Σελίδες

10 Φεβ 2019

Δεν γίνομαι καλός άνθρωπος για να κερδίσω τον παράδεισο. Δεν αγαπώ για να κερδίσω τον παράδεισο. Δεν κάνω τις καλές πράξεις για να κερδίσω τον παράδεισο …


Είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο, πως όχι μόνο οι πιστοί αλλά και άτομα που δεν θρησκεύουν, έχουν μια στρεβλή εικόνα για τον Θεό και την αμαρτία. Έτσι δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, στα όρια τής χριστιανικής ζωής, ακόμη και μέσα σε θεολογικούς κύκλους, η έννοια τής αμαρτίας έχει επιβαρυνθεί με πολλές επιδράσεις, ξένες προς το βιβλικό και το πνεύμα τής ορθόδοξης θεολογίας. Η αμαρτία κατά τις παραπάνω επιδράσεις παρουσιάζεται σαν μια παράβαση θείας εντολής, πράγμα που δημιουργεί νομικό και δικαιϊκό πρόβλημα σε σχέση με τη θεία τάξη, η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί και να αποκατασταθεί. Ταυτόχρονα μια σκοτεινή ενοχή, αβυσσαλέα και μυστηριώδης ταλαιπωρεί τη ζωή των χριστιανικών λαών, με αποτέλεσμα να αποτυγχάνει η ουσιαστική σχέση τού Θεού με τον άνθρωπο και τον προορισμό του...

Και πώς να μην αποτυγχάνει αυτή η σχέση αφού ο Θεός στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζεται σαν εισαγγελέας ή σαν χωροφύλακας μιας απρόσωπης δικαιϊκής τάξης. Οι εντολές, που τις παραβιάζει ο άνθρωπος, προσβάλλουν τον Θεό και τον εξοργίζουν. Εξάλλου, στο στρεβλό αυτό πλάνο, εμφανίζεται και ο Διάβολος ο οποίος όχι μόνο παρασέρνει τον άνθρωπο στις παραβάσεις αυτές, αλλά και είναι το τιμωρό όργανο του Θεού. Έτσι τα δεινά και οι τιμωρίες που βρίσκουν και σωρεύονται στους αμαρτωλούς ανθρώπους είναι δίκαιες και αναγκαίες. Παρενθετικά αναφέρομαι, πως σύμφωνα με την ορθόδοξη θεολογία τα δεινά που βρίσκουν τους ανθρώπους είναι για να τους παιδαγωγήσουν και να τους δυναμώσουν, και όχι για να γίνουν ηθικά φρόνιμοι, αλλά για να φτάσουν με επιτυχία στον προορισμό τους.
Όσον αφορά τώρα τις περιπτώσεις του παραδείσου και της κόλασης η στρεβλή εικόνα των ανθρώπων τις παρουσιάζει ως εξής. Οι δίκαιοι απέναντι στις θείες εντολές αμείβονται και μάλιστα η αμοιβή τους αυτή παρέχεται κυρίως και σε μέγιστο βαθμό στον παράδεισο, ενώ οι παραβάτες των θείων εντολών τιμωρούνται οριστικά και αμετάκλητα στην κόλαση. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα η σχέση Θεού και ανθρώπου να βασίζεται στον φόβο, τον υπολογισμό και τον ωφελιμισμό. Και το αστείο της υπόθεσης; Πως η αγάπη του Θεού και η θεία φιλανθρωπία ή δωρεά μνημονεύονται κατά κόρον, αλλά όπως λέει και το Ευαγγέλιο «εις ώτα μη ακουόντων», αφού πάντοτε η θέση τους είναι στο περιθώριο!  
Ας πάρουμε όμως την δωρεά και την αγάπη του Θεού από το περιθώριο και ας τις βάλουμε σε πρώτο πλάνο μήπως καταφέρουμε τελικά να απελευθερωθούμε από ενοχές και στρεβλώσεις και αποκτήσουμε σωστή και ουσιαστική σχέση με τον Θεό. Την φιλανθρωπία ή δωρεά λοιπόν την ονομάζουμε και θεία Χάρη. Κατ’ αρχάς η θεία Χάρη δεν είναι μια δύναμη, αλλά είναι το σύνολο των θείων ενεργειών. Είναι η ίδια η παρουσία του Θεού, η οποία δεν ζητάει αντάλλαγμα. Ό,τι παρίσταται χωρίς αντάλλαγμα οι άνθρωποι συνηθίζουμε να το ονομάζουμε δωρεά, χάρισμα. Η παρουσία λοιπόν του Θεού ονομάζεται θεία Δωρεά, θείο Χάρισμα, θεία Χάρη. Σ’ αυτή την πορεία τής σωτηρίας που ο άνθρωπος ταπεινώνεται, μετανοεί, αγαπά και εν τέλει γίνεται άνθρωπος, εκεί βρίσκεται η παρουσία τού Θεού. Η παρουσία του Θεού δεν υπάρχει για να ανταμείψει τον άνθρωπο για όσα έκανε. Γι’ αυτό άλλωστε είναι δωρεά, είναι χάρη. Ο Θεός δεν έρχεται να ζήσει μαζί σου – να κάνει σκηνή μαζί σου, όπως λένε τα τροπάριά μας – επειδή εσύ τον αγαπάς, επειδή έκανες όλα όσα έπρεπε. Δεν ανταποδίδει τίποτα ο Θεός σ’ αυτά που έκανες. Ο Θεός υπάρχει γι’ αυτό που είσαι, γιατί είσαι ένας άνθρωπος. Είσαι ένα ον που αγαπάει και ένα ον που αγαπιέται. Ο Θεός υπάρχει εκεί που είσαι.
Από τα παραπάνω λοιπόν γίνεται εύκολα κατανοητό πόσο μακριά βρίσκεται αυτή η αντίληψη σωτηρίας από την αντίληψη τής λεγόμενης «μισθαποδοσίας», η οποία κυριάρχησε στη δυτική εκδοχή τού Χριστιανισμού και δυστυχώς σχεδόν κυριαρχεί και σ’ εμάς σήμερα. Γιατί δεν γίνομαι καλός άνθρωπος για να κερδίσω τον παράδεισο. Δεν αγαπώ για να κερδίσω τον παράδεισο. Δεν κάνω τις καλές πράξεις για να κερδίσω τον παράδεισο. Αυτό ενέχει ιδιοτέλεια. Αλλά η ιδιοτέλεια είναι μακράν της αγάπης. Η αγάπη δεν μπορεί να έχει ιδιοτέλεια. Συχνά έχουμε μεγάλη δυσκολία να αντιληφθούμε την διάκριση και την διαφορά μεταξύ ιδιοτελούς και ανιδιοτελούς αγάπης.
Και αυτό συμβαίνει διότι θεωρούμε λανθασμένα πως η αγάπη είναι ένα συναίσθημα. Η αγάπη όμως δεν είναι συναίσθημα. Είναι κατάσταση. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα στο Ευαγγέλιο που διαβάζεται την Κυριακή τής Απόκρεω και αφορά στην παραβολή της μέλλουσας Κρίσης (Ματθαίος 25:31 – 46). Εκεί λοιπόν έκπληκτοι διαπιστώνουμε πως αυτοί που αγαπούν δεν ξέρουν ότι αγαπούν! Γιατί όταν τους λέει ο Κύριος ότι ζουν μαζί του, αυτοί δείχνουν να ψάχνονται και να αναρωτιούνται: πότε σε είδαμε να πεινάς και σε ταΐσαμε ή γυμνό και σε ντύσαμε ή ξένο και σε περιμαζέψαμε ή στη φυλακή και σε επισκεφτήκαμε. Μιλάμε λοιπόν για κατάσταση αγάπης και όχι συναίσθημα. Επειδή το συναίσθημα έρχεται και παρέρχεται ενώ η κατάσταση παραμένει εσαεί.  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δημήτρης Μαυρόπουλος, «Διερχόμενοι διά του Ναού», εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2009
2. Νίκου Α. Ματσούκα: Το πρόβλημα του κακού, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Γ΄ Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1992 
 
 
 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

 

1 σχόλιο:

  1. Καλησπέρα, κ. Χρήστο, και συγχαρητήρια για το άρθρο! Όντως όπως είπε και ο π. Φιλόθεος Φάρος «Σήμερα ο τρόπος ζωής όλων μας δείχνει ότι δεν πιστεύουμε. Προσεγγίζουμε την πίστη σαν ένα καταναλωτικό αγαθό. Έχουμε από αυτό, από εκείνο, τα έχουμε όλα και λέμε άντε τώρα να εξασφαλίσουμε και ένα οικοπεδάκι στον παράδεισο».

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.