Του «Ερευνητή»
Στο καινούργιο βιβλίο του Ιωάννη Πλεξίδα (δρ φιλοσοφίας και θεολογίας) με τίτλο, «Η
ανθρωπολογία του κακού, μία ανάγνωση του Γρηγορίου Νύσσης» που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Λογείον» και το οποίο ανατυπώθηκε μέσα σε λίγους μήνες,
επιχειρείται μία προσπάθεια ερμηνείας, κατανόησης και φωτισμού του προβλήματος
του κακού στη θεολογική και φιλοσοφική σκέψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης...
Ο συγγραφέας του βιβλίου, ο οποίος μελέτησε ενδελεχώς τη
σκέψη του Νύσσης, όπως φαίνεται από την πληθώρα των αναφορών στο έργο του ιερού
Πατρός, θεωρεί πώς η αγαθότητα του Θεού και η παντοδυναμία Του, για τον
Γρηγόριο Νύσσης, είναι ασυμβίβαστες με την ύπαρξη του κακού στον κόσμο. Γι’
αυτό άλλωστε, όπως και ο ίδιος αναφέρει στην εργασία του, ο Μ. Βασίλειος,
αδερφός του Γρηγορίου Νύσσης, είχε χαρακτηρίσει το κακό «πολυθρύλητο ζήτημα»
(σ. 60). Πώς μπορεί, επομένως, να δικαιολογηθεί η άπειρη αγαθότητα του Θεού με
την παρουσία του κακού στον κόσμο; Από πού προέρχεται το κακό; Σε αυτά τα
ερωτήματα προσπαθεί να απαντήσει ο συγγραφέας έχοντας ως αρωγό του τη σκέψη του
Γρηγορίου Νύσσης.
Ο συγγραφέας θα παρουσιάσει και θα αναλύσει τη σκέψη του
αγίου Γρηγορίου Νύσσης πάνω στο συγκεκριμένο πρόβλημα, καθώς ο Νύσσης είναι
εκείνος ο Πατέρας της Εκκλησίας που αναλύει συστηματικά το πρόβλημα του κακού
στο έργο του, η σκέψη του έχει επηρεάσει πολλούς μεταγενέστερους θεολόγους, ενώ
βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με την προηγούμενη θεολογική και φιλοσοφική σκέψη
—κυρίως την πλατωνική― και, επίσης, είναι εκείνος που έχει χαρακτηριστεί ως ο
«φιλοσοφικώτερος» των Πατέρων και «Πατήρ Πατέρων» (Επειδή ο Νύσσης ήταν εκείνος
που με τη συμμετοχή του στη Β’ Οικουμενική Σύνοδο κατατρόπωσε τους Αρειανούς).
Το βιβλίο χωρίζεται σε τέσσερα βασικά κεφάλαια, τα οποία
υποδιαιρούνται σε αρκετά υποκεφάλαια, ενώ υπάρχει ο πρόλογος, ο επίλογος και
μία αναλυτική εισαγωγή του ψυχιάτρου Δημήτριου Γερούκαλη, ο οποίος παρουσιάζει
το πρόβλημα του κακού με βάση την Ορθόδοξη διδασκαλία περί προσώπου.
Στην εισαγωγή (σσ. 19-32) ο συγγραφέας εξηγεί γιατί
επέλεξε να μελετήσει τον Γρηγόριο Νύσσης. Παρουσιάζει τη θέση του Νύσσης στην
Ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, τη σχέση του με τη φιλοσοφία (κυρίως την
πλατωνική, αλλά και την κριτική του στον Αριστοτέλη), την επίδραση που άσκησε
σε μεταγενέστερους θεολόγους τόσο της Ορθόδοξης Εκκλησίας όσο και της Δυτικής
Εκκλησίας, αλλά και το ενδεχόμενο άνοιγμα της σκέψης του Νύσσης στη σύγχρονη
φιλοσοφική σκέψη καθώς και τον διάλογο που μπορεί να επιτευχθεί μεταξύ
φιλοσοφίας και θεολογίας με αφορμή τα κείμενά του. Επιπλέον, παρουσιάζεται η
μέθοδος της έρευνας των πηγών που ακολούθησε ο συγγραφέας.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, το οποίο έχει τίτλο «Η παρουσία του κακού στον χώρο του
υπερβατικού» (σσ. 33-66), ο συγγραφέας θέτει το ερώτημα αν το κακό μπορεί
να προέρχεται από τον πανάγαθο Θεό και αν μπορεί το κακό να υφίσταται στον
τρόπο ύπαρξης του Τριαδικού Θεού. Ο συγγραφέας θέτει ως βασική προϋπόθεση,
προκειμένου να απαντηθεί το ερώτημα για το κακό, τη θεολογική διάκριση μεταξύ
κτιστού και ακτίστου (σσ. 33-36/σ. 33: «Η
κατηγορηματική απόφανση που διέπει το σύνολο έργο του Γρηγορίου Νύσσης…
είναι η διάκριση των όντων σε κτιστά και άκτιστα»). Είναι σημαντικό
να πούμε ότι η θεολογική αυτή διαφορά δεν αποτελεί μία ακόμη διάκριση μεταξύ
των όντων, αλλά πρόκειται για δύο ριζικά αντίθετους τρόπους ύπαρξης: την
άκτιστη Τριάδα και την κτιστή δημιουργία. Δύο αντίθετοι τρόποι ύπαρξης, που
ωστόσο δεν είναι ανεπικοινώνητοι, καθώς το κτιστό μετέχει στο άκτιστο μέσω των
θεϊκών ενεργειών (σ. 35). Ο συγγραφέας θα αναφερθεί στα κατηγορήματα του
ανθρώπινου τρόπου ύπαρξης και στο αν αυτά τα κατηγορήματα μπορούν να
εφαρμοστούν στον θεϊκό τρόπο ύπαρξης. Θα υποστηρίξει ότι η κατηγορία της ουσίας
υπάρχει στον Θεό, αν και με διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι στους ανθρώπους
(σσ.37-43/σσ. 38-39: «Θα υποστηρίξει ο
Γρηγόριος ότι στον Θεό εφαρμόζεται η κατηγορία της ουσίας… η οποία, βέβαια, δεν
μπορεί να είναι μία από τις ουσίες της φύσης, δοθέντος ότι ο Θεός βρίσκεται
επέκεινα κάθε άλλης φύσης»). Τα υπόλοιπα κατηγορήματα της ανθρώπινης
ύπαρξης (χρόνος, τόπος, ποιότητες, κείσθαι, κ.ά.) δεν υφίστανται στον τριαδικό
τρόπο ύπαρξης (σσ. 44-54/σ. 45: «Στον
χώρο του ακτίστου δεν υπάρχει καμία από τις ιδιότητες που προσδιορίζουν και
χαρακτηρίζουν την κτιστή φύση»). Παρουσιάζοντας την απάντηση του Νύσσης, ο
συγγραφέας του βιβλίου είναι κατηγορηματικός: Δεν μπορεί να υπάρχει το κακό
στον αγαθό Θεό ως ιδιότητά Του, επειδή ο Θεός δεν μπορεί να είναι δημιουργός
του κακού. Η αγαθότητα του Θεού δεν είναι συμβεβηκός, δεν είναι δηλαδή κάτι που
εμφανίζεται και χάνεται (Όπως π.χ. ο θυμός στους ανθρώπους, που μπορούν να
θυμώνουν και μετά να αγαπάνε). Πιο απλά, ο Θεός είναι πάντα και μόνο αγαθός. Η
αγαθότητα του Θεού δεν είναι ποιότητα, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, αλλά
αναφέρεται στην υποστατική πραγματικότητα του Θεού. Ο Θεός ΕΙΝΑΙ αγαθός.
Εξάλλου, η παρουσία των συμβεβηκότων στον Θεό, θα σήμαινε ότι ο Θεός είναι
τρεπτός, αλλοιούμενος, κάτι το οποίο είναι αδύνατον. Επισημαίνουμε και το ΜΟΝΟ
αγαθός, γιατί αν στον Θεό, σύμφωνα με τον Νύσσης, υπήρχε αγαθότητα και κακία, τότε
ο Θεός θα ήταν σύνθετος κι όχι απλός, γεγονός το οποίο θα οδηγούσε σε αφανισμό
του Θεού, καθώς ό,τι σύνθετο διαλύεται. Το αγαθό, λοιπόν, υπάρχει στον Θεό
«φύσει» και όχι «θέσει», όπως συμβαίνει στους ανθρώπους.
Στη συνέχεια (σσ. 60-66) ο συγγραφέας θα αναρωτηθεί:
Εφόσον τον κακό δεν υπάρχει στην ενδοθεϊκή πραγματικότητα, δεν αποτελεί
κατηγόρημα της ύπαρξης του Θεού για τους λόγους που είδαμε, μήπως υπάρχει μία
άλλη θεότητα, ένας δεύτερος θεός που δημιουργεί το κακό; Μία άλλη θεϊκή
πραγματικότητα που είναι ισόθεη και δρα αντίθετα στην αγαθότητα του Θεού; Εδώ ο
συγγραφέας ακολουθεί πιστά και παρουσιάζει την κριτική του Νύσσης στους
Μανιχαίους και στην άποψή τους ότι υπάρχει ένας δεύτερος Θεός, ένας Θεός
δημιουργός του κακού. Για τον Νύσσης η απάντηση είναι απλή: Δεν υπάρχει
δεύτερος Θεός, γιατί πολύ απλά θα είχαμε διαρχία και όχι μοναρχία. Θα
καταργούνταν ο ένας και μοναδικό Θεός. Δεν θα υπήρχε δηλαδή ένας Θεός, αλλά
δύο. Ο Νύσσης, σύμφωνα με τον συγγραφέα, δικαιολογεί τους Μανιχαίους λέγοντας
ότι οδηγήθηκαν στη διαρχία γιατί δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν πώς εμφανίζεται το
κακό στον κόσμο και θέλησαν με τη δημιουργία ενός δεύτερου Θεού να απαλλάξουν
τον αγαθό Θεό από την ύπαρξη του κακού. Παράλληλα, στο συγκεκριμένο
υποκεφάλαιο, ο συγγραφέας εξηγεί πώς, για τον Γρηγόριο Νύσσης, η Τριάδα δεν
σημαίνει διαίρεση, χωρισμό ή σχάση, πώς δηλαδή μπορεί να ισχύει η παράδοξη
σχέση 3=1 (Τρία πρόσωπα, ένας Θεός/σσ. 64-65: «Η τριάδα των υποστάσεων δεν αναιρεί την ενότητα της θεϊκής ουσίας ούτε
εμφαίνει κάποια διαφορά ουσίας»). Κλείνοντας το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου
ο συγγραφέας μας λέει ότι αποκλείστηκε το ενδεχόμενο της ύπαρξης του κακού στον
χώρο του υπερβατικού τόσο ως κατηγόρημα του Θεού όσο και ως υποστασιοποιημένη
μεταφυσική αρχή, ως δεύτερος δηλαδή «κακός» Θεός.
Το αρχικό ερώτημα που έχει τεθεί, ωστόσο, έχει μείνει
αναπάντητο. Πώς δημιουργείται το κακό; Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, με
τίτλο «Η παρουσία του κακού στον χώρο
της εμμένειας» (σσ. 67-112), ο συγγραφέας παρουσιάζει τον τρόπο με τον
οποίο ο άνθρωπος, σύμφωνα πάντα με τον Νύσσης, μέσα από την ελευθερία του και
το αυτεξούσιο, δημιουργεί το κακό. Για τον Νύσσης ο άνθρωπος είναι εκείνος που
δημιουργεί το κακό, εκείνος που φέρνει το κακό στον κόσμο. Ο άνθρωπος πράττει
το κακό όχι γιατί είναι από τη φύση του κακός (αυτό δεν μπορεί να ισχύει γιατί
είναι δημιούργημα ενός πανάγαθου Θεού), αλλά επειδή αδυνατεί να διακρίνει και
να επιλέξει το καλό (Οι όροι που χρησιμοποιεί ο Νύσσης είναι «αβουλία»,
«ακρισία» και «απαιδευσία»). Επιπροσθέτως, ο άνθρωπος πράττει το κακό γιατί το
κακό παρουσιάζεται αναμεμιγμένο με το καλό. Αν το κακό παρουσιαζόταν όπως
ακριβώς είναι, θα πει ο Νύσσης, κανείς δεν θα το έπραττε γιατί ο άνθρωπος
δημιουργήθηκε αγαθός (Όπως ο ίδιος ο Νύσσης λέει: «η κακία θα έμενε άπρακτος»/σσ. 97-98). Η διάπραξη του κακού
συνδέεται με την τρεπτότητα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, ως δημιούργημα, είναι
τρεπτός, βρίσκεται σε κίνηση. Μπορεί να κινηθεί είτε προς τον δημιουργό του
είτε προς τον αφανισμό του. Εναπόκειται στην ελευθερία του ανθρώπου να πράξει
το καλό ή το κακό. Σημαντικό ρόλο στη διάπραξη του κακού έχει και ο διάβολος, ο
οποίος φροντίζει να παρουσιάζει το κακό για καλό παραπλανώντας τον άνθρωπο. Οι
αισθήσεις, επίσης, μπερδεύουν τον άνθρωπο και τον κάνουν να στραφεί από τον Θεό
στην ύλη (σ. 99). Έτσι, ο μολυσμός της ύπαρξης δεν είναι φυσικός, αλλά ηθικός.
Πρόκειται για ένα λάθος, για μία εξαπάτηση. Ο άνθρωπος κατά την ουσία του
παραμένει αγαθός. Το κακό, θα πει ο συγγραφέας, είναι ανυπόστατο, ανύπαρκτο.
Θεμελιώνει την ύπαρξή του στην ανυπαρξία. Γι’ αυτό μιλάει για την ανυποστασία
του κακού (σσ. 67-74/σ. 68: «Ό,τι
ονομάζουμε κακό δεν είναι πραγματικότητα ή φύση…»). Πρόκειται για μία
διαβρωτική ύπαρξη που εμφανίζεται όταν αποσύρεται, όταν χάνεται το κακό. Ο
Νύσσης, μάλιστα, θα χρησιμοποιήσει το παράδειγμα του ήλιου και θα πει ότι το
αγαθό χάνεται όπως χάνεται το φως του ήλιου όταν κλείνουμε τα μάτια μας. Έτσι
το βασικό ερώτημα δεν είναι «τι είναι το
κακό;» αλλά «γιατί πράττουμε το
κακό;» Ή, για να το θέσουμε με την ορολογία του Νύσσης, «γιατί κλείνουμε τα μάτια μας στο φως του
ήλιου;» Στο σημείο αυτό η ελευθερία που έχει δοθεί στον άνθρωπο παίζει
βασικό ρόλο. Ο άνθρωπος μπορεί να διαστρέψει και να καταστρέψει την αγαθή
δημιουργία. Το κεφάλαιο κλείνει με μία ερμηνεία της σημασίας του αληθινά αγαθού
και των χαρακτηριστικών που το συνοδεύουν, ταυτίζοντας το αγαθό με τον αληθινά
αγαθό Θεό (σσ. 109-112).
Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο «Η εμφάνεια του κακού: Η ύλη το σώμα και ο
θάνατος» (σσ. 113-174), αναλύεται η παρουσία του κακού στον κόσμο σε τρεις
εκφάνσεις του: την ύλη, το σώμα και τον θάνατο.
Η ύλη (σσ. 113-121), για τον συγγραφέα, ως δημιούργημα
του Θεού, δεν είναι κακή, αλλά αγαθή. Είναι κι αυτή ένα δημιούργημα του Θεού
(Στο συγκεκριμένο σημείο παρουσιάζονται και οι απόψεις του αγίου Ιωάννη του
Δαμασκηνού για την ύλη, από το έργο του «Κατά Μανιχαίων»). Δεν ταυτίζει την ύλη
με το κακό, όπως απροβλημάτιστα θα έκανε ένας νεοπλατωνικός φιλόσοφος. Γι’ αυτό
και ο Νύσσης δεν αρνείται τον κόσμο καθαυτόν, αλλά τη μεταπτωτική
πραγματικότητα όπως αυτή υφίσταται.
Κατ’ ακολουθία, το σώμα του ανθρώπου δεν έχει αρνητικό
περιεχόμενο (σσ. 127-148).
Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο ψυχή ή μόνο σώμα. Ο άνθρωπος
είναι το συναμφότερο. Η άρνηση είτε του σώματος είτε τη ψυχής οδηγεί σε άρνηση
ολόκληρου του ανθρώπου. Το σώμα εικονίζει την ψυχή, ενσαρκώνει τις επιθυμίες
της προαίρεσης. Η συμπεριφορά του σώματος διαμορφώνεται ανάλογα με τη
συμπεριφορά της ψυχής. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να έχουμε ένα σώμα αγαθό όταν
έχουμε μία ψυχή που εικονίζει τον Θεό, ή μπορεί να έχουμε ένα σώμα κακό όταν η
ψυχή είναι στραμμένη στις ηδονές της ύλης. Η στενή σχέση της ψυχής με το σώμα
σύμφωνα με τον Νύσσης φαίνεται ―μεταξύ άλλων― και από τα όνειρα. Το σώμα
λοιπόν, εικονίζει την ψυχή. Ο άνθρωπος είναι ένας και ενιαίος, μία ενιαία
υπαρκτική πραγματικότητα. Δεν είναι μόνο η ψυχή του ούτε μόνο το σώμα του, αλλά
αυτά τα δύο μαζί, σε μία αδιάσπαστη, φυσική ενότητα η οποία ξεπερνάει την όποια
διάσταση και διχοστασία. Γι’ αυτό και η αγιότητα, η οποία είναι η απώτατη
σκοποθεσία της χριστιανικής ηθικής, δεν είναι μία διαδικασία απενσάρκωσης και
εξαΰλωσης, αλλά προϋποθέτει τη σωματικότητα (σ. 136). Το ανθρώπινο σώμα,
επομένως, αξιολογείται θετικά στη σκέψη του Νύσσης.
Ο Νύσσης, ωστόσο, διακρίνει το σώμα από τη σάρκα (σσ.
143-148/Εδώ τόσο ο συγγραφέας όσο και ο Γρηγόριος Νύσσης, ακολουθούν πιστά τον
Απόστολο Παύλο). Η σάρκα είναι το σαρκικό φρόνημα, το εφάμαρτο φρόνημα, η
ανθρώπινη προαίρεση που γεννά την αμαρτία. Γι’ αυτό και το σώμα, όταν
ακολουθήσει τις επιθυμίες του εφάρματου φρονήματος γίνεται σώμα θανάτου. («Βλέπω δὲ ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσίν μου ἀντιστρατευόμενον
τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καὶ αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσίν
μου. Ταλαίπωρος ἐγὼ ἄνθρωπος·
τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώμα-τος
τοῦ θανάτου τούτου;»).
Ο άνθρωπος, για τον Γρηγόριο όπως και για τον Παύλο, μπορεί να ζει «εν σαρκί, αλλά όχι κατά σάρκα». Στο
πλαίσιο αυτής της διάκρισης, ο Γρηγόριος αναλύει και την έννοια των «δερμάτινων χιτώνων» (σ. 147) που
ενδύθηκαν οι πρωτόπλαστοι μετά την έξοδό τους από τον Παράδεισο. Οι δερμάτινοι
χιτώνες, θα υποστηρίξει, δεν είναι το σώμα, αλλά το σαρκικό φρόνημα και οι
αλλαγές που υφίσταται η ανθρώπινη προαίρεση όταν ο άνθρωπος επιλέγει να ζει
ανεξάρτητα και σε αντίθεση με τις επιταγές του Θεού. Σημειώνουμε ότι το
κεφάλαιο για το ανθρώπινο σώμα κατέχει σημαντική θέση στην παρούσα εργασία και
μία σύντομη κριτική στο πλαίσιο της παρόντος άρθρου δεν μπορεί παρά να είναι
ελλιπής. Οι πληροφορίες που δίνει ο συγγραφέας είναι σημαντικές, αφού αναλύει
το θέμα του σώματος στην αρχαία ελληνική σκέψη, τις διαφορές που υπάρχουν με
την πατερική θεολογία, καθώς και τη σημασία της Χριστολογίας στη διδασκαλία
περί σώματος.
Το κεφάλαιο τελειώνει με την ανάλυση του θέματος του
θανάτου στη σκέψη του Νύσσης (σσ. 158-174). Ο θάνατος για τον Νύσσης δεν είναι
φυσικός, δεν ανήκει στην τάξη που όρισε ο Θεός στον κόσμο. Ο θάνατος είναι
συνέπεια της άρνησης του ανθρώπους να υπάρξει σε αρμονία με τον Θεό, είναι συνέπεια
της απόφασης του ανθρώπου να ζήσει αυτόνομα και να διακόψει κάθε σχέση με το
ζωηφόρο μητρικό σώμα. Ο θάνατος είναι τα «οψώνια της αμαρτίας». Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο Νύσσης δεν
αναπτύσσει μία θανατολογία, έναν λόγο περί θανάτου κατά τα φιλοσοφικά πρότυπα,
αλλά με αφορμή τον θάνατο στοχάζεται για τη ζωή. Εξάλλου, ο θάνατος δεν είναι
οριστικός, δεν είναι μόνιμος, γι’ αυτό και ονομάζεται κοίμησις. Θεωρούμε ότι το
κεφάλαιο περί θανάτου προσφέρει μία σύγχρονη θεολογία του θανάτου ή, ορθότερα,
με αφορμή τον θάνατο ο συγγραφέας καταθέτει μερικές σελίδες για μια θεολογία
της ζωής.
Πρέπει να πούμε σε αυτό το σημείο ότι ο συγγραφέας
αφιερώνει ένα κεφάλαιο για να αποδείξει ότι ο Αγγλικανός Επίσκοπος George
Berkeley χρησιμοποίησε τις απόψεις του Νύσσης για να θεμελιώσει τη δική του
περίφημη αϋλοκρατική θεωρία — χωρίς βέβαια να αναφέρει πουθενά τον Νύσσης.
Αξίζει κανείς να δει την αντιπαραβολή των κειμένων, όπως κατατίθενται από τον
συγγραφέα, η οποία δείχνει την ομοιότητα των απόψεων (σσ. 122-127) και το πόσο
ο Νύσσης επηρέασε τον Berkeley.
Στο τέταρτο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο «Ο οριστικός αφανισμός του κακού» (σσ.
175-192) παρουσιάζεται η θεωρία του Νύσσης για την τελική αποκατάσταση των
πάντων και τον οριστικό αφανισμό του κακού. Θεωρία που ο Νύσσης κληρονόμησε από
τον Ωριγένη και την οποία τροποποίησε και εξέλιξε. Ο ίδιος Ο Νύσσης όταν
αναφέρει την Κόλαση, αυτό γίνεται με όρους θεραπείας και ιατρείας. Η Κόλαση για
τον Νύσσης είναι το καθαρτήριο που αποκαθιστά την ανθρώπινη δεκτικότητα και όχι
μία αιώνια τιμωρία. Σύμφωνα με τον Νύσσης ο μόνος αιώνιος είναι ο Θεός.
Σημειώνουμε επίσης ότι ο συγγραφέας επισημαίνει και τον
άληκτο χαρακτήρα της παραδείσιας ευδαιμονίας, αφού στη μελλοντική κατάσταση
ύπαρξης, το αγαθό θα εκπηγάζει ανέκληπτα από τον Θεό. Δεν θα υπάρχει τέλος
δηλαδή στην μακάρια ευδαιμονία. Αυτή η άποψη του Νύσσης έρχεται σε αντίθετη με
την άποψη του Ωριγένη περί κορεσμού του αγαθού. Για τον Νύσσης, υπάρχει μία
συνεχής κίνηση μέσα στο αγαθό, ένα άπλωμα της ύπαρξης, από το οποίο απουσιάζει
κάθε έννοια κορεσμού και κατ’ επέκταση μία νέπα πτώση του ανθρώπου, άποψη την
οποία υποστήριζε ο Ωριγένης (σ. 190).
Επισημαίνουμε ότι ο συγγραφέας δεν παρουσιάζει τη δική
του άποψη για το συγκεκριμένο θέμα, το θέμα της αποκατάστασης των πάντων και
του αφανισμού της κόλασης, αλλά εκθέτει τη σκέψη του Νύσσης καθώς και την
κριτική που έχει ασκηθεί τόσο από θεολόγους όσο κι από φιλοσόφους.
Θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι στο παρόν βιβλίο
παρουσιάζονται μία σειρά από έννοιες της χριστιανικής σκέψης και ηθικής, τις οποίες
δεν μπορούμε να παρουσιάσουμε σε μία σύντομη βιβλιοκριτική. Για παράδειγμα,
παρουσιάζονται οι λειτουργίες της ανθρώπινης ψυχής, η τριμερής διαίρεσή της και
η ενότητα της ψυχής, η σημασία της λογικότητας, η έννοια της άσκησης και
ο ρόλος της στη ζωή του πιστού, η σημασία της φιλοσοφίας όχι ως θεωρητική
κατασκευή, αλλά ως καθημερινή άσκηση και άλλα πολλά που κρατούν αμείωτο το
ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Πρέπει να πούμε ότι ο συγγραφέας παράλληλα με τις
απόψεις του Νύσσης παρουσιάζει τις απόψεις πολλών άλλων Πατέρων της Εκκλησίας
(γεγονός το οποίο ενισχύει την περίφημη Consensus Patrum/Συμφωνία Πατέρων).
Συγχρόνως, και θεωρούμε ότι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, φέρνει τον Νύσσης
σε διάλογο με την αρχαία αλλά και τη σύγχρονη φιλοσοφική σκέψη.
Κλείνοντας, θεωρούμε ότι πρόκειται για μία σημαντική
μελέτη που παρουσιάζει με τρόπο συστηματικό και ευανάγνωστο τη θεολογική και
φιλοσοφική σκέψη του αγίου Γρηγορίου Νύσσης και βοηθάει τον αναγνώστη να
κατανοήσει το θεολογικό οικοδόμημα του εν λόγω Πατρός.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.