Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή
Δρ. Θ.
Διανύουμε
την εκκλησιαστική περίοδο της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδος
άσκησης, ψυχικής και σωματικής, ένα πνευματικό ταξίδι με προορισμό το Πάσχα. Η ονομασία Μεγάλη Τεσσαρακοστή δεν οφείλεται
στη μεγάλη διάρκειά της, αλλά στην μεγάλη σημασία του κοσμοσωτηρίου γεγονότος του επί
Σταυρού θανάτου και της Αναστάσεως του Κυρίου μας στο οποίο καταλήγει. Μπορεί να είναι κοπιαστική αυτή η περίοδος όμως ο
άγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ μας λέγει ότι
πρέπει να χαρούμε αυτήν την περίοδο και για να την χαρούμε πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με ενθουσιασμό...
Οι
Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι πέντε και ονομάζονται Κυριακές των
Νηστειών (Α΄, Β΄, Γ΄, Δ΄και Ε΄). Σήμερα,
Α΄Κυριακή των Νηστειών «ανάμνησιν ποιούμεθα τής αναστηλώσεως τών αγίων καί
σεπτών Εικόνων», η οποία έγινε από την αυτοκράτειρα Θεοδώρα καθώς
ασκούσε την επιτροπεία του ανηλίκου υιού της και μετέπειτα αυτοκράτορα Μιχαήλ
Γ΄και η οποία σηματοδότησε και το τέλος της Εικονομαχίας (726 – 843), περίοδος που διήρκησε πάνω από 100 χρόνια.
Αυτήν την ημέρα λιτανεύουμε τις ιερές εικόνες και η λιτανεία μας ενώνεται
νοερώς με εκείνη την λιτανεία που έλαβε χώρα
στις 11 Μαρτίου, την πρώτη Κυριακή της Μ. Τεσσαρακοστής του έτους 843,
όταν το βράδυ ανήμερα εκείνης της Κυριακής ψάλθηκε ολονύκτια «υμνωδία» στον Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών και το πρωί με
επίσημη πομπή και λιτανεία έχοντας επικεφαλής την αυτοκράτειρα Θεοδώρα και τον
πατριάρχη Μεθόδιο καθώς και πλήθος
πιστών, τοποθετήθηκαν πάλι οι εικόνες στους ιερούς Ναούς, οι οποίες είχαν
απομακρυνθεί βιαίως από τους εικονομάχους και έγινε πανηγυρική Θεία Λειτουργία
στον Ναό της Αγίας Σοφίας[1].
Πως όμως ξεκίνησε αυτή η διαμάχη; Στα τέλη του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εμφανίσθηκαν κάποιες θεωρίες,
σύμφωνα με τις οποίες η προσκύνηση των εικόνων που υπήρχαν στα σπίτια και τους
ναούς ήταν ειδωλολατρική πράξη. Ο αυτοκράτορας Λέων Γ΄ο Ίσαυρος αποδέχτηκε αυτές τις
εικονομαχικές θεωρίες και το 730 εξέδωσε διάταγμα κατά των ιερών εικόνων. Αυτοί
που συμφώνησαν μ’ αυτήν την πράξη ήταν οι Εικονομάχοι. Οι αντίπαλοι τους
ονομάστηκαν Εικονόφιλοι. Η διαμάχη μεταξύ Εικονόφιλων και Εικονομάχων κράτησε
πάνω από εκατό χρόνια. Στο μέσον αυτής της περιόδου, το 787, η Ζ΄Οικουμενική
Σύνοδος διατύπωσε τη διδασκαλία που έχει και σήμερα η Εκκλησία
και διακήρυξε την τιμητική προσκύνηση των εικόνων. Παρά την απόφαση της Συνόδου
όμως, η Εικονομαχία συνεχίσθηκε μέχρι το 843, όταν τοπική σύνοδος που έλαβε
χώρα στην Κωνσταντινούπολη επανέφερε την τιμητική προσκύνηση των ιερών εικόνων[2].
Η Α΄Κυριακή των Νηστειών ονομάζεται επίσης και Κυριακή της
Ορθοδοξίας, διότι η θεολογία των ιερών εικόνων αποτελεί σύνοψη όλης της ορθόδοξης
πίστης και ζωής καθώς οι αποφάσεις της Ζ΄ Οικουμενικής συνόδου, αποτελούν μια
ανακεφαλαίωση όλων των αποφάσεων των προηγούμενων Οικουμενικών συνόδων. Οι
Πατέρες μας τόνισαν ότι είναι δυνατόν να απεικονίσουμε το πρόσωπο του Ιησού
Χριστού διότι ο «απερίγραπτος Λόγος τού Πατρός, εκ σού Θεοτόκε περιεγράφη
σαρκούμενος», όπως λέγει το κοντάκιο της παρούσης εορτής. Στην Παλαιά
Διαθήκη δεν απεικονίστηκε ο Θεός επειδή δεν είχε φανερωθεί στον κόσμο ακόμη
μέσω του Υιού Του και το να περιγράφουμε την αόρατη Θεία φύση αποτελεί δείγμα ακραίας ασέβειας[3]. Αντίθετα, στην Καινή Διαθήκη ο Υιός και Λόγος του Θεού
έγινε ορατός μέσω της ενανθρωπήσεώς Του. Κατά συνέπεια, ο Θεός είναι δυνατόν να
απεικονισθεί όπως φανερώθηκε στους ανθρώπους[4]. Άλλωστε στην εικόνα δεν εικονίζεται η φύση αλλά το πρόσωπο του πρωτοτύπου[5] και η ταύτιση κατά την υπόσταση και το πρόσωπο δικαιώνει
την προσκύνηση, διότι δεν προσκυνούμε το υλικό της τεχνητής εικόνας αλλά το
πρόσωπο του εικονιζομένου[6].
Η εικόνα του Υιού του Θεού δεν αποτελεί είδωλο, όπως
φρονούσαν οι εικονομάχοι αλλά απόδειξη και ομολογία της ενανθρωπήσεώς Του
και κατά συνέπεια η άρνηση της εικόνας, σύμφωνα με τις κακοδοξίες πολλών
αιρέσεων, όπως οι προτεσταντικές και αυτή των Μαρτύρων του Ιεχωβά[7], σημαίνει απόρριψη της ενανθρωπήσεως του δευτέρου
προσώπου της Αγίας Τριάδος[8].
Κατά συνέπεια, η προσκύνηση των εικόνων δεν είναι
ειδωλολατρία όπως υποστήριζαν οι εικονομάχοι διότι οι άγιες εικόνες δεν
τιμώνται οι ίδιες καθεαυτές, έτσι όπως συμβαίνει με τα είδωλα, αλλά η τιμή προς
αυτές ανάγεται προς το πρωτότυπο. Καθώς προσκυνούμε τις άγιες εικόνες, η
προσκύνησή μας δεν απευθύνεται στην ύλη και τα χρώματα που τις συνθέτουν, αλλά
προς το πρόσωπο που εικονίζεται,
αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός[9] στοιχούμενος
απόλυτα με την θέση του Μ. Βασιλείου ότι η «τής εικόνος τιμή επί τό πρωτότυπον διαβαίνει»[10]. Ταυτόχρονα η τιμή της εικόνας του οποιουδήποτε αγίου
της Εκκλησίας αναφέρεται στο πρωτότυπό της, που είναι ο συγκεκριμένος άγιος, και
μέσω του εικονιζόμενου αγίου στο Χριστό, τον Υιό και Λόγο του Θεού. Με τον
τρόπο αυτό η εικόνα λειτουργεί ως οδός που οδηγεί τους πιστούς σε ζωντανές
προσωπικές σχέσεις με τα ίδια τα εικονιζόμενα πρόσωπα και κατ’ επέκταση με τον
ίδιο το Χριστό και εν τέλει αποτελεί λατρεία του ίδιου του Τριαδικού Θεού.
Οι άγιοι Πατέρες επικαλούνται και την κοινή ανθρώπινη εμπειρία για να
υποστηρίξουν την άποψη ότι η προσκύνηση μεταβαίνει στο πρωτότυπο που η εικόνα
φανερώνει. Σύμφωνα με τον Μέγα Βασίλειο τιμώντας την εικόνα του βασιλιά τιμούμε
τον ίδιο το βασιλιά[11] αλλά και μια μητέρα που ασπάζεται τη φωτογραφία του
παιδιού της δεν ασπάζεται το υλικό της φωτογραφίας αλλά το πρόσωπο του παιδιού
της.
Το ερώτημα πολλές φορές που τίθεται είναι το εξής: Εφόσον
μόνον ο Θεός επιτρέπεται να λατρεύεται γιατί προσκυνούμε τους Αγίους, τις ιερές
εικόνες και τα ιερά τους λείψανα; Πως είναι δυνατόν να επιτελούν θαύματα οι
ιερές εικόνες και τα λείψανα των αγίων; Πράγματι, μόνον ο αΐδιος και άκτιστος
Θεός είναι από τη φύση του προσκυνητός
ενώ οι Άγιοι, ως κτιστά όντα, είναι προσκυνητοί και τιμώνται όχι καθεαυτοί αλλά
διότι είναι γεμάτοι από την άκτιστη Θεία
Χάρη σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός[12]. Οι Άγιοι πέτυχαν την αρετή και το καθ’ ομοίωσιν με
αποτέλεσμα να ακτινοβολούν το άκτιστο Φως της Θεότητας[13]. Εξαιτίας λοιπόν της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στα
εικονιζόμενα πρωτότυπα έχει ως συνέπεια και οι εικόνες τους να είναι φορείς της
Χάρης του αγίου Πνεύματος και αποτελούν «Θείας ενεργείας
δοχεία»[14]. Οι εικονιζόμενοι άγιοι όντας πεπληρωμένοι με τη Χάρη
του Παναγίου Πνεύματος, αν και εκοιμήθησαν, εν τούτοις η Χάρις του παναγίου
Πνεύματος παραμένει στις ψυχές, στα σώματα, στους τάφους και στις άγιες εικόνες
τους[15].
Η προσκύνηση των εικόνων δεν αποτελεί μόνον έναν τρόπο
αποδόσεως τιμής στα εικονιζόμενα πρωτότυπα αλλά ταυτόχρονα είναι και ένας
τρόπος αγιασμού. Δεν προσκυνούμε τις ιερές εικόνες μόνο για να τιμήσουμε
το Θεό αλλά και για να αγιασθούμε. Η παρουσία της Χάριτος του παναγίου
Πνεύματος στους Αγίους και κατά συνέπεια στις εικόνες τους ερμηνεύει
τον αγιασμό και τις θαυματουργίες των εικόνων. Η εικόνα φέρει τη Θεία
Χάρη και την αγιότητα του εικονιζόμενου πρωτοτύπου. Η Χάρη αυτή, σύμφωνα με την
Ζ' Οικουμενική σύνοδο, είναι δυνατό να μετέχεται από τους πιστούς και να τους
αγιάζει[16]. Επίσης η χαρισματική παρουσία των Αγίων στις εικόνες
τους συνδέεται άρρηκτα και με τις θαυματουργίες των εικόνων. Τα θαύματα που
γίνονται μέσω των εικόνων επιβεβαιώνουν τη σχέση των εικόνων με τα εικονιζόμενα
πρόσωπα, αφού, όπως παρατηρούν οι πατέρες της Ζ' Οικουμενικής συνόδου, «διά τών αγίων εικόνων φαίνονται οι άγιοι θαυματουργούντες»[17]. Αυτός που ενεργεί το θαύμα είναι πάντοτε ο Θεός,
ανεξάρτητα αν το αίτημα απευθύνεται άμεσα ή έμμεσα σ' αυτόν. Ο Θεός δηλαδή
αποδέχεται το αίτημα των πιστών ακόμη και όταν οι πιστοί απευθύνονται σ’ αυτόν
μέσω των αγίων Του[18]. Τα θαύματα των εικόνων λοιπόν συνδέονται άμεσα με τα
εικονιζόμενα πρόσωπα, τα οποία όμως οφείλουν τη θαυματουργική δύναμή τους στη
Χάρη του Θεού. Εφόσον όλες οι εικόνες είναι φορείς της Θείας Χάριτος, της
χαρισματικής παρουσίας του εικονιζόμενου πρωτοτύπου, είναι ανεπίτρεπτη μια
διάκριση ανάμεσα σε θαυματουργικές και μη θαυματουργικές εικόνες και αυτό διότι
η παρουσία της άκτιστης Θείας Χάρης των εικονιζομένων πρωτοτύπων στις εικόνες
τους υπάρχει πάντοτε. Απλά όταν ονομάζουμε ορισμένες εικόνες θαυματουργικές εννοούμε ότι η Θεία Χάρη
εκδηλώθηκε μέσω της συγκεκριμένης εικόνας με
φανερό τρόπο σε κάποια δεδομένη χρονική και ιστορική στιγμή[19]. ( Περίπιστες)
Σύμφωνα με την Αγία Γραφή ο Υιός του Θεού είναι «εικών τού Θεού τού αοράτου» (Κολ. 1:15), ο οποίος δημιουργεί τον άνθρωπο: Γέν. 1: 27: «Και εποίησεν ο Θεός τον
άνθρωπον, κατ’ εικόνα Θεού εποίησεν αυτόν». O άνθρωπος, έχοντας το λογικό και την ελευθερία, αποτελεί
εικών της Εικόνας του Θεού Πατρός, που είναι ο Υιός και Λόγος. Εξαιτίας όμως
της πτώσης του ο άνθρωπος, μεθυσμένος από τη θανατηφόρα ηδονή της εωσφορικής
αυτοθεώσεως, έγινε παράφρων και δέσμιος του Άδη, όπως λέγει ο άγιος Σωφρόνιος
του Έσσεξ[20] και η θεϊκή αυτή εικόνα αμαυρώθηκε όπως η λάσπη που εναποτίθεται επάνω σε ένα λαμπερό διαμάντι
και όπως η καπνιά που μαυρίζει το γυαλί.
Αν και το κατ’ εικόνα αμαυρώθηκε όμως δεν καταστράφηκε[21]. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι αδύναμος να πράξει
μόνο το καλό και έχει μία δυνατή ροπή πρός το κακό. Η ανθρώπινη φύση μας ασθένησε, και αρρώστησε εξαιτίας της
αδαμιαίας παρακοής και υποτάχθηκε στα πάθη, όπως λέγει ο άγιος
Κύριλλος Αλεξανδρείας[22].
Για την ορθόδοξη Θεολογία, σκοπός του ανθρώπου είναι η
ανακαίνιση του κατ’ εικόνα, δηλαδή η θεραπεία της ανθρώπινης φύσεως από τα πάθη
και η ομοίωση με το Θεό μέσω της ανιδιοτελούς
αγάπης. Ταυτόχρονα είναι πόλεμος εναντίον των μεθοδειών και της πανουργίας του
διαβόλου[23]. Ο άνθρωπος με αυτόν τον τρόπο ομοιάζει το Θεό και
αντιλαμβάνεται τον αρχικό του προορισμό δηλαδή την δια της αγάπης τελείωση μέσω
της αυταπάρνησης (Ιω. 15:12 – 13), διότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από τον Θεό
για να αγαπά το Θεό και τον συνάνθρωπο με την αυτή αγάπη που έχει ο Θεός για
τον κόσμο.
Δεν μπορεί όμως ο άνθρωπος απότομα, όπως πιστεύουν οι
προτεσταντικές αιρέσεις, να γίνει τέλειος σεσωσμένος χριστιανός μέσω κάποιας
συναισθηματικής αποφάσεως περί πίστεως και συμμορφώσεως προς κάποια γενική ιδέα
περί αγάπης. Δεν μπορεί ο άνθρωπος ξαφνικά να οδηγηθεί στην τέλεια και
ανιδιοτελή αγάπη. Χρειάζεται άσκηση και δοκιμασία με την ελεύθερη συγκατάθεσή του,
στον πόλεμο εναντίον της φιλαυτίας του[24]. Με αυτό τον τρόπο οδηγείται στην αγιότητα. Ο άγιος
είναι εκείνος ο χαρισματικός άνθρωπος ο οποίος διασώζει μέσα στην ύπαρξή του
την εικόνα του Υιού του Θεού. Έτσι η τιμή της εικόνας του οποιουδήποτε αγίου
της Εκκλησίας αναφέρεται στο πρωτότυπό της, που είναι ο συγκεκριμένος άγιος, και
μέσω του εικονιζόμενου αγίου στο Χριστό, τον Υιό και Λόγο του Θεού, που
αποτελεί και το πρωτότυπο τού «κατ’ εικόνα» δημιουργηθέντος ανθρώπου. Εφόσον ο Υιός είναι
Εικόνα του αϊδίου αρχετύπου, που είναι ο Πατήρ, όποιος αρνείται την προσκύνηση
των ιερών εικόνων και δεν τις τιμά αρνείται και την προσκύνηση του Χριστού αφού είναι η Εικών του Θεού Πατρός[25]. Ταυτόχρονα, όποιος δεν προσκυνά την Εικόνα του Θεού
Πατρός, που είναι ο Υιός, δεν προσκυνά ούτε τον Θεό Πατέρα διότι η προσκύνηση
του Υιού μεταβαίνει στον ίδιο τον Πατέρα, ο οποίος αποτελεί και το αρχέτυπο
Του.
Ο σύγχρονος άνθρωπος δελεάζεται από την εικόνα και είναι
προσκολλημένος σε αυτήν. Εξαιτίας της ανάπτυξης της τεχνολογίας, τα κινητά
τηλέφωνα, οι υπολογιστές μας, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όλο το internet είναι γεμάτα από εικόνες και φωτογραφίες που αρέσκεται ο
άνθρωπος να βγάζει και να κοινοποιεί. Όμως στην πραγματικότητα η σύγχρονη εποχή
μας είναι βαθύτατα εικονοκλαστική και εικονομαχική διότι αν και γοητεύεται από
την άψυχη εικόνα εν τούτοις ούτε
προστατεύει, ούτε τιμά την έμψυχη εικόνα του Θεού που είναι ο άνθρωπος ο
οποίος ζει στο συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Δεν χρειάζονται ιδιαίτερα
επιχειρήματα για να το αποδείξουμε αυτό. Εάν παρακολουθήσουμε τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης θα δούμε να συντελείται καθημερινά ένας βιασμός της ανθρώπινης ζωής καθώς
εκφράζεται με διάφορους τρόπους όπως ο
πόλεμος, οι πολιτικές δολοφονίες, η βία, η κοινωνική αδικία που
συνεπάγεται τον θάνατο εκατομμυρίων υποσιτισμένων ανθρώπων, οι αμβλώσεις, η θανατική
ποινή, κ.α. Αναφέρει ο άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ: «Η γήινη ατμόσφαιρα
αποπνέει οσμή αίματος. Όλος ο κόσμος τρέφεται καθημερινά με ειδήσεις για φόνους
ή βασανιστήρια των ηττημένων σε αδελφοκτόνες συγκρούσεις. Τα σκοτεινά νέφη του
μίσους καλύπτουν από τα μάτια μας το Ουράνιον Φως»[26].
Βέβαια ο σύγχρονος άνθρωπος ενδέχεται να
ενθουσιάζεται από κάποιες αόριστες ιδεολογικές αρχές περί αγάπης, να κάνει
αγώνα και επαναστάσεις για τους κατατρεγμένους της γης, όμως ταυτόχρονα μέσα
στην ψυχή του να φωλιάζει μίσος για τον διπλανό του∙ είναι πρόθυμος να κάνει διαδηλώσεις και πορείες
υπέρ των αστέγων, αλλά δείχνει αδυναμία να φροντίσει τον άστεγο που συναντά σε
μια γωνιά του δρόμου κατά τη διάρκεια της διαδήλωσής του, αγωνίζεται υπέρ των
καλύτερων συνθηκών διαβίωσης των φυλακισμένων αλλά τον άρτι αποφυλακισθέντα
κατάδικο που μένει στην γειτονιά του τον θεωρεί μίασμα της κοινωνίας και τον
περιθωριοποιεί, αγωνίζεται υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά δεν μπορεί να
αναγνωρίσει αξία στην αγέννητη ζωή, το δικαίωμα του αγέννητου βρέφους να ζήσει,
το δικαίωμα στο βρέφος να ανήκει μόνο στον εαυτό του και όχι στους γονείς του
οι οποίοι μπορούν να πάρουν οποιαδήποτε στιγμή την απόφαση να του στερήσουν τη
ζωή μέσω της άμβλωσης[27]. Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι έτοιμος να καταδικάσει τη
γυναίκα που σκότωσε το παιδί της μόλις το γέννησε αλλά θεωρεί ότι είναι
δικαίωμα της γυναίκας να «αυτοδιαχειρίζεται» το σώμα της που το σκοτώνει
λίγο πριν γεννηθεί. Ο σύγχρονος άνθρωπος
αν και είναι υλόφρων και κατηγορεί την Εκκλησία ότι δήθεν υποτιμά το υλικό
σώμα, όμως στην πραγματικότητα απεχθάνεται το υλικό σώμα, επιθυμεί να το
εξαφανίσει μέσω της καύσης αφού πεθάνει[28] σε αντίθεση με την Εκκλησία που τιμά το ανθρώπινο σώμα
και προσκυνά τα ιερά λείψανα καθώς είναι έμπλεα Θείας Χάριτος[29].
Σήμερα, Κυριακή της Ορθοδοξίας, θα πρέπει
να επισημάνουμε ότι ο ρόλος της Ορθοδοξίας δεν είναι να προσφέρει στον κόσμο ορισμένες
αφηρημένες ουμανιστικές ιδέες και θεωρίες όπως τα διάφορα πολιτικά συστήματα
και κοινωνικές ιδεολογίες πράττουν, διότι δεν είναι μια θρησκευτική ιδεολογία
δίπλα στις άλλες, ούτε να προσφέρει έναν θρησκευτικό ουμανισμό άνευ
περιεχομένου ή κάποιους ωραίους θρησκευτικούς λόγους, αλλά σκοπός είναι η
αναστήλωση της πεσμένης από την αμαρτία έμψυχης εικόνας του Θεού που είναι ο
άνθρωπος διότι η αλήθεια μήτε ιδεολογία είναι, μήτε αντικειμενοποιημένη αξία, αλλά πρόσωπο, ο
ίδιος ο Ιησούς Χριστός[30], «εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια
και η ζωή» (Ιωάν. 14:6), και κατά συνέπεια ο κατ’ εικόνα
του Θεού δημιουργημένος άνθρωπος είναι και αυτός πρόσωπο και η
ζωή του έχει αυταξία[31].
Εφόσον η εικόνα του Θεού στον άνθρωπο
είναι η λογική και η ελευθερία, όπως είπαμε παραπάνω, αποστολή της Εκκλησίας
είναι η μεταμόρφωση και η ανακαίνιση της σύνολης ανθρώπινης ύπαρξης, να
ελευθερώσει τον άνθρωπο από την ανελευθερία και την αλογία της αμαρτίας διότι
πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος δεν είναι ο υποταγμένος στην αμαρτία όταν
διαστρέφει τις σχέσεις του με τον συνάνθρωπο και τον κόσμο όταν γίνεται δούλος
στην ιδιοτέλεια και τον εγωισμό, αλλά ο άγιος. Οι άγιοι είναι εκείνα τα πρότυπα
των ανθρώπων που μετέβησαν από την ιδιοτέλεια στην ανιδιοτέλεια, και κατά
συνέπεια στην πραγματική ελευθερία αναδεικνύοντας τον αληθινό άνθρωπο. Η
ελευθερία αυτή των αγίων δεν έχει σχέση με την εκείνη την ελευθερία που
βερμπαλίζει ο σύγχρονος ανθρωπισμός, εν πολλοίς φλύαρος και ανούσιος, καθώς
ταυτίζει την ελευθερία με τη «νομιμοποίηση» όλων των επιθυμιών και ενεργειών
του ανθρώπου[32] και όπου νόμος είναι
οι εγωιστικές επιθυμίες του ατόμου (χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των
αμβλώσεων επειδή οι υποστηρικτές τους θεωρούν ότι η γυναίκα έχει απόλυτη
εξουσία στο σώμα της, όπως και αυτό των έμφυλων ταυτοτήτων όπου υποστηρίζεται ότι ο
άνθρωπος έχει δικαίωμα να ορίζει ο ίδιος την ταυτότητα του φύλου του ανεξάρτητα
από το φύλο με το οποίο γεννήθηκε)[33]. Αντίθετα για την
ορθόδοξη πνευματική ζωή πραγματική ελευθερία αποτελεί η υπέρβαση του εγωισμού
και της ιδιοτέλειας διά της ανιδιοτελούς αγάπης. Με αυτόν το τρόπο διασώζεται η
εικόνα του Θεού στον άνθρωπο. Αυτό ακριβώς και η Ορθόδοξη εικονογραφία θέλει να
εκφράσει με την τεχνική της, εικονίζοντας τα πρόσωπα των Αγίων όχι εξαϋλωμένα αλλά μεταμορφωμένα και
θεωμένα, βεβαιώνοντας με τον τρόπο αυτό την εμπειρία της προσωπικής μετοχής των
εικονιζομένων προσώπων στη θεοποιό χάρη του Τριαδικού Θεού[34] μια πραγματικότητα
στην οποία καλούμαστε να μετάσχουμε μιμούμενοι τους Αγίους. Αυτήν
την πρόκληση και πρόσκληση θέτει ενώπιόν μας η περίοδος της αγίας και μεγάλης
Τεσσαρακοστής που διανύουμε. Αμήν.
[1]Συν. Θεοφάνη, Xρονογραφία συγγραφείσα εκ προστάξεως Κωνσταντίνου τού
φιλοχρίστου καί πορφυρογεννήτου δεσπότου ημών, υιού Λέοντος τού σοφωτάτου
δεσπότου καί αοιδίμου ημών βασιλέως, P.G.109,168D: «εφ οίς τήν εκκλησίαν απολαβόντες, καί Μεθοδίω τώ αγιωτάτω
τήν τής αρχιερωσύνης αποδεδωκότες τιμήν, τή πρώτη τών αγίων νηστειών Κυριακή
σύν αυτή τή δεσποίνη πάννυχον υμνωδίαν εν τώ κατά Βλαχέρνας ιερώ τεμένει τής
υπεραγίας ημών Δεσποίνης καί Θεοτόκου τετελεκότες, τή έωθεν μετά λιτής τώ
μεγάλω τού θεού λόγου τεμένει καταλαμβάνουσι. Και τόν κόσμον αυτής αύθις
αναλαμβάνει η εκκλησία, τής θείας μυσταγωγίας τελειωθείσης αγνώς. Καί η μέν ορθόδοξος
ούτω προέκοπτεν εκκλησία, ανακαινιζομένη ως αετός, τό τής γραφής, πάντων τών
αιρεσιωτών εν πάση τή υφηλίω καθαιρέσει υποβληθέντων καί τού αρχιερέως αυτών». Βλ. Μ. Μπρέτσα, Ειρήνη και Θεοδώρα, Αυγούστες υπέρμαχοι των
εικόνων (780 – 843), Θεσσαλονίκη 2016, σελ.130.
[2] Βλ. Μ. Μπρέτσα, Ειρήνη και Θεοδώρα, Αυγούστες
υπέρμαχοι των εικόνων (780 – 843), Θεσσαλονίκη 2016, σελ. 129 εξ.
[3] Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς
αγίας εικόνας, Λόγος 2, PG 94, 1289BC: «Θεού μέν γάρ τού ασωμάτου καί απεριγράπτου καί αΰλου
καί μήτε σχήμα μήτε περιγραφήν μήτε κατάληψιν έχοντος αδύνατον ποιείν εικόνα
πώς γάρ τό μή οραθέν εικονισθήσεται;».
[6] Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Πρός Πλάτωνα, Περί τής
προσκυνήσεως τών εικόνων, PG 99, 501CD: «επί τής φυσικής εικόνος καί τού αιτίου, ήγουν τού Υιού
καί τού Πατρός, ηνίκα μία φύσις, μία καί προσκύνησις κατά τό ταυτόν τής φύσεως,
ου τής υποστάσεως. Επί δέ τής μιμητικής εικόνος καί τού αρχετύπου, ήγουν
Χριστού καί τής Χριστού εικόνος, ηνίκα μία υπόστασις Χριστού, μία καί ενταύθα
προσκύνησίς εστι. Ει δέ ώσπερ κατά τό ταυτόν τής φύσεως, μίαν φαίημεν είναι τήν
προσκύνησιν τής εικόνος πρός τό πρωτότυπον».
[7] Αρχιμ.
Θεοφίλου Λεμοντζή, Ιχνηλάτης Αληθείας. Έκθεση της Ορθοδόξου Πίστεως
σε αντιπαράθεση με την αιρετική κακοδοξία, Θεσσαλονίκη 2002, σελ. 219 – 226.
[8] Αγίου Ιωάννου
Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως, PG 94, 1169C - 1172A: «Πρός δέ τούτοις τού αοράτου καί ασωμάτου καί
απεριγράπτου καί ασχηματίστου Θεού τίς δύναται ποιήσασθαι μίμημα; Παραφροσύνης
τοίνυν άκρας καί ασεβείας τό σχηματίζειν τό θείον. Εντεύθεν εν τή παλαιά ουκ ήν
τετριμμένη η τών εικόνων χρήσις. Επεί δέ ο Θεός διά σπλάγχνα ελέους αυτού κατά
αλήθειαν γέγονεν άνθρωπος διά τήν ημετέραν σωτηρίαν ουχ ως τώ Αβραάμ, ώφθη εν
είδει ανθρώπου ουχ ως τοίς προφήταις αλλά κατ’ ουσίαν αληθώς γέγονεν άνθρωπος
διέτριψέ τε επί τής γής καί τοίς ανθρώποις συνανεστράφη εθαυματούργησεν έπαθεν
εσταυρώθη ανέστη ανελήφθη καί πάντα ταύτα κατά αλήθειαν γέγονε καί ωράθη υπό
τών ανθρώπων εγράφη μέν εις υπόμνησιν ημών καί διδαχήν τών τηνικαύτα μή
παρόντων ίνα μή εωρακότες ακούσαντες δέ καί πιστεύσαντες τύχωμεν τού μακαρισμού
τού Κυρίου».
[9] Αγίου Ιωάννου
Δαμασκηνού, ο.π., PG 94,
1168D - 1169A: «Επειδή δέ τινες ημίν καταμέμφονται προσκυνούσί τε καί
τιμώσι τήν τε τού σωτήρος καί τής δεσποίνης ημών εικόνα έτι δέ καί τών λοιπών
αγίων καί θεραπόντων Χριστού ακουέτωσαν ως εξ αρχής ο Θεός τόν άνθρωπον κατ’ οικείαν
εικόνα εποίησε. Τίνος ούν ένεκεν αλλήλους προσκυνούμεν ει μή ως κατ’ εικόνα
Θεού πεποιημένους; Ως γάρ φησιν ο θεοφόρος καί πολύς τά θεία Βασίλειος η τής
εικόνος τιμή επί τό πρωτότυπον διαβαίνει πρωτότυπον δέ εστι τό εικονιζόμενον εξ
ού τό παράγωγον γίνεται».
[10] Μ. Βασιλείου, Περί
τού αγίου Πνεύματος, PG 32, 149C και Πρός Αμφιλόχιον περί τού αγίου πνεύματος, στα
Πρακτικά της Ζ Οικουμενικής Συνόδου, Mansi 13, 69D, 324B και 325D. Βλ. περισσότερα Δ. Τσελεγγίδη, «Η τριαδολογία του Μ.
Βασιλείου ως υπόβαθρο της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας για τις
εικόνες», στο Κληρονομία, τ. 25, τευχ. Α΄- Β΄, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 109 – 121.
[11] Μ. Βασιλείου, Κατά
Σαβελλιανών και Αρείου και των Ανομοίων, PG 31, 608AB: «Ουδέ γάρ ο κατά τήν αγοράν τή βασιλική εικόνι
ενατενίζων, καί βασιλέα λέγων τόν εν τώ πίνακι, δύο βασιλέας ομολογεί, τήν τε
εικόνα, καί τόν ού εστιν η εικών ούτε, εάν, δείξας τόν εν τώ πίνακι
γεγραμμένον, είπη Ούτός εστιν ο βασιλεύς, απεστέρησε τό πρωτότυπον τής τού
βασιλέως προσηγορίας, μάλλον μέν ούν εκείνω τήν τιμήν εβεβαίωσε διά τής τούτου
ομολογίας. Ει γάρ η εικών βασιλεύς, πολλώ δήπου εικός βασιλέα είναι τόν τή
εικόνι παρασχόμενον τήν αιτίαν». Βλ. και αγίου Ιωάννη Δαμασκηνού, Προς τους
διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας, Λόγος 3, PG 94, 1404CD - 4105Α. Βλ. περισσότερα Δ. Τσελεγγίδη, «Η
τριαδολογία του Μ. Βασιλείου ως υπόβαθρο της δογματικής διδασκαλίας της Εκκλησίας
για τις εικόνες», στο Κληρονομία, τ. 25, τευχ. Α΄-Β΄, Θεσσαλονίκη 1995, σελ.
109-121.
[16] Βλ. Πρακτικά
της Ζ΄Οικουμενικής συνόδου, Mansi 13, 149DE. Πρβλ. αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, ο.π, Λόγος 1,
PG 94, 1248C. Αγίου Θεοδώρου Στουδίτου, Αντιρρητικός κατά
Εικονομάχων, Λόγος 1, PG 99, 336A.
[19] Βλ.
περισσότερα Δ. Τσελεγγίδη, «Η χαρισματική παρουσία του πρωτοτύπου
στην εικόνα του κατά την εικονολογία της Εκκλησίας», στο Οικοδομή και
Μαρτυρία – Έκφρασις αγάπης και τιμής εις τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Σερβίων
και Κοζάνης Διονύσιον, (Β' Τιμητικός Τόμος), Κοζάνη 1992, σελ. 405 – 420.
[20] Αρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, Οψόμεθα τον Θεόν καθώς εστί,
Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Essex Αγγλίας 1993, σελ. 47
[21] Δ. Τσεγγελίδη, Χάρη και Ελευθερία κατά την Πατερική
παράδοση του ΙΔ΄αιώνα, Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 44.
[22] Βλ. Ερμηνεία
εις την προς Ρωμαίους επιστολή, PG 74, 788 – 789. Βλ. περισσότερα π. Ι. Ρωμανίδη, Το
προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989, σελ. 168.
[24] Γ. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη πνευματική ζωή,
Θεσσαλονίκη 1986, σελ. 101.
[25] Αγίου Ιωάννου
Δαμασκηνού, Πρός τούς διαβάλλοντας τάς αγίας εικόνας, Λόγος 1, PG 94, 1252CD: «Ου προσκυνείς εικόνι, μηδέ τώ Υιώ τού Θεού προσκύνει,
ός εστιν εικών τού αοράτου Θεού ζώσα, καί χαρακτήρ απαράλλακτος».
[27] Περισσότερα για το ζήτημα των αμβλώσεων βλ. Αρχιμ.
Θεοφίλου Λεμοντζή, Η θεραπεία του κόσμου. Η Ορθόδοξη Θεολογία απέναντι στις
σύγχρονες προκλήσεις, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 132 – 144.
[28] Περισσότερα για το θέμα της καύσης των νεκρών βλ. Αρχιμ.
Θεοφίλου Λεμοντζή, Η θεραπεία του κόσμου. Η Ορθόδοξη Θεολογία απέναντι στις
σύγχρονες προκλήσεις, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 145 – 155.
[29] Βλ. Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού, Πρός τούς
διαβάλλοντας τάς αγίας εικόνας, Λόγος 1, PG 94, 1249CD.
[30] Γ. Μαντζαρίδη, Ορθόδοξη Πνευματική ζωή, ο.π.,
σελ. 125.
[31] Βλ. Νικόλαου
Κόιου, Ηθική θεώρηση των τεχνικών παρεμβάσεων στο ανθρώπινο
γονιδίωμα,
(Αθήνα: Κέντρο Βιοϊατρικής Ηθικής και Δεοντολογίας, 2003), σελ. 256.
[32] Βλ. Νικολάου Κόϊου, Επ' ελευθερία εκλήθητε. Αυτονομία
και ετερονομία στην Ηθική, Αθήνα 2004,σελ. 166.
[33] Περισσότερα
για το επίκαιρο θέμα των έμφυλων ταυτοτήτων και τα ανθρωπολογικά ζητήματα που εγείρει βλ. Αρχιμ. Θεοφίλου Λεμοντζή, Οι
έμφυλες ταυτότητες και η ενοφυλία των Γνωστικών, Θεσσαλονίκη 2018, σελ. 6 εξ.
[34] Βλ.
περισσότερα Δ. Τσελεγγίδη, «Η χαρισματική παρουσία του πρωτοτύπου
στην εικόνα του κατά την εικονολογία της Εκκλησίας», στο Οικοδομή και
Μαρτυρία – Έκφρασις αγάπης και τιμής εις τον Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Σερβίων
και Κοζάνης Διονύσιον, (Β' Τιμητικός Τόμος), Κοζάνη 1992, σελ. 405 – 420.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.