Δεν γνωρίζουμε πολλά για την αρχιτεκτονική
διαμόρφωση των αρχαίων Χριστιανικών Εκκλησιών. Διότι ως γνωστόν, λόγω των
διωγμών που υφίστατο ο Χριστιανισμός από την Ρωμαϊκή εξουσία, οι Χριστιανοί εύρισκαν
καταφύγιο σε υπόγειους χώρους κάτω από τη γη, τις λεγόμενες κατακόμβες (κατά +
κύμβη = τάφος), οι οποίες δεν ήταν τίποτα άλλο, παρά υπόγεια Ρωμαϊκά
νεκροταφεία. Συγκεντρώνονταν όμως σ’ αυτές, ορισμένες μέρες, όχι για να
τελέσουν την συνήθη λατρεία δηλαδή την Θεία Ευχαριστία, όπως νομίζουν πολλοί,
αλλά προς τιμή ενός ή περισσοτέρων μαρτύρων...
Οι
συγκεντρώσεις αυτές ονομάσθηκαν Εκκλησίες από την σημασία της αρχαίας λέξεως
την Εκκλησία του Δήμου, την κύρια δημοκρατική συνέλευση της πόλης – κράτος των
Αθηνών που πραγματοποιούνταν στο
λόφο της Πνύκας, στην Αγορά ή στο Θέατρο του Διονύσου. Ο Παύλος ήδη χαιρετίζει στις
επιστολές του τις «κατ’ οίκον» Εκκλησίες: «Χαιρετήστε την Πρίσκιλλα και τον
Ακύλα, τους συνεργάτες μου εν Χριστώ Ιησού, οι οποίοι χάριν της ζωής μου
κινδύνευσαν να αποκεφαλισθούν και τους οποίους όχι μόνο εγώ ευχαριστώ αλλά και
όλες οι Εκκλησίες των Εθνών. Χαιρετήστε επίσης την Εκκλησία του σπιτιού τους» Επιστολή προς Ρωμαίους 16:5. Οι οικίες όμως, που πραγματοποιούνταν οι συγκεντρώσεις – Εκκλησίες, δεν ανήκαν όπως
είναι φυσικό και λογικό σε φτωχούς πιστούς διότι υπήρχε προφανώς έλλειψη χώρου,
αλλά σε πλούσιους και ευκατάστατους Χριστιανούς, οι οικίες των οποίων μπορούσαν
να στεγάσουν τις πρώτες δεκάδες των πιστών του Χριστιανισμού.
Από τις πρώιμες πηγές που έχουμε, οι οποίες
δεν είναι άλλες από το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων, φαίνεται πως οι
συγκεντρώσεις της πρώτης Εκκλησίας γίνονταν στο ανώγειο (υπερώο) των ιδιωτικών οικιών: «Και κάθε μέρα
προσήρχοντο όλοι με μια ψυχή στο ναό, έκοβαν
τον άρτο εις τις οικίες τους, και έτρωγαν με αγαλλίαση και απλότητα
καρδιάς, δοξολογούντες τον Θεό και αγαπώμενοι από όλο το λαό.» Πράξεις των
Αποστόλων 2:46. Οι ιδιωτικές αυτές οικίες, όπως ήταν φυσικό, ήταν κατά τόπους
διαφόρων τύπων. Στην Συρία και την Παλαιστίνη οι οικίες ήταν μονώροφοι, από
πάνω δε, είχαν ανώγειο στο οποίο μπορούσε να ανέλθει κάποιος από εξωτερική
σκάλα. Στη Μικρά Ασία, Ελλάδα και Μεσοποταμία επικρατούσε ο Ελληνιστικός τύπος οικίας
που έφερε αίθριο δηλαδή
υπαίθριο χώρο που είχε κίονες, οι οποίοι συγκρατούσαν υπόστεγα. Απέναντι του
αίθριου υπήρχε η καλύτερη αίθουσα της οικίας, που ονομάζονταν ανδρών.
Σ’ αυτές
τις οικίες συγκεντρώνονταν οι Χριστιανοί το βράδυ για το κήρυγμα, την κοινή
προσευχή και τα κοινά δείπνα τις περίφημες «αγάπες»,
επιβίωσις των οποίων είναι η σημερινή αρτοκλασία.
Αλλά, όταν, περί τα τέλη του 2ου αιώνα, οι Χριστιανικές κοινότητες
πολλαπλασιάστηκαν, παρέστη η ανάγκη δημιουργίας ιδιαίτερου χώρου για την
λατρεία. Αυτό έγινε και για ένα επιπλέον λόγο. Επειδή όλα αυτά γίνονταν σε
ιδιωτικούς χώρους, υπήρχαν ανάμεσα στους πιστούς και αιρετικοί που με τη στάση
τους δημιουργούσαν προβλήματα. Έτσι κατεβλήθει η προσπάθεια να συνέρχονται οι
Χριστιανοί σε χώρους αναγνωρισμένους και ελεγχόμενους από την Εκκλησία, προς
αποφυγή αταξιών.
Ο χώρος
όμως αυτός τον 2ο αιώνα μ.Χ. δεν ήταν κάποιος ιδιαίτερος ναός που
είχε κτιστεί αποκλειστικά γι’ αυτό το σκοπό δηλαδή αναφορικά με τα της θείας
λατρείας, αλλά κάποια αίθουσα που είχε παραχωρηθεί από κάποιο πλούσιο ιδιώτη ή
την κοινότητα, η οποία όμως ήταν μόνιμα παραχωρημένη για λατρευτικούς σκοπούς,
όπως μας πληροφορεί και ο Ωριγένης: «ο σταθερός χώρος ο οποίος αποτελεί την
συγκέντρωση των επί τω αυτώ πιστευόντων …» Περί Ευχής 31:6. Αλλά και οι
Κλημέντιες Αναγνωρίσεις, γράφουν για την καθιέρωση σε Εκκλησία της κατοικίας
του Χριστιανού Θεόφιλου.
Περί το
200 μ.Χ. ο κοινός αυτός χώρος που προορίζεται αποκλειστικά για τη λατρεία
ονομάσθηκε «Εκκλησία» – όπως μας πληροφορεί ο Τερτυλλιανός – με την έννοια
πλέον όχι της συγκέντρωσης, αλλά του χώρου στον οποίον λάμβανε χώρα η
συγκέντρωση. Άλλες ονομασίες που χρησιμοποιήθηκαν για το χώρο αυτό είναι και οι
παρακάτω: «Κυριακόν» από το Κύριος ή «Dominicum» από το
Λατινικό Dominus = Κύριος, όπως μας παραδίδει ο Κυπριανός, «domus dei» = οίκος του Θεού, σύμφωνα με τον Ιππόλυτο, αλλά και «οίκος Κυρίου» και
τέλος ως «sacraria» = ιερά όπως καλεί την Εκκλησία ο Μινούκιος Φήλιξ. Μορφολογικά οι
Εκκλησίες αυτές (Ναοί) δεν διέφεραν σε τίποτα, από τις υπόλοιπες αστικές
οικίες, δεν είχαν δηλαδή οικοδομηθεί με κάποιο ιδιαίτερο ρυθμό = τρόπο ή δεν έφεραν κάποια
ιδιαίτερα χαρακτηριστικά με σκοπό να ξεχωρίζουν από τα υπόλοιπα κτίσματα, για
λόγους καθαρά ασφαλείας των Χριστιανών. Οι οίκοι αυτοί γνωρίζουν ευρύτατη
εξάπλωση τον 3ο αιώνα μ.Χ.
Τέτοιου
είδους οίκος είναι και ο ανακαλυφθείς εις την περιοχή Δούρα – Ευρωπός, ο οποίος
χρονολογείται από το 250 π.Χ., μετατραπείς από ιδιωτική οικία που ήταν σε
Χριστιανικό ευκτήριο. Η Δούρα – Ευρωπός ήταν μια μικρή πόλη στα ακραία
ανατολικά σύνορα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κοντά στον ποταμό Ευφράτη, στην
εξελληνισμένη Μεσοποταμία, που κατοικήθηκε από Πέρσες επιδρομείς το 256. Η
παραπάνω, κατ’ οίκον Εκκλησία ανακαλύφτηκε από αρχαιολόγους του πανεπιστημίου
Γέηλ (Yale) και της Academie des Inscriptions, μεταξύ του 1931 και 1932.
Το
κτίριο, που είναι κοντά σε μια Συναγωγή, έχει τη μορφή ρωμαϊκής κατοικίας με
περιστύλιο, σε δυο ορόφους, με χώρους διαφόρων διαστάσεων, προορισμένους, στο
μεν ανώτερο για κατοικίες, στο δε ισόγειο για τη Χριστιανική λατρεία. Υπάρχουν
δυο ευρύχωρες αίθουσες, η πρώτη σαν τόπος λατρευτικής τέλεσης και η δεύτερη
πιθανώς ήταν χώρος για τους κατηχουμένους, την τάξη δηλαδή των πιστών που δεν
είχαν βαπτιστεί ακόμα, ενώ υπάρχουν και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως το
βαπτιστήριο κ.ά.
Ανάλογα
κτίρια με αυτό στη Δούρα – Ευρωπό υπήρχαν και στη Ρώμη που αποκαλούνταν εκτός
από «domus ecclesiae» (κατ’ οίκον Εκκλησία) και tituli. Οι ρωμαϊκοί tituli, που πήραν την ονομασία τους από τις πινακίδες της
εισόδου, με την ένδειξη του ιδιοκτήτη, ήταν ακίνητα με περισσότερα επίπεδα και
πολυάριθμα διαμερίσματα. Σύμφωνα με το Liber Pontificatis, είναι γνωστή η παρουσία στη Ρώμη είκοσι πέντε tituli, που
δραστηριοποιούνταν τον 2ο αιώνα μ.Χ. και που υφίσταντο και τον 4ο
αιώνα μ.Χ., με ικανό αριθμό κληρικών, που ήταν διανεμημένοι σε καθένα από
αυτούς.
Αρχαιολογικές έρευνες έχουν επιβεβαιώσει τις πρώτες τοπο – ονομαστικές
ενδείξεις, που εξάγονται από τις φιλολογικές πηγές, όπως είδαμε και πιο πάνω,
για την ύπαρξη κατ’ οίκον Εκκλησιών τον 2ο και 3ο αιώνα μ.Χ. (τοίχοι και ίχνη
ανακατασκευών), κάτω από τις παλαιοχριστιανικές βασιλικές του San Clemente, Sant Anastasia και Santi Giovani e Paolo. Κάτω από τη σημερινή Εκκλησία των Santi Silvestro e Martino ai Monti της ρωμαϊκής πρωτεύουσας έχει αποκαλυφθεί ο
πιθανός titulus equitii. Οι ίδιες αποκαλύψεις έγιναν επίσης κάτω από τις
σημερινές κατασκευές των παλαιοχριστιανικών βασιλικών Ρώμης San Crisogono, Santa Sabina, Santa Susana, San Sistro κ.λ.π.
Η
στέγαση της Εκκλησίας σε ιδιωτικούς οίκους μέχρι και τον 3ο αιώνα
μ.Χ. μας επιτρέπει να συμπεράνουμε, πως η εξωτερική διαμόρφωση της Θείας
Λειτουργίας δεν είχε ακόμη συντελεσθεί. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως τα πενήντα
τόσα έτη, που μεσολάβησαν από το διωγμό του αυτοκράτορα Δεκίου 250 μ.Χ. μέχρι
του Διοκλητιανού 303 μ.Χ., υπήρξαν ευεργετικά για την ναοδομία. Κατά το
διάστημα αυτό οικοδομήθηκαν αρκετές Εκκλησίες, συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαστε
από τα λεγόμενα του πατέρα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, Ευσέβιο Καισαρείας, ο
οποίο περιγράφοντας τους διωγμούς επί εποχής Διοκλητιανού αναφέρει, πως οι
Χριστιανοί «δεν αρκούνταν καθόλου στα οικοδομήματα που είχαν γίνει παλιά, αλλά
σε μεγάλη κλίμακα σε κάθε πόλη από τα θεμέλια έχτιζαν Εκκλησίες» Εκκλησιαστική
Ιστορία Η΄ 1. Αλλά και ο Λακτάντιος Νικομήδειας μας πληροφορεί πως τον 3ο
αιώνα μ.Χ. ο Διοκλητιανός είχε δει μια μεγάλη Εκκλησία από το ανάκτορό του στο
Σπλιτ της Δαλματίας. Ομοίως και ο Γρηγόριος Νύσσης, αφηγούμενος τον Βίο του
Γρηγορίου του Θαυματουργού, μαθητή του Ωριγένη, μιλάει πως ήταν κατασκευαστής
μιας μεγάλης Εκκλησίας στην Νεοκαισάρεια του Πόντου, μαζί με τα μέλη της κοινότητας,
τα οποία συμμετείχαν στην ανοικοδόμηση με προσφορές και χειρωνακτική εργασία. Δεν
υπάρχει λοιπόν αμφιβολία πως τον 3ο αιώνα μ.Χ. μεταβαίνομε από την
κατ’ οίκον Εκκλησία στην αυτοτελή Εκκλησία, ιδιαίτερα την δεύτερη
πεντηκονταετία του 3ου αιώνα μ.Χ.
Κατά την
περίοδο αυτή υπάρχουν οι προϋποθέσεις, οι οποίες επέδρασαν στην ανέγερση ιδίων
Εκκλησιών, με ιδιαίτερα πλέον χαρακτηριστικά, που δεν είναι άλλα από του ρυθμού
της βασιλικής.
Εν
πρώτοις οι «αγάπες», λόγω των ατασθαλιών που συνέβαιναν μέσα σ’ αυτές και της
κατάργησης από τους Ρωμαίους των νυκτερινών συναθροίσεων, καταργήθηκαν. Αντί
γι’ αυτές εισήχθησαν κατά το πρωί της
Κυριακής η τέλεση της Θείας Ευχαριστίας επάνω σε ξύλινο κατ’ αρχάς τραπέζι,
μετέπειτα δε σταθερό και ακίνητο. Ακολούθως ο κλήρος κατέλαβε το λεγόμενο ιερό
Βήμα, το οποίο χωρίστηκε με κάγκελα ή καταπέτασμα από το υπόλοιπο κτίριο. Η
τάξη των πιστών έμενε στη μέση του Ναού, στο οποίο τοποθετήθηκε και ο άμβωνας,
η δε τάξη των κατηχουμένων κατέλαβε το τελευταίο εναπομείναν τμήμα αυτού.
Τα
τελευταία χρόνια βρέθηκαν ναοί της περιόδου αυτής, οι οποίοι συμφωνούν με τα
ανωτέρω εκτεθέντα και δια των οποίων μαθαίνουμε την μορφή των Εκκλησιών αυτών.
Είναι οι δύο βασιλικές της Ακυληίας, που βρίσκεται στη βόρεια Αδριατική, τις
οποίες ανέσκαψε ο Gnirs (1918) και τα δύο ιερά του Σάλωνα της Δαλματίας, τα οποία ερεύνησε ο
Δανός αρχαιολόγος Dyggve.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Κωνσταντίνου Καλοκύρη: Εισαγωγή στη
Χριστιανική και Βυζαντινή Αρχαιολογία (Η Τέχνη Ανατολής & Δύσεως) Κωνσταντίνος Χαραλαμπίδης: Η Χριστιανική Τέχνη στους τρεις πρώτους αιώνες. Συλλογικός Τόμος «Ιστορία της Ορθοδοξίας, οι απαρχές του Χριστιανισμού.»
Ιωάννη Αναστασίου: Εκκλησιαστική Ιστορία
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.