λίγο παραπάνω από μια απλή είδηση παρά σαν ένα εθνικό γεγονός που έχρηζε τεράστιας προσοχής και σπουδαιότητας. Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε και μια απαραίτητη διευκρίνιση για την «παγίδα» που πέφτουν πολλοί πιστοί. Βλέποντας λοιπόν κάποιοι πιστοί τις εικόνες με το πρόσωπο του Χριστού που πλαισιώνεται από το φωτοστέφανο ή διαβάζοντας κάποια μυθώδη θρησκευτικά διηγήματα γι ‘ αυτόν, πιστεύουν πως ο Χριστός είχε κάτι το ιδιαίτερο που τον ξεχώριζε από τους υπόλοιπους ανθρώπους π.χ. έλαμπε το πρόσωπό του ή είχε γλυκό ύφος που σε τραβούσε, εν τέλει, πως καταλάβαινες πως ο Χριστός ήταν ο Μεσσίας. Ουδέν ψευδέστερον τούτου. Όχι μόνο κάτι ανάλογο δεν υπάρχει μέσα στα Ευαγγέλια, αλλά το αντίθετο μάλιστα ούτε η ίδια η οικογένειά του δεν πίστευε σ’ αυτόν: «Διότι ούτε και οι αδελφοί του δεν πίστευαν σ’ αυτόν» Ιωάννης 7:5. Και πως θα μπορούσε άλλωστε να τον πιστέψει ως Μεσσία. Ο Ιησούς δεν ήταν παρά ένας ενήλικας Ιουδαίος, ο οποίος στην ηλικία των 30 ετών άρχισε ξαφνικά να κηρύττει  δημόσια και κάποιες φορές να λέει πως είναι γιος του Θεού. Αν συμβεί το ίδιο και σε μας, αν δηλαδή κάποιο μέλος της οικογένειάς μας αρχίσει ξαφνικά να ισχυρίζεται πως είναι Θεός ή γιος του Θεού, τι θα σκεφτούμε άραγε γι’ αυτό; Πως είναι όντως αληθινά αυτά που ισχυρίζεται ή πως έχει κάποιο διανοητικό πρόβλημα;
     Άλλωστε και ο ίδιος ο Χριστός με τη στάση του συσκότιζε τις περισσότερες φορές παρά διαφώτιζε την Μεσσιανική του ιδιότητα. Μόνο μπροστά στη Σαμαρείτιδα, μια ασήμαντη ξένη η οποία μάλιστα ήταν και γυναίκα – μια πρόκληση για την τότε ανδροκρατούμενη κοινωνία – και εχθρός για τους Ιουδαίους αφού ανήκε στους Σαμαρείτες θα αποκαλύψει πως είναι ο Μεσσίας. Ακόμα και στους μαθητές του, κάθε φορά που αποκαλύπτει την θεϊκή του υπόσταση, με κάποια μεταμόρφωση ή με τα θαύματά του δεν παραλείπει να απαιτεί σιωπή από αυτούς. Η μόνη φορά που παραβαίνει αυτόν τον κανόνα είναι η αποδοχή του «θριάμβου» του, με την είσοδό του στα Ιεροσόλυμα την «Κυριακή των Βαΐων». Αλλά και πάλι αυτός ο θρίαμβος του είναι σεμνός, αφού τον βρίσκομε καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι ακολουθούμενος από κάποιους απλοϊκούς Γαλιλαίους στην πλειοψηφία τους ψαράδες. Όσο για τα θαύματά του, όπως σημειώνουν κάποιοι, όσο και καταπληκτικά και αν ήταν δεν αποτελούσαν για τον λαό απόδειξη πως ήταν ο Μεσσίας και ακόμα λιγότερο αφού όπως είπαμε συσκότιζε ο ίδιος αυτή του την Μεσσιανική του ιδιότητα. Άλλωστε δεν υπήρξαν και προφήτες όπως ο Ηλίας και ο Ελισαίος που είχαν αναστήσει νεκρούς;
     Συνεπώς, δεν είναι ο λαός που τον οδηγεί στο μαρτύριο του Σταυρού αλλά η άρχουσα θρησκευτική τάξη του Ισραήλ. Ο απόστολος ο Ιάκωβος ο «αδελφόθεος» είναι σαφέστατος και κατηγορηματικός για το γεγονός αυτό: «Ελάτε τώρα εσείς οι πλούσιοι, κλάψτε και θρηνήστε για τις συμφορές που σας έρχονται … καταδικάσατε και σκοτώσατε τον αθώον που δεν σας φέρνει αντίσταση» Ιακώβου 5:1,6.
     Από την αρχή που εμφανίζεται ο Ιησούς, βλέπουμε τους Γραμματείς (Νομομαθείς), τους Φαρισαίους – εκτός κάποιων εξαιρέσεων – να μην του δείχνουν εμπιστοσύνη, να του υποβάλουν ερωτήσεις – παγίδες με σκοπό να τον γελοιοποιήσουν και εξευτελίσουν μπροστά στους οπαδούς του και το λαό και συνεχώς να εξυφαίνουν συνωμοσίες και δολοπλοκίες εναντίον του. Και όλα αυτά επειδή είχαν καταλάβει πως η καινούργια αποκάλυψη που έφερνε ο Χριστός ήταν αντίθετη με τις παραδόσεις της διδασκαλίας τους. Μια αποκάλυψη που ήταν αρεστή όπως λέει και ο Λουκάς στον λαό «όλος ο λαός ήταν προσηλωμένος εις το να ακούει αυτόν» αλλά δυσάρεστη για τους ιθύνοντες. Αλλά και η άλλη θρησκευτική τάξη των Σαδδουκαίων, ήταν δύσπιστη αρχικά και εχθρική τελικά απέναντι στο Χριστό. Οι περισσότεροι αρχιερείς και τα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου προέρχονταν από αυτούς. Ήταν οι θησαυροφύλακες του Ναού, κάτι σαν τους δικούς μας σημερινούς τραπεζίτες. Λογικό λοιπόν ήταν πως όχι μόνο ήταν ανεκτικοί απέναντι στους κατακτητές Ρωμαίους αλλά και συνεργάζονταν με αυτούς. Συνεπώς ένοιωθαν αποστροφή για τους ταραξίες που αυτοαποκαλούνταν Μεσσίες ή βασιλιάδες του Ισραήλ και έσπερναν την διχόνοια και την ταραχή στην Ιουδαία.
     Δεν ήταν λοιπόν δύσκολο όλες αυτές οι θρησκευτικές φατρίες, φοβούμενοι να μην χάσουν «την κουτάλα της εξουσίας μαζί με τα ζουμιά», να συνασπιστούν εναντίον του Ιησού, στο Συνέδριο που θα συγκληθεί παρανόμως το βράδυ της Πέμπτης προς τα ξημερώματα της Παρασκευής και να τον καταδικάσουν σε θάνατο. Όσο για τον απλό λαό, δεν είναι και δύσκολο να τον κάνουν να αλλάξει γνώμη απέναντι στον Ιησού. Η εξουσία έχει πάντα το πλεονέκτημα της προπαγάνδας και οδηγεί τον λαό όπου αυτή επιθυμεί. Στην προκειμένη περίπτωση αρκεί μόνο να απομονώσουν κάποιες φράσεις του Ιησού και να τις διαστρέψουν, όπως το ότι ισχυρίζεται πως είναι Υιός του Θεού, ισχυρισμός που θεωρούνταν μεγάλη βλασφημία που αντιμετωπίζονταν με λιθοβολισμό ή πως θα καταστρέψει το Ναό, που μαζί με τον Μωσαϊκό Νόμο θεωρούνταν τα δύο ιερότερα πράγματα για τους Ιουδαίους για να ακολουθήσει ο λαός την απόφαση της άρχουσας τάξης.
     Όσο για την αναγκαία επικύρωση της θανατικής καταδίκης του Ιησού, από τον Ρωμαίο διοικητή της Ιουδαίας που στην προκειμένη περίπτωση ήταν ο Πόντιος Πιλάτος, τι πιο εύκολο. Παρά τις όποιες αντιρρήσεις του για μη ενοχή του Χριστού – από αηδία και μόνο που ένοιωθε απέναντι στους Ιουδαίους – δεν έχουν παρά να του θυμίσουν: «αν τον ελευθερώσεις, δεν είσαι φίλος του αυτοκράτορα. Όποιος κάνει τον εαυτό του βασιλιά είναι εχθρός του αυτοκράτορα» Ιωάννης 19:12. Φοβούμενος λοιπόν ο Πιλάτος για την «θεσούλα» του, τον παραδίνει «ίνα σταυρωθεί».
     Έτσι την Παρασκευή το πρωΐ του Ιουδαϊκού μήνα Νισάν (δικός μας Μάρτιος με Απρίλιο), οι περαστικοί θα δουν στους κλιμακωτούς δρόμους της Ιερουσαλήμ, που κατηφορίζουν, από το πραιτώριο Αντωνία και ανεβαίνουν ξανά προς την πύλη Εφραίμ, έναν άνθρωπο με αξιολύπητη εμφάνιση, με πρόσωπο ματωμένο και βρώμικο, να κουβαλάει στον ώμο του ένα βαρύ ξύλινο σταυρό που να τρεκλίζει από το βάρος του. Θα τον συνοδεύει ένας ουλαμός από Ρωμαϊκά βοηθητικά στρατεύματα και μερικοί πιστοί του, κατά το πλείστον γυναίκες. Άραγε θα δώσει και τόσο προσοχή στην πομπή αυτή το πλήθος από νοικοκυρές που πηγαίνουν για στην αγορά της πάνω πόλης ν’ αγοράσουν τρόφιμα για το Μεγάλο Σάββατο του Πάσχα ή οι πιστοί που ανεβαίνουν στο Ναό και διάφορες τεχνίτες και γαϊδουρολάτες; Προφανώς όχι. Άλλωστε στις ταραγμένες εκείνες εποχές, που κάθε τόσο ξεσπούσε και μια εξέγερση δεν ήταν και τόσο σπάνιο το θέαμα ενός καταδίκου που τον πήγαιναν στο τόπο των εκτελέσεων στον φαλακρό γήλοφο του Γολγοθά. Ούτε βέβαια και πολλοί από τους ταξιδιώτες που περνούσαν από το σημείο αυτό κατευθυνόμενοι προς την Γιάφφα θα στέκονταν να ρωτήσουν τους στρατιώτες που περνούσαν την ώρα τους παίζοντας «κότσι» ποια είναι τα τρία αυτά ανθρώπινα ράκη που κρέμονταν στον σταυρό. Μάλλον το σημαντικότερο γεγονός της ιστορίας θα περνούσε σχεδόν απαρατήρητο στην καθημερινή ζωή του ιουδαϊκού λαού.
     Αυτός όμως που καταδέχτηκε για χάρη μας να γίνει άνθρωπος, και να υποστεί τέτοιο εξευτελιστικό και επώδυνο θάνατο, ξεχασμένος και περιφρονημένος σχεδόν από όλους, θα κραυγάσει κρεμασμένος στο σταυρό του μαρτυρίου του: «Τετέλεσται». Όλα δηλαδή τέλειωσαν. Είχαν πράγματι όλα τελειώσει; Όχι βέβαια; Ίσα – ίσα που μόλις τότε ΑΡΧΙΖΑΝ ΟΛΑ!   
      
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ντανιέλ Ροπς: Η καθημερινή ζωή στη Παλαιστίνη στους χρόνους του Ιησού
2. Σχολικό εγχειρίδιο Θρησκευτικών της Β΄ Τάξης Γυμνασίου
3. Θ.Η.Ε.
4. Γ. Πατρώνος: Ελληνισμός και Χριστιανισμός
5. Καινή Διαθήκη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδας
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

7 σχόλια:

  1. Τολμηρό το άρθρο σας, κ. Χρήστο, αλλά ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Συγχαρητήρια για ένα ακόμα κενό στην αρθρογραφία, που μόλις καλύψατε με τον καλύτερο τρόπο!

    Δίνετε μία ακόμα διάσταση στην ταπεινότητα με την οποία πορεύθηκε ο Ιησούς, με την οποία δεν έχουμε καμία σχέση κάποιοι φανατικοί χριστιανοί.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το άρθρο είναι πράγματι πάρα πολύ ενδιαφέρον. Δεν έχει τύχει να ξαναδιαβάσω κάποιο κείμενο, που να μας παρουσιάζει το Χριστό από την οπτική γωνία του ιουδαϊκού λαού.

    Μου δημιούργησε όμως και μια απορία: τα πλήθη που αναφέρονται στα ευαγγέλια α. να υποδέχονται το Χριστό στην Ιερουσαλήμ και β. να κραυγάζουν "σταύρωσον αυτόν" λίγες μέρες αργότερα, ποιοι ήταν; δεν ήταν μέλη του ιουδαϊκού λαού ή τελικά δεν ήταν πολυάριθμες ομάδες αλλά κάποια μεμονωμένα μέλη της τοπικής κοινωνίας των Ιεροσολύμων; Και μάλιστα, στο πραιτώριο, ο λαός αναφέρεται ότι αυτοκαταράστηκε (το αίμα Του πάνω μας κτλ).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Χρήστος - αντιαιρετικός28 Απριλίου 2013 στις 10:05 μ.μ.

    Αγαπητέ Νικόλαε, ευχαριστώ για τα καλά λόγια.
    Αγαπητή Αλεξία και βέβαια αρκετοί άνθρωποι υποδέχτηκαν τον Χριστό, λόγω της ανάστασης του Λαζάρου όπως γράφει και το Ευαγγέλιο, αλλά τον θεωρούσαν προφήτη, σύμφωνα πάλι με τον ευαγγέλιο.
    Όσοι αυτοί που ήταν στο πραιτώριο, πολλοί ερευνητές πιστεύουν πως πρέπει να ήταν οι ιερείς και οι βοηθοί του Ναού, που αριθμούσαν περίπου 20.000 - 25.000.

    Χρήστος - αντιαιρετικός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. "...πρέπει να ήταν οι ιερείς και οι βοηθοί του Ναού, που αριθμούσαν περίπου 20.000 - 25.000."

    Πραγματικά, εντυπωσιακός αριθμός! Δεν ήξερα ότι οι ιερείς και οι βοηθοί του Ναού αποτελούσαν από μόνοι τους μια πολιτεία!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ακούγοντας την αποψινή υμνολογία, θυμήθηκα μια απορία μου ακόμη που την έχω αρκετά χρόνια, αλλά δεν είχα την ευκαιρία να την εκφράσω:

    τα 30 αργύρια που πήρε ο Ιούδας (υποθέτω αργύρια = ασημένια νομίσματα) ήταν μεγάλο ποσό για την εποχή εκείνη;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Χρήστος - αντιαιρετικός2 Μαΐου 2013 στις 6:57 π.μ.

    Από το βιβλίο της Β΄ Γυμνασίου στο μάθημα για το "Μυστικό Δείπνο":
    "Τα 30 αργύρια ισοδυναμούσαν με 120 δηνάρια. Τόσο κόστιζαν τότε 120 κατώτατα ημερομίσθια ή η αποζημίωση για την απώλεια ενός δούλου".

    Χρήστος - αντιαιρετικός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Σχετικά με αυτό που λέει η alexia1004, φαίνεται πως όλα τα βιβλικά υπομνήματα, ελληνών και ξένων, συμφωνούν ότι τα χρήματα ήταν λίγα.

    Βεβαίως, αυτό είναι κάτι γεγικό και το ποσό σε καθαρούς αριθμούς είναι δύσκολο να μετρηθεί σε σημερινή αντιστοιχία. Με 30 αργύρια, για παράδειγμα αγόραζες ένα χωράφι (Ματθ. 27,9-10). Σήμερα, ανάλογα την περιοχή, μπορεί να δώσεις από 3.000 έως και 30 χιλιάδες ευρώ για ένα χωράφι, εξαρτάται από πολλά πράγματα.
    Ασφαλώς όμως, και το κόστος ενός δούλου που ήταν 30 αργύρια (Έξ. 21,32), δεν πρέπει να ήταν και τόσο μικρό, αφού ο δούλος στις εποχές εκείνες πρόσφερε σημαντικές υπηρεσίες.

    Από την άλλη, οι μελετητές αναφέρουν ότι τα 30 αυτά αργύρια, όπως γράφει και ο Χρήστος, αντιστοιχούσαν σε 120 δηνάρια. Στο Ματθ. 20,2 βλέπουμε ότι το ημερομίσθιο για έναν εργάτη ήταν ένα δηνάριο, άρα μιλάμε για 120 ημερομίσθια. Με καθαρό εργατικό ημερομίσθιο περίπου 25€ το 2011, τα χρήματα αντιστοιχούν σε 3.000€.

    Βεβαίως, παίρνοντας αντιστοιχίες σε δραχμές από παλαιότερα υπομνήματα (τέλη του 19ου, αρχές του 20ου αιώνα) που θεωρούσαν ότι τα 30 αργύρια ισοδυναμούσαν με 100-120 τότε δραχμές, με τα ημερομίσθια της εποχής περίπου στις 2,5 δραχμές, το ποσό μόλις αγγίζει τα 1.200€. Κάποιο ξένο υπόμνημα (έκδοση 1999) θεωρεί ότι τα 30 αργύρια αντιστοιχούσαν στους μισθούς 4 μηνών ενός μέσου εργάτη.

    Αν επιλέγαμε έναν μέσο όρο όλων αυτών, θα μπορούσε το ποσό σε να ήταν περίπου 2.000-2.500€, αλλά και πάλι με επιφύλαξη.

    Βεβαίως, γνωρίζοντας σήμερα ποιος ήταν ο Ιησούς, οποιοδήποτε ποσό, θα ήταν ευτελές για την προδοσία Του. Αλλά και ως προς τη σχέση του Χριστού με τον Ιούδα, πάλι κάθε ποσό θα ήταν μικρό· όταν προδίδεις τον ίδιο σου τον Δάσκαλο, υπάρχει επαρκές αντίτιμο για μια τέτοια πράξη; Όταν παραδίδεις με την προδοσία σου έναν αθώο, όπως ο ίδιος ο Ιούδας ομολογεί για τον Χριστό (Ματθ. 27,4), μπορεί αυτό να μετρηθεί σε χρήμα;

    Και φυσικά, και εμείς δεν είμαστε στο απυρόβλητο, που καμιά φορά ξεγελάμε την ίδια μας τη συνείδηση και δεν κάνουμε το σωστό με αντίτιμο δυστυχώς κάποια πάθη ή μικροαπολαύσεις.

    Καλή Ανάσταση!

    [ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ]

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.