Ο π. Φιλόθεος
Φάρος είχε την τύχη μετά τις σπουδές του στις Πολιτικές Επιστήμες στην Πάντειο
Σχολή, στα Νομικά στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στη Θεολογία στο Πανεπιστήμιο
Αθηνών, στη Ποιμαντική Ψυχολογία στις Η.Π.Α. και την χειροτονία του ως διακόνου
και πρεσβυτέρου το 1962, να υπηρετήσει ως εφημέριος στις Η.Π.Α. Έτσι του δόθηκε
η δυνατότητα να ξεφύγει από τον επαρχιωτισμό και την ομφαλοσκόπηση που
διακρίνει πολλούς από εμάς, με αποτέλεσμα να θεωρούμε πως το Ελληνικό Έθνος και
η Ελλαδική Εκκλησία είναι τα κέντρα του σύμπαντος και πως τυχόν απώλεια ενός εκ
των δύο θα σημάνει το τέλος του πολιτισμού και της Ορθοδοξίας, παραβλέποντας
πως ούτε πολιτισμό παράγουμε πλέον, ούτε βέβαια είμαστε το μοναδικό Ορθόδοξο
Έθνος...
Ο διαφορετικός αυτός «αέρας» που βίωσε
ο π. Φιλόθεος Φάρος είναι εμφανής στα βιβλία του, τα οποία διακρίνονται για ένα
Χριστιανισμό που «ξεκουράζει», μακριά από τον αποστειρωμένο και υποκριτικό που
βιώνουμε εμείς, αφού πλέον μας ενδιαφέρει ο τύπος και όχι η ουσία. Πέραν τούτου
τα βιβλία του διακρίνονται για την αμεσότητα και την υπηρεσία της αλήθειας
καθώς επίσης και για την καταγγελία της νόθευσης της πίστης και των κακώς
κειμένων στον εκκλησιαστικό χώρο.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να είναι
δυσάρεστος σε πολλούς, ιδιαίτερα στους «οσφυοκάμπτες» και τους παρατρεχάμενους
της εκκλησιαστικής εξουσίας, οι οποίοι για να τον αντιμετωπίσουν καταφεύγουν
στην προσφιλή τακτική τους. Στην συκοφαντία και στην απόδοση διαφόρων
«ταμπελών» στο πρόσωπό του.
Ο τόπος τούτος είναι άλλωστε γνωστός
για την τακτική του αυτή, όταν αρνείται την αλήθεια και δεν μπορεί να
αντιμετωπίσει τον φορέα τής αλήθειας αυτής. Στο μεταεμφυλιακό κράτος και
παρακράτος της δεξιάς, χαρακτηρίζονταν ως κομμουνιστής. Μετά την πτώση της
δικτατορίας που αριστεροφροσύνη έγινε της μόδας, ως φασίστας.
Στο εκκλησιαστικό χώρο υπάρχουν άλλου
είδους ταμπέλες. Η πιο προσφιλής είναι του «αιρετικού» και ιδιαίτερα για τον π.
Φιλόθεο Φάρο ο χαρακτηρισμός ως οπαδού του Νέο – Νικολαϊτισμού. Του
χαρακτηρισμού αυτού, γίναμε και εμείς κοινωνοί, σε σχόλιο ανώνυμο – το οποίο
βέβαια δεν ανεβάσαμε λόγω της πολιτικής που ακολουθούμε στο θέμα αυτό – το
οποίο έγινε στο άρθρο μας «Η στάση του Χριστού απέναντι στον έρωτα», αφού ο
ανώνυμος σχολιαστής χωρίς καν να μπει στον κόπο, να μας υποδείξει το λάθος ή τα
λάθη μας, χαρακτήριζε το άρθρο Νέο – Νικολαΐτικο και τις πηγές μας, που μία από
αυτές ήταν και του π. Φιλόθεου Φάρου, ως Νέο – Νικολαΐτικες.
Στο βιβλίο του «Η Εκκλησία ως σκάνδαλο
και ως σωτηρία», από το οποίο θα παρουσιάσουμε κάποια εκτενή αποσπάσματα, ο π.
Φιλόθεος Φάρος, ασχολείται με αυτό που προκύπτει προφανέστατα και από τον
τίτλο. Πως η Εκκλησία, το δώρο του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου, έχει
παραχαραχθεί και διαστρεβλωθεί ώστε να γίνει ένας οργανισμός με όλα τα στοιχεία
φθοράς και θανάτου του κόσμου, αφού πλέον υπάρχει μέσα της η εξουσιολαγνεία, η
γραφειοκρατία, ο ανταγωνισμός, η συναλλαγή, η ακοινωνησία, η ανωνυμία, η
επίδειξη, με αποτέλεσμα να είναι ένα προκλητικό σκάνδαλο.
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΤΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ ΜΕ ΜΙΚΡΟ ΣΧΟΛΙΑΣΜΟ
Στην αρχή
του βιβλίου του και στις σελίδες 14 – 15 ο π.
Φιλόθεος Φάρος, τονίζει πως η Εκκλησία έπαψε πλέον να είναι «σώμα Χριστού»,
αφού η επινόηση της ενορίας έγινε για κοσμικούς και όχι εκκλησιαστικούς λόγους,
καθαρά για εξυπηρέτηση της διοικητικής μηχανής, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η
ομοψυχία των πιστών. Στιγματίζει και το καινοφανές φαινόμενο, που είναι πολύ
της «μόδας» στους εκκλησιαστικούς κύκλους και ιδιαίτερα τους ευσεβιστικούς, του
πνευματικού:
«Είναι επίσης ατυχές και δεν είναι τυχαίο ότι και σε μας έχει
επικρατήσει ο καινοφανέστατος όρος ενορία που μάλιστα θεωρείται
ιδιαίτερα εκκλησιαστικός, ενώ είναι πέρα για πέρα κοσμικός και επινοήθηκε για
να εξυπηρετεί την κοσμική εξουσία, της οποίας η διοικητική μηχανή χρειάζεται
τον καθορισμό των γεωγραφικών ορίων. Την Εκκλησία την καθορίζει η σύνοδος
εκείνων που την αποτελούν. Είναι δε χαρακτηριστικό της εκπτώσεως από το
εκκλησιαστικό φρόνημα το γεγονός ότι κανείς πλέον δεν λέει ποια είναι η Εκκλησία
του, αλλά ακόμη και οι μοναχοί στα μοναστήρια δεν διανοούνται ποτέ να ρωτήσουν
τους επισκέπτες τους ποια είναι η Εκκλησία τους, αλλά τους ερωτούν ποιος είναι
ο πνευματικός τους. Όταν συνέστηνε όμως ο Παύλος την Φοίβη στην Εκκλησία της
Ρώμης, δεν έγραψε ποιος είναι ο πνευματικός της αλλά έγραψε: “Συνίστημι δε υμίν Φοίβην την αδελφή ημών, ούσαν διάκονον της
εκκλησίας εν Κεγχρεαίς” Ρωμ 16:1.»
Στις σελίδες 27 – 28, δείχνει πότε μια Εκκλησία είναι
όντως Εκκλησία, δηλαδή «σώμα Χριστού». Όταν υπάρχει ενότητα ζωής των μελών της,
όταν βλέπουμε τον άλλο σαν αδελφό, με τον οποίο θέλουμε να μοιραστούμε τα
πάντα:
«Η ενότητα της πίστεως δεν είναι ενότητα ομολογιακή αλλά ενότητα ζωής.
Δεν έχουμε ενότητα της πίστεως με κάποιον μόνο επειδή απαγγέλλουμε ένα κοινό
σύμβολο πίστεως. Αν η πραγματική πίστη δεν είναι μια διανοητική παραδοχή μιας
απόψεως, αλλά γεύση της παρουσίας του Θεού και της βασιλείας του, τότε δεν
είναι δυνατό να έχουμε αυτή την γεύση χωρίς να βιώσουμε βαθειά και ουσιαστική
ενότητα ζωής με όποιον έχει ανάλογη γεύση. Δεν είναι δυνατόν να έχουμε μια
τέτοια γεύση και να μην δούμε τον άλλο ως πραγματικό αδελφό με τον οποίο θα
επιθυμήσουμε να μοιραστούμε τα πάντα.»
Το
αυτονόητο, το οποίο διδάσκεται στα παιδιά της Γ΄ Γυμνασίου αφού υπάρχει στο
βιβλίο των Θρησκευτικών, πως το σώμα της Εκκλησίας αποτελείται από την κεφαλή
που είναι ο Ιησούς Χριστός και τα μέλη που είναι οι κληρικοί και οι λαϊκοί, το
ξεχνούν κάποιοι κληρικοί προτάσσοντας ως κεφαλή τον εαυτό τους. Την επισήμανση
αυτής της παρεκτροπής την βρίσκουμε στην σελίδα 31:
«Από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω γίνεται επίσης απολύτως σαφές ότι τόσο οι
λαϊκοί όσο και οι κληρικοί αποτελούν το σώμα της Εκκλησίας και ότι κεφαλή του
σώματος, δηλαδή της Εκκλησίας, είναι ο Ιησούς Χριστός. Ωστόσο, πρόσφατα, σε μια
χειροτονία ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (σ.σ. εννοεί τον Χριστόδουλο), αναφερόμενος
σε κάποιους που τον αντιπολιτεύονται, είπε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν σέβονται
την κεφαλή της Εκκλησίας, υπονοώντας τον εαυτό του. Κεφαλή της Εκκλησίας της
οποίας προΐσταται ο Αρχιεπίσκοπος είναι τώρα αυτός και όχι ο Ιησούς Χριστός.
Πολλοί επίσκοποι λένε πράγματα που δείχνουν είτε ότι είναι αθεολόγητοι και από
ένα μέτριο πρωτοετή φοιτητή της Θεολογικής σχολής είτε τους αποβλακώνει η
εξουσιολαγνεία τους.»
Στις σελίδες 53 – 54 στηλιτεύεται η εκκοσμίκευση που
επικρατεί στους κόλπους της Εκκλησίας, αφού κάποιοι επίσκοποι μιμούνται
πρακτικές πολιτευτών και βουλευτών προς εξυπηρέτηση γνωστών τους, θεωρώντας μάλιστα πως εκτελούν έτσι το
ποιμαντικό τους καθήκον.
«Πολλοί επίσκοποι π.χ. νομίζουν ότι εκπληρώνουν το ποιμαντικό τους
καθήκον όταν προσπαθούν, κάνοντας χρήση των γνωριμιών τους με υπουργούς και
βουλευτές, να διορίσουν στο Δημόσιο κάποιον άνεργο νέο της επισκοπής τους χωρίς
να συνειδητοποιούν ίσως ότι με αυτή την ενέργειά τους υπονομεύουν καίρια το
εκκλησιαστικό ήθος και υιοθετούν το κοσμικό πνεύμα στη χειρότερη εκδοχή του,
σύμφωνα με το οποίο τα αγαθά τα απολαμβάνουν αυτοί που έχουν γνωριμίες και τα
μέσα. Αυτή δε η “ευσεβής” υιοθέτηση της κοσμικής θηριωδίας φθάνει στο απόγειό
της όταν κάποιοι, συχνά κληρικοί, υπόσχονται π.χ. σε κάποιες μητέρες να
προσευχηθούν για να περάσει το παιδί τους στις εξετάσεις, υπαινισσόμενοι ότι ο
Θεός θα φροντίσει να περάσει το παιδί τους στις εξετάσεις ανεξάρτητα αν έχει το
ίδιο προπαρασκευασθεί αρκετά και ότι ο Θεός φροντίζει να περάσουν στις
εξετάσεις τα παιδιά των οποίων η μητέρα γνωρίζει κάποιον που θα της κάνει τη
χάρη να μεσολαβήσει γι’ αυτά στο Θεό. Έτσι στο όνομα της ευσέβειας εφαρμόζουν
τη θηριωδία του κοσμικού ήθους που ευνοεί το μέσο και το ρουσφέτι και που θέλει
να ευνοούνται μόνο αυτοί που τα διαθέτουν. Αυτά είναι παραδείγματα που δείχνουν
πόσο κυρίαρχο είναι το κοσμικό πνεύμα στο χώρο της Εκκλησίας. Αλλά ο Θεός “αμετάβλητος εστιν και δεν θεραπεύεται
δώροις”.»
Αφού έχει
αναφερθεί πιο πάνω ο π. Φιλόθεος Φάρος, στο τι είναι ακριβώς Εκκλησία, προχωρά στη
σελίδα 73 να δείξει πως δεν είναι Εκκλησία η
δουλοπρέπεια που επιδεικνύουν τα σμήνη των παρατρεχάμενων κληρικών στον κάθε
δεσπότη, ούτε βέβαια πολύ περισσότερο είναι Εκκλησία ο τίτλος του αρχιμανδρίτη
που ελαφρά τη καρδία οικειοποιούνται οι νεαροί κληρικοί, ένας τίτλος που
περιγράφει την βαρύτατη ασκητική ζωή του προεστώτος μιας μοναστικής κοινότητας:
«Δεν είναι Εκκλησία τα σμήνη των καστράτι που τρέχουν δουλόπρεπα γύρω
από το δεσπότη με τους φιλάρεσκα ανεβασμένους βοστρύχους και τις τρεμουλιαστές
καμπύλες για να μεταφέρουν τις βαλίτσες του και να του κουμπώσουν γονατιστοί τα
κουδουνιστά κουμπιά του σάκκου του. (Τι ιδέα κι αυτή να κρεμούν οι επίσκοποι
κουδούνια στα ρούχα τους και τι ανίερα ευτράπελους συνειρμούς φέρνει αυτό στο
νου!) Ούτε είναι Εκκλησία τα σμήνη των νεαρών αρχιμανδριτών, που φέρουν ανίερα
ως τίτλο τον όρο που περιγράφει το ιερώτατο και βαρύτατο λειτούργημα του
προεστώτος μιας μοναστικής κοινότητας, στολισμένοι φιλάρεσκα σαν να είναι
διακοσμητικά, με τα εργαλεία της αυστηρής ασκητικής ζωής, όπως το
επανωκαλύμμαυχο.»
Συνεχίζοντας
ο π. Φιλόθεος Φάρος, στις σελίδες 75 - 77,
αναφέρεται στην σημερινή απουσία της λιτής ενδυμασίας των επισκόπων, η οποία
κάθε άλλο παρά παράδοση είναι η απουσία αυτή, αφού μια απλή ματιά στις
βυζαντινές αγιογραφίες αν ρίξουμε, διαπιστώνουμε, πως η διαφορά στην ενδυμασία του
επισκόπου με τον πρεσβύτερο ήταν ένα απλό ωμοφόριο:
«Επικρατεί η αντίληψη ότι ο τελετουργικός στόμφος με τις μίτρες και τους
σάκκους των επισκόπων και τα χρυσοκέντητα άμφια έχουν την προέλευσή τους στο
Βυζάντιο και ότι επομένως αποτελούν δείγματα βυζαντινού μεγαλείου, αλλά θα
έφθανε να παρατηρήσουμε τη βυζαντινή αγιογραφία για να διαπιστώσουμε ότι στο
Βυζάντιο η μόνη διάκριση μεταξύ ενός πρεσβυτέρου και ενός επισκόπου κατά την
τέλεση της Θείας Λειτουργίας είναι ένα ωμοφόριο, το οποίο μάλιστα ο επίσκοπος
απέβαλλε για την αναφορά, όχι για να φορέσει ένα μικρότερο, όπως συμβαίνει
τώρα, αλλά για να μη διαφέρει καθόλου ως προς την αμφίεση από τους πρεσβυτέρους.
Μέχρι τον ενδέκατο αιώνα τα άμφια των κληρικών στην Ανατολή ήταν λευκά,
λιτά και απλά… Αυτή είναι η εκκλησιαστική παράδοση και όχι οι μπαρόκ και ροκοκό
ταπετσαρίες καναπέδων και τα χρυσοκέντητα βελούδινα τραπεζομάντηλα που
κοστίζουν πολλά εκατομμύρια (σ.σ. εννοεί δραχμές) και με τα οποία, ως άλλοι
βάρβαροι δυνάστες της Άπω Ανατολής, περιβάλλονται οι κληρικοί σήμερα κάνοντας
μια προκλητική επίδειξη φθηνής ματαιοδοξίας και ασελγώντας αναίσχυντα κατά της
απλότητας και πτωχείας του Ιησού Χριστού.
Ούτε είναι βέβαια εκκλησιαστική παράδοση τα αδαμαντοποίκιλτα εγκόλπια
και οι σταυροί ή τα μαργαριτάρια που στολίζουν τις μίτρες των επισκόπων. Δεν
υπάρχει τίποτα το αδαμάντινο στο σταυρό του Χριστού και τίποτε δεν θα μπορούσε
να αποτελέσει μεγαλύτερη ύβρη κατά του σταυρού του Χριστού από το να γίνει ένα
κόσμημα και ένα δείγμα ματαιοδοξίας το σύμβολο της απόλυτης κενώσεως και της
ζωής της ολοκληρωτικής θυσίας.»
Την απουσία
αισθητικής και την υιοθέτηση βαρβαρικής συμπεριφοράς αναδεικνύει ο π. Φιλόθεος
Φάρος, στις σελίδες 77 - 78, και από Ιεράρχες που διακρίνονται για τη
σοφία και τη σοβαρότητά τους, με το να εμφανίζονται ντυμένοι σαν λατέρνες όπως
επί λέξει σημειώνει:
«Είναι θλιβερό ότι άνθρωποι που διακρίνονται για τη σοφία και τη
σοβαρότητά τους προσπαθούν να δικαιολογήσουν αυτή την αξιοθρήνητη έκπτωση της
εκκλησιαστικής ζωής ισχυριζόμενοι ότι με αυτό το βαρβαρικό στόμφο, τα
επιχρυσωμένα σιδερικά και τις ταπετσαρίες οι πιστοί προγεύονται τα έσχατα (ένας
όρος πολύ του συρμού που πλασάρεται ως ορθόδοξος, ενώ είναι εισαγωγής) και το
θείο μεγαλείο. Τι συμβαίνει άραγε ώστε αυτοί οι άνθρωποι να μην αντιλαμβάνονται
ότι με τέτοιες φαιδρότητες αδικούν φοβερά τους εαυτούς τους, αφού και οι πλέον
ανυποψίαστοι, αν δεν συνειδητοποιούν ότι ο Θεός αποκαλύπτει το μεγαλείο του με
την κένωσή του, οπωσδήποτε αισθάνονται ότι έχει μια καλύτερη αισθητική … Είναι
η επιθυμία κάποιων επισκόπων να δικαιολογήσουν την βαρβαρική αισθητική τους και
την ανάγκη τους να στολίζονται σαν λατέρνες αλλά και η επιθυμία τους να
δικαιωθούν για τις επιλογές τους και για το βαρύ τίμημα της υποτέλειας και των
εξευτελισμών που πλήρωσαν για να μπορούν να φορούν αυτό το καπέλλο με τις
χρωματιστές πέτρες … Οι ημέτεροι όμως επιδίδονται σ’ έναν ξέφρενο ανταγωνισμό
επιδείξεως αρχοντοχωριατισμού και βαρβαρικής αισθητικής και φορτώνουν αυτά τα
καπέλλα της αυτοκρατορικής παρακμής που φορούν, με όλο και πιο φανταχτερά
στολίδια.»
Στην σελίδα 113 ο π.
Φιλόθεος Φάρος παρατηρεί πως πολλοί Ιεράρχες σε αντίθεση με το ταπεινό πνεύμα
του Χριστού, αρέσκονται να αποκαλούνται με την επωνυμία «δεσπότης», παρά
επίσκοπος ή πατέρας δείγμα της απολυταρχικής εξουσίας που ασκούν:
«Τέλος είναι πραγματικά αξιοσημείωτο ότι τον Πάπα εξακολουθούν να τον
αποκαλούν πατέρα, ενώ τον επίσκοπο της ανατολικής Εκκλησίας δεν τον αποκαλούμε
ούτε πατέρα ούτε επίσκοπο και καταργώντας οποιοδήποτε ουσιαστικό χρησιμοποιούμε
τα βαρβαρικά υπερθετικά επίθετα, υπολείμματα ρωμαϊκής παρακμής, που αποτελούν
ύβρη για το πνεύμα της ταπεινοφροσύνης και απλότητας, που είναι το πνεύμα του
Χριστού. Ο επίσκοπος της ανατολικής Εκκλησίας δεν θέλει να τον αποκαλούν ούτε
πατέρα ούτε επίσκοπο αλλά δεσπότη και θα αρκούσε αυτό και μόνο για να δείξει
ότι δεν θέλει να είναι ένας εκκλησιαστικός ποιμένας αλλά ένας απολυταρχικός
κοσμικός άρχων.»
Στις σελίδες 114 – 124 ο π. Φιλόθεος Φάρος ασχολείται με το φαινόμενο
των τιτουλάριων επισκόπων, οι οποίοι ως γνωστόν είναι επίσκοποι χωρίς επισκοπή.
Θυμίζουν τους τίτλους ευγενείας του μεσαίωνα τονίζει ο π. Φιλόθεος Φάρος που
πήγαιναν κληρονομικά από πατέρα σε γιο. Σημειώνει επίσης, πως είναι δυνατόν οι
τιτουλάριοι επίσκοποι να είναι επίσκοποι, αφού ομοιάζουν με πατέρες που δεν
έχουν παιδιά:
«Το κύρος του επισκόπου εδράζεται στο γεγονός ότι γίνεται εκφραστής μιας συγκεκριμένης
Εκκλησίας. Αν ο Ιγνάτιος Αντιοχείας τονίζει ότι χωρίς τον επίσκοπο δεν μπορεί
να υπάρξει Εκκλησία και δεν λέει επίσης ότι ούτε ο επίσκοπος μπορεί να υπάρξει
χωρίς Εκκλησία, είναι γιατί στην εποχή του αμφισβητείτο το πρώτο, αλλά ήταν
αυτονόητο το δεύτερο, και η Εκκλησία φυσικά δεν είναι ένας τίτλος. Σε αντίθεση
με την εποχή του Ιγνάτιου Αντιοχείας στην εποχή μας πλεονάζει το φαινόμενο του
χωρίς Εκκλησία επισκόπου, τόσο τυπικά όσο και ουσιαστικά. Τυπικά μεν γιατί
πλεονάζουν οι τιτουλάριοι επίσκοποι, ωσάν η επισκοπική διαδοχή να είναι κάτι
ανάλογο με την διαδοχή στον τίτλο ευγενείας στον μεσαίωνα στη Δύση, για την
οποία αρκούσε η συγγένεια του αίματος που έδινε στο γιο ενός βαρώνου τον τίτλο
του βαρώνου χωρίς να υπάρχει βαρωνία. Η αποστολική διαδοχή είναι διαδοχή σε ένα
λειτούργημα πατρότητας, αλλά δεν μπορεί να υπάρχει πατρότητα χωρίς οικογένεια,
ούτε βέβαια μπορεί η πατρότητα να είναι τίτλος. Πουθενά αλλού εκτός από την
εκκλησιαστική διοίκηση δεν διανοήθηκε κανείς μια τέτοια τερατωδία.
Πάντως, ακόμη και τυπικά, δεν μπορεί να είναι πραγματικός επίσκοπος ο
τιτουλάριος επίσκοπος, αφού δεν έχει Εκκλησία, δεν έχει εκκλησιαστική
οικογένεια, όπως δεν είναι πατέρας εκείνος που δεν έχει οικογένεια και παιδιά.
Αλλά δεν είναι πραγματικός επίσκοπος και εκείνος που τυπικά έχει κατασταθεί
προεστώς μιας Εκκλησίας, όταν στην πράξη δεν λειτουργεί ως πατέρας της
εκκλησιαστικής του οικογένειας, όταν δηλαδή δεν γνωρίζει τα παιδιά του και δεν
μοιράζεται με αυτά τη ζωή του και τη ζωή τους. Υπάρχουν τιτουλάριοι επίσκοποι
οι οποίοι ουδέποτε υπήρξαν ποιμένες είτε ως πρεσβύτεροι είτε ως επίσκοποι,
ποιμαντικά εντελώς άκαπνοι, που εκτός του ότι διατυπώνουν βαθυστόχαστες απόψεις
για το λειτούργημα του επισκόπου με τις οποίες προσπαθούν να ενισχύσουν την
παπική εξουσία και το γόητρο του επισκόπου, δηλαδή το δικό τους, για να
δικαιολογήσουν την κραυγαλέα εκκλησιολογική τους ανωμαλία και την επίσης
κραυγαλέα ασυνέπεια μεταξύ των λόγων τους και των πράξεών τους, ισχυρίζονται
ότι η επί ένα σχεδόν αιώνα ανύπαρκτη πάλαι ποτέ διαλάμψασα επισκοπή τους είναι
εμπερίστατος (σ.σ. εννοεί πως η επισκοπή βρίσκεται κάτω από δύσκολες και
δυσχερείς συνθήκες). Δηλαδή είναι σαν να λέει κάποιος ότι είναι πατέρας επειδή,
αν και δεν γέννησε ή δεν ανέθρεψε κανένα παιδί, με κάποια παρακμιακή διαδικασία
υιοθέτησε το προ αιώνος εκλιπόν τέκνο κάποιου άλλου. Οι εν λόγω επίσκοποι προφανώς
πιστεύουν ότι εκείνοι στους οποίους απευθύνονται είναι ηλίθιοι, είτε ότι δεν
έχουν το σθένος να αντιδράσουν όταν αντιμετωπίζονται ως ηλίθιοι. Συνήθως όμως
δεν συμβαίνει ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά οι περισσότεροι που ακούν αυτές
τις φαιδρότητες, αντιμετωπίζουν αυτούς που τις λένε όπως αντιμετωπίζουν ένα
θλιβερό ανοιακό γέροντα, που έχει κρεμάσει τενεκεδένια παράσημα στο στήθος του
και ισχυρίζεται ότι είναι μεγάλος στρατηγός και πολέμαρχος.»
Με την
απουσία ψυχικής επαφής που παρατηρείται μεταξύ του επισκόπου και του πληρώματος
της Εκκλησίας, ασχολείται ο π. Φιλόθεος Φάρος στις σελίδες
162 – 163 από τον τρόπο διορισμού του
επισκόπου από μια ομάδα επισκόπων. Συνεχίζοντας επισημαίνει πως ο επίσκοπος δεν
είναι δυνατόν να έχει όλα τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, αλλά είναι το
πλήρωμα της Εκκλησίας που έχει τα χαρίσματα αυτά:
«Ουσιαστικά χωρίς Εκκλησία είναι ο επίσκοπος που συνήθως διορίζεται σε
μια τοπική Εκκλησία, χωρίς οιαδήποτε συμμετοχή της σ’ αυτή τη διαδικασία, από
μια ομάδα επισκόπων που δεν έχουν καμιά σχέση με αυτή, καταλαμβάνει δε τη θέση
του προεστώτος της εν λόγω τοπικής Εκκλησίας χωρίς να δημιουργήσει κάποια σχέση
με τα μέλη της, περιβαλλόμενος μόνο από μια ομάδα αυλικών.
Για να είναι επίσκοπος ο επίσκοπος, δεν αρκεί βέβαια να έχει τυπικά
Εκκλησία, αλλά είναι απαραίτητο να έχει Εκκλησία ουσιαστικά, δηλαδή να έχει
ουσιαστική σχέση με το πλήρωμα της Εκκλησίας του και να μπορεί έτσι να είναι
εκφραστής του, γιατί αυτό είναι απαραίτητο για την επισκοπική του υπόσταση.
Κληρικοί που όταν ήσαν πρεσβύτεροι δεινολογούσαν την αναπότρεπτη αυθαιρεσία του
επισκόπου τους, που ήταν εντελώς αποκομμένος από την Εκκλησία της οποίας
προΐστατο και που απεφαίνετο επί παντός θέματος, αγνοώντας και την
πραγματικότητα αλλά και τα πολλαπλά χαρίσματα που η Εκκλησία του διέθετε και
τους φορείς τους, όταν έγιναν επίσκοποι, προκειμένου να στερεώσουν την εξουσία
τους, θυμήθηκαν το «δίχα γνώμης του Επισκόπου» χωρίς να το συμπληρώνουν με το
«δίχα γνώμης της Εκκλησίας». Ασφαλώς δεν μπορεί να γίνεται εκκλησιαστικό έργο
ερήμην του επισκόπου, με την προϋπόθεση όμως ότι ο επίσκοπος εκφράζει την
Εκκλησία του και αξιοποιεί τα πολλαπλά χαρίσματα που υπάρχουν σ’ αυτή. Ο
επίσκοπος δεν είναι φορέας όλων των χαρισμάτων του Αγίου Πνεύματος. Όλα τα
χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος δεν τα έχει ο επίσκοπος αλλά τα έχει η Εκκλησία,
γιατί σε κάποιον «δίδοται λόγος σοφίας, άλλω δε λόγος γνώσεως … άλλω δε
χαρίσματα ιαμάτων … άλλω δε ενεργήματα δυνάμεων, άλλω δε προφητεία, άλλω δε
διακρίσεις πνευμάτων, ετέρω δε γένη γλωσσών, άλλω δε ερμηνεία γλωσσών» (Α΄ Κορ
12,8 – 11). Με απλά λόγια, ο επίσκοπος δεν τα ξέρει όλα. Πολύ συχνά μάλιστα ξέρει
πολύ λίγα, γιατί αν καλείται να ορθοτομεί την αλήθεια της Εκκλησίας, ακόμη και
αυτή την σχολαστική και ακαδημαϊκή θεολογική γνώση των κρατικών θεολογικών
σχολών την κατέχει ελάχιστα, αφού πολύ συχνά παίρνει ακόμη και αυτό το
πανεπιστημιακό του πτυχίο με τρόπους καθόλου ηθικούς και θλιβερά αναξιοπρεπείς.»
Στην σελίδα 172 ο π.
Φιλόθεος Φάρος ασχολείται με την απολυταρχική εξουσία που ασκεί ο επίσκοπος,
καθώς επίσης και την απουσία διαφωνίας του με την εξουσία της Εκκλησίας, διότι
η υποταγή του στον φορέα αυτό, του έχει γίνει δεύτερη φύση, αφού έχει μάθει επί
χρόνια ολόκληρα να σκύβει το κεφάλι, για να αναρριχηθεί στον επισκοπικό θρόνο.
Από αυτό απορρέει και η ανάγκη του να εξευτελίζει τους κατωτέρους του:
«Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πόσο απεριόριστη και
απολυταρχική είναι η εξουσία του επισκόπου και πόσο μπορεί να τρομοκρατεί τον
οποιονδήποτε με μια τέτοια εξουσία, αλλά δεν είναι δύσκολο επίσης να αντιληφθεί
κανείς γιατί οι επίσκοποι και πολλοί κληρικοί αγωνίζονται με τόσο πάθος να
διαφυλάξουν τον εντελώς αντιεκκλησιαστικό εναγκαλισμό του κράτους. Απ’ αυτόν
τον εναγκαλισμό οι κληρικοί εξασφαλίζουν εξουσία, εισόδημα και πελατεία με τους
πολιτειακούς θεσμούς και τα ΜΑΤ.
Πολλοί επίσκοποι, αν τολμούσαν να διαφωνήσουν με την
εξουσία μέσα στην Εκκλησία, δεν θα διακινδύνευαν, αλλά δεν τολμούν, γιατί
λειτουργούν τα ανακλαστικά τους. Γιατί η υποταγή στον φορέα της εκκλησιαστικής
εξουσίας τους έχει γίνει δεύτερη φύση. Μετά από χρόνια εξάσκηση να σκύβουν το
κεφάλι και να προσπαθούν να εξευμενίσουν τους φορείς «εκκλησιαστικής» εξουσίας,
για να εξασφαλίσουν και τη δική τους αναρρίχηση στα πόστα εξουσίας, αλλά ακόμη
και τον επιούσιον. Και μόνο η διαδικασία που προηγείται της εκλογής των
επισκόπων, με τις επί χρόνια για πολλούς υποψήφιους επισκέψεις με
ανατριχιαστικές κολακείες και δώρα στους εκλέκτορες και τους απερίγραπτους
εξευτελισμούς που υφίστανται από τους προϊσταμένους τους, είναι αρκετή για να
κατανοήσει κανείς γιατί έχουν αυτή τη θλιβερή στάση υποτέλειας και γιατί σαν
όλους τους ανθρώπους που τους έχει εξευτελίσει η εξουσία αισθάνονται την ανάγκη
να εξευτελίζουν τους υφισταμένους τους όταν εκείνοι γίνονται εξουσία.» ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Πολύ δυνατό και τολμηρό βιβλίο. Σίγουρα θα είναι το επόμενο, που θα διαβάσω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι μπράβο στον π. Φιλόθεο Φάρο για την άφοβη κριτική του.
Υ.Γ. Κάποιο λινκ ή έστω μια σύντομη εξήγηση του τι ακριβώς σημαίνει "νικολαΐτης";
Εγώ θα σταθώ στην εισαγωγή που την βρήκα υπέροχη:
ΑπάντησηΔιαγραφή"Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα να είναι δυσάρεστος σε πολλούς, ιδιαίτερα στους «οσφυοκάμπτες» και τους παρατρεχάμενους της εκκλησιαστικής εξουσίας, οι οποίοι για να τον αντιμετωπίσουν καταφεύγουν στην προσφιλή τακτική τους. Στην συκοφαντία και στην απόδοση διαφόρων «ταμπελών» στο πρόσωπό του.
Ο τόπος τούτος είναι άλλωστε γνωστός για την τακτική του αυτή, όταν αρνείται την αλήθεια και δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τον φορέα τής αλήθειας αυτής. Στο μεταεμφυλιακό κράτος και παρακράτος της δεξιάς, χαρακτηρίζονταν ως κομμουνιστής. Μετά την πτώση της δικτατορίας που αριστεροφροσύνη έγινε της μόδας, ως φασίστας."
Συγχαρητήρια, κ. Χρήστο, και χρόνια πολλά σε όλους!
με κριτηριο τον αριθμο των σχολιων σε καθε αναρτηση του ιστοτοπου
ΑπάντησηΔιαγραφήσυμπεραινω την ανυπαρξια ενδιαφερονυος απο το κοινο
-το μεν "εκκλησιαστικο" μαλλον γιατι ειναι εκτος του ρευματος οπου ολα καλα στην εκκλησια, βλογουμε τα γενια μας και χορτενουμε ιπταμενες εικονες και θαυματουργους γεροντες
-το δε ευρυτερο δεν ασχολειται με τα "παπαδιστικα" εκφραζοντας το υγιεςκοσμικο φρονιμα.
φιλοτιμος κ τιμιος ο συγγραφεας εχει το παιχνιδι χαμενο απο χερι
γιατι ζει κι αυτος "στον πλανητη της θεολογιας"
ισως ν αναρωτιεται καμια φορα για το τι γινεται στον κοσμο αλλα το παραθυρι που του αφηνει ο χωρος που ζει ειναι πολυ στενο για να δει και ν αναπνευσει
Antonios
Αγαπητέ Antonios ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια. Ο διαχειριστής του παρόντος μπλογκ γνωρίζει πράγματι πως είναι κυνηγός του ουράνιου τόξου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΜετά τιμής
Χρήστος Παλάντζας
διαχειριστής του "Αντιαιρετικός"
Δυστυχώς, ο π. Φιλόθεος Φάρος δεν είναι σωστός σε όλα του τα θέματα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι κριτικές του συχνά γίνονται όχι με βάση το τι η Εκκλησία διδάσκει, αλλά με βάση τη δική του άποψη για το τι η Εκκλησία θα έπρεπε να διδάσκει.
Χτυπητό παράδειγμα τα όσα έχει πει εναντίον του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου, τον οποίο χαρακτηρίζει "σαλεμένο άνθρωπο με έμμονες ιδέες καταδίωξης", και του έργου του. Ταυτόχρονα πιάνεται να αγνοεί βασικές διδασκαλίες της Εκκλησίας σε σχέση με τα πιστεύω άλλων θρησκειών, αφου π.χ. δηλώνει ότι "διαλογισμός και προσευχή είναι το ίδιο πράγμα", γεγονός που αποδεικνύει ότι η κριτική του εναντίον του π. Αντωνίου δεν έχει θεολογική βάση (Για περισσότερες πληροφορίες βλέπε http://www.egolpion.com/alevizopoulos_faros.el.aspx).
Δεν αντιλέγω ότι ο π. Φιλόθεος έχει πει και σωστά πράγματα (τουλάχιστον το συγκεκριμένο άρθρο αυτό δείχνει). Το θέμα είναι ότι δεν είναι σωστό να προβάλλεται μονόπλευρα και κατ' αυτόν τον τρόπο να διαφημίζεται το έργο του, τη στιγμή που υπάρχουν σε αυτό σοβαρά δογμάτικά λάθη, διότι υπάρχει ο κίνδυνος να θεωρήσει κάποιος σωστό το σύνολο των θέσεών του και να παρασυρθεί σε επικίνδυνους δρόμους.
Φιλικά,
Αγωνιστής.
Πραγματικά, δεν κατάλαβα τι θέλει να πει ο Αντώνιος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑν ο αριθμός των σχολίων είναι ενδεικτικός της απήχησης του ιστολογίου, τότε πριν μερικά χρόνια, που το είχε αφήσει ελεύθερο ο κ. Χρήστος να γράφει ο καθένας ό,τι γουστάρει, έστω και αν ήταν άσχετο με το θέμα του εκάστοτε άρθρου, έπρεπε να κάνουμε πάρτι με τα δεκάδες χιλιάδες σχόλια.
Όσον αφορά το μη εκκλησιαστικό κοινό, δεκτή η παρατήρηση, αλλά τι προτείνετε, κ. Αντώνιε; Να βγούμε στο δρόμο και να μοιράζουμε Σκοπιές; Στο μόνο που θα συμφωνήσω είναι ότι το παιχνίδι είναι χαμένο από χέρι. Τουλάχιστον όμως ο Χρήστος, ακόμα και ο π. Φιλόθεος Φάρος (για να γίνω σχετικός θέμα) με τα όποια λάθη τους, χάνουν παλεύοντας, με το κεφάλι ψηλά.
Καλό Τριώδιο!