Σελίδες

5 Σεπ 2021

Σκέψεις και προβληματισμοί για τις κοινωνικές τάξεις των πρώτων Χριστιανών, στις οποίες απευθύνθηκαν ο Χριστός, οι Απόστολοι και ο Παύλος

 


Μία από τις πιο θεμελιώδεις έννοιες της σύγχρονης κοινωνιολογίας αποτελεί η έννοια της κοινωνικής τάξης. Για τους κοινωνιολόγους είναι αναλυτικό μέσο περιγραφής της κοινωνίας και των αλλαγών που εμφανίζονται σ’ αυτήν. Κάτω από ποιο όμως πρίσμα μια τέτοια έννοια μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη σε έναν ερευνητή, ο οποίος έχει θεολογική προοπτική στην ανάλυσή του; Με πιο απλά λόγια, γιατί μπορεί ένας θεολόγος να ενδιαφέρεται για το ποια ήταν η κοινωνική θέση των πρώτων Χριστιανών;

Προτού δοθεί μια ικανοποιητική απάντηση στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει πρώτα να επισημανθούν ορισμένες βασικές θέσεις της μέχρι τώρα έρευνας στο θέμα αυτό, είτε προέρχονται από κοινωνιολόγους, είτε προβάλλονται από θεολόγους με ιδιαίτερη επιμέλεια στη Δύση.

Οι μαρξιστές ιστορικοί, είτε ανήκουν στη ριζοσπαστική μυθολογική είστε στη μετριοπαθή μυθολογική είτε στην ιστορική τάση, ακολουθώντας τις απόψεις του Κέλσου, όπως αυτές μπορούν αφαιρετικά να εξαχθούν από το γνωστό απολογητικό έργο του Ωριγένη («Κατά Κέλσου»), ξεκινώντας βέβαια από διαφορετικές θεωρήσεις, έφταναν στο συμπέρασμα ότι ο Χριστιανισμός ήταν ένα κίνημα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων. Η θέση αυτή έγινε ευρύτερα γνωστή από τον Karl Kautsky, που στηριζόμενος στο Α΄Κορ. 1,26 και σε κάποιους πρώιμους Πατέρες της Εκκλησίας υποστήριξε ότι από τη γένεσή του ο Χριστιανισμός ήταν ένα κίνημα των κατώτερων οικονομικά κοινωνικών τάξεων της αυτοκρατορίας, των «προλεταρίων» εκείνης της εποχής.

Ο Ernst Troeltsch κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα με διαφορετική βέβαια προβληματική, υποστηρίζοντας μάλιστα ότι τα πλουσιότερα μέλη άρχισαν να εισέρχονται στις χριστιανικές κοινότητες μόνο μετά το 2ο αιώνα. Ο Adolf Deissmann, εξετάζοντας γραπτά κείμενα από παπύρους ή όστρακα, καθώς και τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης, υποστήριξε επίσης την άποψη ότι οι πρώτοι Χριστιανοί, με εξαίρεση τον Απόστολο Παύλο, προέρχονταν από τις κατώτερες τάξεις. Η θέση αυτή σήμερα έχει ξεπεραστεί, αλλά πολλοί ερευνητές συνεχίζοντας στην ίδια γραμμή σκέψης, ακόμα και σήμερα, ισχυρίζονται ότι ο πρώιμος Χριστιανισμός ξεκίνησε ως μια θρησκεία των καταπιεσμένων και περιθωριακών στοιχείων της τότε κοινωνίας που υιοθετούσαν μια «ηθική πτωχείας», η οποία όμως επανερμηνεύτηκε ή εγκαταλείφθηκε τελείως αργότερα, όταν ο Χριστιανισμός προσέλκυσε πιο πλούσια και εξέχοντα μέλη στις τάξεις του.

Μετά την αναγκαία αυτή παρένθεση θα πρέπει να επιστρέψουμε στο ερώτημα που θέσαμε στην αρχή του κεφαλαίου και αφήσαμε αναπάντητο: γιατί ένας θεολόγος μπορεί να ενδιαφέρεται για το ποια ήταν η κοινωνική κατάσταση των πρώτων Χριστιανών; Υπάρχουν ορισμένα ερωτήματα με τα οποία αναπόφευκτα θα έρθει αντιμέτωπος ο μελετητής των χριστιανικών κοινοτήτων. Σε ποιους απευθύνεται ο Χριστός, αργότερα οι Απόστολοι και ειδικότερα ο Απόστολος Παύλος; Παίρνουν υπόψη τους την πολυμορφία των κοινωνικών θέσεων των ακροατών τους; Ακόμα περισσότερο παίρνουν το μέρος κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας; Πως μορφοποιούνται οι χριστιανικές κοινότητες; Αγνοούνται οι πιθανές εντάσεις ανάμεσα στις διάφορες «τάξεις»; Μήπως τα προβλήματα που αναφύονταν μέσα στις κοινότητες δεν είχαν μόνο θεολογικές αναφορές, αλλά και κοινωνικές; Όμως και αντίστροφα• μήπως οι διαφορετικές κοινωνικές συνιστώσες απαιτούσαν διαφορετική θεολογική προσέγγιση; Ή μήπως τελικά οι κοινότητες συνίσταντο από μία «τάξη» ή άλλες «τάξεις»; Όλα αυτά τα ερωτήματα υπονοούν ότι υπάρχει μια άμεση σύνδεση ανάμεσα στο κήρυγμα και στην κοινωνική θέση των αποδεκτών του.

Στην ανάλυση των θρησκειών από τους κοινωνιολόγους, οι κοινωνικές τάξεις διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο για διάφορους λόγους. Πρώτον, οι ιδρυτές των θρησκειών εξορμούν από ομάδες με ποικιλία κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Έτσι είναι φορείς διάφορων μορφών συμπεριφοράς, αξιών, αναγκών και αντιδράσεων, και κατά συνέπεια δείχνουν μεγαλύτερη εύνοια στις ανάγκες που έχουν κάποιες ομάδες παρά σ’ εκείνες που έχουν κάποιες άλλες. Δεύτερον, οι οπαδοί τους προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα επίσης, έχοντας έτσι διαφορετικές «θρησκευτικές ανάγκες». Αυτή η αυτονόητη παρατήρηση ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο έρευνας που αφορά στη σχέση ανάμεσα στη θρησκεία και στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Εννοούμε φυσικά μια σχέση όπου όχι μόνο οι κοινωνικές συνθήκες επηρεάζουν την εμφάνιση αξιών και ιδεών, αλλά και το αντίστροφο, δηλαδή ιδέες και αξίες που είναι γενικά αποδεκτές σε μια κοινωνία επιδρούν στην ανθρώπινη συμπεριφορά.

Έχει παρατηρηθεί ότι υπάρχει μια ευκρινής σχέση ανάμεσα στην κοινωνική θέση και την τάση αποδοχής διαφορετικών κοσμοθεωριών. Αυτό όμως δεν είναι ένας εύκολα αποδεκτός αφορισμός, στο μέτρο που μπορούμε να βρούμε τις μεγαλύτερες αντιθέσεις μέσα στην ίδια κοινωνική τάξη. Στο σημείο όμως αυτό θα πρέπει να πάρουμε σοβαρά υπόψη ότι οι θρησκείες μέσω των θεοδικιών τους μπορούν να χρησιμεύουν ταυτόχρονα ως νομιμοποιήσεις και για τους δυνατούς και για τους αδύναμους και για τους προνομιούχους και για τους περιθωριακούς. Αυτό είναι το φαινόμενο που ο Max Weber ονομάζει «διπλή θεοδικία».

Στο πλαίσιο αυτής της θεώρησης μπορούμε να δούμε με ποιο τρόπο οι διάφορες κοινωνικές τάξεις σχετίζονται με τη θρησκεία. Για τις μικρομεσαίες τάξεις, ιδιαίτερα για τους τεχνίτες της πόλης και τους μικροεμπόρους, επειδή η εργασία και η εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους αναμένεται να αποφέρει μια «δίκαιη αμοιβή», είναι πιο εύκολα αποδεκτή μια θρησκεία που εμπεριέχει μιαν «ανταποδοτική ηθική». Οι αγρότες συνήθως δεν γίνονται φορείς κάποιας συγκεκριμένης θρησκείας, εκτός αν απειλούνται από υποδούλωση, είτε από τοπικούς παράγοντες είτε από κάποια εξωτερική πολιτική δύναμη. Οι μεγαλέμποροι ποτέ δεν γίνονται φορείς μιας σωτηριολογικής θρησκείας, επειδή έχουν ένα έντονο κοσμικό προσανατολισμό στη ζωή τους. Είναι αξιοπρόσεκτη η παρατήρηση του Weber, ότι όσο πιο προνομιακή είναι η θέση μιας κοινωνικής τάξης, τόσο πιο απίθανο είναι να αποδεχτεί μια θρησκεία που μιλά για μετά θάνατο ζωή. Αυτές οι πολύ εύστοχες διαπιστώσεις του Weber δεν αποτελούν βέβαια και κοινωνιολογικούς «νόμους», αλλά δείχνουν ότι άτομα διαφορετικών κοινωνικών τάξεων έχουν διαφορετικές κατά κανόνα προσεγγίσεις στο φαινόμενο της θρησκείας.

Στις σύγχρονες κοινωνίες, ως όρος δηλωτικός της κοινωνικής διαστρωμάτωσης χρησιμοποιείται η «τάξη», που όμως συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά με οικονομικές προϋποθέσεις. Εξαιτίας της διαφορετικής διαμόρφωσης των αρχαίων κοινωνιών, ο όρος αυτός για την εξέταση της χριστιανικής κοινότητας της Κορίνθου του πρώτου μεταχριστιανικού αιώνα είναι τελείως αδόκιμος, αν όχι παραπλανητικός. Οι κοινωνιολόγοι, εξετάζοντας τη διαστρωμάτωση των κοινωνιών κατά την ελληνορωμαϊκή εποχή, διακρίνουν τρεις διαφορετικές μορφές κατάταξης σ’ αυτές: «τάξη», «ordo» και κοινωνική κατάσταση.

Η πρώτη δεν μπορεί να μας χρησιμεύσει, γιατί καθορίζεται σε σχέση είτε με τα μέσα παραγωγής (Μαρξ) είτε με όρους αγοράς (Weber). Καμιά από αυτές τις οριοθετήσεις δε βοηθά στην προσπάθεια περιγραφής του πρώιμου Χριστιανισμού, γιατί και οι δύο κατατάσσουν μαζί ομάδες που στις αρχαίες κοινωνίες θεωρούνταν διαφορετικές. Έπειτα σ’ εκείνες τις κοινωνίες το εισόδημα δεν είναι το μόνο, ούτε καν το κυρίαρχο στοιχείο κατάταξης. Η ordo, από την άλλη μεριά, χρησιμοποιείται για τη διαστρωμάτωση στην αυτοκρατορική ρωμαϊκή κοινωνία και ήταν νομικά κατοχυρωμένη. Δύο είναι οι βασικότερες διαβαθμίσεις στην ανώτερη κλίμακα: η ordo senatorius (γερουσιαστές) και η ordo equester (ιππείς), ενώ στις άλλες διαβαθμίσεις ανήκαν οι τοπικές αρχές, οι πληβείοι και η ordo libertinorum (απελεύθεροι). Και αυτή όμως η οριοθέτηση δεν έχει το εύρος που απαιτείται για τα είδη των ομάδων που θα εξετάσουμε.

Αυτό μας οδηγεί στην τρίτη κατηγορία, την «κοινωνική κατάσταση», που σύμφωνα με τον Meeks είναι γενικά η πιο χρήσιμη για να σχηματίσουμε μια εικόνα για τη διαστρωμάτωση στις ελληνορωμαϊκές πόλεις και, που μπορούμε να πούμε, εμπεριέχει τις δυο προηγούμενες. Πρόσφατα, οι περισσότεροι κοινωνιολόγοι, αρνούμενοι να αποδεχθούν ότι η κοινωνική θέση ενός ατόμου είναι μια μονοσήμαντη κατηγορία, έφτασαν στο συμπέρασμα ότι η κοινωνική διαστρωμάτωση είναι ένα πολυδιάστατο φαινόμενο.

Έτσι, όταν κάποιος προσπαθεί να περιγράψει την κοινωνική θέση ενός ατόμου ή συνόλου, θα πρέπει να σκιαγραφήσει τη θέση του παράλληλα με τη καθεμιά από τις σχετικές διαστάσεις. Ο πλούτος ή το εισόδημα, η συμμετοχή στα κέντρα εξουσίας, η κοινωνική αξιολόγηση του επαγγέλματός του, η μόρφωση και οι γνώσεις, η θρησκευτική και λατρευτική αξιολόγηση, η οικογένεια και η εθνική ομάδα στην οποία ανήκει, αλλά και η θέση στην τοπική κοινωνία, είναι παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη στην κατάταξη ενός ατόμου. Με τον τρόπο αυτό η γενική κοινωνική κατάστασή του θα είναι η συνισταμένη της θέσης του από όλες τις προαναφερθείσες διαστάσεις.

 

Το παρόν άρθρο είναι από το βιβλίο του Δημήτρη Κ. Πασσάκου «Ευχαριστία και Ιεραποστολή», Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.