Σελίδες

23 Αυγ 2015

ΕΝΑ ΠΛΑΔΑΡΟ ΚΗΡΥΓΜΑ Ή ΕΝΑ ΔΥΝΑΜΙΚΟ ΚΗΡΥΓΜΑ;


«Τότε επέστρεψαν οι υπηρέτες προς τους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, οι οποίοι τους είπαν, “Γιατί δεν τον φέρατε;”. Αποκρίθηκαν οι υπηρέτες, “Κανείς άνθρωπος δεν μίλησε ποτέ όπως μιλάει αυτός ο άνθρωπος”» Ιωάννης 7:46 – 47.
«Όταν άκουσαν αυτά, συγκινήθηκαν βαθειά και είπαν στον Πέτρο και τους άλλους αποστόλους, “Τι πρέπει να κάνουμε, άνδρες αδελφοί;”. Ο δε Πέτρος τους είπε, “Μετανοήστε και ο καθένας από σας ας βαπτιστεί στο όνομα του Ιησού Χριστού για την συγχώρεση των αμαρτιών σας και θα λάβετε το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος …”. Τότε εκείνοι που δέχτηκαν τον λόγο του με χαρά, βαπτίστηκαν, και προστέθηκαν την ημέρα εκείνη περίπου τρεις χιλιάδες ψυχές» Πράξεις των Αποστόλων 2:37 – 38...
Θαυμασμό προκαλούσε όταν κήρυττε ο Κύριος, με αποτέλεσμα να μαγεύει και να συνεπαίρνει όχι μόνο τα πλήθη, αλλά και τους φρουρούς του Ναού, που είχαν πάει να τον συλλάβουν κατόπιν εντολής των αρχιερέων και των Φαρισαίων.
Ανάλογη δυναμική είχε και το κήρυγμα του απόστολου Πέτρου, που μιλώντας στους Ιουδαίους την ημέρα της Πεντηκοστής, για την Ανάσταση του Χριστού έκανε να βαπτιστούν 3000 άτομα! και να σχηματίσουν την πρώτη Χριστιανική κοινότητα.
Δυστυχώς, για μας σήμερα τους επιγόνους τους τα πράγματα είναι τελείως διαφορετικά.
Διότι, αν κηρύττω σημαίνει αναγγέλλω κάποιο νέο, είναι απαραίτητο να συνειδητοποιήσουμε πως για τους περισσότερους πιστούς δεν υπάρχει στην ουσία κάτι το καινούργιο σε ένα κήρυγμα. Και για να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, κανείς δεν ακούει ένα κήρυγμα ελπίζοντας πως θ’ ακούσει κάτι που δεν το γνωρίζει ήδη. Άλλωστε οι περισσότεροι το θεωρούν μέρος της διαδικασίας της Θείας Λειτουργίας, που πρέπει οπωσδήποτε να γίνει, κάτι σαν «αναγκαίο κακό».
Όλοι μας λίγο – πολύ έχουμε ακούσει για τον Χριστό, τους μαθητές του, τα λόγια του, τα θαύματά του, το θάνατο και την ανάστασή του, στο σπίτι από τους γονείς μας ή τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας, στο σχολείο από τους δασκάλους μας ή τους καθηγητές των Θρησκευτικών, με τόσους διαφορετικούς τρόπους και σχήματα, που δεν περιμένουμε πλέον πως θ’ ακούσουμε κάτι το καινούργιο ή διαφορετικό από τον οποιοδήποτε ιεροκήρυκα.
Ενδεικτικό των παραπάνω για την απώλεια νοήματος που χαρακτηρίζει το κήρυγμα, την έλλειψη διεγερτικής δύναμης που όφειλε να έχει το όνομα του Ιησού Χριστού, αφού αναφέρεται επανειλημμένα, κατά κόρον  και χωρίς λόγο τις περισσότερες φορές, καθώς και η αφόρητη πλήξη που νοιώθουν οι περισσότεροι πιστοί ακούγοντας ένα κήρυγμα, είναι το εξής ευτράπελο που διηγούνται πως συνέβη σε μια σύναξη ενός κατηχητικού σχολείου, όταν ο κατηχητής ρώτησε: «Παιδιά, ποιος ήταν ο εφευρέτης της ατμομηχανής;» Όλοι σώπαιναν μέχρι που ένας μικρός που καθόταν στο πίσω μέρος της αίθουσας σήκωσε το χέρι του και με βαριεστημένη φωνή και απλανές βλέμμα απάντησε: «Υποθέτω πως θα είναι πάλι ο Χριστός»!
Έτσι πολλοί ιεροκήρυκες προσπαθούν να αποσπάσουν την προσοχή των πιστών, με ένα εισαγόμενο «φρούτο» από την Δύση που χρησιμοποιείται υπερβολικά από παπικούς και προτεστάντες ιεροκήρυκες. Και αυτό το «φρούτο» δεν είναι άλλο από την έναρξη ενός κηρύγματος με την διήγηση κάποιου ανεκδότου. Μάταια όμως. Εκτός του ότι ο ομιλητής μπορεί να καταντήσει αξιοθρήνητος, η τεχνική αυτή έχει σχεδόν μηδενικά αποτελέσματα, αφού οι πιστοί ναι μεν μπορεί να δείξουν ενδιαφέρον για ν’ ακούσουν το ανέκδοτο, μετά το πέρας όμως αυτού, ξαναπέφτουν στην «νιρβάνα» τους, κοινώς «γλαρώνουν»!
Άλλοι πάλι ιεροκήρυκες καταφεύγουν σε βερμπαλιστικούς και ηρωικούς λόγους, οι οποίοι μπορεί να αρέσουν στους πιστούς και να τους ενθουσιάζουν προς στιγμής, αλλά μετά να λησμονούνται αμέσως από αυτούς, αφού ήταν κενοί περιεχομένου και νοήματος. Έναν τέτοιου είδους ιεροκήρυκα μας διηγείται ο Χρήστος Γιανναράς στο βιβλίο του «Καταφύγιο Ιδεών»:   
«Όμως ο άνθρωπος που με είχε κυριολεκτικά μαγέψει ήταν ο κατηχητής τους, ο Γεώργιος Παυλίδης. Είχε χάρισμα μοναδικό να ενθουσιάζει τα παιδιά, γι’ αυτό και μάζευε πλήθος ολόκληρο στην Αγία Ζώνη. Μίλαγε κοφτά, με έναν τόνο ηρωικό, πάντα με εικόνες από αναβάσεις σε κορφές βουνών, αετούς που σπαθίζουν τον ορίζοντα, αλυσίδες που σπάνε, φτερά που ξεδιπλώνονται στο φως του ήλιου. Μικροί μεγάλοι κρεμόμασταν από τα χείλη του. Ήταν ένα είδος λατρείας … Εικοσιπέντε χρόνια αργότερα, την εποχή της δικτατορίας των συνταγματαρχών, τον ξανάκουσα να μιλάει στους νέους. Ήταν πια μητροπολίτης και η τηλεόραση μετέδιδε την ομιλία του σε μια μεγάλη γιορτή των Κατηχητικών, στο Παναθηναϊκό Στάδιο: Ο ίδιος ηρωικός τόνος, οι ίδιες απαράλλαχτες φράσεις για τις “ψηλές κορυφές” και τους αετούς που σπάνε τις αλυσίδες για ν’ απλώσουν τα φτερά τους στον ουρανό – απελπιστικά φθαρμένα όλα ύστερα από χρήση εικοσιπέντε χρόνων στα ίδια χείλη. Είχα ένα αίσθημα ναυτίας.»
Ο λόγος του ιεροκήρυκα και ιδιαίτερα του προεστώτος της εκκλησιαστικής σύναξης δεν είναι ρητορικός λόγος που απευθύνεται στις μάζες. Δεν κολακεύει τις μάζες λέγοντάς τους αυτά που θέλουν ν’ ακούσουν. Δεν απενοχοποιεί τις μάζες από την ευθύνη που τους αναλογεί, δεν ανακαλύπτει σκοτεινά κέντρα συνωμοσίας, που θέλουν το κακό μας και τα οποία μας οδήγησαν στην σημερινή οικτρή οικονομική κατάσταση, αλλά φέρνει τις μάζες προ των ευθυνών τους. Τους λέει την αλήθεια όσο πικρή και να είναι. Η αλήθεια όμως πρέπει να ειπωθεί από άτομα που αρθρώνουν προφητικό λόγο.
Κάτι που έκανε ο προφήτης Ιεζεκιήλ, όταν καλέστηκε να απαντήσει στο αγωνιώδες ερώτημα των εξόριστων Ιουδαίων στην Βαβυλώνα, γιατί να πληρώνουν αυτοί για πράξεις που είχαν κάνει οι γονείς τους. Η απάντηση του προφήτη είναι, ότι όλοι είναι υπεύθυνοι. Όλοι μας μαζί και ο καθένας χωριστά. Όλοι έχουμε ευθύνη, γιατί είμαστε μέλη μιας κοινότητας. Η ζωή της κοινότητας, μάς διαμορφώνει, αλλά και εμείς την επηρεάζουμε. Ο κάθε άνθρωπος έχει και ατομική ευθύνη. Δεν παρακολουθεί τα «κοινά» πράγματα παθητικά και μοιρολατρικά, αλλά συμμετέχει σ’ αυτά, γι’ αυτό και «πληρώνει».
Αλλά ο προφητικός λόγος δεν είναι για τον καθένα. Γιατί αυτός που αρθρώνει προφητικό λόγο, αν δεν είναι ασκητής και μάλιστα αυστηρός ασκητής, δηλαδή αυστηρός και σκληρός με τον εαυτό του, τότε ή είναι παλαβός ή παλιάτσος. Ο Χριστός, ως γνωστόν, δεν είχε που την κεφαλή κλείνε και ο Ιωάννης ο Βαπτιστής τρέφονταν με ακρίδες και άγριο μέλι και ήταν ντυμένος με προβιά. Τι λόγος άραγε μπορεί ν’ αρθρωθεί σήμερα, που θα ξεκουράσει τον πιστό, θα μιλήσει στην ψυχή του, θα πάρει πάνω του τα βάρη και τις έγνοιες του, όταν αυτοί που τον εκφέρουν – και δεν εξαιρούμε φυσικά τον εαυτό μας – είναι καλοζωϊσμένοι μικροαστοί; Το μόνο που μπορούμε να περιμένουμε και να ελπίζουμε, είναι να παρουσιαστούν άνθρωποι αρκετά γενναίοι και αρκετά έντιμοι να παραδεχτούν και να ομολογήσουν την δική τους έκπτωση και ίσως τότε θα μπορέσουν να καταλάβουν και να ζήσουν το πόνο και τον καημό του άλλου.  Ίσως τότε τα κηρύγματα να αποκτήσουν νόημα που να στάξουν βάλσαμο στην ψυχή των πιστών.
Κάποιες όμως πρακτικές που μπορούν να βοηθήσουν στο ουσιώδες κήρυγμα μας δίνει ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Τυρολόης και Σερεντίου, Παντελεήμων Ροδόπουλος:
1. Ο κήρυκας οφείλει να μελετά πολύ, όχι μόνο κηρύγματα. Πρέπει να αφομοιώνει αυτά τα οποία μελετά και να πλουτίζεται με νέες ιδέες. Δεν πρέπει να αποστηθίζει ξένα κηρύγματα.
2. Ο κήρυκας οφείλει να επιδιώκει όπως πείσει το ακροατήριο. Γι’ αυτό δεν πρέπει ν’ απευθύνεται μόνο στο νου αλλά και στη καρδιά. Εάν έχει το χάρισμα θα πρέπει να χρησιμοποιεί και καλολογικά στοιχεία, διότι το κήρυγμα δεν πρέπει να είναι ξηρό. Δεν πρέπει όμως να γίνεται κατάχρηση των καλολογικών στοιχείων, ώστε τούτο να αποβαίνει γλυκερό.
3. Ο κήρυκας οφείλει να αποφεύγει τα στεγνά πουριτανικά – προτεσταντικά μοτίβα εις το κήρυγμα. Δεν πρέπει εις το κάθε κήρυγμα να χρησιμοποιείται το ίδιο πάντοτε κλισέ «αμαρτία – θάνατος – κόλαση – μετάνοια – σωτηρία».
4. Ο κήρυκας δεν πρέπει να φοβίζει το ακροατήριο σκόπιμα με τη φωτιά της κόλασης. Αντίθετα θα πρέπει να προβάλει στους ακροατές του την ορθή σχέση μεταξύ Θεού και ανθρώπων, δηλαδή τον Θεό ως Πατέρα και τους ανθρώπους ως παιδιά του. Αυτή είναι λόγου χάρη η εικόνα, την οποία παρουσιάζει σε μας η παραβολή του ασώτου.
5. Το κήρυγμα οφείλει να είναι σύγχρονο.
6. Ο κήρυκας δεν πρέπει να ομιλεί περί πάντων και πασών. Αρκεί η ανάπτυξη μιας ή δύο ιδεών κάθε φορά.
7. Ο χρόνος του κηρύγματος κατά τη Θεία Λειτουργία δεν πρέπει να υπερβαίνει τα 10 – 12 λεπτά της ώρας. Μακρύτερο κήρυγμα κουράζει το ακροατήριο.
8. Ο κήρυκας πρέπει να είναι πεπεισμένος περί εκείνου, το οποίο θέλει να πει.
9. Πρέπει να γνωρίζει τι θα πει, αλλά και πως θα το πει.
10. Ο τρόπος προσφοράς του κηρύγματος αλλά και το περιεχόμενο και οι ιδέες πρέπει να είναι ανάλογες προς το επίπεδο του ακροατηρίου. Αλλιώς θα ομιλήσει λόγου χάρη στο ακροατήριο πόλης και αλλιώς στο ακροατήριο χωριού, αλλιώς στο ακροατήριο μορφωμένων και αλλιώς στο ακροατήριο αμόρφωτων.
11. Οπωσδήποτε η γλώσσα του κηρύγματος πρέπει πάντοτε να είναι απλή, κατανοητή και ζωντανή.
12. Πρέπει να αποφεύγει πολυλογώντας να ομιλεί ευκαίρως, ακαίρως, εκφωνώντας περισσότερα του ενός κηρύγματα σε κάθε λατρευτική συγκέντρωση. 

Βιβλιογραφία
Π. Ροδόπουλος: Μαθήματα Ποιμαντικής
Φ. Φάρος: Η Εκκλησία ως σκάνδαλο και ως σωτηρία
Χρήστος Γιανναράς: «Καταφύγιο Ιδεών» 
 
 
 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.