Το
ιερό ή άγιο μανδήλιο, είναι το πρώτο στη σειρά των λεγόμενων “αχειροποίητων” εικόνων, δηλαδή των
εικόνων εκείνων που καλλιτεχνήθηκαν, χωρίς την παρέμβαση ανθρώπινου παράγοντα
αλλά θείου. Σύμφωνα με το θρύλο, ο βασιλιάς Άβγαρος
τής Οσροηνής (Μεσοποταμίας), έπασχε από νόσημα βαριάς μορφής και ακούγοντας για
τα θαύματα του Χριστού έστειλε επιστολή που τον καλούσε να πάει στην Έδεσσα της Συρίας για να τον θεραπεύσει...
Μεταξύ
αυτών που έστειλε ο Άβγαρος να
κομίσουν την επιστολή στον Χριστό ήταν και ο ζωγράφος Ανανίας, που επιθυμούσε να ζωγραφίσει τον Θεάνθρωπο. Επειδή στάθηκε
αδύνατο να τον ζωγραφίσει, ο Χριστός έπλυνε το πρόσωπό του και το σκούπισε μ’
ένα μαντήλι, στο οποίο αποτυπώθηκαν τα χαρακτηριστικά του.
Το
μαντήλι αυτό στάλθηκε στον βασιλιά μαζί με την επιστολή του Χριστού, που τον
μακάριζε επειδή τον πίστεψε αν και δεν τον είδε, και του έλεγε πως δεν μπορεί
πάει στην Έδεσσα γιατί πρέπει να
τελειώσει το έργο του. Όμως, συμπλήρωνε, πως μετά την Ανάληψή του, θα του
στείλει έναν απόστολο να τον θεραπεύσει, όπως και έγινε στέλνοντας τον απόστολο
Θαδδαίο, ο οποίος και τον θεράπευσε.
Το
άγιο μανδήλιο – ύφασμα με τη μορφή του Χριστού, τεντωμένο πάνω σε σανίδα – κατά
πληροφορίες που μας έρχονται από Βυζαντινούς ιστορικούς μεταφέρθηκε από την Έδεσσα της Συρίας στην Κωνσταντινούπολη
το έτος 944 μ.Χ. και παρέμεινε μέχρι το 1204 μ.Χ., όταν αρπάχτηκε από τους
σταυροφόρους. Ως εικονογραφικό θέμα διαμορφώνεται μεταξύ του 9ου –
11ου αιώνα και απεικονίζει τον Χριστό, έχοντας έκφραση κατηφή και
πένθιμο.
Ο
Ευάγριος ο Σχολαστικός (536 – 594 μ.Χ.)
λόγιος και διανοούμενος του 6ου αιώνα, στο τέταρτο βιβλίο τής Εκκλησιαστικής Ιστορίας που συνέγραψε,
διηγείται ένα θαύμα του αγίου μανδηλίου που συνέβη, κατά την διάρκεια της
πολιορκίας από τον Πέρση βασιλιά Χοσρόη
στην Έδεσσα της Συρίας.
Στο
σημείο αυτό και πριν εκθέσουμε το θαύμα, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε θερμά, την
κυρία Έφη Μουτζουρούφη, όπως επίσης
και τις κυρίες (αλφαβητικά), Γιούλη
Αυγερινάκου, Δήμητρα Καραχάλιου και Ματούλα
Σαμαρά, για την πολύτιμη βοήθεια που μας προσέφεραν, ώστε να μπορέσουμε να αποδώσουμε
στα νεοελληνικά όσο καλύτερα γίνεται, το δύσκολο πράγματι κείμενο τού Ευάγριου του Σχολαστικού.
Ακολουθεί η παράθεση του θαύματος τού αγίου μανδηλίου
“Περιγράφει ο ίδιος ο Προκόπιος για τα γεγονότα
σχετικά με την Έδεσσα και τον Άβγαρο, εξιστορημένα από τους παλιότερους, και ότι
ο Χριστός έστειλε επιστολή στον Άβγαρο˙ έπειτα – περιγράφει – και το πώς σε άλλη
έφοδο για την πολιορκία των Εδεσσηνών, ήταν ο Χοσρόης, αυτός που καυχήθηκε πως
θα δώσει τέλος σ’ αυτά που θρυλούνταν από τους πιστούς, ότι δεν θα μπορούσε
ποτέ η Έδεσσα να καταληφθεί από τους εχθρούς˙ αυτό ακριβώς, δεν έχει
συμπεριληφθεί σε όσα γράφτηκαν από τον Χριστό τον Θεό μας προς τον Άβγαρο, όπως
είναι δυνατόν να αντλήσουν οι φιλομαθείς από αυτά που εξιστορήθηκαν από τον Ευσέβιο
τον γιο τού Παμφίλου, ο οποίος διάβασε την ίδια την επιστολή λέξη προς λέξη. Έτσι
και πιστεύεται και τραγουδιέται από τους πιστούς, δεχόμενοι μέχρι τέλους τα
γεγονότα, πως είναι έργο της πίστεως που προέρχεται από προφητεία.
Διότι
μετά την επίθεση τού Χοσρόη εναντίον της πόλης, αν και πραγματοποίησε αμέτρητες
εφόδους και συγκέντρωσε πολύ χώμα ώστε να υπερκεράσει τα τείχη της πόλης και μηχανεύτηκε
αμέτρητα τεχνάσματα, όμως αποχώρησε άπραγος˙ θα πω δε και γι’ αυτά που έγιναν.
Παρήγγειλε
ο Χοσρόης στους υποτακτικούς του, να συγκεντρώσουν ξυλεία σε μεγάλη ποσότητα,
για να την χρησιμοποιήσουν στην πολιορκία. Επειδή όμως συγκεντρώθηκε
περισσότερη από αυτή που διατάχθηκε, τοποθετώντας την κυκλικά, πρόσθεσε το χώμα
στη μέση, και ήλθε αντιμέτωπος με την πόλη. Και έτσι προσθέτοντας λίγο ακόμη
και ξύλα και χώμα, και πλησιάζοντας στην πόλη, ανέβηκε σε τόσο μεγάλο ύψος ώστε
να ξεπεράσει και το τείχος, ενώ αυτοί που βρίσκονταν πάνω από το δεξιό μέρος,
έριχναν τα βέλη τους κατά του τείχους, σ’ αυτούς που υπεράσπιζαν την πόλη τους.
Επειδή
λοιπόν αυτοί που βρίσκονταν σε πολιορκία, είδαν το ύψωμα κοντά τους, σαν ένα
όρος που βαδίζει να πλησιάζει στην πόλη, και πως είναι πιθανόν οι εχθροί να
εισβάλλουν πεζοί στην πόλη, όταν ξημέρωσε σκαρφίζονται, απέναντι στο ύψωμα, το
οποίο καλείται αγέστα (σ.σ. πολιορκητική
μηχανή κατασκευασμένη από πέτρες και ξύλα) προς χάρη των Ρωμαίων, να κατασκευάσουν διώρυγα κάτω από τη γη, και από
εκεί να βάλουν φωτιά, ώστε αν τα ξύλα καταστραφούν από τη φωτιά, το χώμα θα υποχωρήσει˙
και το έργο πραγματοποιήθηκε.
Αν
και άναψαν φωτιά, δεν πέτυχαν τον σκοπό τους, επειδή η φλόγα δεν είχε διέξοδο,
μέσα από την οποία με την βοήθεια του αέρα να μπορεί να απλωθεί στην καύσιμη
ύλη. Όταν λοιπόν ήλθαν σε τόσο μεγάλη αμηχανία, έφεραν την εικόνα την
δημιουργημένη από τον Θεό, την οποία δεν είχαν κατασκευάσει ανθρώπινα χέρια,
αλλά ο Χριστός ο Θεός είχε στείλει στον Άβγαρο, επειδή ποθούσε να τον δει.
Αυτή
λοιπόν την παναγία εικόνα αφού έφεραν στην διώρυγα που είχαν κατασκευάσει,
γεμίζοντας με νερό (ενν. την διώρυγα) απ’ αυτό το σημείο, το ελευθέρωσαν προς
την πλευρά της φωτιάς και των ξύλων. Και αμέσως, εξαιτίας της πίστης των
ενεργούντων, τους επισκέφτηκε η θεία δύναμη και αυτό το οποίο προηγουμένως ήταν
αδύνατο για εκείνους, κατορθώθηκε, γιατί την ίδια στιγμή τα ξύλα άρπαξαν φωτιά,
και αφού πιο γρήγορα και από τον λόγο απανθρακώθηκαν, την μετέδωσαν στα ξύλα
που βρίσκονταν πιο πάνω και παραδόθηκαν όλα στη φωτιά.” (Migne P.G. 86, 2745 – 2749)
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Κωνσταντίνου
Δ. Καλοκύρη “Πηγαί της Χριστιανικής Αρχαιολογίας, σσ 223 – 225”
2. Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη, λήμμα “Άβγαρος”ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.