Του Γεωργίου Κυριαζόπουλου
Ο
Ιερός Αυγουστίνος είναι ο μέγας Θεολόγος της Λατινικής Πατρολογίας και ένας από
τους μεγαλοφυέστερους και πολυγραφότερους, συγγραφείς. Γεννήθηκε στην Ταγάστη
της Νουμιδίας της Αφρικής περί το έτος 354. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Αγίας
Μόνικας – και του Πατρικίου, Ρωμαίου πολίτη, ειδωλολάτρη ως προς τις θρησκευτικές
πεποιθήσεις. Ο πατέρας του βαπτίστηκε Χριστιανός λίγο πριν πεθάνει. Την πρώτη
μόρφωσή του την έλαβε στην Ταγάστη και ήταν λατινική αποκλειστικά. Μετά στα
Μάδαυρα και εν συνεχεία σπούδασε ρητορική στην Καρχηδόνα, ακολουθώντας τις
πατρικές επιθυμίες για ρητορικές σπουδές. Όταν πέθανε ο πατέρας του, διέκοψε
τις σπουδές του και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του...
Ο
Ιερός Αυγουστίνος σε μικρή ηλικία ακολούθησε το φιλοσοφικό ρεύμα του Ορτενσίου
του Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνος. Εν συνεχεία εντάσσεται στο ρεύμα του Μανιχαϊσμού,
που ήταν σε ιδιαίτερη έξαρση τον 4ο αιώνα και παραμένει ακόλουθός του για 7
έτη. Στο ίδιο διάστημα δρα ως διδάσκαλος της ρητορικής στην Ταγκάστα και την
Καρχηδόνα. Το 383 μεταβαίνει στη Ρώμη, όπου και συνεχίζει το διδακτικό του
έργο. Στη Ρώμη, και μετά από έντονη εσωτερική αναζήτηση καθώς πλέον και η
διδασκαλία του Μανιχαϊσμού δεν κάλυπτε τις πνευματικές ανησυχίες και
αναζητήσεις του, θέλγεται από τη διδασκαλία του Αμβροσίου επισκόπου Μεδιολάνων
και σε συνδυασμό με την έντονη ενασχόλησή του με τον Πλάτωνα, προσέρχεται στο
χριστιανισμό.
Το
387 βαπτίζεται Χριστιανός από τον Αμβρόσιο. Το 391 χειροτονείται ιερέας, αφού
ήδη από το 388 έχει επιστρέψει στην Βόρειο Αφρική. Το 395 εκλέγεται επίσκοπος
Βασιλικού Ιππώνος (Hippo Regio), της Νουμιδίας. Εκεί θα ξεχωρίσει για την
ποιμαντική του δραστηριότητα, αλλά και την έντονη αντιαιρετική του δράση, αφού
ως επίσκοπος ο Αυγουστίνος αντιμετώπισε και τελικά σταμάτησε το σχίσμα του
Δονατισμού, συγκαλώντας πολλές τοπικές Εκκλησιαστικές Συνόδους. Επίσης, η
Σύνοδος της Καρχηδόνος το 411 καταδίκασε την αίρεση του Πελαγιανισμού και ο
Αυγουστίνος αναγνωρίστηκε ως ο κύριος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας. Τελικά, το
426 παραιτήθηκε από επίσκοπος, αλλά πέρασε τα τελευταία του χρόνια πολεμώντας
τον Αρειανισμό.
Το
τέλος της ζωής του ήλθε στις 28 Αυγούστου 430 κατά τη διάρκεια της πολιορκίας
της Ιππώνος από τους Βανδάλους, όταν προσεβλήθη από υψηλό πυρετό. Το
συγγραφικό του έργο είναι τεράστιο, έχει γράψει: 1. Απολογητικά έργα με σπουδαιότερο το De Civitate Dei (Πολιτεία του Θεού) 2. Δογματικά De Trinitate (περί της Τριάδος) 3. Ερμηνευτικά De Doctrina Christiana (εισαγωγή χωρίων της αγ.
Γραφής) 4. Ηθικά περί της Χριστιανικής
ηθικής 5. Απολογητικά De hae – eresibus, Ιστορία των αιρέσεων από του Σίμωνος του Μάγου
μέχρι του Πελάγιου, κατά Μανιχαίων, κατά Δονατιστών, κατά Πελαγιανών, κατά
Αρειανών 6. Βιογραφικά Rectractiones libri duo, στο έργο του αυτό δίδει επανορθώσεις
για ορισμένα έργα του και αναφέρει 93 τίτλους έργων του 7. Φιλοσοφικά, Μονόλογοι κατά
των Ακαδημαϊκών περί της μακαρίας Ζωής 8. Οι εξομολογήσεις Confessiones.
Ένα από τα εποικοδομητικότερα της Χριστιανικής φιλολογίας. Διασώθηκαν επίσης
400 ομιλίες και 270 επιστολές από και προς τον Ι. Αυγουστίνο.
Οι
φιλοσοφικές αντιλήψεις του Αυγουστίνου που αφορούν την ελευθερία της βούλησης
και την Χριστιανική ηθική έχουν σαφείς επιδράσεις από τον Πλάτωνα και τον
Αριστοτέλη, φιλοσόφους τους οποίους ο ιερός Πατήρ είχε μελετήσει ενδελεχώς. Ο
Πλάτων απεικονίζει στον μύθο του Σπηλαίου συμβολικά την λειτουργία της γνώσεως,
που οδηγεί από τον απατηλό κόσμο, των αισθήσεων στο βασίλειο του πραγματικού.
Είναι όπως η έξοδος από ένα υπόγειο στο φως του ήλιου.
Αλλά
κατά τον Ι. Αυγουστίνο η πίστη δεν είναι γνώση που μπορεί ή θα μπορούσε να αποκτήσει
κανείς κατά την πορεία προοδευτικής
έρευνας. Η πίστη είναι μια ιδιαίτερη κατάσταση που μπορεί κανείς να
αντιληφθεί αποκλειστικά δια βιώματος. Όσο λείπει αυτό το βίωμα βρισκόμαστε στην
κατάσταση της Απιστίας. Επειδή δηλαδή, η πίστη ή η απιστία δεν είναι ριζωμένες
στη γνώση, οι κινήσεις του θυμικού μέρους της ψυχής που συνδέονται με την πίστη
ή την απιστία δεν έχουν αρχή τους στη γνώση ( που κανονικά θα οφείλονταν στη
νόηση και στις αισθησιακές αντιλήψεις της), αλλά σε κάποιες πρωταρχικές
εκφάνσεις της ζωής, που την πρωταρχική αυτή ζωή ο Αυγουστίνος βρίσκει στη
βούληση. «Η ψυχή λέγει, άγεται και
φέρεται αφ’ εαυτής, όσον αφορά τας ορμάς και τας κινήσεις της, τους πόθους και
τας ελπίδας της, τας ηδονάς και τας οδύνας της». Τα πάντα εξαρτώνται από
την φύση της βουλήσεως, εάν η βούληση είναι διεστραμμένη, διεστραμμένες είναι
και οι κινήσεις της ψυχής. Εάν τουναντίον είναι δημιουργημένη ορθώς, τότε οι
κινήσεις της ψυχής δεν είναι μόνο αναίτιοι (αθώες) αλλά και αξιέπαινες. Σε
συντομία: «η βούληση είναι πανταχού παρούσα, και τα πάντα, δεν είναι παρά
κινήσεις της βουλήσεως».
Ο
ιερός Αυγουστίνος προχωρώντας ακόμη παραπέρα στη συλλογιστική του λέγει, ότι η
δημιουργηθείσα βούληση δεν είναι διόλου άμεσο αποτέλεσμα της Θείας βουλήσεως, η
οποία δεν ενεργεί εν γένει κατά τρόπο φυσικόν ως αιτία. Η δημιουργηθείσα
βούληση είναι κατά την ουσία αυτής ελευθέρα, η ελευθερία δε αυτής
συνίσταται εις τούτο, ότι δύναται μεν να ενεργεί σε συναρμονία με την βούληση
του Θεού, αλλά έχει και την δύναμη να αντιδρά προς την βούληση αυτή. Ο
αντιστρατευόμενος χάνει το αγαθόν που ήταν πρότερα κτήμα του και αυτή η
επερχόμενη απώλεια του αγαθού ονομάζεται Κακόν.
Ο Ι. Αυγουστίνος
ήταν ο πρώτος Λατίνος Πατέρας που δεν γνώριζε ελληνικά και θέλησε να ερμηνεύσει
το δόγμα της αγ. Τριάδος με τις φιλοσοφικές κατηγορίες του Πλωτίνου. «Έτσι
μετέφερε τις περί Λόγου ιδέες αυτού του εθνικού φιλοσόφου, στον Λόγο της
Αποκάλυψης, αντικαθιστώντας την εμπειρία με την λογική και την ενορατική
θεολογία με την φιλοσοφία.» (Σεβασμ. Ι. Σπιτέρης, ο αγ. Αυγουστίνος σε Ανατολή και Δύση».
Ο Ι.
Αυγουστίνος χρησιμοποίησε τις λεγόμενες ψυχολογικές του Τριάδες που βασίζονται πάνω στην
διαλεκτική νου και βούλησης. Όμως στη διαχρονική πορεία έγινε εκμετάλλευση των
ψυχολογικών Τριάδων του Αυγουστίνου από τον μεγαλύτερο εκπρόσωπο του
σχολαστικισμού τον Θωμά τον Ακινάτη ώστε ο Υιός να καταστεί δεύτερη αιτία
εκπόρευσης του αγ. Πνεύματος. Με τον τρόπο αυτό, οι σχολαστικοί συνέβαλαν
καθοριστικά στη διαφοροποίηση της δυτικής σκέψης από την ελληνική πατερική
Παράδοση, όσο αφορά τη σχέση νόησης και βούλησης και έθεσαν τις βάσεις
του προβληματισμού σχετικά με την οντολογική προτεραιότητα μεταξύ τους, πράγμα
που απασχόλησε τη φιλοσοφική και θεολογική σκέψη τους καθ’ όλη την διάρκεια του
μεσαίωνα, ανεξάρτητα από τις διαμετρικά αντίθετες απαντήσεις που έδωσαν στον
προβληματισμό αυτό. Έτσι δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για μια διαλεκτική
αντιπαράθεση μεταξύ νόησης και βούλησης, ώστε να χωριστεί η μεταγενέστερη
δυτική σκέψη σε δύο στρατόπεδα των νοησιαρχικών και των βουλησιαρχικών,
και στην αυτονόμηση της θεωρίας από την πράξη, αλλά και την μεταξύ τους
σύγκρουση.
Η
διαλεκτική ένταση μεταξύ νου και βούλησης υπάρχει τόσο στο χώρο της Θεολογίας,
της Φιλοσοφίας, ακόμη και της Ψυχολογίας. Εκφραστές της
Νοησιαρχίας διαχρονικά είναι: ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο Καρτέσιος, ο Spinoza, o Leibnitz, o Έγελος, ο Kant και
οι σύγχρονοι Νέο Θωμιστές. Εκφραστές της Βουλησιαρχίας από το μεσαίωνα έως τις
μέρες μας είναι: ο Duns
Scotus, o Λούθηρος, ο Fichte, o Schopenhauer, o Hartmann, o Wundt, o Paulsen.
Ο
Σχολαστικισμός στη Φιλοσοφική και Θεολογική του προβληματική έθεσε το πρόβλημα της Οντολογικής
προτεραιότητας μεταξύ νου και βούλησης με βάση την αρχή ότι: «Ο Νους είναι υπέρτερος της Βούλησης,(Intellectus est superior Voluntate)». Στον
μετέπειτα σχολαστικισμό ο Duns
Scotus, τον οποίο ακολούθησε και ο Λούθηρος
υποστήριξε την προτεραιότητα βούλησης έναντι του νου: «Voluntas
est
superior
Intellectus».
Η
διαλεκτική σχέση μεταξύ νου και βούλησης που δημιούργησε ο Σχολαστικισμός τον
έκανε να διαφοροποιηθεί τελείως από την Ελληνική Πατερική Παράδοση που με
εκπροσώπους τους Έλληνες Πατέρες Μ. Αθανάσιο, Μεγάλους Καππαδόκες Πατέρες,
Μάξιμο τον Ομολογητή, Ιωάννη τον Δαμασκηνό, τονίζουν με έμφαση την αρραγή
ενότητα μεταξύ νου και βούλησης, δηλαδή μεταξύ λογικού και αυτεξούσιου, χωρίς
να επιτρέπεται διαφοροποίηση ή αυτονόμηση μεταξύ τους ή οποιαδήποτε διαλεκτική
σχέση. Ο νους και η βούληση κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας αποτελούν το «κατ'
εικόνα» του Θεού στον Άνθρωπο.
Ο Ιωάννης
ο Δαμασκηνός στο σύγγραμμά του «έκδοση
ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως» επιγραμματικά αναφέρει: «το μεν γαρ κατ' εικόνα το νοερόν δηλοί και το αυτεξούσιον» (212 PG94, 920B), και με αυτή την φράση συνοψίζει όλη
την προηγούμενη Πατερική Παράδοση. Το νοερόν είναι ο νους τον οποίον έδωσε ο Θεός
στον Άνθρωπο για να σκέφτεται και να αποφασίζει πριν κάνει οτιδήποτε ενώ «το
αυτεξούσιον» (βούληση) που στην ορολογία του προέρχεται από την Στωική και
Νεοπλατωνική Φιλοσοφία είναι η κίνηση του νου με την οποία ο Άνθρωπος εκφράζει
το θέλημά του λογικά και ελεύθερα.
Η λογική
ιδιότητα (νους – νόηση) χαρακτηρίζει την βούληση, γιατί χωρίς λογική δεν
υπάρχει ελευθερία. Ο Νεμέσιος Εμέσης λέγει χαρακτηριστικά «Ελεύθερον γαρ τι και Αυτεξούσιον το Λογικόν» (PG40, 588A Ιωάννου Δαμασκηνού «έκδοση ακριβής της
Ορθοδόξου Πίστεως»). Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο ο νους
θεωρείται άρρηκτα συνδεδεμένος με την ελεύθερη βούληση αλλά και η ελεύθερη
βούληση δεν μπορεί να νοηθεί ανεξάρτητη από τον νου (2,3PG 94, 868A 3,14
Ιωάννου Δαμασκηνού «έκδοση ακριβής της
Ορθοδόξου πίστεως»).
Για
τους Στωικούς το λογικό δεν αποτελεί εσωτερική μόνο νοητική λειτουργία
(ενδιάθετος Λόγος), αλλά και την βουλητική προσδιοριστική αιτία των πραγμάτων
που γίνονται και εκδηλώνονται σαν πράξη (πρακτικός Λόγος)· Αριστοτέλους «Μεταφυσικά» (Ε,1,1025b 20 – 25). Για την ελληνική φιλοσοφία το
λογικό είναι πάντοτε βουλητικό και η βούληση λογική.
Ο
νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλωτίνος στις Εννεάδες
του (VI 8,6) αναφέρει: «η βούλησις η νόησις, βούλησις δ΄ελέγχη, ότι κατά νούν και γάρ η
λεγομένη βούλησις το κατά νούν μιμείται» και «εν νώ μόνο νοούντι το αυτεξούσιον». Ο Πλωτινικός νους είναι σύνθεση
του Αριστοτελικού Θεού και του Πλατωνικού νοητού κόσμου των Ιδεών και
συμμετέχει στην απόλυτη πρώτη λάμψη και Σοφία του Ενός, είναι ένας αιώνιος,
άφθαρτος, αμετάβλητος και αυτοπροσδιοριζόμενος νους. Το Πλωτινικό φιλοσοφικό
σύστημα θεωρείται μονιστικό, γιατί, σύμφωνα με αυτό, ο κόσμος είναι απόρροια
και προϊόν μιας πνευματικής αρχής, σε μια αδιάσπαστη σειρά απορροών από το
Εν, τον νου και την Ψυχή, η οποία μέσω της διείσδυσης,
παρέχει ύπαρξη στην ύλη.
Κεντρικός άξονας, λοιπόν, στη σκέψη του
είναι η οντολογική ιεράρχηση του σύμπαντος σε τέσσερις υποστάσεις.
Στην κορυφή βρίσκεται το Εν, η αρχή των πάντων και επέκεινα (= υπεράνω) του
όντος, στο οποίο καταλήγουν όλα. Το Εν το ονοματίζει και Πρώτο, Αγαθό ή
Θεό και Υπέρκαλον, όχι λόγω της υπερβολικής ομορφιάς του αλλά διότι ίσταται
υπεράνω του κάλλους. Συνεπώς, ο Νους και η Ψυχή, ακόμη και η ίδια
η Ύλη, πηγάζουν κατά τον Πλωτίνο από αυτή την ακίνητη πρωταρχή, δηλαδή το Εν,
το οποίο δεν είναι ενέργεια αλλά δημιουργεί χωρίς να κινείται. Το γεγονός,
βέβαια, πως το Εν δημιουργεί και γεννά τα πάντα δίχως να είναι ούτε
κινούμενο ούτε στάσιμο, χωρίς να προσδιορίζεται από χωροχρονικές ιδιότητες,
οφείλεται στην πληρότητα και στην τελειότητά του. Επιπλέον το Εν δεν
έχει καμία σωματική ιδιότητα, γιατί είναι απεριόριστο και άπειρο. Δεν έχει όμως
και καμία πνευματική ιδιότητα, δηλαδή δεν έχει νόηση ούτε βούληση. Ασφαλώς, το
γεγονός ότι το Εν δεν γιγνώσκει, δεν σημαίνει ότι αγνοεί. Απλώς δεν
γνωρίζει κάτι άλλο από αυτό το ίδιο. Το Εν είναι απαλλαγμένο από την
ανάγκη να σκεφθεί και σαφώς δεν γνωρίζει με τη συνήθη έννοια που γνωρίζουμε
εμείς. Τα έχει όλα μπροστά του σε αιώνια όψη και δεν χρειάζεται να σκεφθεί,
γιατί έχει άμεση γνώση των πάντων. Πρόκειται για την εικόνα του Ενός που
προκύπτει από τη στροφή του Ενός προς αυτό το ίδιο.
Στον Νου
εμφανίζεται για πρώτη φορά η έννοια της πολλότητας και της ετερότητας. Η
εμφάνιση αυτή όμως δεν είναι παρά νοητή, και συνίσταται στις ιδέες, στις νοητές
ουσίες, οι οποίες ως όλον συνιστούν τον Νου και θα συντελέσουν στη
δημιουργία του κόσμου. Ο Νους στον Πλωτίνο φιλοξενεί τις Ιδέες, αντίθετα
με τη θεωρία του Πλάτωνα, σύμφωνα με την οποία οι ιδέες είναι ανεξάρτητες και
ελεύθερες οντότητες. Επειδή όμως ο Νους είναι τέλειος, πρέπει να γεννήσει και
αυτός κάτι άλλο (σύμφωνα με τη φιλοσοφία του Πλωτίνου, οτιδήποτε είναι τέλειο
παράγει αυτόματα και κάτι άλλο). Το γέννημα αυτό είναι η Ψυχή.
Η ψυχή
βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα στον Νου και στον επιστητό κόσμο.
Φωτίζεται δηλαδή από τον Νου αλλά επηρεάζεται και εξαρτάται από τον υλικό κόσμο.
Αυτή η ίση απόστασή της από τον νοητό και τον υλικό κόσμο είναι και η αιτία του
μερισμού και της διχοτόμησής της. Από τη μια πλευρά δηλαδή προσφεύγει στον
νοητό κόσμο, όπου διατηρεί την ενότητά της, αλλά από την άλλη έλκεται από το
σώμα, εμπλέκεται μαζί του και επιμερίζεται. Εντούτοις, η ψυχή ποτέ δεν λησμονεί
την ουράνια και ασώματη ζωή της, παρά τη λαγνεία και τη μέθη που προκαλούν τα
πάθη της επίγειας ζωής.
Η Ύλη
είναι η κατώτερη βαθμίδα στην κλίμακα της οντολογικής ιεραρχίας,
γι’ αυτό και η πιο υποχθόνια και σκοτεινή, λόγω της μακρινής απόστασής της από
το Εν. Η ύπαρξή της συνίσταται στη διείσδυση της ψυχής μέσα της.
Συνεπώς, πριν συμβεί αυτό, η ύλη είναι ανύπαρκτη, είναι μη ον. Όταν λοιπόν η
δημιουργική ψυχή εισέρχεται μέσα της, αποκτώντας ταυτόχρονα μορφή, η ύλη δεν
χάνει ουσιαστικά την ιδιότητά της, όπως δεν χάνει την ιδιότητά του το θήλυ,
όταν λαμβάνει τον σπόρο του άρρενος. Η κάθοδος της ψυχής προς το σώμα, δηλαδή
την ύλη, σηματοδοτεί την είσοδό της στον αισθητό κόσμο. Η ύλη λοιπόν αυτή καθαυτή
θεωρείται έννοια αρνητική και κακή, γιατί στερείται «την αρετή, το κάλλος, τη σοφία, τη μορφή, την ποιότητα».
Συνεπώς,
προορισμός κάθε ανθρώπου είναι η λύτρωση και ο καθαρμός της ψυχής του. Το
εγχείρημα αυτό βέβαια – η άνοδος της Ψυχής προς το Εν – είναι
δύσκολο. Απαιτείται εγκατάλειψη των γήινων και φθαρτών και στροφή προς τον
νοητό κόσμο και το Εν. Οι ιδέες ασφαλώς είναι άπειρες και θεωρούνται
ουσίες, απαραίτητες για τη σκέψη και τον λόγο του ανθρώπου, δεν αποτελούν όμως
τον τελικό προορισμό και τον απόλυτο στόχο. Αυτός υλοποιείται μόνο με τη θέα
της πρώτης αρχής μέσω της έκστασης, της αποφυγής δηλαδή των ανθρωπίνων και της
σύλληψης ενός κάλλους ανύπαρκτου, που ενδημεί υπεράνω των νοητών, στη σφαίρα
του Ενός.
Για
τον Πλωτίνο, ουσιαστικά είναι η έκσταση εκείνη που συμβάλλει στην όραση του
Ενός και στη σύλληψη ενός ύψιστου κάλλους. Κάτι αντίστοιχο είχε βιώσει και ο
Πλωτίνος, ο οποίος βρισκόταν σε πλήρη ηρεμία, δεν είχε κανένα αίσθημα και καμία
επιθυμία και αποστρεφόταν τα ωραία πράγματα, γιατί ακριβώς τα είχε υπερβεί. Άφηνε
πίσω του όχι μόνο τον κόσμο της εμπειρίας αλλά και όλα τα νοήματα, τις ιδέες,
γιατί δεν γνώριζε απλώς τον Θεό, τον ζούσε και συγχωνευόταν μαζί του. Ο άνθρωπος,
βέβαια, πρέπει να καταβάλει ο ίδιος προσπάθεια, ώστε να μπορέσει να γίνει άξιος
μιας τέτοιας ένθεης κατάστασης. Πρέπει να αποσείσει κάθε αισθησιακότητα και
κάθε άλλη δική του βούληση. Είναι ανάγκη να ξεφύγει από τις επιμέρους σχέσεις
που τον καθορίζουν και να ξαναγυρίσει στην καθαρή, στην απλή ουσία του. Αυτή
ακριβώς η απλότητα καθιστά την ψυχή ομοούσια του Θείου.
Μόνο
εάν ο άνθρωπος υψωθεί ως τη θεότητα θα συμμετάσχει στη θεϊκή θεωρία. Δυστυχώς,
στην επίγεια ζωή αυτή η κατάσταση διαρκεί μόνο ένα σύντομο χρονικό διάστημα.
Αυτό συμβαίνει γιατί η απροσδιοριστία του Ενός προξενεί φόβο στην ψυχή,
εξαιτίας της πεπερασμένης φύσης της. Η έκσταση, λοιπόν, είναι στιγμιαία, αλλά
μέσα σε αυτά τα λίγα λεπτά η ψυχή χάνει την ετερότητά της και κάθε μέρος της
εφάπτεται, γίνεται ένα με το Εν.
Έκανα
αυτή την αναδρομή για να φτάσω τελικά στον Ιερό Αυγουστίνο, του οποίου η
άποψη έχει ιδιαίτερη βαρύτητα καθότι, αποτελεί επιχειρηματολογικό εργαλείο για
να εξηγήσει και να θεμελιώσει λογικά όχι
μόνο την ενότητα των προσώπων της Αγ. Τριάδος αλλά και την εκπόρευση του Αγ.
Πνεύματος «και εκ του Υιού». Στο έργο
του Περί
Τριάδος, αφού προτάξει την «Τριάδα της αγάπης», προχωρεί και
αναπτύσσει δύο «ψυχολογικές Τριάδες». Παρομοιάζει τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο
Πνεύμα πρώτα με τον νου, την αυτογνωσία και την αγάπη και κατόπιν με την μνήμη, την νόηση και
τη βούληση ή αγάπη.
Ο
Ιερός Αυγουστίνος βλέπει την νόηση και την βούληση σαν δυο βασικές ιδιότητες
που συνιστούν τον ανθρώπινο νου που είναι το λογικό όργανο της ψυχής
αλλά με διαφορετικές λειτουργίες στην κάθε μία. Η νόηση αποτελεί το μέσο
της γνώσης, ενώ η βούληση το μέσο της πράξης. Μεταξύ τους
δεν ενώνονται στην ταυτότητα του ενός όπως συμβαίνει στους Έλληνες Πατέρες.
Είναι ενωμένες καθότι κομμάτια του νου, αλλά έχουν διαφορετικές
λειτουργίες. Η νόηση κατά τον ιερό Αυγουστίνο αποτελεί το κατ’ εικόνα, γιατί με
την νόηση ο άνθρωπος σκέφτεται και γνωρίζει, έτσι όχι μόνο διακρίνεται από την
βούληση αλλά και υπερέχει σε σχέση με αυτήν (DE Trinitate Χ,11,17
και De Trinitate Χ,11,18).
Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο σε μετάφραση του
Μάξιμου Πλανούδη ια΄ ΧΙ – 17:
«Περί
μνήμης και νοήσεως και θελήσεως εν αις ο νους έχει εν εαυτώ εικόνα τινά της
θείας Τριάδος.
Μεταστήσαντες
τοιγαρούν προς μικρόν τα λοιπά, ά περί εαυτού βεβαίως ο νούς φρονεί, τρία ταύτα
μάλιστα πάντων κατανοήσαντες εξετάσωμεν, την μνήμην την νόησιν και την
θέλησιν. Εν γάρ τοις τρισί τούτοις θεωρείσθαι ειώθασι και αι των παίδων
φύσεις τίνα ποτέ προοίσουσι την ακμήν. Οπόσω γαρ καθεκτικώτερον και ράον ο παις
μνημονεύει και όσω οξύτερον νοεί και σπουδάζει διαπυρώτερον, τοσούτω και
θαυμασιωτέρας εστίν ευφυίας.
Επειδάν
ούν περί μαθήματος ουτινοσούν ανθρώπου ζητήται, ουχί πόση στερρότητι και
ευχερεία μνημονεύει ή πόση οξύτητι νοεί, αλλά τίνος μνημονεύει και τι νοεί
ζητείται. Και επεί ου μόνον πόσον πεπαιδευμένος εστί κατανοείται ο επαινετός
νους αλλά και πόσον αγαθός, ου μόνον τινός μνημονεύει και τι νοεί, αλλά και τι
θέλει σκοπείται. Ούκουν πόση τινί θέρμη θέλει, αλλά πρότερον μεν τι θέλει,
έπειτα δε πόσον θέλει. Τηνικαύτα γάρ επαινετέος εστίν ο νους σφόδρα ερών, ότε
τούτο ούπερ ερά σφόδρα εραστόν εστίν. Επειδή τοίνυν ταύτα τα τρία λέγεται, φύσις,
μάθησις, άσκησις, το μεν πρώτον τούτων εν τοις τρισίν εκείνοις κατανοείται τι ποτ’ αν δύναιτο έκαστος τη μνήμη
δηλαδή, τη νοήσει και τη θελήσει. Το δε δεύτερον τούτων κατανοείται τι ποτ’ αν
έχοι έκαστος εν τη μνήμη και τη νοήσει, ένθα τη σπουδή της θελήσεως αφίκετο.
Η δ’
άσκησις ήδη τρίτη εν τη θελήσει εστί πολυπραγμονούση τα τη μνήμη και τη νοήσει
περιεχόμενα, είτε προς έτερον τι ταύτα αναφέροι, είτε τω αυτών ηδομένη τέλει
επαναπαύοιτο. Χρήσθαι μεν γαρ εστί το αναλαμβάνειν τι προς ευπορίαν της
θελήσεως. Απολαύειν δε το χρήσθαι συν ηδονή ουκέτι πράγματι ελπιζομένου αλλά
πράγματι ήδη ορωμένου. Πας μεν γαρ απολαύων χρήται, λαμβάνει γαρ τι εις την της
θελήσεως ευπορίαν συν τω τέλει της ηδονής. Ου πας δε ο χρώμενος απολαύει, ει γε
τούτου όπερ εις ευπορίαν της θελήσεως αναλαμβάνει, ου διά αυτό εκείνο αλλά δι’
έτερον τι ορέγεται.
ΧΙ
– 18
Ταύτα
τοίνυν τα τρία, η μνήμη, η νόησις, η θέλησις, επειδή μη τρεις εισί ζωαί
αλλά μία ζωή, ουδέ τρείς νόες αλλά νούς είς, επομένως πάντως ουδέ τρείς ουσίαι
εισίν αλλά μία ουσία. Η γάρ μνήμη τούτο μεν ό ζωή και νούς και ουσία λέγεται καθ’
αυτό λέγεται. Ό δε μνήμη λέγεται, προς τι αναφορικώς λέγεται. Τούτο και περί
της νοήσεως και της θελήσεως είποιμ’ αν και γάρ και η νόησις και η θέλησις προς
τι λέγεται. Ζωή δε εστί μία εκάστη καθ’ αυτήν και νους και ουσία. Διά τοι τούτο
τα τρία ταύτα τούτω μεν εν εισί ώ μία ζωή και νους είς και μία ουσία και ει τι
ποτέ έτερον καθ’ αυτά έκαστα λέγονται και ομού ου πληθυντικώς αλλ’ ενικώς
λέγονται. Τούτω δε ώ προς άλληλα αναφέρονται τρία. Άπερ ει ίσα μη ήν ου μόνον
έκαστα εκάστοις αλλά και πάσιν έκαστα, ου πάντως αν άλληλα εχώρει. Ουδέ γαρ
μόνον υφ’ εκάστων έκαστα, αλλά υφ’ εκάστων πάντα χωρείται. Μέμνημαι γαρ εμαυτού
μνήμην έχοντος και νόησιν και θέλησιν, και νοώ εμαυτόν νοούντα και θέλοντα και
μνημονεύοντα, και θέλω εμαυτόν θέλειν και μνημονεύειν και νοείν, και όλης της
εμαυτού μνήμης και νοήσεως και θελήσεως ομού μνημονεύω. Ου γαρ εν τη εμαυτού
μνήμη μη μνημονεύω, ουκ έστιν εν τη εμή τούτο μνήμη. Ουδέν δε ούτως εν τη μνήμη
ως αυτή η μνήμη εστίν. Όλης άρα μνημονεύω. Προς τούτοις ό τι ποτέ νοώ νοούντα
εμαυτόν οίδα, και οίδα εμαυτόν θέλοντα ό τι ποτέ θέλω. Ό τι ποτέ δε οίδα
μέμνημαι. Όλης άρα της νοήσεως και όλης της θελήσεως εμαυτού μνημονεύω. Ομοίως
δε και ταύτα τα τρία νοών ομού όλα νοώ. Ουδ’ οτιούν γαρ των νοητών ου νοώ, ει
μη όπερ αγνοώ. Ό δε αγνοώ ούτε μνημονεύω ούτε θέλω. Ούτινος ποτέ άρα των νοητών
μνημονεύω και θέλω, επομένως και νοώ. Και η θέλησις δε εμαυτού όλην την νόησιν
και όλην την μνήμην εμαυτού χωρεί, επειδάν όλω χρώμαι, όπερ ωοώ και μνημονεύω.
Δια δη ταύτα όποτε άλληλα υφ’ όλων και όλα και πάντα χωρούνται, ίσα εισίν όλα
έκαστα όλοις εκάστοις και όλα έκαστα ομού πάσιν όλοις, και ταύτα τα τρία έν,
μία ζωή, νους είς, μία ουσία.
ΧΙΙ
19 Περί του χρήναι ζητείν εικόνα της
Τριάδος και εν οίς η ψυχή εκ του σώματος αισθήσεων συνείληφεν.
Αρ’,
ούν αναβαίνειν ήδη χρή συν οποιαδήποτε της προθέσεως ισχύι προς την άκραν
εκείνην και υψηλοτάτην ουσίαν, ής άνισος εικών εστίν ο ανθρώπινος νούς, αλλ’ όμως εικών; Η έτι
ταυτί τα τρία ισχυρότερον διευκρινητέον εν τη ψυχή δι’ ών εξωθεν τη του σώματος
αισθήσει δεχόμεθα, ένθα χρονικώς εντυπούται η των σωματικών γνώσις πραγμάτων;
Τον γαρ νουν αυτόν εν τη μνήμη και νοήσει και θελήσει εαυτού τοιούτον
ηυβρίσκομεν ως επείπερ αεί εαυτόν γιγνώσκειν και αυτόν θέλειν κατελαμβάνετο, ομού
συν τούτοις και αεί εαυτού μνημονεύειν και αεί εαυτόν νοείν τε και αγαπάν
καταλαμβάνεσθαι, ει και τα μάλιστα μη αεί εαυτόν αναλογίζεται διακεκριμένον εκ
των όπερ αυτός εστι μη όντων. Και δια τούτο χαλεπώς εν αυτώ διαγινώσκεται η τε
μνήμη αυτού και η νόησις αυτού. Ως γάρ μη όντα ταύτα δύο αλλ’ έν δυσίν ονόμασιν
προσαγορευόμενον, ούτω φαίνεται εν τω πράγματι, ένθα πάνυ τι ταύτα συνήπται και
θάττερον θαττέρου κατ’ ουδένα προηγείται τον χρόνον. Ή τε αγάπη ουχ ούτω τη
αισθήσει καταλαμβάνεται είναι μη
προδιδούσης αυτήν της ενδείας, επείπερ αεί το αγαπώμενον πάρεστι. Δι’ ά δη και
τοις βραδυτέροις διαφαίνεσθαι ταύτα δύναται τούτων εξεταζομένων των τω νώ
χρονικώς προσιόντων και χρονικώς αυτώ συμβαινόντων μνημονεύοντι ου πρόσθεν ουκ
εμνημόνευε και ορώντι ό πρότερον ουχ εώρα και αγαπόντι όπερ εν τοις έμπροσθεν
ουκ ηγάπα. Αλλ’ ετέραν ήδη η εξέτασις αύτη την αρχήν απαιτεί διά τουτουί του
βιβλίου μέτρον».
Η
σχέση νόησης και βούλησης στις ψυχολογικές τριάδες του γίνεται σαφής και κατανοητή
όσον αφορά την ενότητα αλλά και τις υπαρκτικές σχέσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδας, καθότι ο άνθρωπος
μέσω του νου του αποτελεί εικόνα του Θεού.
Στις
«εξομολογήσεις» του ο ιερός
Αυγουστίνος για να παραστήσει εικονικά τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και
την ενότητά τους επικαλείται την ενότητα που υπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου
μεταξύ της ύπαρξης, της γνώσης και της βούλησής του.
Παραθέτω
το πρωτότυπο (confessions XIII 11,12 ) σε μετάφραση του Ανδρέου Δαλέζιου
(Αθήνα 1958):
«Ποιος
δύναται να κατανοήσει την παντοδύναμη Τριάδα; Και όμως ποιος δεν ομιλεί περί
αυτής, εάν πράγματι περί αυτής ομιλεί; Είναι σπανία η ψυχή εκείνη, η οποία,
όταν ομιλεί περί της Τριάδος, γνωρίζει περί τίνος ομιλεί. Φιλονικούν, συζητούν
αλλά κανείς δεν ατενίζει αυτόν τον
οραματισμόν, χωρίς ψυχική γαλήνη.
Θα
ήθελα, όπως οι άνθρωποι παρατηρούν εις τον εαυτόν των τρία φαινόμενα, τα οποία
είναι πολύ διαφορετικά από την Τριάδα. Τα υποδεικνύω αποκλειστικώς, όπως
οι άνθρωποι ασκήσουν, δοκιμάσουν την
σκέψη των και αντιληφθούν πόσον είναι μακράν από το μυστήριον τούτο. Ιδού τα
τρία αυτά φαινόμενα: υπάρχω, γινώσκω, βούλομαι. Είμαι ο γινώσκων και ο
βουλόμενος. Γνωρίζω ότι υπάρχω και ότι βούλομαι και βούλομαι να υπάρχω και να
γινώσκω. Που είναι η ζωή μας αχώριστος εις τα τρία αυτά σημεία; Ζωή μία, νόησις
μία, υπόστασις μία, (una
essentia). Εις ποίον σημείον είναι
αχώριστος η ζωή μας εις τα τρία αυτά φαινόμενα, χωρίς να είναι δυνατόν να
κάμωμεν κάποιαν διάκρισιν, η οποία όμως
υπάρχει πραγματικώς; Όποιος ημπορεί, ας το εννοήση! Ο καθείς ευρίσκεται εμπρός
εις τον εαυτόν του. Ας εξετάση λοιπόν τον εαυτόν του, ας κοιτάξη καλά και ας
απαντήση.
Εκτός
αυτού, και εις την περίπτωσιν, κατά την οποίαν εύρη κανείς με τον τρόπον τούτον
κάποια ομοιότητα και δυνηθή να την διατυπώση, δεν πρέπει να θεωρήσει τον εαυτόν
του ικανόν να πλησιάσει την αμετάβλητον πραγματικότητα, που διέπει τα φαινόμενα
ταύτα και που υφίσταται αματάβλητος, γινώσκει και βούλεται χωρίς καμμίαν
μεταβολήν. Άρα γε την Τριάδα αποτελεί εν Θεώ η συνύπαρξις των τριών τούτων
φαινομένων ή το τρισυπόστατον τούτο ενοικεί εις έκαστον θείον πρόσωπον, ώστε να
ανευρίσκεται εις το καθένα εξ’ αυτών; Ή μήπως ο διπλούς αυτός συνδυασμός
συγκροτήται δια θαύματος εις μίαν απλότητα, που είναι και πολλαπλότης, ενώ αυτή
καθ’ εαυτήν η Τριάς είναι ο ίδιος ο σκοπός της, λόγω του οποίου υπάρχει,
γινώσκει τον εαυτόν της και επαρκεί αμεταβλήτως εις τον εαυτόν της, εις την
υπέροχον της ενότητός της μεγαλειότητα; Ποίος
θα ημπορούσε ποτέ ν’ αντιληφθή ένα τοιούτο μυστήριον; Ποίος θα ήτο εις
θέσιν να το εκφράση δια λέξεων; Ποίος θα είχε
την τόλμην να το διατυπώσει κατά ένα οιονδήποτε τρόπον»;
Όπως στον άνθρωπο κατά τον Ιερό Αυγουστίνο υπάρχει
μια ενότητα ουσίας μεταξύ της μνήμης ή
του νου του, της γνώσης ή της νόησης με την οποία ο άνθρωπος, γνωρίζει τον
εαυτό του, και της θέλησης ή της αγάπης, με την οποία αγαπά τον εαυτόν του και
την γνώση που έχει για αυτόν, έτσι και στον Θεό υπάρχει αντίστοιχα μια ενότητα
ουσίας μεταξύ Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος.
Όπως,
ο νους, η γνώση και η αγάπη ή η μνήμη, η νόηση και η βούληση ή αγάπη είναι
τρία πράγματα που διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά και περιχωρούνται έτσι ώστε το
καθένα από αυτά να υπάρχει όχι μόνο με τον εαυτό του, αλλά και σε σχέση με τα
άλλα δύο, το ίδιο συμβαίνει και με τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος. Κάθε πρόσωπο
υπάρχει καθ’ εαυτό, αλλά ταυτόχρονα και στα άλλα δύο, έτσι ώστε και τα τρία να
περιχωρούνται μεταξύ τους, χωρίς να συγχέονται. Το δεύτερο και το τρίτο δηλαδή
ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα, αν και προέρχονται κατά διαφορετικό τρόπο, από το
πρώτο δηλαδή τον Πατέρα, ενώ το τρίτο, το Άγιο Πνεύμα, ως προερχόμενο από το
πρώτο και το δεύτερο, συνδέει τα δύο μεταξύ τους, όπως η βούληση ή η αγάπη
συνδέει τον νου με τη γνώση και τη μνήμη με την νόηση.
Στο
βιβλίο DE Trinitate IV 21 ο ιερός Πατέρας γράφει: «Περί δε
της αισθητής δείξεως του Αγίου Πνεύματος είτε δια του της περιστεράς είδους
είτε δια των πυρίνων γλωσσών, ηνίκα την ουσίαν αυτού την τω Πατρί και Υιώ συναΐδιον ομού και
συναλλοίωτον η υποταγμένη και δουλεύουσα κτίσις χρονικαίς κινήσεσι και τύποις
εδείκνυ, μη συναπτομένη προς ένωσιν της αυτού υποστάσεως, ώσπερ η σάρξ όπερ ο
λόγος γέγονεν, ου τολμώ λέγειν μηδέν τοιούτον και πρόσθεν γεγονέναι. Αλλά σαφώς
και πεπειθότως αν είποιμι τον Πατέρα, τον Υιόν και το άγιο Πνεύμα μιάς και της
αυτής ουσίας Θεόν ποιητήν, Τριάδα παντοκράτορα αχωρίστως μεν ενεργείν, ούτω δε
αχωρίστως μη δύνασθαι δείκνυσθαι δια πόρρω ανομοίου και μάλιστα σωματικής
κτίσεως, ώσπερ δια των ημετέρων φωνών, αι <πάντως> σωματικώς ενηχούσιν,
ου δύνανται ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον ονομάζεσθαιεν ότι μη εν
ιδίοις αυτών του χρόνου διαστήμασιν ωρισμένη
διαστολή {δοτική} διακρινομένοις, άπερ αι οικείαι συλλαβαί λέξεως
εκάστην επέχουσιν. Εν μεν γαρ τη εαυτών ουσία καθ’ ήν εισιν, έν εισι τα τρία, ο
Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον, μηδεμιά χρόνου κινήσει αλλ’ υπέρ πάσαν
την κτίσιν το αυτό δίχα τινός διαστήματος τόπου και χρόνου και εν ομού και το
αυτό εξ αΐδιότητος εις αΐδιότητα, ως αν
αυτή η αΐδιότης ήτις αληθείας και αγάπης χωρίς ουκ έστιν εν δε ταίς εμαίς
φωναίς χωρίζονται ο Πατήρ και ο Υιός και το Πνεύμα το άγιον και άμα λέγεσθαι ου
πεφύκασι, καν τοις ορατοίς δε γράμμασιν οικεία διηρημένως διαστήματα τόπων
διειλήφασιν. Και όν τρόπον επειδάν την εμαυτού μνήμην και τον νούν και το
θέλημα ονομάζω, έκαστον μεν των ονομάτων προς έκαστον τι πράγμα αναφέρεται, αλλ’
όμως εκ πάντων των τριών ονομάτων έκαστα γεγόνασιν. Ουδέν γάρ τούτων των τριών
ονομάτων εστίν, ό μη και η μνήμη και ο νους και το θέλημα το εμόν άμα
ενεργήκασιν. Ούτως η Τριάς άμα ενήργησεν και την φωνήν του Πατρός και τη σάρκα
του Υιού και την περιστεράν του αγίου Πνεύματος καίτοι προς έκαστον των
προσώπων εκάστου τούτων αναφερομένου. Δι’ ής ομοιώσεως οποσούν ήκει εις γνώσιν
την αδιαίρετον καθ’ εαυτήν Τριάδα δι’ είδους ορατής κτίσεως διηρημένως μεν
δείκνυσθαι, αδιαιρέτως δε την Τριάδος ενέργειαν <και> εν εκάστω των
πραγμάτων είναι, ά προς το δειχθήναι ήτοι τον Πατέρα ή τον Υιόν ή το Πνεύμα το
άγιον ιδίως εκάστω ανήκειν λέγονται».
Όπως
ανέφερα και προηγουμένως, εξετάζοντας τη σχέση του νου ή της νόησης με την
βούληση μπορούμε να κατατάξουμε τις «ψυχολογικές» τριάδες σε δύο ομάδες:
Στην
πρώτη ομάδα
ανήκει η ψυχολογική τριάδα «Νους – γνώση – αγάπη» και ο νους είναι παράλληλος με το πρόσωπο του Θεού –Πατέρα,
αποτελεί την πηγή της γνώσης και της αγάπης που παράλληλα
αντιστοιχίζονται στα πρόσωπα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και αποτελούν
ξεχωριστές λειτουργίες του νου χωρίς όμως να ταυτίζονται μεταξύ τους. Η έννοια
της αγάπης η οποία αναφέρεται στο άγιο Πνεύμα ταυτίζεται με την Βούληση. Έτσι λοιπόν καθαρά φαίνεται κατά τον
Αγ. Αυγουστίνο ότι ο νους διακρίνεται από την λειτουργία της γνώσης και σαφώς
διακρίνεται από την λειτουργία της αγάπης και της βούλησης.
Στην
δεύτερη ομάδα
ανήκουν οι ψυχολογικές Τριάδες που συνοψίζονται σε μία η «μνήμη», η «νόηση»
και η «βούληση» ή «αγάπη». Αυτή την Τριάδα θεωρεί ο Ιερός
Αυγουστίνος ως πιο πετυχημένη από την πρώτη.
Στην
πρώτη του ψυχολογική Τριάδα ο νους φέρεται ως το λογικό όργανο της ψυχής αλλά στην
δεύτερή του ψυχολογική τριάδα ο νους αποτελεί το κοινό οντολογικό υπόβαθρο των
νοητικών λειτουργιών της μνήμης της νόησης και της βούλησης χωρίς να είναι
ανεξάρτητες από αυτόν.
Παρόλα
αυτά η νόηση και η βούληση δεν
ταυτίζονται ούτε στο ανθρώπινο ούτε στο θεϊκό επίπεδο. Γι’ αυτό ο Αυγουστίνος
θεωρεί τον Υιό ως την νόηση και των τριών προσώπων της Αγ. Τριάδος και το
Αγ. Πνεύμα ως την βούληση ή την αγάπη που τα χαρακτηρίζει. Άλλωστε η
βούληση ως νοητική λειτουργία προϋποθέτει και ακολουθεί την νόηση και δεν
μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από αυτήν, δεδομένου ότι για να θέλουμε κάτι
πρέπει πρωτίστως να το γνωρίζουμε (De
Trinitate X1,1-3,5). Το άγιο Πνεύμα λοιπόν κατ’
αναλογία αφού ταυτίζεται με την βούληση και την αγάπη του Θεού, δεν λειτουργεί
ανεξάρτητα από τον Υιό, αλλά τον
προϋποθέτει και τον ακολουθεί, όπως η βούληση ακολουθεί την νόηση γι’ αυτό το
λόγο και το Άγιο Πνεύμα εκπορευόμενο αιτιωδώς από τον Πατέρα (εκ του Πατρός)
εκπορεύεται συγχρόνως και από τον Υιό (Filioque) De Trinitate XV 17,29) (&Νους και βούληση κατά τον
Ι. Αυγουστίνο σελ.54 εκδ. Βάνιας Θεσ/νικη 2013
Γ.Δ. Μαρτζέλος)
Έτσι
λοιπόν, επειδή αντίθετα με τους Έλληνες Πατέρες ο νους ούτε, στην πρώτη
ψυχολογική Τριάδα ως το λογικό όργανο της ψυχής, ούτε στην δεύτερη ως νοητική λειτουργία (νόηση)
δεν ταυτίζεται κατά τον ιερό Αυγουστίνο με την βούληση καταλήγουμε στο
συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει η οντολογική ενότητα που παρατηρείται στην Ελληνική
Πατερική Παράδοση. Η μόνη ενότητα που υπάρχει είναι ενότητα συγκεκριμένων διακεκριμένων
πραγμάτων που οφείλεται στην ενότητα της ψυχής.
Είναι
χαρακτηριστικό ότι ενώ κατά τον άγιο Αθανάσιο νους, νόηση και βούληση
ταυτίζονται, ώστε ο Υιός να θεωρείται ως ο νους, η νόηση και η βούληση του
Πατρός, κατά τον Ιερό Αυγουστίνο διακρίνονται σαφώς μεταξύ τους, ώστε
νους θεωρείται ο Πατήρ, νόηση ο Υιός και βούληση το άγιο Πνεύμα.
Αυτή
η διάκριση άλλωστε για τον ιερό Αυγουστίνο είναι πολύ σημαντική γιατί αποτελεί
την επιχειρηματολογία του προκειμένου να εξηγήσει και να τεκμηριώσει λογικά την
ενότητα των Προσώπων της αγίας Τριάδος αλλά και την εκπόρευση του αγίου
Πνεύματος και εκ του Υιού.
Παρόλο
ότι ο Ι. Αυγουστίνος κάνει σαφή διάκριση της νόησης από την βούληση και δίνει
προτεραιότητα στην νόηση έναντι της βούλησης όπως φαίνεται στην τριαδολογία του
και στην διδασκαλία του για την εκπόρευση του αγ. Πνεύματος (filioque), ποτέ δεν
διατύπωσε την φιλοσοφική αρχή του μέσου Σχολαστικισμού σύμφωνα με την οποία «Intellectus est superior Voluntate». Οι Σχολαστικοί
όμως χρησιμοποίησαν – εκμεταλλεύτηκαν μονομερώς τις ψυχολογικές τριάδες
του Ιερού Αυγουστίνου και τις χρησιμοποίησαν στην Τριαδολογία τους (Θωμά
Ακινάτη Summa Theologie 1a,271-5 Compedium Theologie 31-34,37-49).
Για
τον Θωμά τον Ακινάτη
ο Υιός θεωρείται και χαρακτηρίζεται ως η δεύτερη αιτία (Principium) προελεύσεως του αγ.
Πνεύματος μετά τον Πατέρα, πράγμα που πουθενά δεν φαίνεται στον Αυγουστίνο. Για
τον ιερό Αυγουστίνο πηγή και αιτία προελεύσεως του αγ. Πνεύματος είναι μόνον ο
Πατήρ.
Οι
Σχολαστικοί
λοιπόν εκμεταλλεύτηκαν την τριαδολογική σημασία των ψυχολογικών Τριάδων του
Αυγουστίνου όπου η:
Νόηση
= ταυτίζεται με το πρόσωπο του Υιού.
Η
Βούληση = ταυτίζεται με το πρόσωπο του αγ. Πνεύματος.
Προεξέτειναν
την διδασκαλία του Αυγουστίνου για το (filioque), ώστε ο Υιός ως
ενδοτριαδική νόηση του Θεού Πατρός να θεωρείται η δεύτερη αιτία εκπορεύσεως του
αγίου Πνεύματος το οποίο άγιο Πνεύμα αποτελεί την ενδοτριαδική βούλησή του, και
έτσι οδηγήθηκαν στην υπεροχή του νού έναντι της βούλησης πράγμα που τους διαφοροποίησε από την
Ελληνική Πατερική Παράδοση. Έτσι από εκεί και πέρα μέσα στον Σχολαστικισμό
έχουμε την εμφάνιση της διαλεκτικής ανάμεσα στο νου και στην βούληση από την
οποία και κυριάρχησαν και αντίθετες τάσεις στο χώρο των Σχολαστικών σχετικά με την οντολογική προτεραιότητα
μεταξύ νοητικής και βουλητικής λειτουργίας στον άνθρωπο. (βλ σχετ. Νους και
βούληση κατά τον Ι. Αυγουστίνο σελ. 39 – 58 εκδ. Βάνιας Θεσ/νικη 2013 Γ.Δ. Μαρτζέλος).
Συμπέρασμα
Ο Ι. Αυγουστίνος με
την βοήθεια των ψυχολογικών του τριάδων
και την τριαδολογική σημασία τους, διέκρινε σαφώς τον νου ή την νόηση
από την βούληση, με σκοπό να υποστηρίξει λογικά αφενός την ενότητα των προσώπων
της αγ. Τριάδος αφετέρου την υπαρκτική ετερότητα του Υιού και του αγ. Πνεύματος
ώστε με βάση αυτά και συγχρόνως χρησιμοποιώντας την προτεραιότητα που
αναγνωρίζει στην νόηση έναντι της βούλησης να κάνει κατανοητή και
αδιαμφισβήτητη τη διδασκαλία του για το (Filioque).
Όπως
προανέφερα ο Αυγουστίνος δεν ήταν αυτός που διατύπωσε την φιλοσοφική αρχή που
επικράτησε στην πρώιμη και μέση περίοδο του Σχολαστικισμού κατά την οποία η
νόηση υπερέχει της βούλησης, αλλά οι ίδιοι οι σχολαστικοί Θεολόγοι οι οποίοι
εκμεταλλευόμενοι τις ψυχολογικές του Τριάδες ερμήνευσαν την διδασκαλία του για
το (Filioque ) με τρόπο ώστε ο Υιός να
γίνεται δεύτερη αιτία εκπόρευσης του αγ. Πνεύματος. Έτσι τελικά (οι
Σχολαστικοί) ήταν αυτοί που συνέβαλαν
καθοριστικά στην διαφοροποίηση της δυτικής σκέψης από την ελληνική Πατερική
Παράδοση.
Ο
Αυγουστίνος, λοιπόν ποτέ δεν ήταν οπαδός του Filioque
με την ακραία και αδιαφοροποίητη έννοια. Σύμφωνος κατ’ ουσίαν με τους
Καππαδόκες, επιμένει ότι ο Πατήρ είναι η μόνη αρχή εντός της Τριάδος, η
μοναδική πηγή υποστατικής προελεύσεως. Το Άγιο Πνεύμα, αναμφίβολα ο Αυγουστίνος
επιβεβαιώνει, εκπορεύεται εκ του Πατρός υποστατικώς, κατά βασικό και απόλυτο
τρόπο (principaliter) [De Trinitate XV, 29 (xvii)]. Εκπορεύεται από τον Υιό
μόνον κατά παράγωγο και δευτερεύοντα τρόπο, «διά
της δωρεάς του Πατρός» (De Trinitate XV, 47 (xxvi), με την έννοια ότι ο
ίδιος ο Υιός όσα έχει τα λαμβάνει εκ του Πατρός, άρα και τη δύναμη να εκπορεύει
πεμπόμενο το Άγιο Πνεύμα. Συνεπώς, εν τέλει, η άποψη του Αυγουστίνου περί
Πνεύματος δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη των Καππαδοκών, και ιδιαιτέρως από
την γνώμη του Γρηγορίου Νύσσης.
Ο
Γρηγόριος θεωρεί ότι το Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός διά του
Υιού (Γρηγορίου
Νύσσης Έργα III, I (Leiden 1958), σελ. 56, στ. 4 – 11. Πρβλ
Μαξίμου Ομολογητού Προς
Μαρίνον (PG 91: 136AB)∙ Ιωάννου Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της
Ορθοδόξου πίστεως, 12). Ο Αυγουστίνος λέγει ότι εκπορεύεται εκ του
Πατρός και εκ του Υιού, αλλά κατόπιν το επεξηγεί λέγοντας ότι εκπορεύεται εκ
του Πατρός «κατ’ αρχήν» και εκ του Υιού μόνον «κατά δωρεάν του Πατρός».
Τέλος
επιγραμματικά αναφέρω ότι η Ορθόδοξη θεολογία εμμένει στην Πατερική Παράδοση:
στην μοναρχία της τρισυπόστατης μονάδας, στην κοινωνία των ομότιμων προσώπων,
στην άμεση επικοινωνία του Θεού με τον κόσμο διαμέσου των ενεργειών, στη
διάκριση ουσίας (άρα αΐδιας εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος από την μοναδική
αιτία, το πρόσωπο του Θεού – Πατέρα) και ενέργειας (άρα πέμψης και έκχυσης της
ενέργειας του αγ. Πνεύματος στον κόσμο).
Για
εμάς τους Ορθόδοξους όλα αυτά είναι ογκόλιθοι που δεν μπορούν να μετακινηθούν
ενώ για τους σχολαστικούς παρεξηγημένες ερμηνείες.
Οι
Σχολαστικοί ταυτίζοντας ουσία και ενέργειες, δέχονται συνάμα ότι ο θεός
επικοινωνεί με τον κόσμο διαμέσου κτιστών μεσαζόντων, εύκολα ταυτίζουν αΐδια
εκπόρευση από τον Πατέρα και χρονική πέμψη του Αγίου Πνεύματος διαμέσου της
κοινής βούλησης των τριών προσώπων. Έτσι το (Filioque) ήταν και είναι διδασκαλία αυτονόητη. Η διαλεκτική μέθοδος της
Θεολογίας, τα κείμενα της αγ. Γραφής και των Πατέρων, το κτιστό φως και όλοι οι
κτιστοί μεσάζοντες, ήταν και είναι απλώς μέσα για να αναχθούν στην κατανόηση
των θείων πραγμάτων, δίχως μετοχή στις άκτιστες ενέργειες, δίχως όραση της
θείας δόξας. Είναι λοιπόν προφανής η θεολογική διαφορά που χώριζε και χωρίζει
τις εκκλησίες.
Ο Γρηγ.
ο Παλαμάς δέχεται να πει ότι το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Υιού αλλά
καθορίζει σαφώς τη σημασία μιας τέτοιας διδασκαλίας. Η διδασκαλία αυτή
αναφέρεται στην οικονομική Τριάδα και κάνει λόγο για την έκχυση ή την πέμψη της
ενέργειας του αγ. Πνεύματος στην κτίση και στην ιστορία «και εκ του Υιού».
Λέγει ρητά ότι δεν τον ενδιαφέρουν οι λέξεις ούτε πρόκειται να κάνει καυγά γι’ αυτές. Αλλά το θεολογικό περιεχόμενο στην
θεωρία και στη πράξη είναι εκείνο που πρέπει να διατηρηθεί αλώβητο (Γρ. Παλαμά
συγγράμματα τομ. Α΄ έκδοση Β΄B. Bobrinsky, σελ. 54,55).
Πληροφορίες
για το έργο “De
Trinitate” του ιερού
Αυγουστίνου.
Η
πραγματεία «περί της Τριάδος» του Ιερού Αυγουστίνου επισκόπου Ιππώνος γράφτηκε αφού είχαν εξετασθεί και
λυθεί από άλλους Θεολόγους του 4ου αιώνα τα ζητήματα του
Σαβελλιανισμού και του Αρειανισμού. Οι Θεολόγοι αυτοί είχαν ήδη υπερασπιστεί την
πίστη τόσο στη τέλεια Θεότητα του Υιού, και στην ισότητά του με τον Πατέρα, όσο
και στην Θεότητα του αγ. Πνεύματος και στην εκπόρευσή του από τον Πατέρα. Ο
ιερός Αυγουστίνος ανέλαβε να απαντήσει σε ερωτήματα που μέχρι τότε δεν είχαν
επαρκώς εξετασθεί και να διορθώσει ότι εκείνος θεωρούσε εσφαλμένο.
Πρωταρχικός
του στόχος ήταν να απαντήσει σε αμετροεπείς επικριτές, εθνικούς και αιρετικούς
που ζητούσαν εξηγήσεις για την Τριαδολογική πίστη της εκκλησίας οι οποίοι και
δεν την αποδέχονταν.
Προσπάθησε
λοιπόν στο πρώτο μέρος του έργου του να τους αποδείξει ότι δεν υπάρχει λογική
εξήγηση αν πρώτα δεν πιστέψουν, ότι δηλαδή, στην νόηση φτάνει κανείς μέσω της
πίστης και στο δεύτερο μέρος του έργου του από το όγδοο μέχρι το δέκατο τέταρτο
καταφεύγει στις ψυχολογικές αναλογίες για να συζητήσει με αυτούς που ακόμα δεν
πιστεύουν.
Τα
ζητήματα – ερωτήματα πάνω στα οποία προσπάθησε να δώσει μια λογική εξήγηση
είναι τρία:
Α. Πώς
είναι δυνατόν αν ο Πατέρας είναι Θεός, ή ο Υιός είναι Θεός και το άγιο Πνεύμα
είναι Θεός, να πρόκειται για ένα μόνο Θεό και όχι για τρείς;
Β. Αν
τα τρία πρόσωπα ενεργούν πάντα αδιαχώριστα στον κόσμο και στην ιστορία πως
εξηγείται ότι μόνο ο Υιός ήταν αυτός που σαρκώθηκε, έπαθε, αναστήθηκε και αναλήφθηκε
στον Ουρανό, και κατά την βάπτισή στον ποταμό Ιορδάνη ήταν μόνο ο Πατήρ αυτός
που ακούστηκε και μόνο το αγ. Πνεύμα που κατήλθε εν είδει Περιστεράς;
Γ.
Τέλος πως είναι δυνατόν το αγ. Πνεύμα να είναι Πνεύμα του Πατέρα και του Υιού
αλλά να μην γεννήθηκε ούτε από τον Πατέρα ούτε από τον Υιό, ούτε και από τους
δύο.
Η
θεμελιώδης φράση του και Αρχή της σκέψης του διατυπώνεται αποφθεγματικά στην
φράση: «Grede
ut
intelligas»
(Πίστεψε για να κατανοήσεις).
Βιβλιογραφία
ενδεικτική
1. Αυγουστίνου
« Περί Τριάδος» De
Trinitate Βιβλία πεντεκαίδεκα μτφρ Μάξιμος Πλανούδης .Ακαδημία Αθηνών βιβλιοθήκη Α. Μανούση τόμος α (βιβλία Α-Ζ)
και τόμος β (βιβλία Η- ΙΕ΄) Κέντρο Εκδόσεως Έργων Ελλήνων Συγγραφέων Αθήναι 1995.
2. Αγ.
Αυγουστίνου «Αι Εξομολογήσεις» Α τεύχος Γ΄ έκδοσις και Β τεύχος Δ΄ έκδοσις μτφρ σημ. Ανδρέου
Δαλέζιου διδάκτορος φιλοσοφίας Αθήναι 1958
3. «Νους
και βούληση κατά τον Ιερό Αυγουστίνο και την Ελληνική Πατερική Παράδοση»
Γεώργιος Δ. Μαρτζέλος εκδόσεις Βάνιας 2013 στο βιβλίο«
Ιερός Αυγουστίνος η επίδραση της θεολογίας του σε Ανατολή και Δύση. Εκδόσεις
Βάνιας Θεσσαλονίκη 2013.
4. «Η
τριαδολογία του Αγ. Αυγουστίνου» του Nello
Cipriani στο βιβλίο« Ιερός
Αυγουστίνος η επίδραση της θεολογίας του σε Ανατολή και Δύση. Εκδόσεις
Βάνιας Θεσσαλονίκη 2013
5. «Δογματική
και Συμβολική Θεολογία». Β΄τεύχος, Νίκου Α. Ματσούκα εκδόσεις Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη σελ. 128-144 «το Filioque».
6. «Έκδοσις
Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως» Ιωάννου Δαμασκηνού, κείμενο εισαγωγή σχόλια Ν.
Ματσούκα, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1992
7. Αριστοτέλους
«μεταφυσικά» εκδόσεις Ι. Ν.Ζαχαρόπουλου
Αθήναι 1954.
8. «Πλωτίνου
όψεις» Γρ. Φιλ. Κωσταρά καθ. Φιλοσοφ. Σχολής Αθηνών Αθήνα 1995 έκδοση α΄
ιδιωτική κεφάλαιο δωδέκατο Πλωτίνου Εννεάδες «Περί των Αρχικών Τριών
Υποστάσεων». σελ 103-τέλος.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου.
Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο που μας παρουσιάζει έναν λατινόφωνο πατέρα της Εκκλησίας.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟι έννοιες είναι απαιτητικές και πρέπει να το διαβάσουμε 2-3 φορές, αλλά αξίζει. Ας ελπίσουμε ότι με τη βοήθεια της τεχνολογίας, θα μάθουμε λεπτομέρειες για τη ζωή και το έργο και άλλων προ-σχισματικών αγίων και εκκλησιαστικών πατέρων, γνωστών στη Δύση, λιγότερο γνωστών ή και τελείως αγνώστων στη χώρα μας.