Όπως
είναι γνωστό στους περισσότερους, τους ασχολουμένους με τα θρησκευτικά
ζητήματα, ένας από τους πιο σπουδαίους λόγους που συνετέλεσε στο σχίσμα της
Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας υπήρξε η προσθήκη στο «Σύμβολο της Πίστης» (το
γνωστό μας «Πιστεύω») του όρου Filioque (Φιλιόκβε) από τους
Δυτικούς. Πριν όμως δούμε τις θεολογικές προϋποθέσεις της γέννησης του Filioque στην παράδοση της Δύσης, οφείλουμε να
κάνουμε δύο απαραίτητες διευκρινίσεις. Η μία αφορά το τι σημαίνει ο όρος Filioque και η άλλη το τι σημαίνουν οι
όροι Θεολογία
και Οικονομία
στη θεολογική γλώσσα:
1. Ας δούμε
λοιπόν το τι σημαίνει η λέξη «Filioque». Η λέξη αυτή είναι λατινικής προέλευσης
και είναι σύνθετη λέξη αποτελούμενη από το Filius = υιός και το que = και, και όλο μαζί
σημαίνει «και εκ του υιού». Αφορά την εκπόρευση του Αγίου
Πνεύματος. Όμως, ας γίνουμε πιο αναλυτικοί και συνεπώς πιο κατανοητοί.
Στο
«Σύμβολο της Πίστεως» γνωστότερο και
ως «Πιστεύω», ομολογούμε την πίστη
μας «…και εις το Πνεύμα το Άγιον … το
εκ του Πατρός εκπορευόμενον». Δίπλα στη φράση, λοιπόν, που λέει ότι
το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται δηλαδή προέρχεται αΐδια (= αιώνια, χωρίς
αρχή και τέλος) από τον Πατέρα, οι Δυτικοί πρόσθεσαν και τη λέξη Filioque, δηλαδή πως το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται
όχι μόνο από τον Πατέρα, αλλά και από τον Υιό. Ορίστε πως διαμορφώνεται –
σύμφωνα με τους Δυτικούς – στο συγκεκριμένο σημείο το «Πιστεύω»: «…και εις το Πνεύμα το Άγιον … το εκ του Πατρός και εκ του Υιού
εκπορευόμενον».
2. Ας
έλθουμε τώρα στους όρους Θεολογία και Οικονομία.
Στη θεολογική γλώσσα όταν λέμε πως κάνουμε Θεολογία εννοούμε πως
ασχολούμαστε με τις ενδοτριαδικές σχέσεις δηλαδή τις σχέσεις των προσώπων της
Αγίας Τριάδας, του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Όταν λέμε πως
κάνουμε Οικονομία εννοούμε πως ασχολούμαστε με τις σχέσεις των
προσώπων της Αγίας Τριάδας με τον κόσμο, όπως λόγου χάρη πως ο Υιός έγινε
άνθρωπος για να σώσει τους ανθρώπους από την αμαρτία ή με τον φωτισμό των
μαθητών του Κυρίου από το Άγιο Πνεύμα την ημέρα της Πεντηκοστής κ.λ.π.
Αφού
λοιπόν ξεκαθαρίσαμε τη σημασία των όρων Θεολογία και Οικονομία, αξίζει να
αναφέρουμε πως στην θεολογική παράδοση της Δύσης πριν από τον Αυγουστίνο
γινόταν σύγχυση μεταξύ Θεολογίας και Οικονομίας. Για να είμαστε όμως
ακριβοδίκαιοι πρέπει να τονίσουμε, πως πριν από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο
στην Νίκαια, η σύγχυση αυτή δεν γινόταν μόνο στη Δύση αλλά και στην Ανατολή.
Έλληνες και Λατίνοι Πατέρες στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις διάφορες
αιρέσεις και αιρετικούς του 2ου και 3ου αιώνα
(Μοναρχιανισμός, Πραξέας, Νοητός, Σαβέλλιος κ.λ.π.) αναγκάζονταν να κάνουν
Θεολογία, να αναφερθούν δηλαδή στις ενδοτριαδικές σχέσεις των προσώπων της
Αγίας Τριάδας, μέσα στα πλαίσια των οικονομικών τους σχέσεων με τον κόσμο.
Η
τάση όμως αυτή να γίνεται Θεολογία μέσα στα πλαίσια της Οικονομίας, έλαβε
οριστικό τέλος στην Ανατολή μετά την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο στην Νίκαια το
325 μ.Χ., με πρωτεργάτες τον Μέγα Αθανάσιο και τους Καππαδόκες Πατέρες (Μέγα
Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο και Γρηγόριο Νύσσης). Ο λόγος ήταν, πως με το
ξέσπασμα των μεγάλων τριαδολογικών αιρέσεων του 4ου αιώνα (Αρειανισμός
κ.λ.π.), οι οποίες αποτελούσαν ακραίες συνέπειες και εκφάνσεις της τάσης αυτής,
έγινε πλέον αντιληπτό σε πόσο μεγάλες κακοδοξίες μπορούσε να οδηγήσει η θεώρηση
των ενδοτριαδικών σχέσεων μέσα στα οικονομικά πλαίσια.
Αντίθετα
στη Δύση, όπου οι ιστορικοδογματικές συνθήκες ήταν διαφορετικές από την
Ανατολή, η τάση αυτή συνέχισε ανενόχλητα την πορεία της. Συγκεκριμένα οι
τριαδολογικές αιρέσεις του 4ου αιώνα δεν παρουσίασαν στη Δύση τη
φιλοσοφική και θεολογική ανάπτυξη που γνώρισαν στην Ανατολή, απλώς αρκέστηκαν
να θεμελιώσουν την κτιστότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος δηλαδή πως Υιός
και το Άγιο Πνεύμα είναι δημιουργήματα του Θεού – Πατέρα, με βάση το οικονομικό
τους έργο στον κόσμο. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τους Λατίνους Πατέρες να
επικεντρώσουν το ενδιαφέρον τους κυρίως στο να αποδείξουν την ομοουσιότητα του
Υιού και του Αγίου Πνεύματος με τον Πατέρα, με βάση ακριβώς το έργο που
επιτελούν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας στον κόσμο (Οικονομία). Έτσι, παρά το
γεγονός πως οι μεγάλοι Λατίνοι Πατέρες του 4ου αιώνα, όπως ο Ιλάριος
Πουατιέ και ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, ήταν θερμοί υπέρμαχοι του συμβόλου της
Νίκαιας («Πιστεύω») και της
Τριαδολογίας του Μεγάλου Αθανασίου και των Καππαδοκών Πατέρων, συνέχιζαν να
κάνουν Θεολογία μέσα στα πλαίσια της Οικονομίας, χωρίς στα έργα τους να
διακρίνουν σαφώς ανάμεσα στην αΐδια εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον
Πατέρα και την οικονομική του αποστολή στον κόσμο.
Η
συγκεχυμένη αυτή στάση τους ενισχύεται και επιτείνεται και από τις αρχαίες λατινικές
μεταφράσεις της Καινής Διαθήκης καθώς και της Βουλγάτας (= η επίσημη μετάφραση)
του αγίου Ιερώνυμου. Γιατί στις μεταφράσεις αυτές το ρήμα «εκπορεύεται» , Ιωάννη 15:26,“όταν έλθει ο Παράκλητος, τον οποίο εγώ θα σας στείλω από τον Πατέρα,
το Πνεύμα της αληθείας, το οποίο «εκπορεύεται» από τον Πατέρα”, το οποίο κατά τους
ανατολικούς Πατέρες του 4ου αιώνα χαρακτηρίζει την αΐδια προέλευση
του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα, ταυτίζεται σημασιολογικά με το ρήμα «εξήλθα»
, Ιωάννη 8:42, “διότι εγώ από τον Θεό «εξήλθα”
που αναφέρεται στον Υιό. Το ρήμα όμως αυτό το «εξήλθα» εκφράζει
κατά τους Λατίνους Πατέρες – κυρίως μετά το ξέσπασμα του Αρειανισμού – όχι μόνο
την αποστολή του Υιού στον κόσμο (Οικονομία) αλλά και την αΐδια προέλευση του
Υιού από τον Πατέρα (Θεολογία). Και τα δύο αυτά ρήματα αποδίδονται στα λατινικά
με το ρήμα «procedere» = προέρχεσθαι. Με άλλα λόγια
το ρήμα «procedere» δεν
χρησιμοποιείται στη λατινική θεολογική παράδοση, για να δηλώσει αποκλειστικά
και μόνο την αΐδια προέλευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα, αλλά και αυτή
του Υιού, καθώς επίσης και την οικονομική τους αποστολή στον κόσμο. Αν λοιπόν,
εκτός από την τάση των Λατίνων Πατέρων του 4ου αιώνα να κάνουν
Θεολογία μέσα στα πλαίσια της Οικονομίας, ληφθεί υπόψη και η βιβλική αυτή
ορολογιακή προϋπόθεση, αντιλαμβανόμαστε ότι η σύγχυση που υπάρχει σ’ αυτούς
ανάμεσα την αΐδια εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα και την οικονομική
του αποστολή στον κόσμο ήταν σχεδόν αναπόφευκτη.
Για
παράδειγμα, ο Ιλάριος Πουατιέ αναφερόμενος στο πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος σε
σχέση με το έργο του στον κόσμο, όπως μαρτυρείται σε ορισμένα χωρία της Αγίας
Γραφής, γράφει χαρακτηριστικά: «Σχετικά
με το θέμα αυτό (εννοεί της προέλευσης του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα ή από
τον Υιό, όπως δέχονταν ορισμένοι αιρετικοί) ο Κύριός μας δεν μας άφησε σε
αβεβαιότητα, γιατί … είπε τα εξής: “Έχω πολλά ακόμη να σας πω, αλλά δεν
μπορείτε να τα βαστάξετε τώρα. Αλλ’ όταν έλθει εκείνος, το Πνεύμα της αληθείας,
θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια, διότι δεν θα μιλήσει από τον εαυτό του,
αλλά θα πει όσα ακούσει και θα σας αναγγείλει εκείνα που μέλλουν να συμβούν.
Εκείνος εμένα θα δοξάσει, διότι θα πάρει από ό,τι είναι δικό μου και θα σας το
αναγγείλει. Όλα όσα έχει ο Πατέρας μου, είναι δικά μου. Γι’ αυτό σας είπα ότι
θα πάρει από ό,τι είναι δικό μου και θα σας το αναγγείλει” Ιωάννη 16:12 – 15. Κατά συνέπεια (εννοεί το Πνεύμα) λαμβάνει από τον
Υιό … αποστέλλεται από τον Πατέρα και εκπορεύεται από τον Πατέρα. Τώρα ρωτώ, αν
το να λαμβάνει από τον Υιό είναι το ίδιο πράγμα με το εκπορεύεται από τον
Πατέρα. Αλλά αν κανείς πιστεύει ότι υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ του να
λαμβάνει από τον Υιό και του να εκπορεύεται από τον Πατέρα, (εννοεί εγώ θα
απαντούσα ότι) ασφαλώς το να λαμβάνει από τον Υιό και το να λαμβάνει από τον
Πατέρα είναι ένα και το αυτό πράγμα» De Trinitate VIII, 20, PL 10, 250 C – 251 A.
Παρατηρούμε
λοιπόν, πως στην προκειμένη περίπτωση ο Ιλάριος Πουατιέ κάνοντας Θεολογία μέσα
στα πλαίσια της Οικονομίας, φαίνεται πως κατά κάποιο τρόπο ταυτίζει
σημασιολογικά το «λαμβάνει» (accipere) με το «εκπορεύεσθαι»
(procedere), με αποτέλεσμα
να συγχέει την αΐδια προέλευση του Αγίου Πνεύματος από τον Πατέρα με την
οικονομική αποστολή του στον κόσμο που γίνεται από τον Πατέρα και τον Υιό ή από
τον Πατέρα διά του Υιού.
Βέβαια,
το πόσο ασαφή και συγκεχυμένα είναι τα πράγματα στον Ιλάριο φαίνεται και από
ένα άλλο σημείο του έργου του, στο οποίο, ενώ συγχέει τις αΐδιες με τις
οικονομικές ιδιότητες του Υιού και του Πνεύματος, παρουσιάζεται κατά κάποιο
τρόπο να διακρίνει την εκπόρευση του Πνεύματος από τον Πατέρα με αυτή της
αποστολής του στον κόσμο διά του Υιού. Ρωτάει λοιπόν, «πως πρέπει να θεωρούμε αυτό (εννοεί το Πνεύμα) που αποστέλλει ο Υιός
από τον Πατέρα, ως λαμβανόμενο, ως αποστελλόμενο ή ως γεννητό; Γιατί τα λόγια
αυτά του Χριστού, ότι θα το στείλει από τον Πατέρα, πρέπει να δηλώνουν είτε τον
ένα είτε τον άλλο τρόπο αποστολής» De Trinitate VIII, 19, PL 10, 250 Β. Και απαντά ο ίδιος: «Ο Υιός θα αποστείλει από τον Πατέρα εκείνο
το Πνεύμα της αληθείας που εκπορεύεται από τον Πατέρα» De Trinitate
VIII, 19, PL 10, 250 Β.
Αλλά
και ο σύγχρονος του Ιλάριου Πουατιέ, ο Μάριος Βικτωρίνος ο Αφρικανός, διατυπώνει
την διδασκαλία του για την αΐδια προέλευση του Αγίου Πνεύματος μέσα σε καθαρά
οικονομικά και όχι θεολογικά πλαίσια. Αναφερόμενος στο χωρίο Ιωάννη 16:7 «διότι εάν δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έλθει σ’ εσάς˙ ενώ εάν φύγω,
θα σας τον στείλω» σημειώνει χαρακτηριστικά: «Υπάρχουν λοιπόν δύο (εννοεί πρόσωπα), που προέρχονται το καθένα από
άλλο: το Άγιο Πνεύμα, που προέρχεται από τον Υιό, και ο Υιός, που προέρχεται
κατά λογική συνέπεια από τον Θεό (Πατέρα)» Adversus
Arium I, 13, PL 8, 1048 A. Αναφερόμενος
επίσης και αυτός στο χωρίο Ιωάννη 16:14
– 15 «διότι θα πάρει από ό,τι είναι
δικό μου και θα σας το αναγγείλει. Όλα όσα έχει ο Πατέρας μου, είναι δικά μου.
Γι’ αυτό σας είπα ότι θα πάρει από ό,τι είναι δικό μου και θα σας το
αναγγείλει» γράφει: «πρώτα είναι η
ζωή και από αυτόν που είναι η ζωή (εννοεί προέρχεται) η νόηση. Η ζωή είναι
πραγματικά ο Χριστός˙ η νόηση το Πνεύμα. Το Πνεύμα λοιπόν λαμβάνει από τον
Χριστό, ο Χριστός από τον Πατέρα και κατά συνέπεια και το Πνεύμα (εννοεί
λαμβάνει διά μέσου του Χριστού) από τον Πατέρα» Adversus
Arium I, 13, PL 8, 1048 B. Όπως σημειώνει
επιγραμματικά σε άλλο σημείο «ό,τι έχει
το Πνεύμα το λαμβάνει από τον Υιό του Θεού» Adversus
Arium I, 13, PL 16, 1050 B.
Είναι
περισσότερο από φανερό από τα παραπάνω αποσπάσματα, πως ο Μάριος Βικτωρίνος
συγχέοντας τη Θεολογία με την Οικονομία, χρησιμοποιεί χωρία της Αγίας Γραφής τα
οποία αναφέρονται κατ’ εξοχήν στο έργο του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο, για να
περιγράψει τις σχέσεις του με τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδας, χωρίς να
επιχειρήσει να κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα στην αΐδια υπαρκτική του προέλευση
και την οικονομική του αποστολή στον κόσμο.
Παρόμοια
με τους παραπάνω Λατίνους Πατέρες θεολογεί για το πρόσωπο του Αγίου Πνεύματος
και ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας μας ο Αμβρόσιος Μεδιολάνων, παρά το γεγονός
πως υπήρξε, ως γνωστόν, μαθητής και μεταφραστής των έργων του Μεγάλου Βασιλείου
και του Δίδυμου του Τυφλού. Αναφερόμενος στο οικονομικό έργο του Αγίου
Πνεύματος στον κόσμο τονίζει πως δεν χωρίζεται από τον Πατέρα και τον Υιό,
επειδή ακριβώς «εκπορεύεται» (procedit) από τον Πατέρα και τον Υιό. Βέβαια στην
προκειμένη περίπτωση ο Αμβρόσιος δεν αναφέρεται στην αΐδια εκπόρευση του Αγίου
Πνεύματος αλλά στη χρονική του αποστολή στον κόσμο. Παρόλα αυτά όμως προξενεί
εντύπωση πως χρησιμοποιεί το βιβλικό ρήμα «εκπορεύεσθαι» (procedere), που τόσο για
τους Καππαδόκες Πατέρες και τον Δίδυμο τον Τυφλό όσο και για το σύμβολο της
Κωνσταντινουπόλεως – που συμπλήρωσε τα υπόλοιπα άρθρα του «Πιστεύω» για το Άγιο Πνεύμα – εκφράζει κατ’ εξοχήν την αΐδια προέλευση
του Πνεύματος από τον Πατέρα. Είναι πολύ πιθανόν πως η ασυμφωνία αυτή εξηγείται
κυρίως από το γεγονός πως ο Αμβρόσιος ως γνήσιος μαθητής του Μεγάλου Βασιλείου
δεν θεωρεί το ρήμα «εκπορεύεται» (procedit) του χωρίου Ιωάννη 15:26 “όταν έλθει ο
Παράκλητος, τον οποίο εγώ θα σας στείλω από τον Πατέρα, το Πνεύμα της αληθείας,
το οποίο «εκπορεύεται» από τον Πατέρα”, ως δηλωτικό του
υποστατικού ιδιώματος του Αγίου Πνεύματος. Για τον Αμβρόσιο, όπως και για τον
Μέγα Βασίλειο, το «εκπορεύεται» του ιωάννειου αυτού χωρίου δεν σημαίνει
τίποτε περισσότερο από το «προέρχεται». Με μία όμως σημαντική διαφορά. Πως ενώ
για τον Μέγα Βασίλειο εκφράζει την αΐδια προέλευση του Πνεύματος από τον
Πατέρα, για τον Αμβρόσιο εκφράζει και οικονομική του φανέρωση από τον Υιό. Η
διαφοροποίηση αυτή του Αμβρόσιου από τον Μέγα Βασίλειο δεν είναι δύσκολο να
εξηγηθεί˙ οφείλεται κατά πρώτον στην αδυναμία της λατινικής θεολογικής γλώσσας,
κατά την οποία, όπως έχουμε ήδη πει, το ρήμα procedere τόσο στις λατινικές μεταφράσεις της
Καινής Διαθήκης όσο και στη λατινική θεολογική παράδοση δηλώνει όχι μόνο την
αΐδια προέλευση αλλά και την οικονομική αποστολή στον κόσμο του Υιού και του
Πνεύματος. Επιπλέον, πράγμα που είναι και το πιο σημαντικό, πως ο Αμβρόσιος
συνεχίζει εν προκειμένω την παράδοση των προηγουμένων Λατίνων Πατέρων,
κάνοντας Θεολογία μέσα στα πλαίσια της Οικονομίας, χωρίς να διακρίνει ξεκάθαρα
ανάμεσα στην αΐδια εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος και την οικονομική του
αποστολή στον κόσμο.
Παρόλα
αυτά αξίζει να τονιστεί προς άρση οποιασδήποτε παρεξήγησης κανένας από τους
Λατίνους αυτούς Πατέρες δεν διανοήθηκε ούτε βέβαια έφθασε στο σημείο να
εισηγηθεί ξεκάθαρα και εκπεφρασμένα τη διδασκαλία του Filioque (Φιλιόκβε), όπως έκανε λίγο αργότερα ο ιερός
Αυγουστίνος, ανοίγοντας έτσι ένα καινούργιο κεφάλαιο στην ιστορία της δυτικής
θεολογίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Γεώργιος
Μαρτζέλλος: Ορθόδοξο Δόγμα και Θεολογικός Προβληματισμός
2. Καινή Διαθήκη της Αποστολικής Διακονίας της
Εκκλησίας της ΕλλάδοςΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.