Όπως
είναι γνωστό από τα βιβλία της Καινής Διαθήκης που αναφέρονται στο Χριστό και
τους 12 μαθητές και Αποστόλους, κανείς από αυτούς δεν ήταν αρχιερέας ή ιερέας ή
έστω και απόγονος της ιερατικής φυλής του Λευί. Ανήκαν μεν στον παλαιό λαό του
Θεού, τον Ισραήλ και έπαιρναν μέρος στις διάφορες θρησκευτικές τελετές που
επισυνέβαιναν στον ναό των Ιεροσολύμων, αλλά ουδέποτε όμως ιεράτευσαν σ’ αυτόν.
Στα Ευαγγέλια
και στις Πράξεις των Αποστόλων είναι φανερή η συμμετοχή τους αυτή, όπως λόγου
χάρη τους βλέπουμε να προσεύχονται στο ναό και να λατρεύουν με τους υπόλοιπους
Ισραηλίτες τον Θεό, να ανεβαίνουν κατά την περίοδο των εορτών και ιδιαίτερα του
Πάσχα στα Ιεροσόλυμα και να προσφέρουν θυσίες και προσφορές σύμφωνα με τις τελετουργικές
διατάξεις του Μωσαϊκού νόμου: «Τότε ο
Παύλος πήρε τους άνδρες και την επόμενη ημέρα έκανε το τυπικό του καθαρισμού
μαζί τους και μπήκε στο ναό, για να δηλώσει πότε θα έχουν συμπληρωθεί οι ημέρες
του καθαρισμού και να προσφερθεί θυσία για τον καθένα από αυτούς» Πράξεις
21:26...
Προϊόντος όμως
του χρόνου, άρχισαν σιγά – σιγά οι Χριστιανοί να αποκόπτονται από την Ιουδαϊκή
λατρεία. Αυτό βέβαια συνετελέσθη σταδιακά και λόγω της εχθρικής διαθέσεως των
Ιουδαίων προς αυτούς που κορυφώθηκε με το λιθοβολισμό του Στεφάνου, αλλά και
λόγω της απόφασης της Αποστολικής Συνόδου, με την οποία οι Χριστιανοί που
προέρχονταν από τους Εθνικούς (ειδωλολάτρες), απαλλάσσονταν από την περιτομή
και την υποχρέωση της τήρησης των νομικών διατάξεων, κατά συνέπεια και των τελετουργικών,
εκτός από την υποχρέωση να μην πίνουν αίμα και να μην τρώνε πνικτό: «Ότι δηλαδή αποφασίστηκε από το Άγιο Πνεύμα
και από εμάς να μην σας επιβληθεί κανένα επιπλέον βάρος παρά τα εξής ουσιώδη:
να απέχετε από τα κρέατα που έχουν προσφερθεί στα είδωλα, από το αίμα, από ότι
έχει στραγγαλισθεί και από τη πορνεία» Πράξεις 15:28 - 29. Έτσι ο
Χριστιανισμός «άνοιγε τα φτερά του» να γίνει μια πανανθρώπινη θρησκεία και να
μην παραμείνει μια Ιουδαϊκή αίρεση όπως τουλάχιστον φαινόταν αρχικά, και να
αντικαταστήσει την λατρεία του παλιού Ισραήλ με την λατρεία του νέου Ισραήλ
(Εκκλησία). Και η αποκοπή αυτή ολοκληρώνεται και για τους Χριστιανούς που
προέρχονταν από τους Ιουδαίους, αφού μετά από λίγα χρόνια και συγκεκριμένα το
70 μ.Χ. καταστρέφεται η Ιερουσαλήμ και ο ναός της που θεωρούνταν το κέντρο για
τους απανταχού Ιουδαίους του γνωστού τότε κόσμου και όσοι επιβιώνουν
διασκορπίζονται στις χώρες γύρω από τη Μεσόγειο Θάλασσα.
Ο Κύριος και οι
απόστολοι, εκτός από την συμμετοχή τους στο ναό των Ιεροσολύμων, συμμετείχαν
στην προσευχή που γίνονταν στις Ιουδαϊκές συναγωγές. Δεν ήταν ούτε
αρχισυνάγωγοι, επικεφαλείς δηλαδή των συναγωγών, ούτε γραμματείς και εξ
επαγγέλματος διδάσκαλοι του λαού. Όταν λοιπόν τους βλέπουμε να διαβάζουν στις
συναγωγές τη Γραφή και να την ερμηνεύουν, δεν έκαναν τίποτα άλλο, παρά αυτό που
θα έκανε ο οποιοσδήποτε λαϊκός «αδελφός» Ισραηλίτης, που είχε την δυνατότητα να
κάνει αυτό το έργο. Τις συναγωγές χρησιμοποίησαν οι απόστολοι εντός και εκτός
Παλαιστίνης σαν σημεία αφετηρίας για την διάδοση του Χριστιανισμού. Εκεί
μπορούσαν να μιλήσουν για τον Μεσσία που περίμεναν τόσα χρόνια οι Ιουδαίοι και
ο οποίος εμφανίστηκε πλέον στο πρόσωπο του Ιησού, αλλά και να «ρίξουν γέφυρες»
στους Εθνικούς (ειδωλολάτρες), αφού στις συναγωγές υπήρχαν προσήλυτοι, Εθνικοί
δηλαδή που είχαν ασπαστεί τον Ιουδαϊσμό. Ο σύνδεσμος αυτός με τις συναγωγές
έπαυε ευθύς αμέσως, όταν γινόταν αντιληπτό από τους Ιουδαίους, πως το κήρυγμα
των αποστόλων είχε ως απώτερο σκοπό την σύμπηξη μιας νέας θρησκευτικής
κοινότητας. Γι’ αυτό όχι μόνο διώχνονταν από αυτές αλλά πολλές φορές και
κακοποιούνταν.
Όπως είπαμε και
παραπάνω ο Κύριος δεν ήταν αρχιερέας με την νομική έννοια. Η αρχιεροσύνη δηλαδή
του Κυρίου δεν ήταν όπως η νομική λευιτική ιεροσύνη, κατά την τάξη Ααρών, ως
απόγονος δηλαδή του Ααρών στον οποίο είχε δοθεί κατά την έξοδο των Ισραηλιτών
από την Αίγυπτο το δικαίωμα της ιεροσύνης από τον ίδιο το Θεό, αλλά μια νέα
χαρισματική κατάσταση κατά την τάξη Μελχισεδέκ, η οποία καταργούσε την πρώτη. Δυνάμει
αυτού του είδους της αρχιεροσύνης του Κυρίου άσκησαν οι απόστολοι και οι υπό
αυτών χειροτονούμενοι ποιμένες το έργο της λειτουργικής διακονίας στην
Εκκλησία. Η νέα λατρεία ήταν λατρεία «εν Αγίω Πνεύματι» δια του Ιησού Χριστού
προς τον Πατέρα και όχι λατρεία γράμματος και σκιάς όπως η νομική λατρεία. Όλα
τα παραπάνω, τη σχέση δηλαδή της νέας ιεροσύνης και λατρείας προς τη παλιά τα
διαπραγματεύεται έξοχα ο απόστολος Παύλος στην «Προς Εβραίους» επιστολή του.
Μια επιστολή που πιστεύουμε πως πρέπει οπωσδήποτε να διαβαστεί από τον πιστό.
Από τη στιγμή που
η Εκκλησία έπαψε να αποτελεί μια Ιουδαϊκή αίρεση, στις συνειδήσεις των πιστών
διαμορφώθηκε η πίστη πως αποτελούσαν μια νέα θρησκευτική κοινότητα, ένα νέο
Ισραήλ δηλαδή ένα νέο λαό που θα πραγμάτωνε τις υποσχέσεις του Θεού. Γι’ αυτό
ευθύς αμέσως αναζητήθηκε ένας νέος λειτουργικός χώρος εκτός του Ισραηλιτικού
Ναού και της συναγωγής, μέσα στον οποίο θα συνεπήγνυτο η Εκκλησία με την σύναξη
αυτών που πίστευαν στον Χριστό, μέσω της αόρατης παρουσίας αυτού. Πρότυπο
αποτέλεσε η συνάθροιση του Χριστού με τους μαθητές του, προ του Πάθους του κατά
τη διάρκεια του λεγόμενου μυστικού δείπνου. Έτσι οι πιστοί συγκεντρώνονταν σε
ιδιωτικούς χριστιανικούς οίκους, τους λεγόμενους «κατ’ οίκον εκκλησίες» ή
«Κυριακά», επειδή ήταν αφιερωμένα στον Κύριο. Αποκλειστικός σκοπός της
συνάθροισης αυτής ήταν η πραγμάτωση της εντολής του Κυρίου, σύμφωνα με όσα είχε
τελέσει αυτός δια του μυστηρίου της θείας ευχαριστίας η οποία καλείτο «κλάσις
του άρτου» ή «Κυριακό δείπνο» και το οποίο αποτελούσε την έκφραση αλλά και το
μέσο της ενότητας της Εκκλησίας αφού οι πιστοί λαμβάνοντας το σώμα και το αίμα
του Κυρίου (το ψωμί και το κρασί), ενώνονταν μεταξύ τους και με τον Κύριο. Η
συνάθροιση αυτή λάμβανε χώρα τις βραδινές ώρες σε συνδυασμό με τα κοινά δείπνα
τις «αγάπες», όπως είχε συμβεί και στον μυστικό δείπνο. Μετά το τέλος του
φαγητού, «μετά το δειπνήσαι», ευλογούνταν το ψωμί και το ποτήρι με το κρασί από
τον επικεφαλής (προεστώτα) της
συνάθροισης και κοινωνούσαν όλοι από τα ευχαριστιακά είδη δηλαδή από το σώμα
και το αίμα του Κυρίου. Πριν από την τέλεση της θείας ευχαριστίας πιθανώς να
προηγείτο ο ασπασμός της αγάπης και της συμφιλίωσης, σύμφωνα με όσα είχε
παραγγείλει ο Κύριος στην «επί του όρους ομιλία του», τους γνωστούς
«Μακαρισμούς» που μας διασώζει ο ευαγγελιστής Ματθαίος: «Εάν, όταν προσφέρεις το δώρο σου στο θυσιαστήριο, θυμηθείς πως ο
αδελφός σου έχει κάτι εναντίον σου, τότε άφησε το δώρο σου και πήγαινε πρώτα να
συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και τότε έλα να προσφέρεις το δώρο σου»
Ματθαίος 5:23. Οι συμμετέχοντες πιστοί, από την στιγμή που δεν έχει παγιωθεί
ακόμη η σημερινή μορφή της λατρείας, πριν από την τέλεση της θείας ευχαριστίας,
έψαλλαν ψαλμούς από την Παλαιά Διαθήκη ή χρησιμοποιούσαν αυτοσχέδιους ύμνους,
διάβαζαν μεγαλοφώνως περικοπές (κομμάτια) από την Παλαιά Διαθήκη και από τις
επιστολές των αποστόλων και τέλος γίνονταν ομιλία κατά το πρότυπο της λατρείας
της συναγωγής. Με άλλα λόγια η χριστιανική συνάθροιση συνένωνε στοιχεία από την
λατρείας των συναγωγών με τα Πασχάλια Ιουδαϊκά δείπνα.
Στις συναθροίσεις
αυτές συμμετείχαν όλοι οι βαπτισμένοι πιστοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά,
χωρίς κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ πλουσίων και φτωχών: «Εάν μπει στη συνάθροιση σας άνθρωπος με χρυσό δαχτυλίδι και ωραία
ντυμένος και μπει επίσης ένας πτωχός με λερωμένα ρούχα …» Ιακώβου 2:2 – 3.
Οι γυναίκες όφειλαν, κατά τον απόστολο Παύλο, να καλύπτουν την κεφαλή τους: «Και κάθε γυναίκα που προσεύχεται ή
προφητεύει με ακάλυπτη την κεφαλή, ντροπιάζει την κεφαλή της. Αυτό είναι ένα
και το αυτό πράγμα με μια ξυρισμένη» 1 Κορινθίους 11:5, να μη μιλάνε και να
μην ρωτάνε στις συνάξεις: «Και εάν θέλουν
να μάθουν κάτι, ας ερωτούν τον άνδρα τους στο σπίτι, διότι είναι ντροπή για τις
γυναίκες να μιλούν στην εκκλησία» 1 Κορινθίους 14:35. Οι άνδρες
προσεύχονταν με ακάλυπτη την κεφαλή: «Κάθε
άνδρας που προσεύχεται ή προφητεύει με σκεπασμένη τη κεφαλή του, ντροπιάζει την
κεφαλή του» 1 Κορινθίους 11:5, και σηκώνοντας ψηλά τα χέρια: «Θέλω λοιπόν να προσεύχονται οι άνδρες σε
κάθε τόπο, υψώνοντας χέρια άγια, χωρίς οργή και αμφιβολία» 1 Τιμόθεου 2:8.
Ως στάση προσευχής προτιμούσαν την όρθια. Γονάτιζαν μόνο σε περίπτωση που
κάποιος ήθελε να απευθύνει στον Θεό θερμότερη προσευχή: «Ο Πέτρος τους έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε» Πράξεις
9:40.
Ένα ιδιαίτερο
χαρακτηριστικό της λατρείας της αποστολικής εποχής ήταν η συμμετοχή σ’ αυτή
πιστών που είχαν διάφορα χαρίσματα γι’ αυτό και αποκαλούνταν χαρισματούχοι.
Όμως πολλές φορές κάποιοι από αυτούς με τις προσευχές, τις διδαχές, τους ύμνους
και την ομιλία σε κατάσταση έκστασης διαφόρων «γλωσσών», γίνονταν αιτία να
προκαλούνται αταξίες στις συνάξεις. Γι’ αυτό το λόγο ο απόστολος Παύλος, για να
περιορίσει τις ακρότητες αυτές παραγγέλνει ώστε όλα να γίνονται με τάξη για να
οικοδομείται ορθά το εκκλησίασμα. Όλο το 14ο κεφάλαιο από την Πρώτη
προς Κορινθίους επιστολή του, ασχολείται ακριβώς με αυτές τις ακρότητες και
ιδιαίτερα με την ομιλία σε κατάσταση έκστασης διαφόρων «γλωσσών». Μάλιστα σε
κάποιο σημείο του κεφαλαίου αυτού καυτηριάζοντας την παραπάνω συμπεριφορά,
λέει, πως αν μπει κάποιος που είναι άσχετος με τις χριστιανικές συνάξεις και
τους δει να μιλάνε διάφορες γλώσσες λέγοντας ακατάληπτα πράγματα θα τους
περάσει για τρελούς.
Οι ψαλμοί και
οι ύμνοι ψάλλονταν όχι από μερικά άτομα
επιφορτισμένα γι’ αυτό το σκοπό όπως γίνεται σήμερα, αλλά από όλους τους
πιστούς με «ένα στόμα»: «Όλοι μαζί με μια
ψυχή και με ένα στόμα να δοξάζετε τον Θεό τον και Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού
Χριστού» Ρωμαίους 15:6. Οι ευχές λέγονταν από τον επικεφαλής της σύναξης σε
γλώσσα καταληπτή και οι πιστοί απαντούσαν με την εβραϊκή λέξη «Αμήν» που
σημαίνει «γένοιτο, ας γίνει»: «Διότι εάν
με το πνεύμα δοξολογείς τον Θεό, τότε πως εκείνος που κατέχει την θέση του
απλοϊκού θα πει το Αμήν δια την ευχαριστία σου, αφού δεν ξέρει τι λέγεις;»
1 Κορινθίους 14:16. Λειτουργικά βιβλία, εκτός από την Αγία Γραφή δεν υπήρχαν
και οι ευχές λέγονταν από στήθους με βάση διάγραμμα γνωστό από την προφορική
παράδοση: «Διότι εγώ παρέλαβα από τον
Κύριο ότι και σας παρέδωσα. Ότι ο Κύριος κατά την νύχτα που θα παρεδίδετο,
έλαβε τον άρτο και αφού ανέπεμψε ευχαριστίες, τον έκοψε και είπε: “Λάβετε
φάγετε, τούτο είναι το σώμα μου, το οποίο τεμαχίζετε για σας. Αυτό να το κάνετε
σε ανάμνησή μου.” Επίσης πήρε και το ποτήρι, μετά το δείπνο, και είπε: “Αυτό το
ποτήρι είναι η νέα διαθήκη σφραγισμένη με το αίμα μου. Αυτό να κάνετε κάθε φορά
που το πίνετε σε ανάμνησή μου ”» 1 Κορινθίους 11:23 – 26.
Στα βιβλία της
Καινής Διαθήκης διασώθηκαν και κάποιες λειτουργικές ευλογίες ή αναφωνήσεις,
όπως «Αμήν», «Αλληλούια» που σημαίνει «Αινείτε τον Κύριο», «Μαράν Αθά» που
σημαίνει «Κύριε έρχου», «Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού» σε διαφορετικούς
τύπους, «Τω Θεώ η Χάρις», «Ευλογητός ο Θεός …», «Χάρις υμίν και ειρήνη …»
κ.λ.π. Όλες οι παραπάνω εκφράσεις προέρχονται πιθανότατα από την λατρεία της
Εκκλησίας. Ομοίως και κάποιοι ύμνοι που βρίσκονται στα βιβλία της Καινής
Διαθήκης πιθανόν να προέρχονται και αυτοί από την λειτουργική πράξη της
Εκκλησίας. Ένας από τους πιο αντιπροσωπευτικούς ύμνους είναι και αυτός που
βρίσκεται στην προς Φιλιππησίους επιστολή του αποστόλου Παύλου. Τον παραθέτουμε
ευθύς αμέσως και στο αρχαίο κείμενο αλλά και στην νεοελληνική μετάφρασή του:
«Τούτο γαρ φρονείσθω εν υμίν ο και εν
Χριστώ Ιησού, ος εν μορφή Θεού υπάρχων
ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το είναι ίσα Θεώ, αλλ' εαυτόν εκένωσε μορφήν δούλου λαβών,
εν ομοιώματι ανθρώπων γενόμενος, και σχήματι ευρεθείς ως άνθρωπος εταπείνωσεν
εαυτόν γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. διο και ο Θεός
αυτόν υπερύψωσε και εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω
ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων
και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα εξομολογήσηται ότι Κυριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού πατρός.» Φιλιππησίους 2:5 – 11.
Νεοελληνική απόδοση:
«Ας επικρατεί μεταξύ σας το ίδιο
φρόνημα, το οποίον υπήρχε και εις τον Χριστόν Ιησού, ο οποίος, αν και είχε θεϊκή
ύπαρξη, δεν θεώρησε το ότι ήταν ίσος προς τον Θεό σαν κάτι προς αρπαγμόν, αλλ’
εκένωσε τον εαυτόν του λαβών μορφή δούλου, γενόμενος όμοιος προς τους
ανθρώπους, και, αφού κατά το σχήμα ευρέθηκε ως άνθρωπος, ταπείνωσε τον εαυτόν
του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου και μάλιστα θανάτου σταυρικού. Δια τούτο
και ο Θεός τον υπερύψωσε και του χάρισε όνομα το ανώτερο από κάθε όνομα, ώστε,
εις το όνομα του Ιησού, να κάμψη κάθε γόνυ των επουρανίων και των επιγείων και
των καταχθονίων, και κάθε γλώσσα να ομολογήσει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι
Κύριος εις δόξα του Θεού Πατρός.» Φιλιππησίους 2:5 – 11.
Εκτός από τον
παραπάνω ύμνο, παρόμοιοι ύμνοι ανευρίσκονται και στις παρακάτω περικοπές της
Καινής Διαθήκης: 1 Τιμόθεο 3:16, 1 Πέτρου 3:18 – 22, Αποκάλυψη 4:8 – 11, 5:8 –
14, 11:15 – 17.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.
Ιωάννης Φουντούλης: Λειτουργική2. Βασίλης Στεφανίδης: Εκκλησιαστική Ιστορία
3. Αγία Γραφή, Ελληνική Βιβλική Εταιρία
4. Καινή Διαθήκη, Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.