Σελίδες

30 Σεπ 2018

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΓΝΩΣΗΣ


Οι σχέσεις μεταξύ χριστιανικής πίστης και γνώσης (θύραθεν φιλοσοφίας = η κλασσική παιδεία των Ελλήνων Εθνικών «ειδωλολατρών» σε αντιδιαστολή προς την εκκλησιαστική), απασχόλησαν τους πιστούς ήδη από τους πρώτους χρόνους του Χριστιανισμού και ιδιαίτερα τους εκκλησιαστικούς συγγραφείς και Πατέρες της Εκκλησίας. Από δε την εποχή (4ος μ.Χ. αιώνας) των Καππαδοκών, δηλαδή του Μεγάλου Βασιλείου, του Γρηγορίου του Θεολόγου και του αδελφού τού Μεγάλου Βασιλείου τού Γρηγορίου Νύσσης, άρχισε να υιοθετείται μια ενιαία γραμμή για την αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού...

Η λύση που επιτεύχθηκε κατά την διάρκεια των πέντε πρώτων αιώνων δύναται να διακριθεί σε τρεις περιόδους, δηλαδή την αποστολική, την αλεξανδρινή και την κατά τον 4ο και 5ο αιώνα γενομένη σύνθεση των Καππαδοκών.
Αν και στις επιστολές τού Παύλου φαίνεται να υπάρχει μέγα χάσμα μεταξύ της ανθρώπινης σοφίας και της θείας Αποκάλυψης, όμως στην προς Ρωμαίους επιστολή του διαφαίνεται κάτι το διαφορετικό, αφού ομιλεί για φυσική αποκάλυψη, στον δε λόγο του επί του Αρείου Πάγου αναγνώρισε στο βωμό «του άγνωστου θεού» τον πόθο των ειδωλολατρών για την αναζήτηση της αλήθειας, προβάλλοντας την χριστιανική πίστη ως απάντηση στην αναζήτηση αυτή. Η θετική αυτή άποψη ενισχύθηκε αργότερα όταν μετά την λεγόμενη αποστολική σύνοδο στα Ιεροσόλυμα το 47 με 48 μ.Χ. η Εκκλησία κόβει οριστικά τον ομφάλιο ρόλο με τον Ιουδαϊσμό και προοδευτικά στρέφεται αποκλειστικά προς τον ελληνιστικό κόσμο.
Κατά τους μεταποστολικούς χρόνους επικρατούν στην Εκκλησία δύο τάσεις όσον αφορά την θύραθεν γνώση. Αυτές ήταν, η μάλλον επιφυλακτική στάση με κύριο εκπρόσωπό της τον Ειρηναίο Λουγδούνου και η μάλλον θετική με τον μάρτυρα Ιουστίνο. Εκτροπές αυτών ήταν η άκρως αρνητική θέση του Τερτυλλιανού και του Τατιανού και η άκρως θετική των Γνωστικών.
Πάντως όσον αφορά τον Τερτυλλιανό συμβαίνει το εξής παράδοξο. Ενώ απορρίπτει μετά βδελυγμίας και περιφρονεί την θύραθεν φιλοσοφία λέγοντας χαρακτηριστικά το περίφημο «Τι κοινό υπάρχει μεταξύ Αθηνών και Ιεροσολύμων; Ποία συμφωνία υπάρχει μεταξύ Ακαδημίας και Εκκλησίας» και θεωρεί τον Σωκράτη και τους άλλους μεγάλους φιλοσόφους ως διαστροφείς της αλήθειας και υπευθύνους των αιρέσεων, εν τούτοις η φιλοσοφία διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στη δόμηση του έργου του. Μάλιστα εκφράζει στο έργο του αυτό, φυσική θεολογία και αποκάλυψη, γιατί αναγνωρίζει κάποια δύναμη στην ανθρώπινη συνείδηση να σχηματίζει αμυδρή ιδέα περί Θεού λέγοντας «η ψυχή είναι από την φύση της χριστιανή». Η αντίληψη αυτή κατάγεται από τον στωικό Χρύσιππο κι έφτασε στον Τερτυλλιανό μέσω του Σενέκα, τον οποίο εκτιμούσε βαθύτατα. Συγχρόνως ο Τερτυλλιανός δανείσθηκε από την στωική φιλοσοφία και άλλες βασικές έννοιες, όπως την έννοια της φύσεως, με την βοήθεια των οποίων συγκρότησε την σκέψη του. Ακόμη τον Τερτυλλιανό επηρέασαν οι εκπρόσωποι του μέσου πλατωνισμού, όπως ο Αλβίνος.
Ο Ειρηναίος, που όπως προαναφέραμε κρατά επιφυλακτική στάση απέναντι στη γνώση, δεν ενδιαφέρονταν όπως ο Ιουστίνος για την φιλοσοφία. Η απάντησή του στο παρόν πρόβλημα είναι ευθεία και απλή, επηρέασε δε κατά πολύ ολόκληρη την μετέπειτα χριστιανική θεολογία. Η στάση του Ειρηναίου αποτελείται από δύο θέσεις. Κατά πρώτον υποστηρίζει, πως η ανθρώπινη γνώση αν και έχει αξία αδυνατεί να εννοήσει τον Θεό και το σχέδιό του για την σωτηρία του ανθρώπου. Γι’ αυτό άλλωστε τον λόγο καταπολεμεί τον γνωστικισμό ο οποίος πρέσβευε, ότι είναι δυνατόν να επιτευχθεί η σωτηρία του ανθρώπου διά των δικών του μέσων αρκεί να καταβάλλει προσπάθεια. Κατά δεύτερον ο Ειρηναίος σημείωνε, πως η σωτηρία επιτυγχάνεται μόνο με την πίστη σε ότι ο Θεός μας φανέρωσε και πολύ περισσότερο σε ότι έπραξε. Στην έλλειψη ορθής ιεραρχήσεως της πίστης και της γνώσης των Γνωστικών ο Ειρηναίος αντιπαρατάσσει την ορθή θέση της γνώσης έναντι της πίστης. Όταν δε, εξασφαλιστεί η πλήρης αποδοχή της αποκάλυψης του Θεού, τότε είναι δυνατόν η χριστιανική σκέψη να χρησιμοποιήσει τη γνώση για να εμβαθύνει σε ότι έχει αποδεχτεί με την πίστη και την αγάπη.
Σε αντίθεση με τον Ειρηναίο, ο Ιουστίνος δεν ισχυρίζεται πως η Αγία Γραφή αποτελεί αποκλειστική πηγή της αλήθειας. Παραδέχεται πως ο ανθρώπινος νους παρόλο που υποπίπτει σε λάθη μπορεί να βρει μέρος της αλήθειας. Η αντίληψη αυτή του Ιουστίνου πιθανόν να ενισχύονταν από την προσωπική του πείρα κατά την αναζήτηση της αλήθειας στις διάφορες φιλοσοφικές σχολές στις οποίες διήλθε πριν ασπασθεί τον Χριστιανισμό, τις οποίες θεώρησε ως προπαρασκευαστικό στάδιο. Τα επιτεύγματα των φιλοσόφων ήταν σπέρματα της αλήθειας τα οποία τους δόθηκαν από τον Λόγο (Χριστό), γι’ αυτό και μπορούν να θεωρηθούν αυτά ως ανήκοντα στους Χριστιανούς. Βέβαια υποστήριζε ο Ιουστίνος πως η πληρότητα υπάρχει μόνο εν Χριστώ, αλλά όσοι έζησαν και σκέφθηκαν σύμφωνα με τον σπερματικό λόγο, αν και δεν γνώριζαν για τον Χριστό, έζησαν εν τούτοις σύμφωνα με την αλήθεια.
Διατύπωσε δε, τρεις θεωρίες για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ χριστιανικής πίστης και ελληνικής φιλοσοφίας

1.   την περί σπερματικού λόγου αναφερθείσα θεωρία
2.   την περί ειδικής ελλάμψεως θεωρία προς ορισμένους Έλληνες φιλοσόφους και προς τους εκλεκτούς του Ισραήλ
3.   την παράδοξη για μας γνώμη, κατά την οποία, οι φιλόσοφοι διδάχτηκαν από τα συγγράμματα του Μωϋσή και των προφητών, από τα οποία συγγράμματα δανείστηκαν στοιχεία της αλήθειας

Κατά την τελευταία αυτή άποψη δεν μπόρεσαν οι φιλόσοφοι να ενοποιήσουν τα δοθέντα σ’ αυτούς σπέρματα της αλήθειας, ούτε πέτυχαν να φτάσουν την μοναδική πληρότητα της ζωντανής γνώσης του αληθινού Λόγου (Χριστού) με αποτέλεσμα την έλλειψη συμφωνίας μεταξύ τους και την δημιουργία ποικίλων φιλοσοφικών σχολών.
Οι θεωρίες αυτές, βρήκαν πρόσφορο έδαφος για περαιτέρω ανάπτυξη στην Αλεξάνδρεια. Πρώτος ο Αμμώνιος, ο δάσκαλος του Ωριγένη και του Πλωτίνου παραμέρισε την κοσμική απαισιοδοξία του Πυθαγόρα και του Πλάτωνα, η οποία ταύτιζε την ύλη με το κακό, καθώς και την στωική ειμαρμένη που ταύτιζε την θεία πρόνοια με έναν αδυσώπητο προορισμό ο οποίος αρνιόταν κάθε μορφή ελευθερίας. Αυτό δε, μπόρεσε να πραγματοποιηθεί, με την επίδραση της χριστιανικής διδασκαλίας για την δημιουργία του κόσμου από την θέληση ενός υπερβατικού Θεού και με την άρνηση κάθε ιδέας περί προϋπάρχουσας ύλης. Έτσι κάτω από αυτές τις συνθήκες η προσέγγιση ήταν πλέον ευκολότερη.
Και μάρτυρας των παραπάνω είναι λόγου χάρη τα κείμενα του Κλήμη του Αλεξανδρέα τα οποία είναι γεμάτα από περικοπές που έχουν ληφθεί από τους Έλληνες συγγραφείς. Η φιλοσοφία πλέον αναγνωρίζεται ως προπαιδευτική, η οποία αν και δεν είναι απολύτως αναγκαία, εν τούτοις χρησιμεύει για την χριστιανική γνώση. Μόνο οι αμαθείς φοβούνται την φιλοσοφία των Ελλήνων – όπως τα μικρά παιδιά που τρομάζουν ακούγοντας για φαντάσματα και ξωτικά – επειδή υστερούν και στην πίστη και στη γνώση. Η γνώση είναι ψεύτικη μόνο όταν βασίζεται στον ανθρώπινο παράγοντα και αγνοεί την Αγία Γραφή. Η χρησιμότητα της γνώσης έγκειται στο ότι διαφυλάσσει την διατύπωση της Γραφής από άστοχες χρήσεις και παρερμηνείες και βοηθάει στην αναίρεση των λαθών από την λάθος ερμηνεία. Η γνώση αυξάνει και με την αφομοίωση των αληθειών της πίστης και δια της ασκήσεως της φιλανθρωπίας, η δε αγάπη ολοκληρώνεται με την γνώση.
Ο Ωριγένης παρουσιάζεται πιο πολύ επιφυλακτικός από τον Κλήμη ως προς την χρήση της φιλοσοφίας, επειδή παραμένει περισσότερο προσηλωμένος στην Αγία Γραφή και την παράδοση της Εκκλησίας, χωρίς βέβαια να αρνείται την χρήση στοιχείων που έχουν «λεηλατηθεί» από τη θύραθεν παιδεία. Μάλιστα υποστηρίζει πως αυτά «μπορούν να χρησιμοποιηθούν για οικοδομή της χριστιανικής θεολογίας, καθόσον και αυτά προήλθαν από θεία έμπνευση. Η σοφία … αποτελεί την υψηλότερη δωρεά του Θεού προς τους ανθρώπους˙ αυτή όμως μόνον ο Χριστιανισμός κατέχει στην πληρότητά της».
Το χαρακτηριστικό της τρίτης περιόδου στις σχέσεις μεταξύ χριστιανικής πίστης και γνώσης, είναι η τάση της χριστιανικής σκέψης να οικειοποιηθεί την φιλοσοφία των Ελλήνων εντάσσοντας αυτή εκλεκτικά μέσα στην Εκκλησία. Η δυναμική και δημιουργική αυτή στάση σε σχέση με το παρελθόν φαίνεται πως αποτελεί την κεντρική γραμμή του έργου και της προσπάθειας των Καππαδοκών θεολόγων και ιδιαίτερα του Γρηγορίου του Θεολόγου, αφ’ ενός μεν λόγω των αιρέσεων, αφ’ ετέρου δε λόγω της απαγορεύσεως από τον αυτοκράτορα Ιουλιανό στους χριστιανούς να χρησιμοποιούν ελληνικά κείμενα.
Οι μεν αιρέσεις κρίθηκαν πως παρεκτράπηκαν από την ορθόδοξη διδασκαλία, γιατί επιχείρησαν να καταστήσουν την αποκαλυφθείσα αλήθεια λογοκρατικό σύστημα παραμερίζοντας το ακατάληπτο και υπερβατικό στοιχείο αυτής. Αντίθετα στην περίπτωση του Ιουλιανού οι Καππαδόκες με λόγους, επιστολές και ποιήματα υπεραμύνθηκαν του δικαιώματος της χρήσης της φιλοσοφίας από τους Χριστιανούς. Αυτό εκ πρώτης όψεως παρουσιάζει αντίθεση και αντίφαση. Εξετάζοντας ο Γρηγόριος τις αιρέσεις, τονίζει το επισφαλές της γνώσης και τα αρνητικά αυτής στοιχεία, ενώ έναντι της θύραθεν παιδείας υιοθετεί μάλλον μια πιο ήπια στάση καταβάλλοντας προσπάθεια, προκειμένου να ενταχθεί η ελληνική φιλοσοφία εντός των χριστιανικών πλαισίων.
Βασικά τρία ήταν τα πνευματικά ρεύματα κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα: ο εθνικός ελληνισμός, ο αιρετικός χριστιανικός ελληνισμός και ο ορθόδοξος ελληνισμός. Μέσα σ’ αυτό το πολιτιστικό πλαίσιο λοιπόν, κινείται ο Γρηγόριος και προσπαθεί να ορίσει και να εκτιμήσει τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματα των δύο πρώτων. Αντικειμενικός του σκοπός δεν είναι η συγκρότηση ενός συστήματος που θα περιέχει επιλεκτικά στοιχεία των δύο παραπάνω τα οποία θα είναι διαποτισμένα με χριστιανικά διδάγματα, αλλά η συνειδητή και φωτισμένη χρήση κάθε καλού και η «αιχμαλωσία κάθε νοήματος εις Χριστόν» όπως λέει.
Κατά τον 4ο μ.Χ. αιώνα ο Χριστιανισμός αριθμούσε τους πιστούς του κυρίως μεταξύ των αστών κατοίκων των μεγάλων πόλεων, ενώ η ειδωλολατρία περιορίζονταν κυρίως μεταξύ των αγροτικών πληθυσμών, οι οποίοι ως γνωστόν είναι ανέκαθεν συντηρητικοί σε οτιδήποτε καινούργιο παρουσιαστεί στην ανθρώπινη ιστορία και είναι αντίθετοι σε ριζικές μεταβολές, ιδίως όταν αυτές αναφέρονται στο θρησκευτικό πεδίο. Εκτός τούτων οι ανώτερες τάξεις των ευγενών είχαν υιοθετήσει μάλλον εκλεκτική στάση απέναντι στον Χριστιανισμό, χωρίς βέβαια να πάψουν, κάθε φορά που οι περιστάσεις το επέτρεπαν να υποστηρίζουν την ειδωλολατρία.
Αυτή κυρίως ανθούσε στους ακαδημαϊκούς κύκλους, στους οποίους υπήρχαν ειδωλολάτρες καθηγητές και φιλόσοφοι δημόσια γνωστοί για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Η κατάσταση αυτή συνεχίσθηκε μέχρι τα τέλη του 6ου μ.Χ. αιώνα, πιθανόν δε και για πολύ καιρό αργότερα. Παρά ταύτα όμως, οι έντονες διαμαρτυρίες των Χριστιανών, όπως λόγου χάρη του Γρηγορίου για τον νόμο του Ιουλιανού που απαγόρευε την διδασκαλία και την παρακολούθηση φιλοσοφικών μαθημάτων στους Χριστιανούς και η δίωξη Χριστιανών δασκάλων στην Ανατολή όπως του Προαιρεσίου, δείχνουν την σημαντική επίδραση και διείσδυση του Χριστιανισμού μεταξύ των μορφωμένων τάξεων του 4ου μ.Χ. αιώνα.
Πάντως η θέση των Χριστιανών απέναντι στις φιλοσοφικές σπουδές δεν ήταν ομόφωνη. Γιατί πολλοί Χριστιανοί γονείς θεωρούσαν ως αναγκαίες τις σπουδές αυτές για την επαγγελματική εξέλιξη των παιδιών τους γι’ αυτό και τα έστελναν σε γνωστούς ειδωλολάτρες δασκάλους. Γνωστή άλλωστε μας είναι από την θρησκευτική ιστορία η στάση των γονιών του Γρηγορίου και του Μεγάλου Βασιλείου οι οποίοι τους έστειλαν στις ειδωλολατρικές φιλοσοφικές σχολές, όπως έκανε αργότερα κάτι ανάλογο και η Ανθούσα η μητέρα του Ιωάννη του Χρυσόστομου όταν τον εμπιστεύτηκε στο μεγάλο φιλόσοφο και ρήτορα της εποχής εκείνης τον Λιβάνιο.
Τα παραπάνω όμως δεν πρέπει να θεωρηθούν ως κάτι το συνηθισμένο στους Χριστιανικούς κύκλους του 4ου μ.Χ. αιώνα. Γιατί άλλοι Χριστιανοί οι οποίοι εμφορούνταν από συντηρητικό πνεύμα έβλεπαν με δυσπιστία και δυσφορία αυτή την τακτική. Ο Γρηγόριος αναφέρει πως πολλοί σύγχρονοί του Χριστιανοί έβλεπαν την θύραθεν παιδεία «ως κακόβουλη και σφαλερή και απέχουσα πολύ μακριά από τον Θεό». Χαρακτηριστικό εν προκειμένω, είναι το γνωστό όνειρο του Ιερώνυμου μαθητή και θαυμαστή του Γρηγορίου. Το γεγονός αυτό έχει ως εξής. Το 373 μ.Χ. ο Ιερώνυμος αποφασίζει να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους. Όμως μια σοβαρή ασθένεια η οποία στοιχίζει τη ζωή σε δύο συνοδοιπόρους του και φίλους του τον καθηλώνει στο κρεβάτι στην Αντιόχεια. Εκεί βλέπει όραμα πως ο Θεός τον τιμωρεί επειδή είναι περισσότερο Κικεριανός παρά Χριστιανός, θαυμαστής δηλαδή της γλώσσας και του περίτεχνου ύφους του Ρωμαίου ρήτορα Κικέρωνα. Όπως το περιγράφει ο ίδιος, βρέθηκε μπροστά στον Ουράνιο Κριτή λέγοντάς του «Christianus sum» (είμαι Χριστιανός) για να λάβει την αυστηρή απάντηση «Ciceronianus es, non Christianus» (Κικεριανός είσαι, όχι Χριστιανός). Αυτό το γεγονός τον έκανε να στραφεί στην μελέτη της Αγίας Γραφής την οποία μετέφρασε αργότερα στα Λατινικά στην απλή γλώσσα του λαού, με αποτέλεσμα να γίνει η επίσημη μετάφραση της Καθολικής Εκκλησίας και η οποία μας είναι γνωστή με την επωνυμία Βουλγάτα

    
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δημητρίου Γ. Τσάμη: Θέματα Πατερικής Θεολογίας, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1976
2. Στυλιανός Παπαδόπουλος: Πατρολογία, Τόμος Α΄
 
 
 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.