Ένα Ορθόδοξο Βοήθημα για την αντιμετώπιση των κακοδοξιών των Πεντηκοστιανών, των διαφόρων Χαρισματικών Ομάδων και των εν γένει Προτεσταντών και αιρετικών
του Παναγιώτη
3. Επίλογος
4. Πώς βρίσκουμε κάτι που θέλουμε στην Αγία Γραφή, δηλαδή μια παραπομπή
Πρόλογος “Αντιαιρετικού”: Πριν από κάμποσο καιρό έφτασε στο ιμέηλ μας, ένα μήνυμα από κάποια κυρία, η οποία μας ζητούσε να τη βοηθήσουμε επειδή η φίλη της είχε γίνει Πεντηκοστιανή. Μετά από ανταλλαγή μηνυμάτων, στέλνοντας το τελευταίο της μήνυμα μάς είχε επισυνάψει ένα έγγραφο με τα «Πιστεύω» μιας Προτεσταντικής Ομάδας, ζητώντάς μας να τα απαντήσουμε εν καιρώ...
Αμέσως ζητήσαμε την συνδρομή του συνεργάτη μας Παναγιώτη, ο οποίος όχι μόνο την έστειλε, αλλά δημιούργησε ολόκληρο άρθρο!, αντλώντας βέβαια βοήθεια και αυτός με τη σειρά του και από άλλα αντιαιρετικά έργα που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς, και θεώρησε χρήσιμα για το συγκεκριμένο σκοπό. Διαβάζοντας το, διαπιστώσαμε πως δεν ήταν ένα απλό άρθρο, αλλά ένα ολοκληρωμένο βοήθημα για τον Ορθόδοξο πιστό, για την αντιμετώπιση των Προτεσταντικών κακοδοξιών αλλά και άλλων αιρέσεων.
Για να μην έχει καμιά έλλειψη το βοήθημα αυτό, σκεφτήκαμε και τα εξής. Στο τέλος, μετά τον επίλογο, υπάρχει το «πώς βρίσκουμε μια παραπομπή στην Αγία Γραφή» αφού πολλοί πιστοί μπορεί πιθανόν να το αγνοούν· επίσης έχουμε δημοσιεύσει «Πίνακα της Αγίας Γραφής» με τα βιβλία της Π.Δ. και της Κ.Δ. Επειδή οι Προτεστάντες δέχονται 10 βιβλία λιγότερα από την Π.Δ., όσα δέχονται τα έχουμε με πλάγια γράμματα. Ακόμα δίπλα σε κάθε βιβλίο, έχουμε και την συντομογραφία του.
Στο άρθρο μας οι παραπομπές στην Π.Δ. είναι από την μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο΄), αφού αυτή είναι η επίσημη Π.Δ. που δέχεται η Εκκλησία μας.
Γνωρίζουμε πως το μέγεθος του άρθρου είναι πολύ μεγάλο και δεν διαβάζεται μονομιάς. Αλλά όπως βλέπετε, το ονομάζουμε βοήθημα. Γι’ αυτό ο κάθε πιστός μπορεί είτε να το αποθηκεύσει, ή να επανέρχεται διαβάζοντας τμηματικά τα Προτεσταντικά «Πιστεύω» και τις Ορθόδοξες Απαντήσεις σ’ αυτά.
Κατ’ εξαίρεση στο άρθρο αυτό δεν θα ανεβάσουμε σχόλια για διάλογο. Υπάρχουν αντίστοιχα άρθρα στον «Αντιαιρετικό» που ασχολούνται τμηματικά με τα περισσότερα που διαπραγματεύονται στο άρθρο αυτό, που μπορεί να σχολιάσει επωνύμως όποιος επιθυμεί.
Τέλος και για δεοντολογικούς λόγους επισημαίνουμε πως η δική μας συνεισφορά στο άρθρο αυτό είναι ελάχιστη και αφορά μόνο κάποια σημεία του. Δική μας συνεισφορά επίσης είναι ο Επίλογος, το «Πως βρίσκουμε κάτι που θέλουμε στην Αγία Γραφή, δηλαδή μια παραπομπή», ο «Πίνακας της Αγίας Γραφής» και η μετάφραση κάποιων κειμένων των Πατέρων της Εκκλησίας μας και κάποιων αγιογραφικών χωρίων. ΚΑΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ.
Ακολουθεί το κείμενο του Παναγιώτη
1. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Πιστεύουμε πως η εξουσία για την αποσαφήνιση της Αλήθειας έχει δοθεί από το Θεό μέσω της Αγίας Γραφής, το Ζωντανό του Λόγο. Σεβόμαστε την εκκλησιαστική (ιερά) παράδοση, όταν αυτή δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με την Αγία Γραφή, θεωρούμε όμως ότι δεν έχει την ίδια εξουσία. Έτσι για κάθε πνευματικό ερώτημα ή κάθε άλλο ζήτημα, καταφεύγουμε στη μελέτη του Λόγου του Θεού […] Όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν, και όλοι τους μπορεί να κάνουν λάθη, σε ατομικό επίπεδο αλλά και συλλογικά ως σώμα.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Είναι γνωστό το δόγμα Sola Scriptura (= μόνο η Γραφή) που έχουν δημιουργήσει οι Προτεστάντες (= Διαμαρτυρόμενοι), ισχυριζόμενοι πως για όσα πιστεύουν ακολουθούν «μόνο την Αγία Γραφή».
Όμως…
Αυτός που δίδαξε σε όλους τους Προτεστάντες να λένε «Μόνο η Γραφή», ήταν ο Γερμανός ιδρυτής του Προτεσταντισμού Μαρτίνος Λούθηρος (1483 – 1546 μ.Χ.), και όπως διαβάζουμε κατά γράμμα σε αγγλική μετάφραση του έργου του, πίστευε στον Τριαδικό Θεό:«the Father, Son, and Holy Spirit, three distinct persons, are by nature one true and genuine God(= ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, τρία ξεχωριστά πρόσωπα, είναι εκ φύσεως ένας αληθινός και γνήσιος Θεός)» Luther’s Works, vol. 37, σελ. 361.
Αν όμως εξετάσουμε τις δογματικές διαφορές που υπάρχουν στον Προτεσταντισμό, θα δούμε ότι άλλες ομάδες δέχονται τον Τριαδικό Θεό και άλλες απορρίπτουν εντελώς την πίστη αυτή, οι αποκαλούμενοι ΑντιΤριαδιστές! Κατά συνέπεια, τι ακριβώς νόημα έχει το δόγμα «Sola Scriptura» που διδάσκουν, όταν έχουμε μόνο μία Αγία Γραφή που είναι ίδια για όλους, και όμως καταλήγουν να πιστεύουν ακόμα και εκ διαμέτρου αντίθετα πράγματα για το ποιος είναι ο Θεός της Αγίας Γραφής!
Μάλιστα, για αντιθέσεις που φτάνουν σε τόσο ακραίο βαθμό ώστε να διδάσκεται πίστη ακόμα και σε διαφορετικό Θεό (τριαδικό/μή τριαδικό), θα δεχτούμε υποχρεωτικά πως είτε θα είναι κάποιος με τον Θεό και θα διδάσκει το «Α» ή θα διδάσκει το αντίθετο του «Α» και άρα θα βαδίζει ενάντια στον Θεό. Διότι όπως ο Χριστός είπε, «όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου» Λουκά 11:23.
Και ο πλέον αφελής λοιπόν, θα ρωτούσε: τελικά για ποια «αλήθεια» εγγυάται το δόγμα «Sola Scriptura» που έχουν δημιουργήσει; Για την αλήθεια της Γραφής, ή για αυτό που νομίζει ο καθένας τους ως «αλήθεια» και απλά επικαλούνται την Αγία Γραφή ως πρόσχημα για να ξεγελούν;
Οι αντιφάσεις όμως χρεώνονται πάντα στους ανθρώπους και ποτέ στην Αγία Γραφή. Αυτό σημαίνει ότι οι Προτεσταντικές ομάδες ακολουθούν απλώς τις προσωπικές ερμηνείες των ευφάνταστων και πλανεμένων αρχηγών τους και όχι τη Γραφή. Γι’ αυτό έχουν υποστεί τόσες διαιρέσεις, γι’ αυτό κάθε Προτεστάντης, ισχυριζόμενος ότι αυτός «έχει δίκιο» στα περί «σωτηρίας» ή στα περί «βαπτίσματος», μπορεί να φτιάξει τη δική του ομάδα, η οποία θα έχει και διαφορετικό όνομα από τις άλλες. Αν όντως ακολουθούσαν τη Γραφή, θα ήταν όλοι ενωμένοι σε μία μόνο συλλογικότητα, όπως μία είναι και η Γραφή που διδάσκει: «να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε ενωμένοι, με μία σκέψη και με ένα φρόνημα» 1 Κορινθίους 1:10.
Γι’ αυτό και η συνηθισμένη δικαιολογία όλων των Προτεσταντών, ότι «κάθε ένας που πραγματικά και ειλικρινά πιστεύει στον Θεό θα βρει την αλήθεια», βλέπουμε ότι δεν ισχύει, διότι ο Θεός είναι ένας όπως και η Αγία Γραφή, όμως οι προτεσταντικές ομάδες και οι «αλήθειες» τους, είναι αναρίθμητες…
Ακριβώς, αυτή η παραπάνω προβληματική ήταν που οδήγησε τον Αμερικανό Προτεστάντη Ματθαίο Γκαλλάτιν στην Ορθοδοξία. Έχοντας περάσει διαδοχικά από διάφορες Προτεσταντικές ομάδες γράφει στο βιβλίο του: «Τότε, στα σαράντα μου χρόνια, ανακάλυψα κάτι. Για πρώτη φορά στη ζωή μου μελέτησα σοβαρά τούτο το απλό ερώτημα: Εάν οι άνθρωποι του Χριστού αποτελούν ένα αδιαίρετο Σώμα, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, γιατί τότε υπάρχουν τόσες διαφορετικές εκδοχές της αλήθειας; Πως είναι δυνατόν οι πιστοί στην Αγία Γραφή Προτεστάντες να μελετούν τις ίδιες ακριβώς Γραφές και να καταλήγουν σε τόσες διαφορετικές δογματικές διατυπώσεις και επομένως σε τόσες διαφορετικές εικόνες του Θεού; Είναι δυνατόν να είναι αυτός ο σωστός δρόμος της πίστης;»“Διψώντας για τον Θεό”, σελ. 17, Εκδόσεις «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος» Μήλεσι 2006.
Το χειρότερο όμως είναι ότι οι Προτεστάντες ομολογούν: «Όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν, όλοι τους μπορεί να κάνουν λάθη, σε ατομικό επίπεδο αλλά και συλλογικά ως σώμα.»
Πολύ βολική άποψη και θυμίζει την παροιμία, «θέλω την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο», δηλαδή σαν να λέμε «ακόμα κι αν ο Προτεσταντισμός διδάσκει λάθη, εγώ καλά κάνω και παραμένω σε αυτόν»!
Προφανώς δεν κατανοούν ότι με αυτή την ομολογία ανοίγουν τον «ασκό του Αιόλου», διότι αφού δέχονται ότι «μπορεί να κάνουν λάθη», κι εμείς –βασισμένοι στα δικά τους λόγια– τους λέμε ότι όντως κάνουν λάθος σε όλα όσα λένε ενάντια στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Διότι, όταν «μπορεί να κάνουν λάθη», πως θα εγγυηθούν στους πιστούς τους ότι έχουν δίκιο για όσα λένε;
Η Λογική δυστυχώς, είναι αμείλικτη γι’ αυτούς:
1.Κανείς δεν κάνει λάθος επίτηδες.
2. Άρα, όταν κάποιος ομολογεί ότι «μπορεί να κάνει λάθη» μιλάει για λάθη λόγω αθέλητης πλάνης.
3. Αν όμως μπορείς να κάνεις λάθη λόγω αθέλητης πλάνης, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος αν στα δέκα πράγματα που συνολικά διδάσκεις έχεις λάθος σε ένα, σε πέντε ή σε όλα!
Από τη στιγμή που διδάσκεις πίστη στο λάθος όχι μόνο ατομικά (που είναι θεμιτό: 1 Ιωάννη 1:8) αλλά και συλλογικά που είναι απαγορευμένο (διότι η «εκκλησία» είναι «στύλος και εδραίωμα της αλήθειας» 1 Τιμόθεο 3:15), η υπόθεση έχει χαθεί οριστικά.
Έτσι λοιπόν, μόνοι τους παραδέχονται οι Προτεστάντες πως τίποτα δεν αποκλείει ότι και όλες ακόμα οι Προτεσταντικές ομάδες μπορεί να βρίσκονται σε πλάνη. Όμως ο Κύριος είπε, «γνωρίστε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει» (Ιωάννη 8:32) προσδιορίζοντας ότι η αλήθεια είναι μόνο μία και όποιος δεν την ακολουθεί, ουσιαστικά κινείται ενάντια στον Θεό (Λουκά 11:23).
Σε αντίθεση όμως με τους Προτεστάντες, η Ορθόδοξη Εκκλησία από την ίδρυση της από τον Ιησού Χριστό μέχρι σήμερα δεν αποδέχεται καμία περίπτωση πλάνης και τίποτα απολύτως που να μην συμφωνεί με την Αποστολική Διδασκαλία. Το λεγόμενο «Συνοδικό της Ορθοδοξίας» είναι ένα από τα σημαντικότερα δογματικά κείμενα της Εκκλησίας που ως σήμερα αποτελεί μέρος της Λειτουργικής της Πράξης και αναφέρει με σαφήνεια:
«Οι Προφήτες όπως είδαν, οι Απόστολοι όπως δίδαξαν, η Εκκλησία όπως παρέλαβε […] Αυτή είναι η πίστη των Αποστόλων, αυτή είναι η πίστη των Πατέρων, αυτή είναι η πίστη των Ορθοδόξων».
Από πάντα έως σήμερα λοιπόν, η Εκκλησία διδάσκει αποκλειστικά και μόνο την Αποστολική Διδασκαλία.
Όπως περιγράφει και ο Μ. Αθανάσιος, η Εκκλησία διδάσκει την Αποστολική πίστη που παραδόθηκε στο ακέραιο στους Πατέρες της Εκκλησίας και τις Οικουμενικές Συνόδους:
«Και να εμείς αποδεικνύουμε, ότι αυτού του είδους η διάνοια, έχει περάσει από πατέρες σε πατέρες […] αυτά έχουν γραφεί, όπως ακριβώς τα έχουν παραδώσει όσοι τα είδαν με τα μάτια τους από την αρχή και έγιναν υπηρέτες του Λόγου. Και η πίστη, την οποία ομολόγησε γραπτώς η Σύνοδος, αυτή η ίδια είναι της Καθολικής Εκκλησίας. Οι μακάριοι πατέρες με αυτό τον τρόπο έγραψαν παραδίδοντάς την». (Μ. Αθανασίου, «Περί της εν Νικαία Συνόδου», 27. PG 25, 465D.468A)
Αυτή η αλήθεια είναι και η μοναδική που συμβαδίζει κατά γράμμα με την Αγία Γραφή η οποία διδάσκει το αλάθητο της Εκκλησίας ως σύνολο, επειδή αποτελεί Σώμα Χριστού με κεφαλή τον Κύριο (1 Τιμόθεο 3:15 και Εφεσίους 1:22 – 23).
Απέναντι σε αυτή την αυτοσυνειδησία αλαθήτου της Εκκλησίας, οι Προτεστάντες καλούν τους ανθρώπους να φανούν τόσο αφελείς, ώστε να παίξουν κορώνα – γράμματα στον Προτεσταντικό «τζόγο» την πολύτιμη επίγεια και αιώνια ζωή τους, ακολουθώντας κάποια Προτεσταντική ομάδα που, όπως οι ίδιοι ομολογούν, μπορεί να κάνει λάθος και τελικά να διδάσκει ακόμα και τα αντίθετα από αυτά που επιθυμεί ο Θεός…
Δεν είναι όμως μόνο αυτές οι πλάνες των Προτεσταντών. Είναι επίσης αδιανόητο, να μιλούν για «Sola Scriptura» και ταυτόχρονα να παραβιάζουν την Αγία Γραφή που διδάσκει πως η Αποστολική Διδασκαλία δεν μεταδίδεται μόνο με κείμενα, αλλά και «διά λόγου» δηλαδή προφορικά (2 Θεσσαλονικείς 2:15).
Και έχει μεγάλη σημασία για την κατανόηση της Προτεσταντικής αυθαιρεσίας, ότι αν διαβάσουμε οποιαδήποτε «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη» (που είναι το επιστημονικό γνωστικό αντικείμενο που εξετάζει κάθε τι που σχετίζεται με τις συνθήκες γένεσης των 27 βιβλίων της Κ.Δ.), θα δούμε ότι το πρώτο κείμενο της Κ.Δ., η 1 προς Θεσσαλονικείς επιστολή του Παύλου, εμφανίστηκε γύρω στο 50 μ.Χ. ενώ το Ευαγγέλιο του Ιωάννη τοποθετείται στο τέλος του 1ου αιώνα. Άρα, ένας μεγάλος αριθμός Χριστιανών έως το τέλος του 1ου αιώνα, είτε έφυγαν από τη ζωή χωρίς να υπάρχει κανένα γραπτό κείμενο, είτε διδάχτηκαν όλη τη σωτήρια αλήθεια χωρίς πλήρη την Καινή Διαθήκη.
Και όπως γνωρίζουμε από τις ιστορικές μαρτυρίες, η απουσία της Καινής Διαθήκης των 27 βιβλίων δεν εμπόδισε τους Αποστόλους να ορίσουν συνεχιστές του έργου και της Αλήθειας της Εκκλησίας, πρόσωπα όπως π.χ. ο Ιγνάτιος ο Θεοφόρος (επίσκοπος από το 70 μ.Χ.) που είχαν γίνει Χριστιανοί και είχαν μάθει την πλήρη αλήθεια χωρίς να είναι αυτόπτες ή αυτήκοοι του Χριστού και χωρίς την Καινή Διαθήκη στα χέρια τους.
Κατά συνέπεια, το Sola Scriptura είναι ένα δόγμα αυθαίρετο, αφού ο Θεός μάς παρέδωσε τη θεόπνευστη διδασκαλία, πως η πραγματική Εκκλησία του Θεού διδάσκει εξίσου την Αποστολική Αλήθεια και με την προφορική της παράδοση.
Έτσι, η ιστορική πραγματικότητα ελέγχει τους Προτεστάντες αφού, «για τους πρώτους Χριστιανούς δεν υπήρχαν βιβλία της Καινής Διαθήκης, κι όμως αυτοί κατείχαν την πληρότητα της αλήθειας και της πίστεως του Χριστιανισμού» ενώ «η ιστορική πραγματικότητα είναι ότι η Εκκλησία υπήρχε πριν να γραφεί ο,τιδήποτε, ότι η Εκκλησία προηγήθηκε της υπάρξεως της Καινής Διαθήκης» (π. Γεώργιος Φλορόφσκυ, «Οι Βυζαντινοί Πατέρες του 5ου αιώνα», σελ. 42).
Γιατί λοιπόν οι Προτεστάντες δεν σέβονται την αλάθητη διδασκαλία του Θεού και διδάσκουν το ψευδές δόγμα Sola Scriptura;
Εύκολα διαπιστώνουμε λοιπόν, ποιοι έμειναν πιστοί στη διδασκαλία της Γραφής και της Εκκλησίας. Διότι η Εκκλησία κράτησε κατά γράμμα τα λόγια του Απόστολου Παύλου: «αδελφοί, σταθείτε σταθεροί και κρατείστε τις παραδόσεις τις οποίες έχετε διδαχτεί είτε διά λόγου είτε διά επιστολής μας»(2 Θεσσαλονικείς 2:15),
όπως ακριβώς διδάσκουν οι Πατέρες της Εκκλησίας:
«άλλα μεν έχουμε από την γραπτή διδασκαλία, άλλα δε από την παράδοση των αποστόλων […] τα οποία ακριβώς και τα δύο την ίδια ισχύ έχουν προς την ευσέβεια» (Μ. Βασιλείου, «Περί Αγίου Πνεύματος», 66. PG32, 188A).
Όμως οι Προτεστάντες κοίταξαν να διασώσουν το συμφέρον τους και όχι να σεβαστούν την Αλήθεια. Διότι στον 16ο αιώνα που αποφάσισαν να φτιάξουν δική τους θρησκεία, θέλησαν να διαφοροποιηθούν από τους παπικούς και αντί να επιλέξουν να επανέλθουν στην ορθή Ιερά Παράδοση, επέλεξαν να πετάξουν εντελώς ακόμα και το ορθό περιεχόμενο της Ιεράς Παράδοσης. Έτσι, σκαρφίστηκαν το Sola Scriptura για να μπορέσουν να μεταδώσουν το νοθευμένο τους μήνυμα αφού δεν μπορούσαν πλέον να εφαρμόσουν τα λόγια του Απόστολου Παύλου, ότι οι πιστοί σώζονται με την Αλήθεια είτε αυτή «παραδίδεται προφορικά, είτε γραπτά» (2 Θεσσαλονικείς 2:15).
Οι Προτεστάντες λοιπόν αποδέχονται ως βασικό δόγμα τους το εντελώς αυθαίρετο Sola Scriptura που δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία της Εκκλησίας. Και αυτό σημαίνει πως όλη η θρησκεία τους θεμελιώνεται σε απόλυτη αντίθεση με το έργο και τη διδασκαλία της Αποστολικής Εκκλησίας.
Επιπλέον, οι Προτεστάντες πάντα θα βιώνουν οδυνηρή αντίφαση όταν μιλάνε για «Sola Scriptura» και αποδέχονται ως ύψιστο πνευματικό τους αγαθό τον Κανόνα (= κατάλογο) των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης που τους παρέδωσε η Εκκλησία:
«Τελικός σταθμός στην εξέλιξη και οριστική διαμόρφωση του κανόνα θεωρείται η 39η Εορταστική Επιστολή του Μ. Αθανασίου (367), στην οποία αναφέρονται ως κανονικά τα 27 βιβλία της Κ.Δ. […] πρώτος ο Μ. Αθανάσιος χρησιμοποιεί τον όρο ‘κανών’ προς δήλωση του σώματος των βιβλίων της Αγίας Γραφής» (Ιωάννης Καραβιδόπουλος «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη», 2η έκδ., σελ. 113).
Ας θυμούνται λοιπόν ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία παρέδωσε στην ανθρωπότητα πλήρη και οριστικά τετελεσμένο τον Κανόνα των 27 βιβλίων της Καινής Διαθήκης, 11 αιώνες πριν εμφανιστούν οι Προτεστάντες. Και μάλιστα, ο Θεός επέτρεψε αυτό να γίνει εν μέσω Βυζαντίου (το οποίο απεχθάνονται οι Προτεστάντες) από την Εκκλησία Του η οποία:
–τιμούσε αγίους,
–αποδεχόταν την ειδική ιεροσύνη,
–αποδεχόταν τα Ιερά Μυστήρια,
–δεν αποδεχόταν την αργία του Σαββάτου αλλά της Κυριακής,
–τελούσε μνημόσυνα.
Οι Προτεστάντες λοιπόν, από μία Εκκλησία που διαρκώς καθυβρίζουν, δέχτηκαν ως πηγή αλήθειας και σωτηρίας τον Κανόνα των 27 βιβλίων στον οποίο βασίζεται το κυριότερο δόγμα τους, το «Sola Scriptura»!
Πράγματι, ο Θεός έδωσε την ευλογία Του στην Ορθόδοξη Εκκλησία να παραδώσει στην ανθρωπότητα οριστικά διαμορφωμένο το ιερότερο πνευματικό έργο του Χριστιανισμού, τον Κανόνα των 27 βιβλίων, επειδή ακριβώς ήταν απλανής και μετέδιδε αλάθητα την Αποστολική Διδασκαλία.
Και συνεχίζουμε για την Προτεσταντική πλάνη, καθώς όπως γνωρίζουμε, μερικές προτεσταντικές ομάδες κατανοώντας τις αντιφάσεις τους, θέλουν να σώσουν το «Sola Scriptura» των 27 βιβλίων με τη δικαιολογία ότι η Εκκλησία «πλανήθηκε αργότερα», κάπου στον 4ο αιώνα (παρενθετικά αναφέρουμε ότι κάθε προτεσταντική ομάδα έχει κατασκευάσει ένα δικό της όριο για το πότε τάχα «πλανήθηκε» η Εκκλησία. Άλλοι λένε μετά τον θάνατο των Αποστόλων, και άλλοι θέτουν διαφορετικές χρονολογίες που φτάνουν μέχρι τα μέσα του 4ου αιώνα περίπου).
Φυσικά, αυτά είναι προσχηματικές δικαιολογίες. Όπως είπαμε, «Sola Scriptura» σημαίνει ότι ως μοναδικό δρόμο προς την Αλήθεια αποδέχονται τα 27 κανονικά(=γνήσια) βιβλία της Κ.Δ. όπως αυτά περιγράφονται το 367 μ.Χ. Καμία προτεσταντική ομάδα δεν αποδέχεται άλλον Κανόνα της Κ.Δ. πλην αυτού των 27 βιβλίων.
Όμως, πριν η Ορθόδοξη Εκκλησία, μετά το τέρμα των διωγμών, διαμορφώσει οριστικά και παραδώσει στον κόσμο τον Κανόνα των 27 βιβλίων, υπήρξε ένα μέγα πλήθος από διαφορετικούς Κανόνες της Κ.Δ., γεγονός που φανερώνει ακόμα περισσότερο την πλάνη του «Sola Scriptura» και αποδεικνύει πως η Εκκλησία προηγείται της Γραφής στην παράδοση της Αλήθειας και ότι η αληθινή Εκκλησία έχει πλήρη συνείδηση ότι μεταδίδει την Αλήθεια και χωρίς να είναι ολοκληρωμένος ο Κανόνας.
Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι σε ένα δωμάτιο υπάρχει σκορπισμένος ένας πολύ μεγάλος αριθμός βιβλίων, ανακατεμένα όλα μαζί, κανονικά(=γνήσια) και απόκρυφα(=νόθα) Ευαγγέλια, κανονικές και απόκρυφες Πράξεις των Αποστόλων, κανονικές και απόκρυφες Επιστολές των Αποστόλων ή Αποκαλύψεις.
Τι γινόταν λοιπόν ως προς το «Sola Scriptura» των 27 βιβλίων πριν τον 4ο αιώνα, τότε που κατά τους Προτεστάντες δεν είχε… «πλανηθεί ακόμα» η Εκκλησία;
Ο λεγόμενος «Κανόνας του Ειρηναίου» (140 – 202 μ.Χ.), υιοθέτησε μόνο 22 κανονικά (= γνήσια) βιβλία συν το απόκρυφο (= νόθο) βιβλίο τον «Ποιμένα του Ερμά» (σημείωση: επειδή δεν μπορούμε διαρκώς για λόγους οικονομίας να πληκτρολογούμε τα ονόματα των βιβλίων που μπαίνουν ή βγαίνουν από τον γνωστό σημερινό Κανόνα της Κ.Δ., αν κάποιος ενδιαφέρεται, ας αγοράσει μια «Εισαγωγή στην Καινή Διαθήκη» για να δει όλα τα στοιχεία). Βλέπουμε λοιπόν πως η Κ.Δ. ήταν λειψή, διότι λείπουν 5 κανονικά βιβλία, ενώ συμπεριλαμβάνεται και ένα απόκρυφο.
Ο λεγόμενος «Κανόνας του Μουρατόρι» (τέλη 2ουμ.Χ. αιώνα), διάσημος στους Θεολογικούς κύκλους, υιοθέτησε κι αυτός 22 βιβλία, διαφορετικά όμως από αυτά που περιγράφει ο Ειρηναίος· έβγαλε τον «Ποιμένα του Ερμά» και συμπεριέλαβε με επιφύλαξη την νόθα «Αποκάλυψη Πέτρου». Άρα, άγνωστη για μία ακόμη φορά στους τότε πιστούς η Κ.Δ. των 27 βιβλίων.
Κατόπιν, ο «Κανόνας του Τερτυλλιανού» (155 – 240 μ.Χ.), υιοθέτησε πάλι 22 βιβλία και πάλι διαφορετικά και από αυτά του Ειρηναίου και από αυτά του Μουρατόρι! Τα υπόλοιπα έμειναν ξανά εκτός, πάλι λειψή η Κ.Δ., και βιβλία που μέχρι χτες ήταν κανονικά, μπαίνουν και πάλι στην αμφιβολία.
Μετά, ο «Κανόνας του Ωριγένη» (185 – 254 μ.Χ.), υιοθέτησε μόνο 21 βιβλία και επιπλέον με θεολογική επιφύλαξη συμπεριέλαβε και τρία απόκρυφα. Τα υπόλοιπα έμειναν εκτός, πάλι λειψή η Κ.Δ.
Ο «Κανόνας του Ιππολύτου» (170–235 μ.Χ.), έβγαλε τα τρία απόκρυφα, και υιοθέτησε πάλι 21 κανονικά βιβλία αλλά όμως διαφορετικά από του Ωριγένη. Τα υπόλοιπα που σήμερα γνωρίζουμε ως κανονικά έμειναν εκτός, οπότε πάλι άγνωστη η Κ.Δ. των 27 βιβλίων.
Ο «Κανόνας του Ευσεβίου» (265 – 340μ.Χ.), υιοθέτησε πάλι 21 βιβλία αλλά και πάλι διαφορετικά και από τον Ωριγένη και από τον Ιππόλυτο. Πάλι λειψή η Κ.Δ. και πάλι βιβλία που μέχρι χτες ήταν κανονικά, μένουν εκτός.
Άρα, αγαπητοί Προτεστάντες αφού αποδεικνύεται πως επί τόσους αιώνες οι Χριστιανοί σώζονταν χωρίς την πλήρη και οριστική Καινή Διαθήκη, δηλ. δεν υφίστατο καν το δόγμα «Sola Scriptura» που κατασκευάσατε εκ των υστέρων, πως είναι δυνατόν να λέγεστε Χριστιανοί και να διδάσκετε άλλα από αυτά που όρισε ο Χριστός;
Γι’ αυτό ρωτάμε το αυτονόητο: αυτό το ολέθριο Προτεσταντικό δόγμα «Sola Scriptura», δηλαδή το δόγμα «μόνο ό,τι είναι γραμμένο», τι Χριστιανούς δημιούργησε επί τόσους αιώνες, όταν πλήθος βιβλίων εκ των 27 είτε δεν υπήρχαν (στον πρώτο αιώνα), είτε δεν διδάσκονταν, είτε διδάσκονταν πριν και μετά όχι, είτε δημιουργούσαν αμφιβολίες;!
Τι δόγμα είναι το «Sola Scriptura», όταν οδηγεί απλώς σε έναν παραλογισμό αβεβαιότητας και ασάφειας; Διότι όταν οι Προτεστάντες διδάσκουν ως «σωτήριο» δόγμα το «Sola Scriptura», είναι σαν να βλασφημούν ότι χωρίς τα 27 βιβλία, ο Χριστός άφησε τους πιστούς επί αιώνες χωρίς δυνατότητα Σωτηρίας! Και εδώ είναι «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» διότι αν μας πουν ότι οι πιστοί σώζονταν όλους αυτούς τους αιώνες και χωρίς το «Sola Scriptura» των 27 βιβλίων, τότε ομολογούν ότι κατασκεύασαν και διδάσκουν ένα εντελώς άχρηστο δόγμα!
Αποδείξαμε λοιπόν πως ο φορέας της Σωτηρίας ουδέποτε ήταν «μόνο η Αγία Γραφή»! Ο φορέας της Σωτηρίας ήταν πρωτίστως η Εκκλησία του Χριστού με την Αποστολική Διαδοχή της η οποία προηγείται οποιουδήποτε γραπτού κειμένου, προηγείται και του οριστικού Κανόνα της Καινής Διαθήκης, προηγείται και 15 ολόκληρους αιώνες της Προτεσταντικής πλάνης. Το «Sola Scriptura» είναι ένα πλαστό δόγμα.
2. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Πιστεύουμε πως η Παλαιά μαζί με τη Καινή Διαθήκη αποτελούν τον αυθεντικό Λόγο του Θεού και είναι και οι δύο σημαντικές για τους σημερινούς Χριστιανούς.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όπως γνωρίζουμε, η Εκκλησία πορευόταν επί αιώνες με μια Αγία Γραφή 76 βιβλίων (Παλαιά και Καινή Διαθήκη μαζί). Όταν όμως εμφανίστηκαν οι Προτεστάντες, αφαίρεσαν 10 βιβλία από την Παλαιά Διαθήκη και τα βάφτισαν «απόκρυφα», τη στιγμή που η Εκκλησία τα ονόμαζε «Δευτεροκανονικά» και τα χρησιμοποιούσε σε όλα τα θεολογικά έργα με την κλασική προσφώνηση «Γέγραπται», όπως ακριβώς γινόταν με όλα τα βιβλία της Αγίας Γραφής. Οι Προτεστάντες όμως, σαν να απευθύνονται σε αφελείς, μιλούν ακόμα και σήμερα για τα Δευτεροκανονικά βιβλία σαν να είναι «απόκρυφα», ενώ ξέρουν ότι το όνομα «απόκρυφα» δινόταν αποκλειστικά και μόνο στα βιβλία που η Εκκλησία καταδίκαζε και απέρριπτε!
Εφόσον λοιπόν οι πιστοί διδάσκονταν ότι η Αγία Γραφή περιλαμβάνει 76 βιβλία και όχι 66, αυτό σημαίνει ότι σύμφωνα με το προτεσταντικό δόγμα «Sola Scriptura», ο Θεός επί 1500 χρόνια «εγκατέλειψε» τους πιστούς, αφήνοντας τους να τηρούν τις αιρετικές και βλάσφημες διδασκαλίες 10 ολόκληρων «απόκρυφων» βιβλίων! Αν όμως μας πουν ότι οι πιστοί σώζονταν παρά το γεγονός ότι υπήρχε «Sola Scriptura» 76 βιβλίων, αυτό δηλώνει (και πάλι) ότι το προτεσταντικό «Sola Scriptura» των 66 βιβλίων είναι εντελώς άχρηστο! Και εφόσον ο Θεός και η Εκκλησία έσωζαν τους πιστούς με την Αγία Γραφή ως είχε, για ποιον λόγο οι Προτεστάντες την τεμάχισαν; Διότι είτε θα συμπεράνουμε πως ο Θεός μεταβάλλει απόψεις ως προς το τι είναι Αγαθό ή Πονηρό (άρα και τα 66 βιβλία μπορεί να είναι λάθος), είτε θα συμπεράνουμε πως η «Αγία Γραφή» των Προτεσταντών δεν είναι εκ Θεού αλλά είναι μια αυθαίρετη, ανθρώπινη κατασκευή.
Και δεν είναι μόνο αυτό: οι Προτεστάντες απέρριψαν την Αγία Γραφή των 76 βιβλίων με την οποία πορεύονταν οι Χριστιανοί επί 1500 χρόνια, για να υιοθετήσουν την Αγία Γραφή των 66 βιβλίων αποδεχόμενοι ως Π.Δ. τα βιβλία που αποδέχονταν οι Ιουδαίοι, τους οποίους η Κ.Δ. ονομάζει άθεους και αντίχριστους διότι αρνήθηκαν τον Χριστό, άρα και τον Πατέρα: «αυτός είναι ο αντίχριστος, ο αρνούμενος τον πατέρα και τον υιό· καθένας που αρνείται τον υιό δεν έχει ούτε τον πατέρα» 1 Ιωάννη 2:22 – 23!
Αυτή είναι μία από τις πολλές αποδείξεις ότι οι Προτεστάντες βρίσκονται σε βαθιά πλάνη από την αρχή της δημιουργίας τους. Προκειμένου να δείξουν ότι διαφέρουν από τους παπικούς, προτίμησαν να φύγουν από τους αιρετικούς και να συμπορευτούν με τους αντίχριστους. Αυτό αποδεικνύει η σχεδόν αποκλειστική χρήση του εβραϊκού κειμένου ως Π.Δ., παρά το γεγονός ότι η μετάφραση των Εβδομήκοντα ήταν αυτή που εξαγιάστηκε από τα άγια στόματα του Χριστού και των Αποστόλων καθώς σύμφωνα «προς την επικρατούσα επιστημονική άποψη […] η Μετάφραση των Ο΄αποτελεί τη Γραφή των συγγραφέων της Καινής Διαθήκης» (Καραβιδόπουλος Ιωάννης, «Βιβλικές Μελέτες» Δ΄, σελ. 65).
3. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Πιστεύουμε πως είμαστε σωσμένοι διότι ο Ιησούς πέθανε για να πληρώσει την ποινή για τις αμαρτίες μας. Έτσι, το δικαίωμα στη σωτηρία, αποτελεί ένα αποκλειστικό δώρο Χάρης και Αγάπης του Θεού, στο οποίο ο άνθρωπος δεν έχει καμιά συμμετοχή. Η θυσία αυτή συνιστά τη μόνη λύση στο πρόβλημα της αμαρτίας […] Ακόμη δεν πιστεύουμε πως πρέπει να κάνουμε κάποια καλή πράξη ή κάποιο έργο μετανοίας ώστε να κερδίσουμε την εύνοια του Θεού. Οι καλές πράξεις, ακόμα και η ίδια η υπακοή μας σε Αυτόν αποτελεί την ανταπόκριση μας στην σωτηρία Του και όχι την προϋπόθεση για να σωθούμε.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Θα λέγαμε πως οι Προτεστάντες μάλλον αστειεύονται με την παραπάνω θολή διδασκαλία.
Καταρχάς δεν κατανοούν ότι η φράση, «δεν πιστεύουμε πως πρέπει να κάνουμε κάποια καλή πράξη», αντιφάσκει με το δόγμα, «ο άνθρωπος δεν έχει καμιά συμμετοχή» και τη δήλωση περί «ανταπόκρισης στην σωτηρία Του». Διότι η «ανταπόκριση» δηλώνει βούληση και έτσι μιλάμε για συνειδητή επιλογή του Αγαθού δηλ. μια σαφώς καλή πράξη που επαινείται από τον Κύριο (Λουκάς 10:42). Πώς λοιπόν διδάσκουν υποκριτικά ότι «ο άνθρωπος δεν έχει καμιά συμμετοχή»; Μήπως εννοούν πως ο άνθρωπος μπορεί να σωθεί με… σατανικές πράξεις, αφού οι καλές πράξεις και τα έργα «δεν είναι προϋπόθεση για να σωθούμε»;!
Επιπλέον, είναι δεδομένο στην Αγία Γραφή ότι υπάρχει Παράδεισος και Κόλαση και τελικός προορισμός του ανθρώπου είναι ένα από τα δύο: «αιώνια τιμωρία ή αιώνια ζωή» (Ματθαίο 25:46). Άρα, «κάτι» θα μας οδηγήσει σε ένα από τα δύο και αν η θυσία του Χριστού ερμηνευόταν με την Προτεσταντική φράση «είμαστε σωσμένοι», δεν θα αναφερόταν καθόλου ύπαρξη της Κολάσεως και η πιθανότητα οι άνθρωποι να καταλήξουν εκεί! Τι δουλειά έχει η Κόλαση αν «είμαστε σωσμένοι»;!
Για να υπάρχει λοιπόν πιθανότητα να καταλήξει κάποιος στην Κόλαση αυτό σημαίνει ότι η θυσία του Χριστού δεν έχει χαρακτήρα καταναγκαστικό και γι’ αυτό μας δίδαξε το «εάν κάποιος θέλει» (Ματθαίο 16:24). Ο Κύριος μας θέλει ελεύθερους, δεν επιβάλλεται διά της βίας. Έτσι, κάτι πρέπει να κάνουμε κι εμείς: πρέπει να θέλουμε την Σωτηρία μας και το να «θέλουμε» είναι μια συνειδητή επιλογή, μια πράξη πνευματική με συγκεκριμένο στόχο και κατεύθυνση. Γι’ αυτό τα λόγια του Κυρίου «εάν κάποιος θέλει να με ακολουθήσει» (Ματθαίο 16:24) είναι απόδειξη της Προτεσταντικής πλάνης. Μόνο ο δρόμος του Κυρίου είναι η Σωτηρία και για να βαδίσεις στον δρόμο του Κυρίου, ο Χριστός λέει ότι πρέπει να θέλεις!
Οι Προτεστάντες λοιπόν λένε ότι «ο άνθρωπος δεν έχει καμιά συμμετοχή», αλλά ο Χριστός λέει το αντίθετο: οπωσδήποτε έχουμε συμμετοχή αφού πρέπει να θέλουμε. Τίποτα δεν είναι υποχρεωτικό, τίποτα δεν πηγαίνει με «αυτόματο πιλότο». Ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο άβουλο. Δίνει μεν τη Χάρη Του, όμως η Κόλαση και ο Παράδεισος παραμένουν μια πιθανότητα και άρα μια πρόκληση για το αυτεξούσιο του ανθρώπου που καλείται να αγωνιστεί με τη θέληση του για τη Σωτηρία ώστε τελικά να βρεθεί στον Παράδεισο.
Εκτός κι αν δεν τους νοιάζει τους Προτεστάντες ο τελικός τους προορισμός! Μήπως οι Προτεστάντες θεωρούν και τον Παράδεισο και την Κόλαση εξίσου ως «Σωτηρία»; Διότι αν είναι έτσι, ας πουν ανοιχτά στους πιστούς τους ότι πιθανόν τους προορίζουν για την Κόλαση ώστε να ξέρουν με ποιους έχουν να κάνουν! Διότι και ένα νήπιο γνωρίζει ότι η Κόλαση προορίζεται για τον διάβολο και τους οπαδούς του και όχι για τους πιστούς του Θεού. Οι περιγραφές της Κόλασης δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία για το ότι μόνο ο Παράδεισος αποτελεί προορισμό Σωτηρίας!
Πως λοιπόν θα πάνε οι Προτεστάντες στον Παράδεισο χωρίς «καλές πράξεις»; Μόνο με την πίστη; Όμως ο Απόστολος Ιάκωβος τους διαψεύδει:
«η πίστη, αν δεν εκδηλώνεται με έργα, μόνη της είναι νεκρή. Αλλά θα πει κάποιος: “Εσύ έχεις πίστη κι εγώ έχω έργα”. Του απαντώ: “Δείξε μου την πίστη σου από τα έργα σου. Εγώ μπορώ να σου αποδείξω την πίστη μου από τα έργα μου”. Εσύ πιστεύεις ότι ένας είναι ο Θεός. Καλά κάνεις. Και τα δαιμόνια το πιστεύουν αυτό και τρέμουν. Θέλεις να μάθεις, ανόητε άνθρωπε, ότι η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή; … το σώμα είναι νεκρό χωρίς τη ψυχή, έτσι και η πίστη χωρίς τα έργα είναι νεκρή» (Ιακώβου 2:17–26).
Ποια Γραφή διαβάζουν άραγε οι Προτεστάντες και είδαν ότι «οι καλές πράξεις» δεν είναι «προϋπόθεση για να σωθούμε» και να βρεθούμε στον Παράδεισο με το Θεό;
Ο ίδιος ο Χριστός, τη Σωτηρία τη συσχετίζει απόλυτα με τις καλές πράξεις τις οποίες θέτει ως προϋπόθεση Σωτηρίας:
«“φύγετε από μπροστά μου, καταραμένοι· πηγαίνετε στην αιώνια φωτιά, που έχει ετοιμαστεί για το διάβολο και τους δικούς του. Γιατί, πείνασα και δε μου δώσατε να φάω, δίψασα και δε μου δώσατε να πιω, ήμουν ξένος και δε με περιμαζέψατε, γυμνός και δε με ντύσατε, άρρωστος και φυλακισμένος και δεν ήρθατε να με δείτε”. Τότε θα του απαντήσουν κι αυτοί: “Κύριε, πότε σε είδαμε πεινασμένον ή διψασμένον ή ξένον ή γυμνόν ή άρρωστον ή φυλακισμένον και δε σε υπηρετήσαμε;” Και θα τους απαντήσει: “σας βεβαιώνω πως αφού δεν τα κάνατε αυτά για έναν από αυτούς τους άσημους αδελφούς μου, δεν τα κάνατε ούτε γιαμένα”. Αυτοί λοιπόν θα πάνε στην αιώνια τιμωρία, ενώ οι δίκαιοι στην αιώνια ζωή» (Ματθαίο 25:41 – 46).
Και αλλού:
«Όταν όμως βλασταίνει αγκάθια και τριβόλια είναι άχρηστη, και η κατάρα πλησιάζει πάνω της· το τέλος της θα ’ναι να παραδοθεί στη φωτιά. Για σας όμως, αγαπητοί μου, αν και μιλάμε μ’ αυτόν τον τρόπο, έχουμε πειστεί ότι αξίζετε ανώτερα πράγματα, που οδηγούν στη σωτηρία. Γιατί ο Θεός δεν είναι άδικος για να ξεχάσει τα έργα σας και την έμπρακτη αγάπη που δείξατε για χάρη του, με τις υπηρεσίες που προσφέρατε και που προσφέρετε στους αδελφούς χριστιανούς» (Εβραίους 6:6–10).
Είναι ξεκάθαρη η διδασκαλία ότι κάποιοι θα πάνε στην Κόλαση ακριβώς επειδή δεν έκαναν καλές πράξεις, και όσοι σωθούν, αυτό θα γίνει μεν με τη Χάρη του Θεού, αλλά και επειδή στην επίγεια ζωή τους θέλησαν να μιμηθούν τους δίκαιους.
Άλλωστε ο λαϊκισμός των Προτεσταντών δεν κρύβεται: αφού δεν χρειάζονται «οι καλές πράξεις» γιατί αναλώνονται διαρκώς σε ηθικολογικά κουτσομπολιά ενάντια στους ιερείς της Εκκλησίας; Ακριβώς διότι δίνουν μεγάλη σημασία στις «πράξεις» και θέλουν σαν τον Φαρισαίο να δείξουν ότι τάχα αυτοί είναι οι «άνθρωποι του Θεού» με τις «καλές τους πράξεις», σε αντίθεση με όλους τους άλλους.
4. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Αποδίδουμε λατρεία και προσκύνηση αποκλειστικά στο Θεό. Όταν λατρεύουμε τον Θεό, απευθύνουμε την λατρεία και την προσκύνηση μας αποκλειστικά προς τον Θεό Πατέρα, τον Θεό Υιό και τον Θεό Άγιο Πνεύμα. Κανένα δημιούργημα δεν πρέπει να λαμβάνει λατρεία ή προσκύνηση, συμπεριλαμβανομένων των αγίων και των αγγέλων.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Κατ’ αρχάς ας δείξουμε ότι οι Προτεστάντες όταν λένε ότι «κανένα δημιούργημα δεν πρέπει να λαμβάνει προσκύνηση» διδάσκουν το ακριβώς αντίθετο από την Αγία Γραφή:
– «Προσκύνησε ο Αβραάμ αντίκρυ τού λαού τής γης» (Γένεσις 23:12)
–«Θα σε προσκυνήσουν οι γιοι τού πατέρα σου»(Γένεσις 27:28 – 29)
–«Ήλθαν να τον συναντήσουν και τον προσκύνησαν μέχρι το έδαφος»(2 Βασιλειών 2:15)
–«Γονάτισαν και προσκύνησαν τον Κύριο, και τον βασιλιά» (1 Χρονικών 29:20).
Δεν ξέρουν οι Προτεστάντες ότι η Αγία Γραφή είναι γεμάτη με αναφορές προσκύνησης κτισμάτων; Φυσικά και το ξέρουν, αλλά όταν αποκόπηκαν από τους ήδη πλανεμένους παπικούς τον 16ο αιώνα, βρέθηκαν σε ιστορικό αδιέξοδο. Αναγκάστηκαν να κατασκευάσουν σχεδόν από το μηδέν μια πίστη, με μοναδικό στόχο να μην μοιάζει με των ρωμαιοκαθολικών, ώστε να έχουν το άλλοθι: «φύγαμε από εσάς γιατί διδάσκετε λάθος». Έτσι οι Προτεστάντες άρχισαν να εξετάζουν ένα προς ένα αυτά που πίστευαν οι παπικοί, και κατόπιν σκέφτονταν τι θα διδάξουν στη θέση τους. Και ακριβώς επειδή πρόκειται για μια εκ θεμελίων ανθρώπινη κατασκευή, τα πιστεύω τους είναι γεμάτα αυθαιρεσίες και αντιφάσεις και τους διαίρεσαν στο πλήθος των ομάδων που γνωρίζουμε.
Όπως βλέπουμε λοιπόν στο τελευταίο από τα τέσσερα παραπάνω εδάφια, η διατύπωση «προσκύνησαν τον Κύριο, και τον βασιλιά» είναι μια απόδειξη ότι και για την απλή απόδοση σεβασμού σε κτίσμα αλλά και για την λατρευτική πράξη προς τον Θεό, χρησιμοποιείται στην Αγία Γραφή η ίδια ελληνική λέξη «προσκυνώ». Οι πονηροί Προτεστάντες όμως το αποκρύπτουν αυτό και ξεγελούν λέγοντας πως η Ορθόδοξη Εκκλησία όταν χρησιμοποιεί την λέξη «προσκυνώ» της δίνει πάντα την έννοια της λατρείας προς τον Θεό!
Αυτό όμως είναι ένα ανήθικο ψέμα. Η Εκκλησία απορρίπτει ως σατανική διδασκαλία την λατρεία σε κτίσμα, διότι λατρεία επιτρέπει μόνο για τον Τριαδικό Θεό. Σύμφωνα λοιπόν με τον αλάθητο Όρο Πίστεως της 7ης Οικουμενικής Συνόδου (που συμπεριλαμβάνει και τις ιερές εικόνες), ξεκαθαρίζεται ότι:
«Η λατρεία πρέπει μόνο για τη Θεία Φύση» (Ιωάννης Καρμίρης, «Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α΄, 2η έκδ., σελ. 240 – 241). Επίσης, η Εκκλησία, όχι στην αρχαιότητα μόνο, αλλά και πολύ πρόσφατα, στις «Αποκρίσεις των Ορθοδόξων Πατριαρχών της Ανατολής» το 1716, διατυπώνει ξεκάθαρα, ότι ο σεβασμός στη Θεοτόκο ή τους αγίους είναι απλά τιμητικός και «όχι λατρευτικός … μακριά από μας αυτή η βλασφημία. Διότι τον Θεό και μόνο Αυτόν προσκυνούμε λατρευτικά» (Ιωάννης Καρμίρης, «Τα Δογματικά …», τόμ Β΄, σελ. 809 – 810).
Άρα, οποιαδήποτε συσχέτιση της Εκκλησίας με δήθεν «λατρεία αγίων και αγγέλων», αποτελεί χονδροειδές προτεσταντικό ψέμα. Η Εκκλησία καταδικάζει κάθε λατρεία κτισμάτων ως σατανική και βλάσφημη.
5. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Πιστεύουμε πως υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι να λατρεύει κανείς το Θεό, εκτός από τη Βυζαντινή τελετουργία και υμνωδία. Θεωρούμε πως είναι λογικό και δόκιμο η λατρεία να γίνεται σε απλή γλώσσα, κατά τη διάρκεια της υμνωδίας να συμμετέχουν όλοι οι πιστοί και να κατέχει κεντρική θέση το κήρυγμα μέσα από την Αγία Γραφή.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Γράφουν οι Προτεστάντες: «Θεωρούμε πως είναι λογικό και δόκιμο η λατρεία να γίνεται σε απλή γλώσσα». Πρόκειται για ένα ακόμα κατάλοιπο από τη διαμάχη τους με τους Παπικούς, διότι σ’ εκείνους απευθύνεται περισσότερο, παρά στους Ορθοδόξους. Οι ρωμαιοκαθολικοί μέχρι την Β΄Σύνοδο στο Βατικανό το 1962, υποχρέωναν όλους τους πιστούς τους ανά τον κόσμο να τελούν τη Θεία Λατρεία στα Λατινικά, τα οποία θεωρούσαν και «ιερή γλώσσα». Μόνο από το 1962 και μετά επιτράπηκε να τελείται η Λατρεία στη γλώσσα κάθε χώρας. Αντίθετα η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν είχε κάποια εμμονή περί δήθεν «ιερών γλωσσών», γι’ αυτό και οι Βυζαντινοί ιεραπόστολοι Κύριλλος και Μεθόδιος δεν προσπάθησαν να μεταφέρουν τα ελληνικά στους Σλάβους αλλά διαμόρφωσαν την εθνική τους γλώσσα. Άρα, κανένα δογματικό ρόλο δεν παίζει η γλώσσα. Απλώς για τους Προτεστάντες είναι εύκολο να μιλάνε αφού «ξεφύτρωσαν» μόλις τον 16ο αιώνα.
Η Εκκλησία όμως σε όλους τους προηγούμενους αιώνες συνέταξε την λειτουργική της έκφραση μέσα σε περιόδους όπου όλη η Ανατολή μιλούσε ελληνικά. Τελικά, με το πέρασμα του χρόνου, ο λειτουργικός λόγος διαμορφώθηκε σε ένα σύνολο από ποιητικά έργα που έχουν γραφτεί σε παλαιότερη γλωσσική μορφή και γι’ αυτό ακολουθούν άλλη δομή, ρυθμό, τονισμό και αριθμό συλλαβών και λέξεων. Θα ήταν αδύνατο να μεταφερθούν όλα αυτά τα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά σε άλλη γλωσσική μορφή (π.χ. δημώδη) και τελικά θα είχαμε όχι μόνο ένα αμφίβολο αποτέλεσμα αλλά πιθανώς και άνευ λόγου προστριβές ή διχασμούς για το αν θα έπρεπε να επιβληθεί κάτι τέτοιο μετά από τόσους αιώνες.
Ως αντίβαρο όμως υπάρχει το κήρυγμα σε κάθε ναό, κάθε Κυριακή. Μοιράζονται δημώδεις αποδόσεις των Ευαγγελικών και Αποστολικών περικοπών στους πιστούς κάθε Κυριακή. Τα κατηχητικά σχολεία υπάρχουν σε κάθε ενορία όπως και ομάδες μελέτης της Αγίας Γραφής τα απογεύματα. Επιπλέον στα σχολεία υπάρχει ομολογιακό μάθημα θρησκευτικών ενώ το κόστος ενός βιβλιαριδίου με τη δημώδη απόδοση της Θείας Λειτουργίας είναι μηδαμινό.
Άρα, οι αντιρρήσεις είναι απλώς προφάσεις εν αμαρτίαις. Το πρόβλημα των ελαχίστων που κατορθώνουν να παρασύρουν οι Προτεστάντες στην Ελλάδα δεν είναι η λειτουργική γλωσσική μορφή αλλά η αδιαφορία και η άγνοιά τους στα θέματα πίστεως. Έτσι, ο πρώτος επιτήδειος προτεστάντης που θα καθίσει δίπλα τους κατορθώνει να τους παρασύρει εκμεταλλευόμενος την άγνοια αυτή.
Εμείς σε αυτές τις σελίδες δείχνουμε ακριβώς πόσο προβληματική είναι η προτεσταντική θεολογία και οι απαντήσεις μας αποτελούν και μια έμμεση κριτική στην αφέλεια όσων αφέθηκαν να παρασυρθούν από τις προτεσταντικές παρερμηνείες.
6. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Πιστεύουμε πως η Εκκλησία μπορεί να κάνει λάθη. Η Ορθοδοξία διδάσκει πως επειδή η Εκκλησία είναι το σώμα Χριστού, είναι αλάνθαστη. Όμως στην πραγματικότητα, το σώμα Χριστού, δεν είναι απλά ένας οργανισμός ή κάποιο δόγμα, αλλά οι άνθρωποι που πιστεύουν, και όλοι τους μπορούν να κάνουν λάθη, σε ατομικό επίπεδο αλλά και συλλογικά ως σώμα.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καταρχάς, δεν είναι κάποια «ανακάλυψη» της «Ορθοδοξίας» ότι «η Εκκλησία είναι αλάνθαστη επειδή είναι σώμα Χριστού». Αυτό διδάσκει κατά γράμμα η Αγία Γραφή: Η Εκκλησία «είναι Σώμα Χριστού με κεφαλή τον Κύριο» (Εφεσίους 1:22 – 23), και ταυτόχρονα δεν είναι Εκκλησία του «λάθους» αλλά «στύλος και εδραίωμα της αλήθειας» (1 Τιμόθεο 3:15).
Βλέπουμε όμως ότι η διδασκαλία της Γραφής δεν ενδιαφέρει πραγματικά τους Προτεστάντες διότι έχουν εφεύρει μια δική τους. Γι’ αυτό ενάντια στην βιβλική επιβεβαίωση του αλαθήτου της Εκκλησίας, μας φέρνουν συνήθως εδάφια τα οποία αναφέρονται απλώς στην πλάνη μεμονωμένων ανθρώπων ή ομάδων και προσπαθούν αυτό να το επεκτείνουν και στο Σώμα της Εκκλησίας ως σύνολο.
Καταρχάς, είναι εντελώς περιττό να ψάχνουν εδάφια που αναφέρονται στην πλάνη μεμονωμένων ανθρώπων. Αρκεί ένα μόνο εδάφιο για να είμαστε βέβαιοι ότι οι μεμονωμένοι άνθρωποι μπορεί όντως να πλανηθούν:
«αν πούμε ότι δεν έχουμε αμαρτία, πλανάμε τον εαυτό μας και η αλήθεια δεν είναι μέσα μας» (1 Ιωάννη 1:8).
Δεν υπάρχει λοιπόν άνθρωπος αναμάρτητος, κατά συνέπεια δεν υπάρχει και άνθρωπος αλάθητος.
Η Αγία Γραφή όμως διδάσκει ότι υπάρχει όριο στην εξάπλωση τυχόν πλάνης μεμονωμένων ανθρώπων ή ομάδων. Το όριο είναι ότι «θα αποστατήσουν μερικοί από την πίστη» (1 Τιμόθεο 4:1). Άλλο λοιπόν το να πλανηθούν «μερικοί» και άλλο να ισχυρίζεσαι ψευδώς ότι είναι δυνατόν να πλανηθούν οι «πάντες».
Ακόμα και στην Αποκάλυψη που συχνά επικαλούνται, θα δούμε ότι πουθενά δεν αναφέρεται πλάνη της μίας Εκκλησίας, διότι αναφέρεται σε επιμέρους ομάδες πιστών, κάθε μία από τις οποίες έχει και διαφορετικά προβλήματα:
– Οι τοπικές εκκλησιαστικές κοινότητες Σμύρνης και Φιλαδέλφειας δεν έχουν προβλήματα.
– Οι τοπικές κοινότητες Εφέσου, Περγάμου, Θυατείρων και Σάρδεων έχουν καλούς πιστούς αλλά παρουσιάζουν και κάποια προβληματικά στοιχεία.
–Μόνο η εκκλησιαστική κοινότητα της Λαοδικείας έχει σοβαρά προβλήματα.
Βλέπουμε λοιπόν την επιβεβαίωση του εδαφίου, «θα αποστατήσουν μερικοί από την πίστη» (1 Τιμόθεο 4:1). Άλλωστε οι Ορθόδοξοι το δέχονται αυτό περισσότερο από τον καθένα αφού οι Παπικοί και οι Προτεστάντες είναι ακριβώς οι «μερικοί» που έχουν αλλοιώσει την πίστη.
Ποτέ όμως δεν πλανάται η αρχέγονη Εκκλησία του Χριστού, η οποία ορθοτομεί την αλήθεια επί 20 ολόκληρους αιώνες· «θα αποστατήσουν μερικοί από την πίστη» (1 Τιμόθεο 4:1), αλλά ποτέ όλοι, ποτέ η Εκκλησία. Η Εκκλησία ήταν, είναι και θα είναι για πάντα η «εκκλησία του ζωντανού Θεού, ο στύλος και το εδραίωμα της αλήθειας» (1 Τιμόθεο 3:15)· και ήταν, είναι και θα είναι πάντα αλάθητη, διότι «είναι Σώμα Χριστού με κεφαλή τον Κύριο» (Εφεσίους 1:22 – 23).
Εάν μιλήσουμε για συνολική πλάνη της μίας Εκκλησίας, τότε μιλάμε για πλάνη της κεφαλής της, δηλαδή του Χριστού, κάτι που αποτελεί αναμφισβήτητα βλασφημία.
7. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Δεν πιστεύουμε πως η Εκκλησία, η οποία είναι το σώμα του Χριστού, πρέπει να αποτελεί έναν οργανισμό, όπως αυτό συμβαίνει με την Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία κτλ. Αντιθέτως, κάθε ένας που πραγματικά και ειλικρινά πιστεύει στον Θεό, ανεξαρτήτως σε ποια δογματική απόχρωση ανήκει, είναι μέλος του σώματος του Χριστού.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όπως καταλαβαίνουμε οι Προτεστάντες έχουν πρόβλημα με την ενότητα και μοναδικότητα της Εκκλησίας διότι θέλουν να δικαιολογήσουν τον τεμαχισμό τους σε αμέτρητες ομάδες. Θα πρέπει όμως να τους θυμίσουμε ότι η Αγία Γραφή δεν μιλάει ούτε για «ελεύθερους σκοπευτές», ούτε για «δογματικές αποχρώσεις» όπου ο καθένας δέχεται ό,τι θέλει. Τι πάει να πει «κάθε ένας που πραγματικά και ειλικρινά πιστεύει στον Θεό, είναι μέλος του σώματος του Χριστού»;
Δηλαδή σε ποιον Θεό πιστεύουν οι Τριαδιστές Προτεστάντες και σε ποιον Θεό πιστεύουν οι αντί – Τριαδιστές Προτεστάντες; Και για ποιον λόγο έχουν διαφορετικές ομάδες, με διαφορετικούς αρχηγούς και διαφορετική πίστη για το βάπτισμα, τη Σωτηρία, την αργία της Κυριακής, την παρουσία Σταυρού στον ναό, τη σημασία των έργων και της πίστης; Έχουν διαβάσει τι λέει η Αγία Γραφή για την κατάσταση του χιλιοτεμαχισμένου Προτεσταντισμού;
«παρουσιάζονται ανάμεσά σας διαιρέσεις», «Τι να σας πω; Να σας επαινέσω γι’ αυτό; Όχι δε σας επαινώ», «οι συνάξεις σας γίνονται πιο πολύ για ζημιά σας παρά για το καλό σας» (1 Κορινθίους 11:17 – 22).
«να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε ενωμένοι, με μία σκέψη και με ένα φρόνημα»(1 Κορινθίους 1:10)
Δεν υπάρχουν οδηγίες στην Αγία Γραφή για Σωτηρία χωρίς ενιαία Εκκλησία. Είναι πάντα μία «η Εκκλησία» η οποία αποτελεί το ένα σώμα του Χριστού (Εφεσίους 1:23) και ο Θεός έδωσε «αποστόλους», «προφήτες», «ευαγγελιστές», «ποιμένες» «διδασκάλους» να την υπηρετούν και να την οικοδομούν (Εφεσίους 4:12) χωρίς διαιρέσεις.
Όπως μας διδάσκουν τα εδάφια 1 Θεσσαλονικείς 3:2 / 1 Τιμόθεο 4:6 / 2 Τιμόθεο 4:2 – 5 / Ρωμαίους 15:15 – 19 / 1 Κορινθίους 9:17 / Γαλάτες 2:7 – 8 / Εφεσίους 3:2 & 9, υπάρχουν μόνο «Διάκονοι» της Εκκλησίας, διότι η Αποστολή της Εκκλησίας είναι σωτηριώδους σημασίας:
1. Φτιάχτηκε από τον Θεό για να φανερωθεί διά μέσου της Εκκλησίας (στον ενικό), η Σοφία του Θεού που είναι άγνωστη ακόμα και στον κόσμο των Αγγέλων (Εφεσίους 3:10).
2. Η Εκκλησία (στον ενικό), φτιάχτηκε από τον Θεό για να φανερώσει το μυστήριο της Θείας Οικονομίας και της Σωτηρίας στους ανθρώπους (Κολοσσαείς 1:25–26).
3. Για την Εκκλησία (πάντα στον ενικό και ποτέ στον πληθυντικό όπως θέλουν οι Προτεστάντες) θυσιάστηκε ο Κύριος: «ο Χριστός αγάπησε την Εκκλησία και παρέδωσε τον εαυτό του υπέρ αυτής» (Εφεσίους 5:25).
Ο Απόστολος Παύλος στο Κολοσσαείς 1:25–26 διδάσκει πως όλοι οι Διδάσκαλοι αλλά και ο ίδιος, βρίσκονται στη γη ώστε «σύμφωνα με την εντολή» που «δόθηκε από τον Θεό» να αναλάβουν «το κήρυγμα του λόγου του Θεού», όχι όμως ως διασκορπισμένα κομμάτια ομάδων που διαφωνούν και αλληλοκατηγορούνται όπως γίνεται στον προτεσταντισμό, αλλά για να γίνουν «υπηρέτες» της μίας Εκκλησίας και μέσω αυτής να φανερωθεί «το μυστήριο που ήταν κρυμμένο για αιώνες και για γενεές». Στην Αγία Γραφή ο πληθυντικός «εκκλησίες» αναφέρεται σε επιμέρους κοινότητες που όμως μέσω της ενότητας πίστεως ανήκουν στην μία και μοναδική Εκκλησία, διαφορετικά καλούνται σε μετάνοια (Αποκάλυψη 3:3).
Τέλος, αν οι Προτεστάντες με τον όρο «οργανισμό» μιλούν ενάντια στην υλική διάσταση της Εκκλησίας, η Γραφή διδάσκει το αντίθετο: η Εκκλησία έχει ιεραρχία με υπακοή «σ’ αυτούς που ηγούνται» (Εβραίους 13:17), φροντίζει για την εγκατάσταση υπευθύνων σε κάθε πόλη (Τίτο 1:5), μέριμνα για την αμοιβή τους (1 Τιμόθεο 5:17), ενδιαφέρεται για τυχόν προβλήματα ανεφοδιασμού (Τίτο 3:13) ή ελλείψεων (Πράξεις 15:22), οργανώνει αποστολές (Πράξεις 15:22) και εράνους (Ρωμαίους 15:26), διαθέτει δηλ. μια πλήρη διοικητική μέριμνα.
8. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Δεν πιστεύουμε πως η Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι η μοναδική εκκλησία και οι άλλες εκκλησίες είναι σχισματικές και αιρετικές
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Η Γραφή όπως είδαμε, καταδικάζει εξαρχής τον γνωστό ισχυρισμό περί δήθεν «πολλαπλότητας» των Εκκλησιών, που παρά τις διαφωνίες τους, έχει καθεμιά τους και «ένα κομματάκι της αλήθειας»:
«να μην υπάρχουν ανάμεσά σας διαιρέσεις, αλλά να είστε ενωμένοι, με μία σκέψη και με ένα φρόνημα»(1 Κορινθίους 1:10).
Όμως οι Προτεστάντες κατάντησαν χίλια κομμάτια και αντίθετα από όσα ορίζει η Γραφή, δεν υπάρχει ενότητα στις τάξεις τους και αυτό αποδεικνύεται εύκολα από τις διαφορές στις διδασκαλίες τους, από τους διαφορετικούς αρχηγούς κάθε ομάδας, ακόμα και από την διαφορετική ονομασία με την οποία δηλώνεται εξαρχής η θεολογική ασυμφωνία μεταξύ τους. Οι Προτεστάντες πράττουν δηλαδή όλα αυτά που καταδικάζονται από την Αγία Γραφή.
Την ανυπαρξία ενότητας μεταξύ των Προτεσταντών, στηλιτεύει και ο πρώην Αμερικανός Προτεστάντης και νυν Ορθόδοξος Ματθαίος Γκαλλάτιν στο βιβλίο του. Γράφει συγκεκριμένα: «Όταν ήμουν Προτεστάντης, όλοι θέλαμε να ενωθούμε με τον Θεό. Δεν μπορέσαμε όμως ποτέ να αποκτήσουμε μια απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό: Να γίνουμε ένα μεταξύ μας … Έτσι, εφηύραμε την φράση: Ενότητα στην διαφορετικότητα (diversity). Ξέρετε όμως κάτι; Τέτοιου είδους ενότητα δεν υφίσταται. Η λέξη διαφορετικότητα (di – versity) από μόνη της υπονοεί διαίρεση–διαφορετικές μορφές λατρείας διαιρούντο Σώμα του Χριστού. Ο Θεός δεν το επιθυμεί αυτό και δεν πρέπει φυσικά να θεωρείται υπεύθυνος γι’ αυτό. Η διαφορετικότητα στην χριστιανική λατρεία είναι αποκλειστικά και μόνο προϊόν του αυτοκατευθυνόμενου, συμφεροντολογικού ατομισμού και οι πολλαπλασιαζόμενες χιλιάδες των προτεσταντικών ομολογιών αποτελούν ατράνταχτη απόδειξη γι’ αυτό» “Διψώντας για τον Θεό”, σελ. 165, Εκδόσεις «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος» Μήλεσι 2006.
Όλες οι πράξεις που περιγράφονται στην Κ.Δ., συμβαίνουν στα πλαίσια μίας Εκκλησίας με απόλυτα ενιαία πίστη. Και δεν υπάρχει καμία άλλη αρχαιότερη Εκκλησία από την Ορθόδοξη, ούτε άλλη Εκκλησία που να έχει ταυτόχρονα Αποστολική Διαδοχή και Αποστολική πίστη.
Μετά τον θάνατο των Αποστόλων και χωρίς να υπάρχει Καινή Διαθήκη 27 βιβλίων, ποιος προστάτευε την Εκκλησία από την πλάνη; Ο Θεός έδωσε τα χαρίσματα των Αποστόλων με σκοπό την «οικοδομή» της Εκκλησίας, δηλαδή, «του σώματος του Χριστού» (Εφεσίους 4:11–12 & Κολοσσαείς 1:24). Η ζωή της Εκκλησίας προοριζόταν εξαρχής να επεκταθεί πέρα από τη ζωή των Αποστόλων, ιδρύθηκε για να ζήσει στους αιώνες χωρίς να «την κατανικήσουν οι δυνάμεις του άδη» (Ματθαίος 16:18).
Και αφού η Εκκλησία ιδρύθηκε για να υπάρχει σε όλη την επίγεια ιστορία, έτσι θα υπάρχουν για πάντα και τα χαρίσματα. Διότι όπως τα βιβλικά πρόσωπα έλαβαν τη Χάρη του Θεού για να ενεργήσουν «ως υπηρέτες της Εκκλησίας» (Κολοσσαείς 1:25–26), το ίδιο θα συμβαίνει και στο μέλλον, διότι μόνο μέσω της Εκκλησίας προσφέρει ο Θεός τη Σωτήρια διδασκαλία Του (Εφεσίους 3:10).
Γι’ αυτό και έχουμε τις μαρτυρίες της «των Αποστόλων διαδοχής» (Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία 3,4.1). Οι Απόστολοι δηλαδή, όπως ήταν φυσικό, φρόντισαν να υπάρχουν πρόσωπα που θα μεταδώσουν χωρίς διακοπή την ορθή πίστη και θα εμποδίσουν την πλάνη. Και έχουμε την μαρτυρία ότι ο Τιμόθεος έλαβε την επισκοπή της Εφέσου και ο Τίτος της Κρήτης (Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία 3,4.5). Απορεί δηλ. κανείς με τη σκέψη των Προτεσταντών, που εμφανίζονται μετά από 1500 χρόνια και παριστάνουν τους «διδασκάλους». Άραγε, ο Θεός άφησε επί 1500 χρόνια τον άνθρωπο εκτός Σωτηρίας, μέχρι να αποκοπούν οι Προτεστάντες από τους παπικούς; Μήπως ο Θεός είχε ανάγκη τους… Προτεστάντες και τους περίμενε να εμφανιστούν για να συνεχίσει να Σώζει τον άνθρωπο;! Και από την άλλη, αν ο Θεός έσωζε τον άνθρωπο σε όλους τους αιώνες που δεν υπήρχαν οι Προτεστάντες, τότε ο προτεσταντισμός δεν προσέφερε τίποτε με τη δημιουργία του και όφειλε να κοιτάξει στο παρελθόν ώστε, μακριά από τις παπικές αυθαιρεσίες, να ενωθεί με την αρχαιότατη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η οποία Εκκλησία, εκτός άλλων, μνημονεύει τον Κλήμη, άγιο της Εκκλησίας, που μέσω της Αποστολικής Διαδοχής έγινε 1ος επίσκοπος Ρώμης το 92 – 101 μ.Χ. και όπως μας βεβαιώνει ο Ειρηναίος, ήταν συνεργάτης των Αποστόλων και φορέας της διδασκαλίας τους: «έχοντας δει τους μακάριους Αποστόλους, και συναναστραφεί αυτούς και είχε ακόμα στ’ αυτιά του το κήρυγμα τους και την παράδοση αυτών μπροστά στα μάτια του» (PG 7, 849B – 850A).
Επίσης μνημονεύει τον Ιγνάτιο τον Θεοφόρο, άγιος της Εκκλησίας και αυτός, επίσκοπος Αντιοχείας από το 70 έως το 113 μ.Χ. που ήταν αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς των Αποστόλων και εκείνοι τον έκριναν άξιο για το λειτούργημα αυτό όπως μαρτυρά ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «συναναστράφηκε τους Αποστόλους […] ανατράφηκε μαζί με εκείνους και παντού βρισκόμενος μαζί τους έγινε συμμέτοχος και των φανερών και των κρυφών αυτών και θεωρήθηκε άξιος τόσο μεγάλης εξουσίας από αυτούς» (PG50, 588).
Αλλά κι ο Πολύκαρπος Σμύρνης, επίσης άγιος της Εκκλησίας και επίσκοπος μέχρι το μαρτύριό του, το 168 μ.Χ. (ΘΗΕ 10,528), σύμφωνα με τον Ειρηναίο, «όχι μόνο μαθήτευσε στους Αποστόλους και συναναστράφηκε πολλούς από αυτούς που είδαν τον Κύριο, αλλά εγκαταστάθηκε επίσης από τους Αποστόλους επίσκοπος Σμύρνης στην Ασία» (βλ. Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία 4,14.3).
Μάλιστα ο Πολύκαρπος συνεχίζει το έργο των Αποστόλων και προστατεύει την Εκκλησία από την πλάνη έως το 168 μ.Χ., σε εποχές δηλαδή που δε ζούσε κανένας Απόστολος και δεν υπήρχε ολοκληρωμένος ο Κανόνας των 27 βιβλίων της Κ.Δ. Όμως ο Πολύκαρπος και την Εκκλησία προστάτευε και «πολλούς αιρετικούς τους οποίους έχουμε αναφέρει επέστρεψε στην εκκλησία του Θεού» (Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία 4,14.5).
Και φυσικά, από τον 1ο αιώνα έως σήμερα, οι Πατέρες της Εκκλησίας και συνεχιστές των Αποστόλων, μνημονεύουν διαρκώς τους παλαιότερους ως προς την συνέχεια της πίστης, αφού όλοι οι Πατέρες ήταν μαθητές κάποιων άλλων Πατέρων και κανείς εξ αυτών δεν υπήρξε που να μην μνημονεύει ως δασκάλους του τους προηγούμενους. Και αντίστοιχα η Εκκλησία στα κείμενά της μνημονεύει ολόκληρη σειρά Πατέρων και Διδασκάλων από την ίδρυσή της από τον Κύριο έως σήμερα, δίνοντάς τους την τιμητική θέση που τους αρμόζει.
Οι Προτεστάντες όμως που εφηύραν την πίστη τους μόλις στον 16ο αιώνα, δεν είχαν καν εκκλησιαστικό παρελθόν για να επικαλεστούν και έτσι σκαρφίστηκαν το δόγμα «Sola Scriptura».
Ως θεολογικοί πρόγονοι, τους έμειναν μόνο κάτι δολοφονικές μανιχαϊστικές συμμορίες όπως των Παυλικιανών, που δίδασκαν πως ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης ήταν ένας «κακός θεός» και με το στρατό τους λεηλατούσαν το Βυζάντιο και έκαναν δουλεμπόριο αιχμαλώτων ανδρών, γυναικών και παιδιών με τους Άραβες (PG104, 1293BCD). Μέχρι που η κρατική εξουσία η οποία φέρει «μάχαιραν» (Ρωμαίους 13:4) τους πολέμησε, νίκησε τον στρατό τους και τους διασκόρπισε. Επίσης ως θεολογικούς προγόνους αναγνώρισαν τους εγκληματίες Εικονομάχους αυτοκράτορες του Βυζαντίου, που δολοφονούσαν επί 120 χρόνια τους Ορθόδοξους για να τους αναγκάσουν να απορρίψουν τη διδασκαλία της Αγίας Γραφής, που καταγράφει την παρουσία της ύλης και των εικόνων στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας (όπως το χάλκινο φίδι του Μωϋσή, τα Χερουβίμ του Ναού, τη στήλη του Ιακώβ κ.λπ.).
Η Ορθόδοξη Εκκλησία όμως με τεράστιες θυσίες αίματος παρέμεινε η μοναδική που υπάρχει σε απόλυτα ενότητα πίστης και αποστολικής διαδοχής στην οποία είναι καταγεγραμμένα τα ονόματα των Πατέρων από τον 1ο αιώνα μέχρι σήμερα, χωρίς καμία διακοπή, πόσο μάλλον «διακοπή» δεκαπέντε αιώνων…
9. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Δεν πιστεύουμε πως η Εκκλησία θα πρέπει να επηρεάζει ή να επηρεάζεται από την πολιτεία, ή να αναμιγνύεται με την πολιτική.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι Προτεστάντες επικαλούνται διαρκώς την Αγία Γραφή, την οποία όμως αγνοούν. Ας τους θυμίσουμε πως η Γραφή ουδόλως δαιμονοποιεί τη συνεργασία και αλληλοϋποστήριξη μεταξύ θρησκευτικών εκπροσώπων και κρατικής ή πολιτικής εξουσίας:
«Ο βασιλιάς έβγαλε διαταγή να ξαναχτιστεί στην Ιερουσαλήμ ο ναός του Θεού, για να είναι τόπος όπου θα προσφέρονται θυσίες … Τα έξοδα θα πληρωθούν από τα ανάκτορα … Εκδίδω και διαταγή σχετικά με την οικονομική βοήθεια που θα δώσετε εσείς στους επικεφαλής των Ιουδαίων για να ξαναχτίσουν το ναό του Θεού· τα έξοδα θα καταβληθούν σ’ αυτούς τους ανθρώπους αμέσως, χωρίς καμιά καθυστέρηση, από το βασιλικό ταμείο, δηλαδή από τους φόρους … οτιδήποτε απαιτείται για τα ολοκαυτώματα του Θεού του ουρανού, μοσχάρια, κριάρια και αρνιά ή σιτάρι, αλάτι, κρασί και λάδι, θα τους τα δίνετε αμέσως σε καθημερινή βάση, όπως θα τα ζητούν οι ιερείς .. έτσι θα μπορούν να προσφέρουν θυσίες που η ευωδιά τους ευχαριστεί το Θεού του ουρανού και να προσεύχονται για τη ζωή του βασιλιά και των παιδιών του» (2 Έσδρας 6:2 – 10)
Και όπως ορίζει η Καινή Διαθήκη:
«Σας παρακαλώ πρώτα απ’ όλα να κάνετε δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις, ευχαριστίες για όλους τους ανθρώπους, για τους κυβερνήτες και για όλους εκείνους που ασκούν την εξουσία, ώστε να ζούμε ήρεμα και ειρηνικά με ευσέβεια κι ευπρέπεια από κάθε άποψη»1 Τιμόθεο 2:1–3.
10. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Πιστεύουμε πως η βάπτιση αποτελεί μια δημόσια ομολογία πίστης στο Θεό, και σύμφωνα με αυτό επιδοκιμάζεται και ενδείκνυται μόνο για ανθρώπους αρκετά ώριμους ώστε να κατανοούν τι πιστεύουν.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στην Αγία Γραφή δεν αναφέρεται πουθενά ότι το Βάπτισμα είναι απλώς «μια δημόσια ομολογία πίστης». Αντιθέτως, με το Βάπτισμα μας προσφέρονται σπουδαιότατα δώρα από τον Θεό, τα οποία προορίζονται και για τα παιδιά ανεξαρτήτως ηλικίας:
«να βαφτιστεί καθένα σας … για να συγχωρηθούν οι αμαρτίες σας … θα λάβετε τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αυτά που υποσχέθηκε ο Θεός είναι για σας και τα παιδιά σας» (Πράξεις 2:38–39).
Είναι κατά γράμμα εντολή η δυνατότητα να δίδονται όλα τα δώρα του Θεού και στα παιδιά, άρα αποτελεί παραβίαση της Αγίας Γραφής η προτεσταντική διδασκαλία.
Επειδή ακριβώς τα παιδιά δεν πρέπει να εμποδίζονται από «αυτά που υποσχέθηκε ο Θεός» γι’ αυτό και ο Κύριος δίδαξε πως τα παιδιά έχουν ανάγκη ευλογίας και Χάρης:
«αφήστε τα παιδιά να έλθουν προς εμένα, και μην τα εμποδίζετε διότι σε αυτά ανήκει η βασιλεία των ουρανών» (Μάρκος 10:14)
«αφού τα αγκάλιασε έβαλε το χέρι του επάνω τους και τα ευλογούσε»(Μάρκος 10:16).
Το βάπτισμα λοιπόν δεν είναι απλώς «μια δημόσια ομολογία πίστης» αλλά όπως είδαμε, με το βάπτισμα λαμβάνουμε:
1. συγχώρεση αμαρτιών και
2. δωρεά του Αγίου Πνεύματος (Πράξεις 2:38–41).
Ακόμα δηλαδή κι αν ισχυριστούν οι Προτεστάντες ότι τα βρέφη «δεν έχουν αμαρτίες» και πάλι «η δωρεά του Αγίου Πνεύματος» αφορά τους πάντες, βρέφη, νήπια, εφήβους, ενήλικους.
Άλλωστε ούτε καν αυτό που λέμε «αναμαρτησία» για τα βρέφη δεν πρέπει να εμποδίζει το βάπτισμα αφού και ο «Ιησούς … βαπτίστηκε» (Μάρκος 1:9) αν και «αμαρτία δεν έκανε» (1 Πέτρου 2:22).
Εάν έπρεπε να βαπτίζεται μόνο ο αμαρτωλός, τότε ο Χριστός θα είχε αρνηθεί το βάπτισμα διδάσκοντας μας ότι πρέπει να δίδεται μόνο στον αμαρτωλό.
Επίσης είναι γνωστό το προτεσταντικό τέχνασμα με την επιλογή μεμονωμένων εδαφίων, όπως: «αφού πιστέψατε στο Χριστό, σας σφράγισε ο Θεός με το Άγιο Πνεύμα» (Εφεσίους 1:13).
Έτσι ξεγελούν λέγοντας, «βλέπετε; Για να δώσει ο Θεός τη Χάρη Του, είναι υποχρεωτικό να προηγηθεί η πίστη συνειδητού ατόμου».
Μα είναι δυνατόν να θέλουν να βάλουν τον Θεό στα καλούπια τους;
Ο Θεός δίνει τη Χάρη Του στους πάντες, είτε ενήλικους που πιστεύουν, είτε ανθρώπους ηλικίας λίγων ημερών ή μηνών παρόλο που δεν μπορούν να πιστέψουν συνειδητά:
«Θα είναι γεμάτος με Πνεύμα Άγιο ήδη από την κοιλιά της μάνας του» (Λουκάς 1:15).
Και βεβαίως ξαναλέμε ότι το βάπτισμα δεν είναι απλά «δημόσια ομολογία πίστης» αλλά υπάρχει σοβαρότατος λόγος για τον οποίο η Γραφή δίνει δυνατότητα να βαπτίζονται και οι άνθρωποι που δεν έχουν το συνειδησιακό επίπεδο για δήλωση πίστης: επειδή χωρίς το βάπτισμα δεν υπάρχει Σωτηρία.
«Σώζει το βάπτισμα» (1 Πέτρου 3:21)
«Εάν κάποιος δεν γεννηθεί από νερό και Πνεύμα, δεν μπορεί να εισέλθει βασιλεία των ουρανών» (Ιωάννη 3:5).
«Έσωσε εμάς διά του λουτρού της αναγεννήσεως και της ανακαινίσεως από το Άγιο Πνεύμα» (Τίτο 3:5).
Τι ορίζει λοιπόν η Γραφή να κάνουμε για περιπτώσεις όπως με το βάπτισμα, όπου τίθεται ζήτημα σωτηρίας οποιασδήποτε ηλικίας ανθρώπου, ακόμα και βρέφους ή νηπίου;
«Ο Μωϋσής κάλεσε όλους τους πρεσβυτέρους … και τους είπε … να επιχρίσετε το ανώφλιο … όταν ο Κύριος δει το αίμα στο ανώφλιο … δεν θα αφήσει τον εξολοθρευτή να εισέλθει στις οικίες σας για να σας χτυπήσει … και όταν ρωτάνε τα παιδιά σας “τι σημασία έχει για σας η εορτή αυτή;” να απαντάτε: “αυτή είναι η πασχαλινή θυσία στον Κύριο, ο Οποίος … έσωσε τις οικίες μας”» (Έξοδος 12:21 – 27).
Σύμφωνα λοιπόν με τις εντολές της Γραφής, σε κάθε περίπτωση όπου τίθεται ζήτημα σωτηρίας, είμαστε υποχρεωμένοι πρώτα να σώσουμε τα παιδιά χωρίς τη συγκατάνευσή τους, με πρωτοβουλία των γονιών τους και αργότερα θα διδαχθούν τις αλήθειες της πίστεως. Αυτό που προέχει είναι να σωθούν, και η διδασκαλία θα ακολουθήσει όταν αποκτήσουν το απαραίτητο επίπεδο κατανόησης.
Η παραπάνω περικοπή, επειδή ακριβώς υπαγορεύει τι πρέπει να κάνουμε όταν τίθεται ζήτημα σωτηρίας, αποτελεί για την Εκκλησία ένα από τα βιβλικά θεμέλια του νηπιοβαπτισμού, όπως διδάσκει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος: «το επίχρισμα στα ανώφλια, έγινε για να διαφυλαχτούν τα πρωτότοκα που δεν είχαν αίσθηση» (‘Εις το άγιον Βάπτισμα’ PG 36,400).
Και όπως λέει ο Απ. Παύλος:
«Με την πίστη έκανε το Πάσχα και τον ραντισμό του αίματος για να μη πειράξει ο εξολοθρευτής άγγελος τα πρωτότοκα τους» (Εβραίους 11:28).
Άραγε με ποια «πίστη» σώθηκαν τα νήπια αφού δεν μπορούσαν να κάνουν «ομολογία πίστης»; Φυσικά με την πίστη της οικογένειάς τους.
Επίσης θα πρέπει να προβληματίσει τους Προτεστάντες που απορρίπτουν το νηπιοβαπτισμό και το εξής γεγονός. Με το νηπιοβαπτισμό ανοίγει η καρδιά του παιδιού στο Άγιο Πνεύμα επιτρέποντάς του να κατοικήσει μέσα τους και να το προστατεύει. Γι’ αυτό και στην Ορθόδοξη ακολουθία του Βαπτίσματος ο ιερέας διώχνει κάθε κρυμμένη δύναμη του διαβόλου πριν το βρέφος ενωθεί με το Χριστό στο βάπτισμα.
Απορρίπτοντας λοιπόν τον νηπιοβαπτισμό οι Προτεστάντες αρνούνται στην ουσία την είσοδο στο Άγιο Πνεύμα. Έχουν φανταστεί λοιπόν πως αν δεν εισέλθει το Άγιο Πνεύμα στο νήπιο, ποιος θα εισέλθει; Ποιος άλλος από τον Σατανά. Δίνει ποτέ το δικαίωμα ο Σατανάς σ’ αυτούς που καταδυναστεύει το δικαίωμα της ελεύθερης επιλογής; Δεν νομίζουμε. Ο μόνος που θα επέτρεπε στο παιδί να επιλέξει ελεύθερα αν θα ακολουθήσει ή θα αρνηθεί τον Χριστό, είναι ο ίδιος ο Χριστός. Και μεγαλώνοντας το παιδί θα κληθεί κάποια στιγμή να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να ζει στην ευλογημένη κοινωνία με τον Θεό, όπως έκανε μέχρι εκείνη τη στιγμή ή αν θα σταματήσει.
Είναι λοιπόν τραγικό να κατηγορούν οι Προτεστάντες το βάπτισμα των νηπίων, όταν ξέρουμε ότι το βάπτισμα «σώζει» (1 Πέτρου 3:21).
Άλλωστε, είτε μικρός είτε μεγάλος βαπτιστεί κάποιος, κατόπιν είναι ελεύθερος να επιλέξει τον δρόμο του και έχουμε πλήθος παραδείγματα προτεσταντών που άλλαξαν την πίστη τους. Επιπλέον, η Ορθόδοξη Εκκλησία βαπτίζει όλες τις ηλικίες και όχι μόνο τα νήπια, κι αυτό αποδεικνύεται από τις ιεραποστολές της. Δεν μπορεί όμως να λέμε σε αυτόν που θέλει το καλύτερο για το παιδί του, ότι κάνει «λάθος» επειδή το… σώζει.
Και βεβαίως, με τους αυτοσχεδιασμούς τους, οι Προτεστάντες καταργούν και τη φιλανθρωπία του Θεού. Αν εφαρμοζόταν κατά γράμμα η αιρετική τους θεολογία που αποκλείει από τα δώρα του Θεού τους μή «ώριμους» που δεν «κατανοούν», θα καταλήγαμε σε έναν αποκρουστικό θεολογικό ρατσισμό όπου θα αποκλείονταν από το Βάπτισμα και τη Σωτηρία:
– Άνθρωποι οποιασδήποτε ηλικίας με βαριά νοητική αναπηρία που δεν «κατανοούν».
– Άνθρωποι σε βαθιά γεράματα που πάσχουν από άνοια.
– Αβάπτιστοι έφηβοι ή ενήλικοι με βαριά ασθένεια στα πρόθυρα του θανάτου, χωρίς αίσθηση του περιβάλλοντος.
– Άνθρωποι σε βρεφική ή νηπιακή ηλικία που φεύγουν πρόωρα από τη ζωή.
Για αυτό το τελευταίο και τον προβληματισμό που του δημιουργούσε, καθώς επίσης και τη φαιδρή δικαιολογία που επικαλούνταν για να έχει ήσυχη τη συνείδησή του ενόσω ήταν ακόμη Προτεστάντης, γράφει ο πρώην Αμερικανός Προτεστάντης και νυν Ορθόδοξος Ματθαίος Γκαλλάτιν στο βιβλίο του: «Σ’ αυτό έσπευσα να απαντήσω με την εξής παλαιά και κοινότυπη δικαιολογία: “Ο Θεός μεριμνά για τα βρέφη και τα μικρά παιδιά. Ξέρει ότι στην ηλικία τους δεν μπορούν να αντιληφθούν την ανάγκη για σωτηρία. Αν λοιπόν κάποιο πεθάνει, ο Θεός δεν θα το καταδικάσει”.
Τα λόγια αυτά τα κήρυξα και εγώ ο ίδιος πολλάκις από άμβωνος. Καθώς όμως βάδιζα προς την Ορθοδοξία, άρχισα να αντιλαμβάνομαι τις μάλλον ζοφερές συνέπειες των όσων δίδασκα τόσα χρόνια. Αυτό που διακήρυττα ήταν ουσιαστικά ότι το Άγιο Πνεύμα δεν μπορεί να κατοικήσει μέσα σε ένα βρέφος ή σε ένα μικρό παιδί, παρά μόνο αν αυτό πεθάνει! Αν πεθάνει, πηγαίνει στην αγκαλιά του Θεού, όπου πια νοιώθει την γεμάτη αγάπη παρουσία Του. Αν ζήσει όμως, βρίσκεται σε μία πνευματική απομόνωση, όπου και το παιδί και ο Θεός περιμένουν την ημέρα που θα μπορέσει αυτό να καταλάβει επιτέλους ότι Τον χρειάζεται!»“Διψώντας για τον Θεό”, σελ. 215 – 216, Εκδόσεις «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος» Μήλεσι 2006.
Βλέπουμε λοιπόν ότι η προτεσταντική ψευδο–θεολογία δεν είναι μόνο πλανεμένη, είναι σκληρή και ανάλγητη…
11. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ:Πιστεύουμε ότι οι άνθρωποι που έχουν πεθάνει κοιμούνται (στον τάφο τους) περιμένοντας την ανάσταση (σωματικά αλλά και ψυχικά) […] Δεν πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να επικοινωνήσουμε μαζί τους, ότι πρέπει να προσευχόμαστε σε αυτούς ή ότι αυτοί μπορούν να προσεύχονται για εμάς, ούτε ακόμη και οι «άγιοι».
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Αγαπητοί Προτεστάντες, καταρχάς λέτε πως «δεν πιστεύουμε ότι είναι δυνατό να επικοινωνήσουμε» με τους αγίους. Κατασκευάσατε αυθαίρετα μια επιλεκτική … «μόνωση» στα αυτιά των αγίων στον ουρανό και ισχυρίζεστε ότι «δεν ακούνε». Όμως τίποτα τέτοιο δεν προκύπτει από την Αγία Γραφή. Γι’ αυτό μας μιλάει για κοινή προσευχή λέξη προς λέξη, από φωνές που ακούγονται ενωμένες και προερχόμενες ταυτόχρονα από γη και ουρανό, τις οποίες ακούνε καθαρά όσοι βρίσκονται στον ουρανό:
«Και άκουσα κάθε δημιούργημα, το οποίο είναι στον ουρανό και τη γη … και όλα όσα υπάρχουν σε αυτά να λένε, “Σε αυτόν που κάθεται στο θρόνο και στο Αρνί ανήκει ο ύμνος και η τιμή, η δόξα, και η δύναμη στους αιώνες των αιώνων”. Και τα τέσσερα ζωντανά όντα έλεγαν, “Αμήν”. Και οι πρεσβύτεροι έπεσαν και προσκύνησαν» (Αποκάλυψη 5:13–14).
Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει καμιά «μόνωση» στα αυτιά των όντων στον ουρανό, «τα τέσσερα ζωντανά όντα» στο τέλος της κοινής προσευχής ανταποκρίνονται σε αυτά που ακούν λέγοντας «Αμήν» αλλά και οι άγιοι «πρεσβύτεροι» στο τέλος της κοινής προσευχής, ανταποκρινόμενοι σε αυτά που ακούν «έπεσαν και προσκύνησαν» (Αποκάλυψη 5:14). Κατά συνέπεια δεν βλέπουμε αγίους ούτε να «κοιμούνται», ούτε «να μην ακούνε».
Και συνεχίζουμε.
Η Γραφή διδάσκει ότι πρέπει να θεωρούμε τους αγίους πάντα ζωντανούς, και ποτέ ως αδρανείς ή «κοιμισμένους»:
«Ο Αβραάμ, ο πατέρα σας, αισθάνθηκε αγαλλίαση, διότι έμελλε να δει την ημέρα μου, και είδε και χάρηκε» (Ιωάννη 8:56).
Δεν βλέπουν οι Προτεστάντες ότι ο άγιος Αβραάμ στους ουρανούς ζει ακριβώς ως ζωντανός, μπορεί να δει και να χαρεί, αλλά μπορεί (αυτός και κάθε άγιος) ακόμη και να υβριστεί από τον βλάσφημο;
«να βλαστημήσει … αυτούς που κατοικούν στον ουρανό» (Αποκάλυψη 5:13–14).
Αν όμως κάποιος μπορεί να υβριστεί έχοντας φύγει από τη ζωή, τότε μπορεί και να τιμηθεί, ακόμη και αν έχει φύγει από τη ζωή:
«τον δίκαιο αιώνια θα τον μνημονεύουν» (Ψαλμός 111:6)
«εγκώμια συνοδεύουν τη θύμηση των δικαίων» (Παροιμίες 10:7)
«διότι από τώρα θα με μακαρίζουν όλες οι γενιές»(Λουκάς 1:48).
Και βεβαίως, ο Θεός «τις προσευχές των δικαίων τις εισακούει» (Παροιμίες 15:29), όχι μόνο όταν αυτοί είναι ζωντανοί, αλλά και όταν έχουν φύγει από τη ζωή:
«οι είκοσι τέσσερες πρεσβύτεροι […] προσκύνησαν τον Θεό λέγοντας σε ευχαριστούμε Κύριε ο Θεός ο Παντοκράτωρ» (Αποκάλυψη 11:16-17).
Και επιπλέον, βλέπουμε ότι προσεύχονται ακριβώς όπως όταν ζούσαν: γι’ αυτό η Γραφή μας μιλάει χωρίς καμία απολύτως διαφορά για τις «προσευχές των αγίων» (Αποκάλυψη 5:8).
Γι’ αυτό διδασκόμαστε στο Μάρκο 12:26–27:
«ο Θεός Αβραάμ και ο Θεός Ισαάκ και ο Θεός Ιακώβ. Δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών» (πρβλ. και Ματθαίο 22:32).
Η Γραφή δεν γνωρίζει «κοιμισμένους στον τάφο τους» αγίους αλλά αντίθετα διδάσκει, ότι οι κεκοιμημένοι υπάρχουν ως «εκκλησία των πρωτοτόκων, οι οποίοι είναι γραμμένοι στον ουρανό» (Εβραίους 12:23). Από τη στιγμή που η Γραφή μας διδάσκει να αντιλαμβανόμαστε πάντα τους αγίους ως ζωντανούς, τότε επιβάλλεται να αποδεχόμαστε και το «η προσευχή του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη στα αποτελέσματά της» (Ιακώβου 5:16), όχι μόνο τού εν ζωή αγίου, αλλά και του κεκοιμημένου.
Γι’ αυτό και ο Χριστός μας παραδίδει τη διήγηση, όπου ένας αμαρτωλός προσεύχεται απευθείας σε έναν άγιο, στον ουράνιο Αβραάμ, λέγοντας «πατέρα Αβραάμ ελέησέ με» (Λουκά 16:24).
Κατά συνέπεια, οι διαφοροποιήσεις μεταξύ «νεκρών» και «ζωντανών» αγίων είναι εφεύρεση των αιρετικών και βρίσκονται σε βαθιά πλάνη όταν λένε:
«Πιστεύουμε πως είναι λάθος να αποδίδουμε ένα θαύμα ή μία απάντηση προσευχής στην μητέρα του Χριστού ή σε κάποιον άλλο ‘άγιο’».
Η παραπάνω φράση είναι ένα τέχνασμα. Ασφαλώς και κανένα θαύμα δεν προέρχεται από κτίσματα. Όλα ανεξαιρέτως τα θαύματα προέρχονται από τον Θεό και μόνο: «έκανε ο Θεός θαύματα και υπερφυσικά έργα διά μέσου αυτών» (Πράξεις 15:12). Οτιδήποτε διαφορετικό από αυτό αποτελεί πλάνη και σατανική διδασκαλία.
Όμως, ο ίδιος ο Ιησούς με την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου, μας διδάσκει, ότι ουδέποτε σταματάει «η δύναμη της προσευχής του δικαίου» και γι’ αυτό αναφέρει τον αμαρτωλό πλούσιο να ζητά θαύματα από έναν άγιο, τον Αβραάμ. Αν και τα θαύματα γίνονται μόνο από τον Θεό, ο πλούσιος δυο φορές ζήτησε το θαύμα της ανάστασης του φτωχού Λαζάρου όχι από τον Χριστό, αλλά από έναν άγιο: «να τον στείλεις στο σπίτι του πατέρα μου […] εάν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς» (Λουκά 16:27 & 30).
Και αυτό που οι Προτεστάντες θεωρούν απαγορευμένο, μας το διδάσκει ο ίδιος ο Χριστός…
Ο Αβραάμ λοιπόν, στα δύο αιτήματα του πλουσίου (Λουκά 16:27 & 30), δεν αρνείται ότι αυτό μπορεί να γίνει. Και έχουμε την απόδειξη, ότι εάν δεν γινόταν, θα του το έλεγε ευθέως, όπως στην περίπτωση που ο πλούσιος ζήτησε νερό και ο Αβραάμ απάντησε: «εκείνοι που θέλουν να διαβούν προς εσάς δεν μπορούν» (Λουκά 16:26).
Ο Ιησούς λοιπόν διδάσκει ότι επιτρέπεται να ζητηθεί θαύμα από τον Θεό διαμέσου ενός αγίου που βρίσκεται στους ουρανούς, αλλιώς ο Χριστός θα ασκούσε κριτική να μην ζητούνται θαύματα από τους αγίους και θα μας έλεγε πως ο Αβραάμ απάντησε «μη ζητάς θαύμα από εμένα αλλά απευθείας από τον Κύριο». Το αντίθετο όμως ισχύει διότι ο Κύριος στέλνει τα θαύματα του και μέσω των ανθρώπων:
«Ο Κύριος με έστειλε … για να δεις και να γεμίσεις από πνεύμα άγιο» (Πράξεις 9:17).
Έτσι, τυχόν συνηθισμένες αναφορές για τον τάδε άγιο και το θαύμα που «έκανε» δεν πρέπει να παρεξηγούνται, όπως δεν παρεξηγούμε και τον Απ. Παύλο που μερικές φορές αναφέρεται στη μετάδοση των θείων χαρισμάτων σαν να προέρχονται από ανθρώπους: «το χάρισμα που σου δόθηκε … όταν το πρεσβυτέριο σου επέθεσε τα χέρια του» (1 Τιμόθεο 4:14–15).
12. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Δεν πιστεύουμε πως μπορούμε να επέμβουμε στην παρούσα κατάστασή τους ή στη μελλοντική τους κρίση μέσω διαφόρων προσευχών ή επιμνημόσυνων τελετών.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Για άλλη μια φορά οι Προτεστάντες αλλοιώνουν ακόμα και το γράμμα της Γραφής. Η ελπίδα των ανθρώπων ότι ο Θεός μπροστά στον ανθρώπινο πόνο και την προσευχή των πιστών μπορεί να αλλάξει τις αποφάσεις Του, είναι ακριβώς διδασκαλία της Αγίας Γραφής, η οποία μας λέει πως ο Θεός είναι «γεμάτος έλεος και πρόθυμος να αλλάξει γνώμη για τις κακίες» (Ιωήλ 2:13) και επιτρέπει να ζητάμε από τον Θεό να αλλάξει γνώμη: «άλλαξε γνώμη, Κύριε, γι’ αυτό» (Αμώς 7:3).
Μάλιστα κάποιες φορές ο Θεός παρουσιάζεται όντως να αλλάζει γνώμη και τελικά να δείχνει έλεος, ακόμα και μετά από προσευχές ανθρώπων: «Παρακαλέστηκε ο Κύριος για την κακία» (2 Βασιλειών 24:16) ~ «και αυτό δεν θα γίνει, είπε ο Κύριος» (Αμώς 7:3).
Αυτή λοιπόν την ανθρώπινη αγάπη που εκδηλώνεται με προσευχή υπέρ του κεκοιμημένου αμαρτωλού μας τη διδάσκει και η Καινή Διαθήκη που δικαιώνει το σκοπό των μνημόσυνων: «φώναξε ο πλούσιος και είπε … στείλε το Λάζαρο να βρέξει με νερό την άκρη του δαχτύλου του και να μου δροσίσει τη γλώσσα, γιατί υποφέρω» (Λουκά 16:23).
Όπως βλέπουμε, ο αμαρτωλός δεν είναι κάποιος που «κοιμάται» αλλά μπορεί να νιώσει παρηγοριά έστω κι αν αντιστοιχεί σε «μια σταγόνα δροσιάς». Όπως λέει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ακόμα και αυτό το ελάχιστο είναι σημαντικό, γι’ αυτό κάνουμε τα μνημόσυνα: «παρακαλείστε να κάνετε ευχές υπέρ αυτών … έχει κάποια παρηγοριά το πράγμα αυτό» (Εις την προς Φιλιππησίους, PG 62,204).
Άλλωστε, το «δεν μπορούν» που αναφέρεται στο Λουκά 16:26 δείχνει μεν ότι υπάρχει εμπόδιο στην παρηγοριά του νεκρού, όμως, το εμπόδιο αυτό αφορά μόνο τους κεκοιμημένους αγίους που είναι άνθρωποι. Θα ήταν όμως βλασφημία να δεχτούμε ότι υπάρχει οτιδήποτε που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στον παντοδύναμο Θεό.
Τα μνημόσυνα απευθύνονται στη Χάρη του Θεού, Τον οποίο κανένα εμπόδιο δεν μπορεί να σταματήσει. Γνωρίζει βεβαίως η Εκκλησία ότι ως προς τα αποτελέσματα της προσευχής απέναντι σε μια τελεσίδικη απόφαση του Κυρίου, τον τελευταίο λόγο τον έχει μόνο ο Θεός: «ποιος γνωρίζει αν επιστρέψει και αλλάξει γνώμη» (Ιωήλ 2:14).
Και πάλι όμως, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ορθά απευθυνόμαστε με τα μνημόσυνα στον Θεό διότι είναι «γεμάτος έλεος και πρόθυμος να αλλάξει γνώμη για τις κακίες» (Ιωήλ 2:13) και του ζητάμε «άλλαξε γνώμη, Κύριε, γι’ αυτό» (Αμώς 7:3), ελπίζοντας να συμβεί το «Παρακαλέστηκε ο Κύριος για την κακία» (2 Βασιλειών 24:16) και τελικά να πραγματοποιηθεί το, «και αυτό δεν θα γίνει» (Αμώς 7:3).
Επιπλέον διδασκόμαστε να αγαπούμε τον αμαρτωλό όπως ακριβώς οι άγιοι που είναι στον ουρανό και έχουν αγάπη για τους κεκοιμημένους αμαρτωλούς. Γι’ αυτό στο Λουκά 16:25 ο Αβραάμ όχι μόνο δεν αποπαίρνει τον πλούσιο, αλλά αντιθέτως τον ονομάζει «Τέκνον». Εάν ένας άνθρωπος έχει τέτοια αγάπη για τον αμαρτωλό ώστε να τον βλέπει σαν παιδί του, τότε μπορούμε να φανταστούμε πόσο άπειρη είναι η αγάπη του Θεού για τους αμαρτωλούς.
Επίσης, οι Προτεστάντες αδιαφορούν για όσα μας διδάσκει το εδάφιο Λουκά 16:26 με τη φράση: «εκείνοι που θέλουν να διαβούν προς εσάς». Αυτή η ρήση της Γραφής μας επιβάλλει να κάνουμε πράξεις που δείχνουν τη θέλησή μας για ενέργειες αγάπης και φιλανθρωπίας όπως τα μνημόσυνα. Διότι εμείς οφείλουμε να ανήκουμε σε «εκείνους που θέλουν» και να αγαπάμε τους ανθρώπους τόσο πολύ, σε σημείο να επιθυμούμε να βοηθηθούν οι κεκοιμημένοι αμαρτωλοί. Όχι μόνο δεν απαγορεύονται τα μνημόσυνα ως πράξη αγάπης, αλλά επιβάλλονται, ώστε να γίνει η συμπεριφορά μας σαν των Δικαίων που «θέλουν να περάσουν» προς βοήθεια των κεκοιμημένων αμαρτωλών.
Κι εμείς λοιπόν πρέπει «να θέλουμε» και επειδή «η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή» (Ιακώβου 2:26), πρέπει να αποδεικνύουμε τη θέλησή μας με πράξεις όπως είναι οι προσευχές–μνημόσυνα. Εμείς οφείλουμε να προσευχηθούμε ζητώντας «άλλαξε γνώμη, Κύριε, γι’ αυτό» (Αμώς 7:3) και να ελπίζουμε στο έλεος του Θεού ότι θα πραγματοποιηθεί το «και αυτό δεν θα γίνει» (Αμώς 7:3).
13. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Η ανακήρυξη ενός ανθρώπου σε «άγιο», ανάγεται στην εξουσία του Θεού και όχι των ανθρώπων.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι Προτεστάντες και πάλι διδάσκουν τα αντίθετα από την Αγία Γραφή. Αν δεν επιτρέπεται στους ανθρώπους να γνωρίζουν και να λένε δημοσίως για κάποιον ότι είναι άγιος, τότε μήπως ψεύδεται ο Απόστολος Παύλος που γράφει, «τώρα πια με περιμένει το στεφάνι της δικαιοσύνης» (2 Τιμόθεο 4:8);!
Σε αντίθεση με τους Προτεστάντες, ο Απόστολος Παύλος μας διδάσκει ότι μπορούμε να γνωρίζουμε τον άγιο και πριν από την Δευτέρα Παρουσία. Άρα, όταν οι Προτεστάντες λένε πως η αναγνώριση του αγίου είναι αδύνατη για τους ανθρώπους, είναι σαν να κατηγορούν τον Απ. Παύλο.
Μάλιστα, σύμφωνα με τη Γραφή, μπορούμε να διαπιστώσουμε τους αγίους όχι μόνο όταν ζουν αλλά και όταν έχουν φύγει από τη ζωή: ο Ευαγγελιστής Λουκάς γράφει περί «Ελισαίου του προφήτη» (4:27) και ο Απ. Πέτρος μας βεβαιώνει, ότι ο Ελισαίος είναι άγιος: «προφητεία … εμίλησαν άγιοι άνθρωποι του Θεού» (2 Πέτρου 1:20).
Από κει και πέρα η Γραφή διδάσκει ότι οι άγιοι πρέπει να τιμούνται και εν ζωή: «ο λαός όμως τους δόξαζε» (Πράξεις 5:13) και όπως βλέπουμε στην περικοπή Πράξεις 5:12-16, πουθενά δεν αναφέρεται ότι η τιμή αυτή δεν ήταν αποδεκτή. Οι απόστολοι το μόνο που αρνήθηκαν ήταν να εξομοιωθούν με το Θεό (Πράξεις 14:18). Αυτό μας διδάσκει πως αν κάποιοι πλανεμένοι πουν για τους αγίους ότι είναι «θεοί με τη μορφή ανθρώπων» (Πράξεις 14:11), αυτό απορρίπτεται ως βλασφημία: «και εμείς είμαστε άνθρωποι, θνητοί σαν και εσάς» (Πράξεις 14:15).
Η Αγία Γραφή αγαπητοί Προτεστάντες περιέχει μόνο αλάθητες διδασκαλίες. Ο Απόστολος Παύλος ως μέλος της Εκκλησίας του Χριστού μπορεί να γνωρίζει και να λέει δημοσίως ποιος θα λάβει «το στεφάνι της δικαιοσύνης» και γι’ αυτό με πρόνοια του Θεού η διδασκαλία αυτή μπήκε σε Επιστολή της Καινής Διαθήκης ως αλάθητη.
14. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Δεν πιστεύουμε ότι μέρη του σώματος ή αντικείμενα που ανήκαν σε «αγίους» θα πρέπει να λατρεύονται, να προσκυνόνται ή να θεωρούνται θαυματουργά […] ο Θεός όρισε από την Παλαιά Διαθήκη η λατρεία του να γίνεται χωρίς εικόνες – ομοιώματα.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Καταρχάς να θυμίσουμε ότι ήδη απαντήθηκε η χονδροειδής παραπλάνηση που επιχειρεί να ταυτίσει τις εντελώς διαφορετικές έννοιες «προσκύνηση» και «λατρεία»…
Η Εκκλησία θεωρεί σατανική ενέργεια την λατρευτική προσκύνηση οποιουδήποτε κτίσματος. Η λατρευτική προσκύνηση κτισμάτων είναι βλασφημία διότι αντικαθιστά το Θεό με ένα κτίσμα. Γι’ αυτό η Εκκλησία διδάσκει: «μακριά από μας αυτή η βλασφημία. Διότι τον Θεό και μόνο Αυτόν προσκυνούμε λατρευτικά» (Ιωάννης Καρμίρης, «Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Β΄, σελ. 809 – 810).»
Από εκεί και πέρα ας δούμε τι λέει η Αγία Γραφή για τη χρήση της ύλης στην θρησκευτική πράξη, με την προϋπόθεση η ύλη να μη θεωρηθεί Θεός. Λαμβάνοντας υπόψη αυτή την απαγόρευση, βλέπουμε ότι το σχήμα Θεός – Πίστη – Ύλη το συναντάμε συνεχώς στην Αγία Γραφή:
– Άνθρωποι παίρνουν τα μαντίλια των Αποστόλων και θεραπεύονται (Πράξεις 19:12)
– Άνθρωποι πασχίζουν να αγγίξουν το ρούχο του Ιησού (Ματθαίος 14:36)
– Θαύματα γίνονται με το ραβδί του Ααρών (Έξοδος 7:20)
– Άνθρωποι ανασταίνονται με το λείψανο του Ελισαίου (4 Βασιλειών 13:21)
– Ο Ιακώβ προσκυνά ειδωλολατρική στήλη την οποία θεωρούσε ναό (Γένεση 28:18-22 / Ψαλμοί 5:8)
– Ο Θεός προστάζει να προσκυνείται η Γη ως υποπόδιο των ποδιών του (Ησαΐας 66:1 / Ψαλμοί 98:5)
– Ο Θεός προστάζει να δημιουργηθεί θαυματουργή εικόνα από χαλκό σε σχήμα φιδιού (Αριθμοί 21:9)
– Ο Θεός προστάζει να δημιουργηθούν στον ιερό χώρο χρυσές εικόνες Χερουβίμ (Έξοδος 25:18)
– Θαύματα γίνονται με το ραβδί του Μωϋσή (Έξοδος 4:17)
– Θαύματα γίνονται με το μανδύα του Ηλία (4 Βασιλειών 2:14)
– Θεραπεία πραγματοποιείται με το ραβδί του Ελισαίου (4 Βασιλειών 4:29).
Αναρωτιόμαστε λοιπόν για πολλοστή φορά: ποια Αγία Γραφή διαβάζουν οι Προτεστάντες;
Διότι όπως βλέπουμε, πάντα με τη χάρη του Θεού, η ύλη, όταν εφάπτεται με την αγιασμένη ψυχή του ανθρώπου, διατηρεί τη δυνατότητα να θαυματουργεί ακόμα και όταν ο άγιος φύγει από την ζωή: «μόλις ήρθε σε επαφή με τα οστά του Ελισαίου ο νεκρός, ζωντάνεψε και στάθηκε στα πόδια του» (4 Βασιλειών 13:21).
Και φυσικά η ύλη δεν είναι απαραίτητο να «ανήκει σε κάποιον» για να γίνει θαύμα: «ας προσευχηθούν πάνω του, αφού τον αλείψουν με λάδι στο όνομα του Κυρίου, και η προσευχή που έγινε με πίστη θα θεραπεύσει τον ασθενή» (Ιακώβου 5:14).
Η Εκκλησία ακολουθώντας την Αγία Γραφή, ούτε διδάσκει ότι μόνο διά μέσου της ύλης γίνεται το θαύμα, αλλά ούτε και εξαιρεί την ύλη από την θεολογία της.
Σε κάθε περίπτωση η ύλη αποτελεί μέρος της εκκλησιαστικής πράξης και μπορεί να αποτελέσει αφορμή ενδυνάμωσης της προσευχής μας ώστε να επιτευχθεί το θαύμα. Αυτό φαίνεται από την ποικιλία της ύλης, μέσω της οποίας πραγματοποιείται το θαύμα: είτε μέσω του ελαίου, είτε με μαντήλια, είτε με ξύλινα ραβδιά, είτε με το χάλκινο φίδι, είτε με τα λείψανα του κεκοιμημένου, αλλά και με απλή προσευχή. Εδώ λοιπόν πρέπει να βρούμε τον κοινό παρανομαστή όλων των θαυμάτων, και αυτός είναι φυσικά η πίστη στον Θεό.
Γι’ αυτό ματαιοπονούν οι Προτεστάντες που παριστάνουν τους διδασκάλους στα αυτονόητα λέγοντας, «πιστεύουμε ότι τα θαύματα και οι απαντήσεις στις προσευχές μας προέρχονται μόνο από τον Θεό».
Ασφαλώς και η πίστη στον Θεό είναι αυτή που φέρνει το θαύμα, διά μέσου και μιας εικόνας ακόμη. Κανένα θαύμα δεν προέρχεται από ανθρώπους, κανένα θαύμα δεν προέρχεται από την ύλη. Όλα ανεξαιρέτως τα θαύματα προέρχονται από τον Θεό και μόνο: «έκανε ο Θεός θαύματα και υπερφυσικά έργα διά μέσου αυτών» (Πράξεις 15:12). Οτιδήποτε διαφορετικό από αυτό αποτελεί πλάνη και σατανική διδασκαλία.
Όταν λοιπόν λέγεται για μια εικόνα ότι είναι «θαυματουργή», αυτό δηλώνει απλώς μια εικόνα μπροστά στην οποία κάποιος προσευχήθηκε απευθυνόμενος στο εικονιζόμενο πρόσωπο, είτε στον Χριστό είτε σε κάποιον ζώντα άγιο στους ουρανούς, και κατόπιν βίωσε ένα θαύμα που σε κάθε περίπτωση προέρχεται μόνο από τον Θεό. Κατά αντίστοιχο τρόπο θα ονόμαζε κάποιος «θαυματουργή εικόνα», τη χάλκινη εικόνα του φιδιού που κατασκευάστηκε με εντολή του Θεού, διά της οποίας γίνονταν θαύματα (Αριθμοί 21:8–9) που προέρχονταν φυσικά από τον Θεό και όχι από την εικόνα.
15. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Απουσία εικόνων στους πρωτοχριστιανικούς ναούς […] έλλειψη σωματικής περιγραφής του ίδιου του Ιησού από τους Ευαγγελιστές.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ας ξεκινήσουμε από το τελευταίο. Είναι σύνηθες φαινόμενο να κάνουν οι Προτεστάντες την υποκριτική ερώτηση, «γιατί φτιάχνετε εικόνα του Ιησού» αφού δεν υπάρχει «σωματική περιγραφή του»;
Προφανώς οι Προτεστάντες ξέχασαν το εδάφιο που ήδη αναφέραμε, όπου ο Θεός προστάζει να δημιουργηθεί θαυματουργή εικόνα από χαλκό, με σχήμα φιδιού (Αριθμοί 21:9).
Από εδώ προκύπτει η διδασκαλία της Γραφής για τον τρόπο δημιουργίας των εικόνων. Διότι ενώ υπάρχει τεράστιο πλήθος διαφορετικών ειδών φιδιού που το καθένα έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ο Θεός αποδέχτηκε απόλυτα την εικόνα που φτιάχτηκε χωρίς να δοθεί η παραμικρή σημασία στις αμέτρητες μικροδιαφορές της εξωτερικής μορφής.
Έτσι και η Εκκλησία απεικονίζει τον Χριστό όχι ως προς τις λεπτομέρειες της μορφής αλλά ως προς την ανθρώπινη φύση Του με την οποία εμφανίστηκε στους ανθρώπους.
(άραγε οι Προτεστάντες που στα βιβλία και τα φυλλάδιά τους έχουν εικόνες του Ιησού, των Αποστόλων και όλων των βιβλικών προσώπων, από πού έμαθαν την μορφή τους; Βρήκαν … φωτογραφίες;)
Ως προς την ιστορία των εικόνων τώρα:
1. Είναι γνωστό, ότι οι πρώτοι Χριστιανοί, όταν κρύβονταν στις κατακόμβες χρησιμοποιούσαν εικόνες, όπως για παράδειγμα τον συμβολισμό της Αναστάσεως του Χριστού διά της εικόνας του Ιωνά και του κήτους, η οποία εμφανίζεται σε «νωπογραφίες των κατακομβών της Ρώμης τον 2ο αιώνα μ.Χ.» (βλ. «Καινή Κτίση, Η Θέση του κόσμου στην Ορθόδοξη οπτική», έκδοση του περιοδ. «Σύναξη», Αθήνα 2003, σελ. 6).
2. Επίσης, μόλις στα μέσα του 2ο αιώνα οι Χριστιανοί έφεραν πάνω τους εικόνες με μυστικό Χριστιανικό συμβολισμό, όπως η άγκυρα, το περιστέρι ή το ψάρι, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κλήμεντος Αλεξανδρείας (PG8,633).
3.Οι Χριστιανοί επίσης, γύρω στα 250 μ.Χ., χρησιμοποιούσαν εικόνες όπως του «Καλού Ποιμένα» ή απεικονίσεις με τα θαύματα του Χριστού στους «κατ’ οίκον ναούς» που χρησιμοποιούσαν για τη λατρεία (βλ. «Ιστορία της Ορθοδοξίας», τόμ. 1, έκδ. 2008, σελ. 417).
4. Ο Τερτυλλιανός (155 – 240μ.Χ.) αναφέρει Χριστιανικές απεικονίσεις από τους Χριστιανούς της εποχής του ακόμα και για οικιακή χρήση [Depudicitia (= περί καθαρότητας) 7 & 10].
5. Η παλαιότερη Χριστιανική εικόνα της ιστορίας έρχεται από τον 1ο αιώνα και ήταν ένας ανδριάντας του Χριστού, τον οποίο έστησε η αιμορροούσα γυνή (Ματθαίο 9:20 – 22) για να τιμήσει τον Κύριο που την θεράπευσε. Τη μαρτυρία αυτή παραδίδει ο ιστορικός Ευσέβιος (Εκκλησιαστική Ιστορία 7,18) και ο ιστορικός Σωζομενός που γράφει ότι: «στην Καισάρεια Φιλίππου … υπήρχε λαμπρό άγαλμα του Χριστού, το οποίο αφιέρωσε η αιμορροούσα που απαλλάχτηκε από την αρρώστια της» και προσθέτει ότι το άγαλμα αυτό καταστράφηκε από τους ειδωλολάτρες «επί Ιουλιανού» (PG 67,1280BC).
Είναι σαφές πως αν οι Χριστιανοί είχαν τις εχθρικές αντιλήψεις κατά των εικόνων που ονειρεύονται οι Προτεστάντες, τότε από ευσέβεια θα είχαν καταστρέψει το άγαλμα αυτό. Όμως επέζησε τόσους αιώνες και μαρτυρείται η επιβίωσή του έως τον 4ο αιώνα.
Εκτός αυτών, ο Βασίλειος Καισαρείας είχε μιλήσει για ζωγράφους, οι οποίοι μπορούν με χρώματα να αναπαριστούν τους αγίους και τον Χριστό, σε μια εικόνα μάλιστα που μπορεί να έχει θαυματουργά αποτελέσματα αφού μόλις την αντικρίζουν οι δαίμονες καταθλίβονται:
«Σηκωθείτε τώρα λαμπροί ζωγράφοι των αθλητικών κατορθωμάτων […] Θέλω να δω επάνω στον πίνακά σας λαμπρότερο τον αθλητή ζωγραφισμένο. Ας κλάψουν οι δαίμονες χτυπημένοι από τις δικές σας [ζωγραφισμένες] ανδραγαθίες του μάρτυρα […] Ας ζωγραφιστεί στον πίνακα και ο αγωνοθέτης Χριστός· του οποίου η δόξα εις τους αιώνες των αιώνων. Αμήν.» («Εις Βαρλαάμ τον Μάρτυρα», PG31,489Α).
Αλλά και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος αναφέρει:
«[Του αγίου Μελετίου] πολλοί ζωγράφισαν εκείνη την αγία εικόνα παντού, όχι μόνο για να ακούνε την αγία προσφώνηση εκείνης, αλλά και για να βλέπουν παντού το σχήμα του σώματος, και να έχουν κάποια διπλή παρηγοριά της απουσίας του»(«Εις τον εν αγίοις πατέρα ημών Μελέτιον», PG50,516).
Επίσης, ο Μεθόδιος Ολύμπου αναφέρεται στην τιμή των εικόνων με Αγγέλους και ότι μέσω αυτών δοξάζεται ο Θεός:
«Τις μεν εικόνες των αγγέλων, τις αρχές και τις εξουσίες Αυτού οι οποίες είναι κατασκευασμένες από χρυσό, εις τιμή και δόξα Αυτού κάνουμε»(«Περί Αναστάσεως», PG18,289B).
Το ίδιο και ο Εφραίμ ο Σύρος που αναφέρει πως οι αγιογράφοι που ζωγραφίζουν αγίους θα πρέπει να προσεύχονται στον Θεό για να γίνει το έργο τους αντάξιο της πραγματικότητας:
«Μην έχοντας χρώματα (ενν. τον αγιογράφο), άξια της εικόνας, ούτε πάλι δάκτυλο που να μπορεί να αποτυπώσει σε αυτή την εικόνα τον τέλειο χαρακτήρα […] χάρη αυτών πέφτει στα γόνατα, παρακαλώντας με δάκρυα τον Κύριο των πάντων, τον βασιλέα Χριστό […] για να χαρίσει αυτός ο Θεός ο αγαθός και άγιος πραγματική σοφία και σύνεση και δύναμη, ώστε να αναστήσει μεγάλη εικόνα και αντάξια με τον αγώνα αυτό των αγίων Μαρτύρων» («Έργα», τόμ 7, σελ. 176 – 177).
Επιπροσθέτως, στον 4ο αιώνα, στόλιζε τα ανάκτορα ένας τεράστιος πίνακας, όπου είχε αποτυπωθεί ο Σταυρός που νικά τον διάβολο με μορφή δράκου, κάτι το οποίο, όπως αναφέρεται, είχε γίνει με θεία έμπνευση:
«Περί της εικόνας αυτού πάνω στην οποία βρίσκονταν ο σταυρός και κάτω κτυπιόνταν ο δράκος […] αλλά αυτά δήλωναν διά της εικόνας τα χρώματα· εμένα δε, με κατείχε θαυμασμός για την ευφυΐα του βασιλιά, διότι με θεία έμπνευση αποτύπωνε αυτά τα οποία οι φωνές των προφητών είχαν προείπει ως εξής για το θηρίο αυτό» (Ευσέβιος Καισαρείας, «Εις Βίον Κων/νου» 3,3. PG20,1057ΑB).
Επιπλέον, όπως γράφει ο αείμνηστος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής των Αθηνών, Παναγιώτης Τρεμπέλας, αυτή η πρακτική υπέρ των Εικόνων ίσχυε και στη Δύση:
«Ο μεν Prudentius (σ.σ. Προυδέντιος) περιγράφει τις εικόνες στις οποίες είχε διαζωγραφιστεί το μαρτύριο του αγίου Κασσιανού καθώς και το μαρτύριο του αγίου Ιππολύτου, ο δε Παυλίνος της Νώλης και ο Σουλπίκιος Σεβήρος διακοσμούσαν με θρησκευτικές εικόνες τις βασιλικές που είχαν αναγερθεί από αυτούς. Επιπλέον δε και ο Ιερώνυμος ομιλεί περί εικόνων των Αποστόλων τις οποίες συνήθιζαν να ζωγραφίζουν πάνω σε σκεύη, αλλά και ο Αυγουστίνος αναφέρει, ότι στα χρόνια του επικρατούσε η συνήθεια σε πολλούς τόπους (multisinlocis) να αναπαριστούν τον Πέτρο και τον Παύλο πλησίον του Κυρίου μας» (Παναγιώτης Τρεμπέλας, «Δογματική», τόμ. 3, σελ. 405).
Επίσης, ο Θεόδωρος Αναγνώστης (6ος αιώνας) γράφει ότι η Ευδοκία, η σύζυγος του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β΄(408–450), αγόρασε εικόνα της Θεοτόκου (PG86,165Α), την οποία μάλιστα, πιστευόταν πως την είχε δημιουργήσει ο ίδιος ο Ευαγγελιστής Λουκάς, κάτι που φανερώνει σαφώς συνείδηση αποστολικής καταγωγής των εικόνων. Την εικόνα αυτή, η Ευδοκία την έστειλε στην Πουλχερία, σύζυγο του αυτοκράτορα Μαρκιανού (450 – 457), την οποία Πουλχερία ο Θεόδωρος Αναγνώστης ονομάζει «Ευσεβή» (PG86,168B).
Επιπλέον στους αιώνες 6ο – 8ο έχουμε σημαντικά αντι – ιουδαϊκά ή αντι – εικονομαχικά έργα υπέρ των εικόνων, όπως του Λεοντίου Κύπρου, του Θεόδωρου Στουδίτη, του Ιωάννου Δαμασκηνού και βεβαίως της Ζ΄΄Οικουμενικής Συνόδου.
Πέραν όλων αυτών βεβαίως, έχουμε τη σημαντική μαρτυρία που προκύπτει από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους, ουδεμία εκ των οποίων καταφέρθηκε ποτέ κατά των εικόνων, γεγονός που δείχνει ότι οι Προτεστάντες είτε αγνοούν, είτε αποκρύπτουν την πραγματικότητα.
16. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Δεν πιστεύουμε στη λατρεία ή την προσκύνηση των εικόνων ή οποιοδήποτε ομοιώματος, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως έχουμε αντίρρηση όσον αφορά την αισθητική και διδακτική τους χρήση.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Το ζήτημα των εικόνων είναι ένα από τα πολλά που έχουν κάνει κουβάρι στο μυαλό τους οι Προτεστάντες.
Καταρχάς, θα πούμε για πολλοστή φορά ότι η ταύτιση από τους Προτεστάντες των όρων «προσκύνηση» και «λατρεία» αποτελεί απαράδεκτη απάτη. Έχει ειπωθεί ξανά και ξανά, ότι η Εκκλησία έχει σαφέστατη δογματική διδασκαλία που καταδικάζει ως έργο του σατανά την λατρεία κτισμάτων και την λατρευτική τους προσκύνηση:
«Διότι τον Θεό και μόνο Αυτόν προσκυνούμε λατρευτικά» (Ιωάννης Καρμίρης, «Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ Β΄, σελ. 809 – 810»).
Ας σταματήσουν λοιπόν οι Προτεστάντες τις πλαστογραφίες.
Και προχωρούμε με τις απίστευτες αναφορές τους για εικόνες με «αισθητική και διδακτική χρήση».
Διότι η εικονομαχία μισούσε τις αγιογραφίες συνολικά, ασχέτως χρήσεως. Εικονομαχία σήμαινε να μην υφίστανται αγιογραφίες. Εικονομαχία σήμαινε, ότι η ίδια η ζωγραφιά αποτελούσε έκφραση βλασφημίας, όχι η χρήση της.
Γι’ αυτό στα κείμενα του εικονομάχου ψευδο–Επιφάνιου είναι ξεκάθαρη η καταδίκη κάθε εικόνας ακόμα και για «αισθητική και διδακτική χρήση»:
«ποιος από τους αρχαίους επισκόπους ατίμασε τον Χριστό ζωγραφίζοντάς τον;», «στην εκκλησία ή στο δικό του σπίτι ή στις πόρτες των εισόδων;» [Holl Karl,“Gesammeltc Aufsatze zur Kirchengeschichte”, τόμ. 2 (1964), σελ. 361].
Ο Χριστός, όπως λέει ο ψευδο–Επιφάνιος, ήδη «ατιμάστηκε» και μόνο που κάποιος τον απεικόνισε, χωρίς να έχει καμία σημασία επάνω σε ποιο αντικείμενο έγινε η ζωγραφιά, ούτε αν αυτή βρισκόταν σε ναό ή στο σπίτι κάποιου.
Άλλωστε η έναρξη της Εικονομαχίας δεν σχετίζεται με απομάκρυνση εικόνων από ναούς. Η εικονομαχική έριδα ξεκίνησε το 726 μ.Χ. με την απόφαση του αυτοκράτορα Λέοντα Γ΄του Ισαύρου που αποφάσισε να αποσύρει την εικόνα του Χριστού από τη Χαλκή Πύλη, από την κυρία δηλαδή πύλη εισόδου στο ανακτορικό συγκρότημα της πρωτευούσης, της Κωνσταντινουπόλεως, ένα μέρος που ουδεμία σχέση είχε με ναό.
Όσο για τις αργολογίες περί «προσκύνησης των εικόνων», αρκεί να δείξουμε με ένα απλό παράδειγμα πόσο υποκριτικές είναι οι δικαιολογίες τους:
Υποθέτουμε ότι ένας πιστός Ορθόδοξος είναι τετραπληγικός ή έχει οποιαδήποτε άλλη βαριά αναπηρία και δεν μπορεί ούτε να πλησιάσει τις εικόνες στο ναό, ούτε να τις ασπαστεί, ούτε να τις αγγίξει καθ’ οιονδήποτε τρόπο.
Το ερώτημα είναι απλό: υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία για το αν ο πιστός αυτός Ορθόδοξος, αν και ανάπηρος, τιμά τις εικόνες;
Ασφαλώς όχι.
Διότι η τιμή προς κάποιον είναι πρωτίστως κίνηση της καρδιάς. Είναι μια καθαρά εσωτερική υπόθεση που συμβαίνει έτσι κι αλλιώς μέσα στη καρδιά κάποιου όποτε βλέπει αγαπητά πρόσωπα ζωντανά ή σε εικόνα και αυτό λειτουργεί όπως ακριβώς η κίνηση της καρδιάς προς το κακό:
«ήδη διέπραξε με αυτή μοιχεία μέσα στη καρδιά του» (Ματθαίο 5:28).
Ο Χριστός μας διδάσκει, ότι ακόμη και η κίνηση της καρδιάς αρκεί.
Οι Προτεστάντες λοιπόν, αφού έχουν δήθεν διαφορετική αντίληψη από την Εκκλησία για το τι σημαίνει «τιμή», ας αναρωτηθούν και το αντίστροφο: ποιος θα μπορούσε ποτέ να πάρει εικόνες του Ιησού ή των Αποστόλων από τα περιοδικά ή τα βιβλία τους και να αρχίσει να χοροπηδά επάνω τους και επιδεικτικά να τις σκίζει και να τις καίει; Παριστάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται ότι μια τέτοια ενέργεια θα έμοιαζε με δαιμονικό μίσος κατά του Κυρίου;
Ας σταματήσουν λοιπόν να κοροϊδεύουν. Η εικόνα του σταυρού σε κάποιους προτεσταντικούς ναούς, οι εικόνες των Αποστόλων, του Χριστού και των άλλων βιβλικών προσώπων στα φυλλάδια και τα περιοδικά τους, υπάρχουν ακριβώς επειδή τους γεννούν θετικά, όμορφα, ευχάριστα συναισθήματα! Όλα αυτά τα συναισθήματα μεταβαίνουν σε μηδενικό χρόνο προς τα πραγματικά πρόσωπα ή γεγονότα και έτσι, μέσα στη καρδιά κάθε Προτεστάντη γίνεται η απόδοση τιμητικού σεβασμού προς τα εικονιζόμενα πρωτότυπα.
Κάθε θετική κίνηση της καρδιάς του Προτεστάντη προς μία εικόνα σεβαστού βιβλικού προσώπου, αποτελεί ταυτόχρονα και μια τιμητική προσκύνηση. Όπως ακριβώς αρκεί μια κίνηση της καρδιάς για να γίνει «μοιχεία στη καρδιά» κάποιου.
Οι εικόνες της Εκκλησίας λοιπόν, αποτελούν ένα μέσον μνήμης του παραδείγματος των ζωντανών αγίων που βρίσκονται στον ουρανό, ώστε να ενδυναμώνεται η προσευχή μας, η οποία τους ζητά να δεηθούν και αυτοί για εμάς προς τον Μεσίτη Κύριο Ιησού Χριστό, σύμφωνα με το: «προσευχηθείτε εσείς για μένα στον Κύριο» (Πράξεις 8:24).
Διότι όπως είπαμε, «νεκροί» άγιοι δεν υπάρχουν: «Δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών» (Μάρκο 12:26 – 27 και Ματθαίο 22:32). Αυτοί είναι η «εκκλησία των πρωτοτόκων, οι οποίοι είναι γραμμένοι στον ουρανό» (Εβραίους 12:23) για τους οποίους διδασκόμαστε ότι «η προσευχή του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη στα αποτελέσματά της» (Ιακώβου 5:16).
Η Εκκλησία διδάσκει πως η προσευχή μας, στην οποία αιτούμαστε το «προσευχηθείτε εσείς για μένα στον Κύριο», δεν απευθύνεται στην εικόνα, ούτε μένει εκεί:
«Η τιμή στην εικόνα πηγαίνει στο πρωτότυπο» (Μ. Βασίλειος PG32,149C).
Αυτό το γνωρίζουμε όλοι και γι’ αυτό έχουμε μαζί μας εικόνες των αγαπημένων μας. Το να κατηγορεί κάποιος την τιμητική προσκύνηση της Εκκλησίας είναι τόσο ανόητο, σαν να κατηγορεί κάποιον που σε μακρινό ταξίδι, βγάζει φωτογραφίες των παιδιών του ή των γονιών του και τις ασπάζεται με αγάπη. Είναι τόσο ανόητο, σαν να λέει κάποιος ότι αυτός που ασπάζεται τις φωτογραφίες των παιδιών του, το κάνει επειδή θέλει να φιλήσει το… χαρτί της φωτογραφίας!
Άρα λοιπόν, το αυτονόητο και βιβλικό διδάσκει η Ζ΄Οικουμενική Σύνοδος λέγοντας ότι η προσκύνηση και ο ασπασμός αυτός είναι κάτι που «μαρτυρά η ανθρώπινη σχέση» και «γίνεται από εμάς προς τους αγαπημένους» (Mansi 13,405C).
Όπως λέει η Γραφή: «Εξήλθε ο Μωϋσής σε συνάντηση με το γαμπρό του και προσκύνησε αυτόν και φίλησε αυτόν» (Έξοδος 18:7)
Όπως ακριβώς διδάσκει η Εκκλησία, ο Μωϋσής δεν προσκύνησε και φίλησε κάποιο κτίσμα για να το λατρέψει σαν «Θεό», αλλά προσκύνησε και φίλησε τιμητικά.
17. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Δεν πιστεύουμε πως οι Εκκλησιαστικοί υπεύθυνοι – λειτουργοί, θα πρέπει να παραμένουν άγαμοι ή να ζουν σε μοναστηριακές κοινότητες, απομακρυσμένοι από την κοινωνία. Πιστεύουμε πως οι Εκκλησιαστικοί λειτουργοί, θα πρέπει να ζουν μια φυσιολογική ζωή, να παντρεύονται, να κάνουν παιδιά και να συμμετέχουν στις καθημερινές κοινωνικές δραστηριότητες.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι Προτεστάντες ισχυρίζονται πως «φυσιολογική ζωή» έχουν μόνο όσοι «παντρεύονται»! Θεωρούν μήπως ότι ο Απόστολος των Εθνών ήταν «αφύσικος»;
«Καλό είναι στον άνθρωπο να μην αγγίζει γυναίκα … θα ήθελα δε όλοι άνθρωποι να είναι όπως είμαι εγώ» (1 Κορινθίους7:1 & 7).
Μα ποια Αγία Γραφή διαβάζουν; Το ότι ο καθένας ως προς το γάμο «έχει ιδιαίτερο χάρισμα από το Θεό», με αποτέλεσμα «ο ένας τούτο, ο άλλος εκείνο» (1 Κορινθίους7:7) δεν το έχουν διαβάσει ποτέ;
Επιπλέον, η βάση επάνω στην οποία θεμελιώνεται ο μοναχισμός στην Εκκλησία είναι ο θεσμός των αφιερωμένων Ναζιραίων της Παλαιάς Διαθήκης, γι’ αυτό οι Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζουν τους μοναχούς «καθ’ ημάς ναζιραίους» (βλ. Γρηγ. Θεολ.PG36,533D – Θεόδ. Στουδ.PG108,893D στη σημείωση αρ.7).
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής όπως διαπιστώνουμε από τους διατροφικούς περιορισμούς στο Λουκά 1:15 ήταν ένας αφιερωμένος Ναζιραίος και όπως ξέρουμε «ζούσε στις ερημιές» (βλ. Λουκά 1:80 · 3:2 · 5:16).
Από εκεί και πέρα, το έργο του μοναχισμού στην Εκκλησία είναι μεγάλης σημασίας διότι δημιουργεί εστίες προσφοράς προς τον άνθρωπο που έχει ανάγκη πνευματικής στήριξης αλλά και εστίες συνεχούς προσευχής για όλους τους ανθρώπους, όπως ακριβώς ορίζει η Αγία Γραφή:
«εάν και εσείς μας βοηθήσετε με προσευχή» (2 Κορινθίους1:11)
«προσευχηθείτε εσείς για μένα προς τον Κύριο» (Πράξεις 8:24)
«προσεύχεστε ο ένας για τον άλλον, για να θεραπευτείτε» (Ιακώβου 5:16)
«να κάνετε δεήσεις, προσευχές, παρακλήσεις, ευχαριστίες για όλους τους ανθρώπους» (1 Τιμόθεο 2:1 – 3).
18. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Δεν δεχόμαστε την έννοια του Ιερέα, ως αξιωματούχου κάποιας εκκλησιαστικής ιεραρχίας και διαμεσολαβητή μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Αυτή τη θέση πλέον κατέχει μόνο ο Ιησούς Χριστός όπως ξεκάθαρα φαίνεται στην Αγία Γραφή. Πιστεύουμε πως όλοι οι αναγεννημένοι χριστιανοί αποτελούν «Βασίλειο Ιεράτευμα». Σε ορισμένους από αυτούς θα πρέπει να αποδίδονται κάποιοι λειτουργικοί ρόλοι, (ποιμένες, πρεσβύτεροι, διάκονοι) ώστε να αναλάβουν το έργο της καθοδήγησης και διδασκαλίας, εντός και εκτός της εκκλησίας.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Πριν μπούμε στην ουσία του ζητήματος της ειδικής ιεροσύνης, ας δούμε για μια ακόμα φορά πόσο προβληματική είναι η θεωρία των προτεσταντών.
Καταρχάς, οι ιερείς από τον 1ο αιώνα καλούνται όχι αξιωματούχοι αλλά με το βιβλικό «Λειτουργοί» (βλ. Ησαΐα 61,6 ~ Κλήμης Ρώμης «1 προς Κορινθίους επιστολή» PG1,292A ~ 28ος Κανόνας Πενθέκτης Οικ. Συνόδου). Πέραν τούτου όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνείται την «εκκλησιαστική ιεραρχία» διότι η τήρηση της ορίζεται από την Αγία Γραφή:
«Στην εκκλησία ο θεός τοποθέτησε τον καθένα στην ορισμένη του θέση, πρώτα έρχονται οι απόστολοι» (1 Κορινθίους 12:28).
Δεύτερον, συκοφαντούν ότι οι ιερείς και οι άγιοι είναι τάχα «μεσίτες στη θέση του Ιησού», όμως η Εκκλησία δεν αποδέχεται άλλον Μεσίτη πέραν του Χριστού. Γι’ αυτό, ακόμα και όταν λέγεται διά των ιερέων, «άγιε του θεού, πρέσβευε Χριστώ τω θεώ» ή «ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου Σώτερ σώσον ημάς», βλέπουμε ότι οι προσευχές καταλήγουν πάντα στον Χριστό ακολουθώντας κατά γράμμα την Αγία Γραφή:
«Παρακαλέστε εσείς για μένα τον Κύριο» (Πράξεις 8:24).
Επιπλέον, η Εκκλησία βάζοντας υπεράνω όλων τη Σωτηρία του ανθρώπου, αν δεν υπάρχει διαθέσιμος ιερέας επιτρέπει σε περίπτωση ανάγκης να γίνει ακόμα και το βάπτισμα ή η μετάδοση της Θείας Ευχαριστίας από έναν απλό πιστό (Πηδάλιον, σελ. 58). Άρα, τι αδιανόητα πράγματα ισχυρίζονται περί «μεσαζόντων»;
Το περίεργο όμως με τις διάφορες ομάδες προτεσταντών είναι ότι παραδέχονται πως αναθέτουν ειδικούς «ρόλους» σε κάποιους ανθρώπους που λέγονται «ποιμένες, πρεσβύτεροι και διάκονοι». Και ενώ κατηγορούν την Εκκλησία ότι έχει «μεσάζοντες», οι ίδιοι έχουν φτιάξει στα «Βασίλεια Ιερατεύματα» τους, τάξεις μεσαζόντων «ποιμένων, πρεσβυτέρων και διακόνων» με ειδικό έργο.
Όπως ξέρουμε όμως, κάθε προτεσταντική ομάδα διατείνεται ότι είναι η «εκκλησία» με τα «ορθά πιστεύω» ενώ οι άλλες όχι! Φανταστείτε λοιπόν ότι το σημαντικό έργο της «καθοδήγησης» σε ζητήματα πίστεως, φτάνει στους Προτεστάντες πιστούς κάθε ομάδας μέσω μιας ιεραρχίας από μεσάζοντες οπότε αν αυτοί οι «ποιμένες, πρεσβύτεροι και διάκονοι» διδάσκουν λάθος, τότε υπάρχει περίπτωση να οδηγήσουν ανθρώπους σε πλάνη ή και στην απώλεια.
Μήπως αυτό το καθρέφτισμα των συμπεριφορών τους, τους βοηθά να καταλάβουν πόσο αφελές είναι να κατηγορούν άλλους για «ιεραρχίες μεσαζόντων»;
Ας δούμε όμως και τι ακριβώς διδάσκουν οι Προτεστάντες ζήτημα της ιεροσύνης:
Επικαλούμενοι την έννοια «Βασίλειο Ιεράτευμα» (1 Πέτρου 2:9), αποδέχονται για όλο το ποίμνιο της Εκκλησίας μόνο την γενική ιεροσύνη, αρνούμενοι θέση ειδικής ιεροσύνης σε μέλη του λαού του Θεού, επειδή όπως λένε τη θέση του ιερέα την κατέχει μόνο ο Χριστός, ο οποίος μάλιστα «έχει ιεροσύνη που δεν μεταβιβάζεται» (Εβραίους 7:24).
Έτσι θεωρούν ότι υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα ως προς τις ιερατικές ενέργειες του Χριστού, τις οποίες πιστεύουν ότι το «Βασίλειο Ιεράτευμα» δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να τις πραγματοποιήσει.
Όπως βλέπουμε λοιπόν, όλη η ουσία της συζήτησης με έναν Προτεστάντη βρίσκεται στο αν με βάση την Κ.Δ. η ιερατική εξουσία μπορεί να περάσει από τον Χριστό σε ανθρώπους ή μένει αποκλειστικά στον Κύριο. Αν μάλιστα αυτή η ιερατική εξουσία δίνεται από τον Χριστό σε λίγους και όχι σε όλους, γκρεμίζεται κάθε αμφισβήτηση περί δυνατότητας άσκησης ειδικού ιερατικού έργου από ορισμένη ομάδα πιστών.
Στην πραγματικότητα, η Αγία Γραφή όχι μόνο δεν αναφέρει απαγόρευση ως προς την ειδική ιεροσύνη, αλλά αντιθέτως την εννοεί ξεκάθαρα. Διότι ο Χριστός είπε, «δεν ήλθα» «να καταργήσω το νόμο … αλλά να τον συμπληρώσω» (Ματθαίο 5:17–18) και έδωσε τόσο μεγάλη σημασία στην Ιεροσύνη, ώστε την πήρε από την εξουσία των «ατελών ανθρώπων» της Παλαιάς Διαθήκης (Εβραίους 7:27–28), την έθεσε υπό την δική Του εξουσία, και πλέον, ανόθευτη πηγή της Ιεροσύνης είναι ο ίδιος ο Κύριος και όχι οι ανθρώπινες φυλές του Ισραήλ.
ΕΙΔΙΚΗ ΙΕΡΟΣΥΝΗ ΜΕΡΟΣ 1Ο: Η Ιεροσύνη του Χριστού στους ανθρώπους.
Επικαλούνται λοιπόν το εδάφιο Εβραίους 7:24: «ο Ιησούς επειδή παραμένει αιώνιος, έχει ιεροσύνη που δε μεταβιβάζεται».
Καταρχάς, κανείς χριστιανός δεν διαφωνεί επί της ουσίας σε αυτό. Μόνο αν υπήρχε δεύτερος Χριστός θα μπορούσε να γίνει πραγματική μεταβίβαση της ιεροσύνης Του. Διότι ο Χριστός είναι ο αιώνιος και τέλειος Ιερέας, Μεσίτης και Σωτήρας και κανείς, ποτέ, δεν θα μπορούσε να εξομοιωθεί με τον Κύριο.
Βεβαίως, οι Προτεστάντες έχουν κάτι άλλο στο μυαλό τους. Με αυθαίρετη ερμηνεία της φράσης «η ιεροσύνη του Χριστού δε μεταβιβάζεται» θέλουν να υποστηρίξουν ότι δεν πρέπει να υπάρχουν στην Εκκλησία ειδικοί άνθρωποι (ιερείς) που τελούν ιερατικά καθήκοντα.
Για παράδειγμα, ένα κλασικό ιερατικό καθήκον στην Αγία Γραφή ήταν η συγχώρηση των αμαρτιών δια μέσου των ιερέων:
«και ο ιερέας θα κάνει την τελετουργία για την εξιλέωση της αμαρτίας αυτού, διά της οποίας αμάρτησε, και θα του συγχωρηθεί η αμαρτία» (Λευιτικό 5:6).
Αν ερμήνευαν σωστά οι αιρετικοί τη φράση, «η ιεροσύνη δεν μεταβιβάζεται», θα έπρεπε στην Κ.Δ. να μην αναφέρεται κανείς άνθρωπος που να μεσολαβεί στο έργο της συγχώρεσης, αφού ο Κύριος πήρε στα χέρια Του την ιερατική εξουσία:
«Ο Υιός του Ανθρώπου έχει την εξουσία να συγχωρεί πάνω στη γη αμαρτίες» (Μάρκο 2:10).
Όμως, παρά το γεγονός ότι πλέον, φορέας της ιερατικής εξουσίας είναι μόνο ο Χριστός (Εβραίους 7:12) και όχι φυλές ανθρώπων όπως στην Π.Δ., δίνεται όχι σε όλους τους πιστούς αλλά σε ορισμένους και μόνο, η ευλογία να ασκήσουν αυτό το ιερατικό έργο:
«Οι μαθητές [βλ. Ματθαίο 18:1] ήταν συγκεντρωμένοι [βλ. και 1 Κορινθίους 15:5, ‘εμφανίστηκε στους δώδεκα’] … λάβετε Πνεύμα Άγιο, σε όποιους συγχωρήσετε τις αμαρτίες, θα τους είναι συγχωρημένες· σε όποιους τις κρατήσετε ασυγχώρητες θα κρατηθούν έτσι» (Ιωάννη 20:20–23 ~ Ματθαίο 18:18 ~ Ματθαίο 16:19 ~ βλ. και Λουκά 24:33 όπου διαφοροποιείται ο κύκλος των μαθητών από τους υπολοίπους).
Μάλιστα, αυτή η εντολή του Κυρίου διαφέρει από την αποδοχή της καθημερινής συγγνώμης μεταξύ των υπόλοιπων πιστών:
«Αν ο αδελφός σου σού κάνει κακό, επιτίμησέ τον, κι αν μετανοήσει συγχώρησέ τον. Αν σού κάνει κακό πολλές φορές την ημέρα κι έρθει άλλες τόσες και σου πει ‘μετανοώ’, να τον συγχωρήσεις» (Λουκά 17:3-4).
Η καθημερινή συγγνώμη μεταξύ ανθρώπων οφείλει υποχρεωτικά να γίνεται αποδεκτή («να τον συγχωρήσεις»). Μόνο στους Αποστόλους παραδόθηκε η ειδική αγιοπνευματική Χάρη της διάκρισης, για αμαρτίες που είναι δυνατόν να μείνουν ασυγχώρητες.
Όπως διδάσκει ο Ιησούς στο Εβραίους 7:24 «η ιεροσύνη Του δε μεταβιβάζεται» και κανείς θνητός άνθρωπος «με ατέλειες» (Εβραίους 7:28) δεν θα γίνει ποτέ δεύτερος Χριστός, ούτε ως Σωτήρας, ούτε ως Ιερέας, ούτε ως Μεσίτης. Κανείς δεν μπορεί να συγκριθεί με τον Χριστό, ούτε οι Απόστολοι, ούτε φυσικά οι ιερείς της Εκκλησίας. Δεύτερος Χριστός δεν υπάρχει.
Άρα, ο Βασιλιάς θα είναι πάντα αυτός που διατάζει και οι απεσταλμένοι θα είναι πάντα αυτοί που λαμβάνουν άδεια για να εκτελέσουν τις εντολές Του. Πηγή εξουσίας για κάθε έργο που επιτελούν, είναι μόνο ο Βασιλιάς:
«Μέσω Αυτού σας προσφέρεται συγχώρηση των αμαρτιών» (Πράξεις 13:38).
Ο απεσταλμένος, ως «οικονόμος» του Βασιλιά (1 Κορινθίους 4:1), έχει την άδεια να ασκήσει το έργο που Εκείνος διατάζει, αλλά η εξουσία ανήκει πάντα και μόνο στον Βασιλιά και «δε μεταβιβάζεται» (Εβραίους 7:24).
Όπως είπε ο Χριστός «στους δώδεκα» (Ματθαίο 10:5), «όποιος δέχεται εσάς … δέχεται Εμένα» (Ματθαίο 10:40). Όποια ιερατικά καθήκοντα κι αν ασκούνται από τους εντολοδόχους της ιεροσύνης του Χριστού, το Πρόσωπο που παρέχει τη δύναμη και την εξουσία για το επιτελούμενο έργο θα είναι πάντα ο Κύριος. Κέντρο και πηγή της Σωτηρίας μας θα είναι πάντα ο Μεσίτης Χριστός και όχι ο ιερέας η οποιοσδήποτε άλλος άνθρωπος.
Κατά συνέπεια, η φράση «δε μεταβιβάζεται» δεν έχει καμία σχέση με άρνηση ιερατικών καθηκόντων από συγκεκριμένους ανθρώπους. Αντιθέτως, ο Χριστός διδάσκει την ύπαρξη ειδικής ομάδας πιστών στους οποίους μεταβιβάζει την δύναμη άσκησης ιερατικού έργου με δυνατότητα ακόμα και να μείνουν οι αμαρτίες ασυγχώρητες στον Ουρανό, πράγμα αδιανόητο για οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο. Έτσι λοιπόν παρέχεται η Χάρη της ειδικής ιεροσύνης από τον Κύριο στους ανθρώπους.
Το γεγονός ότι η Εκκλησία θα υπάρχει πάντα (Ματθαίο 16:18) για να παραδίδει διαρκώς τη Σωτήρια διδασκαλία του Κυρίου (Εφεσίους 3:10) δηλώνει ότι η χαρισματική σχέση που μεταβιβάζει τη δύναμη άσκησης ιερατικού έργου από τον Χριστό στους Αποστόλους θα συνεχιστεί χωρίς διακοπή και στους διαδόχους τους. Η ιερατική εξουσία που πηγάζει από τον Κύριο, θα προσφέρεται συνεχώς σε ειδικούς εντολοδόχους από όλα τα έθνη για να τελούν το ιερατικό έργο:
«Από όλα τα έθνη … θα λάβω για μένα ιερείς και Λευίτες, είπε ο Κύριος» (Ησαΐας 66:20 – 21).
Ως προς τον τίτλο «ιερείς», για τα πρόσωπα που ασκούν ιερατικά καθήκοντα, αυτός θεμελιώνεται επαρκώς από την Π.Δ. εφόσον η «Τράπεζα Κυρίου», δηλ. το επίγειο θυσιαστήριο που θα αναλύσουμε παρακάτω, επιβάλλει την διακονία του από ιερείς. Όμως ο τίτλος «ιερείς» προκύπτει και από την Κ.Δ. σύμφωνα με το πρότυπο που ακολουθείται όταν υπάρχει μετάδοση ειδικού έργου από τον Χριστό σε ανθρώπους:
Όπως από τον τίτλο του Χριστού «Αρχιποιμένας» (1 Πέτρου 5:4) δίνουμε το όνομα Ποιμένας όταν ασκείται από ανθρώπους ποιμαντικό έργο (1 Πέτρου 5:2), αντίστοιχα, από τον τίτλο του Χριστού «Αρχιερέας» (Εβραίους 7:28) δίνουμε το όνομα Ιερέας στο λειτούργημα της άσκησης ιερατικού έργου (βλ. 1ος αιώνας: Ιγνάτιος Αντιοχείας, «Προς Φιλαδελφείς» PG5,704C ~ Κλήμης Ρώμης «1 προς Κορινθίους επιστολή» PG1,289Α).
ΕΙΔΙΚΗ ΙΕΡΟΣΥΝΗ ΜΕΡΟΣ 2Ο: Λαός και Ιερείς ως Βασίλειο Ιεράτευμα
Ας δούμε τώρα και το δεύτερο κομμάτι της προτεσταντικής θεωρίας που βασίζεται στη φράση, «οι αναγεννημένοι χριστιανοί αποτελούν ‘Βασίλειο Ιεράτευμα’».
Όπως γνωρίζουμε, αυτή η διατύπωση προέρχεται από την 1 Πέτρου 2:9 όπου αναφέρεται: «εσείς … βασίλειο ιεράτευμα, έθνος άγιο».
Μόνο που ξέχασαν κάτι βασικό.
Το εδάφιο αυτό αποτελεί ακριβές παράλληλο του Έξοδος 19:6, όπου για όλους τους Ισραηλίτες λέγεται: «θα είστε για μένα βασίλειο ιεράτευμα, έθνος άγιο».
Εδώ λοιπόν βρίσκεται η απόλυτη ερμηνευτική αυθαιρεσία: για ν’ αρνηθούν την ειδική ιεροσύνη, επικαλούνται φράση του Απόστολου Πέτρου που έχει ληφθεί αυτούσια από την Παλαιά Διαθήκη, στην οποία «Βασίλειο Ιεράτευμα» αποτελούσαν ο λαός και οι ιερείς μαζί. Κατά συνέπεια, είμαστε υποχρεωμένοι, να ονομάζουμε «Βασίλειο Ιεράτευμα» συνολικά τους πιστούς του αληθινού Θεού, λαό και ιερείς. Ποιος Προτεστάντης άραγε είχε τη «φαεινή ιδέα» να θεωρήσει επιχείρημα κατά της ειδικής ιεροσύνης, έναν όρο που συμπεριλαμβάνει την ειδική ιεροσύνη;
Μάλιστα, επιβεβαίωση της τάξης αυτής βλέπουμε στον 1ο αιώνα στην 1 προς Κορινθίους επιστολή του Κλήμεντος Ρώμης (40:5) όπου διακρίνονται οι πιστοί σε ιερωμένους και λαϊκούς, οι οποίοι και «δεσμεύονται από τις διατάξεις των λαϊκών» (PG1,289Α). Άρα, όπως ακριβώς και στην Π.Δ., ο όρος «βασίλειο ιεράτευμα» δηλ. η γενική ιεροσύνη, αναφέρεται σε κάθε πιστό, λαό και ιερείς, και είναι διακριτή από την ειδική ιεροσύνη την οποία δεν κατέχουν οι λαϊκοί.
Δυστυχώς, ο φανατισμός των προτεσταντών στα θέματα αυτά είναι πολύ ισχυρότερος της λογικής. Αν τους ρωτήσει κάποιος, πως είναι δυνατόν να λένε ότι δεν υπήρχε η ειδική ιεροσύνη ενώ τη βλέπουμε στις εκκλησιαστικές πηγές του 1ου αιώνα, είναι ικανοί να πουν ότι ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, ο Κλήμης Ρώμης ή ο Πολύκαρπος Σμύρνης τα έγραφαν επίτηδες για να… ξεγελάσουν τους Προτεστάντες μετά από 15 αιώνες.
Πέρα όμως αυτών, η Αγία Γραφή καταδικάζει σαφώς την προτεσταντική παραχάραξη του όρου «Βασίλειο Ιεράτευμα» καθώς η περικοπή Αριθμοί 16:1–34 αναφέρεται στην κακή τύχη που είχαν οι αρνητές της ειδικής ιεροσύνης. Η ανταρσία του Κορέ, παραπέμπει ακριβώς στην προτεσταντική παρερμηνεία του όρου «Βασίλειο Ιεράτευμα», διότι και εκείνος ισχυρίστηκε ότι δεν πρέπει να υπάρχουν συγκεκριμένοι ιερείς, επειδή «όλα τα μέλη της κοινότητας είναι άγιοι» (Αριθμοί 16:3). Ο Μωϋσής προσπαθεί να τους συνεφέρει λέγοντας, «ξεσηκωθήκατε εναντίον του Κυρίου και ζητάτε και την ιεροσύνη;» (Αριθμοί 16:10–11).
Τελικά οδηγήθηκαν όλοι ενώπιον του Θεού, για να φανεί αν είχαν δίκιο οι οπαδοί μόνο της γενικής ιεροσύνης (όπως οι Προτεστάντες) ή εκείνοι που δέχονταν και την ειδική ιεροσύνη (όπως η Εκκλησία). Και η αλαζονεία των αρνητών της ειδικής ιεροσύνης είχε τραγικές συνέπειες: «σκίστηκε η γη κάτω από τα πόδια τους και τους κατάπιε» (Αριθμοί 16:31–32).
Ο Θεός δηλ. έδειξε πέρα από κάθε αμφισβήτηση ότι είναι βλασφημία να ερμηνευτεί η φράση «βασίλειο ιεράτευμα» ως πρόσχημα κατά της ειδικής ιεροσύνης και είναι εντυπωσιακό το πώς η Αγία Γραφή προφητικά καταδίκασε την προτεσταντική ψευδο–θεολογία.
ΕΙΔΙΚΗ ΙΕΡΟΣΥΝΗ ΜΕΡΟΣ 3Ο: Η Ευχαριστία ως Θυσία σε επίγειο Θυσιαστήριο
Το τελευταίο κομμάτι που καταρρίπτει την προτεσταντική αυθαιρεσία είναι φυσικά η Θεία Ευχαριστία ως Θυσία η οποία (όπως και η συγχώρεση που προαναφέραμε) παραδίδεται ως ιερατικό έργο αποκλειστικά και μόνο στους Αποστόλους:
«Ο Ιησούς κάθισε στο τραπέζι μαζί με τους δώδεκα αποστόλους … Αυτό είναι το σώμα μου … το αίμα μου το οποίο χύνεται για χάρη σας» (Λουκά 22:14 – 20), «αυτό να κάνετε στην ανάμνησή μου» (1 Κορινθίους 11:24).
Όπως γνωρίζουμε, ο Κύριος «δεν ήλθε» «να καταργήσει το νόμο … αλλά να τον συμπληρώσει» (Ματθαίο 5:17–18). Γι’ αυτό ορίζεται στο 1 Κορινθίους 10:21 η συνέχεια του επίγειου Θυσιαστηρίου, το οποίο βεβαίως φεύγει από τα χέρια του Ιουδαϊσμού (Εβραίους 13:10) και παραδίδεται στους εντολοδόχους της Ιεροσύνης του Κυρίου, ενώ τα «προσφερόμενα … για θυσία» (Μαλαχίας 1:7–8) είναι πλέον το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Οι σχετικές περικοπές είναι ξεκάθαρες:
1 Κορινθίους 10:14 – 21
14 Γι’ αυτό, αγαπητοί μου, αποφεύγετε την ειδωλολατρία. 15 Μιλώ σαν σε φρόνιμους ανθρώπους· κρίνετε εσείς αυτό που λέω. 16 Το ποτήρι της ευλογίας, το οποίο ευλογούμε, δεν είναι κοινωνία του αίματος του Χριστού; Ο άρτος, τον οποίο κόβουμε, δεν είναι κοινωνία του σώματος του Χριστού; 17 Επειδή ένας είναι ο άρτος, και εμείς οι πολλοί είμαστε ένα σώμα, διότι όλοι από το ένα άρτο μετέχουμε. 18 Προσέξτε τους Ιουδαίους. Εκείνοι που τρώνε τις θυσίες δεν είναι συμμέτοχοι στο θυσιαστήριο; 19 Τι εννοώ λοιπόν; Ότι το είδωλο είναι κάτι; Ή ότι το κρέας των θυσιών εις τα είδωλα είναι κάτι; 20 Όχι, αλλά εκείνο που τα έθνη θυσιάζουν, το θυσιάζουν στα δαιμόνια και όχι στο Θεό· δεν θέλω να έχετε επικοινωνία με τα δαιμόνια. 21 Δεν μπορείτε να πίνετε από το ποτήρι του Κυρίου και από το ποτήρι των δαιμονίων. Δεν μπορείτε να μετέχετε στο τραπέζι του Κυρίου και στο τραπέζι των δαιμονίων.
Ματθαίο 26:26 – 27
Λάβετε φάγετε αυτό είναι το σώμα μου και αφού πήρε το ποτήρι και ευχαρίστησε τον Θεό τούς το έδωσε λέγοντας, πιείτε από αυτό όλοι διότι αυτό είναι το αίμα μου της νέας διαθήκης το οποίο χύνεται για χάρη πολλών εις άφεση αμαρτιών.
Γνωρίζουμε βεβαίως ότι στο ζήτημα αυτό οι Προτεστάντες θυσιάζουν κάθε ίχνος σοβαρότητας προκειμένου να διασώσουν την αίρεση. Προκειμένου να υποβαθμίσουν την τελετή του τελευταίου δείπνου σε μια απλή «αναμνηστική συγκέντρωση», αρνούνται να δεχτούν απλούς και ξεκάθαρους όρους της Κ.Δ. με σκοπό να αρνηθούν το επίγειο Θυσιαστήριο που θέσπισε εκεί ο Χριστός και την αναπόφευκτη διακονία του από ιερείς. Αντί αυτού, κατασκεύασαν μια απίθανη φαντασίωση περί «ουρανίου θυσιαστηρίου» που έχει καταντήσει πια «σήμα κατατεθέν» της προτεσταντικής ερμηνευτικής αλχημείας.
Δυστυχώς γι’ αυτούς βεβαίως, τα πράγματα είναι απολύτως επίγεια:
Ο Ευαγγελιστής Ματθαίος μας λέει κατά γράμμα ότι μοιράστηκε άρτος με εντολή να φάνε. Αν οι Προτεστάντες δεν ξέρουν τη λέξη, να τους πούμε ότι «τρώω», σημαίνει εισάγω στο στόμα μου, μασώ και καταπίνω στερεά τροφή. Έχουμε λοιπόν μια απλή, κατά λέξη αναφορά σε βρώση άρτου που είναι το κλώμενον Σώμα του Χριστού. Γι’ αυτό, όπως μας λέει ο Απ. Παύλος, τρώγοντας το, κοινωνούμε το Σώμα του Χριστού διότι «όσοι τρώνε αυτά που προσφέρονται στις θυσίες έρχονται σε κοινωνία με το Θεό του Θυσιαστηρίου» (1 Κορινθίους 10:18).
Και συνεχίζει ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ότι προσφέρθηκε ποτήρι με την εντολή να πιούνε. Αν πάλι οι Προτεστάντες δεν ξέρουν τη λέξη, να τους πούμε ότι «πίνω», σημαίνει εισάγω υγρό στο στόμα μου, και το καταπίνω. Έχουμε και πάλι μια απλή κατά γράμμα αναφορά σε πόση υγρού (οίνου) που είναι το εκχυνόμενον Αίμα του Χριστού, μέσω του οποίου ερχόμαστε και πάλι «σε κοινωνία με το Θεό του Θυσιαστηρίου» (1 Κορινθίους 10:18).
Εδώ να προσθέσουμε ότι η Εκκλησία για την Θεία Ευχαριστία χρησιμοποιεί τον όρο «μεταβολή». Διότι ούτε το Σώμα του Κυρίου αποτελείται από ψωμί, ούτε το Αίμα Του από κρασί. Εφόσον ο Κύριος στην τελετουργική αυτή πράξη προσφέρει ψωμί και κρασί, αλλά προσδιορίζει αυτολεξεί ότι «είναι το Σώμα Του» και «είναι το Αίμα Του», αυτό δηλώνει είτε ότι μεταβλήθηκαν, είτε ότι ο Χριστός ψεύδεται, πράγμα που δεν χρειάζεται καν να συζητήσουμε.
Το ψωμί και το κρασί λοιπόν μεταβλήθηκαν και θα μεταβάλλονται πάντα κατά την τελετουργία αυτή (‘αυτό να κάνετε’), σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Η Εκκλησία ουδέποτε ασχολήθηκε με οτιδήποτε περισσότερο από αυτή την απλή περιγραφή, σε αντίθεση με τους πρώην αδελφούς των προτεσταντών, τους παπικούς, που θέλησαν να εκλογικεύσουν τη διαδικασία με τον όρο «μετουσίωση» και με την λεπτομερή «περιγραφή» της διαδικασίας.
Τρώγοντας λοιπόν το ψωμί και το κρασί που είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, «τρώμε αυτά που προσφέρονται στη θυσία» (1 Κορινθίους 10:18) τα οποία διαφέρουν από εκείνα που προσφέρονταν στην Π.Δ. Το αίμα στη συγκεκριμένη τελετή δεν είναι απλά το αίμα που κυλάει στην ανθρώπινη φύση του Κυρίου αλλά είναι συγκεκριμένα το αίμα του το «εκχυνόμενον». Δεν έχουμε όμως ούτε επανάληψη της μοναδικής και ανεπανάληπτης Θυσίας του Κυρίου, ούτε απλή «συγκέντρωση ενθυμήσεως» της σταυρικής Θυσίας, αλλά έχουμε αυτό που δίδαξε ο Ιησούς: τέλεση της Θείας Ευχαριστίας ως Θυσίας όπου ψωμί και κρασί μεταβάλλονται κατά γράμμα σε Σώμα κλώμενον και Αίμα εκχυνόμενον τα οποία τρώμε με εντολή και ευλογία Χριστού (βλ. και: ‘θυσιαστήριον εξ ου φαγείν’, Εβραίους 13:10).
Ο Απ. Παύλος επιβεβαιώνει άλλες δύο φορές ότι μιλάει για θυσιαστική κοινωνία με επίγεια βρώση και πόση, όταν συγκρίνει την χριστιανική Ευχαριστία με τις θυσίες των Ιουδαίων και των ειδωλολατρών. Από τις τρεις θυσιαστικές κοινωνίες επίγειας βρώσης και πόσης που περιγράφει, η μόνη που αφορά τον αληθινό Θεό είναι των χριστιανών.
Ας δούμε τώρα πως η Αγία Γραφή «προσγειώνει» τους Προτεστάντες μαζί με το δήθεν «ουράνιο θυσιαστήριο» που εφηύραν:
Όπως γνωρίζουμε, η φράση «Τραπέζης Κυρίου μετέχειν» (1 Κορινθίους 10:21) είναι μία από αυτές που θα εύχονταν οι Προτεστάντες να μην υπήρχε στην Αγία Γραφή. Για κακή τους τύχη όμως, η «Τράπεζα Κυρίου» υπάρχει μόνο τρεις φορές (μία στον Απ. Παύλο, δύο στον προφ. Μαλαχία) και αυτήν ακριβώς χρησιμοποίησε ο Απ. Παύλος σε ένα καταπληκτικό άπαξ λεγόμενο και ακριβές παράλληλο με την «Τράπεζα Κυρίου» του προφήτη Μαλαχία, ο οποίος ερμηνεύει τον όρο καθαρά και αδιάψευστα ως επίγειο, υλικό θυσιαστήριο που διακονείται από ιερείς.
Η ίδια η Αγία Γραφή λοιπόν ξεσκεπάζει την αίρεση, αποκαλύπτοντας ότι οι δύο σημαντικές προτεσταντικές παρερμηνείες για το «βασίλειο ιεράτευμα» (Έξοδος 19:6) και την «Τράπεζα Κυρίου» (Μαλαχίας 1:7), αφορούν εδάφια που σχετίζονται με την ειδική ιεροσύνη.
Ακολουθώντας ακριβώς τις παράλληλες περικοπές στον Απόστολο Παύλο και στον προφήτη Μαλαχία βλέπουμε τα εξής:
Προφήτης Μαλαχίας
1) «Τράπεζα Κυρίου» (Μαλαχίας 1:7)
2) «οι ιερείς … το θυσιαστήριό μου» (Μαλαχίας 1:6–7)
3,4) «τα προσφερόμενα … για θυσία» (Μαλαχίας 1:7–8)
Απόστολος Παύλος
1) «Τραπέζης Κυρίου μετέχειν» (1 Κορινθίους10:21)
2) «θυσιαστήριο» (1 Κορινθίους 10:18) ~ «θυσιαστήριον εξ ου φαγείν» (Εβραίους 13:10)
3) «Σώματος του Χριστού» (1 Κορινθίους 10:16)
4) «Αίματος του Χριστού» (1 Κορινθίους 10:16)
Παράλληλη ορολογία:
«θυσιάζει στα δαιμόνια» ~ «δεν [θυσιάζει] στο Θεό»
«Ποτήρι» = «κοινωνία αίματος» ~ «κόβουμε τον άρτο» = «κοινωνία σώματος» ~ «τρώγοντας από την θυσία γινόμαστε συμμέτοχοι στο θυσιαστήριο»
«άρτου μετέχομεν» = «Τραπέζης Κυρίου μετέχειν» = «Τράπεζα Κυρίου», «το θυσιαστήριόν μου», «τα προσφερόμενα … για θυσία» (Μαλαχίας 1:7–8)
Ο Απόστολος Παύλος με τον άπαξ χρησιμοποιούμενο όρο «Τράπεζα Κυρίου» ταυτίζει ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά το επίγειο θυσιαστήριο της Κ.Δ. με το επίγειο θυσιαστήριο της Π.Δ., τα οποία διαφοροποιεί μόνο ως προς «τα προσφερόμενα για θυσία» που είναι πλέον το κλώμενον Σώμα και το εκχυνόμενον Αίμα του Χριστού.
Όπως ακριβώς διδάσκει και η Εκκλησία:
«ο άρτος … σώμα Χριστού … ο οίνος», «είναι τράπεζα αγία, θυσιαστήριο άχραντο το οποίο δεν το αγγίζουν όλοι, αλλά μόνο οι ιερείς» (Γρηγόριος Νύσσης, PG46,581C). Δεν υπάρχει καμία άλλη «Τράπεζα Κυρίου» στην Βίβλο εκτός από αυτήν που διακονείται από ιερείς και ο Απ. Παύλος επέλεξε αυτή τη μία και μοναδική φράση της Π.Δ. για να το προσδιορίσει.
19. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, όλοι οι άνθρωποι που πιστεύουν και έχουν αναγεννηθεί είναι άγιοι, και όχι μόνο αυτοί που έζησαν άγιες ή θαυματουργικές ζωές.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Όταν η Εκκλησία μιλάει για «αγίους», εννοεί όπως και η Αγία Γραφή εκείνους τους ανθρώπους που έμειναν «θεμελιωμένοι στην πίστη και σταθεροί, χωρίς να μετακινούνται» (βλ. Κολοσσαείς 1:22–23). Στα Λειτουργικά κείμενα της Εκκλησίας οι άγιοι λέγονται και δίκαιοι («σκηναίς Δικαίων … μοναίς Αγίων», «Φως Δικαίοις … Άγιοι … φωτισθέντες» κ.ά.) όπως για παράδειγμα οι «προφήτες» της Π.Δ. καλούνται «άγιοι» (2 Πέτρου 3:2) και «δίκαιοι» (Ιακώβου 5:16).
Όμως ο όρος «άγιος» έχει πολλαπλές σημασίες. Για παράδειγμα, οι Κολοσσαείς προσφωνούνται όλοι ανεξαιρέτως «άγιοι» (Κολοσσαείς 1:2), οι προφήτες της Π.Δ. λέγονται επίσης «άγιοι» (2 Πέτρου 3:2), ο Θεός καλείται «άγιος» (Αποκάλυψη 4:8) όπως και ο Χριστός καλείται «άγιος» (Πράξεις 4:27).
Άραγε όλοι ονομάζονται «άγιοι» κατά τον ίδιο τρόπο και με την ίδια έννοια; Ασφαλώς όχι, δεν μπορεί ο Θεός και οι άνθρωποι να είναι κατά την ίδια έννοια άγιοι. Επιπλέον όμως υφίσταται διαφορά και μεταξύ των ανθρώπων. Για παράδειγμα, «άγιοι» ονομάζονται οι προφήτες, οι οποίοι ήταν όλοι εξέχουσες προσωπικότητες και επιτέλεσαν σπουδαιότατο πνευματικό έργο. Ταυτόχρονα όμως ονομάζονται «άγιοι» και όλοι οι Κολοσσαείς μηδενός εξαιρουμένου. Θα ήταν περίεργο, αγίους προφήτες να έχουμε ελάχιστους σε διάστημα τόσων αιώνων και στις Κολοσσές του 1ου αιώνα να ήταν οι πάντες άγιοι, ισάξιοι των προφητών.
Όπως λοιπόν φαίνεται από τη συνέχεια της επιστολής, για τους Κολοσσαείς το «άγιοι» είναι μια γενική, τιμητική προσφώνηση, χωρίς όμως οριστικό χαρακτήρα αφού ο Παύλος τους θυμίζει πως η αγιότητα παραμένει ζητούμενο και τους συμβουλεύει στο μέλλον να «μείνουν θεμελιωμένοι στην πίστη και σταθεροί, χωρίς να μετακινούνται» (Κολοσσαείς 1:23).
Γι’ αυτό, κακώς οι Προτεστάντες συνδέουν τον όρο «άγιος» μόνο με το παρόν. Λένε πως αρκεί κάποιοι να «πιστεύουν» και να έχουν «αναγεννηθεί» για να «είναι άγιοι», και δεν χρειάζεται απαραίτητα να «έζησαν άγιες ζωές». Αυτό μάλιστα μας προκαλεί να ρωτήσουμε: αν μετά την «αναγέννηση» τους ζήσουν σατανικές ζωές, θα εξακολουθούν να είναι «άγιοι»; Δεν πρέπει να παραμείνουν «πιστοί και σταθεροί»; Πρόκειται λοιπόν για την ίδια προτεσταντική επιπολαιότητα που λέει «είμαστε σωσμένοι» και πασχίζει κάποιος να καταλάβει πως γίνεται να «είμαστε σωσμένοι» και η Γραφή να διδάσκει ως ενδεχόμενο τελικού προορισμού την Κόλαση…
Κατά συνέπεια, δεν αρκεί το παρόν, δεν φτάνει να «αναγεννηθεί» κάποιος τώρα, αλλά απαιτείται να υπάρχει σταθερότητα στο μέλλον. Οι Κολοσσαείς λέγονται «άγιοι» ως κοινότητα πιστών του αληθινού Θεού, όμως αυτό δεν έχει το ίδιο περιεχόμενο με το «άγιοι» των προφητών. Για τους προφήτες η αγιότητα δεν εξακολουθεί να είναι ζητούμενο για το μέλλον αλλά περιγράφεται με τρόπο οριστικό. Γι’ αυτό άλλωστε με τα θαύματα και τη δύναμη της προσευχής τους αποτελούν πρότυπο για όλους τους πιστούς:
«Η παράκληση του δικαίου έχει μεγάλη δύναμη και αποτελεσματικότητα. Ο Ηλίας ήταν άνθρωπος σαν κι εμάς και προσευχήθηκε να μη βρέξει, και δεν έβρεξε πάνω στη γη για τρία χρόνια και έξι μήνες. Και προσευχήθηκε ξανά, κι ο ουρανός έδωσε βροχή, και βλάστησε η γη το σπόρο που είχε μέσα της» (Ιακώβου 5:16 – 18).
Έτσι ακριβώς και στην Εκκλησία, οι άγιοι αποτελούν ξεχωριστό παράδειγμα και διακρίνονται από τους υπόλοιπους πιστούς από το γεγονός ότι η προσευχή τους εισακούεται. Όλοι όσοι δηλώνουν πως ανήκουν σε μια πίστη μπορεί να προσεύχονται ή να κάνουν έργα προς δόξα Θεού, όμως, «αν τ’ αυτιά του κλείνει κάποιος για να μην ακούει το νόμο, και την προσευχή του ακόμη την σιχαίνεται ο Θεός» (Παροιμίες 28:9). Διότι «ο Κύριος απεχθάνεται τις προσφορές των ασεβών, αλλά του είναι ευπρόσδεκτη η δέηση των δικαίων» (Παροιμίες 15:8). «Ο Θεός τους αμαρτωλούς δεν τους ακούει, αλλά αν κάποιος τον σέβεται και κάνει το θέλημά του, αυτόν τον ακούει» (Ιωάννη 9:31).
Βλέπουμε πως τα παραπάνω εδάφια δεν αναφέρονται σε άθεους, αλλά σε ανθρώπους που προσεύχονται, που απευθύνονται προς τον Θεό και κάνουν πνευματικές ή άλλες προσφορές, άρα (λένε) ότι έχουν πιστέψει και (λένε ότι) ανήκουν στην κοινότητα των πιστών του αληθινού Θεού.
Όμως η Γραφή μας δείχνει ότι δεν αρκεί αυτό, δεν μας κάνει αυτό όλους άγιους κατά τον ίδιο τρόπο. Άλλη σημασία έχει το «άγιος» ως τιμητική προσφώνηση μιας κοινότητας πιστών σε μια δεδομένη στιγμή και άλλο περιεχόμενο έχει η προσφώνηση «άγιος» με τον ξεχωριστό χαρακτήρα των προφητών, που αφορά κάθε δίκαιο του οποίου την προσευχή εισακούει ο Θεός.
20. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Πιστεύουμε ότι οι Δέκα Εντολές ισχύουν ακόμα, και ότι θα πρέπει να τηρούνται από τους Χριστιανούς, συμπεριλαμβανομένης και της τέταρτης εντολής του Σαββάτου η οποία ότι θα πρέπει να τηρείται αυτούσια και αναλλοίωτη όπως εξάλλου και κάθε άλλη εντολή.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Ας δούμε πρώτα τι απαντά στους Προτεστάντες ο Απ. Παύλος: «Μην αφήνετε, λοιπόν, κανέναν να σας κρίνει για … τις γιορτές, τις νουμηνίες ή τα Σάββατα. Αυτά ήταν απλώς σκιά της πραγματικότητας που επρόκειτο να έρθει, και η πραγματικότητα αυτή είναι τώρα ο Χριστός» (Κολοσσαείς 2:16–17).
Άραγε οι Προτεστάντες σέβονται περισσότερο τη Γραφή από τον Απ. Παύλο ή μήπως πιστεύουν πως όταν τα έγραφε «δεν ήξερε» ότι αναφερόταν στην 4η Εντολή (Έξοδος 20:8); Όσοι θέλουν να λέγονται Χριστιανοί, οφείλουν να δουν ότι εμμονή με το εβραϊκό Σάββατο είχαν μόνο οι Ιουδαίοι της εποχής του Χριστού:
«οι Ιουδαίοι καταδίωκαν τον Ιησού και ζητούσαν να τον σκοτώσουν, γιατί έκανε τα έργα αυτά το Σάββατο»(Ιωάννη 5:16 – 17).
Ο Ιησούς απαντούσε παρόμοια με τον Παύλο, ότι «το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο· όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο» (Μάρκο 20:27) προσθέτοντας την σημαντική για εμάς τους Χριστιανούς διδασκαλία, ότι «ο Υιός του Ανθρώπου εξουσιάζει και το Σάββατο» (Μάρκο 2:28).
Με βάση λοιπόν τα Κολοσσαείς 2:17 και Μάρκο 2:28 το επίκεντρο της πίστης μας ως προς τις ημέρες λατρείας στρέφεται στον Χριστό που ευλόγησε την Κυριακή, ημέρα της Ανάστασης και καθιέρωσε τη σπουδαιότητα της με τις εμφανίσεις του στους μαθητές:
– «Εις μίαν σαββάτων … αναστήθηκε όπως το είπε» (Ματθαίο 28:1–6)
–«Τη μία σαββάτων … ήλθε ο Ιησούς» (Ιωάννη 20:19)
–«Ύστερα από οκτώ ημέρες πάλι … έρχεται ο Ιησούς» (Ιωάννη 20:26).
Η προφητεία της Αποκαλύψεως κατέρχεται την Ημέρα του Κυρίου ή αλλιώς Κυριακή (‘Κατά την Κυριακή ημέρα ήλθε σ’ εμένα το Πνεύμα’ Αποκάλυψη 1:10). Από όσα γράφει ο Απ. Παύλος συμπεραίνουμε ότι η επιφοίτηση του Ιωάννη συνέβη στη διάρκεια των λατρευτικών συνάξεων, άρα αυτές ήδη γίνονταν ημέρα Κυριακή: «Όταν συγκεντρώνεστε … προφήτες δε … ας μιλούν» (1 Κορινθίους 14:26 & 29).
Επίσης όπως δείξαμε, οι Χριστιανοί έλαβαν την εντολή να διατηρούν επίγειο θυσιαστήριο όπου θα τελούν την Θεία Ευχαριστία ως Θυσία τρώγοντας το Σώμα και το Αίμα του Χριστού (‘Τραπέζης Κυρίου μετέχειν’ 1 Κορινθίους 10:21~ ‘θυσιαστήριον εξ ου φαγείν’ ’Εβραίους 13:10 ~ ‘Αίμα … Σώμα Χριστού’ 1 Κορινθίους 10:16).
Οι θυσίες στο θυσιαστήριο της Παλαιάς Διαθήκης ήταν καθημερινές (Αριθμοί 28:3–8) αλλά και ανά εβδομάδα, ημέρα Σάββατο (Αριθμοί 28:9–10). Ακόμα λοιπόν κι αν υποθέσουμε ότι το Πράξεις 2:46 αναφέρεται όχι σε κοινά γεύματα αλλά σε καθημερινή τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, εν τούτοις τονίζεται ξεχωριστά η τέλεση της κατά την Κυριακή:
«εν δε τη μία των σαββάτων, ενώ οι μαθητές ήσαν μαζεμένοι για την κλάση του άρτου»(Πράξεις 20:7).
Επιπλέον, στην Π.Δ. η χρονική περίοδος για την φροντίδα των δούλων, των ξένων και των φτωχών ήταν το Σάββατο και το Σαββατικό έτος (Έξοδος 23:11–12 ~ Δευτερονόμιο 5:14) ενώ στην Κ.Δ. η φροντίδα αυτή μετατοπίζεται την Κυριακή: «κάθε μία των σαββάτων, ο καθένας από σας ας βάζει κάτι κατά μέρος, ανάλογα με τα έσοδά του» (1 Κορινθίους 16:2).
Ας μην ξεχνούν λοιπόν οι Προτεστάντες ότι για όσους λέγονται Χριστιανοί, το κέντρο της πίστης τους είναι ο Χριστός ο οποίος «εξουσιάζει και το Σάββατο» (Μάρκο 2:28). Κατά συνέπεια, σε σχέση με το Σάββατο, ο Χριστός έθεσε ως ορόσημο τη δική Του ζωή. Σύμφωνα με τον Απ. Παύλο το κορυφαίο γεγονός της πίστης μας είναι η Ανάσταση διότι, «αν όμως ο Χριστός δεν αναστήθηκε … η πίστη σας θα ήταν χωρίς νόημα» (1 Κορινθίους 15:14) και όπως γνωρίζουμε, ο Χριστός επέλεξε να αναστηθεί Κυριακή (Ματθαίο 28:1) δείχνοντας μας ποια είναι πλέον για εμάς η Ημέρα Κυρίου (Αποκάλυψη 1:10).
Όπως ακριβώς καταγράφεται στις εκκλησιαστικές πηγές του 1ου αιώνα:
«εκείνοι που ανατράφηκαν με τα παλαιά, προσήλθαν στην καινούργια ελπίδα και δεν τηρούν το Σάββατο πια, αλλά ζουν σύμφωνα με την Κυριακή [‘μηκέτι σαββατίζοντες, αλλά κατά Κυριακήν ζωή ζώντες’]» (βλ. 1ος αιώνας: Ιγνάτιος Αντιοχείας, «Προς Μαγνησιείς» 9.1 [PG5,669ΑB]).
21. ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΕΣ: Δε δεχόμαστε τα μυστήρια. Αναγνωρίζουμε τις τελετές του Γάμου, της Βάπτισης και της Θείας Ευχαριστίας (Κοινωνίας), όμως ο Λόγος του Θεού δεν διδάσκει πως επιτελείται κάτι το «θαυματουργικό – μυστηριακό» κατά την τέλεσή τους. Τα υπόλοιπα «μυστήρια», της ειδικής Ιεροσύνης, του Ευχελαίου, του Χρίσματος και της Εξομολόγησης – σύμφωνα πάντα με την Αγία Γραφή – δεν τυγχάνουν αναγνώρισης ως μυστήρια, αλλά έχουν και μια εντελώς διαφορετική εφαρμογή από αυτή που τους αποδίδεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μια στιγμή αγαπητοί Προτεστάντες, διότι εδώ χάνεται κάθε ελπίδα συνεννόησης.
Εάν όντως «αναγνωρίζετε τις τελετές του Γάμου, της Βάπτισης και της Θείας Ευχαριστίας (Κοινωνίας)» πως γίνεται να λέτε ότι “ο Λόγος του Θεού δεν διδάσκει πως επιτελείται κάτι το «θαυματουργικό – μυστηριακό» κατά την τέλεσή τους”; Και στις τρεις αυτές διδασκαλίες της Γραφής που εσείς «αναγνωρίζετε ως τελετές», αν διαβάσουμε όσα γράφονται, θα καταλήξουμε υποχρεωτικά στο συμπέρασμα ότι συμβαίνει “κάτι το «θαυματουργικό – μυστηριακό» κατά την τέλεσή τους”:
1) Η Θεία Κοινωνία ως Μυστήριο
«εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου και εγώ μέσα του» (Ιωάννη 6:56)
2) Το Βάπτισμα ως Μυστήριο
«Όταν βαφτιστήκατε, θαφτήκατε μαζί με το Χριστό, αλλά κι αναστηθήκατε μαζί του» (Κολοσσαείς 2:12)
3) Ο Γάμος ως Μυστήριο
«και θα γίνουν οι δύο μία σάρκα» (Εφεσίους 5:31)
Όταν λέτε πως δέχεστε το «Sola Scriptura», αυτό σημαίνει πως όλα αυτά που περιγράφονται από την Αγία Γραφή τα δέχεστε ως αλήθεια που όντως συμβαίνει με κάποιον τρόπο (πνευματικό, ορατό, αόρατο, όποιον θέλετε). Από τη στιγμή που ο Χριστός είπε «εγώ είμαι η αλήθεια» (Ιωάννη 14:6), δεν μπορείτε να δεχτείτε τίποτα άλλο, παρά μόνο ότι όλα αυτά είναι απολύτως αληθινά.
Πείτε μας λοιπόν αφού δεν βλέπετε τίποτα «θαυματουργικό – μυστηριακό», που αλλού τα βιώνετε ως αληθινά όλα αυτά; Θεωρείτε μια «απλή καθημερινή αλήθεια» χωρίς τίποτα το «θαυματουργικό – μυστηριακό» το να τρώτε κάποιου τη σάρκα και πίνετε το αίμα του; Θεωρείτε μια «απλή καθημερινή αλήθεια» χωρίς τίποτα το «θαυματουργικό – μυστηριακό» να πέφτει το νερό επάνω σας κι εσείς να μπαίνετε σε έναν τάφο μαζί με τον Θεό και κατόπιν να ανασταίνεστε; Μπορείτε να περιγράψετε ως «απλή καθημερινή αλήθεια» ένα αντρόγυνο, λέγοντας ότι βλέπετε έναν άνθρωπο και όχι δύο;
Εκτός κι αν μας πείτε ότι όλα αυτά είναι… «μυθοπλασία» της Γραφής, όπως λένε οι άθεοι! Κι αν όντως πιστεύετε κάτι τόσο βλάσφημο, αναρωτιόμαστε τελικά, στο γεγονός ότι υπάρχει Θεός που αγαπά τον άνθρωπο τόσο, ώστε να έρθει στη Γη και να σταυρωθεί για την Σωτηρία μας, βλέπετε κάτι «θαυματουργικό – μυστηριακό»; Διότι αν σε όλο αυτό το τεράστιο μυστήριο και θαύμα της Πίστης, της Δημιουργίας και της Σωτηρίας δεν βλέπετε τίποτα το «θαυματουργικό – μυστηριακό», τότε απορούμε αν συζητούμε με χριστιανούς ή με κάποιους πιστούς ‘new age’ διδασκαλιών που πιστεύουν ότι ο Θεός δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μια «συμπαντική ενέργεια που έχει ο καθένας μέσα μας»…
Όμως η Αγία Γραφή διδάσκει πως το Μυστήριο του Χριστού είναι απολύτως «θαυματουργικό – μυστηριακό» καθώς εκεί υπάρχουν «θησαυροί σοφίας και γνώσεως απόκρυφοι» (Κολοσσαείς 2:4) που τους προσεγγίζουμε όχι με την «ανθρώπινη σοφία» αλλά με τη «δύναμη του Θεού» (1 Κορινθίους 2:4–5).
Το προαιώνιο Μυστήριο της Σωτηρίας και θεμέλιο της πίστης μας είναι η ενσάρκωση του Σωτήρα Χριστού:
– «το μυστήριο της ευσεβείας, Θεός φανερώθηκε σαρκωμένος» (1 Τιμόθεο 3:16)
–«αυτού του μυστηρίου … το οποίο είναι ο Χριστός μέσα σας, η ελπίδα της δόξας» (Κολοσσαείς 1:24–27).
Η Γραφή όμως ονομάζει «Μυστήρια» και όλα τα επί μέρους συμβάντα που σχετίζονται με αυτό το Μυστήριο της Σωτηρίας τα οποία όπως είπαμε κατανοούνται μόνο με εμπιστοσύνη «στη δύναμη του Θεού»: «Θα σας αποκαλύψω ένα μυστήριο: δε θα πεθάνουμε όλοι· θα μεταμορφωθούμε όμως όλοι, σε μια στιγμή, όσο θέλει το μάτι για ν’ ανοιγοκλείσει» (1 Κορινθίους 15:51–52).
Ο Θεός παρέδωσε ως ύψιστο έργο στην Εκκλησία το να γνωστοποιήσει διά μέσου εκείνων που την υπηρετούν το Μυστήριο της Σωτηρίας, δηλαδή της «ελπίδας» των ανθρώπων για συμμετοχή διά του Ιησού Χριστού στη μελλοντική «δόξα»:
«να κηρύξω το χαρμόσυνο άγγελμα … του μυστηρίου που ήταν κρυμμένο … διά της εκκλησίας», «αυτού του μυστηρίου … το οποίο είναι ο Χριστός μέσα σας, η ελπίδα της δόξας» (Εφεσίους 3:8–10 ~ Κολοσσαείς 1:24–27).
Και ο ίδιος ο Απ. Παύλος (ο οποίος χρησιμοποιεί τον συνηθισμένο σε φιλοσοφικές συζητήσεις όρο ‘πιθανολογία’) μας λέει ότι το «Μυστήριο» που κηρύττει δεν είναι σαν αυτά που κατανοούνται με τη λογοκρατία. Αντιθέτως, επειδή το μυστήριο είναι ο ίδιος ο Χριστός, εκεί υπάρχουν αλήθειες «απόκρυφες» και δεν πρέπει να μας παρασύρει κάποιος που «παραπλανά με απατηλά λόγια» (Κολοσσαείς 2:4).
Εφόσον η λογοκρατία (‘ανθρώπινη σοφία’) είναι το έσχατο όριο της ανθρώπινης κατανόησης για όσα μας είναι άγνωστα (‘απόκρυφα’), η έννοια του όρου «Μυστήριο» είναι κάτι που μόνο ως «θαυματουργικό – μυστηριακό» μπορεί να χαρακτηριστεί για τα ανθρώπινα δεδομένα, αφού εμπεριέχει το «απόκρυφο» (Κολοσσαείς 2:3) και αυτό που κατανοείται μόνο με τη «δύναμη του Θεού» (1 Κορινθίους 2:5). Αυτό ακριβώς ονομάζουμε εμείς οι άνθρωποι «θαυματουργικό-μυστηριακό», εκείνο που περνά από το οριακό σημείο όπου διαφοροποιούνται «τα αδύνατα για τους ανθρώπους» από τα «δυνατά για το Θεό» (Λουκά 18:27).
Γι’ αυτό όλα τα Μυστήρια της Εκκλησίας, δηλ. όλα εκείνα τα συμβάντα που συνδέονται απόλυτα με το Μυστήριο του Χριστού και της Σωτηρίας, περιγράφονται στην Αγία Γραφή ως «θαυματουργικά – μυστηριακά»:
1) Η Θεία Κοινωνία ως Μυστήριο
«εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου μένει μέσα μου και εγώ μέσα του» (Ιωάννη 6:56)
2) Ο Γάμος ως Μυστήριο
«και θα γίνουν οι δύο μία σάρκα» (Εφεσίους 5:31)
3)Το Βάπτισμα ως Μυστήριο
«Όταν βαφτιστήκατε, θαφτήκατε μαζί με το Χριστό, αλλά κι αναστηθήκατε μαζί του» (Κολοσσαείς 2:12)
4) Το Χρίσμα ως Μυστήριο
«κατασκεύασε το άγιο λάδι του χρίσματος» (Έξοδος 38:25) ~ «με το λάδι και τον έχρισε αυτόν … και ήρθε το πνεύμα του Κυρίου πάνω στον Δαυίδ» (1 Βασιλειών 16:13) ~ «στις δικές σας καρδιές μένει το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος που λάβατε από τον Χριστό» (1 Ιωάννη 2:27)
5) Η Ιεροσύνη ως Μυστήριο
Είπε ο Χριστός «στους δώδεκα» (Ματθαίο 10:5), «όποιος δέχεται εσάς … δέχεται Εμένα» (Ματθαίο 10:40) ~ «Λάβετε φάγετε αυτό είναι το σώμα μου … πιείτε από αυτό όλοι διότι αυτό είναι το αίμα μου» (Ματθαίο 26:26 – 27)
6) Η Μετάνοια – Εξομολόγηση ως Μυστήριο
«Ό,τι κρατήσετε ασυγχώρητο στη γη, θα είναι ασυγχώρητο και στον ουρανό· και ό,τι συγχωρήσετε στη γη, θα είναι συγχωρημένο και στον ουρανό» (Ματθαίο 18:18 – 19)
7) Το Ευχέλαιο ως Μυστήριο
«είναι κάποιος από σας άρρωστος; Να προσκαλέσει τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας να προσευχηθούν γι’ αυτόν και να τον αλείψουν με λάδι, επικαλούμενοι το όνομα του Κυρίου. Και η προσευχή που γίνεται με πίστη θα σώσει τον άρρωστο· ο Κύριος θα τον κάνει καλά. Κι αν έχει κάνει αμαρτίες, θα τους τις συγχωρήσει» (Ιακώβου 5:14 – 16).
Εμείς στην Εκκλησία, σε αντίθεση με τους δήθεν οπαδούς του «Sola Scriptura», τα δεχόμαστε όλα όπως ακριβώς τα διδάσκει και τα περιγράφει η Αγία Γραφή: «θαυματουργικά και «μυστηριακά», «αδύνατα για τους ανθρώπους» και δυνατά μόνο με τη «δύναμη του Θεού».
Φτάνοντας στο τέλος της εργασίας μας, πιστεύουμε πως δεν υπάρχει καλύτερη ολοκλήρωση γι’ αυτή, από την εξιστόρηση του Αμερικανού πρώην Προτεστάντη και νυν Ορθόδοξου ΜατθαίουΓκαλλάτινγια το πώς βρήκε την αλήθεια στην Ορθόδοξη Εκκλησία, την οποία μάταια αναζητούσε εναγωνίως για δεκαετίες, περιδιαβαίνοντας την μία μετά την άλλη τις διάφορες Προτεσταντικές Ομάδες (Ομολογίες):
«Φάνηκε τελικά ότι αυτό που με συνδέει με την υπέροχη πρώτη Εκκλησία δεν είναι ένα κρυμμένο δόγμα ή κάποια πνευματική αρχή, αλλά ένας ζωντανός δεσμός. Βλέπετε, η Εκκλησία των Αποστόλων στην πραγματικότητα ουδέποτε εξαφανίστηκε! Δεν κατέρρευσε υπό το βάρος των αιρέσεων. Δεν κατέφυγε στα βουνά ή στην έρημο για να διασωθεί εντός ενός μικρού μυστικιστικού κύκλου πιστών. Ούτε κρύφτηκε κάτω από κάποιο αποκαλυπτικό πέπλο περιμένοντας μια μακρινή εποχή, όταν ορισμένοι χαρισματικοί θεολόγοι θα την αναβίωναν ανακαλύπτοντας κάποιο μυστικό κλειδί για τις Γραφές.
Όχι! Ανακάλυψα ότι κάθε πίστη και πράξη της λαμπρής εκείνης Εκκλησίας των Αποστόλων διατηρείται μέχρι σήμερα σε ένα σώμα διακοσίων πενήντα εκατομμυρίων πιστών· δεύτερο σε μέγεθος μετά την ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Αυτή συνεχίζει να είναι η Εκκλησία των μαρτύρων – εκατομμύρια μέλη της έχουν μαρτυρήσει τον εικοστό αιώνα. Διαφυλάττει δε την ωραιότητα και την αλήθεια του Αγίου Πνεύματος, εκπληρώνοντας πιστά την εντολή του αποστόλου Παύλου:
Άρα ουν, αδελφοί, στήκετε, και κρατείτε τας παραδόσεις ας εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι’ επιστολής ημών (Β΄Θεσ. 2,15, υπογράμμιση συγγραφέως).
Οι ίδιες ακριβώς παραδόσεις που είχε στο μυαλό του ο απόστολος Παύλος, ενώ έγραφε τα λόγια αυτά είκοσι αιώνες πριν, φωτίζουν ακόμη τον δρόμο αυτής της Εκκλησίας και σηματοδοτούν την πορεία της. Ο συνειδητός πιστός της Εκκλησίας αυτής συμπορεύεται με τον Χριστό εν βαθεία αγάπη, η οποία υπερβαίνει τούτον τον κόσμο. Στην ευλογημένη αγκαλιά της βρήκα εκείνο το μυστηριώδες “κάτι” που έψαχνα σε όλη μου την ζωή. Αυτό, καθώς και πνευματικές ευλογίες που ποτέ πριν δεν είχα φανταστεί, βρήκα μέσα στην Εκκλησία που άνοιξε τις πύλες της την ημέρα της Πεντηκοστής· την Αγία Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία»“Διψώντας για τον Θεό”, σελ. 20 – 21, Εκδόσεις «Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος» Μήλεσι 2006.
Πώς βρίσκουμε κάτι που θέλουμε στην Αγία Γραφή, δηλαδή μια παραπομπή
Κατ’ αρχάς να θυμίσουμε πως η Αγία Γραφή χωρίζεται σε δύο Διαθήκες. Την Παλαιά και την Καινή. Η κάθε Διαθήκη περιέχει ένα συγκεκριμένο αριθμό βιβλίων, 49 η Παλαιά και 27 η Καινή.
Ψάχνουμε λοιπόν να βρούμε λόγου χάρη το Ησ. 22:14.
Το Ησ. είναι ο τίτλος του βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης Ησαΐας, σε συντομογραφία. Το 22 είναι το κεφάλαιο του βιβλίου που βρίσκεται το συγκεκριμένο χωρίο (= κομμάτι) που ψάχνουμε. Τέλος το 14 είναι ο στίχος που μας δείχνει ακριβώς αυτό που θέλουμε να βρούμε και να διαβάσουμε. Πολλές φορές δεν ψάχνουμε μόνο ένα στίχο αλλά πολλούς. Τότε το παραπάνω έχει την εξής μορφή:
Ησ. 22:14 – 18
Βλέπουμε λοιπόν ότι υπάρχει μία παύλα ανάμεσα στους δύο αριθμούς. Αυτό γίνεται πάντα όταν υπάρχουν πολλοί στίχοι.
Συνοψίζουμε λοιπόν. Πρώτα ο τίτλος του βιβλίου, έπειτα το κεφάλαιο του βιβλίου και τέλος ο στίχος ή οι στίχοι.
Το παραπάνω παράδειγμα μπορούμε να το βρούμε και με αυτή τη μορφή: Ησ. 22,14. Δηλαδή αντί για άνω και κάτω τελεία που χωρίζει το κεφάλαιο από τον στίχο ή τους στίχους να υπάρχει το κόμμα.
Επίσης υπάρχει και αυτή η μορφή: Ησ. κβ΄,14. Τι συμβαίνει; Απλά η συγκεκριμένη παραπομπή που ψάχνουμε να βρούμε, όσον αφορά τον αριθμό του κεφαλαίου, ακολουθεί το αρχαιοελληνικό σύστημα αρίθμησης που είναι με τα γράμματα της Ελληνικής αλφαβήτας και όχι το αραβικό που είναι με αριθμητικά σύμβολα. Ο στίχος ή οι στίχοι και σε αυτή η μορφή είναι πάντα με αριθμούς.
Παλαιά Διαθήκη (49 Βιβλία) |
Συντμήσεις |
Γένεσις |
Γεν. |
Έξοδος |
Έξ. |
Λευιτικόν |
Λευ. |
Αριθμοί |
Αρ. |
Δευτερονόμιον |
Δευτ. |
Ιησούς του Ναυή |
Ιησ. |
Κριτές |
Κρ. |
Ρουθ |
Ρουθ |
1 Βασιλειώνή 1 Σαμουήλ |
1 Βασ. ή 1 Σαμ. |
2 Βασιλειών ή 2 Σαμουήλ |
2 Βασ. ή 2Σαμ. |
3 Βασιλειών ή 1 Βασιλειών |
3 Βασ. ή 1 Βασ. |
4 Βασιλειών ή 2 Βασιλειών |
4 Βασ. ή 2 Βασ. |
1 Παραλειπομένων ή 1 Χρονικών |
1 Παραλ. ή 1 Χρ. |
2 Παραλειπομένων ή 2 Χρονικών |
2 Παραλ. ή 2 Χρ. |
Έσδρας |
Έσδ. |
Έσδρας ή 2 Έσδρας |
2 Έσδ. |
Νεεμίας |
Νε. |
Τωβίτ |
Τωβ. |
Ιουδίθ |
Ιδθ |
Εσθήρ |
Εσθ. |
1 Μακκαβαίων |
1 Μακ. |
2 Μακκαβαίων |
2 Μακ. |
3 Μακκαβαίων |
3 Μακ. |
Ψαλμοί |
Ψαλ. |
Ιώβ |
Ιώβ |
Παροιμίες |
Παρ. |
Εκκλησιαστής |
Εκ. |
Άσμα Ασμάτων |
Ασμ. |
Σοφία Σολομώντος |
Σολ. |
Σοφία Σειράχ |
Σειρ. |
Ωσηέ |
Ωσ. |
Αμώς |
Αμ. |
Μιχαίας |
Μιχ. |
Ιωήλ |
Ιλ |
Οβδιού |
Οβδ. |
Ιωνάς |
Ιων. |
Ναούμ |
Νμ. |
Αββακούμ |
Αβ. |
Σοφονίας |
Σοφ. |
Αγγαίος |
Αγγ. |
Ζαχαρίας |
Ζαχ. |
Μαλαχίας |
Μαλ. |
Ησαΐας |
Ησ. |
Ιερεμίας |
Ιερ. |
Βαρούχ |
Βαρ. |
Θρήνοι Ιερεμία |
Θρ. |
Επιστολή Ιερεμία |
ΕπΙ. |
Ιεζεκιήλ |
Ιεζ. |
Δανιήλ |
Δαν. |
Καινή Διαθήκη (27 Βιβλία) |
|
Κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο |
Ματθ. |
Κατά Μάρκο Ευαγγέλιο |
Μάρκ. |
Κατά Λουκά Ευαγγέλιο |
Λουκ. |
Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο |
Ιω. |
Πράξεις Αποστόλων |
Πράξ. |
Επιστολή προς Ρωμαίους |
Ρωμ. |
1 Επιστολή προς Κορινθίους |
1 Κορ. |
2 Επιστολή προς Κορινθίους |
2 Κορ. |
Επιστολή προς Γαλάτες |
Γαλ. |
Επιστολή προς Εφεσίους |
Εφεσ. |
Επιστολή προς Φιλιππησίους |
Φιλιπ. |
Επιστολή προς Κολοσσαείς |
Κολ. |
1 Επιστολή προς Θεσσαλονικείς |
1 Θεσ. |
2 Επιστολή προς Θεσσαλονικείς |
2 Θεσ. |
1 Επιστολή προς Τιμόθεο |
1 Τιμ. |
2 Επιστολή προς Τιμόθεο |
2 Τιμ. |
Επιστολή προς Τίτο |
Τίτ. |
Επιστολή προς Φιλήμονα |
Φιλ. |
Επιστολή προς Εβραίους |
Εβρ |
Επιστολή Ιακώβου |
Ιακ. |
1 Επιστολή Πέτρου |
1 Πε |
2 Επιστολή Πέτρου |
2 Πε |
1 Επιστολή Ιωάννη |
1 Ιωάν. |
2 Επιστολή Ιωάννη |
2 Ιωάν. |
3 Επιστολή Ιωάννη |
3 Ιωάν. |
Επιστολή Ιούδα |
Ιού. |
Αποκάλυψη του Ιωάννη |
Αποκ. |
Συγχαρητιρια πολύ ωραία μελέτη έχει όλες της απαντήσεις για τα επιχειρήματα των προτεσταντων καλά κάνατε που ανεβάσατε τέτοια μελέτη είναι χρήσιμη για να μην παγιδεύτει κανένας ορθόδοξος χριστιανός από τους αιρετικούς και πάλι μπράβο σας ο Χριστός να σας καθοδηγεί πάντα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔείτε και https://docdro.id/hWtRZLj
ΑπάντησηΔιαγραφή