Σελίδες

30 Οκτ 2017

ΠΡΟΔΩΣΑ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ ΜΟΥ, ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟ ΜΑΡΤΥΡΑ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ



Της Αντιγόνης


Είμαι η Αντιγόνη, είμαι 26 ετών και εργάζομαι σαν ιδιωτική υπάλληλος σε ένα Ιατρείο, άρα κάθε μέρα έχω πρωί – απόγευμα δουλειά αφού το ωράριό μου είναι σπαστό. Κατάγομαι από την Χαλκίδα αλλά μένω σε ένα χωριό περίπου ένα τέταρτο απόσταση με την συγκοινωνία από το κέντρο της πόλης. Αυτό έχει ως συνέπεια, πως τέσσερις φορές την ημέρα παίρνω αστικό για να μετακινούμαι και να έρχομαι στην δουλειά μου.

Ένα ζεστό βραδάκι του Ιουνίου, καθώς περίμενα το λεωφορείο για να επιστρέψω στο σπίτι μου είδα τον Ανδρέα, που δουλεύει οδηγός σε ένα από τα αστικά. Τα βλέμματά μας συναντήθηκαν και πάγωσαν κυριολεκτικά για αρκετά δευτερόλεπτα. Δεν σας κρύβω, ότι όσες φορές όταν τον έβλεπα αναστατωνόμουν και ένοιωθα ένα ρίγος να με διαπερνά. Ενώ έκανα ένα τσιγάρο – εκείνο το βράδυ – για να χαλαρώσω από την κουραστική μέρα στην δουλειά, έρχεται ο Ανδρέας ξαφνικά από πίσω μου και μου λέει «πέταξε το, το ρημάδι, κακό σου κάνει». «Μια απόλαυση μάς έχει μείνει, ας μην την στερηθούμε και αυτή» του απάντησα. Τότε γυρίζει με κοιτάει πάλι με αυτό το βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις και μου λέει «υπάρχουν και άλλες απολαύσεις στη ζωή, μη συνεχίζεις να κάνεις κακό στον εαυτό σου».
Έμεινε εκεί η συζήτηση εκείνη την ημέρα. Ρωτώντας για τον Ανδρέα έναν άλλο οδηγό, γιατί καλώς ή κακώς χρησιμοποιώντας το αστικό τόσες φορές την ημέρα ήξερα όλους τους οδηγούς, όπως με ξέρανε και αυτοί, αφού ήμουν από τους πιο σταθερούς πελάτες, έμαθα πως ήταν παντρεμένος. Εκεί ζορίστηκα, δεν σας το κρύβω, γιατί για να πω την αλήθεια μού άρεσε σαν άντρας, και αυτό το βλέμμα γεμάτο υποσχέσεις, μου είχε εξιτάρει την φαντασία.
Έκανα καμιά δεκαριά μέρες να τον ξαναδώ στο αστικό, γιατί είχε δική του δουλειά και δεν ήταν κανονικός υπάλληλος, αλλά ερχόταν να βοηθήσει ένα φίλο του. Έτυχε εκείνη την ημέρα το απόγευμα που θα κατέβαινα στην δουλειά μου, να έχει δρομολόγιο στο χωριό μου. Με το που μπήκα μέσα με κοίταξε και εγώ άρχισα να τρέμω, αλλά σκέφτηκα κατευθείαν πως είναι παντρεμένος. Κάθισα ακριβώς μπροστά στην πρώτη θέση και μιλούσα στο τηλέφωνο με την κουμπάρα τής αδελφής μου. Τον «έπιανα» να με κοιτάει συνέχεια από τον καθρέφτη και να μου χαμογελάει. Προσπάθησα να μην δίνω σημασία, αλλά καιγόμουν! Φτάσαμε στην Χαλκίδα, εγώ στο μεταξύ συνέχιζα να μιλάω στο κινητό, και αφού κατέβηκα κατευθύνθηκα προς το Ιατρείο.
Το βράδυ λοιπόν που πήγα πάλι να περιμένω το αστικό ήταν εκεί και αφού με πλησίασε μου λέει «θα έρθεις το Σάββατο να πάμε στον Πάνο Κιάμο;», και του απαντάω και λέω «ναι, αμέ», χωρίς να σκεφτώ τίποτα άλλο, και αυτός μου χαμογέλασε και πάλι. Αμέσως μετά από αυτό τον ψάχνω στο Facebook και του στέλνω αίτημα φιλίας, το οποίο όμως είδε μετά από μέρες γιατί μου έστειλε μήνυμα που με ρωτούσε πως πέρασα στον Πάνο Κιάμο. Του απάντησα πως δεν πήγα ούτε εγώ αφού δεν με πήρε τηλέφωνο να πάμε μαζί. «Είχα δουλειά μου λέει και με πήρε αργά». Του λέω τότε «το αίτημα φιλίας θα το δεχτείς;» και μου απαντάει «μα δεν μου έστειλες αίτημα και εκτός αυτού, δεν ξέρω να χειρίζομαι το Facebook».
Δεν σας το κρύβω από εκείνη την ημέρα είχαμε επικοινωνία καθημερινή. Την επόμενη ημέρα τον ρώτησα για την γυναίκα του και πως εύχομαι να μη δημιουργώ πρόβλημα, αλλά μου είπε, πως με την γυναίκα του είναι σε διάσταση και πως είναι στην Αθήνα με τους δικούς της. Εκεί χάρηκα λιγάκι γιατί σκέφτηκα πως αν χωρίσει θα μπορούμε να είμαστε μαζί. Έτσι λοιπόν από την καθημερινή επικοινωνία μέσω Facebook, χωρίς όμως να με έχει δεχτεί ως φίλη του, ανταλλάξαμε αριθμούς, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει όλο το ειδύλλιο. Κάθε μέρα το πρωί καλημέρα, κατά την διάρκεια της ημέρας μήνυμα και κανένα τηλέφωνο. Όσο περνούσαν οι μέρες ακόμη πιο πολύ και πιο έντονο, από της 9 π.μ. στο τηλέφωνο μέχρι της μία με δύο τα ξημερώματα να μιλάμε γενικά για τις δουλειές μας και για τις ζωές μας, με έκανε να γελάω πολύ αυτός ο άνθρωπος. Με παρακαλούσε να βρεθούμε από κοντά κάθε μέρα, αλλά πιστέψτε με για τέσσερις μήνες τον είχα «στο περίμενε» και η μόνη μας επικοινωνία ήταν μέσω τηλεφώνου. Η «κολλητή» μου η Ανθούλα ήταν πολύ χαρούμενη που με έβλεπε έτσι μαζί του και ευχόταν να πάνε όλα καλά, αλλά με το πέρασμα του καιρού έγινε πολύ αυστηρή.
Μιλώντας λοιπόν καθημερινά στο τηλέφωνο με τον Ανδρέα και έχοντας περάσει τέσσερις μήνες, παίρνω την απόφαση να του πω να βρεθούμε από κοντά, γιατί είχα καταλάβει ότι για να μιλάει μαζί μου τέσσερις μήνες πρωί – μεσημέρι – βράδυ, ακόμα και όταν ήταν σπίτι του, όντως ήταν σε διάσταση. Κανονίζουμε λοιπόν εκείνο το βράδυ να πάω μαζί του βόλτα στο τελευταίο δρομολόγιο και θα με γύριζε μετά αυτός στο σπίτι. Με το που κατέβηκε όλος ο κόσμος, σταματάει πιο κάτω και έρχεται και με παίρνει μια μεγάλη αγκαλιά και αρχίζει να με φιλάει, εκείνη τη στιγμή ανατρίχιασα ολόκληρη. Έγινε ότι έγινε, κάναμε μια βόλτα και όταν με γύρισε στο σπίτι μού στέλνει μήνυμα «σε ευχαριστώ για την όμορφη βραδιά που μου χάρισες».
Εκεί λοιπόν άρχισαν τα λόγια «μωρό μου, αγάπη μου» και όλα τα σχετικά, ένιωθα πως πετούσα στα σύννεφα. Σε κάποια από τις συζητήσεις μας αναφέρθηκα στην γυναίκα του. Μου απάντησε πως θέλει να τα κάνει όλα σιγά – σιγά και προσεκτικά γιατί δεν θέλει να καταλάβει πως έχει βρει κάτι άλλο, εξάλλου της είχε μεταβιβάσει κάτι μετοχές από την Αμερική και ήθελε να τις πάρει πίσω. Συνεπώς ήθελε να κινηθεί πολύ προσεκτικά, γι’ αυτό και δεν κυκλοφορούσαμε και μαζί έξω, εκτός από κάποιες βόλτες μας με το αστικό και το αυτοκίνητό του. Ως εκεί. Ήταν κάποιες φορές που εξαφανιζόμουν και με έψαχνε σαν τρελός, ανησυχούσε για μένα και μου έλεγε πως αν πάθω κάτι θα τρελαθεί. Στους πέντε μήνες που είχαμε ξεκινήσει να βρισκόμαστε, μου είπε πως μ’ αγαπάει, αλλά εγώ δεν έδωσα σημασία, γιατί ήξερα πως δεν είμαστε κανονικά μαζί για να χαρώ.
Τον ρωτούσα συνέχεια τι θα γίνει με την Όλγα, την γυναίκα του, και μου έλεγε πως δεν προλαβαίνει και πως έχει δουλειές το διάστημα αυτό, για να την πάρει τηλέφωνο και να κανονίσει να κατέβει στην Αθήνα. Η κανονική δουλειά του Ανδρέα είναι πως έχει μάντρα με γεωργικά μηχανήματα και δύο θεριζοαλωνιστικές μηχανές (κομπίνες) και δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ και κάποιες φορές χρειαζόταν να πάει στην Γερμανία για να πάρει καινούργια μηχανήματα για να τα πουλήσει. Όταν έφτανε η στιγμή να φύγει, κλάμα και εγώ και αυτός μαζί, γιατί ένιωθα κατά κάποιο τρόπο πως μου ανήκει.
Κάποια στιγμή μίλησε με την Όλγα και της ζήτησε να του μεταβιβάσει τις μετοχές και αυτή του είπε «γιατί βρήκες άλλη και θέλεις να με χωρίσεις;». Να μην σας τα πολυλογώ κάνοντας «κάποια νούμερα» ο δικηγόρος της και κάποια αυτή, αφού δεν πήγαινε να πάρει τα χαρτιά, κανονίζει ο Ανδρέας να πάει Αθήνα να υπογράψουν την μεταβίβαση των μετοχών, «όπερ και εγένετο», και κάπως ανακουφίστηκα γιατί είδα πως προσπαθεί. Μπορεί να το πήγαινε πολύ αργά και να μου είχε βγει η ψυχή με αποτέλεσμα να τσακωνόμαστε καθημερινά για όλο αυτό, αλλά τελικά τα κατάφερε.
Την Όλγα  μού την είχε παρουσιάσει πολύ αρνητικά σαν κοπέλα. Έλεγε πως δεν ήταν δίπλα του σαν σύζυγος, πως μεγαλωμένη αυτή στην Αθήνα την πήρε αυτός και μένανε σε χωριό και πως ήθελε να πηγαίνει σε ακριβά εστιατόρια και όχι σε ταβέρνες και τέλος πάντων ήταν πολύ «κυριλέ», καμιά σχέση με τον Ανδρέα. «Για ποιο λόγο, ρε Ανδρέα, την παντρεύτηκες τότε;» του έλεγα. «Πίστευα πως θα αλλάξει, αλλά ο λύκος τρίχα δεν αλλάζει» μου είπε. Τον ρώτησα τότε πως την γνώρισε, και μου είπε, πως δούλευε παλιά σε ένα γηροκομείο στην Κόρινθο και μετά στην Αθήνα στα μπουζούκια έπαιζε μπουζούκι και έτσι την γνώρισε εκεί από κοινή παρέα.
Για μένα έλεγε, πως όσο με γνώριζε καλύτερα, εμένα έπρεπε να είχε παντρευτεί και όχι αυτή. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη! Είχα ξεχάσει βέβαια τι σήμαινε έξω, γιατί μόνη μου δεν έβγαινα, ζήλευε πολύ, αλλά δεν με πείραζε. Σιγά – σιγά ξεκίνησαν οι τσακωμοί για το διαζύγιο, επειδή δεν έκανε κάποια κίνηση και αυτό με ζόριζε. Κάθε φορά τον πατέρα του, μου τον αποκαλούσε «ο πεθερός σου» και τη μαμά του «η πεθερά σου». Κάποια φορά που τσακωνόμασταν, μου λέει «θα πάρω τηλέφωνο την Βασιλική (την μητέρα μου)» και του λέω «πάρτην, αλλά φοβάσαι», όταν όμως του έδωσα το νούμερο την πήρε, και μάλιστα μίλησαν αρκετή ώρα. Εκεί πλέον πίστεψα πως δεν με κοροϊδεύει.
Κάθε μέρα κάναμε σχέδια για το μέλλον μας, ήμασταν πολύ καλά μαζί, είχε ξεκινήσει και την επαφή με την Όλγα και τους δικηγόρους και μαζεύανε τα χαρτιά, βέβαια η Όλγα ήτανε «τα ζώα μου αργά» και το «έπαιζε» πολύ δύσκολη, βρίσκοντας χίλιες δυο δικαιολογίες και του ακύρωνε τα ραντεβού. Μέσα σ’ όλα αυτά και περνώντας οι μήνες μ’ αυτόν τον ρυθμό και τον τρόπο, ήρθε στη ζωή μου η ανηψιά μου, η γλυκιά μου Φαίη, και μου πήρε το μυαλό το μικρό αυτό πλασματάκι, γι’ αυτό όταν έβρισκα χρόνο πήγαινα στην Αθήνα και την έβλεπα, έχοντας βέβαια να αντιμετωπίσω την αδελφή μου που ήξερε πως έχει η κατάσταση με τον Ανδρέα, ρωτώντας με τι γίνεται και πότε θα χωρίσει και μήπως σε κοροϊδεύει, και, και, και … Με εκνεύριζε, αλλά εν μέρει είχε δίκιο, η όλη ιστορία είχε παρατραβήξει, πολλές δικαιολογίες, πολλά παράπονα από εμένα και τσακωμούς κάθε μέρα, ενοχλήσεις στο στομάχι από την στεναχώρια, αφού δεν έτρωγα και δεν κοιμόμουν. Κάποιες φορές του είχα πει τέλος και ότι θέλω να χωρίσουμε, όμως δεν με άφηνε και μούλεγε «κάνε λίγο υπομονή και όλα θα τελειώσουν και όλα αυτά θα στα ανταποδώσω».
Κάποια στιγμή με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει «θα έρθει η Όλγα με τον πατέρα της θέλει να μιλήσουμε», τότε του λέω «τι θέλει, δεν τα είπατε;» και μου απαντά «δεν ξέρω τι θέλει να μου πει». Την ώρα που ήταν μαζί της εγώ ήμουν σε αναμμένα κάρβουνα γιατί είχαν προηγηθεί και κάποιοι τσακωμοί και ήμασταν κάπως ψυχραμένοι. Με το που έφυγε η Όλγα με πήρε τηλέφωνο και μου είπε, ότι του ζήτησε να ξαναπροσπαθήσουν, και πως θέλει να είναι μαζί του, και πως πιστεύει ότι μπορεί να έρθει και να μείνει στο χωριό.
Η ερώτησή μου ήταν «Ανδρέα θέλεις να ξαναπροσπαθήσεις;». «Δεν ξέρω», μου λέει, «την είδα ότι έχει αλλάξει, την είδα μετανοιωμένη». «Ωραία», λέω, «αν θέλεις να δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία και να σώσεις τον γάμο σου, εγώ θα σ’ αφήσω, δεν θα σταθώ εμπόδιο». «Μα εσένα αγαπάω», μου λέει, «με την Όλγα έχω “ξενερώσει”, αλλά να, είναι και οι δικοί μου στη μέση, που μου ρίχνουν ευθύνες πως εγώ φταίω που έφυγε η Όλγα και μου ζητάνε να ξαναπροσπαθήσω μαζί της και, και, και …» (σημείωση: Οι γονείς του δεν ξέρανε για εμάς, κανείς από την οικογένειά του, εκτός από τον γαμπρό του, τον Νικήτα που μας είχε δει μαζί, αλλά μου έλεγε πως τον έχει σαν αδελφό του, και τον εμπιστεύεται). Τελικά καταλήξαμε μετά από μια εβδομάδα κρίσης και τυπικών τηλεφωνημάτων, πως θέλει να είναι μαζί μου και πως αν δει, ότι δεν μπορεί να ξεμπερδέψει θα με πάρει να φύγουμε και να πάμε στην Γερμανία.
Τίποτα δεν ήταν ίδιο πλέον για μένα, γιατί όλη αυτή η κατάσταση δεν τέλειωνε. Έβρισκα συνέχεια αφορμές και τσακωνόμασταν. Με είχε κουράσει όλο αυτό, ενάμιση χρόνο τώρα. Είχα κουραστεί ψυχολογικά. Ήταν φορές που και αυτός, ήταν ψυχρός απέναντί μου, αλλά μετά κάναμε και οι δύο πίσω, και όλα μέλι – γάλα.
Μέχρι που ένα πρωί και ενώ ήμουν στην δουλειά με παίρνει τηλέφωνο.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Έλα αγάπη μου, καλημέρα.
ΑΝΔΡΕΑΣ: Καλημέρα, τι κάνεις;
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Εγώ καλά είμαι, εσύ πως είσαι;
ΑΝΔΡΕΑΣ: Καλά, φεύγω για Αθήνα, είχε ατύχημα η Όλγα με το μηχανάκι και πάω, νομίζω πως θέλω να δώσω μια δεύτερη ευκαιρία.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Μου κάνεις πλάκα έτσι; Είναι καλά η κοπέλα; Είσαι σίγουρος, γι’ αυτή σου την απόφαση;
ΑΝΔΡΕΑΣ: Ναι, είμαι σίγουρος.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ: Ο.κ., τα περαστικά μου.
Δεν μπορούσα να ουρλιάξω, δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω, τι μου είχε πει, πίστευα πως είναι ένα όνειρο. Πήρα τηλέφωνο την αδελφή μου και την φίλη μου την Τασία, η οποία ήρθε στο Ιατρείο και με πήρε, με το που τέλειωσα την δουλειά. Ήθελα να πιω για να ξεχάσω, δεν είχα σταματήσει να κλαίω. Ήπια δυο κρασιά και έκανα δύο πακέτα τσιγάρα και ήρθα «καπάκι» για δουλειά το απόγευμα, στέλνοντας κάποια μηνύματα στον Ανδρέα. Μου απάντησε με ανάλογα μηνύματα, τα οποία άλλα ήταν ψυχρά και άλλα που μου έλεγε πως δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, και πως εύχονταν κάποια στιγμή να τον καταλάβω. Η αδελφή μου ήθελε να τον «σκοτώσει».
Με το που τέλειωσα την δουλειά, πήγα πάλι στης Τασίας το σπίτι και άρχισα πάλι να πίνω. Κάποια στιγμή, κατά της μιάμιση το βράδυ και ενώ ψιλοχιόνιζε γύρισα σπίτι. Δεν μπορούσα να ηρεμήσω. Ήθελα να κοιμηθώ για να μη σκέφτομαι, μου ερχόταν στο μυαλό μου τα λόγια του, το πόσο ψυχρός ήταν απέναντί μου. Δεν ήταν ο Ανδρέας που είχα γνωρίσει. Μετά από μισή ώρα έκανα εμετό με αίμα και την δεύτερη φορά λιγότερο. Μίλησα με την αδελφή μου και μου είπε να ξυπνήσω τη μαμά να με πάει στο νοσοκομείο. Στις 4 π.μ. ήμουν στα επείγοντα. Εξετάσεις, κακό, μου κάνουν εισαγωγή με σωληνάκι στη μύτη. Γαστρορραγία από το άγχος και την στεναχώρια. Με το που ξημέρωσε, ενημέρωσε η αδελφή μου τον γιατρό που δουλεύω και ήρθε να με δει. Ήξερε την κατάσταση και πως χώρισα, γι’ αυτό και με μάλωσε. Ο Ανδρέας ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. ΕΝΑ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ ΤΗΣ ΦΙΛΗΣ ΜΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΟΥΛΑΣ ΗΡΘΕ ΝΑ ΤΑΡΑΞΕΙ ΤΑ ΝΕΡΑ. ΜΟΥ ΕΙΠΕ, ΠΩΣ ΠΟΛΥ ΚΑΙΡΟ ΠΡΙΝ, ΕΙΧΕ ΜΑΘΕΙ, ΠΩΣ Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΗΤΑΝ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΤΟΥ ΙΕΧΩΒΑ!
Κοιτούσα συνέχεια το κινητό και περίμενα, έλεγα δε μπορεί … Στις έξι το απόγευμα και ενώ περίμενα τους γιατρούς να περάσουν για να μου δώσουν εξιτήριο και να φύγω, χτυπάει το τηλέφωνο. Ήταν αυτός! Το σηκώνω. «Έλα κορίτσι μου τι κάνεις;». «Ας τα λέμε καλά» του λέω. «Τι έγινε» μου λέει. «Είμαι στο νοσοκομείο» του απαντάω «έκανα εμετό με αίμα». «Δεν είναι τίποτα» μου λέει, και συνεχίζει εντελώς ψυχρά «πες, στην Βασιλική να σου κάνει καμιά σουπίτσα και θα σου περάσει». «Που είσαι;» τον ρωτάω. «Τώρα γυρίζω από Αθήνα» μου απαντά. «Θα έρθεις από εδώ;» τον ξαναρωτάω. «Όχι, Αντιγόνη δεν έρχομαι. Και αύριο το πρωί φεύγω να πάω στη Γερμανία. Θα σε πάρω τηλέφωνο, πριν μπω στο αεροπλάνο» μου λέει. «Ο.κ.» του λέω.
Γύρισα σπίτι αργά και κοιμήθηκα γιατί ήμουν άυπνη. Το πρωί σηκώθηκα και ήπια λίγο τσάι για το στομάχι μου, έπρεπε να το προσέξω για λίγες μέρες. Με πήρε τηλέφωνο. Στις τρεις πρώτες φορές δεν το σήκωσα. Δεν ήθελα. Μετά υπέκυψα. «Παρακαλώ» λέω. «Καλημέρα, κορίτσι μου, πως είσαι;» με ρωτάει. «Καλά» του λέω «θα ζήσω». «Είδες» μου λέει «ότι δεν ήταν τίποτα;». «Άσε να ξέρω εγώ καλύτερα» του απαντώ. «Φεύγω, θα τα ξαναπούμε σε λίγες μέρες» μου λέει. «Σε παρακαλώ πολύ Ανδρέα, μη με πάρεις ξανά τηλέφωνο. Δεν με βοηθάς. Πήρες τις αποφάσεις σου, άφησέ με» του λέω. «Καλώς» μου απαντά εκείνος.
Έφυγα, πήγα Αθήνα για τέσσερες μέρες. Πίστευα πως αν έμενα εδώ, θα τρελαινόμουν. Τουλάχιστον η ανιψιά μου με έκανε να ξεχαστώ. Κυριακή, ημέρα των γενεθλίων μου, γυρίσαμε με την αδελφή μου και την μικρή οδικώς στην Χαλκίδα. Πήγαμε από το χωριό που έμενε ο Ανδρέας, δεν είδα κάποια κίνηση. Ανακάλυψα εντελώς τυχαία που έμενε. Το σπίτι του δεν ήταν διώροφο, όπως μου είχε πει, αλλά μια μικρή μονοκατοικία. Πήγα και από την μάντρα που έχει, τίποτα και εκεί. Άρα, λέω, μου είπε αλήθεια, πως πήγε στην Γερμανία.
Κάθε μέρα, επί μια βδομάδα πήγαινα από εκεί. Στις 30 Νοεμβρίου που γιόρταζε υποτίθεται – γιατί οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν γιορτάζουν – πήγα εκεί, μετά την δουλειά με την αδελφή μου. Στον δρόμο συνάντησα τον Βαγγέλη τον αδελφό του και λέω τότε στην αδελφή μου «σίγουρα πάει στην Ντίνα την άλλη αδελφή του, ακολούθησέ τον». Βρήκαμε που μένει και η Ντίνα, και εκεί είδα παρκαρισμένα το αυτοκίνητο του Ανδρέα, των γονιών του και ένα άλλο με ξένες πινακίδες. Μου λέει η αδελφή μου «έχουν μαζευτεί όλοι εδώ να το γιορτάσουν και μάλλον είναι και η Όλγα, όντως θέλει να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία». Φύγαμε. Πήγα σε μια γιορτή και μετά βγήκα για ποτό με την αδελφή μου. Περνούσαν οι μέρες, δεν ήθελα να παίρνω αστικό φοβόμουν μην τον δω μπροστά μου.
Ανήμερα την Πρωτοχρονιά και ενώ είχε έλθει η αδελφή μου από την Αθήνα, τα πεθερικά της και ο αδελφός του γαμπρού μου με την γυναίκα του, και έχοντας γιορτινό κλίμα το σπίτι για τους υπόλοιπους και εγώ βέβαια να προσποιούμαι, έρχεται μήνυμα στο Facebook. Μετά από ένα μήνα σχεδόν από την τελευταία επαφή μας ήταν αυτός! Ο Ανδρέας μου! Άρχισα να τρέμω. Το άνοιξα και τα λόγια του ήταν «Χρόνια Πολλά για την μανούλα σου, να την χαίρεσαι. Εύχομαι να είσαι καλά. Μου ζήτησες να μην σε ξαναενοχλήσω και το έκανα. Αν σε πειράζει πάντως το μήνυμα μου αγνόησέ το και μην μου απαντήσεις ποτέ».
Απάντησα κατευθείαν. Αρχίσαμε να μιλάμε. Μου είπε πως ήταν στην Γερμανία και με την Όλγα στην πραγματικότητα δεν είχε καμιά επαφή, και πως μου τα είπε όλα αυτά γιατί έτσι έπρεπε να γίνει. Τον ρώτησα γι’ αυτό που είχα μάθει, πως είναι δηλαδή Μάρτυρας του Ιεχωβά. Μου απάντησε δεν είχε καμιά σχέση, απλώς είχε παρακολουθήσει κάποιες συναθροίσεις τους, αλλά μέχρις εκεί. Δεν μου παραδέχτηκε ποτέ και τίποτα. «Μπορώ να έχω κάποια ελπίδα πως θα είμαστε μαζί;» τον ρώτησα. Και μου λέει «Προς το παρόν όχι και δεν θέλω να πεις σε κανένα πως ξαναμιλήσαμε».
Οπότε ξεκίνησε και πάλι το «κρυφτό». Κάποια στιγμή που μιλάγαμε μου λέει να μην του απαντήσω ξανά, γιατί κάποιος μπήκε στο Facebook και είδε τα μηνύματα, αλλά να μην ανησυχώ θα τα πούμε την επόμενη μέρα. Πράγματι το επόμενο πρωί με πήρε τηλέφωνο και μου είπε πως αν με πάρει κανένας και με ρωτήσει για μένα και αυτόν, να μην παραδεχτώ τίποτα, να κάνω πως δεν τον ξέρω. Έτσι επικοινωνούσαμε προσεκτικά. Μετά από δύο ημέρες, με παίρνουνε τηλέφωνο στη δουλειά και συγκεκριμένα η γυναίκα του και με ρωτούσε αν έχω κάτι με τον Ανδρέα. Φυσικά αρνήθηκα οτιδήποτε και το πράγμα έμεινε εκεί.
Αλλά η όλη ιστορία δεν είχε λάβει ακόμα τέλος. Η υποτιθέμενη Όλγα ήρθε στο Ιατρείο! τάχα τυχαία! και μου συστήθηκε ως Δάφνη. Εκεί άρχισα να την «ψιλιάζομαι». «Παραδεχτείτε πως έχετε σχέση, να του δώσω και εγώ διαζύγιο, να γυρίσω στην πόλη μου, με περιμένουν πολύ πιο σοβαροί άνθρωποι, αλλά ο Ανδρέας με παρακαλάει γονατιστός να του δώσω μια δεύτερη ευκαιρία!» μου λέει. Με το που έφυγε τον πήρα τηλέφωνο, λέγοντάς μου χίλια δύο ψέματα, πως δεν την ξέρει, πως είναι μια φίλη της αδελφής του από τη Θεσσαλονίκη και παντρεμένη στη Χαλκίδα με ένα στρατιωτικό, στο τέλος δε πως μπορεί να την έστειλε η Όλγα. «Ανδρέα» του λέω «αν μου κρύβεις κάτι, πες το μου, γιατί όπως βλέπεις δεν έχω μιλήσει τόσο καιρό, αλλά το κουβάρι έχει αρχίσει να ξετυλίγεται».
Μετά από ώρες με πήρε τηλέφωνο και παραδέχτηκε πως ήταν η Όλγα αυτή που ήρθε και με βρήκε, και πως έχει δύο ονόματα γι’ αυτό και μου είπε το δεύτερο για να μην ψάξω να την βρω, και πως είναι στην Χαλκίδα και έχει αποδείξεις και πως θα τον κάψει με τα στοιχεία αυτά. Τότε του είπα «δώσε μια δεύτερη ευκαιρία να αποδείξεις πως δεν μπορείς να συνυπάρξετε σαν ζευγάρι και εγώ θα είμαι δίπλα σου», γιατί έκλαιγε και μου έλεγε πως οι γονείς του τον πιέζουν να μην χωρίσει και τέτοια, οπότε η μόνη λύση ήταν να έρθει η Όλγα στην Χαλκίδα αν και δεν ήταν εδώ τόσο καιρό και θα σου πω μετά γιατί.
Του έκανα λοιπόν ένα ψεύτικο προφίλ στο Facebook, για να μην μας καταλάβουν. Είχα «ξενερώσει» όμως. Μέσα μου είχα μια ελπίδα να μπορέσουν όντως να τα ξαναβρούν για να «ξενερώσω» μία και καλή. Παράλληλα ξεκίνησα μαθήματα οδήγησης για να αποφύγω το γεγονός να τον βλέπω. Εκεί γνώρισα και τον Χάρη που ξεκινήσαμε να βγαίνουμε και συνεχίζουμε να είμαστε μαζί. Μέσα σε όλα αυτά με πλησίασε ο γαμπρός του τάχα με αγνές προθέσεις αλλά κουβέντα στη κουβέντα μου είπε πως η Όλγα τόσα χρόνια ήταν εδώ και όχι στην Αθήνα και άλλα πολλά στα οποία μου αποδείκνυε πως ο Ανδρέας  τα δύο αυτά χρόνια, μου έλεγε ψέματα.
Πληγώθηκα και ήθελα να πάρω εκδίκηση, γι’ αυτό μίλησα και με την Όλγα και της τα είπα όλα. Και μετά άρχισαν να με παίρνουν όλοι τηλέφωνο, να μου λένε να το σταματήσω όλο αυτό και πως ο Ανδρέας είναι καλός άνθρωπος. Με πήρε τηλέφωνο και ο ίδιος και μου είπε πως ο Νικήτας ο γαμπρός του λέει ψέματα και πως του έστησε παγίδα. Τελικά να μην σας τα πολυλογώ σταμάτησε όλη η ιστορία εκεί. Μετά από δύο εβδομάδες έμαθα ότι τον Ανδρέα τον διώξανε από εκεί που ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά και πως η Όλγα τον απάτησε με τον Νικήτα τον γαμπρό του, για να τον εκδικηθεί. Ο Νικήτας πήρε διαζύγιο από την αδελφή του Ανδρέα, το ίδιο και ο Ανδρέας με την Όλγα μετά από όλα αυτά.
Δεν ξέρω τι ήταν αλήθεια και τι όχι, αλλά εγώ τώρα είμαι καλά. Με πλήγωσε πάρα πολύ αυτός ο άνθρωπος και ενώ στην αρχή θέλησα να του κάνω μεγάλο κακό, γνωρίζοντας τον Χάρη πίστεψα σ’ αυτόν και δεν ήθελα να κάνω κινήσεις για να καταστρέψω και άλλο τον Ανδρέα, για να μην μαθευτεί κάτι και χάσω τον Χάρη. Μαθαίνοντας την ύπαρξη του Χάρη ο Ανδρέας ζορίστηκε και ζήλευε γι’ αυτό και με έπαιρνε καθημερινά τηλέφωνο και μου ζητούσε να είμαστε μαζί, ειδικά τώρα που ξεκαθάρισε με την Όλγα. Εγώ όμως «είχα πάρει ανάποδες». Του ευχήθηκα μόνο να είναι καλά και να συνεχίσει να πάει παρακάτω. Μου απάντησε πως εφόσον έχασε εμένα θα αφοσιωθεί στη δουλειά του και τίποτα άλλο. Μάλιστα διαπίστωσα πως έπιασε δουλειά σ’ ένα δημοτικό ωδείο, κάνοντας μαθήματα μπουζουκιού, το οποίο είναι περίπου δέκα μέτρα από την δική μου δουλειά! Και το ανακάλυψα εντελώς τυχαία γιατί το μπαλκόνι του Ιατρείου μου βλέπει στις αίθουσες διδασκαλίας. Πολλά ψέματα δίχως να υπάρχει λόγος. Νιώθω τύψεις πρώτον που είχα παράλληλη σχέση με έναν παντρεμένο και δεύτερον όταν έμαθα πως είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά. Δεν θα συγχωρέσω ποτέ τον εαυτό μου, που πρόδωσα την πίστη μου.






ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.