Σελίδες

28 Οκτ 2019

Απροϋπόθετος ή Εμπροϋπόθετος η Ενσάρκωση του Θείου Λόγου, δηλαδή, θα ερχόταν ο Χριστός αν δεν αμάρτανε ο Αδάμ;

Του Γεωργίου Κυριαζόπουλου


Αποφάσισα να ασχοληθώ με τη παρούσα μελέτη, όχι γιατί θα μπορούσα να δώσω απάντηση σε ένα τόσο δύσκολο, θεολογούμενο  θέμα, αλλά για να  κάνω όσο το δυνατόν μια ποιο εμπεριστατωμένη και ολοκληρωμένη συνοπτικά έρευνα πάνω στις διάφορες απόψεις των Πατέρων της εκκλησίας και ιδιαίτερα του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητή. Οι ίδιοι πατέρες της εκκλησίας εκφράζουν απόψεις διϊστάμενες...

Οι πατέρες δεν μιλάνε όμως για ένα θεωρητικό ζήτημα, για το τι θα γινόταν αν δεν αμάρτανε ο Αδάμ. Ούτε αναφέρονται σε ένα θεολογικό θέμα, στο ποιος ήταν ο σκοπός του Θεού Λόγου, γιατί πως είναι δυνατόν ο απόλυτα απλούς Θεός να έχει σκοπό, μάλιστα έναν σκοπό που να του τον προσδιορίζει η κτίση. Η διδασκαλία των πατέρων είναι καθαρά Ανθρωπολογική και Κοσμολογική αναφέρεται στον σκοπό του κόσμου. Ο  Άγιος Μάξιμος είναι σαφής, όταν διδάσκει ότι ο σκοπός του κόσμου ήταν και είναι η καθ’ υπόσταση ένωση με το Θεό, διευκρινίζοντας ότι ο τρόπος πραγματοποιήσεως του σκοπού αυτού άλλαξε. Αλλά η αλλαγή του τρόπου πραγματοποιήσεως του σκοπού δεν αλλάζει τον σκοπό. Και η ουσία κατά τους πατέρες είναι ο σκοπός. Αυτό αποτελεί και την προσωπική μου άποψη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κατέχω και την αυθεντία του θέματος.
O Pupert του Deutz (12ος αιώνας) έθεσε το θέμα του κινήτρου της Ενανθρωπήσεως του Χριστού, και ο ισχυρισμός του ήταν ότι η   Ενανθρώπηση του Χριστού ανήκε στο αρχικό σχέδιο της Δημιουργίας   και ήταν επομένως ανεξάρτητη από την πτώση του Αδάμ.
Η Ενανθρώπηση ήταν, κατά την άποψή του, η ολοκλήρωση του αρχικού δημιουργικού σκοπού του Θεού, ένας σκοπός καθεαυτός, και όχι απλώς ένα λυτρωτικό φάρμακο για την ανθρώπινη αποτυχία. Tην θέση αυτή του Pupert του Deutz ανέπτυξε ενδελεχώς ο Duns Scotus (13ος αιώνας), θέση, σύμφωνα με την οποία ο Λόγος, θα γινόταν άνθρωπος ανεξάρτητα από την πτώση του Αδάμ.
Για τον Duns Scotus η ανεξάρτητη από την πτώση Ενανθρώπηση του Χριστού δεν ήταν απλώς μια πολύ ταιριαστή υπόθεση, αλλά μάλλον μια απολύτως αναγκαία δογματική προϋπόθεση. Η Ενανθρώπηση του Υιού του Θεού ήταν γι’ αυτόν η πραγματική αιτία της όλης Δημιουργίας. Διαφορετικά, αυτή η ύψιστη ενέργεια του Θεού θα ήταν κάτι το εντελώς τυχαίο και περιστασιακό. «Πάλι, αν η Πτώση ήταν η  αιτία του προκαθορισμού του Χριστού, θα σήμαινε ότι το μεγαλύτερο έργο του Θεού ήταν εντελώς τυχαίο, γιατί η δόξα όλων δε θα είναι τόσο μεγάλη όσο εκείνη του Χριστού, και  φαίνεται παράλογο το να δεχτούμε ότι ο Θεός θα εγκατέλειπε ένα τέτοιο έργο εξαιτίας της καλής συμπεριφοράς του Αδάμ, αν αυτός δεν είχε αμαρτήσει». Για τον Duns Scotus«Η Ενανθρώπηση του Χριστού δεν προνοήθηκε τυχαία, αλλά θεωρήθηκε ως σκοπός από το Θεό προαιωνίως· έτσι, μιλώντας για πράγματα που προκαθορίζονται, ο Χριστός κατά την ανθρώπινη φύση Του προκαθορίστηκε πριν από άλλους, αφού Αυτός είναι πλησιέστερα προς ένα τέλος».  Στο Opus Oxoniense, 3, dist. 7, qu. 4, schol. 2, έκδ. Wadding, τ. 11.1, σελ. 451, αναφέρει επίσης τα εξής: «Λέγω, εν τούτοις, ότι η Πτώση του Αδάμ  δεν είναι η αιτία του  προορισμού του Χριστού. Πράγματι, ακόμα  κι αν δεν είχε πέσει ένας άγγελος, ή ένας άνθρωπος, ο Χριστός θα είχε πάλι προορισθεί κατά τον ίδιο τρόπο έστω κι αν άλλοι δεν είχαν δημιουργηθεί, παρά μόνο ο Χριστός».
Η απόδειξη του Duns Scotus  για τα παραπάνω είναι η εξής: Οποιοσδήποτε επιθυμεί  μεθοδικά, κατά πρώτον επιθυμεί ένα σκοπό, και ύστερα πιο άμεσα, εκείνα τα πράγματα που είναι πιο κοντά στο  σκοπό. Αλλά ο Θεός επιθυμεί μεθοδικότατα, επομένως επιθυμεί ως εξής:  πρώτα επιθυμεί τον Εαυτό Του, και κάθε τι που ενυπάρχει στον Εαυτό Του, πιο άμεσα, όσο αφορά τα  εξωτερικά πράγματα, είναι η ψυχή του Χριστού. Επομένως, σχετικά με οποιαδήποτε αξία και πριν να προβλεφθεί οποιαδήποτε αξία, (ο Θεός) προβλέπει ότι ο Χριστός πρέπει να ενωθεί μαζί Του με μια ουσιαστική ένωση... Η  διευθέτηση και ο προορισμός αφορά κατά πρώτον τους εκλεκτούς, και ύστερα γίνεται κάτι σχετικό με τους κατακριθέντες, ως μια δεύτερη πράξη, μη,  τυχόν κάποιος χαρεί σαν να ήταν γι’ αυτόν ένα κέρδος, η απώλεια ενός άλλου. Επομένως, πριν από την προβλεπόμενη Πτώση, και πριν από κάθε απαξία, η όλη πορεία σχετικά με το Χριστό είχε  προβλεφθεί....
Γι ̓ αυτό ο Duns Scotus  λέγει το εξής: «Πρώτα, ο Θεός αγαπά τον Εαυτό Του. Δεύτερο, αγαπά τον Εαυτό Του δια μέσου των άλλων, και αυτή η αγάπη Του είναι αγνή. Τρίτο επιθυμεί να αγαπηθεί από έναν άλλον, έναν που μπορεί να Τον αγαπήσει στον ύψιστο βαθμό (μιλώντας για την αγάπη κάποιου εξωτερικού). Τέταρτο προβλέπει την ένωση εκείνης της φύσεως που έπρεπε να Τον αγαπά στον ύψιστο βαθμό, αν και κανένας δεν είχε πέσει (δηλαδή, ακόμα κι’ αν κανένας δεν είχε πέσει) ... και, άρα, πέμπτο, βλέπει έναν ερχόμενο Μεσίτη ο  οποίος θα πάθει και θα λυτρώσει, το λαό Του. Δεν θα είχε έλθει ως μεσίτης, να πάθει και να λυτρώσει, παρά μόνο αν κάποιος πρώτα είχε αμαρτήσει, παρά μόνο αν η δόξα της σαρκός είχε φουσκώσει με την υπερηφάνεια, παρά μόνο αν κάτι χρειαζόταν να λυτρωθεί·  αλλιώς, θα είχε αμέσως δοξαστεί ολόκληρος ο Χριστός». Το γεγονός της Σαρκώσεως ερμηνευόταν συνήθως από την πρώτη χριστιανική θεολογία μέσα στην προοπτική της Λυτρώσεως.
Ο  Θωμάς ο Ακινάτος (1224 - 1274) επίσης συζήτησε το  θέμα εκτενώς. Εξέτασε την όλη βαρύτητα των επιχειρημάτων που ευνοούσαν την άποψη ότι, ακόμα και χωρίς την Πτώση, «ο Θεός θα γινόταν άνθρωπος», και παρέθεσε τη φράση του Αγίου Αυγουστίνου: «Στην Ενανθρώπηση του Χριστού, κι άλλα πράγματα πρέπει να ληφθούν υπόψη εκτός από την άφεση τών αμαρτιών» (De Trinitate, XIII, § 17). Αλλά ο Ακινάτος δεν μπορούσε να βρει, ούτε στην Αγία Γραφή ούτε στα έργα των Πατέρων, καμία θετική μαρτυρία γι’ αυτήν την Ενανθρώπηση την ανεξάρτητη από την Πτώση, και γι’ αυτό έκλινε να πιστεύει ότι ο Υιός του Θεού δεν θα ενανθρωπίζονταν αν ο πρώτος άνθρωπος δεν αμάρτανε: «Αν και ο Θεός θα είχε ενανθρωπιστεί και χωρίς την ύπαρξη της αμαρτίας, εν τούτοις ταιριάζει περισσότερο να πούμε, ότι, αν ο άνθρωπος δεν είχε αμαρτήσει, ο Θεός δεν θα ενανθρωπίζονταν, αφού στην Αγία Γραφή ως αιτία για την Ενανθρώπηση θεωρείται παντού η  αμαρτία του πρώτου Ανθρώπου».
Το Ακατανόητο μυστήριο της Θείας Βουλής μπορεί να κατανοηθεί από τον άνθρωπο «μόνο στην έκταση που (αυτά τα πράγματα) μεταδίδονται μέσα στην Αγία Γραφή», ή, όπως ο Ακινάτος λέγει σε άλλο σημείο, «Μόνο στην έκταση που μας πληροφορεί η αυθεντία των αγίων, δια μέσου των οποίων ο Θεός έχει αποκαλύψει το θέλημά Του». Μόνο ο Χριστός γνωρίζει την σωστή απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση: «Την αλήθεια του θέματος μόνο Εκείνος μπορεί να γνωρίζει, ο Οποίος γεννήθηκε και προσέφερε τον Εαυτό Του, επειδή έτσι θέλησε».
Σύμφωνα με τον Πρωτοπρεσβύτερο π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ στο σύγγραμμά του «CUR DEUS HOMO? Το Κίνητρο της Ενανθρωπήσεως». Η λυτρωτική άποψη και η επίδραση της Σαρκώσεως τονίστηκαν με έμφαση από τους Πατέρες. Ο σκοπός και το αποτέλεσμα της Σαρκώσεως του Χριστού ορίστηκαν με ακρίβεια ως η Λύτρωση του ανθρώπου και η αποκατάστασή του στην αρχέγονη κατάσταση που καταστράφηκε από την πτώση και την αμαρτία. Η αμαρτία του κόσμου καταργήθηκε και απαλείφθηκε από τον Ενανθρωπήσαντα, και Αυτός μόνο, που ήταν Θεός και άνθρωπος, μπορούσε να το κάνει αυτό. Από την άλλη πλευρά, δεν θα ήταν σωστό να ισχυριστούμε ότι οι Πατέρες θεωρούσαν αυτό το λυτρωτικό σκοπό ως την μόνη αιτία για την Ενανθρώπηση, έτσι ώστε η Ενανθρώπηση να μην είχε συμβεί καθόλου, αν δεν είχε αμαρτήσει ο άνθρωπος. Η ερώτηση με αυτή τη μορφή ποτέ δεν τέθηκε από τους Πατέρες.
Το θέμα για το ύψιστο κίνητρο της Ενανθρωπήσεως ποτέ δεν συζητήθηκε επίσημα  κατά την εποχή των Πατέρων. Το πρόβλημα της σχέσεως ανάμεσα στο μυστήριο της Ενανθρωπήσεως και τον αρχικό σκοπό της Δημιουργίας δεν το έθιξαν οι Πατέρες, δεν επεξεργάστηκαν ποτέ αυτό το θέμα συστηματικά. Ίσως θα ήταν σωστό να πούμε ότι η σκέψη μιας Ενανθρωπήσεως ανεξάρτητης από την Πτώση συμφωνεί  με το γενικό πνεύμα της Ελληνικής Θεολογίας. Μερικές φράσεις των Πατέρων φαίνεται να δείχνουν πως η σκέψη διατυπώθηκε με σαφήνεια εδώ κι εκεί, και ίσως ακόμα να συζητήθηκε. Αυτές οι «φράσεις των Πατέρων» δεν συγκεντρώθηκαν και δεν ερευνήθηκαν. Πράγματι, στους ίδιους Πατέρες μπορεί να παραπέμψει κανείς για την υποστήριξη αντιθέτων απόψεων. ­­Ο Άνθρωπος υπήρξε το πρώτο τμήμα της κτήσεως «χους από της γης» (Γεν. 2,7) που συνδέθηκε αληθινά και πραγματικά χάρη στο «κατ’ εικόνα» με τον Θεό, η πρώτη μορφή βιολογικής ζωής, προφανώς η ανώτερη που υπήρχε πάνω στη γη την έκτη ημέρα της δημιουργίας. Υψώθηκε χάρη στην πνοή του πνεύματος σε ζωή πνευματική, δηλαδή αληθινά και πραγματικά θεοκεντρική. Η κτιστή ύλη, «ο χους από της γης» οργανώθηκε έτσι για πρώτη φορά θεολογικά, η υλική κτίση απέκτησε μορφή και δομή κατ’ εικόνα του Θεού, η ζωή έγινε πάνω στη γη ενσυνείδητη, ελεύθερη και προσωπική.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ακολουθώντας τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό και τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά διδάσκει πως στον Θεό βλέπουμε να υπάρχουν τρεις τρόποι ενώσεως και κοινωνίας,  «η κατ’ ουσία», «η καθ’ υπόσταση» και «η κατ’ ενέργεια». Κατ’ ουσία είναι ενωμένα μόνο τα πρόσωπα της Παναγίας Τριάδας. Την υποστατική ένωση πραγματοποίησε ο Λόγος, όταν προσέλαβε την σάρκα. Ενώ από όσα ελέχθησαν παραπάνω φαίνεται ότι η κατ’ ενέργεια ένωση χαρίστηκε στον άνθρωπο με την «κατ’ εικόνα» δημιουργία του. Η Τρίτη όμως αυτή ένωση και το σημείο αυτό έχει καίρια σημασία για το θέμα μας. Είναι φανερό πως δεν είναι πλήρης γιατί δεν καταργεί την διάσταση ανάμεσα στη θεία και στην ανθρώπινη φύση, θα λέγαμε πως απλώς την γεφυρώνει. Όλη η σημασία της βρίσκεται στο γεγονός ότι προετοιμάζει και οδηγεί στην υποστατική ένωση η οποία είναι πλήρης και τελική, γιατί, αφού η θεία και η ανθρώπινη φύση  έχουν στο Χριστό το ίδιο πρόσωπο, δεν είναι δυνατόν να τις χωρίζει καμιά απόσταση.
Η κοινή υπόσταση «την διάσταση της θεότητος και ανθρωπότητος αναιρεί κοινός όρος εκατέρας φύσεως ούσα, επεί των διεστώτων ουκ άν γένοιτο κοινός όρος» (Νικ. Καβάσιλα περί της εν Χριστώ ζωής λόγος 3, PG150 572B.), δηλαδή, η φύση μας έμενε χωρισμένη από τον Θεό, επειδή διέφερε κατά πάντα από Αυτόν και δεν είχε τίποτα κοινό μαζί Του, αφού αυτός ήταν μόνο Θεός και η φύση μας μόνο Άνθρωπος. Αλλά όταν η σάρκα θεώθηκε και η ανθρώπινη φύση έλαβε ως υπόσταση τον ίδιο τον Θεό, το τείχος έγινε πλέον μύρο. Και η αντίθεση εκείνη δεν  έχει θέση, αφού η μια υπόσταση που ήταν μόνο το ένα, έγινε και το άλλο. Αυτή καταργεί το διαχωρισμό της θεότητας και της ανθρωπότητας ως κοινός όρος των δύο φύσεων, γιατί σε πράγματα που διίστανται κοινός όρος  δεν μπορεί να υπάρξει.
Ο Παν.  Νέλλας στο βιβλίο του «Ζώον θεούμενον» γράφει: «Όπως, αν ένα αλαβάστρινο μυροδοχείο μεταβαλλόταν με κάποιο τρόπο σε μύρο, δεν θα μπορούσε να μη μεταδοθεί έξω το μύρο ούτε να μείνει μέσα και περιορισμένο, έτσι και αφότου θεώθηκε η φύση μας στο σωτήριο σώμα, τίποτα δεν χωρίζει το ανθρώπινο γένος από τον Θεό. Γι’ αυτό τίποτα δεν μας εμπόδιζε εκτός από την αμαρτία να συμμετέχουμε στα χαρίσματά του. Αλλά επειδή το τείχος ήταν διπλό, η διαφορετική φύση και η διεφθαρμένη από την κακία θέληση, ο Σωτήρας κατήργησε το ένα με την σάρκωσή Του και το άλλο με την σταύρωσή Του. Γιατί ο Σταυρός κατέλυσε τη Αμαρτία».
Η κατ’ ενέργεια ένωση του θεού και ανθρώπου που χαρίστηκε στην ανθρωπότητα με την «κατ’ εικόνα» δημιουργία του Αδάμ είχε σκοπό να οδηγήσει την ανθρώπινη φύση στην υποστατική ένωση με το Θεό Λόγο εν τώ Χριστώ. Ο σκοπός αυτός αποτέλεσε τον αρχικό προορισμό του Αδάμ και παρέμεινε μόνιμος και αναλλοίωτος και μετά την πτώση. «Αμετάθετοι γάρ αι βουλαί Κυρίου». Εξακολούθησε να αποτελεί την ουσία της Παιδαγωγίας του Ιουδαϊκού λαού από το Θεό , το περιεχόμενο και το στόχο, όχι μόνο των προφητειών, αλλά ολόκληρης της ιερής ιστορίας. Γίνεται έτσι φανερό, ότι η ουσία του ανθρώπου δεν βρίσκεται στην ύλη από την οποία δημιουργήθηκε, αλλά στο ΑΡΧΕΤΥΠΟ με βάση το οποίο πλάστηκε και προς το οποίο τείνει (Παν. Νέλλα Ζώον Θεούμενον σελ 33 εικόνα Θεού).
Για τον Ειρηναίο, τον Ωριγένη, τον Αθανάσιο, τον Γρηγόριο Νύσσης και άλλους Πατέρες στους οποίους συμπεριλαμβάνεται και ο Μάξιμος ο Ομολογητής και ο Γρηγόριος ο Παλαμάς το Αρχέτυπο του Ανθρώπου είναι ο Χριστός.
Ο Νικόλαος Καβάσιλας γράφει στο ίδιο πνεύμα με το Γρηγόριο Νύσσης: «Και γάρ διά τον καινόν άνθρωπον ανθρώπου φύσις συνέστη το εξ αρχής , και νους και επιθυμία προς εκείνον κατεσκευάσθη, και λογισμόν ελάβομεν, ίνα προς εκείνον τρέχωμεν, μνήμην έσχωμεν, ίνα εκείνον φέρωμεν, επεί και δημιουργημένοις  Αυτός ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ ΗΝ. Ου γάρ ο Παλαιός του Καινού, αλλ’ ο νέος Αδάμ του παλαιού παράδειγμα. Το αρχέτυπο του ανθρώπου δεν είναι απλώς ο Λόγος αλλά ο Σαρκωθείς Λόγος. Ο άνθρωπος προς τον Χριστόν ίεται ου δια την Θεότητα μόνον, ή πάντων ούσα τυγχάνει τέλος, αλλά και της φύσεως ένεκα της ετέρας». Με άλλα λόγια για τον Νέο Άνθρωπο, τον Χριστό, η φύση του ανθρώπου συστάθηκε από την αρχή της δημιουργίας του. Και ο νους του ανθρώπου και η επιθυμία του σύμφωνα με εκείνον και προς εκείνον (δηλαδή τον Χριστό), κατασκευάστηκε από το Θεό. Έτσι  λοιπόν ο άνθρωπος  πήρε και το λογισμό και  την σκέψη από εκείνον­­­­, ώστε, προς εκείνον (το Χριστό δηλαδή ) να πηγαίνει, να ρέπει και να τον φέρει μέσα του γιατί εκείνος ήταν το αρχέτυπο κατά την δημιουργία των δημιουργημάτων του Θεού. Διότι δεν ήταν ο παλαιός Αδάμ το πρότυπο της δημιουργίας  του νέου Αδάμ (του Χριστού), αλλά ο Χριστός το πρότυπο  του παλαιού Αδάμ. Και συνεχίζοντας λέγει ότι ο ανθρωπος έλκεται προς και από το Χριστό όχι μόνο για την θεότητά του η οποία βεβαίως είναι ο  τελικός σκοπός  αλλά και λόγω της φύσης του ανθρώπου (Παν. Νέλλα Ζώον Θεούμενον σελ 35 – 36).
Δεν έχει σημασία το γεγονός ότι δεν υπήρχε ο Χριστός ιστορικά κατά τον καιρό της δημιουργίας του Αδάμ. Αποτελεί θεμελιώδη βιβλική διδασκαλία, τού ότι ο Χριστός στην υπέρχρονη πραγματικότητα του Θεού είναι ο «Πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. 1:15 – 17).
Αν ο άνθρωπος για τον οποίο δημιουργήθηκε όλη η υλική κτίση τελευταίος από όλα τα δημιουργήματα ανέτειλε από τη γη είναι ασφαλώς λογικό ο Χριστός, που αποτελεί το σκοπό ολόκληρης της υλικής και πνευματικής δημιουργίας να είναι μεταγενέστερος του Αδάμ, αφού όλα τα πράγματα από ατελή οδηγούνται στην τελειότητα. Ο Χριστός ως ύψιστη πραγμάτωση του ανθρώπου είναι φυσικό να αποτελεί το τέλος της ανοδικής πορείας της ανθρωπότητας, την αρχή αλλά και το τέρμα της ιστορίας.
Μέσα στην πρώτη αυτή αλήθεια βρίσκεται μια δεύτερη το ίδιο σημαντική. Το γεγονός ότι ο Αδάμ δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Χριστού, σημαίνει πως όφειλε να υψωθεί ως το Αρχέτυπο ή ακριβέστερα να καθαριστεί και να αγαπήσει το Θεό τόσο, ώστε ο Θεός να έρθει να σκηνώσει μέσα του, να ενωθεί με τον άνθρωπο υποστατικά ο Λόγος και να φανερωθεί έτσι μέσα στην ιστορία ο Χριστός, να αναδειχθεί ο Θεάνθρωπος. Η «εισαγωγή του πρωτοτόκου εις την οικουμένη» (Εβρ. 1:6) αποτελεί την προαιώνια βουλή του Θεού, το ύψιστο μυστήριο, «το αποκεκρυμμένον από των αιώνων και των γενεών» (Κολ. 1:26). Ο Χριστός ήταν η βουλή και η θέλησις του Πατρός. Αυτός ήταν ο προορισμός και κατά συνέπεια η φυσιολογική πορεία και κατάληξη του ανθρώπου (Παν. Νέλλα Ζώον Θεούμενον, σελ. 37 αρχέτυπο του ανθρώπου, ο Σαρκωθείς Λόγος).
Προς τον Χριστό ο άνθρωπος «ώσπερ εις κανόνα τινά και όρον κατεσκευάσθη το εξ αρχής ... ώστε Θεόν υποδέξασθαι δυνηθήναι». Με αυτό τον κανόνα και μέτρο δημιουργήθηκε εξαρχής ο ανθρώπινος έρωτας, σαν ένα θησαυροφυλάκιο τόσο μεγάλο και τόσο ευρύχωρο, που να μπορεί να υποδεχτεί τον Θεό (N. Καβάσιλα, Περί της εν Χριστώ Ζωής, λόγος 2 PG 150, 560D). Ο εκτροχιασμός από αυτήν την πορείαν αποτέλεσε την πτώση.
«Ουκούν η απ’ αρχής παραγωγή του ανθρώπου δι’ αυτόν (τον Χριστόν) κατ’ εικόνα πλασθέντος του Θεού, ίνα δυνηθή  ποτέ χωρήσαι το Αρχέτυπον, και ο εν τω παραδείσω παρά Θεού νόμος δι’ αυτόν (τον Χριστόν)», έτσι λοιπόν κατ’ εικόνα του Θεού φτιάχτηκε  ο άνθρωπος  ώστε να μη μπορεί να ξεχωρίσει από το αρχέτυπο του (το Χριστό) και να οδηγηθεί ο  άνθρωπος  στο Χριστό γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Και ο θείος Μάξιμος: «τούτ’ εστί το μέγα και απόκρυφον μυστήριο, τούτ’ εστί το μακάριον, δι’ ό τα πάντα συνέστησαν τέλος. Τούτ’ έστιν ο της αρχής των όντων προεπινοούμενος θείος σκοπός, όν ορίζοντες είναι φαμέν προεπινοούμενον τέλος, ού ένεκα μεν πάντα, αυτό δε ουδενός ένεκα, προς τούτο το τέλος αφορών (την υποστατικήν ένωση θείας και ανθρωπίνης φύσεως, τον Χριστό), τας των όντων ο Θεός παρήγαγεν ουσίας». Αυτό είναι το μεγάλο και απόκρυφο μυστήριο. Αυτό είναι το μακάριο τέλος (σκοπός)  για το οποίο έχουν γίνει όλα. Αυτός είναι ο θείος σκοπός που προεπινοήθηκε πριν από την αρχή των όντων, που ορίζοντάς τον μπορούμε να τον πούμε  «προεπινοούμενο τέλος» για χάρη του οποίου έγιναν τα πάντα κι αυτό για χάρη κανενός.  Σ’ αυτό το τέλος ατενίζοντας δημιούργησε ο Θεός τις ουσίες των όντων.
Και με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια ο ιερός Καβάσιλας: «Επεί μηδ’ έκτισε την ανθρωπίνην φύσιν ο Θεός προς άλλο τι βλέπων ... αλλά τούτο ζητών εποίησεν, ίνα γεννηθήναι δεήσαν, την μητέρα παρ’ αυτής λάβη και ταύτην υποθέμενος πρότερον, καθάπερ τινά κανόνα την χρείαν (τον Χριστό, την υποστατική ένωση ) εις αυτήν έπειτα πλάττει τον άνθρωπον». Γιατί ήταν βέβαια οπωσδήποτε ανάγκη να παρουσιάσει κάποτε η φύση των ανθρώπων τον εαυτό της κατάλληλο για το έργο εκείνο για το οποίο δημιουργήθηκε. Να φέρει δηλαδή στη ζωή κάποιον άνθρωπο που να μπορεί να διακονήσει άξια στο σκοπό του δημιουργού.
Εμείς βέβαια δεν δυσκολευόμαστε να παραβιάσουμε τον σκοπό για τον οποίον κατασκευάσθηκαν τα διάφορα εργαλεία χρησιμοποιώντας τα άλλοτε στη μια κι άλλοτε στην άλλη τέχνη. Ο δημιουργός όμως δεν έδωκε στην ανθρώπινη φύση ένα προορισμό στην αρχή και μετά τον άλλαξε. Από την πρώτη στιγμή την έπλασε τέτοια, ώστε, όταν θα χρειαζόταν να γεννηθεί να πάρει από αυτή τη μητέρα. Κι αφού  έδωκε πρώτα αυτό τον προορισμό στην ανθρώπινη φύση, έπλασε στη συνέχεια τον άνθρωπο χρησιμοποιώντας για κανόνα αυτή τη σαφή χρησιμότητα.
Κατά συνέπεια (όπως  γράφει και ο Παν. Νέλλας στο Ζώον Θεούμενον), το γεγονός ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα» σημαίνει, σε τελευταία ανάλυση, ότι τον έπλασε έτσι ώστε να τείνει από την ίδια του την φύση, από το γεγονός ότι είναι άνθρωπος, προς την Εικόνα. Σημαίνει ότι του έδωσε ως δώρα, αλλά κατά τρόπο πραγματικό, έτσι ώστε αυτά τα δώρα να συνιστούν τον άνθρωπο τη δυνατότητα και το σκοπό να διακονήσει ενεργητικά στην ενσάρκωση του Λόγου που είναι η τέλεια και μοναδική «Εικών του Πατρός». Και έτσι ο άνθρωπος, ενυποστασιαζόμενος στο Λόγο, να μπορέσει να υψωθεί και ο ίδιος σε «εικόνα» , να αναδειχτεί και αυτός «εικών του Θεού».
Αυτό κάνει φανερή την αλήθεια ότι το κατ’ εικόνα αποτελεί μέσα στον άνθρωπο δώρο αλλά ταυτόχρονα και σκοπό, περιουσία αλλά και προορισμό, ότι δηλαδή συνιστά πραγματικά το ανθρώπινο «είναι» αλλά μόνον εν δυνάμει. Το «κατ’ εικόνα» είναι μια πραγματική δυνατότητα, ένας αρραβώνας, που πρέπει να οδηγήσει στο γάμο, δηλαδή στην υποστατική ένωση, την ασύγχυτη αλλά πραγματική και ολοκληρωτική μίξη και ανάκραση της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως και μόνο τότε το εικονικό ή εν δυνάμει «είναι» του ανθρώπου γίνεται πραγματικό,  «όντως είναι». Ο άνθρωπος μέσα στο Αρχέτυπο βρίσκει το αληθινό Οντολογικό του περιεχόμενο (Παν. Νέλλα Ζώον θεούμενον σελ. 38)
Η θεμελιώδης αυτή αλήθεια έχει ορισμένες διαστάσεις που πρέπει να υπογραμμιστούν :
O Χριστός δεν είναι ένα περιστατικό, ένα συμβάν μέσα στην ιστορία. Η Σάρκωση του Θεού Λόγου δεν αποτελεί απλή συνέπεια της νίκης του διαβόλου επί του ανθρώπου. Ο Χριστός δεν είναι το αποτέλεσμα μιας πράξεως του σατανά. Η ένωση της θείας και της ανθρωπίνης φύσεως έγινε επειδή αποτελούσε την προαιώνια βουλή του Θεού. Ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε το μεγάλο μυστήριο άλλαξε το γεγονός έμεινε το ίδιο.
«Τούτο το μυστήριον προεγνώσθη προ πάντων των αιώνων τω Πατρί και τω Υιώ και τω αγίω Πνεύματι. Τω μεν κατ’ ευδοκίαν, τω δε κατ’΄ αυτουργίαν, τω δε κατά  συνέργειαν. Μία γαρ η Πατρός και Υιού και αγίου Πνεύματος γνώσις ότι μία ουσία και δύναμις. Ου γαρ ηγνόει του υιού την σάρκωσιν ο Πατήρ ή το Πνεύμα το άγιον, ότι εν όλω τω Υιώ το μυστήριον αυτουργούντι της ημών σωτηρίας δια σαρκώσεως, όλος κατ’ ουσίαν ο Πατήρ, ου σαρκούμενος, αλλ’ευδοκών του Υιού την σάρκωσιν, και όλον εν όλω τω Υιώ το Πνεύμα το Άγιον κατ’ ουσίαν υπήρχεν, ου σαρκούμενον ,αλλά συνεργούν τω Υιώ την δι’ ημάς απόρρητον σάρκωσιν » (βλ. Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον  Ξ  PG90, 620C - 621C).   
Το μυστήριο τούτο προγνώριζε ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ο Πατέρας γιατί έτσι ευδόκησε, ο Υιός γιατί ήταν ο αυτουργός, και το Πνεύμα γιατί συνεργαζόταν σ’ αυτό. Γιατί είναι μία η γνώση του Πατέρα και του Υιού και του αγίου Πνεύματος, επειδή είναι μία και η ουσία και η δύναμη. Δεν αγνοούσε δηλαδή ο Πατέρας ή το άγιο Πνεύμα τη Σάρκωση του Υιού, γιατί υπήρχε σε ολόκληρο τον Υιό, που αυτουργούσε το μυστήριο της σωτηρίας μας με τη σάρκωσή του, όλος κατά την ουσία του ο Πατέρας, όχι βέβαια με σάρκωσή του, αλλά ευδοκώντας για την σάρκωση του Υιού, και ολόκληρο το άγιο Πνεύμα κατά την ουσία του υπήρχε στον Υιό, όχι λαμβάνοντας σάρκα, αλλά συνεργώντας με τον Υιό στην απόρρητη για μας σάρκωσή του.
Πριν ενωθεί υποστατικά η Θεία με την Ανθρώπινη φύση ο άνθρωπος ήταν και προπτωτικά προ Χριστού πράγμα που σημαίνει ότι είχε και τότε παρόλο που δεν είχε αμαρτήσει, ανάγκη σωτηρίας, αφού ήταν ατελής και ανολοκλήρωτος «νήπιος». Η διδασκαλία αυτή συνιστά τον πυρήνα της διδασκαλίας του Αγίου Ειρηναίου. Η ανθρώπινη φύση δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί με το να τείνει απλά, έπρεπε να πραγματοποιήσει την ένωση με το αρχέτυπο.
Αφού ο Χριστός είναι η κεφαλή του σώματος της εκκλησίας (Κολ. 1:18) πράγμα που σημαίνει για την πατερική σκέψη πώς ο Χριστός είναι η κεφαλή της αληθινής ανθρωπότητας, η ανθρώπινη φύση όσο καιρό δεν είχε λάβει ακόμα την υπόσταση του Λόγου, ήταν κατά κάποιον τρόπο χωρίς πραγματική υπόσταση, της έλειπε το πραγματικό «κατά Χριστόν υποστήναι». «Ήταν σαν μια γυναίκα άγαμη στείρα και όπως λέει ο Παύλος «ακέφαλη» (1 Κορινθ. 11:3). Η πραγμάτωση του ανθρώπου ως αληθινά «σώου» όντος  έλαβε χώρα με την γέννηση του Χριστού. Για τον λόγο αυτό, ο Μ.Βασίλειος ονομάζει πραγματικά και όχι μεταφορικά την ημέρα γεννήσεως του Χριστού «γενέθλιον ημέρα της Ανθρωπότητος».
Ο σκοπός του κάθε ανθρώπου παραμένει πάντοτε ο ίδιος. Ο κάθε κτιστός κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπος καλείται να γίνει εικόνα μέσα στον Χριστό. «Αποδώμεν τη εικόνι το κατ’ εικόνα» γράφει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ο Χριστός άνοιξε το δρόμο για την πραγμάτωση αυτού του σκοπού. Η γέννηση του Θείου Λόγου και η ένσαρκη οικονομία του δεν εξαντλούνται στην απολύτρωση, την απαλλαγή από τις συνέπειες του λάθους του Αδάμ. Ο Κύριος λύτρωσε τον άνθρωπο από την υποδούλωση στην  αμαρτία το διάβολο και το θάνατο αλλά και πραγματοποίησε το έργο που δεν είχε πραγματοποιήσει ο Αδάμ. Τον ένωσε με τον Θεό χαρίζοντάς του το αληθινό εν θεώ είναι  και υψώνοντάς τον σε καινή κτίση (Παν. Νέλλα Ζώον θεούμενον σελ. 40 εκδ. Αρμός).
Ο Χριστός αποτελεί την σωτηρία του Ανθρώπου όχι μόνο αρνητικά λυτρώνοντάς τον από τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος αλλά και θετικά λυτρώνοντας το εικονικό προπτωτικό είναι του. Η σχέση του με τον άνθρωπο δεν είναι μόνο ιαματική. Η σωτηρία του ανθρώπου είναι κάτι πολύ ευρύτερο από την απολύτρωση συμπίπτει με την θέωση. Το πραγματικό πραγματολογικό περιεχόμενο της θεώσεως είναι η Χριστοποίηση.
Ο Απόστολος Παύλος όπως ήδη αναφέρθηκε υμνεί τον Χριστό  «ως εικόνα του Θεού του αοράτου ... πρωτότοκον πάσης κτίσεως»  (Κολ 1:15 – 18). Δεν το κάνει για λόγους  εξωτερικής ευλάβειας και συναισθηματικότητας μιλάει οντολογικά. Δεν προτρέπει σε μια εξωτερική μίμηση και απλή ηθική βελτίωση αλλά σε μια πραγματική Χριστοποίηση. Επειδή όπως λέγει και ο Μάξιμος «ο του Θεού Λόγος και Θεός … βούλεται αεί και εν πάσι της αυτού ενσωματώσεως  ενεργείσθαι το μυστήριον». Το εν Χριστώ ζην οι πατέρες το ονόμασαν  ΘΕΩΣΗ κυρίως για να διασφαλίσουν τον τελικό σκοπό και το πραγματικό περιεχόμενο της εν Χριστώ ζωής από τους κινδύνους που δημιουργούσαν οι αιρέσεις, όπως ο Αρειανισμός ο μονοφυσιτισμός και ο Νεστοριανισμός.
Σύμφωνα και με τον Ανδρέα Θεοδώρου στο (Cur Deus Homo? Απροϋπόθετος ή εμπροϋπόθετος ενανθρώπισης του Θείου Λόγου Αθήνα 1974). Μετά από σοβαρές και αξιόλογες διερευνήσεις φαίνεται να βρίσκονται σε αμηχανία οι νεότεροι θεολόγοι στην προσπάθειά τους να συσχετίσουν την διδασκαλία των πατέρων για την «προαιώνια βουλή του Θεού να ενωθεί μέσα στην υπόσταση του Λόγου η ανθρώπινη με την θεία φύση προς την προαναφερθείσα θέση του Duns Scotus. Τελικά και μέσα στο κλίμα που δημιούργησαν οι δυτικές συζητήσεις, δέχονται, ότι για την Ορθόδοξη Παράδοση το θέμα δεν έχει αποσαφηνιστεί και είναι «θεολογούμενο».
Ανάμεσα ωστόσο στην προβληματική του Duns Scotus και την διδασκαλία των πατέρων δεν υπάρχει καμιά πραγματική εσωτερική σχέση. Οι πατέρες δεν μιλάνε για ένα θεωρητικό ζήτημα, για το τι θα γινόταν αν δεν αμάρτανε ο Αδάμ. Ούτε αναφέρονται σε ένα θεολογικό θέμα, στο ποιος ήταν ο σκοπός του Θεού Λόγου, γιατί πως είναι δυνατόν ο απόλυτα απλούς Θεός να έχει σκοπό, μάλιστα έναν σκοπό που να του τον προσδιορίζει η κτίση. Η διδασκαλία των πατέρων είναι καθαρά Ανθρωπολογική και Κοσμολογική αναφέρεται στον σκοπό του κόσμου. Ο  Άγιος Μάξιμος είναι σαφής, όταν διδάσκει ότι ο σκοπός του κόσμου ήταν και είναι η καθ’ υπόσταση ένωση με το Θεό, (όπως ανέφερα και προηγουμένως στην εισαγωγή), διευκρινίζοντας ότι ο τρόπος πραγματοποιήσεως του σκοπού αυτού άλλαξε. Αλλά η Αλλαγή του τρόπου πραγματοποιήσεως του σκοπού δεν αλλάζει τον σκοπό. Και η ουσία κατά τους πατέρες είναι ο σκοπός.
Η  Αλεξάνδρα Τοπάλοβιτς  στη μεταπτυχιακή εργασία Θεσαλονίκη 2007  «Η ενανθρώπηση του Λόγου ως Προεπινοούμενον Τέλος» γράφει για το θέμα αυτό. «Το μυστήριο του  Χριστού  οπωσδήποτε θα συνέβαινε στο πρόσωπο του Θεού Λόγου, ανεξάρτητα από την πτώση, μέσω του οποίου και  για τον οποίο όλα δημιουργήθηκαν, κατά τα λόγια του  Αποστόλου Παύλου· "Ό,τι υπάρχει είναι πλασμένο δι’ αυτού και αυτόν έχει σκοπό του" (Κολ. 1:16), ενώ χωρίς τον Θεό Λόγο η θεοποίηση είναι αδύνατη. Ο Πατέρας πάντα μας γνωρίζει δια του Υιού του, και ο Υιός είναι εκείνος που μας καθιστά υιούς του Θεού Πατέρα.
Επομένως, δεν  μπορούμε να γίνουμε Υιοί του Θεού κατά χάρη έξω από τον αληθινό Υιό του Θεού·  "χωρίς γαρ του Λόγου, προς τον Πατέρα του Λόγου γενέσθαι, αμήχανον". Ο Λόγος του Θεού, λοιπόν, είναι αρχή και τέλος των όντων,  αφού όλα τα όντα έλαβαν την ύπαρξη  μέσω αυτού και βρίσκουν το τέλος τους σ’ αυτόν.  Αυτό είναι το μυστήριο του Χριστού, να γίνουμε όλοι ένα στον Υιό, τον Λόγο του Θεού.
Μερικοί, όμως, θέτουν το ερώτημα. Μήπως το μυστήριο του Χριστού σημαίνει ότι, εάν ο Αδάμ συμπλήρωνε τον προορισμό του, δηλ. εάν ένωνε όλες τις διαιρέσεις, τις οποίες του έδωσε ο Θεός να τις υπερβεί ελεύθερα, παραμένοντας αθάνατος, θα θεοποιόταν και θα γινόταν θεάνθρωπος κατά χάρη του Αγίου Πνεύματος ή ο Λόγος θα δεχόταν οπωσδήποτε την ανθρώπινη φύση, προκειμένου  να Θεοποιηθεί ο άνθρωπος;  Αυτή είναι η λανθασμένη τοποθέτηση του ερωτήματος, που ο άγιος Μάξιμος δεν θέτει. Όχι, όμως, επειδή αυτό το ερώτημα δεν είναι ιστορικά βασισμένο, αφού η ιστορία κατέληξε στην άλλη κατεύθυνση, στην αμαρτία, αλλά επειδή δεν είναι ερώτημα σχετικά με το σκοπό της ύπαρξής μας. Το ερώτημα του σκοπού της ύπαρξής μας είναι το ερώτημα περί της Θέωσης.
Ενώ αυτό είναι το ερώτημα του τρόπου  της πραγματοποιήσεως αυτού του σκοπού, που τίθεται συλλογιστικά και υποθετικά, είναι άσχετο και μάλλον έξω από τα όρια της γνώσεώς μας. Αν ο Αδάμ γίνεται Θεός κατά  χάρη στον Λόγο, είτε αμαρτάνοντας είτε όχι, σε κάθε περίπτωση συμβαίνει η υποστατική ένωση του Θεού και του ανθρώπου, δηλ. το μυστήριο του Χριστού, επειδή συμβαίνει στην υπόσταση του Λόγου  και μόνο γι’ αυτό και στην υπόσταση του ανθρώπου.
Όπως και μετά την πτώση, όταν ο Λόγος μεν σαρκώθηκε και έμεινε κατά την υπόστασή του Θεός Λόγος, ενώ κατά τις φύσεις έγινε Θεάνθρωπος πραγματοποιώντας την υποστατική ένωση του Θεού και του ανθρώπου και όπως στους αγίους στην Εκκλησία πραγματοποιείται η υποστατική ένωση του ανθρώπου και του Θεού, αφού θεοποιούνται με το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, δεχόμενοι δηλαδή τον Θεό μέσα τους γίνονται θεοί κατά χάρη, κατά την υπόσταση όμως παραμένουν άνθρωποι, έτσι θα συνέβαινε και η υποστατική ένωση Θεού και ανθρώπου, εάν ο Αδάμ δεν αμάρτανε. Για την θέωσή του ο άνθρωπος πάλι θα δεχόταν τον Θεό μέσα του και αυτή η θέωση οπωσδήποτε πάλι θα ήταν στον Θεό Λόγο "παρ’ ου και εις ον την αρχήν του είναι και το τέλος ειλήφετε και λήψεται" άσχετα με ποιο τρόπο θα  πραγματοποιούνταν.
 Πάντως, δεν θα υπήρχε η σωματική γέννηση, την οποία έχουμε τώρα ως συνέπεια της αμαρτίας, αλλά η πνευματική, για την οποία μιλάει ο άγιος Μάξιμος. Ο Αδάμ ως κτιστός δεν μπορεί να γίνει φορέας της θεοποίησης, ούτε για τον εαυτό του ούτε για τους υπόλοιπους ανθρώπους. Μόνο ο Θεός Λόγος θεοποιεί, μέσω του οποίου και για  τον οποίο πλαστήκαμε, για να γίνουμε όλοι ένα στον Θεό Λόγο. Μόνο το άκτιστο πρόσωπο ως τρόπος της ύπαρξης της φύσεως μπορεί να εξασφαλίσει την αιώνια ύπαρξη στη φύση. Ο άγιος Μάξιμος λέει ότι με την αμαρτία δεν άλλαξε ο λόγος της φύσεως, δηλ. παρά τα διαβλητά πάθη, που πάθαμε λόγω της αμαρτίας, η φύση μας  παραμένει αμετάβλητη κατά τον λόγο της ουσίας της. Παραμένουμε αυτεξούσια και λογικά όντα και ο σκοπός της ύπαρξής μας παραμένει ο ίδιος. Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος της ύπαρξής μας, η προσωπική σχέση μας με τον  Θεό, από τον  οποίο απομακρυνθήκαμε και η σχέση μας με την κτίση, που έγινε αισθησιακά ηδονική.
Με την αλλαγή του τρόπου της ύπαρξής μας, λοιπόν, δεν αλλάζει το πρόσωπο που συνιστά το φορέα της αιώνιας ύπαρξης της κτίσεως από τον Αδάμ στον Υιό του Θεού. Ο φορέας της αιώνιας ύπαρξης της κτίσεως οπωσδήποτε είναι ο Υιός του Θεού, ανεξάρτητα από την αμαρτία του ανθρώπου, ο οποίος έχει την αιώνια ύπαρξη καθ’ εαυτήν και μέσω του οποίου η κτίση μόνο υπάρχει. Εκείνο, όμως, που αλλάζει, είναι ο άνθρωπος που ενώνει όλη την κτίση και την προσφέρει εκουσίως στον Θεό, για να γίνουμε όλοι ένα στον Θεό. Αυτό έπρεπε να το κάνει ο Αδάμ, δηλ. να προσφέρει την κτίση στον Θεό Λόγο και να θεοποιηθεί, όπως γίνεται τώρα στην Εκκλησία. Όμως, δεν το έκανε εκείνος και λόγω αυτού το έκανε ο δεύτερος Αδάμ, ο ενσαρκωμένος Υιός του Θεού.
Περί αυτής της υποστατικής ένωσης του Θεού και του ανθρώπου, δηλ. περί του μυστηρίου του Χριστού, ο άγιος Μάξιμος μιλάει ως περί του προεπινοούμενου πριν από όλους τους αιώνες τέλους της ύπαρξης των όλων, ως σκοπού για τον οποίο μας έπλασε ο Θεός και τονίζει ότι αυτό το μυστήριο σε κάθε περίπτωση θα συνέβαινε στον Θεό Λόγο. Ο  π. Φλωρόφσκυ σωστά παρατηρεί ότι μόνο στη συνάφεια της διδασκαλίας περί της δημιουργίας μπορούμε σωστά να μιλήσουμε περί του μυστηρίου της ενσαρκώσεως.
Ο άγιος Μάξιμος σε μερικά σημεία αναφέρει γενικά αυτό το μυστήριο του προεπινοούμενου τέλους σχετικά με το σκοπό της ύπαρξής μας και άσχετα με την ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων, που μερικοί μπορούν να το εκλάβουν ως επιχείρημα για το απροϋπόθετο κίνητρο της ενσάρκωσης του Λόγου. Σε άλλα σημεία βέβαια μιλάει για το μυστήριο του Χριστού σχετικά με την ιστορία της αμαρτίας, όπου αναφέρει τις σωτηριολογικές αιτίες και τις συνέπειες της ενσάρκωσης του Λόγου για την κτίση, που άλλοι μπορούν να το εκλάβουν ως επιχείρημα για το εμπροϋπόθετο κίνητρο της ενσάρκωσής του
(Αλεξάνδρα Τοπάλοβιτς  μεταπτυχιακή εργασία Θεσαλονίκη 2007. Η ενανθρώπηση του Λόγου ως «Προεπινοούμενον Τέλος» κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή Μεταπτυχιακή εργασία  καθηγητής Γεωργ. Μαρτζέλος Αριστοτέλειο πανεπιστήμιο Θεολογική σχολή σελ. 92 – 93 – 94).                                                                                                                          
Ο άγιος Μάξιμος, όμως, δεν έχει ως αφετηρία για το λόγο του την προοπτική της απροϋπόθετης και της εμπροϋπόθετης ενσάρκωσης του Λόγου, αλλά τον σκοπό της ύπαρξης των όλων, άσχετα ή σε σχέση με την ιστορία της αμαρτίας. Επειδή προγνώριζε ο Θεός το θάνατο, καθώς προγνωρίζει τα πάντα, μέσα του υπήρχε και η πρόγνωση της κατ’ οικονομία  σάρκωσης του Λόγου του Θεού για χάρη του ανθρώπου.     
Αυτό το γεγονός χρησιμοποιούν μερικοί ως επιχείρημα για το απροϋπόθετο κίνητρο της ενσάρκωσης του Λόγου, επειδή ο Θεός από πάντα ήξερε και ήθελε να ενσαρκωθεί.
Όμως, εάν μιλάμε για την ενσάρκωση του Λόγου στη μεταπτωτική κατάσταση, δηλαδή όπως έχει συμβεί στην ιστορία, με τη σωματική γέννηση από την Θεοτόκο, αυτή η ενσάρκωση έγινε λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου, χωρίς την οποία δεν θα υπήρχε σωματική, αλλά πνευματική γέννηση, όπως ήδη είπαμε. Ο Χριστός καταδέχτηκε τη σωματική γέννηση, όπου υπήρχε το κράτος της κατάκρισής μας, χωρίς σπορά, για να μας λύσει από τα δεσμά της και να μας παραδώσει την εκούσια, πνευματική γέννηση με το βάπτισμα. Επομένως,  λόγω της αμαρτίας μας, εξηγεί ο άγιος Μάξιμος, ο Κύριος καταδέχεται πρώτα τη σωματική γέννηση και για την ανάπλασή μας επακολούθησε και  η πνευματική γέννηση με το βάπτισμα, που έχει παραλειφθεί στον προπάτορά μας.  
Έπρεπε, λοιπόν, ο Υιός του Θεού να λάβει σάρκα με τέτοιο τρόπο, ώστε να εκτελέσει ως νέος Αδάμ εκείνο που παραλείφθηκε από τον πρώτο Αδάμ, να ενώσει δια εαυτού του τα φυσικά ρήγματα της καθολικής φύσεως και να αυτουργήσει το μυστήριο της σωτηρίας από το θάνατο. Γι’ αυτό  τον λόγο, ο άγιος Μάξιμος λέει ότι τώρα έγινε μεγαλύτερο μυστήριο, δηλ. η κατ’ οικονομία ενσάρκωση του Λόγου μετά την πτώση, από εκείνο που στην αρχή έπρεπε να συμβεί· "Έδει γαρ...ίνα μη πόρρω του Θεού γένηται ξενωθείς ο άνθρωπος, άλλον αντεισαχθήναι του προτέρου παραδοξότερόν τε  και θεοπρεπέστερον, όσον του κατά φύσιν εστί το  υπέρ φύσιν ανώτερον. Και τούτό εστι της προς ανθρώπους του Θεού μυστικωτάτης επιδημίας, ως πάντες πιστεύομεν, το μυστήριον." Εάν ο Αδάμ εκτελούσε το καθήκον του, δεν θα χρειαζόταν να το εκτελέσει ο νέος Αδάμ στο τέλος του αιώνα· "και γαρ πάσι κατάδηλόν εστιν, ως το εν Χριστώ γενόμενον επί τέλει του αιώνος μυστήριον αναμφιβόλως του εν αρχή του αιώνος  εν τω προπάτορι παρεθέντος απόδειξις και αποπλήρωσίς εστιν’’.
Ως τελικό συμπέρασμα μπορούμε να πούμε τα εξής: Το προς συζήτηση θέμα δεν απετέλεσε ιδιαίτερο αντικείμενο σπουδής στη αρχαία πατερική θεολογία. Ως κύριος υπέρμαχος της απροϋποθέτου ενανθρωπήσεως προσάγεται εκ της ελληνικής πατερικής ανθολογίας ο ιερός Μάξιμος ο Ομολογητής. Περί του ζητήματος πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί.  Στην προς Θαλάσσιον επιστολή (MPG 90,620,621) ,ο ιερός Μάξιμος δέχεται την απροϋπόθετον ενανθρώπιση.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τούτο πράττει σε απάντηση του ερωτήματος (ερώτηση Ξ) που αφορά το χωρίον της Αγ. Γραφής «ως αμνού αμώμου και Ασπίλου Χριστού, προεγνωσμένου μεν προ καταβολής  κόσμου φανερωθέντος δε επ’ εσχάτων των χρόνων δι’ ημάς» (1 Πετρ 1:19 – 20, Κολ 1:26). Αλλά όμως στην αγ. Γραφή πουθενά δεν μαρτυρείται η περί απροϋποθέτου ενανθρωπήσεως ιδέα. Είναι προφανές ότι ο ιερός Μάξιμος απολυτοποιεί τις βιβλικές ιδέες χρησιμοποιώντας σχήματα θεολογούντος λόγου υπερβολικά. Η απολυτοποίηση αυτή εκθειάζει την μοναδικότητα της θείας ενανθρωπήσεως για την θέωση του ανθρώπου και της κτήσης. Ο Μάξιμος αναφέρει την ιδέα αυτή για μόνο μια φορά.
Η υπόλοιπη σκέψη του είναι προσανατολισμένη προς την εμπροϋπόθετη ενανθρώπιση. Είναι αδύνατον στη σκέψη του Μάξιμου κάποιος να ξεχωρίσει την ιδέα της ενανθρώπισης από την ιδέα της απολυτρώσεως και σωτηρίας. Ο Χριστός γίνεται Άνθρωπος καθόσον ο άνθρωπος δεν εγένετο Θεός. Θεοποιεί τον αστοχήσαντα στη θεοποίηση του άνθρωπο. Αν  εθεούτο απ’ αρχής ο άνθρωπος χάριτι δεν θα υπήρχε λόγος για το θεοποιητικό έργο της θείας ενανθρωπήσεως. Ενανθρώπιση και απολύτρωση είναι τόσο πολύ στενά συμπλεκόμενες μεταξύ τους ώστε και οι δύο να αποτελούν άρρηκτα  το προεγνωσμένο της θείας βουλής περί τον άνθρωπο μυστήριον.
Η απροϋπόθετη ενανθρώπηση και μάλιστα ως ψιλή θεολογική επίνοια και θεωρία λείπει από την θεολογική σκέψη του ιερού Μαξίμου.

Περισσότερα πάνω στο  ζήτημα μας δεν μπορώ να αναφέρω παρά να παραπέμψω:

1. Στα κείμενα του ιερού Μαξίμου που συνηγορούν υπέρ της απροϋποθέτου σαρκώσεως του Λόγου A. Προς Θαλάσσιον ερώτηση Ξ (MPG90, 620CD-621ABC). B. Μαξίμου περί διαφόρων Αποριών των Αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου προς Θωμάν τον Ηγιασμένον (MPG91, 1097A-DΓ. Προς Θαλάσσιον Ερώτηση ΚΒ (MPG 90, 317 BCD- 320 ABC). Δ. Προς Θαλάσσιον  Ερώτηση ΝΔ Σχόλια ιη (MPG90, 532ABΕ. Μαξίμου ...περί διαφόρων Αποριών (MPG91 1304 D-1312AB). ΣΤ. Προς Θαλάσσιον Ερώτηση Μ(MPG 90   397D-400A).
2. Στα κείμενα του ιερού Μαξίμου που συνηγορούν υπέρ της Εμπροϋποθέτου σαρκώσεως του Λόγου Α. Μαξίμου Ομολογητού κεφάλαια διάφορα  θεολογικά τε και οικονομικά εκατοντάς πρώτη  ιδ (MPG90 1185 AB) B. Μαξίμου Ομολογητού κεφάλαια διάφορα  θεολογικά τε και οικονομικά εκατοντάς πρώτη μζ (MPG90 1196 C). Γ. Προς Θαλάσσιον Ερώτηση ΜΒ΄(MPG90 405CDΔ. Προς Θαλάσσιον Ερώτηση ΜΒ΄(MPG90 408CD). Ε. Προς Θαλάσσιον Ερώτηση ΞΓ  Σχόλιο λς΄(MPG90 692B). ΣΤ. Μαξίμου κεφάλαια περί θεολογίας και  της ενσάρκου οικονομίας του Υιού του Θεού εκατοντάς πρώτη ξς΄  (MPG90 1108 AB) Ζ. Μαξίμου κεφάλαια περί θεολογίας και  της ενσάρκου οικονομίας του Υιού του Θεού εκατοντάς B γνωστικών κεφαλαίων (MPG90 1136 ABC). Η. Μαξίμου κεφάλαια περί θεολογίας και της ενσάρκου οικονομίας του Υιού του Θεού εκατοντάς Πέμπτη μθ΄(MPG90 1369  AB) Θ. Μαξίμου επιστολαί Μδ΄(MPG91 644B). I. Μαξίμου επιστολαί  IA΄(MPG91 456 C) IA. Μαξίμου περί διαφόρων Αποριών των Αγίων Διονυσίου και Γρηγορίου προς Θωμάν τον Ηγιασμένo (MPG 91 1040B). Σε όλα τα παραπάνω χωρία η γενική ιδέα στη θεολογική σκέψη του ιερού Μαξίμου είναι ότι σκοπός της θείας ενανθρωπήσεως του Λόγου είναι η σωτηρία του ανθρώπου.

Επίλογος
Διερευνώντας το θέμα ερχόταν στην επιφάνεια και μάλιστα εντόνως το θέμα  των όρων της Θείας Ουσίας, της Ενέργειας, του Προσώπου και των Υποστάσεων. Θεού θέλοντος θα ασχοληθούμε σε επόμενη παρουσίαση.

Ενδεικτική βιβλιογραφία
1. Φιλοκαλία των Νηπτικών και Ασκητικών Μαξιμου του Ομολογητού. Προς Θαλάσσιον, περί Απόρων Ερ. Α – ΞΕ Πατερικές εκδόσεις Γρηγόριος ο  Παλαμάς.
2. Περί της εν Χριστώ ζωής λόγοι επτά Αγίου Νικολάου Καβάσιλα έκδοση Ιεράς μονής Σουρωτής Θεσσαλονίκης Β έκδοση 1995
3. Ζώον Θεούμενον Παναγιώτη Νέλλα εκδόσεις Αρμός Γ εκδοση 1995
4. Αλεξάνδρα Τοπάλοβιτς μεταπτυχιακή εργασία Θεσαλονίκη 2007 Η ενανθρώπηση του Λόγου ως «Προεπινοούμενον Τέλος»
5. Η Θεομήτωρ Νικολάου Καβάσιλα Αποστολική διακονία δ έκδοση 1995
6. Η Μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας Vladimir Lossky Θεσσαλονίκη Β έκδοση 1973.
7. Η Περί Ανακεφαλαιώσεως Διδασκαλία του Ειρηναίου Ανδρέου Θεοδώρου Αθήνα 1972.
8. CUR DEU HOMO? ΑΠΡΟΫΠΟΘΕΤΟΣ  Ή ΕΜΠΡΟΫΠΌΘΕΤΟΣ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΙΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΛΟΓΟΥ; Σχόλιον εις την Θεολογίαν του Ιερού Μαξίμου του Ομολογητού. Εν. Αθήναις 1974 Ανδρέου Θεοδώρου.
9. π. Ρωμανίδου «Το προπατορικόν αμάρτημα».






ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

2 σχόλια:

  1. Πολύ εμπεριστατωμένο άρθρο. Ποιοι ήταν οι Pupert του Deutz και Duns Scotus; Πρώτη φορά τους ακούω. Είναι βέβαια λίγο δύσκολο για τους μη έχοντες τα της Θεολογίας. Συγχαρητήρια στον καλό μου φίλο Γιώργο Κυριαζόπουλο. Είναι θέματα που αν δεν έχεις κατά το δυνατόν πλήρη θεολογική γνώση, εύκολα μπορείς να ξεορθοδοξοποιήσεις. Μητρόπουλος Δημήτριος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Φίλτατε Δημήτρη. Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια για το άρθρο μου. Όντως είναι ένα δύσκολο θεολογικό θέμα που με απασχόλησε από το 1996. Και πάλι για την ιστορία του πράγματος σου αναφέρω ότι οι Πατέρες της εκκλησίας δε μιλάνε για ένα θεωρητικό ζήτημα, για το τι θα γινότανε αν δεν αμάρτανε ο Αδάμ. Ούτε αναφέρονται σε ένα θεολογικό θέμα, στο ποιος ήταν ο σκοπός του Θεού Λόγου, γιατί πως είναι δυνατό ο Απόλυτα απλούς Θεός να έχει σκοπό, μάλιστα ένα σκοπό που να του τον προσδιορίζει η κτίση; Η διδασκαλία των Πατέρων είναι καθαρά ανθρωπολογική και κοσμολογική, αναφέρεται στο σκοπό του κόσμου. Ο Άγιος Μάξιμος είναι σαφής όταν διδάσκει ότι ο σκοπός του κόσμου «ήταν και είναι η καθ΄ υπόσταση ένωση με το Θεό», διευκρινίζοντας ότι ο τρόπος πραγματοποιήσεως του σκοπού άλλαξε. Αλλά η αλλαγή του τρόπου πραγματοποιήσεως του σκοπού δεν αλλάζει τον σκοπό. Και η ουσία κατά τους Πατέρες είναι ο σκοπός. Όλα τα παραπάνω αποτελούν την Ορθόδοξη θέση των Πατέρων της Εκκλησίας και την δική μου βέβαια προσωπική θέση.Αυτά αναφέρει και ο Παναγιώτης Νέλλας στο βιβλίο του «Ζώον Θεούμενον». (σελ 270-271)εκδόσεις Αρμός 1995. Επίσης τις ίδιες απόψεις διατυπώνει καιο Πατήρ Γεώργιος Φλωρόφσκυ στο βιβλίο του «Θέματα Ορθοδόξου Θεολογίας» κεφάλαιο 2 (σελ. 33) εκδόσεις Άρτος Ζωής 1989 «Το κίνητρο της ενανθρωπήσεως». Στο κεφάλαιο αυτό ο Πατήρ Γεώργιος αναφέρει (σελ.34) ότι ο Rupert του Deutz(1135) φαίνεται να είναι ο πρώτος από τους Θεολόγους του Μεσαίωνα, που διετύπωσε το πρόβλημα περί του κινήτρου της Ενανθρωπήσεως (στο άρθρο μου αναφέρω τις θέσεις του. Επίσης ο Honorius του Autum (γ.1152)είχε την ίδια γνώμη. Παραπλήσιες απόψεις εξέφρασαν οι μεγάλοι δάσκαλοι του ΙΓ΄αιώνα Alexandre του Hales και ο Αλβέρτος ο Μέγας. Ο Duns Scotus (1266-1308) καθώς και ο Ακινάτος (1224- 1274) συζήτησαν το πρόβλημα σε μεγάλη έκταση. Μέσα στην μακραίωνη αυτή συζήτηση έγινε έκκληση στους Πατέρες της εκκλησίας. Αλλά το ζήτημα του κινήτρου της ενσαρκώσεως δεν είχε εξεταστεί επίσημα την εποχή των Πατέρων και έτσι τα περισσότερα κείμενα που χρησιμοποιήθηκαν στη μεταγενέστερη συζήτηση δεν μπορούσαν να μας οδηγήσουν σωστά. Ο Αγ. Μάξιμος ο Ομολογητής(580-662) φαίνεται ο μόνος Πατήρ που ενδιαφέρθηκε άμεσα για το πρόβλημα,αν και δεν το τοποθετεί όπως οι μετέπειτα Θεολόγοι της Δύσεως. Διεκήρυξε ότι η ενσάρκωση πρέπει να θεωρηθεί σαν απόλυτος και πρωταρχικός σκοπός του Θεού στην πράξη της Δημιουργίας. Παραπέμπω στα δύο παραπάνω βιβλία όποιο μελετητή θέλει να διαβάσει παραπάνω. Όποιον δε θέλει να εντρυφήσει έτι περισσότερο στα: 1. “CUR DEUS HOMO“ «Απροϋπόθετος ή Εμπροϋπόθετος Ενανθρώπησις του Θείου Λόγου» Ανδρέα Θεοδώρου καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών. Αθήνα 1974(σχόλιο στην θεολογία του Ιερού Μαξίμου του Ομολογητού). Ανάτυπο επιστ. Επετηρίδας Θεολ. Σχολ. Παν. Αθηνών τόμος ΙΘ ΄και 2. «Η περί Ανακεφαλαιώσεως διδασκαλία του Ειρηναίου» Ανδρέα Θεοδώρου καθηγητού Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών. Εν Αθήναις 1972. Ανάτυπο επιστ. Επετηρίδας Θεολ. Σχολ. Παν. Αθηνών τόμος ΙΗ΄. Με τη βοήθεια του Θεού ελπίζω να βοήθησα στις απορίες σου.
    Γεώργιος Κ.Κυριαζόπουλος

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.