Λέγοντας αγαμία των κληρικών εννοούμε την υποχρέωση αυτών, να απέχουν από τον γάμο μετά την χειροτονία τους. Επιτρέπεται όμως να συζούν, όσοι κατώτερου βαθμού κληρικοί έτυχε να είναι έγγαμοι πριν από την χειροτονία τους. Ο Χριστός που όπως είναι γνωστό ήταν άγαμος, όταν οι μαθητές του τού είπαν «εάν έχει έτσι το πράγμα μεταξύ ανδρός και γυναικός, δεν συμφέρει να έλθει κανείς σε γάμο», απάντησε «δεν είναι σε θέση όλοι να δεχτούν τον λόγο αυτό, αλλά εκείνοι στους οποίους έχει δοθεί … διότι υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι μόνοι τους έγιναν ευνούχοι για τη βασιλεία των ουρανών. Όποιος μπορεί να το δεχτεί, ας το δεχτεί» Κατά Ματθαίο 19:10 και 19:11 – 14...
Αλλά και ο Παύλος ορμώμενος από τα λόγια αυτά του Κυρίου παρατηρεί: «καλό είναι στον άνθρωπο να μην αγγίζει γυναίκα» 1 Προς Κορινθίους 7:1, συμπληρώνοντας όμως πιο κάτω, «αλλά αν δεν μπορούν να μείνουν εγκρατείς, ας παντρευτούν» 1 Προς Κορινθίους 7:9.
Είναι γεγονός όμως, πως γενικά στη διδασκαλία της Γραφής, χωρίς να υποτιμάται καθόλου ο γάμος, ούτε να παραγνωρίζεται η ηθική και μυστηριακή αυτού αξία, εμφανίζεται η αγαμία ως κατάσταση τελειότερη. Πάντως από της αποστολικής εποχής επικράτησε στην Εκκλησία ο κανόνας, ότι οι ιερωμένοι όφειλαν να είναι άνδρες μιας γυναίκας και αυτό πριν από την χειροτονία τους, γιατί δυστυχώς είχαν παρατηρηθεί φαινόμενα δίγαμων που ανήλθαν στην ιεροσύνη. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Παύλος έγραψε προς τον Τιμόθεο, «πρέπει λοιπόν ο επίσκοπος να είναι άμεμπτος, μιας γυναίκας άνδρας … οι διάκονοι πρέπει να είναι σύζυγοι μιας γυναίκας» 1 προς Τιμόθεο 3:2 και 12.
Η Εκκλησία λοιπόν επέτρεπε στους έγγαμους να προσέρχονται στην ιεροσύνη, αλλά ταυτόχρονα επέτρεπε και στους άγαμους, απαγορεύοντας όμως αυστηρά τον γάμο μετά την χειροτονία. Έτσι κατά τον 1ο κανόνα της τοπικής συνόδου της Νεοκαισαρείας «πρεσβύτερος εάν παντρευτεί, αποβάλλεται από την τάξη του (δηλ. καθαιρείται). Εάν δε πορνεύσει ή μοιχεύσει διώχνεται τελείως (δηλ. αφορίζεται) και οδηγείται στη τάξη των μετανοούντων». Η τοπική σύνοδος της Αγκύρας διά του 10ου κανόνα επέτρεψε στους διακόνους τον γάμο μετά την χειροτονία: «όσοι μεν διάκονοι οι οποίοι πρόκειται να χειροτονηθούν, εάν είπαν με την παρουσία μαρτύρων, ότι επιθυμούν να παντρευτούν μετά την χειροτονία, γιατί δεν μπορούν να παρθενεύουν, και έπειτα λάβουν γυναίκα δεν καθαιρούνται, διότι τους επιτράπηκε αυτό από τον επίσκοπο τους. Όσοι δε, σιώπησαν, και αποδέχτηκαν πως μετά την χειροτονία θα παραμείνουν άγαμοι, μετά όμως παντρευτούν, να παύονται από τη διακονία».
Κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, αναφέρονται και έγγαμοι επίσκοποι, βαθμιαία όμως επικράτησε στον επισκοπικό βαθμό να προτιμούνται οι άγαμοι και μάλιστα οι μοναχοί, εξαιτίας κυρίως του κύρους που είχε τότε ο μοναχικός βίος. Την θεσμοθέτηση αυτή της Εκκλησίας επικύρωσε αργότερα και η Βυζαντινή Πολιτεία, διά του Ιουστινιανού. Κατά τον Ιουστινιάνειο Κώδικα 1,3,45 ο γάμος μετά την χειροτονία κηρύσσονταν αθέμιτος και αποκληρώνονταν τα παιδιά που είχαν γεννηθεί από αυτόν, με την Νεαρά (= νέος νόμος) δε 6,5 προστέθηκε η επικύρωση της καθαίρεσης της χειροτονίας μετά το γάμο. Ειδικά δε για τους επισκόπους καθορίζονταν στον Κώδικα, ότι σκόπιμο είναι να εκλέγονται αυτοί, οι οποίοι δεν είχαν ούτε παιδιά ούτε εγγόνια. Διά της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου και διά του 12ου κανόνα αυτής, η Εκκλησία αποδέχονταν τις απαγορεύσεις του Ιουστινιάνειου Κώδικα, αλλά με κάποια διστακτικότητα θέσπιζε, να παραιτούνται μόνον από τις συζύγους τους οι επίσκοποι: «ήλθε σε γνώση μας, ότι στην Αφρική και την Λιβύη και σε άλλους τόπους, οι εκεί Θεοφιλέστατοι Αρχιερείς συγκατοικούν με τις συζύγους τους, και μετά τη χειροτονία τους και δεν παραιτούνται βάζοντας έτσι εμπόδιο στους άλλους και σκάνδαλο. Για αυτό και εμείς φροντίζοντας να ενεργούμε πάντα για την κοινή ωφέλεια των ποιμενομένων Χριστιανών, ορίζουμε από δω και στο εξής κανένας Αρχιερέας να μην το κάνει αυτό. Το λέμε δε αυτό, όχι για ανατροπή ή αθέτηση των αποστολικών κανόνων, αλλά επιθυμώντας την σωτηρία και την προκοπή προς το καλύτερο των λαών, και το να μη δώσουμε αιτία για κατηγορία της ιερατικής κατάστασης. Διότι είπε ο θείος Απόστολος, “όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού. Μη γίνεστε αιτία πτώσεως, ούτε στους Ιουδαίους, ούτε στους Εθνικούς, ούτε στην εκκλησία του Θεού, καθώς και εγώ αρέσω σε όλους στα πάντα και δεν ζητώ το δικό μου συμφέρον, αλλά το συμφέρον των πολλών για να σωθούν”. Αν κάποιος αποδειχτεί πως το κάνει αυτό (δηλ. συγκατοικεί με την σύζυγό του) να καθαιρείται».
Από τη σύνοδο αυτή και μετέπειτα κατοχυρώθηκε τελικά ο θεσμός της αγαμίας. Οι διατάξεις του Ιουστινιάνειου Κώδικα ίσχυσαν σε πολύ αυστηρότερο βαθμό στη Δύση παρά στην Ανατολή, όπου δεν βράδυνε να επέλθει τροποποίηση επί το επιεικέστερο. Ο Λέων ΣΤ΄ο Σοφός κατήργησε με την 2 Νεαρά το κώλυμα για την άνοδο στον επισκοπικό θρόνο εκείνου που είχε νόμιμα παιδιά.
Κατά τις δεκαετίες του ’20 και του ’30 παρατηρήθηκε στην Ορθόδοξη Ανατολική – Σλαβική Εκκλησία ζωηρή κίνηση υπέρ του δευτέρου γάμου των κληρικών, η οποία ενισχύθηκε από την μονογραφία του Σλάβου κανονολόγου Μίλας, επισκόπου Ζάρας της Δαλματίας, συγγραφέα του Εκκλησιαστικού Δικαίου το οποίο μεταφράστηκε και στα Ελληνικά. Τέθηκε λοιπόν το ζήτημα αυτό επί τάπητος, στο διορθόδοξο συνέδριο το οποίο συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 1923 επί Μελετίου του Δ΄. Οι αντιπρόσωποι ιδιαίτερα της Ρουμανίας και της Σερβίας – συνεδριάσεις Μαΐου – υποστήριξαν μετ’ επιμονής το δεύτερο γάμο.
Το συνέδριο παραδέχτηκε πως δεν υφίσταται δογματικός λόγος μονίμου προτεραιότητας μεταξύ των μυστηρίων γάμου και ιεροσύνης και συνεπώς θεωρεί κατ’ αρχή επιτρεπόμενο το δεύτερο γάμο των χηρευσάντων λόγω θανάτου ιερέων και διακόνων μετά την χειροτονία, εξαιρουμένων εκείνων που έχουν δεσμευτεί με μοναχική ευχή· οι σύνοδοι λοιπόν των επί μέρους Εκκλησιών, δικαιούνται όπως επιτρέψουν το δεύτερο γάμο εις τους αιτούντες ιερείς και διακόνους, μετά από γνωμοδότηση του αρμόδιου επισκόπου· το μέτρο αυτό λογαριάζεται κανονικά έγκυρο μέχρι τη σύγκληση πανορθόδοξης συνόδου, η οποία είναι η μόνη που μπορεί να περιβάλλει τη διάταξη αυτή με καθολικό κύρος (βλέπε Εκκλησιαστική Αλήθεια Κωνσταντινούπολης 9 Ιουνίου 1923).
Αντίθετα γνωμοδότησε η επιτροπή προς επεξεργασία των εκκλησιαστικών μεταρρυθμίσεων του υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδας, η οποία υποστήριξε πως το ζήτημα αυτό θέλει αποτελέσει αντικείμενο συζήτησης στην μέλλουσα Πανορθόδοξη Σύνοδο, αποδεχόμενη έτσι το αναλλοίωτο της τάξεως στην αρχαία Εκκλησία.
Η Πανορθόδοξη Σύνοδος πράγματι έγινε το 2016 στο Κολυμπάρι της Κρήτης, και ένα από τα θέματα της ήταν τα κωλύματα στο γάμο των κληρικών, που περιλάμβανε και το δεύτερο γάμο· σχετική απόφαση όμως επί του θέματος αυτού δεν ελήφθη.
Το 2018 όμως, η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου έλαβε την απόφαση πως από τώρα και στο εξής επιτρέπει τον δεύτερο γάμο των ιερέων, σε περίπτωση χηρείας τους ή εάν τους έχει εγκαταλείψει η πρεσβυτέρα τους. Η απόφαση του Πατριαρχείου δεν θα ισχύει για όσους εγκαταλείπουν τις πρεσβυτέρες τους και επιθυμούν να νυμφευθούν κάποια άλλη γυναίκα. Κάθε περίπτωση θα εξετάζεται χωριστά και θα αποστέλλεται από τον οικείο ποιμενάρχη και θα κρίνεται από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η τελετή για τον δεύτερο γάμο των ιερέων θα είναι διαφορετική, μια απλή προσευχή και σε πολύ στενό οικογενειακό κύκλο. Συντάχθηκε μάλιστα και επίσημο Γράμμα από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο με λεπτομέρειες και κατευθύνσεις, το οποίο στάλθηκε στην Εκκλησία της Ελλάδος και στις κατά τόπους υπόλοιπες Εκκλησίες για να τοποθετηθούν επί του θέματος. Η Εκκλησία της Ελλάδος όμως μέχρι στιγμής δεν έχει αποδεχτεί το μέτρο αυτό και τα πράγματα για τον δεύτερο γάμο των ιερέων παραμένουν ως έχουν μέχρι τώρα.
Η Δυτική Εκκλησία δεν ακολούθησε το μικτό σύστημα της Ανατολικής, και επέβαλε υποχρεωτικά την αγαμία και στους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης (διάκονος, πρεσβύτερος, επίσκοπος), στηριζόμενη σε μεμονωμένα χωρία της Βίβλου τα οποία έχουμε αναφέρει και πιο πάνω. Ειδικότερα υποστήριξε πως το Κατά Ματθαίο 19:12 «διότι υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι μόνοι τους έγιναν ευνούχοι για τη βασιλεία των ουρανών» δεν αναφέρεται σε όλους τους Χριστιανούς, αλλά μόνο στους ιερείς. Υπήρχε άλλωστε και το προηγούμενο, αφού από τα πρώτα χρόνια της Εκκλησίας, η παρθενικότητα ή η αγαμία του ιερέα ήταν πιο σημαντική από το γάμο. Παράλληλα μ’ αυτό επέδρασαν και εξωχριστιανικές θεωρίες, όπως η αποστροφή προς τα εγκόσμια και τη σεξουαλική επαφή, που θεωρούνταν πως αποτελούσαν μεγάλα εμπόδια στο δρόμο για τη γνώση του Θεού και την αιώνια σωτηρία. Στη νεότερη εποχή επιπλέον, εμφανίστηκε και ως κεντρική άποψη για την υποχρεωτική αγαμία, πως αυτή βοηθάει τα μέγιστα στην ελευθερία του κληρικού για την πνευματική καθοδήγηση τών πιστών.
Τον 12ο αιώνα οικονομικοί λόγοι – όπως καμιά κληρονομιά εκκλησιαστικής περιουσίας σε άγαμους κληρικούς – παράλληλα με πνευματικά κίνητρα, έδωσαν την αφορμή, στον πάπα Γρηγόριο Ζ΄(1073 – 1085) να πιέσει τους παντρεμένους ή έχοντας σχέση ιερείς και επισκόπους για μια σεξουαλικά συγκρατημένη ζωή και να επιβάλει αυστηρές τιμωρίες σε περιπτώσεις παραβάσεων.
Η δεύτερη σύνοδος στο Λατερανό (1139) έβαλε οριστικό τέλος, κηρύσσοντας τους υφισταμένους γάμους των κληρικών άκυρους και τον γάμο ως ανυπέρβλητο εμπόδιο σε όποιον επιθυμεί να ανέλθει στους ανώτερους βαθμούς της ιεροσύνης, αρχίζοντας από αυτόν του υποδιακόνου. Κανένας άλλος εκκλησιαστικός κανόνας δεν παραβιάστηκε τόσο πολύ, όπως αυτός της αγαμίας, γεγονός που φαίνεται καθαρά από τις ασυνήθιστα πολλές απαγορεύσεις και ποινές των τοπικών και γενικών συνόδων.
Στη δεύτερη σύνοδο του Λατερανού (1962 – 65), δεν επετράπη από τον πάπα Παύλο τον ΣΤ΄να τεθεί σε ψηφοφορία το πρόβλημα της αγαμίας των κληρικών, τάχθηκε δε το 1967 υπέρ της απεριόριστης διάρκειας αυτής, με την πολυσυζητημένη εγκύκλιό του «Sacri caelibatus». Ο επόμενος πάπας που τον διαδέχτηκε το 1978, ο Ιωάννης Παύλος ο ΣΤ΄, ανανέωσε την απόφαση αυτή του Παύλου του ΣΤ΄.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Εγκυκλοπαίδεια Ελευθερουδάκη
2. Εγκυκλοπαίδεια των Θρησκειών, Εκδόσεις «Αλκυών»
3. Νικόδημου Αγιορείτου και Αγαπίου Ιερομονάχου, Πηδάλιο Εκδόσεις «Βασ. Ρηγόπουλου»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.