του Ιωάννη Πλεξίδα
Όταν επρόκειτο να δημοσιεύσουμε «Το κόμμα Ιωάννου», εκφράσαμε τους φόβους μας στον αγαπητό φίλο και συνάδελφο Κωνσταντίνο Μπαλωμένο, το κατά πόσο δηλαδή, θα μπορούσε να γίνει κατανοητό από το ευρύ αναγνωστικό κοινό του «Αντιαιρετικού» ένα δύσκολο και μάλλον «δύσπεπτο» άρθρο. Και αυτός με την γνωστή οξυδέρκεια που τον διακρίνει και την μοναδική δομή του λόγου που κατέχει, μας είπε το εξής αμίμητο που παραμένει πάντα χαραγμένο στην μνήμη μας: «Χρήστο, ανάμεσα στα άλλα άρθρα σου θα λάμπει και ένα μικρό διαμάντι».Ένα ανάλογο διαμάντι, πολύ μεγαλύτερου βεληνεκούς βέβαια, έχουμε την τιμή να φιλοξενούμε σήμερα στις σελίδες του «Αντιαιρετικού». Μας το διέθεσε - και τον ευχαριστούμε γι' αυτό - ο κ. Ιωάννης Πλεξίδας, Διδάκτορας Δογματικής Θεολογίας και Διδάκτορας Φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας ο οποίος έχει δημιουργήσει τις Εκδόσεις «Λογείον» www.logeionbooks.blogspot.com Ο πλήρης τίτλος του είναι «Η εσφαλμένη χρήση των όρων ‘φύση’ και ‘πρόσωπο’ ως αιτία αιρετικών αποκλίσεων. Η κριτική του Boethius στο Νεστόριο και στον Ευτύχιο». Βέβαια οφείλουμε να ομολογήσουμε πως δεν είναι προσιτό στον καθένα. Αλλά όποιος θελήσει να το εντρυφήσει θα χαρεί την γοητεία του και την μοναδική λάμψη του. Άλλωστε όπως έλεγαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας «ου παντός πλειν ες Κόρινθον»....
Ακολουθεί η παράθεση του άρθρου:
Η κριτική του Boethius[1] στο Νεστόριο και στον Ευτύχιο
Η εννοιολογική αποσαφήνιση των όρων ‘φύση’ και ‘πρόσωπο’, ειδικότερα δε η αντιομωνυμιακή περιχαράκωσή τους, δηλαδή η εννοιολογική μονοσήμανσή τους, υπήρξε η μεγαλύτερη μέριμνα των εκκλησιαστικών συγγραφέων[2]. Σε αυτή την προοπτική της μονοσήμανσης των εννοιών θα κινηθεί και ο Boethius, αντιδιαστέλλοντας μάλιστα τους δύο όρους. Θα επιχειρήσει να οριοθετήσει εννοιολογικά τους όρους ‘φύση’ και ‘πρόσωπο’, ακολουθώντας τη ‘via media’ των εκκλησιαστικών συγγραφέων[3], στην προσπάθειά του να ανατρέψει τις ακραίες ερμηνείες του Νεστόριου και του Ευτύχιου[4].
Σε ό, τι αφορά στην έννοια της ‘φύσης’ δε θα δυσκολευτεί ιδιαίτερα. Θα παραθέσει μια σειρά από ορισμούς[5], επισημαίνοντας ιδιαίτερα τη σημασία εκείνη σύμφωνα με την οποία η φύση ή η ουσία είναι δηλωτική ενός συγκεκριμένου είδους, είναι η ειδοποιός διαφορά του είδους, είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία κατορθώνεται το πέρασμα από το γένος στο είδος. Προκειμένου να καταστήσει εύληπτα τα όσα αναφέρει, χρησιμοποιεί το παράδειγμα της φυσικής διαφοράς του χρυσού από το ασήμι[6]. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι η φυσική αυτή διαφοροποίηση που αναφέρει ο Boethius υπάρχει στην περίφημη ‘Εισαγωγή’ του Πορφύριου, όπου κατορθώνεται ένας εννοιολογικός συγχρωτισμός των δέκα ‘Κατηγοριών’ του Αριστοτέλη με τη φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα και τις πέντε νεοπλατωνικές φωνές[7] . Αυτός ο ορισμός της φύσης, ο οποίος παρατίθεται από το Boethius τελευταίος στη σειρά των ορισμών, υιοθετείται τόσο από τους Καθολικούς όσο και από το Νεστόριο.
Αν η εννοιολογική οριοθέτηση της φύσης υπήρξε μια σχετικά ανώδυνη υπόθεση, τα πράγματα γίνονται ιδιαίτερα πολύπλοκα αναφορικά με την έννοια του προσώπου[8]. Δεδομένου ότι κάθε φύση έχει και πρόσωπο[9], φαίνεται να είναι ασαφή τα όρια της διάκρισής τους. Ο Boethius μέσα από μια σειρά συλλογισμών θα καταλήξει σε δύο βασικά συμπεράσματα: η έννοια του ‘προσώπου’ [persona] αποδίδεται στις επιμέρους υπαρκτικές φανερώσεις της κοινής φύσης και μόνο στα έλλογα όντα, και θα ορίσει το πρόσωπο ως εξής: «…naturae rationabilis individua substantia»[10]. Ο Boethius δε θα παραλείψει να αναφερθεί και στη χρήση του όρου ‘πρόσωπο’ από τους Έλληνες. Οι Έλληνες, θα πει, χρησιμοποιούν τον όρο ‘υπόσταση’ προκειμένου να περιγράψουν αυτό που οι Λατίνοι ορίζουν ως ‘πρόσωπο’ [persona]. Θα επιχειρήσει μια ετυμολογική ανάλυση του όρου ‘πρόσωπο’[11] στην προσπάθειά του να συνδέσει τη σημασία του όρου ‘πρόσωπο’ [persona] με την έννοια της ‘υπόστασης’[12], όπως αυτή εμφανίζεται αρχικά στον Αριστοτέλη και στη συνέχεια υιοθετείται από τους Έλληνες θεολόγους[13]. Είναι σαφές ότι ο Boethius επιθυμεί να κινηθεί, και το κατορθώνει, στα όρια της Αριστοτελικής φιλοσοφίας, όπως αυτά νοούνται στο λογικό σύγγραμμα του Αριστοτέλη ‘Κατηγορίες’, μέσα από την οπτική του νέο-πλατωνικού φιλοσόφου Πορφύριου, όπως αυτή διαμορφώνεται στην περίφημη ‘Εισαγωγή’ του[14]. Θεωρεί ότι η ελληνική γλώσσα με το πλουσιότερο λεξιλόγιό της[15] μπορεί να αποδώσει τα σημαινόμενα των εκάστοτε θεολογικών όρων και μπορεί επιπροσθέτως με τη χρήση των λογικών κατηγοριών ως θεωνυμικών εργαλείων, να άρει τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις του θεολογικού οικοδομήματος των δύο αιρετικών συγγραφέων. Η χρήση του όρου ‘υπόσταση’ από τους Έλληνες, θα πει ο Boethius, γίνεται επειδή οι υποστάσεις βρίσκονται κάτω από τα είδη στη λογική αλυσίδα[16] των γενών-ειδών. Οι υποστάσεις είναι τα έσχατα σκαλοπάτια αυτής της λογικής αλυσίδας. Για το λόγο αυτό ονομάζονται και ‘άτομα’, επειδή δεν είναι επιπλέον τμητά[17]. Πρέπει να επισημάνουμε, σε ό,τι έχει να κάνει με τους Έλληνες εκκλησιαστικούς συγγραφείς, ότι αποφεύχθηκε αρχικά η χρήση του όρου ‘πρόσωπο’ διότι κάτι τέτοιο θα οδηγούσε σε αιρετικές αποκλίσεις. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Σαβέλλιου ο οποίος χρησιμοποιώντας τον όρο ‘πρόσωπο’, με την αρχαιοελληνική σημασία του ‘προσωπείου’, αναφέρθηκε στους τρεις ρόλους του Θεού, εννοώντας τα τρία πρόσωπα[18]. Στη συνέχεια οι Καππαδόκες πατέρες ταύτισαν τις έννοιες ‘υπόσταση’ και ‘πρόσωπο’[19]. Αυτή η εννοιολογική μονοσήμανση αποτέλεσε κοινό τόπο για όλους τους μετέπειτα εκκλησιαστικούς συγγραφείς[20]. Η έννοια του ‘προσώπου’ θεωρήθηκε μερικότερη της έννοιας της ‘υπόστασης’. Κάθε πρόσωπο είναι και υπόσταση, αλλά κάθε υπόσταση δεν είναι απαραίτητα και πρόσωπο. Το πρόσωπο προϋποθέτει την καθ’ αυτό ύπαρξη, δεδομένου ότι ο προσωπικός τρόπος δράσης προϋποθέτει το σωματικό εντοπισμό. Η έννοια του προσώπου, τελικά, συνδέεται με την ιδιωματική ενέργεια[21]. Η ιδιοσυστασία της ατομικής ύπαρξης, η οποία διαφοροποιεί το συγκεκριμένο από το καθολικό και συγχρόνως εκφράζει την ανομοιότητα και τη μοναδικότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου σε σχέση με όλους τους άλλους, συνίσταται στον προσωπικό τρόπο δράσης, στην υποστατική φανέρωση των φυσικών ιδιοτήτων, γι’ αυτό και «…υπόστασις απρόσωπος ουκ έστι»[22].
Ο Boethius θα ξεκινήσει την κριτική του από το Νεστόριο. Ο Νεστόριος[23] υποστήριζε ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις, πράγμα το οποίο αποδεχόταν και ο Boethius, αλλά συγχρόνως ισχυριζόταν ότι ο Χριστός είχε και δύο πρόσωπα[24]. Ο Νεστόριος δεν μπορούσε να αποδεχθεί την ουσιαστική ένωση των δύο φύσεων του Χριστού. Εισήγαγε μια δυαδικότητα την οποία δεν κατόρθωσε να ξεπεράσει[25]. Για το Νεστόριο υπήρχαν δύο πρόσωπα[26], τα οποία δεν ενώθηκαν ποτέ πραγματικά. Ο Θεός Λόγος απλώς έκανε τον άνθρωπο Ιησού κατοικητήριό του. Ο Ιησούς, τελικά, δεν ήταν Θεός παρά θεοφόρος. Αυτός ο παράδοξος τρόπος ένωσης των δύο φύσεων που προκρίνει ο Νεστόριος, ένωση την οποία οι Έλληνες φιλόσοφοι ονόμαζαν ‘κατά παράθεση’[27], δε γίνεται αποδεκτός από το Boethius διότι η γέννηση του Χριστού δεν προσφέρει κάτι περισσότερο στην ανθρωπότητα από τη γέννηση οποιουδήποτε άλλου παιδιού[28].
Στην περίπτωση του Ευτύχιου, ο οποίος υπήρξε ο εισηγητής του μονοφυσιτισμού, τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Το λάθος του Ευτύχιου εκπηγάζει από το ίδιο σημείο που εκπηγάζει και το λάθος του Νεστόριου[29]. Η μη ορθή κατανόηση των όρων ‘φύση’ και ‘πρόσωπο’ και του τρόπου ύπαρξής τους, στην περίπτωση του Νεστόριου είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη αντίληψη ότι ο Χριστός είχε δύο πρόσωπα, ενώ στην περίπτωση του Ευτύχιου, δεδομένου ότι, ορθά, υποστήριζε την ύπαρξη ενός προσώπου, είχε ως αποτέλεσμα την εσφαλμένη αντίληψη ότι ο Χριστός είχε μία φύση[30]. Ο Ευτύχιος αποδεχόταν την ύπαρξη δύο φύσεων πριν από την ένωση, αλλά μία φύση μετά την ένωση[31]. Η ανθρώπινη φύση έπαυε να υπάρχει μετά την ένωσή με το Θεό, απορροφιέται από τη θεϊκή φύση και χάνεται[32]. Ο Boethius δεν αποδεχόταν αυτό τον τρόπο της ένωσης των δύο φύσεων, σύμφωνα με τον οποίο εξαφανιζόταν η ανθρώπινη φύση. Ακολουθώντας πιστά την Αριστοτελική προβληματική, όπως αυτή αναπτύσσεται στο βιβλίο του Αριστοτέλη ‘Περί γενέσεως και φθοράς’[33], αποκλείει τόσο το ενδεχόμενο η θεϊκή φύση να μεταβληθεί σε ανθρώπινη όσο και το ενδεχόμενο η ανθρώπινη φύση να μεταβληθεί σε θεϊκή ή να υπάρξει μία σύνθετη φύση από Θεό και άνθρωπο[34]. Ο Boethius θα υποστηρίξει ότι ο Χριστός είχε μία υπόσταση και δύο φύσεις[35].
Ο Boethius κατόρθωσε να ανατρέψει το φιλοσοφικό υπόβαθρο των θεολογικών κατηγοριών τόσο του Νεστόριου όσο και του Ευτύχιου, χρησιμοποιώντας τις Αριστοτελικές ‘Κατηγορίες’ από τη μια μεριά και την νεοπλατωνική επεξεργασία τους από την άλλη[36]. Το θεολογικό του πρόταγμα προϋποθέτει τη φιλοσοφία η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί απρόσκοπτα από ένα Χριστιανό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά τον αποκαλυπτικό χαρακτήρα της αλήθειας και την αυθεντία των Γραφών[37].
Υποσημειώσεις:
[1] Ο Anicius Manlius Severinus Boethius γεννήθηκε στη Ρώμη το 480μ.Χ. και πέθανε στην Παβία γύρω στο 525 μ.Χ. Ήταν Ρωμαίος πολιτικός και φιλόσοφος. Φιλοδοξούσε να μεταφράσει στη λατινική γλώσσα το σύνολο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, φιλοδοξία που πραγματοποιήθηκε μόνο εν μέρει. Υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας. Έχει γράψει κείμενα σχετικά με την επιστήμη των μαθηματικών και την επιστήμη της γεωμετρίας (De Institutione Arithmetic Libri II, Geomettrica Euclidis a Boethio in Latinum Translata, De Geometri), κείμενα σχετικά με τη μουσική (De Institutione Music Libri V) έχει μεταφράσει και σχολιάσει αρκετά κείμενα του Αριστοτέλη και του νέο-Πλατωνικού φιλοσόφου και σχολιαστή Πορφυρίου. Επιπλέον έχει γράψει κείμενα που αφορούν στην επιστήμη της λογικής (De Categoricis Syllogismis, Introductio ad Syllogismos Categoricos, De Differentis). Τα θεολογικά έργα του περιορίζονται σε πέντε πραγματείες (De Trinitate, Liber contra Eutychen et Nestorium, De Fide Catholica, De Hebdomadibus, Utrum Pater et Filius et Spiritus Sanctus). Το σπουδαιότερο έργο του Boethius θεωρείται το κείμενο που έγραψε κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, τους τελευταίους μήνες της ζωής του, με τίτλο ‘De Consolatione Philosophiae’. Το 523 μ.Χ. θεωρήθηκε ότι μαζί με το φίλο του Αλβίνο συνεργαζόταν με το Βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστίνο κατά του Οστρογότθου βασιλιά της Ιταλίας Θεοδώριχου. Φυλακίστηκε στην Παβία και εκτελέστηκε τον επόμενο χρόνο. Η καθολική εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο με το όνομα του Σεβερίνου.
[2] Βλ. Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 76.58-61: «Quoniam vero in tota quaestione contrariarum sibimet αιρέσεων (ελληνικά στο κείμενο) de personis dubitatur atque naturis (η υπογράμμιση δική μου), haec primitus definienda sunt et propriis differentiis segreganda». Για τα κείμενα του Boethius χρησιμοποιήσαμε την έκδοση των H. F. Stewart, E. K. Rand S. J. Tester, σειρά: Loeb Classical Library, Harvard University Press, 2003. Πρβλ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως, μζ΄, σ. 112. 39-40, Kotter II: «Αλλά τούτο έστι το ποιούν τοις αιρετικοίς την πλάνην, το ταυτόν λέγειν την φύσιν και την υπόστασιν», Λεόντιος Βυζάντιος, Σχόλια, P.G. 86, 1193A: «Αναγκαίον έστι, μέλλοντας ημάς αιρέσεων επιμνησθήναι, πρώτον περί τεσσάρων τινών εν ταις των Πατέρων χρήσεσι διαλαβείν. Εισί δε αύται, φύση, φύσις, υπόστασις, πρόσωπον».
[3] Βλ. Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 76. 54-58: «…Christianae medietatem fidei temperabo», σ. 120.74-76: «Mediaque est haec inter duas haereses via sicut virtutew quoque medium tenent».
[4] Για τη χρόνο της συγγραφής της συγκεκριμένης πραγματείας βλ. McKinlay A., Stylistic tests and the Chronology of the Works of Boethius, στο περιοδικό: Harvard Studies in Classical Philology, τεύχος 18, 1907, σσ. 123-156.
[5] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σσ. 76-81, ιδιαίτερα σ. 78.8-10: «…natura est earum rerum quae, cum sint, quoquo modo intellectu capi possunt», σ. 78.25-26: «natura est vel quod facere vel quod pati possit», σ. 80. 41-42: «…natura est motus principium per se non per accidens», σ. 80. 57-58: «…natura est unam quamque rem informans specifia differentia», Πρβλ. Θωμάς Ακινάτης, Περί του όντος και της ουσίας, Αθήνα, εκδόσεις Δωδώνη, 1998, μτφρ. Τζαβάρας Γιάννης, σ. 53-54: «Η φύση ονομάζεται και με ένα άλλο όνομα: φύση, όταν η φύση εκλαμβάνεται σύμφωνα με τον πρώτο από εκείνους τους τέσσερις τρόπους, τους οποίους αναφέρει ο Βοήθιος στο βιβλίο Περί των δύο φύσεων. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο ονομάζονται φύση όλα εκείνα που μπορούν με κάποιο τρόπο να συλληφθούν από την νόηση […secundum scilicet quod natura dicitur omne illud quod intellectu quoquo modo capi potest ]».
[6] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 80.53-56: «Est etiam alia signification naturae per quam dicimus diversam esse naturam auri atque argenti in hoc proprietatem rerum monstrare cupientes…».
[7] Πορφύριος, Εισαγωγή ή Περί πέντε Φωνών, Porphyrii isagoge et in Aristotelis categorias commentarium,
[8] Για τα προβλήματα σχετικά με την έννοια του προσώπου στη δυτική σκέψη βλ. Hadot P., De Tertullien à Boèce. Le développement de la notion de la personne dans le controverses théologiques, στο I. Meyerson [Editor], Problèmes de la personne, Paris, εκδόσεις The Hague, 1973, École Pratique des Hautes Études, VIè section, Congrès et Colloques 13.
[9] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 82.2-3: «Si enim omnis habet natura personam…».
[10] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 84.1-5: «Quocirca si persona in solis substantiis est atque in his rationabilibus substantiaque omnis natura est nec in universalibus sed in individuis constat, reperta personae est definition: naturae rationabilis individua substantia».
[11] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 86.14-16: «Graeci quoque has personas πρόσωπα [ελληνικά στο κείμενο] vocant ab eo quod ponantur in facie atque ante oculos obtegant vultum: παρά του προς τους ώπας τίθεσθαι [ελληνικά στο κείμενο]», πρβλ. Ζηζιούλα Ιωάννου. Από το προσωπείο στο πρόσωπο. Η συμβολή της πατερικής θεολογίας στην έννοια του προσώπου, Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, 1977, σ. 290.
[12] Hail C. Douglas, The Trinity. An Analysis of St. Thomas Aquinas’ Expositio of the De Trinitate of Boethius,
[13] Marenbon John, Boethius,
[14] Για τη χρήση της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας στη Δύση βλ. Gersh S., Middle Platonism and Neo-Platonism: The Latin tradition, Notre Dame,
[15] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 86.23-29: «Longe vero illi [εννοείται οι Έλληνες] signatius naturae rationabilis individuam subsistentiam υποστάσεως [ελληνικά στο κείμενο] nominee vocaverunt, nos vero per inopiam significantium vocum translaticiam retinuimus nuncupationem, eam quam illi υπόστασιν [ελληνικά στο κείμενο] dicunt personam vocantes; sed peritior Graecia sermonum υπόστασιν [ελληνικά στο κείμενο] vocat individuam susistentiam».
[16] Για τη χρήση του όρου ‘λογική αλυσίδα’ βλ. Ματσούκας Νίκος, Θεωρία και πράξη κατά την Αριστοτελική φιλοσοφία, ανάτυπο από τα Αριστοτελικά, Θεσσαλονίκη, 1980, σ. 179.
[17] Ιωάννης Δαμασκηνός, Διαλεκτικά, §11.7-12, Kotter I: «Άτομον δε κυρίως λέγεται, όπερ τέμνεται μεν, ου σώζει δε μετά την τομήν το πρώτο είδος, ώσπερ Πέτρος τέμνεται εις ψυχήν και σώμα, αλλ’ ούτε η ψυχή καθ’ αυτήν έστι τέλειος άνθρωπος ή Πέτρος τέλειος ούτε το σώμα. Περί τούτου του ατόμου παρά τοις φιλοσόφοις ο λόγος, όπερ επί της ουσίας δηλοί την υπόστασιν».
[18] Στεφανίδου Βασίλειου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Αθήνα, εκδόσεις Αστήρ, 20007 (19582), σ. 167: «Ο Σαβέλλιος μετεχειρίζετο μεν τον όρο ‘τρία πρόσωπα’, αλλά ενόει αυτά ως ρόλους, ως προσωπίδας, ήτοι το εν και το αυτό πρόσωπον παρουσιάσθη ως πατήρ, κατά την νομοθεσίαν της Παλαιάς Διαθήκης, ως υιός εν τω Ιησού Χριστώ και ως άγιον πνεύμα». Ο Σαβέλλιος εκτός από τον όρο ‘πρόσωπο’ χρησιμοποιούσε και τον όρο ‘ονόματα’, βλ. Επιφάνιος Σαλαμίνου, Πανάριον, Αθήνα, έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, σειρά: Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων, 1997, σ. 321.10-16: «Δογματίζει γαρ ούτος και οι απ’ αυτού Σαβελλιανοί τον αυτόν είναι Πατέρα, τον αυτόν είναι Υιόν, τον αυτόν είναι Άγιον Πνεύμα, ως είναι εν μία υποστάσει τρεις ονομασίας, ή ως εν ανθρώπω σώμα ως ειπείν τον Πατέρα, ψυχήν δε ως ειπείν τον Υιόν, το πνεύμα δε ως ανθρώπου, ούτως και το Άγιο Πνεύμα εν τη θεότητι».
[19] Για τις φιλοσοφικές προϋποθέσεις αυτής της εννοιολογικής ταύτισης των εννοιών ‘φύση’ και ‘πρόσωπο’ από τους Καππαδόκες πατέρες βλ. Γιανναράς Χρήστος, Το πρόσωπο και ο Έρως, Αθήνα, εκδόσεις Δόμος, 19925 (19701, Το οντολογικό περιεχόμενο της θεολογικής έννοιας του προσώπου, διδακτορική διατριβή), σσ. 31-34.
[20] Μάξιμος Ομολογητής, Όροι διάφοροι, P.G. 91, 152A: «Υπόστασις και πρόσωπον, ταυτόν», Λεόντιος Βυζάντιος, Σχόλια, P.G. 86, 1193A: «Υπόστασιν δε, ήτοι πρόσωπον καλούσιν, όπερ οι φιλόσοφοι άτομον ουσίαν λέγουσιν», Αναστάσιος Σιναΐτης, Οδηγός, P.G. 89, 57C-60A: «Υπόστασις ουν έστι κατά την εκκλησιαστικήν και αποστολικήν παράδοσιν το πρόσωπον».
[21] Ιωάννης Δαμασκηνός, Φιλόσοφα, §11.40-42, Kotter I: «Πρόσωπον έστιν, ο δια των οικείων ενεργημάτων τε και ιδιωμάτων αρίδηλον και περιωρισμένην των ομοφυών αυτού παρέχεται ημίν την εμφάνειαν».
[22] Ιωάννης Δαμασκηνός, Περί πίστεως κατά Νεστοριανών, §21.1-6, Kotter IV.
[23] Chadwick H., Boethius. The Consolations of Music, Logic, Theology and Philosophy,
[24] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 92.9-11: «Hanc in Christo Nestorius duplicem esse constituit eo scilicet traductus errore, quod putaverit in omnibus naturis dici posse personam».
[25] Ματσούκας Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄. Έκθεση της ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική Χριστιανοσύνη, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Π. Πουρναρά, σειρά: Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη, αρ. 3, 1992, σ. 250.
[26] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 92.16-22: «…sequitur ut duae videantur esse personae…».
[27] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 94.26-27: «Quem coniunctionis Graeci modum κατά παράθεσιν [ελληνικά στο κείμενο] vocant».
[28] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 96.60-78: «Quid vero novi per adventum salvatoris effectum est? ...» και σ. 98.112-113: «Non est igitur salvatum genus humanum, nulla in nos salus Christi generatione processit…», πρβλ. Γρηγόριος Θεολόγος, Επιστολή 101, Source Chrétiennes, τόμος 208, 32.2-3: «Το γαρ απρόσληπτον, αθεράπευτον, ο δε ήνωται Θεώ τούτο και σώζεται».
[29] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 100.7-8: «Huius error ex eodem quo Nestorri fonte prolabitur».
[30] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 102.16-20: «Itaque Nestorius recte tenens duplicem in Christo esse naturam sacrilege confitetur duas esse personas; Eutyches vero recte credens unam esse personam impie credit unam quoque esse naturam».
[31] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 102.22-23: «…ait duas se confiteri in Christo naturas ante adunationem, unam vero post adunationem», και σ. 122.93-95: «Quia vero Paulo ante diximus Eutychen confiteri duas quidem in Christo ante adunationem naturas, unam vero post adunationem…», πρβλ. Ευάγριος Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, P.G. 862, 2445A: «Ειρήκει γαρ (εννοείται ο Ευτύχιος)˙ ομολογώ εκ δύο φύσεων γεγενήσθαι τον Κύριον ημών προ της ενώσεως, μετά δε την ένωσιν μίαν φύσιν ομολογώ».
[32] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 112.83-84, 114.85-87: «At hi ita ex duabus quidem naturis Christum consistere, in duabus vero minime, hoc scilicet intendentes, Quoniam quod ex duabus consistit ita unum fieri potest, ut illa ex quibus dicitur constare non maneant;».
[33] Αριστοτέλης, Περί γενέσεως και φθοράς, 314b7-315a3 και 328a19-b14.
[34] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 108.10-14 και 15-27, σ. 112.83-84, 114.85-99, σ.114.103-109: «Nunc illud est manifestum convictam esse Eutychis sententiam eo nominee, quod cum tribus modis fieri possit, ut ex duabus naturis una subsistat, ut aut divinitas in humanitatem translata sit aut humanitas in divinitatem aut utraque permixta sint, nullum horum modum fieri potuisse superius dicta argumentatione declaratur», Πρβλ. Ιωάννης Δαμασκηνός, Κατά ακεφάλων, §1.15-18, Kotter IV: «…ο δε Χριστός, ως είπον, τέλειος έστι θεός και τέλειος άνθρωπος και όλος θεός και όλος άνθρωπος. Διό ου μία έστι σύνθετος φύσις, αλλά μία υπόστασις εν δυσί φύσεσι γνωριζομένη και δύο φύσεις εν μία συνθέτω υποστάσει».[35] Boethius, Contra Eutychen et Nestorium, σ. 120.91-92, 122.93: «…restat ut ea sit vera quam fide catholica pronuntiat geminam substantiam sed unam esse personam».
[36] Marenbon John, Boethius, οπ.π. σ. 76.
[37] Boethius, De fide Catholica, σ. 52.1-2: «Christianam fidem novi ac veteris testamenti pandit auctoritas».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Συγχαρητήρια για το άρθρο! Όντως έχει διαφορετικό ύφος από τα υπόλοιπα, βοηθά πάντως στο να αγγίξουμε κάποιες λεπτές έννοιες, έστω και αν δεν βρισκόμαστε σε υψηλό θεολογικό επίπεδο.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜου άρεσε η πρόταση με την οποία κλείνει το κείμενο. Ναι μεν ο Χριστιανισμός δεν υποτάσσεται σε κάποιας μορφής φιλοσοφία (όπως μερικοί πλανεμένοι του προσάπτουν), αλλά σε διάφορες φάσεις της ιστορίας επιστράτευσε και τη φιλοσοφία για να πολεμηθούν πλάνες που είχαν (δήθεν) ισχυρό φιλοσοφικό υπόβαθρο.
Εγώ στους Μάρτυρες του Ιεχωβά, εκτός πολλών άλλων, προτάσσω την απλή λογική του Θεού. Πως μπορεί να γίνει ανάσταση όλων των γενεών επάνω στη γη, όταν σήμερα δεν χωράει στη γη η μία γενεά, η σημερινή. Η ανάσταση είναι πνευματική, όπως λέει ο Χριστός, στους άπειρους ουρανούς της αθανασίας του Θεού.
ΑπάντησηΔιαγραφή