Του π. Χαραλάμπους Νεοφύτου
Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΤΟΛΗ ΤΟΥ ΔΕΚΑΛΟΓΟΥ
«Ου ποιήσης σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα
όσα εν τω ουρανώ άνω και όσα εν τη γη κάτω, ου προσκυνήσης
αυτοίς ουδέ μη λατρεύσης αυτοίς· εγώ γαρ ειμί Κύριος ο Θεός σου» ( Εξοδ. 20.)
Έχουμε πει ότι ο σιωνισμός θέλει
να καταστρέψει την ορθόδοξη πίστη και για τούτο δεν άφησε δόγμα της που να μην το πολεμά και να το διαστρέφει.
Στις επόμενες γραμμές θα εξηγήσουμε στους χριστιανούς μας, που δε γνωρίζουν αρκετά τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, για την προσκύνηση των αγίων εικόνων και ταυτόχρονα απαντούμε και στις πλάνες των χιλιαστών, για το θέμα μας...
Η δεύτερη εντολή του Θεού, που προτάσσουμε πιο πάνω απαγορεύει κυρίως την κατασκευή ειδώλων, ψεύτικων και
φανταστικών θεοτήτων και τη λατρευτική προσκύνησή τους. Το ότι σίγουρα πρόκειται για είδωλα ψεύτικων και ανύπαρκτων θεών φαίνεται από την επανάληψη εγώ ειμί Κύριος ο Θεός σου, γιατί ο Κύριος ήθελε να προστατεύσει τους νήπιους στην πίστη Ιουδαίους
από την ειδωλολατρία, επειδή προέβλεπε την ασυνέπειά
τους, όπως για παράδειγμα με το χρυσό μοσχάρι στο όρος Σινά.
Άδικα μας κατηγορούν οι αιρετικοί για ειδωλολάτρες γιατί εμείς δεν κατασκευάζουμε είδωλα φανταστικών θεών, αλλά ζωγραφίζουμε και τιμούμε εκείνα που τα χέρια μας άγγιξαν και τα μάτια μας είδαν κατά τον απόστολο, δηλαδή, τον
σαρκωθέντα Θεό Λόγο και αυτούς που τον ακολούθησαν και τον μιμήθηκαν στη ζωή τους. Σχετικά λέγει και ο
αρχιεπίσκοπος Φιλαδελφείας Μακάριος ο Χρυσοκέφαλος (14ος αιώνας): «Εντεύθεν ημίν η προς Θεόν αγάπη, και ο διάπυρος έρως του κτίσαντος άνωθεν, και ύστερον
ανακτίσαντος· και του πόθου παραμύθιον, η σχετική προσκύνησις του Χριστού, και χρωματουργούμεν την οραθείσαν του Θεανθρώπου μορφήν, και διατυπούμεν την ένυλον του Δεσπότου ουσίαν και προσκυνούμεν του ανθρωπίνου είδους αυτού την εμφέρειαν, εξ ης και εις το πρωτότυπον κάλλος, τον νουν αναφέρομεν, και δι’ ης την προσκύνησιν εις τον δι’ ημάς σαρκωθέντα αναπέμπομεν. Ου γράφομεν θεότητος
φύσιν, ου σχηματίζομεν την ασχημάτιστον
ουσίαν, ... αλλ’ ο εωράκαμεν μαρτυρούμεν, και ο εθεασάμεθα τοις οφθαλμοίς
ημών, και αι χείρες ημών εψηλάφησαν, τούτο και εν εικόσι προσκυνούμεν
και ζωγραφούμεν, της ανθρωπότητος
το ορώμενον, και βλέπομεν τον χαρακτήρα, της προσληφθείσης τω Θεώ Λόγω
σαρκός, και προσκυνούμεν της θεανδρικής μορφής το εκτύπωμα, ου προσκυνούμεν τη
κτίσει, παρά τον κτίσαντα, αλλά
προσκυνούμεν τον κτίστην κτισθέντα το καθ’ ημάς... ίνα την ημών δοξάση φύσιν και θείας κοινωνούς απεργάσηται ανθρώπους φύσεως».
Είναι σίγουρα φανερό, ότι ο Θεός, με την δεύτερη εντολή απαγορεύει την κατασκευή ειδώλων και όχι των εικόνων μας. Απόδειξη είναι η διαταγή προς το Μωϋσή να κατασκευάσει την Κιβωτό του Μαρτυρίου και να την καλύψει με χρυσό
καθαρό και όχι μόνο αυτό, αλλά τον διατάσσει να κατασκευάσει και
χερουβείμ χρυσά Και ποιήσης δύο χερουβείμ χρυσά τορνευτά και επιθήσεις αυτά εξ αμφοτέρων των κλιτών του
θυσιαστηρίου... και βεβαιώνει ο Θεός ότι γνωσθήσομαί σοι εκείθεν, δηλαδή, στη μέση των δύο αυτών χερούβ θα βρισκόταν ο Θεός και απ’ εκεί θα τους μιλούσε και όπως ήταν φυσικό εκεί θα προσκυνούσαν οι ιερείς. Ασφαλώς δεν
λάτρευαν την Κιβωτό ή τα χερουβείμ, αλλά τα ευλαβούνταν και τα τιμούσαν σαν μέσα που εκδηλωνόταν η θεία παρουσία και αγωγό της χάριτος του Θεού.
(Έξοδος 25,10).
Από αυτά και από άλλα γεγονότα, που αναφέρονται
στη Γραφή γίνεται
ξεκάθαρο ότι η Δεύτερη Εντολή του Δεκαλόγου αφορά μόνο την προσκύνηση των ειδώλων και όχι τις εικόνες και τα σύμβολα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι αυτός ο ίδιος ο Θεός διάλεξε και τον τεχνίτη των ιουδαϊκών συμβόλων που θα χρησιμοποιμοποιούσε ο λαός στη λατρεία του Θεού. Ιδού ανακέκλημαι εξ ονόματος τον Βεσελεήλ τον του Ουρίου... και ενέπλησα αυτόν πνεύμα θείον σοφίας και συνέσεως και επιστήμης εν παντί έργω διανοείσθαι και αρχιτεκτονείσθαι εργάζεσθαι το χρυσίον και το αργύριον... (Έξοδος 31 κεφ.) Όλα αυτά τα αντικείμενα αν και ήταν υλικά πράγματα, εντούτοις οι Εβραίοι τα θεωρούσαν ιερά και τα ευλαβούνταν, γιατί μέσω αυτών λάτρευαν τον αληθινό Θεό. Και αν εκείνα ήταν άγια, πόσο περισσότερο άγια πρέπει να είναι τα δικά μας που αναφέρονται στο Χριστό μας, την Παναγία και τούς αγίους μας!
Η Εκκλησία μας από αποστολική παράδοση ζωγραφίζει τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας, των αποστόλων και των αγίων και μαρτύρων της
πίστεώς μας. Σύμφωνα με την Παράδοση, πρώτος ο Κύριος παρέδωσε στους υπηρέτες του βασιλιά Αύγαρου τη αχειροποίητη εικόνα του σε ρούχο αφού πρώτα σκούπισε το πρόσωπό του. Μόλις την
είδε και την ασπάστηκε ο βασιλιάς αμέσως θεραπεύτηκε.
Οι εικόνες μας δεν είναι είδωλα, αλλά
συγκεκριμένα άτομα, πράγματα ή γεγονότα τα οποία εκφράζουν είτε τη θεία οικονομία είτε πρότυπα αγίας ζωής που τιμήθηκαν πρώτα από το Θεό και με τη δύναμη της θαυματουργίας.
Η προσκύνηση και λατρεία των ειδώλων απομακρύνει τον άνθρωπο από το Θεό, ενώ η αγιογραφημένη εικόνα οδηγεί
τον χριστιανό στο Θεό και τον σώζει. Τιμώντας τούς αγίους που δόξασαν το Θεό με τη
ζωή τους, τιμάς αυτόν το Θεό που τούς έδωσε τη δύναμη της αντοχής και της καρτερίας στον
αγώνα τους.
Τιμώντας τούς αγίους μας ακόμα, αποδεικνύουμε τη σχέση μας που έχουμε με την Θριαμβεύουσαν Εκκλησία, σχέση απαραίτητη και αναγκαία.
Τελειώνουμε το κεφάλαιο αυτό με τα λόγια του ιερού Δαμασκηνού. Αυτοί, λέγει, που επικαλούνται τη Δεύτερη Εντολή απομονώνοντας την από το κείμενο της Γραφής, Όντως
πλανώνται μη ειδότες τας Γραφάς, γιατί από την αρχή
φαίνεται ο σκοπός του Θεού για την απαγόρευση ως ειδωλολατρίας ένεκα που απαγορεύει την εικονογραφία και ότι αδύνατον εικονίζεσθαι Θεόν άποσον και απερίγραπτον αλλά
εμείς ζωγραφίζουμε αυτά που είδαμε και
είναι περιγραπτά επειδή
φαίνονται με τη μορφή της ύλης.
Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ
« ... εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς ναόν τον άγιόν σου εν φόβω σου»
Όταν αναφερόμαστε στις άγιες
εικόνες, λέμε προσκυνώ ή ασπάζομαι, σημαίνει το ίδιο πράγμα. Στην αρχαία ελληνική γλώσσα το «κυνώ» σημαίνει ασπάζομαι και φιλώ. Η δε πρόθεση
«προς» φανερώνει το έντονο συναίσθημα του ασπασμού και του πόθου και της φιλίας προς το
εικονιζόμενο πρόσωπο. Η προσκύνηση είναι σύμβολο ταπείνωσης και τιμής. Διακρίνεται δε στη
λατρευτική προσκύνηση και στην τιμητική προσκύνηση.
α) Λατρευτική προσκύνηση προσφέρουμε μόνο στον Τριαδικό μας Θεό και σε κανένα άλλο. Η προσκύνηση αυτή είναι δείγμα ταπείνωσης εξάρτησης και μόνης ελπίδας του αδύνατου
πλάσματος προς το
Δημιουργό του, που εναποθέτει
σ’ Αυτόν το Θεό όλη του την πίστη και την ελπίδα για τελική και βέβαιη σωτηρία.
β) Τιμητική προσκύνηση προσφέρουμε στους φίλους του Θεού, στους
υπηρέτες και λειτουργούς του που αφιέρωσαν και θυσίασαν τη ζωή τους για να εφαρμόσουν το θέλημα του γενόμενοι έτσι ευάρεστοι στον Κύριο. Ένεκα της σχέσης τους αυτής με
το Θεό σίγουρα μπορούν να μας βοηθήσουν στον αγώνα
της ζωής μας. Για το
λόγο αυτό κι εμείς τούς τιμούμε ως φίλους Θεού όπως λέγει και ο Δαυΐδ «εμοί λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός» (Ψαλ. 138,7).Τούς τιμούμε ως φίλους Θεού και όχι ως θεούς. Σαν σύνδουλούς μας και ευεργέτες του κόσμου, όπως φαίνεται στη δισχιλιετή ιστορία της Εκκλησίας. Αυτή η προσκύνηση όχι μόνον δεν απαγορεύεται αλλά και επιβάλλεται για λόγους ευγένειας και ευγνωμοσύνης και αδελφικής σχέσης.
Ό, τι προσκυνούμε δεν σημαίνει ότι κατ’ ανάγκη το λατρεύουμε. Παραδείγματα υπάρχουν και στη Γραφή. Ο Ιακώβ προσκύνησε το άκρο της ράβδου του. (Γεν. 47, 31) τιμώντας έτσι τον Ιωσήφ. Όπως κι
εμείς προσκυνούντες το ξύλο
του Σταυρού δοξάζουμε το Χριστό. Ο Αβραάμ επροσκύνησε τούς αλλοφύλους που του πούλησαν τον τάφο, γονατίζοντας στη
γη, χωρίς βέβαια να τούς προσκυνήσει σαν Θεούς. (Γεν 23, 7,9). Και τον Ησαύ έπεσε και προσκύνησε αλλά δεν τον λάτρεψε. Ο Ιησούς του Ναυή (5,14) και ο Δανιήλ (8, 17) προσκύνησαν αγγέλους αλλά δεν τούς λάτρεψαν. Που βρίσκεται λοιπόν το
κακό στην τιμητική προσκύνηση των αγίων εικόνων;
Ας μη ξεχνούμε ακόμα πως και εκεί
που εκδηλώνεται η παρουσία του Θεού, θέλει ο Δαυΐδ να προσκυνούμε: «εισελευσώμεθα εις τα σκηνώματα αυτού, προσκυνήσωμεν εις τον τόπον ου έστησαν οι πόδες αυτού» (Ψαλ. 131,7). Για τούτο προσκυνούμε το Γολγοθά, την Αποκαθήλωση, τον Πανάγιο Τάφο του Κυρίου μας και τα άλλα ιερά μας προσκυνήματα. Προσκυνώντας αυτά προσκυνούμε και
τιμούμε Αυτόν τον Κύριο που για μας έπαθε
για να σωθούμε, δεν
προσκυνούμεν την ύλη αλλά τον Δημιουργό μέσω της ύλης.
Ο Σταυρός, λοιπόν, οι άγιες μορφές των εικόνων δεν προσκυνούνται σαν θεοί, αλλά τιμητικά και είναι για μας σαν βιβλία ανοιγμένα που μας υπενθυμίζουν και μας υποδεικνύουν το καθήκον μας προς το Θεό και Δεσπότη μας. Να προσκυνάς Χριστιανέ, λατρευτικά μόνο τον Κύριο και Θεό σου τιμητικά, την
μητέρα του Κυρίου και τούς αγίους σαν φίλους Θεού και εργάτες της Βασιλείας των ουρανών και έτσι σίγουρα θα ευαρεστήσεις τον Κύριο και Θεό σου, γιατί πολύ
του αρέσει
να τιμάς αυτούς που
και αυτός τιμά και αγαπά.
Στη συνέχεια θα
παραθέσουμε αυτούσιες μερικές αναφορές των Πατέρων της Εκκλησίας μας, για να μάθετε την αλήθεια
από πρώτο χέρι.
Ιωάννης ο Δαμασκηνός.
Ο μεγάλος αυτός λόγιος Μοναχός έζησε τον όγδοο
αιώνα και πολέμησε με θάρρος και ανδρεία υπέρ των αγίων
εικόνων. Έγραψε αρκετά υπέρ της προσκυνήσεως των εικόνων και συνέβαλε τα μέγιστα στο να νικήσει η Ορθοδοξία τούς αιρετικούς
εικονομάχους.
Από το βιβλίο του «ΕΚΔΟΣΙΣ ΑΚΡΙΒΗΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ» μεταφέρουμε εδώ απόσπασμα σε μετάφραση. «Επειδή μας κατηγορούν μερικοί
ότι προσκυνούμεν και τιμώμεν την εικόνα του
Σωτήρος και της Δεσποίνης μας, και ακόμη τας εικόνας των υπολοίπων αγίων και υπηρετών του Χριστού, ας ακούσουν ότι από την αρχήν δημιούργησεν ο Θεός τον άνθρωπον σύμφωνα με την ιδικήν του εικόνα. Διατί άλλο λοιπόν προσκυνούμεν ο ένας τον άλλον, παρά μόνον ότι έχομεν δημιουργηθή κατ’ εικόνα Θεού;» Και στη συνέχεια υπενθυμίζει ότι και ο Μωϋσής κατά διαταγή
του Θεού κατασκεύασε γλυπτά χερουβείμ και λέγει· Λέγει βέβαια ο Θεός εις τον
Μωϋσή Ορα ποιήσεις πάντα κατά τον τύπον τον
δειχθέντα σοι εν τω όρει. Και τα χερουβίμ πάλιν που έριχναν την σκιάν των εις το ιλαστήριον, δεν ήταν
κατασκεύασμα ανθρωπίνων χεριών; Πιο κάτω δικαιολογεί τη χρήση της εικόνας ως εξής· «Επειδή όμως δεν γνωρίζουν όλοι γράμματα, ούτε καταγίνονται με την ανάγνωσιν οι Πατέρες απεφάσισαν να παρασταθούν αυτά με
εικόνας δια συνοπτικήν υπενθύμιση, όπως μερικά ανδραγαθήματα. Χωρίς αμφιβολίαν
ενώ πολλές φορές δεν έχομεν το πάθος του Κυρίου στο νου
μας, μόλις ιδούμε την εικόνα της σταυρώσεως, ενθυμούμεθα το σωτήριον πάθος... Παρόμοια δε και τα ανδραγαθήματα των αγίων ανδρών τα οποία μας παρακινούν εις την ανδρείαν και τον ζήλον και την μίμησιν της αρετής των και την δόξαν του Θεού. Διότι, όπως είπαμε, η τιμή από τούς συνδούλους αποδεικνύει την καλήν διάθεσιν προς τον κοινόν Δεσπότην,
και η τιμή της εικόνας καταληγει εις το πρωτότυπο. Και από τον πρώτο λόγο του για τις
εικόνες μεταφέρουμε μόνο μια απολογητική παράγραφο, Δεν προσκυνώ την κτίση αντί για τον κτίστη, αλλά προσκυνώ τον Κτίστη που κτίσθηκε κατά την ανθρώπινη φύση και κατέβηκε στην κτίση χωρίς να μειωθεί και
να αλλοιωθεί, για να δοξάσει τη δική μου φύση και να με κάνει κοινωνό
της θείας φύσεως... Γι’ αυτό παίρνω το θάρρος και εικονίζω τον αόρατο Θεο, όχι ως αόρατο, αλλ’ ως ορατόν που έγινε για μας προσλαμβάνοντας σάρκα και αίμα. Δεν εικονίζω την αόρατη Θεότητα, αλλά εικονίζω τη σάρκα του Θεού που έγινε ορατή...»
Θεόδωρος ο Στουδίτης, (8ος αιώνας).
Άλλος γενναίος αγωνιστής και ομολογητής υπέρ
των αγίων εικόνων ο
οποίος φυλακίστηκε και βασανίστηκε υπερασπιζόμενος την Ορθόδοξη πίστη σύμφωνος με τούς άλλους Πατέρες λέγει· «...Τον μεν γαρ εικονιζόμενον Χριστόν λατρευτικώς προσκυνούμεν, την δε εικόνα αυτού,σχετικώς δια την προς εκείνον αναφοράν, τούς μεν αγίους αυτού και τα λείψανα αυτών, ως θεράποντας και δούλους Χριστού προσκυνούμεν με δουλοπρεπεί (που αρμόζει σε δούλους) προσκύνησιν, δια την προς τον Χριστόν
οικείωσιν τας δε εικόνας αυτών σχετικώς προσκυνούμεν, δια την αναφοράν που έχουν προς αυτούς, εκ της ομοιώσεως της υποστάσεώς των και του επιγραφομένου ονόματός των. Δηλαδή, επειδή το εικονιζόμενο πρόσωπο
της εικόνας μοιάζει με την υπόσταση και τον χαρακτήρα του αγίου του οποίου
φέρει το όνομα, εμείς τιμούμεν αυτήν την εικόνα και η τιμή μεταβαίνει στον εικονιζόμενο άγιο και αυτή η τιμή είναι η ίδια τιμή που δίνουμε στούς δούλους του βασιλέα, και σίγουρα δεν είναι λατρεία ειδώλων.
Γρηγόριος ο Παλαμάς, (14ος αιώνας)
Ο Γρηγόριος ο Παλαμάς υπέρμαχος της Ορθόδοξης διδασκαλίας και πίστεως, στο
Δεκάλογο της κατά Χριστόν νομοθεσίας λέγει: «...Θα κάνεις λοιπόν την εικόνα αυτού που έγινεν άνθρωπος για τη σωτηρία μας, από αγάπη προς αυτόν, και μέσω της εικόνας να θυμάσαι και να προσκυνείς Εκείνον,
ανυψώνοντας το νου σου μέσω αυτής στο άξιο προσκυνήσεως εκείνο σώμα του Σωτήρα το οποίο κάθεται στα δεξιά του Πατέρα στον ουρανό. Θα κάνεις επίσης και τις απεικονίσεις
των αγίων και θα τις προσκυνήσεις, όχι σαν θεούς, γιατί αυτό
είναι απαγορευμένο, αλλ’ εξ αιτίας της σχέσεως και
της διαθέσεως και της υπερβολικής τιμής προς αυτούς. Όπως ο Μωϋσής έκανε τις εικόνες Χερουβείμ και τις τοποθέτησε μέσα στα άγια ... όχι για να δοξάσεις τα κτίσματα αλλά να δοξάσεις μέσω αυτών το Θεό. Και συ λοιπόν δε θα θεοποιήσεις τις
εικόνες του Δεσπότου Χριστού και των αγίων, αλλά μέσω αυτών θα
προσκυνήσεις Εκείνον που μας έπλασε πρώτα κατ’
εικόνα Του...Και τις εικόνες των αγίων θα προσκυνήσεις, γιατί αυτοί σταυρώθηκαν με
τον Κύριον, κάνοντας στο πρόσωπό σου το σημείο του σταυρού και φέρνοντας στη μνήμη σου τη
συμμετοχή τους στα παθήματα του Χριστού... Κάνοντας έτσι και δοξάζοντας εκείνους που δόξασαν το Θεό, επειδή φάνηκαν τέλειοι με τα έργα τους στην αγάπη του Θεού, θα δοξασθείς και συ μαζί τους από το Θεό και θα ψάλλεις σαν τον Δαυΐδ, τίμησα πάρα πολύ τους φίλους σου
Θεέ μου» (Ψαλ. 138, 7).
Μακάριος Χρυσοκέφαλος (14ος αιώνας).
Ο Αρχιερέας αυτός της Φιλαδέλφειας, στο λόγο του στην Κυριακή
της Ορθοδοξίας, λέγει: «Εκείνα που πολλοί
προφήτες επεθύμησαν να δουν και δεν είδαν, εμείς τα βλέπουμε στις εικόνες και τα αντιλαμβανόμαστε αληθινά». Αναφερόμενος στα πάθη του Χριστού προσθέτει,
«Αυτά ζωγραφίζουμε στις εικόνες και βλέπουμε σαν σε καθρέφτη την αγάπη του Θεού για μας και αφωσιωνόμαστε σ’ Αυτόν ... Το μεγάλο Μυστήριο της
οικονομίας του Θεού, διακηρύττομεν στον κόσμο δια των εικόνων. Και αυτός τον οποίο σεβόμεθα ως Σωτήρα Θεάνθρωπο, τούτου και την εικόνα
τιμούμεν ... έτσι γίνεται για μας χαρά ανεκλάλητη, στήριγμα πίστεως και βίου κατόρθωση ο ασπασμός των εικόνων. Βλεπόμενος ο χαρακτήρας του Δεσπότου Χριστού στην
εικόνα γίνεται των πιστών αγαλλίαση, δογμάτων έρισμα και προτροπή προς κατόρθωση των αρετών. Των θείων εικόνων η εκτύπωση είναι θύρα σωτηρίας και αγιαστήριο Θεού.
Συμεών Θεσσαλονίκης 15ος - 16ος αιώνας.
Ο Αρχιερέας αυτός της Θεσσαλονίκης, ειδικός
στα λειτουργικά και λατρευτικά θέματα της Ορθόδοξης μας Εκκλησίας, στο επιχείρημα των αιρετικών, ότι ο Θεός είναι αόρατος και ακατάληπτος
και δε μπορούμε να τον
εικονίζομε, απαντά· «Ναι ο Θεός είναι αόρατος, καθώς είναι και ασώματος και άσαρκος
και ασχημάτιστος
και δια τούτο δεν
είναι μήτε περιγραπτός, πλην μ’ όλο τούτο τον είδαμε πολλάκις περιγραφόμενον εις τους προφήτας και σχηματιζόμενον, και εικονικώς θεωρούμενον.
Διότι και ο Αβραάμ είδε το Θεό, και ο Ιακώβ επάνω εις την κλίμακα, και ο Μωϋσής εις τη βάτον και εις το όρος. Ο Ησαΐας επί θρόνου υψηλού καθήμενον. Ο Ιεζεκιήλ ομοίως εν μέσω ζώων, ο Δανιήλ επί των νεφελών, ως παλαιόν των ημερών και πολλοί άλλοι από τους προφήτας. Ας τους ερωτήσωμεν λοιπόν, αυτά είναι αληθή ή ψεύδη; Θέλουν ομολογήσει νομίζω ότι αυτά είναι θεία... επειδή λοιπόν αυτά είναι εκ Θεού, καθότι και ο ίδιος λέγει, εγώ οράσεις επλήθυνα και εν χερσίν προφητών ομοιώθην (Εξοδ. 20, 4) και είναι Θεού οπτασίαι είναι λοιπόν και σεβάσμιαι, και προσκυνηταί αύται
αι οράσεις, και καθώς εις τας θείας βίβλους, ούτω και εις εικόνας άγιαι ζωγραφίζονται και καθώς όταν με το νουν εννοώνται, και με το λόγο
λέγονται, τοιουτοτρόπως και εις σανίδας και εις τοίχους και εις ενδύματα, όταν ευσεβώς και θείως γράφονται και καλώς και ευσεβώς είναι εζωγραφισμέναι, δια να ίδωμεν
και ημείς ορατώς εις τας ζωγραφισμένας
θείας εικόνας, καθώς εις τας βίβλους με τον νουν, εκείνα τα οποία είδον οι προφήται και
τα οποία είναι όντως οράσεις και οπτασίαι θείαι, να αγιασθώμεν ... Και συμβουλεύει τον πιστό να προσκυνά και να τιμά τις εικόνες των αγίων: προσκυνητά και σεβάσμια νόμιζε όσα περιέχουσιν είτε οράσεις προφητικάς, είτε ως άνθρωπον τον του Θεού Λογον δι’ ημάς ενανθρωπίσαντα εικονίζουσιν, η την Θεοτόκον ... και
τους θεράποντας αυτού του Κυρίου αποστόλους, ιεράρχας, μάρτυρας ή αγίους ζήσαντας ασκητικώς και παρθενικώς, οίτινες έτι ζώντες σκεύη απεδείχθησαν Θεού».
Δοσίθεος Ι εροσολύμων (16ος αιώνας)
Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, σε απάντηση σ’ όσους κατηγορούν τους Ορθόδοξους επειδή προσκυνούν τις άγιες μορφές των εικόνων, απαντά. « Ημείς γαρ μόνω τω εν Τριάδι Θεώ λατρεύωμεν και ουδενί ετέρω, τους δε αγίους τιμώμεν διττώς. Πρώτον μεν κατά την προς τον Θεόν αναφοράν, επειδή Εκείνου ένεκα τιμώμεν αυτούς, και καθ’ εαυτούς ότι ζώσαι εισίν εικόνες του Θεού. Το δε καθ’ εαυτούς διώρισται δουλικόν. Τας δε αγίας εικόνας σχετικώς ως της προ εκείνας τιμής επί τα πρωτότυπα αναφερομένης. Ο γαρ την εικόνα προσκυνών δια της εικόνος το
πρωτότυπο προσκυνεί».
Δηλαδή τούς αγίους τούς τιμούμε σαν φίλους Θεού που τιμούνται και από το Θεό. Η τιμή που τούς απονέμουμε είναι τιμή που αρμόζει σε βασιλικούς δούλους και σίγουρα δεν τούς λατρεύουμε όπως μας συκοφαντούν οι πλανεμένοι αιρετικοί, Προτεστάντες,
χιλιαστές και άλλοι.
Νεκτάριος Πενταπόλεως (20ος αιώνας)
Ο άγιος του αιώνα μας έχει γράψει μελέτη για τις άγιες εικόνες με πολλά επιχειρήματα υπέρ αυτών, εδώ
όμως θα μεταφέρουμε λίγα
σχόλιά του πάνω στον Όρο της 7ης Οικ. Συνόδου, που έχουν ως εξής· «Δια του Όρου αυτού απαγορεύεται κάθε λατρεία προς τις εικόνες, διότι η λατρεία μόνο στο Θεό ανήκει ... Ο Όρος αυτός της Συνόδου διατάσσει απλώς να κρεμαστούν οι εικόνες στην Εκκλησία για να
προσκυνούνται και όχι να λατρεύονται. Αυτοί που θα βλέπουν και
προσκυνούν τις εικόνες, να φέρνουν στη μνήμη
τους, τους εικονιζόμενους αγίους, να τους ποθούνε και να τους μιμούνται.
Έτσι καθιερώθηκε η αρχή που αρμόζει στην ευλάβεια της Εκκλησίας που έχει για τους αγωνιστές
της πίστεώς μας, τους μάρτυρες και τους Οσίους. Γιατί η ανθρώπινη ασθένεια χρειάζεται τα εξωτερικά αυτά σημεία για να μη λησμονεί τους ήρωες της πίστεώς μας.» Ο άγιος ιεράρχης παραθέτει και ένα επιχείρημα του Επισκόπου Παυλίνου (5ος αι.) που λέγει: «Ο
σκοπός των εικόνων μέσα στην Εκκλησία είναι η οικοδομή των πιστών δια των
αισθήσεων. Βλέποντας τις εικόνες οι πιστοί, θα βλέπουν σαν από ένα μεγάλο καθρέφτη τις αρετές και τα κατορθώματα των αγίων, τα οποία θα μιμούνται και θα αποφεύγουν την κακία».
Για σένα, αγαπητέ αναγνώστη, γράφτηκαν αυτές οι σελίδες, για να μάθεις σωστά τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, για την προσκύνηση των αγίων εικόνων, για να μην παρασύρεσαι από τις πονηρίες των αιρετικών και να διαφυλάξεις την ορθή πίστη μας και να τη μεταδώσεις στα παιδιά σου.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.