Η
«ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ» ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ
Το αίτημα για βελτίωση της Παιδείας ήταν μάλλον η πρώτη καθολική απαίτηση του λαού μας που ανάγκασε την πολιτική να έρθει αντιμέτωπη με ένα πρόβλημα ποιότητας της ζωής. Απογυμνωμένοι από κάθε άλλο όραμα, στόχο και προοπτική του εθνικού μας βίου έξω από τις ωμά υλιστικές απαιτήσεις της καταναλωτικής «ανάπτυξης», αρπαχτήκαμε από το αίτημα για Παιδεία σαν από μια ελάχιστη καινούργια «Μεγάλη Ιδέα»[1]...
Νομίζω
ότι ο παραλληλισμός δεν είναι ολότελα ρητορικός. Το σταθερό συμπέρασμα κάθε
κριτικής, μεμψίμοιρης ή μελετημένης, σε οποιοδήποτε χώρο του δημόσιου βίου κι’
αν αφορά, συγκεφαλαιώνεται τα τελευταία χρόνια πάντα στην ίδια επωδό: δεν
έχουμε Παιδεία, δεν μπορεί να γίνει τίποτα χωρίς Παιδεία. Είναι τόσο καθολική
και επίμονη αυτή η επανάληψη, ώστε το αίτημα για σωστή Παιδεία να αρχίσει να
διαγράφεται αμυδρά πίσω από την κοινή μας κριτική για την κακοδαιμονία του
ρωμέικου, σαν το θαυματουργό ελιξίριο που θα μπορούσε κάποτε να αναστήσει το
ταπεινωμένο μας γένος. Σίγουρα, μια μικρή – Μεγάλη Ιδέα.
Φτάνοντας
ωστόσο στο επίπεδο του πολιτικού αιτήματος, το όραμα της σωστής Παιδείας και
καλλιέργειας του λαού, όπως και κάθε Μεγάλη Ιδέα, μετασχηματίζεται σε σύνθημα
με εξαιρετικά μυωπική εμβέλεια: Η καθολική απαίτηση του λαού για Παιδεία
μπαλσαμώνεται στο κοντόθωρο αλλά εντυπωσιακό σύνθημα της «εκπαιδευτικής
μεταρρύθμισης».
Ο
χώρος που καλύπτει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα (από οποιαδήποτε
παράταξη κι αν προγραμματιστεί) έχει ένα στενά προκαθορισμένο πλαίσιο:
Περιορίζεται σε κάποια μέτρα, ριζικά ή όχι, για το «γλωσσικό»• στο χωρισμό
Γυμνασίου – Λυκείου• σε κάποιες αλλαγές στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα που συνήθως
εξαντλούνται στην ανακατανομή των ωρών διδασκαλίας κάθε μαθήματος• στη βελτίωση
(ποτέ ριζική) των σχολικών εγχειριδίων.
Από
κει και πέρα η εικόνα μένει σταθερή και αναλλοίωτη. Εικόνα γνωστή, κοινός τόπος
πια, ας μου συγχωρηθεί ωστόσο να την περιγράψω σχηματικά, εκφράζοντας
περισσότερο μια υποκειμενική αφαίρεση παρά μια στατιστική ακριβολογία. Η
Παιδεία, λοιπόν, από το Δημοτικό ως το Πανεπιστήμιο, εξαντλείται φανερά στην
άχαρη γυμναστική της διάνοιας με την απομνημόνευση.
Ο
Έλληνας διδάσκεται γνώσεις και απομνημονεύει γνώσεις που ξεχνιούνται
φυσιολογικά σε συντομότατο διάστημα, χωρίς να μάθει ποτέ τους τρόπους, τη
μέθοδο και τα κλειδιά για την απόκτηση γνώσης. Πρέπει να έχει τη σπάνια τύχη να
πέσει σε χαρισματούχο δάσκαλο για να μπορέσει τουλάχιστο να μάθει να βλέπει
μέσα από τα κείμενα, δηλαδή να κρίνει αυτά που διαβάζει.
Αλλά
και όταν έχει κάποιες σκέψεις δικές του στο κεφάλι του, σπάνια είναι δυνατό να
τις πει, αφού δεν τον άσκησε ποτέ κανείς στον προφορικό λόγο, στο πως χτίζεται
ένα νόημα ή ένα επιχείρημα με τη ζωντανή λαλιά. Κι’ όταν ακούει άλλον να
μιλάει, σπάνια μπορεί να συγκρατήσει τα ουσιώδη, αφού ποτέ δεν διδάχτηκε πως
φτιάχνουν μια περίληψη ή πως κρατούν σημειώσεις. Αυτά τα στοιχειώδη και
αυτονόητα βρίσκονται έξω από την εμβέλεια των «εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων»,
ενώ η απουσία τους είναι που αχρηστεύει όλο το μόχθο της απομνημόνευσης,
αναστέλλοντας τραγικά τη δημιουργική μετοχή στη γνώση του «μορφωμένου» Έλληνα.
Όσο
για τα μαθηματικά και για τη φυσική, που πολύ απασχολούν κάθε φορά τους
«μεταρρυθμιστές» στην προσπάθειά τους για «εκσυγχρονισμό» της Παιδείας, έχουν
αποστεωθεί σε καθαρά χρηστικές γνώσεις, δίχως την παραμικρή υποψία για την
εκπληκτική «σημαντική» της γλώσσας τους. Αλλά και ολόκληρη η Παιδεία μας
γίνεται αποκλειστικά και μονοδιάστατα χρηστική στις τρεις τελευταίες τάξεις της
μέσης βαθμίδας: χρησιμεύει μονάχα για εισιτήριο εισόδου στις Ανώτατες Σχολές
(περικομμένο εισιτήριο που πρέπει οπωσδήποτε να συμπληρωθεί με την αποβλακωτική
σολομωνική της φροντιστηριακής κουζίνας). Όπως και τις ανώτατες σπουδές μοιάζει
να τις έχει το ίδιο εξευτελίσει η χρησιμοθηρική προτεραιότητα του «πτυχίου»:
ούτε λόγος για μύηση στην έρευνα, στο μεράκι της σπουδής που σκοπεύει στην
ανθρώπινη καλλιέργεια.
Η
εφιαλτική αυτή εικόνα έχει τους συγκεκριμένους τραγικούς της φορείς. Είναι
τραγικοί, επειδή ήταν και είναι πάντοτε οι πιο μεγαλόφωνοι εκφραστές του
αιτήματος για σωστή Παιδεία, και ταυτόχρονα οι μόνοι που θα μπορούσαν να δώσουν
σάρκα σε αυτό το αίτημα πέρα από τη συνθηματολογία των «μεταρρυθμίσεων».
Οι
δάσκαλοι πρώτα από όλα, ή «καθηγητές» όπως τιμητικότερα τους λέμε.
Εγκλωβισμένοι στη νεκρή επανάληψη ενός νεκρού υλικού για δέκα, είκοσι,
τριανταπέντε χρόνια ζωής. Οριστικά ξεκομμένοι από κάθε επιστημονική φιλοδοξία,
όραμα, σπουδή, ενημέρωση, δίχως δυνατότητες ουσιαστικής δημιουργίας άλλες από
τις ηθικολογικές παραινέσεις στους μαθητές και τους μεγαλόστομους σχεδιασμούς
στις συνεδριάσεις του «συλλόγου». Μαραζωμένοι από το άγχος του βιοπορισμού
εγκαταλείπονται στη μικροζωή της πρέφας, της επιθεωρησιακής σαχλαμάρας, των
συζητήσεων για το ποδόσφαιρο και τα κομματικά – μέχρι χθες ρήτορες
εξαναγκασμένοι της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως»[2],
εξευτελισμένοι στα ίδια τους τα μάτια για ένα κομμάτι ψωμί, και γι’ αυτό σήμερα
αηδιασμένοι και αδιάφοροι για την πολιτική ή στεντόρειοι κήρυκες αριστερίστικων
ψυχολογικών αναπληρώσεων. Εικόνα φθοράς και οδύνης ανατριχιαστική.
Από
την άλλη μεριά ο φοιτητόκοσμος. Μια ζωντανή και εκρηκτική νεολαία, η μόνη
ελπίδα για Παιδεία του τόπου – μια καινούργια γενιά που θα μπορούσε να κερδίσει
τη γνώση, την καλλιέργεια και τη μόρφωσή της με το ίδιο πείσμα που έστησε τα
στήθη της μπροστά στα τανκς και τα μυδράλια της χούντας διεκδικώντας ελεύθερη
Παιδεία[3]. Αλλά ποιος να στήσει σήμερα μπροστά
τους τον καθρέφτη της αλήθειας, να δουν γυμνή την εικόνα της τραγικής τους
ασυνέπειας; Οι αίθουσες διδασκαλίας άδειες, οι βιβλιοθήκες νεκρές, τα
συγγράμματα στο ράφι και σε χρήση οι πολυγραφημένες περιλήψεις, και όλος ο
συνδικαλισμός να συνοψίζεται στη δίχως σπουδή εξασφάλιση ενός ανάπηρου πτυχίου.
Τόσοι
νέοι άνθρωποι που επιμένουν πεισματικά να γίνουν εκούσια ανάπηροι, μια νεολαία
που σέρνεται στους διαδρόμους και στις αυλές προσπαθώντας να υποτάξει τη ζωή,
τη σκέψη, και τα όνειρά της στα ασφυκτικά καλούπια των κομματικών σχημάτων,
είναι φοβερά επώδυνη εικόνα. Η σπουδή πάρεργο και έργο η ασυνάρτητη κομματική
συνθηματολογία, σε μια στείρα κωδικοποιημένη γλώσσα άσχετη με τη ζωή, δίχως
προσωπική μετοχή σε ιδέες βγαλμένες από το μόχθο της έρευνας, δίχως βάθρο
θεωρητικό άλλο από τις αφελείς μπροσούρες που οι ίδιοι γράφουν, πουλάνε και
διαβάζουν, ή από τις διαστρεβλωτικές μεταφράσεις του εμπορικού δαιμονίου των
εκδοτών.
Και
όλοι να τους κολακεύουν, να ηρωοποιούν την αναπηρία τους, να τρέμει ο καθηγητής
τον αδιάβαστο φοιτητή στις εξετάσεις, μήπως και κακοχαρακτηρισθεί για
αυστηρότητα ο καθηγητής. Και να μη βρίσκεται ένας τίμιος δάσκαλος να ρωτήσει με
πόνο αυτά τα παιδιά, για ποια Παιδεία φώναζαν μπροστά στα τανκς της χούντας, οι
ίδιοι ή τα αδέλφια τους, πως την καταλάβαιναν αυτή την Παιδεία που απαιτούσαν. Και
πως ανέχεται η ασυμβίβαστη νιότη τους να θυσιάζει την ποιότητα μιας ολόκληρης ζωής – τη σωστή σπουδή και μόρφωσή της –
για να εξυπηρετεί σήμερα τις ανίερες σκοπιμότητες της κομματικής
γραφειοκρατίας, πως ανέχονται τη μαγική μεταμόρφωση, να ψηφίζουν φοιτητικό
συνδικαλισμό και να εκλέγονται τηλεκατευθυνόμενες κομματικές νεολαίες.
Δεν
καταλαβαίνουν λοιπόν ότι με την έντεχνα ηρωοποιημένη «πολιτικοποίηση» που κάνει
ανάπηρη τη σπουδή τους, ετοιμάζουν οι ίδιοι από σήμερα τον αυριανό τους
συμβιβασμό και την αφομοίωση με τη «θεσούλα» που θα τους προσφέρει το
πνευματικά υπανάπτυκτο «κατεστημένο»; Εκτός αν τους αρκεί να συνεχίσουν την
ιλαροτραγωδία των «επιστημονικών» σωματείων που πνίγουν το συνδικαλισμό του
επιστημονικού δυναμικού της χώρας στις μικρόψυχες κομματικές αντιδικίες.
Να
ρωτήσει κανείς με πραγματικό πόνο μια ολόκληρη παράταξη της φοιτητικής νεολαίας
(ίσως την πολυαριθμότερη [4] αν κρίνουμε από τα
αποτελέσματα των εκλογών τους), πως γίνεται σε αυτή τη ριζοσπαστικά ασυμβίβαστη
ηλικία να καταπίνουν άβουλα και πειθαρχημένα όλο το Ζαχαριαδισμό και όλο το
Σταλινισμό, όλη αυτή την κτηνωδία της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και της αδίστακτης
γραφειοκρατίας, πως ανέχονται στα δεκαοχτώ και στα είκοσι χρόνια τους να
παίρνουν «γραμμή» και να παπαγαλίζουν ετοιμασμένες απαντήσεις για το πνίξιμο
στο αίμα των εργατών της ανατολικής Γερμανίας και της Ουγγαρίας ή του
τσεχοσλοβάκικου λαού.
Η
περιγραφή της εικόνας και τα ερωτήματα που τη συνοδεύουν θα μπορούσε να
τραβήξει σε μάκρος. Αλλά το συμπέρασμα είναι φανερό: Η «Μεγάλη Ιδέα» της
Παιδείας που θα μπορούσε να αναστήσει τον τόπο, μοιάζει από γεννησιμιού της
καταδικασμένη. Η πολιτική ηγεσία δεν απέδειξε ότι μπόρεσε να δει στο καθολικό
αυτό αίτημα του λαού κάτι περισσότερο από ένα κομματικά εκμεταλλεύσιμο και
μυωπικό πρόγραμμα «εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης». Και οι άμεσοι φορείς και
μεγαλόφωνοι εκφραστές του αιτήματος, δάσκαλοι και σπουδαστές, μοιάζουν να
εγκατέλειψαν τις διεκδικήσεις τους πέφτοντας στην παγίδα της «πολιτικοποίησης»
ή εμφανίζονται τραγικά ανυποψίαστοι για το τι πραγματικά διεκδικούν.
Υπάρχουν
άραγε περιθώρια να αρχίσουμε από την αρχή και πάλι να οικοδομούμε το όραμα; Τα
αντικειμενικά δεδομένα μάλλον αποκλείουν την αισιοδοξία. Εξ άλλου χάθηκε και η
ισχυρότερη δυνατότητα αφύπνισης που ήταν ο εξευτελισμός του πολιτιστικού και
πνευματικού υπόβαθρου της παιδείας μας από την εφτάχρονη δικτατορία. Τότε
υπήρξαν στιγμές που αφεθήκαμε να πιστέψουμε ότι τουλάχιστον αυτός ο
συγκλονιστικός τρανταγμός δεν θα πάει χαμένος. Ότι μια αλλαγή στο δημόσιο βίο
θα θεμελιωθεί – έστω και με τόση απίστευτη καθυστέρηση – στα κριτήρια μιας
καθολικής προσπάθειας για παιδεία του λαού, του σύνολου λαού.
Γιατί
ήταν αυτονόητο εκείνες τις στιγμές ότι το πρόβλημα της Παιδείας δεν
αντιμετωπίζεται ούτε εξαντλείται με μια «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση». Η αλλαγή
στην Παιδεία του τόπου αρχίζει με αλλαγή στην κρατική συμπεριφορά.
«Μεταρρύθμιση» στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση που φέρνουν μέσα σε κάθε σπίτι
την κρατική συμπεριφορά – μεταβολή τους σε μέσα παιδείας του λαού. Δημιουργία
κινήτρων για την ανανέωση του εκπαιδευτικού δυναμικού της χώρας, αλλά και της
στελέχωσης του σύνολου δημόσιου βίου. Ουσιαστική αχρήστευση των ανάπηρων
«πτυχίων», επαγγελματική καταξίωση και αξιοποίηση των πραγματικά καταρτισμένων.
Να μπει ο τόπος επιτέλους σε μια φάση καθολικής κρίσης με αμείλικτα μέτρα
ποιότητας, επιστρατεύοντας τις καλύτερες δυνάμεις του όπου της γης κι αν
βρίσκονται.
Και
με στόχο; Μα αυτή η μικρή λέξη είναι που φανερώνει κάθε φορά το ανέφικτο του
οράματος. Ποιοι είμαστε, που σκοπεύουμε τι επιδιώκουμε τελικά σα λαός: την
οικονομική ανάπτυξη και μόνο, τον εξευρωπαϊσμό, την παιδεία σαν αυτοσκοπό; Ποια
μέτρα ποιότητας έχουμε για τη ζωή και
τον κοινό μας βίο; Και τι διδαχτήκαμε από χώρες που έχουν από χρόνια τώρα
κατακτήσει τα όσα εμείς βραχυπρόθεσμα επιδιώκουμε, όντας σήμερα τραγικά
απελπισμένες για τις κατακτήσεις τους;
Αυτά
τα ερωτήματα δοκιμάζουν κάθε Μεγάλη Ιδέα και κάθε όραμα. Και όσο μένουν στην
πράξη αναπάντητα, ελπίδα ανάστασης για το ταπεινωμένο μας γένος δεν θα υπάρχει.
Παρατηρήσεις του επιμελητή του άρθρου
1.
Μεγάλη Ιδέα: Η Μεγάλη Ιδέα ήταν αλυτρωτικό κίνημα και η κύρια πολιτική του
Ελληνικού κράτους μέχρι και τη Μικρασιατική
καταστροφή, η οποία είχε στόχο το Ελληνικό κράτος να απελευθερώσει όλες
τις περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις οποίες ζούσαν μεγάλοι Ελληνικοί
πληθυσμοί, και όλες τις περιοχές που παραδοσιακά ανήκαν σε Έλληνες την αρχαία
εποχή (Νότια Βαλκάνια, Μικρά Ασία). Επί της ουσίας πρόκειται για αλυτρωτικό
Ελληνικό οραματισμό, τον οποίο εμπνεύσθηκε ως όρο για δημαγωγικούς λόγους ο
πρώτος Συνταγματικός πρωθυπουργός Ιωάννης Κωλλέτης στα μέσα του 19ου
αιώνα και στον οποίο στήριξε ολόκληρη την πολιτική του. Αναφέρεται στην
προσπάθεια επανάκτησης των χαμένων εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και
παρέμεινε ως στόχος ουσιαστικά όλων των Ελληνικών κυβερνήσεων μέχρι τον
Αύγουστο του 1922, οπότε και εγκαταλείφτηκε οριστικά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (Πηγή: Βικιπαίδεια).
2.
εθνοσωτηρίου επαναστάσεως: Εννοεί τη δικτατορία των συνταγματαρχών που κράτησε
από το 1967 μέχρι το 1974.
3. διεκδικώντας
ελεύθερη Παιδεία: Εννοεί τα γεγονότα του Πολυτεχνείου που έλαβαν χώρα τον
Νοέμβριο του 1973.
4. πολυαριθμότερη
φοιτητική νεολαία: Αναφέρεται στην φοιτητική νεολαία του ΚΚΕ, την
Πανσπουδαστική (ΠΣΚ).
Το
παρόν άρθρο είναι από το βιβλίο του Χρήστου Γιανναρά «Η Νεοελληνική Ταυτότητα», Εκδόσεις Γρηγόρη,
3η Έκδοση. Το βιβλίο αυτό περιέχει άρθρα που δημοσιεύτηκαν στην
εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» από το 1975 μέχρι το 1977
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.