Ενώ η
παράδοση της Εκκλησίας μας και η Γραφή είναι σαφέστατη για τον Απόστολο Πέτρο
πως ήταν παντρεμένος, αφού στο Μάρκο 1:30 περιγράφεται η θεραπεία της
πεθεράς του από τον Ιησού «Όταν βγήκαν από
την συναγωγή, ήρθαν στο σπίτι του Σίμωνα και του Ανδρέα μαζί με τον Ιάκωβο και
τον Ιωάννη. Η πεθερά του Σίμωνα ήταν κατάκοιτη από πυρετό και αμέσως του μιλούν
γι’ αυτή. Και αφού πλησίασε, την έπιασε από το χέρι και την σήκωσε. Και ο
πυρετός την άφησε και τους υπηρετούσε», μυστήριο καλύπτει τον Απόστολο
Παύλο...
Γιατί ενώ
από την παράδοση της Εκκλησίας μας, αλλά και από μαρτυρία του ίδιου του Παύλου
από την Πρώτη προς Κορινθίους επιστολή του 7:8 «εις τους αγάμους και εις τις χήρες λέγω, ότι είναι καλό γι’ αυτούς να
μείνουν όπως είμαι και εγώ, αλλά αν δεν μπορούν να μείνουν εγκρατείς, ας
παντρευτούν» γνωρίζουμε πως δεν ήταν παντρεμένος, μια αποστροφή του από την
Προς Φιλιππησίους επιστολή δημιουργεί την εντύπωση πως είχε σύζυγο. Γράφει
συγκεκριμένα: «Ναι, παρακαλώ και σένα, γνήσιε
σύζυγε, να τις βοηθήσεις, γιατί συναγωνίσθηκαν μαζί μου στην υπηρεσία του
ευαγγελίου, μαζί με τον Κλήμεντα και τους λοιπούς συνεργάτες μου, των οποίων τα
ονόματα είναι στο βιβλίο της ζωής.» Προς Φιλιππησίους 4:3.
Η αποστροφή
αυτή του Παύλου έκανε ορισμένους εκκλησιαστικούς συγγραφείς, και μάλιστα των
πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού, να ισχυριστούν πως πράγματι ο Παύλος είχε
σύζυγο την οποία όμως δεν έπαιρνε μαζί του, για να μην του είναι εμπόδιο στην
διάδοση του Ευαγγελίου. Αυτό υποστηρίζει μεταξύ άλλων ο ιστορικός της Εκκλησίας
μας Ευσέβιος Καισαρείας (263 – 339 μ.Χ.) στην Εκκλησιαστική του Ιστορία και στο
κεφάλαιο που επιγράφει «Περί των Αποστόλων οι οποίοι έζησαν εγγάμως»
επικαλούμενος τον Κλήμη Αλεξανδρείας (150 – 216 μ.Χ.): «Ο Κλήμης πάντως, του οποίου τους λόγους διαβάσαμε προηγουμένως, στη
συνέχεια προς τα προλεχθέντα για αυτούς που αθετούν τον γάμο αναφέρει τους
Αποστόλους οι οποίοι έζησαν έγγαμοι, λέγοντας· “ή θα αποδοκιμάσουν και τους
Αποστόλους; Διότι ο μεν Πέτρος και ο Φίλιππος γέννησαν παιδιά, ο Φίλιππος
μάλιστα πάντρεψε τις θυγατέρες του, ο δε Παύλος δεν διστάζει σε μια επιστολή
του να απευθυνθεί προς την σύζυγό του την οποία δεν παρελάμβανε μαζί του, χάριν
διευκολύνσεως της υπηρεσίας”». Εκκλησιαστική Ιστορία Γ΄ 30:1.
Την «ίδια
γραμμή» – το ότι δηλαδή ο Παύλος είχε
σύζυγο – με τον Κλήμη Αλεξανδρείας ακολουθεί και ο «πολύς» Ωριγένης (185 – 251 μ.Χ.)στο
έργο του Υπόμνημα στο Ρωμαίους 1:1. Μάλιστα ο Γάλλος συγγραφέας και
φιλόσοφος Ερνέστος Ρενάν (1823 – 1892) ο οποίος αν και πρώην κληρικός συγκρούστηκε
με την Εκκλησία, στο έργο του «Απόστολος Παύλος» προσδιορίζει ως σύζυγο του
Παύλου την Λυδία που πουλούσε πορφύρα στους Φιλίππους της Μακεδονίας, το πρώτο
πρόσωπο της Ελλάδας και της Ευρώπης που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό από τον
Απόστολο Παύλο, όπως περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων 16:9. Γράφει
λοιπόν ο Ρενάν: «Η Λυδία υπήρξεν
αναμφιβόλως ο κυριώτερος δωρητής. Ο Παύλος εδέχετο προθύμως χρήματα από αυτήν
διότι ήξερεν ότι του ήτο αφοσιωμένη. Η γυναίκα δίδει με την καρδιά της· δεν
έχει να φοβηθή κανείς από αυτήν μομφάς ή υστερόβουλον συμφέρον. Ο Παύλος επροτίμα
αναμφιβόλως να οφείλη εις μίαν γυναίκαν (πιθανώς χήραν), περί της οποίας ήτο
βέβαιος, παρά εις άνδρας απέναντι των οποίων θα ήτο ολιγώτερον ανεξάρτητος, αν
είχε λόγους να ευγνωμονή κάπως εις αυτούς. Η απόλυτος αγνότης των χριστιανικών
ηθών απέκλειε κάθε υπόνοιαν. Ίσως, άλλως τε, δεν είναι τολμηρόν να υποθέσωμεν
ότι την Λυδίαν ονομάζει ο Παύλος εις την προς Φιλιππησίους επιστολήν του
“γνήσιε σύζυγε”» Ερνέστος Ρενάν, Παύλος ο Απόστολος των Εθνών, Εκδόσεις
Αναγνωστίδη, Ακαδημίας 71, Αθήνα, σελ. 185 – 186.
Όμως ο
Χρυσόστομος (347 – 407 μ.Χ.) και όλοι οι μετέπειτα ερμηνευτές πατέρες
απορρίπτουν την άποψη αυτή, γιατί βασικά γεννιέται το ερώτημα, αν πρόκειται για
κύριο όνομα ή για συμβολικό χαρακτηρισμό κάποιου προσώπου που βρίσκεται στον
ίδιο ζυγό (συν + ζυγός = σύζυγος) του χριστιανικού καθήκοντος με τον απόστολο.
Ο Χρυσόστομος γράφει στην Ερμηνεία της προς Φιλιππησίους επιστολής πως
πρόκειται για κάποια γυναίκα ή τον άνδρα μιας από τις δύο γυναίκες που
αναφέρονται στον προηγούμενο στίχο της επιστολής δηλαδή της Ευωδίας και της
Συντύχης: «Κάποιοι ισχυρίζονται πως εδώ
παρακαλεί την γυναίκα του λέγοντας, Σύζυγε γνήσιε· αλλά δεν ισχύει αυτό, αλλά
(μιλάει) για κάποια γυναίκα, ή και άνδρα μιας εξ αυτών». Άλλοι ερμηνευτές
πατέρες λέγουν πως μπορεί να πρόκειται για κάποιο αδελφό των παραπάνω γυναικών.
Σημειωτέον,
πως και ο ίδιος ο Ρενάν δέχεται πως μπορεί η έκφραση αυτή να είναι μεταφορική.
Γράφει: «Η έκφραση αύτη, αν θέλετε, είναι
ίσως απλή μεταφορά». Και στην υποσημείωση [1]
που παραπέμπει υποστηρίζει πως υπάρχουν στην Γραφή ανάλογες μεταφορικές
εκφράσεις: «Παραβλ. γνησίω, τέκνω, προς
Τιμόθεον πρώτη, Α΄, Ζ· προς Τίτον Α΄. 4. Ο Παύλος ωνόμαζεν ωσαύτως την μητέρα
του Ρούφου “μητέρα” του (Ρωμαίους ΙΣΤ. 13)». Και συνεχίζει: «Είναι εν τούτοις απολύτως αδύνατον να
συνήψεν ο Παύλος με την αδελφήν αυτήν στενωτέραν ένωσιν. Δεν ημπορούμεν να το
βεβαιώσωμεν. Το μόνο πράγμα που είναι βέβαιον, είναι ότι ο Παύλος δεν έπαιρνε
μαζί του αδελφάς εις τα ταξίδια του. Ολόκληρος εν τούτοις κλάδος της
Εκκλησιαστικής παραδόσεως ισχυρίσθη ότι ήτο έγγαμος» Ερνέστος Ρενάν,
Παύλος ο Απόστολος των Εθνών, Εκδόσεις Αναγνωστίδη, Ακαδημίας 71, Αθήνα, σελ.
185 – 186.
Από τους
νεότερους υπομνηματιστές μερικοί όπως οι Barth, Haupt, Staab, Gnilka, Benoit, Tillmann, Ιωαννίδης κ.ά. δέχονται πως πρόκειται
για κύριο όνομα. Μάλιστα τα δίγλωσσα χειρόγραφα F
και G έχουν
κύριο όνομα: «γνήσιε Γερμανέ σύζυγε»,
προφανώς μεταβάλλοντας σε όνομα το επίθετο germane
της Λατινικής μετάφρασης της Γραφής Vulgata (= Βουλγάτα)
που γράφει germane
compar. Για όσους
πιθανόν έχουν την απορία, πως είναι δυνατόν το ουσιαστικό «σύζυγος» που μάλιστα
γράφεται με μικρό γράμμα μπορεί να είναι κύριο όνομα το οποίο γράφεται με
κεφαλαίο, υπενθυμίζουμε πως η αρχαία Ελληνική γλώσσα την εποχή της Καινής
Διαθήκης γράφονταν με κεφαλαία γράμματα και όχι με μικρά, όπως επικράτησε
πολλούς αιώνες αργότερα.
Το γεγονός
όμως, πως δεν υπάρχουν διασωθέντες μαρτυρίες για την ύπαρξη τέτοιου ονόματος
οδήγησε άλλους στην άποψη ότι με την έκφραση «σύζυγε» χαρακτηρίζει ο Παύλος
κάποιο πολύ οικείο πρόσωπο της εκκλησίας των Φιλίππων που μπορούσε να παίξει
ειρηνευτικό ρόλο στη διαμάχη που είχε ξεσπάσει ανάμεσα στην Ευωδία και την
Συντύχη και έτσι να λυθεί το αναφανέν πρόβλημα της εκκλησίας. Γι’ αυτό προτείνεται
ο Επαφρόδιτος, ο ευαγγελιστής Λουκάς, ο Σίλας, ο Τιμόθεος. Αλλά και οι νεότεροι
μεταφραστές της επιστολής δέχονται το «σύζυγε» ως κάποιο συνεργάτη του
αποστόλου. Άλλωστε και το επίθετο «γνήσιος» που προηγείται, δεν είναι δυνατόν
να προσδιορίζει ένα κύριο όνομα, για την ύπαρξη του οποίου όπως είπαμε δεν
υπάρχουν μαρτυρίες. Πάντως ο Χρυσόστομος αναφέρει πως είτε πρόκειται για κύριο
όνομα ή όχι, δεν έχει και τόση μεγάλη σημασία: «Μερικοί δε λέγουν, πως εκείνο το όνομα Σύζυγε είναι κύριο· πλην όμως
είτε αυτό ισχύει είτε εκείνο δεν έχει τόση σημασία η ακριβολογία, αλλά επειδή
προτρέπει να αναλαμβάνουμε αυτή την προστασία και να νιώθουμε σεβασμό σε πολλές
περιπτώσεις» Ερμηνεία της προς Φιλιππησίους επιστολής.
Το
πιθανότερο ίσως να είναι, ότι ως «σύζυγο» χαρακτηρίζει ο Παύλος κάποιο
χριστιανό της εκκλησίας των Φιλίππων ο οποίος είχε ηγετική θέση, που ανήκε ίσως
στους «επισκόπους και διακόνους» του στίχου 1:1 της επιστολής, και ο οποίος
μπορούσε να παίξει ουσιαστικό ρόλο στη σχέση των δύο γυναικών, οι οποίες έπρεπε
να ξαναβρούν την ομόνοια «εν Κυρίω», γιατί το λαμπρό παρελθόν τους δεν
δικαιολογεί αυτό το δυσάρεστο παρόν· αυτές βοήθησαν τον απόστολο στο
ιεραποστολικό έργο μαζί με τον Κλήμεντα – εξίσου άγνωστο για μας πρόσωπο – και
τους υπόλοιπους συνεργάτες, των οποίων τα ονόματα είχαν γραφτεί στο «βιβλίο της
ζωής».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.