Τα πρώτα
δείγματα της Χριστιανικής Τέχνης ανευρίσκονται στα Χριστιανικά κοιμητήρια, τα
οποία είναι είτε ιδιωτικά είτε ομαδικά. Οι Χριστιανοί χρησιμοποιούν τάφους σε
αντίθεση με τους Εθνικούς (ειδωλολάτρες) οι οποίοι συνήθως μετέβαλαν τους
νεκρούς σε τέφρα, και η κατάθεση του νεκρού σε τάφο καθιστά τρόπο τινά τον τόπο
αυτό σε ιερό. Χρησιμοποιούμε τον όρο κοιμητήρια και όχι όπως είναι γνωστά στο
ευρύ κοινό ως τάφοι, διότι οι Χριστιανοί από την πρώτη στιγμή πίστευαν όχι μόνο
στην αθανασία, αλλά και στην ανάσταση (από το ρήμα «ανίσταμαι» που σημαίνει
σηκώνομαι όρθιος) των σωμάτων, τα οποία προσωρινά «κοιμόνται» και θα εγερθούν
όπως ηγέρθηκε ο Χριστός, ο οποίος σύμφωνα με την Γραφή «εγένετο η απαρχή των κεκοιμημένων» 1 Κορινθίους 15:21. Γιατί ο
Ιησούς αναστήθηκε με το ίδιο του το σώμα – που όμως δεν περιορίζονταν πλέον από
το χρόνο και το χώρο – όπως ο ίδιος βεβαιώνει τους έκπληκτους μαθητές του οι
οποίοι βλέποντάς τον «πίστευαν πως
έβλεπαν φάντασμα» γι’ αυτό και τους προτρέπει «ψηλαφίστε με και ιδέτε, ένα φάντασμα δεν έχει σάρκα και οστά, όπως
βλέπετε να έχω εγώ» Λουκάς 24:40 και για να τους πείσει περισσότερο ζητάει
να φάει κάτι και αυτοί του δίνουν «ένα
κομμάτι από ψητό ψάρι και κηρήθρα από μέλι» Λουκάς 24:42. Μόνο οι αιρετικοί
οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δέχονται πως δεν αναστήθηκε το πραγματικό σώμα του
Κυρίου, αλλά πως αναστήθηκε ως πνεύμα και τον παρουσιάζουν σαν έναν κοινό
απατεώνα να υλοποιείται για να πείσει τους μαθητές του. Επειδή λοιπόν η πίστη
μας βασίζεται στην ανάσταση των σωμάτων, γι’ αυτό και οι τάφοι στις
Χριστιανικές κατακόμβες επιγράφονται «κοιμητήρια έως Αναστάσεως». Σε μια
επιγραφή της Βασιλικής Πανόρμου διαβάζουμε: «εδώ
κείται ο Θεόδωρος ο Ψάλτης περιμένοντας τις αψευδείς επαγγελίες του Χριστού»
δηλαδή την επαγγελία της Αναστάσεως...
Οι αρχαιότεροι
Χριστιανικοί τάφοι είναι ιδιωτικοί οι οποίοι ευρίσκονταν στους δρόμους εκτός
των πόλεων ή σε κτήματα ιδιωτικά. Κατόπιν όμως, εξαιτίας των διωγμών και των
πολλών μαρτύρων που προέκυψαν από αυτούς και της ιδέας της εν Χριστώ
αδελφότητας και κοινοκτημοσύνης, σχηματίσθηκαν ομαδικά κοινοτικά κοιμητήρια
(νεκροταφεία), οι γνωστές σε όλους κατακόμβες. Ανάλογη θέση έχουν και οι τάφοι
των μαρτύρων, τα λεγόμενα Μαρτύρια. Οι τάφοι ήταν τριών τύπων από άποψης μορφής:
1. Οι Επιφανειακοί 2. Οι υπέργειοι 3. Οι υπόγειοι.
1. Επιφανειακοί
Αυτοί ήταν
κιβωτιοειδείς, ορθογώνιοι, τοποθετημένοι μέσα στο έδαφος. Καλύπτονταν από
πλάκες. Πάνω από τον τάφο τοποθετούνταν ένα σήμα το λεγόμενο cippus, το οποίο ανέφερε την ηλικία, το όνομα του αποθανόντος κ.λ.π.
2. Οι υπέργειοι
Αυτοί ήταν τα
Μαυσωλεία, δηλαδή τάφοι που έχουν μνημειώδη κατασκευή και αποτελούν λαμπρά
συγκροτήματα. Πήραν το όνομά τους από τον Μαύσωλο, ηγεμόνα της Καρίας, ο οποίος
όταν πέθανε το 353 π.Χ. η σύζυγός του Αρτεμισία για τον τιμήσει ανήγειρε
μνημειώδη τάφο τον οποίο εφιλοτέχνησε ο περίφημος Παριανός γλύπτης και
αρχιτέκτονας Σκόπας. Οι υπέργειοι τάφοι συνήθως ήταν πολλών μορφών:
Ι. Τα teguria τα οποία είχαν μορφή τάφου ο οποίος εσκεπάζετο με στέγαστρο υποβασταζόμενο
από τέσσερις κίονες που είχε σχήμα κιβωτίου.
II. Άλλοι τάφοι είχαν μορφή διώροφου κτιρίου. Κλασικό παράδειγμα τέτοιου
τάφου είναι ο τάφος του Γότθου βασιλιά Θεοδώριχου στη Ραβέννα.
ΙΙΙ. Οι
Ναϊδιόσχημοι. Όπως δηλώνει και η λέξη, οι τάφοι αυτοί είχαν μορφή μικρού
ναΐσκου είτε σε σχήμα τρίκογχο είτε σε σχήμα μικρής βασιλικής. Τάφος σε μορφή
Ναϊδιόσχημο είναι της Galla Placidia, κόρης του Βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄ που
πέθανε το 450 π.Χ. και τάφηκε στην Ραβέννα. Ένας ακόμη τάφος Ναϊδιόσχημος είναι
της Αγίας Κωνσταντίας κόρης του Μ. Κωνσταντίνου και της δεύτερης γυναίκας του
Φαύστας η οποία πηγαίνοντας για την Βιθυνία πέθανε στο δρόμο και τάφηκε στην
οδό Νομεντάνα της Ρώμης.
3. Οι υπόγειοι
Οι τάφοι αυτοί
λαξεύονταν επί των πετρωμάτων. Τους τάφους αυτούς χρησιμοποιούσαν ως επί το
πλείστον οι Χριστιανοί, τους οποίους είχαν παραλάβει ως συνήθεια από τους
Ιουδαίους και τους Ρωμαίους, οι οποίοι όμως τους είχαν παραλάβει και αυτοί από
τους αρχαίους Έλληνες. Ήταν ορθογώνιοι
επιμήκεις κοιλότητες που ανοίγονταν στις πλευρές κλιτύων ή υπόγειων θαλάμων,
αποκαλούνταν δε θήκες ή θηκία. Αποκαλούνταν επίσης τόποι (locus, loculus, loculi). Επικράτησε ο τύπος του loculus, ιδιαίτερα στη περιοχή της Ρώμης.
Στην Παλαιστίνη
συνηθίζονταν οι λαξευτοί σε βράχους τάφοι, οι οποίοι λέγονταν κλιβανοειδείς και
είχαν την εξής μορφή. Υπογείως ανοίγονταν τετράγωνος ή ορθογώνιος θάλαμος σε
μορφή δωματίου στον οποίο μπορούσε να κατέβει κάποιος με σκάλα αποτελουμένη από
μερικά σκαλιά. Μέσα σ’ αυτό λοιπόν τον θάλαμο κατασκευάζονταν ένα κρεβάτι για
τον νεκρό κάτι όμως που συνέβαινε σπάνια και δεν ήταν πολύ συνηθισμένο. Γιατί
το συνηθισμένο ήταν, στις τρεις πλευρές του θαλάμου να ανοίγονται κοιλότητες σε
σχήμα ορθογώνιο (δηλαδή θήκες) για τα σώματα των αποθανόντων. Στην τέταρτη πλευρά
του θαλάμου υπήρχε η είσοδος στην οποία οδηγούσε η σκάλα η οποία είχε
κατασκευαστεί γι’ αυτό το σκοπό. Την πόρτα του τάφου έκλεινε ή μπορούσε να
είναι η ίδια η πόρτα μια πλάκα, την οποία στήριζε ένας μεγάλος λίθος. Πιθανόν
τέτοιου είδους να ήταν ο τάφος του Χριστού , ο οποίος όμως δεν είχε πολλές
θήκες αλλά ένα μόνο κρεβάτι. Αυτόν δε τον λίθο οι μυροφόρες απορημένες έλεγαν
που θα βρεθεί «κάποιος να τον μετακινήσει
από την πόρτα του μνημείου» Μάρκος 16:3
Άλλος είδος
τάφος αποτελούσαν και τα λεγόμενα αρκοσόλια. Η λέξη αρκοσόλιο είναι σύνθετη
προερχομένη εκ της Λατινικής γλώσσας και παράγεται από το arcus = τόξο, καμπύλη και το solium = έδαφος που καλύπτεται από μία arca. Το αρκοσόλιο σχηματίζονταν ως εξής: Λαξεύονταν επάνω σε βράχο ο τάφος
σε σχήμα παραλληλεπιπέδου και έπαιρνε την μορφή μιας κιβωτιοειδούς λάρνακας και
αυτό που σχηματίζονταν επί του βράχου ήταν το solium = το έδαφος,
ο τάφος του νεκρού. Πάνω από αυτό ανοίγονταν ένα τυφλό κυλινδρικό τόξο που ήταν
ίσο στις διαστάσεις με αυτές του τάφου. Το τόξο δηλαδή που κατασκευάζονταν είχε
τρόπον τινά την «καλλιτεχνική αποστολή» να εξάρει και να τονίσει την
πλαστικότητα του τάφου. Κάποιες φορές ο τάφος δεν ήταν απλός, αλλά συνεχίζονταν
εις βάθος, όπως εις βάθος συνεχίζονταν και η άρκα. Γι’ αυτό το λόγο άλλωστε τα
αρκοσόλια αποκαλούνταν μονόσωμα, δίσωμα και πολύσωμα.
Σε αντίθεση με
τους τάφους της Παλαιστίνης που ήταν κλιβανοειδείς, όπως λόγου χάρη ο τάφος του
Χριστού, οι Ελληνικές περιοχές χρησιμοποιούσαν τα αρκοσόλια, τα οποία
ανευρίσκουμε σήμερα στην Δήλο, την Κρήτη, την Στερεά Ελλάδα, την Μήλο και
αλλού. Στην Ρώμη χρησιμοποιούσαν ως επί το πλείστον τάφους που είχαν το σχήμα
θηκών. Εκτός από τα αρκοσόλια που είχαν κυλινδρική στέγαση υπάρχουν και άλλοι
τάφοι, οι οποίοι όμως καλύπτονται από τεταρτοσφαίρια, σε περιοχές όπως η Κυρήνη
και η Συρία.
4. Τάφοι των Μαρτύρων της πίστης (Μαρτύρια)
Ιδιαίτερη θέση
στην Χριστιανική Τέχνη κατέχουν οι Τάφοι των μαρτύρων της πίστης μας οι οποίοι
ονομάζονται Μαρτύρια. Η ονομασία αυτή είναι παλιά σχεδόν από τους πρώτους
αιώνες του Χριστιανισμού. Ο ιστορικός Σωκράτης στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» του
αναφέρει για το ευρισκόμενο στην Έδεσσα της Συρίας «Θωμά του Αποστόλου Μαρτύριον το οποίο είναι λαμπρό και περιφανές».
Τα Μαρτύρια ήταν:
Ι. Τάφοι των
Μαρτύρων της πίστης μέσα στις κατακόμβες.
II. Μικρά Μαυσωλεία που περιέκλειαν τον τάφο του Μάρτυρα. Δεν ήταν μόνο
τρίκογχα αλλά είχαν μορφή δίκλιτης βασιλικής. Ένα τέτοιο είναι και εκείνο, το
οποίο έχει διασωθεί ζωγραφισμένο πάνω σε ύφασμα από την Αίγυπτο που παριστάνει
διώροφους μονόκλιτους ναΐσκους. Φυλάσσεται στο «Μουσείο Κοσμητικών Τεχνών» στο
Βερολίνο. Φέρει δε τις επιγραφές «Μαρτύριο του αγίου Μιχαήρος» ή «Μαρτύριο του
αγίου Στεφάνου».
ΙΙΙ. Μαρτύρια ήταν
ακόμη μεγάλοι ναοί οι οποίοι είχαν κτιστεί πάνω από τον τάφο του Μάρτυρα. Όμως,
αυτού του είδους ναοί, πρέπει να αναζητηθούν μετά τον 4ο αιώνα μ.Χ.
όταν είχε θριαμβεύσει ο Χριστιανισμός και δεν υπήρχε πλέον ο φόβος των διωγμών.
Το σχήμα των ναών αυτών ήταν ανάλογο με το σχήμα του τάφου το οποίο υπήρχε κάτω
από αυτούς. Λόγου χάρη ο ναός του αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Έφεσο ήταν
σταυρικός επειδή σταυρικός ήταν και ο
τάφος δηλαδή το «μαρτύριο» του αγίου. Επαναλάμβανε δηλαδή το αρχαίο Μαρτύριο.
IV. Μαρτύρια ήταν επίσης ναοί μεγάλοι οι οποίοι είχαν κτιστεί παράπλευρα
από τον τάφο του Μάρτυρα, όπως λόγου χάρη αυτό του Λεωνίδη, το οποίο είναι
προσαρτημένο στη Βασιλική του Ιλισσού (στο αριστερό κλίτος) στην πόλη της
Αθήνας.
V. Μαρτύρια τέλος ονομάζονται και ναοί που κτίσθηκαν προς τιμή των
Μαρτύρων και περιέχουν λείψανα κάτω από την αγία Τράπεζα. Το γεγονός αυτό όμως,
λαμβάνει χώρα, μετά τον 4ο αιώνα μ.Χ. όταν αρχίζει η μετακομιδή των
λειψάνων στους ναούς των πόλεων. Η συνήθεια εκ του γεγονότος αυτού, να
καθαγιάζονται οι ναοί με λείψανα αγίων γενικεύεται πιθανότατα τον 8ο
αιώνα μ.Χ., όπως μαρτυρεί και ο 7ος κανόνας της Ζ΄ Οικουμενικής
Συνόδου: «…Όσοι λοιπόν σεπτοί ναοί καθιερώθηκαν
χωρίς τα άγια λείψανα Μαρτύρων, ορίζομε να γίνεται σ’ αυτούς κατάθεση των
λειψάνων με την συνηθισμένη ευχή, αυτός δε (σ.σ. εννοεί τον Επίσκοπο) που
καθιερώνει ναό χωρίς άγια λείψανα, να καθαιρείται, ως παραβάτης των
εκκλησιαστικών παραδόσεων.» Βέβαια για τις Εκκλησίες αυτές εγείρονται
αμφιβολίες – και ιδιαίτερα από τους αρχαιολόγους – κατά πόσον αυτές είναι στην
ουσία Μαρτύρια.
Στα
παλαιοχριστιανικά Μαρτύρια συγκεντρώνονταν οι πιστοί κατά την επέτειο ημέρα της
μνήμης του Μάρτυρα και τελούσαν την Θεία Ευχαριστία χρησιμοποιώντας τον τάφο
του Μάρτυρα σαν θυσιαστήριο ή κάποιες φορές και ξύλινη κινητή τράπεζα. Η μνήμη
του Μάρτυρα γιορτάζονταν κατά την επέτειο του θανάτου αυτού και ονομάζονταν
«γενέθλιος ημέρα», συνήθεια που πήρε ο Χριστιανισμός από τους Εθνικούς, που
όμως της δόθηκε χριστιανική ερμηνεία δηλαδή επέτειος της αναγεννήσεως αυτού
στους «ουρανούς». Γι’ αυτό και οι Χριστιανοί τιμούσαν τα λείψανα των μαρτύρων
και επικαλούνταν την μεσιτεία τους προς τον Θεό. Στις κατακόμβες είναι
χαραγμένες στους τοίχους ευχές και δεήσεις, οι οποίες σώζονται μέχρι σήμερα,
προς τους εκεί ενταφιασμένους μάρτυρες.
Δεν πρέπει επίσης
να ξεφύγει της προσοχής μας, πως κάθε πιστός διακαώς επιθυμούσε, το νεκρό σώμα
του να ταφεί πλησίον τάφου κάποιου μάρτυρα που είχε μαρτυρήσει για την πίστη
του Χριστού. Το προνόμιο αυτό όμως απέκτησαν μόνο εξέχοντα πρόσωπα κυρίως
αυτοκράτορες και βασιλείς και αργότερα ανώτατοι αξιωματούχοι και κτήτορες
μονών. Έτσι ο Μ. Κωνσταντίνος, ο Θεοδόσιος και ο Ονώριος ενταφιάστηκαν στο
Μαρτύριο των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης. Η θυγατέρα του Μ.
Κωνσταντίνου, Κωνσταντία, τάφηκε στη Ρώμη κοντά στα λείψανα της Αγίας Αγνής
στον ναό τον οποίο έκτισε ο ίδιος ο πατέρας της και στον οποίο αργότερα
μεταφέρθηκαν και τα οστά των δύο άλλων θυγατέρων του Μ. Κωνσταντίνου, της
Ελένης συζύγου του Ιουλιανού του γνωστού με την επωνυμία «Παραβάτης» και της
Κωνσταντίνης συζύγου του Γάλλου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.
Κωνσταντίνου
Καλοκύρη: Εισαγωγή στη Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία (Η Τέχνη Ανατολής
& Δύσεως)2. Θ.Η.Ε.
3. Βασίλης Στεφανίδης: Εκκλησιαστική Ιστορία
4. Νικόδημος Αγιορείτης: Πηδάλιο
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Καλό το άρθρο!
ΑπάντησηΔιαγραφήGEORGIOS O.X.