Του Παναγιώτη
“ΠΛΑΝΩΝ ΕΛΕΓΧΟΣ
ΘΑΝΑΤΗΦΟΡΕΣ ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ”
Το 6ο αυτό μέρος, είναι και το τελευταίο της εκτενέστατης απάντησης που δόθηκε στους προτεστάντες, αρνητές του νηπιοβαπτισμού. Τα ζητήματα που θα μας απασχολήσουν στην παρούσα ενότητα, αφορούν:
α) Την ορθόδοξη ερμηνεία του προπατορικού αμαρτήματος.
β) Τη σχέση βαπτίσματος, νηπιοβαπτισμού και προπατορικού αμαρτήματος.
γ) Την ερμηνεία του βαπτίσματος ως σφραγίδα, απαραίτητη για την είσοδο στη Βασιλεία των Ουρανών ενηλίκων και νηπίων.
δ) Ανάλυση της θεολογίας του Γρηγορίου Νύσσης για τα αβάπτιστα νήπια και παρουσίαση μίας σημαντικής μαρτυρίας του υπέρ του νηπιοβαπτισμού.
(Υπενθυμίζουμε πως όσες φράσεις ή λέξεις τονίζονται με πράσινο χρώμα αποτελούν αυτούσια επιχειρήματα των Προτεσταντών ή παραπέμπουν σε δικές τους σκέψεις και θέσεις, όπως προκύπτουν από το εν λόγω κείμενο περί νηπιοβαπτισμού, ή και από άλλα κείμενα που έχουν αναρτήσει οι ίδιοι στις ιστοσελίδες τους).
Περιεχόμενα
- Πως ερμηνεύεται το προπατορικό αμάρτημα από την Ορθόδοξη Θεολογία;
- Το βάπτισμα (και ο νηπιοβαπτισμός) απαλλάσσει τον άνθρωπο από όσα του κληροδότησε το προπατορικό αμάρτημα.
- 1η μαρτυρία (Ιουστίνος, 110-165 μ.Χ.)
- 2η μαρτυρία (Ωριγένης, 185-254 μ.Χ.)
- 3η μαρτυρία (Κυπριανός, 200-258 μ.Χ.)
- 4η μαρτυρία (Μέγας Αθανάσιος, 295-373 μ.Χ.)
- 5η μαρτυρία (Γρηγόριος ο Θεολόγος, 329/330-390 μ.Χ.)
- 6η μαρτυρία (Μέγας Βασίλειος, 330-378 μ.Χ.)
- 7η μαρτυρία (Γρηγόριος Νύσσης, 335/340-394 μ.Χ.)
- 8η μαρτυρία (Ιωάννης ο Χρυσόστομος, 350-407 μ.Χ.)
- 9η μαρτυρία (Ισίδωρος Πηλουσιώτης (360-437 μ.Χ.)
- 10η μαρτυρία (Συμεών ο νέος Θεολόγος, 957-1035 μ.Χ.)
- Το βάπτισμα και ο νηπιοβαπτισμός ως απαραίτητη σφραγίδα εισόδου στη Βασιλεία των Ουρανών.
- Αβάπτιστα νήπια και νηπιοβαπτισμός στη θεολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης.
- Ο λόγος «Περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων» και τα αβάπτιστα νήπια.
- Τα αβάπτιστα νήπια δεν κολάζονται, ούτε όμως και στον Παράδεισο μπαίνουν.
- Το βάπτισμα είναι απαραίτητο σφράγισμα για όλους, νήπια και ενηλίκους.
- Ο Γρηγόριος Νύσσης επικυρώνει τον νηπιοβαπτισμό: μια σημαντική μαρτυρία.
- Εξέταση μιας ιδιαίτερης θεολογικής άποψης του αγίου Γρηγορίου.
- Επίλογος.
Ως εισαγωγή στην εξέταση του ζητήματος «ποια η σημασία του προπατορικού αμαρτήματος στην Ορθόδοξη Θεολογία», θα θυμίσουμε μερικά από όσα είχαμε γράψει στην εισαγωγή της εκτενούς μελέτης μας.
Οι Προτεστάντες, δυστυχώς, δεν μπόρεσαν να διαχωρίσουν τι είπε ο Αυγουστίνος για το προπατορικό αμάρτημα και τι δίδαξαν οι Ορθόδοξοι Πατέρες της Εκκλησίας. Ακόμα χειρότερα, τους βλέπουμε να παραθέτουν εδάφια από τους Πατέρες ή αποσπάσματα από τον καθ. Ρωμανίδη, για να μας δείξουν τι λένε για το προπατορικό αμάρτημα! Εμείς τους προτείνουμε να τα διαβάσουν εκείνοι, πιο προσεκτικά όμως…
Ασφαλώς η Ορθόδοξη θεολογία περί του προπατορικού αμαρτήματος, δεν περιέχει την έννοια της συνενοχής. Άρα, στο θέμα αυτό, ούτε οι υπερβολές του Αυγουστίνου δικαιώνονται από τους Πατέρες, ούτε όμως και οι ακρότητες των σημερινών πελαγιανιστών, τους οποίους, λόγω του θεολογικού ηθικισμού τους, το μόνο που τους απασχολεί είναι αν υπάρχει «ποινή» από το «θεϊκό δικαστήριο» για το προπατορικό αμάρτημα και έτσι τους αρκεί να λένε ότι «δεν καταδικάζεται από την Θεία δικαιοσύνη».
Δυστυχώς, ο ηθικισμός που τυραννά τις προτεσταντικές αιρέσεις, δεν τις αφήνει να κατανοήσουν ότι στα έργα των Πατέρων το ζήτημα δεν είναι «ποινικό» (ποια «ποινή» θα επιβληθεί για το προπατορικό αμάρτημα), αλλά οντολογικό, έχει δηλαδή σχέση με τον άνθρωπο ως ύπαρξη, και συνδέεται με τη φθορά της ίδιας της ανθρώπινης φύσης, αφού όπως λέει ο Χρυσόστομος, με το προπατορικό αμάρτημα εισήλθε στην ανθρώπινη φύση ο θάνατος και το πλήθος των παθών. Κατ’ αυτή την έννοια, ο άνθρωπος ακόμα και ως βρέφος ή νήπιο, μπορεί να μην βαρύνεται με προσωπικές αμαρτίες, νοσεί όμως στη φύση του:
«Φύσεως γαρ ου προαιρέσεως το πράγμα εστι. Γέγονεν μεν γαρ από της του πρωτοπλάστου παραβάσεως, λοιπόν δε εις φύσιν το πράγμα εξέπεσε»[1].
Άρα λοιπόν, όταν μιλάμε για την κληρονομικότητα του προπατορικού αμαρτήματος, δεν αναφερόμαστε σε συνενοχή, δεν κατηγορούμε κάθε άνθρωπο σαν να διέπραξε την ίδια αμαρτία με τον Αδάμ. Η έννοια αυτή της συνενοχής άλλωστε, σαφέστατα απορρίπτεται από την Καινή Διαθήκη:
«Δια τούτο ώσπερ δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εις τον κόσμον εισήλθεν και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω πάντες ήμαρτον άχρι γαρ νόμου αμαρτία ην εν κόσμω, αμαρτία δε ουκ ελλογείται μη όντος νόμου, αλλά εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωϋσέως και επί τους μη αμαρτήσαντας επί τω ομοιώματι της παραβάσεως Αδάμ ος εστιν τύπος του μέλλοντος» (Ρωμ. 5,12-14).
Ακόμα κι αν θέλαμε επίτηδες να παρερμηνεύσουμε το εδάφιο Ρωμ. 5,12 που λέει ότι «μέσω ενός ανθρώπου μπήκε στον κόσμο η αμαρτία», και το περίφημο «εφ’ ω πάντες ήμαρτον» να το εξηγήσουμε -όπως ο Αυγουστίνος- ως αναφορικό, ότι υπονοεί δηλαδή το όνομα του Αδάμ και να του δώσουμε τη σημασία ότι εφόσον ο προπάτορας όλων αμάρτησε άρα και όλοι εμείς αμαρτήσαμε μέσω αυτού, και πάλι είναι αδύνατον να προκύψει η έννοια της συνενοχής, διότι:
«Εβασίλευσεν ο θάνατος από Αδάμ μέχρι Μωϋσέως και επί τους μη αμαρτήσαντας επί τω ομοιώματι της παραβάσεως Αδάμ» (Ρωμ. 5,14).
Αν λοιπόν η παράβαση των πρωτοπλάστων έπρεπε να θεωρηθεί ως προσωπική αμαρτία για όλους μας, με άμεσο καταλογισμό και ενοχή μόνο και μόνο επειδή είμαστε απόγονοί του Αδάμ, τότε πως είναι δυνατόν να λέει ο Απ. Παύλος ότι υπήρξαν άνθρωποι «που δεν αμάρτησαν με τρόπο όμοιο με τον Αδάμ»;!
Άλλωστε το Ρωμ. 5,12 και το «εφ’ ω πάντες ήμαρτον», ο Χρυσόστομος δεν το ερμηνεύει «όλοι αμαρτήσαμε όπως ο Αδάμ», αλλά «όλοι κληρονομήσαμε τον θάνατο από τον Αδάμ»:
«Εφ’ ω πάντες ήμαρτον; Εκείνου πεσόντος, και οι μη φαγόντες από του ξύλου γεγόνασιν εξ εκείνου πάντες θνητοί»[2].
Η κληρονομικότητα λοιπόν, δεν αφορά αυτό καθαυτό το αμάρτημα του Αδάμ, το οποίο άλλωστε οι πρωτόπλαστοι έπραξαν με ελεύθερη βούληση. Θα ήταν και μεγάλη αντίφαση να ισχυριστούμε ότι ο ένοχος Αδάμ και ο αθώος απόγονός του, τιμωρούνται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο!
Οι τρεις θεολογικές θέσεις για το Προπατορικό Αμάρτημα που θα μας απασχολήσουν εδώ, είναι α) οι θέσεις μιας καταδικασμένης αίρεσης του 4ου αι., των λεγομένων Πελαγιανιστών (τις οποίες περίπου υιοθετούν και οι Προτεστάντες στους οποίους απαντάμε), είναι β) οι θέσεις του Αυγουστίνου και γενικά των Ρωμαιοκαθολικών, και γ) οι θέσεις της Ορθοδοξίας οι οποίες κατά εξαιρετικό τρόπο διατυπώνονται από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Σύμφωνα με τον καθ. Θεόδωρο Ζήση:
«Ο Αυγουστίνος μεγαλοποιεί τόσον πολύ τας κληρονομουμένας συνεπείας, ώστε τελικώς να μη έχωμεν μετάδοσιν συνεπειών απλώς, αλλά κληρονόμησιν αυτής ταύτης της αμαρτίας του Αδάμ […] Κατά την εν λόγω ερμηνείαν το ανθρώπινον γένος συνυπήρχε σπερματικώς εν τω Αδάμ και ημάρτησε μετ’ αυτού, είναι διά τούτο ένοχον και τιμωρείται διά των συνεπειών της παραβάσεως, αι οποίαι φέρουν ποινικόν χαρακτήρα»[3].
Μάλιστα, ο άγ. Νεκτάριος Αιγίνης σημειώνει:
Όπως γράφει όμως ο καθ. Ξενοφώντας Παπαχαραλάμπους, η Ορθοδοξία βρίσκεται σε αντίθεση με την πίστη αυτή του Αυγουστίνου:
Η θέση «της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας ως προς την τύχην γενικώς των αβαπτίστων νηπίων, [βρίσκεται] μακράν παντός πνεύματος σχολαστικισμού ή της αντιλήψεως ότι τα αποθανόντα αβάπτιστα υφίστανται περισσότερον ελαφράς ποινάς»[5].
Αξίζει να παραθέσουμε εδώ τις Ορθόδοξες θέσεις, περιεκτικά διατυπωμένες από τον άγ. Νεκτάριο Αιγίνης:
«Τι διδάσκει η Εκκλησία περί της κληρονομικότητος του προπατορικού αμαρτήματος; - Η εκκλησία διδάσκει, ότι το προπατορικόν αμάρτημα επεβάρυνε και πάντας τους εξ Αδάμ, και ότι πας άνθρωπος γεννάται εν καταστάσει αμαρτίας· γίνεται δε έργω αμαρτωλός ευθύς ως λάβη συνείδησιν εαυτού και προβή εις εκδήλωσιν της εναντιότητος του θελήματος αυτού προς το θείον θέλημα. Κατά την περίπτωσιν ταύτην το προπατορικόν αμάρτημα επιφέρει και προσωπικήν ενοχήν και ευθύνην και καθίστησι τον άνθρωπον υπεύθυνον τιμωρίας και κολάσεως (Ρωμ. ε΄ 12). Το προπατορικόν αμάρτημα καθίστησι τον άνθρωπον ανάξιον της επικοινωνίας προς το θείον έτι και εάν ο άνθρωπος δεν φέρη την ευθύνην ιδίων αμαρτημάτων διά τούτο και τα νήπια τα άνευ του αγίου βαπτίσματος αποθνήσκοντα εισί κατά την ορθήν των ημετέρων πατέρων γνώμην (Γρηγορίου του Θεολόγου και Γρηγορίου του Νύσσης) ανάξια μεν της του Θεού κοινωνίας, ουχί όμως και τιμωρίας και κολάσεως άξια, ως ο Αυγουστίνος μετά ταύτα εφρόνει, καίτοι νομίζων ότι δι’ ελαφρότατης ποινής τιμωρηθήσονται […] Η προσωπική λοιπόν ενοχή του αμαρτήματος άρχεται ευθύς ως το άτομον διαπράξηται προσωπικήν αμαρτίαν»[6].
Άρα, η Ορθοδοξία δεν αποδέχεται προσωπική ενοχή η οποία να πηγάζει από το ίδιο το προπατορικό αμάρτημα, αλλά αποδέχεται σαφέστατα ότι ο άνθρωπος κληρονομεί τις προϋποθέσεις, τις τάσεις προς την αμαρτία. Γι’ αυτό, ο Γρηγόριος Νύσσης διδάσκει ότι «εις την πτώσιν οφείλεται η εκδήλωσις και ενίσχυσις των διαφόρων παθών, η επιβολή του νόμου της φθοράς και του θανάτου …»[7].
«Προς την της φύσεως εναλλαγήν παρήλλακται και τα του φρονήματος των λογισμών αυτοίς συμμεταβληθέντων τη φύσει και προς την θνητότητα κατενεχθέντων»[9].
Η ασθένεια λοιπόν αυτή της ανθρώπινης φύσης, επηρέασε και τους λογισμούς του ανθρώπου με αποτέλεσμα οι τάσεις αυτές να πιέζουν ώστε (αυτεξούσια πάντα) να εκδηλωθούν σε διάφορες πράξεις, και τότε να καταλογιστούν ως προσωπικά αμαρτήματα.
Καθώς ο Χρυσόστομος λέει, «τα παιδία βαπτίζομεν καίπερ αμαρτίας ουκ έχοντα»[10], θα λέγαμε ότι το νήπιο χαρακτηρίζεται αναμάρτητο από προσωπικές αμαρτίες για κάποιο χρονικό διάστημα. Με αφορμή βεβαίως σχετική ρήση του Γρηγορίου του Θεολόγου, θα τολμήσουμε να πούμε ότι το νήπιο δεν είναι αναμάρτητο επειδή δεν κάνει τίποτα που εξωτερικά θα το ονόμαζε κάποιος αμαρτία, αλλά είναι αναμάρτητο επειδή οι πράξεις αυτές δεν του καταλογίζονται. Όπως λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, στα νήπια αναγνωρίζουμε «εξ αγνοίας αμαρτήματα» που όμως δεν τους καταλογίζονται λόγω «της ηλικίας αυτοίς το ανεύθυνον»[11].
Όμως, και πάλι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μοιρολατρία, αφού όταν έρθει η ώρα της προσωπικής ευθύνης ώστε να μας καταλογιστεί μια αμαρτία που διαπράξαμε, δεν ευθύνεται για τη διάπραξή της το θνητό σώμα και οι τάσεις του αλλά η βούλησή μας. Απόδειξη γι’ αυτό είναι πως ο Αδάμ αμάρτησε παρά το γεγονός ότι ο θάνατος δεν είχε ακόμη φανερωθεί.
Οι απόψεις πάντως των Πελαγιανιστών βρέθηκαν σε άλλη άκρη και από τις θέσεις του Αυγουστίνου και από τις θέσεις της Ορθοδοξίας:
«Αντιθέτως ο Πελάγιος αποδυναμώνει τόσον πολύ τας συνεπείας της πτώσεως, ώστε τελικώς ουδέν απομένει προς κληρονόμησιν […] Ο θάνατος δεν είναι καρπός της αμαρτίας»[12]. Η ακραία αυτή θέση, όπως σημειώνει ο καθ. Φειδάς, οδήγησε στην «οριστική και επίσημη καταδίκη του Πελαγιανισμού από την Γ΄ Οικουμενική σύνοδο (431)»[13].
Τελικά όμως, ο Χρυσόστομος (και η Ορθοδοξία) «ίσταται εις το μέσον, μεταξύ του Αυγουστίνου και του Πελαγίου»[14] και οι διαφορές που παρουσίασε η Ορθόδοξη Θεολογία από τις πλάνες των Πελαγιανιστών και τις υπερβολές του Αυγουστίνου είναι μεγάλες:
«Κληρονόμησιν της αμαρτίας του Αδάμ αποκλείει κατηγορηματικώς ο Χρυσόστομος. Απαραίτητος προϋπόθεσις του να χαρακτηρισθή τις αμαρτωλός είναι η ελευθέρα συμμετοχή εις την διάπραξιν της αμαρτίας· ‘το μεν γαρ αμαρτόντος εκείνου και γενομένου θνητού και τους εξ αυτού τοιούτους είναι ουδέν απεικός. το δε εκ της παρακοής εκείνου έτερον αμαρτωλόν γενέσθαι, ποίαν ακολουθίαν αν σχοίη;[Εις Ρωμ. Ομ. 10,2. PG 60,477]»[15].
Άρα, σύμφωνα με την Ορθόδοξη θεολογία:
«Είναι εντελώς ανακόλουθον να θεωρήται τις υπεύθυνος και να τιμωρήται διά πράξεις ετέρου. Αντιθέτως η υπό των απογόνων του Αδάμ βιολογική κληρονόμησις της εν τω σώματι αυτού εισαχθείσης φθοράς είναι κατά πάντα εύλογος: ‘Φθαρτοί γενόμενοι τοιούτους και γεγεννήκασι παίδας’, παρατηρεί [PG 55,583] […] Η κληρονομουμένη όμως φθορά δεν έχει τον χαρακτήρα της αμαρτίας· αμαρτία καταλογίζεται όπου υφίσταται βούλησις. η εκ του Αδάμ προκύψασα νέκρωσις ουδέν το επίμεμπτον εν εαυτή φέρει, διότι ‘φύσεως ου προαιρέσεως έστι’ [PG 62,31]. Μεταξύ του κληρονομουμένου θανάτου και της αμαρτίας υπάρχει βεβαίως σχέσις τις αιτιώδης διότι το σώμα καταστάν θνητόν, κατέστη συγχρόνως και παθητόν· ‘μετά γαρ του θανάτου και ο των παθών επεισήλθεν όχλος’ [PG 60,507]»[16].
Προσέχουμε λοιπόν ότι δεν κληρονομούμε μόνο την φθορά και τον θάνατο. Κληρονομούμε και τον «όχλο των παθών», άρα γεννιόμαστε με τάσεις που αν τις αφήσουμε ανεξέλεγκτες, θα μας παρασύρουν σε μικρές ή μεγάλες αμαρτίες. Γι’ αυτό αναγνωρίζουν οι Πατέρες ότι η ανθρώπινη φύση είναι πληγωμένη και έχει ανάγκη θεραπείας. Υπάρχει μεν ένα διάστημα που οι πράξεις (και σκέψεις) δεν μας καταλογίζονται (νηπιακή ηλικία), όμως από εκεί και πέρα, η αλήθεια είναι αδιαμφισβήτητη: πως θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη ζωή μας «ουχ ημαρτήκαμεν» (Α΄ Ιω. 1,10); Δεν πρόκειται όμως για κάποια εμφυτευμένη και ήδη καταλογισθείσα μέσα μας αμαρτία για την οποία δεν ευθυνόμαστε (του Αδάμ), αλλά πρόκειται για αμαρτίες ολοδικές μας, πράξεις και σκέψεις για τις οποίες έχουμε όλη την ευθύνη. Και ακόμα περισσότερο, έχουμε όλη την ευθύνη να τις αναγνωρίσουμε και να μετανοήσουμε γι’ αυτές, μην επιτρέποντας στον εγωισμό και τη φιλαυτία που κληρονομήσαμε να κυριαρχήσει στη ζωή μας.
Πάντως, σύμφωνα με τον Θεόδωρο Ζήση, η Ορθόδοξη θεολογία παραμένει αισιόδοξη[17]. Διότι, ακόμα και η ροπή αυτή προς την αμαρτία, δεν βαρύνει τον άνθρωπο με την ενοχή του Αδάμ, ούτε μετατρέπει τον άνθρωπο σε έρμαιο της αμαρτίας, αφού τα πάντα οφείλονται στη δική του βούληση:
«Αναφέρει πολλάκις ο Χρυσόστομος παραδείγματα ανδρών της Π. Διαθήκης διακριθέντων διά την αρετήν αυτών. Το παράδειγμα του δικαίου Νώε δεικνύει ότι οι σύγχρονοι αυτού ωδηγήθησαν εις την διαφθοράν, όχι επειδή δε ηδύναντο να κατορθώσουν την αρετήν, ‘αλλ’ επειδή ουκ ηβουλήθησαν’ [PG 53,210]»[18].
Έτσι λοιπόν, το Προπατορικό Αμάρτημα υφίσταται στην Ορθόδοξη Θεολογία, όμως δεν έχει την έννοια ότι, «κληρονομούμεν την προσωπικήν αμαρτίαν του Αδάμ … ως εδέχετο ο Αυγουστίνος», αλλά «κληρονομούμεν όμως την φθοράν, τον θάνατον και τα πάθη, χρήζοντες ούτω ανακαινίσεως και αναδημιουργίας διά της θείας χάριτος, αντιθέτως προς τα υπό του Πελαγίου διδασκόμενα»[19].
Ας δούμε τώρα, ποιο είναι το πλανεμένο σκεπτικό των προτεσταντών, που συνδέεται με το βάπτισμα και τη σχέση του με το προπατορικό αμάρτημα:
«Ο άνθρωπος δεν κληρονομεί το προπατορικό αμάρτημα, αλλά την φθορά και την θνητότητα, από τα οποία δεν τον απαλλάσσει το βάπτισμα. Τα νήπια κανένα αμάρτημα δεν κατέχουν (ούτε και το προπατορικό), το αντίθετο μάλιστα, καθότι βρίσκονται σε άμεση κοινωνία με τον Θεό […] το δε νηπιοβάπτισμα δεν προσφέρει τίποτα στην απαλλαγή τους από το προπατορικό αμάρτημα (το οποίον βέβαια δεν φέρουν)».
Για την Θεολογία της Εκκλησίας, οι παραπάνω θέσεις είναι σαφώς αιρετικές και παρόμοιες κακοδοξίες έχουν ήδη καταδικασθεί από την Εκκλησία. Όπως σημειώνει ο καθ. Ιωάννης Καρμίρης:
«Ως γνωστόν, ο αιρεσιάρχης Πελάγιος […] περιώριζε το προπατορικόν αμάρτημα, μόνον εις τους πρωτοπλάστους, αρνούμενος την κληρονομικήν μετάδοσιν αυτού εις τους άλλους ανθρώπους […] Επομένως [οι αιρετικοί ισχυρίζονται ότι] το βάπτισμα παρέχει άφεσιν ουχί εκ της προπατορικής, αλλά μόνον εκ των προσωπικών αμαρτιών, και κατ’ ακολουθίαν το των νηπίων βάπτισμα δεν είναι απαραίτητον»[20].
Και συνεχίζει:
«Η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος προέβη εις την καταδίκην … του Πελαγιανισμού […] Επειδή … ο Πελαγιανισμός είχε καταδικασθή υπό των ειρημένων εν Καρχηδόνι τοπικών συνόδων [ενν. του 411 και 418] διά τούτο νυν η Γ΄ Οικουμενική Σύνοδος ηρκέσθη να ακούση μόνον τα ‘υπομνήματα’ εκείνων και να κύρωση και περιβάλη αυτά διά κύρους οικουμενικού»[21].
Για την Εκκλησία, η σύνδεση προπατορικού αμαρτήματος και βαπτίσματος (ενηλίκων ή νηπίων), ως τελετή σωτήρια που θεραπεύει την πληγωμένη φύση του ανθρώπου είναι αδιαμφισβήτητη. Το γεγονός ότι οι παραπάνω δοξασίες των αιρετικών είναι αυθαίρετες, γίνεται εύκολα κατανοητό από τις μαρτυρίες της αρχαίας Εκκλησίας:
Ο Ιουστίνος, «ο μεγαλύτερος από τους απολογητές του β΄ αιώνα και μια από τις σπουδαιότερες μορφές της αρχαίας Εκκλησίας»[24], στο έργο του «Διάλογος προς Τρύφωνα», ένα «σπουδαιότατο θεολογικό έργο της αρχαίας Εκκλησίας» ο πυρήνας του οποίου «αναζητείται σε συζήτηση που είχε ο Ιουστίνος με τον ιουδαίο νομοδιδάσκαλο Τρύφωνα στα έτη 132-135»[25], σημειώνει:
«Τότε, αφού ήλθεν ο Ιησούς εις τον Ιορδάνην ποταμόν […] κατήλθεν ο Ιησούς εις το ύδωρ […] Γνωρίζομεν δε ότι ήλθεν ούτος εις τον ποταμόν όχι διότι εστερείτο του βαπτίσματος […] αλλά υπέρ του γένους των ανθρώπων, το οποίον από του Αδάμ είχε πέσει υπό τον θάνατον και την πλάνην του όφεως, πονηρευθέντος αναλόγως προς την οικείαν αιτίαν εκάστου αυτών»[26].
Έχουμε λοιπόν μαρτυρία για τη σύνδεση βαπτίσματος, ως πράξη λύτρωσης από την κληρονομιά του προπατορικού αμαρτήματος, μόλις στα μέσα του 2ου αιώνα.
Ο αρχαίος εκκλησιαστικός συγγραφέας Ωριγένης μας προσφέρει και αυτός μια εξαιρετική ιστορική μαρτυρία, ότι στην αρχαία Εκκλησία βαπτίζονταν παιδιά που μόλις γεννήθηκαν τα οποία μάλιστα έπρεπε να βαπτιστούν για να απαλλαγούν από το προπατορικό αμάρτημα:
«Η Εκκλησία έλαβε από τους Αποστόλους την παράδοση να βαπτίζονται και τα παιδιά. Οι άνθρωποι, στους όποιους παραδόθηκαν τα ιερά Μυστήρια, γνώριζαν ότι μέσα στον καθένα μας υπήρχε έμφυτη η μόλυνση της αμαρτίας, η οποία έπρεπε να ξεπλυθεί δι’ ύδατος και Πνεύματος»[28] (απαντήσεις προς τους αιρετικούς για την αμφισβήτηση της μαρτυρίας αυτής, βλ. στο Μέρος Γ΄ της παρούσας μελέτης).
Ο Ωριγένης λοιπόν, μας προσφέρει μία ακόμα μαρτυρία για τη σύνδεση βαπτίσματος, νηπιοβαπτισμού και προπατορικού αμαρτήματος, και μάλιστα, η πεποίθησή του ότι η πρακτική αυτή πηγάζει από τους Αποστόλους, αν μη τι άλλο, φανερώνει ότι η Παράδοση που γνωρίζει είναι αρκετά παλαιότερη της εποχής του.
Μία ακόμη πολύ σημαντική μαρτυρία για τη σύνδεση προπατορικού αμαρτήματος και βαπτίσματος (και μάλιστα με τη μορφή του νηπιοβαπτισμού), είναι αυτή του Κυπριανού:
«Εάν όμως […] και σε εκείνους που προηγουμένως πολλαπλά αμάρτησαν εναντίον του θεού … δεν αποκλείεται κάποιος από το βάπτισμα και τη χάρη, εάν αργότερα επιστρέψει, πόσο λιγώτερο επιτρέπεται το να εμποδίζει κάποιος ένα παιδί, που είναι νεογέννητο και δεν διέπραξε καμία αμαρτία, αλλά έχει υποστεί μόνο με την πρώτη γέννηση τη δραστικότητα του παλαιού θανάτου, επειδή κι αυτό, όπως και ο Αδάμ εγεννήθη κατά σάρκα! Έτσι μπορεί να φθάσει στην άφεση αμαρτιών γι’ αυτό το λόγο πιο εύκολα, επειδή δεν υπάρχουν για συγχώρηση προσωπικές αμαρτίες, αλλά μόνο ξένες αμαρτίες»[30] (για την αυθεντικότητα της μαρτυρίας αυτής βλ. Μέρος Γ΄ της παρούσας μελέτης).
Η μαρτυρία αυτή του Κυπριανού είναι ξεκάθαρη και εκλαμβάνεται ως ένα προφανές τεκμήριο υπέρ του νηπιοβαπτισμού αλλά και της αρχαίας θεολογίας περί του προπατορικού αμαρτήματος. Ενδεικτικά θυμίζουμε τα συμπεράσματα του καθ. Ξενοφώντα Παπαχαραλάμπους:
«[Η Εκκλησία] εις την πράξιν εβάπτιζε ταύτα από νηπιακής ηλικίας ήδη από των πρώτων αιώνων, διότι ταύτα συμφώνως και προς τον άγιον Κυπριανόν ουδεμίαν προσωπικήν αμαρτίαν φέρουν πλην της κατά σάρκα γεννήσεως εξ Αδάμ»[31].
Την αρχαία παράδοση παραλαμβάνουν φυσικά και οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας. Ο Μέγας Αθανάσιος επιβεβαιώνει την ανάγκη του βαπτίσματος για την απαλλαγή από το προπατορικό αμάρτημα:
«Όπως ακριβώς όλοι αποθνήσκομεν διά του Αδάμ, προερχόμενοι από χώμα, έτσι πάλιν αναγεννηθέντες με ύδωρ και πνεύμα διά του Χριστού όλοι ζωοποιούμεθα»[33].
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος επίσης μας διδάσκει ότι ο Ιησούς βαπτίστηκε ώστε να ανακαινιστεί η ανθρώπινη φύση που είχε πληγωθεί από την εποχή του Αδάμ:
«Πλήν Ιωάννης βαπτίζει, πρόσεισιν Ιησούς· αγιάσων τυχόν μεν και τον βαπτιστήν· το δε πρόδηλον, πάντα τον παλαιόν Αδάμ͵ ιν’ ενθάψη τω ύδατι»[35].
Επίσης, και ο Μέγας Βασίλειος επιβεβαιώνει την άρρηκτη σχέση μεταξύ βαπτίσματος (και μάλιστα του νηπιοβαπτισμού, καθώς συνδέει στη διδασκαλία του και τα διασωθέντα πρωτότοκα των ισραηλιτών) και προπατορικού αμαρτήματος:
«Διεσώθη γαρ των Ισραηλιτών τα πρωτότοκα͵ ως και των βαπτιζομένων τα σώματα […] τα δε πρωτότοκα͵ τύπος του πρωτοπλάστου· ος επειδή αναγκαίως ημίν ενυπάρχει τη ακολουθία της διαδοχής μέχρι τέλους παραπεμπόμενος͵ δια τούτο εν τω Αδάμ πάντες αποθνήσκομεν […] Διετηρήθη δε υπό του Θεού τα πρωτότοκα͵ του μη θίγειν τον ολοθρεύοντα͵ εις ένδειξιν του μηκέτι ημάς αποθνήσκειν εν τω Αδάμ͵ τους ζωοποιηθέντας εν τω Χριστώ»[37].
Ο Γρηγόριος Νύσσης θεωρεί απαραίτητο το βάπτισμα για την αναίρεση της «καταστρεπτικής τυραννίας» του θανάτου, δηλ. του προπατορικού αμαρτήματος το οποίο κληρονομούμε από τον Αδάμ:
«Βασίλεψε ό θάνατος κάνοντας αρχή της καταστρεπτικής τυραννίας του από τον Αδάμ […] Ήρθε όμως η βασιλεία της ζωής και καταλύθηκε το κράτος του θανάτου κι έγινε άλλη γέννηση […] Ποιά είναι η γέννηση; Όχι με ροή αίματος […] έρχεται στο φως με την αναγέννηση του βαπτίσματος …»[39].
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, όπως είναι φυσικό, επιβεβαιώνει τους άλλους Πατέρες:
«Ήμαρτεν ο Αδάμ, και το σώμα αυτού γέγονε θνητόν και παθητόν͵ και πολλά ελαττώματα εδέξατο φυσικά […] αλλ’ ο Χριστός ελθών, δια του βαπτίσματος κουφότερον ημίν αυτό εποίησεν»[41].
Την μαρτυρία του Ισιδώρου Πηλουσιώτη είχαμε αναφέρει στο Γ΄ Μέρος της μελέτης για τον νηπιοβαπτισμό:
«Τα βρέφη, ενώ είναι αναμάρτητα, βαπτίζονται […] για να καθαρίσουν την ακαθαρσία που, εξαιτίας της παράβασης του Αδάμ, διαδόθηκε στην ανθρώπινη φύση»[43].
Παρά το γεγονός ότι ο άγιος Συμεών είναι πολύ μεταγενέστερος, εντούτοις τον επικαλούμαστε επειδή οι αιρετικοί συσχέτισαν το όνομά του με τις κακοδοξίες τους. Ασφαλώς ο Συμεών σαφέστατα συσχετίζει το βάπτισμα, και μάλιστα με τη μορφή του νηπιοβαπτισμού, με την απαλλαγή από το προπατορικό αμάρτημα:
«Επεί ουν βεβαπτίσμεθα παίδες αναισθητούντες, ως ατελείς και ατελώς δεχόμεθα την χάριν, της πρώτης παραβάσεως λαμβάνοντες την λύσιν»[45].
Μετά από όλες αυτές τις μαρτυρίες, μια εύλογη απορία γεννάται: ενώ είναι τόσο ξεκάθαρο και φανερό, πως είναι δυνατόν να λένε οι αιρετικοί ότι το βάπτισμα και το νηπιοβάπτισμα δεν αναιρούν τις επιπτώσεις του Προπατορικού αμαρτήματος αλλά προσφέρουν μόνο άφεση αμαρτιών;!
Αυτό ακριβώς σχολιάζει ο Θεοδώρητος Κύρου (385-466), στο έργο του «Αιρετικής κακομυθίας επιτομή»:
«Ου γαρ ως οι φρενοβλαβείς Μεσσαλιανοί νομίζουσι ξυρόν [ξυράφι] μόνον μιμείται το βάπτισμα, τας προγεγενημένας αφαιρούμενον αμαρτίας […] Ει γαρ τούτο μόνον έργον ην του βαπτίσματος, ανθ’ ότου τα βρέφη βαπτίζομεν ουδέπω της αμαρτίας γευσάμενα; Ουδέ γαρ τούτο μόνον επαγγέλλεται το μυστήριον»[46].
Αν το βάπτισμα ήταν ένα απλό «ξυράφι» που καθαρίζει αμαρτίες, λέει ο Θεοδώρητος, δεν καταλαβαίνουν οι αιρετικοί ότι δεν θα υπήρχε λόγος να βαπτίζει η Εκκλησία τα αναμάρτητα νήπια;
Αυτό διδάσκει και ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος (όπως είδαμε και στο Γ΄ μέρος):
«Αν και βέβαια πολλοί νομίζουν ότι η δωρεά παρέχει μόνο άφεση αμαρτημάτων, εμείς όμως απαριθμήσαμε δέκα τιμές. Γι’ αυτό βέβαια και βαπτίζομε τα παιδιά αν και δεν έχουν αμαρτίες, για να προστεθεί σ’ αυτά αγιασμός, δικαιοσύνη, υιοθεσία, κληρονομιά, αδελφότητα, το να είναι μέλη του Χριστού, το να γίνουν κατοικοιτήριο του Πνεύματος»[47].
Αλλά και η ίδια η Αγία Γραφή μας παραδίδει το προφανές παράδειγμα του Ιησού:
«Ήλθεν Ιησούς από Ναζαρέτ της Γαλιλαίας και εβαπτίσθη» (Μάρκ. 1,9), «ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν» (Α΄ Πέτρ. 2,22).
Ο Κύριος λοιπόν βαπτίστηκε αναμάρτητος.
Άρα, για τον Κύριλλο Ιεροσολύμων το βάπτισμα του Ιησού αποτελεί παράδειγμα και πρότυπο. Δεν μπορεί κανείς να φέρει ως δικαιολογία ότι «είναι ευσεβής», καθώς ακόμα και αναμάρτητος αν ισχυριστεί ότι είναι, και πάλι αυτό δεν του δίνει άλλοθι να αποφεύγει το βάπτισμα. Και φυσικά, το βάπτισμα του αναμάρτητου νηπίου είναι η ιδανική περίπτωση εφαρμογής του παραδείγματος του βαπτίσματος του αναμάρτητου Ιησού:
«Ηγίασε το βάπτισμα ο Ιησούς βαπτισθείς αυτός. Ει ο υιος του Θεού εβαπτίσθη, τις έτι βαπτίσματος καταφρονών ευσεβεί; Εβαπτίσθη δε͵ ουχ ίνα αμαρτιών λάβη συγχώρησιν (αναμάρτητος γαρ ην) αλλά αναμάρτητος ων εβαπτίσθη»[48].
Δεν μπορούμε λοιπόν να υποβαθμίζουμε το βάπτισμα σε ένα απλό λουτρό συγχώρεσης. Οι δωρεές του βαπτίσματος, σύμφωνα με τους Πατέρες, είναι αναρίθμητες, σημειώνει ο καθ. Ξενοφώντας Παπαχαραλάμπους[49]:
«Εις την Παράδοσιν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας τονίζεται και η αναγκαιότης του βαπτίσματος και κυρίως ο καθαρτικός χαρακτήρ του αγίου βαπτίσματος […] Γρηγόριος ο Θεολόγος τονίζει σχετικώς: Το φώτισμα λαμπρότης εστί ψυχών, βίου μετάθεσις, επερώτημα της εις Θεόν συνειδήσεως· το φώτισμα βοήθεια της ασθενείας της ημετέρας· το φώτισμα σαρκός απόθεσις, Πνεύματος ακολούθησις, Λόγου κοινωνία, πλάσματος επανόρθωσις, κατακλυσμός αμαρτίας, φωτός μετουσία, σκότους κατάχυσις· το φώτισμα, όχημα προς θεόν, συνεκδημία Χριστού, έρεισμα πίστεως, νου τελείωσις, κλεις ουρανών βασιλείας, ζωής άμειψις, δουλείας αναίρεσις, θεσμών έκπλυσις, συνθέσεως μεταποίησις[50]».
Και συνεχίζει λέγοντας ότι, «παραπλήσια διδάσκει και Βασίλειος ο Μέγας» διδάσκοντας ότι το βάπτισμα δεν καθαρίζει απλώς αμαρτίες:
«Τούτο ουν εστι το άνωθεν γεννηθήναι εξ ύδατος και Πνεύματος, ως της μεν νεκρώσεως εν τω ύδατι τελουμένης, της δε ζωής ημών ενεργούμενης διά του Πνεύματος[51]».
Και πιο κάτω:
«Τον ανακαινιστικόν χαρακτήρα του βαπτίσματος εξαίρει και Γρηγόριος ο Νύσσης, όταν λέγη: βάπτισμα τοίνυν εστίν αμαρτιών κάθαρσις, άφεσις πλημμελημάτων, ανακαινισμού και αναγεννήσεως αιτία[52]».
Η ίδια η Καινή Διαθήκη μας διδάσκει πως αυτή η αναγέννηση είναι αναγκαία για την είσοδο στη Βασιλεία των Ουρανών:
«Ο Ιησούς του είπε: ‘Σε βεβαιώνω, πως αν δε γεννηθεί κανείς ξανά, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία του Θεού’. Τον ρώτησε ο Νικόδημος: ‘Πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος ηλικιωμένος πια να γεννηθεί ξανά; Μήπως μπορεί να μπει στην κοιλιά της μάνας του και να γεννηθεί άλλη μια φορά;’ Ο Ιησούς του απάντησε: ‘Σε βεβαιώνω πως αν κανείς δε γεννηθεί απ’ το νερό κι από το Πνεύμα, δεν μπορεί να μπει στη βασιλεία του Θεού. Ό,τι γεννιέται από τον άνθρωπο είναι ανθρώπινο, ενώ ό,τι γεννιέται από το Πνεύμα είναι πνευματικό’» (Ιω. 3,2-7).
Και όπως γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός:
Ο Χριστός, «μας λύτρωσε από τη φθορά με το δικό του πάθος, άνοιξε για μας πηγή αφέσεως από την αγία και άχραντη πλευρά του, παρέχοντας νερό για την αναγέννηση και για το καθάρισμα από την αμαρτία και τη φθορά […] Επειδή ο άνθρωπος είναι διπλός, από ψυχή και σώμα, μας έδωσε και την κάθαρση διπλή, με το νερό και το Πνεύμα, αφού από τη μια μεριά το Πνεύμα ανακαινίζει μέσα μας το κατ’ εικόνα και το καθ’ ομοίωση και από την άλλη το νερό καθαρίζει με τη χάρη του Πνεύματος το σώμα της αμαρτίας και το απαλλάσσει από τη φθορά …»[53].
Άρα λοιπόν, το βάπτισμα δεν απαλλάσσει απλά από τις προσωπικές αμαρτίες. Εμπεριέχει και δωρεές του Θεού που υπερβαίνουν τη βούλησή του ανθρώπου. Μια τέτοια δωρεά είναι η αναγέννηση που αναφέρει ο Ιησούς στον Νικόδημο. Όπως ακριβώς δεν μπορούμε να παρέμβουμε στη δωρεά του Θεού που είναι η διαδικασία της γέννησης μας από τη μητέρα μας, κατά τον ίδιο τρόπο δεν μπορούμε να παρέμβουμε στην αναγέννηση που προσφέρει το βάπτισμα. Όπως ακριβώς δεν μπορούμε να παρέμβουμε στη διαδικασία της Ανάστασης μας και θα αναστηθούμε όλοι δίκαιοι ή άδικοι, έτσι και το βάπτισμα είναι μετοχή στον θάνατο και στην ανάσταση του Κυρίου με έναν τρόπο που υπερβαίνει τη θέλησή μας.
Άρα, το βάπτισμα:
«δεν αποτελεί μαγική διαδικασία» όπως ακριβώς «η γέννηση των ανθρώπων, που γίνεται δίχως τη συμβολή της ελευθερίας όσων γεννιούνται, δεν είναι μαγική πράξη. Είναι απλώς δημιουργικό έργο […] Το βάπτισμα λοιπόν ως απαρχή της ανάστασης είναι ‘επανόρθωση της φύσης’, όπως ακριβώς η ίδια η ανάσταση. Η ανθρώπινη βούληση δεν διαδραματίζει κανένα ρόλο στην πραγμάτωση της ανάστασης, παρά μονάχα μπορεί να μετέχει στη ζωοποιό δύναμή της. Έτσι εξηγείται πως όλοι θα αναστηθούν, θέλοντας να μετάσχουν στη νέα ζωή, και μη θέλοντας. Όπως ο Θεός ‘πλάττει’ δίχως τη δική - μας συγκατάθεση και συνεργία […] με τον ίδιο τρόπο ‘αναπλάττει’ δίχως καμία δική μας προσφορά. Πρόκειται για την προίκα που δίνει ο Θεός στα πλάσματά του. Ωστόσο η αξιοποίηση τούτης της προίκας», «η εκλογή με άλλα λόγια του ίδιου του αγαθού … η ανάπτυξή του σε τέλειες βαθμίδες», «ανήκει στην ανθρώπινη βούληση» και «στην εξουσία του ανθρώπου». «Αν δεν ενεργοποιήσει τη θέλησή του, δεν μπορεί να πραγματώσει κανένα από τα έργα της τελείωσης»[54].
Όπως σημειώνει ο Γρηγόριος Νύσσης, το βάπτισμα είναι κάτι που αγγίζει σε βάθος την ίδια τη φύση του ανθρώπου:
«… έγινε άλλη γέννηση, άλλος βίος, άλλο είδος ζωής, η μεταστοιχείωση της ίδιας της φύσης μας. Ποιά είναι η γέννηση; Όχι με ροή αίματος […] Αυτή η γέννηση κυοφορείται με την πίστη[55], έρχεται στο φως με την αναγέννηση του βαπτίσματος, τροφός είναι η Εκκλησία, μαστός τα διδάγματα, τροφή ο ουράνιος άρτος, τελειοποίηση της ηλικίας η ουράνια πολιτεία, γάμος η συμβίωση με τη σοφία, τέκνα οι ελπίδες, σπίτι η βασιλεία, κληρονομιά και πλούτη η τρυφή του Παραδείσου, και τέλος αντί θάνατος η αιώνια ζωή στη μακαριότητα που περιμένει τους άξιους»[56].
Και βεβαίως, αυτός είναι ο λόγος που το νήπιο βαπτίζεται, όχι για να απαλλαγεί από αμαρτίες που δεν έχει, αλλά για να αναγεννηθεί ως προς την φθαρμένη μας φύση εξαιτίας του προπατορικού αμαρτήματος. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος που προτρέπει τους πιστούς προς τον νηπιοβαπτισμό (βλ. τις μαρτυρίες που παραθέσαμε στο τρίτο μέρος), μας λέει πόσο σημαντικό είναι το βάπτισμα για όλους:
«Ουδέ τις κίνδυνος ην αυτώ το βάπτισμα παρατείνοντι· αυτός γαρ [ο Χριστός] και του παθείν ην εαυτώ ταμίας, ώσπερ και της γεννήσεως. Σοί δε, ουδέ περί μικρών ο κίνδυνος, ει απέλθοις τη φθορά γεννηθείς μόνη, και μη την αφθαρσίαν αμφιεσάμενος»[57].
Δηλαδή:
«[ο Χριστός] ούτε εκινδύνευε με το να βραδύνη το βάπτισμά του· διότι αυτός ήτο ο ρυθμίζων και πότε θα πάθη όπως και πότε θα γεννηθή. Ενώ διά σε ο κίνδυνος δεν είνε και μικρός, αν αποθάνης έχοντας γεννηθή μόνον την γέννησιν της φθοράς και χωρίς να ενδυθής την αφθαρσίαν»[58].
Και βεβαίως, «για το προπατορικό αμάρτημα, το οποίο είναι απλώς κληρονόμηση της φθοράς και του θανάτου, και όχι βεβαίως προσωπική ενοχή, δεν χρειάζεται καμιά μετάνοια - γι’ αυτό και το νήπιο βαπτίζεται δίχως τη συγκατάνευση»[59].
Όπως είδαμε παραπάνω, οι Πελαγιανιστές ισχυρίζονταν ότι οι άνθρωποι δεν κληρονομούν τίποτε από την προγονική αμαρτία του Αδάμ, και έτσι δεν χρειάζεται ο νηπιοβαπτισμός. Αυτό ακριβώς εντοπίστηκε από τον 110ο Κανόνα της Καρθαγένης και έτσι με βάση την Παράδοση της σχετικής διδασκαλίας («η καθολική Εκκλησία, η πανταχού διακεχυμένη και ηπλωμένη, αεί ενόησε») καταδικάστηκε όποιος λέει ότι «μηδέν εκ της του Αδάμ έλκειν προγονικής αμαρτίας», και έτσι, αρνείται ότι τα νήπια οφείλουν «καθαρθήναι τω λουτρώ της παλιγγενεσίας»[60]:
«Επίσης αποφασίστηκε οποιοσδήποτε αρνείται να βαφτίζονται τα μικρά και νεογέννητα από τις κοιλιές των μητέρων ή λέει ότι αυτά βαφτίζονται για άφεση αμαρτιών και ότι δεν κληρονομούν τίποτε από την προγονική αμαρτία του Αδάμ, το οποίο πρέπει να εξαγνιστεί με το λουτρό της αναγέννησης (απ' όπου βγαίνει το συμπέρασμα ότι σ' αυτά νοείται όχι ως αληθινός, αλλά ως πλαστός ο τύπος του βαφτίσματος για άφεση αμαρτιών), να αναθεματίζεται επειδή δεν πρέπει να εννοήσουμε διαφορετικά αυτό που είπε ο Απόστολος: ‘η αμαρτία μπήκε στον κόσμο μέσω ενός ανθρώπου και μέσω της αμαρτίας ο θάνατος’ και έτσι απλώθηκε (ο θάνατος) σ' όλους τους ανθρώπους, με την αμαρτία που όλοι διέπραξαν παρά μόνο με το νόημα που του έδωσε πάντα η καθολική εκκλησία, η διασπαρμένη και εξαπλωμένη παντού. Γιατί εξαιτίας αυτού του κανόνα της πίστης και οι μικροί ακόμη, οι οποίοι με κανένα αμάρτημα δεν μπορούν ακόμη να βαρύνουν τους εαυτούς τους, βαφτίζονται αληθινά για άφεση αμαρτιών, για να εξαγνιστεί μέσα σ' αυτούς μέσω της αναγέννησης αυτό ακριβώς που κληρονόμησαν από το γενάρχη του ανθρώπινου γένους»[61].
Όπως σημειώνει ο καθ. Βλάσιος Φειδάς σχετικά με τη Σύνοδο αυτή:
«Η επικύρωση όμως της καταδίκης του Πελαγιανισμού δεν σήμαινε οπωσδήποτε και την επικύρωση της διδασκαλίας του I. Αυγουστίνου. Αυτή … παρουσίαζε από την άλλη πλευρά ανάλογα προβλήματα, αφού τόνιζε με περίεργη πράγματι μονομέρεια τον θείο κυρίως παράγοντα στη σωτηρία του ανθρώπου. Η καταδίκη οπωσδήποτε σήμαινε την οριστική αποδοκιμασία του Πελαγιανισμού τόσο στη Δύση, όσο και στην Ανατολή»[62] (βλ. και ΕΔΩ).
Εκτός των άλλων αιρετικών δοξασιών, οι προτεστάντες ισχυρίζονται: ένα νήπιο, αφού δεν έχει προσωπικές αμαρτίες, θα μπει στη βασιλεία των Ουρανών και χωρίς το βάπτισμα.
Είναι όμως έτσι;
Ήδη στο τρίτο μέρος της μελέτης μας, αναφερθήκαμε στο αρχαίο κείμενο «Ποιμένας του Ερμά», που γράφτηκε περίπου στα 120-140 μ.Χ.[63], και μας παραδίδει μια εξαιρετική μαρτυρία ως προς τη Θεολογική βάση του Νηπιοβαπτισμού. Ενώ οι αιρετικοί ισχυρίστηκαν ότι ο Ερμάς διδάσκει πως τα βρέφη ακόμα και αβάπτιστα είναι δοξασμένα κοντά στον Θεό, αντιθέτως, το κείμενο μιλά για ανθρώπους που είναι μεν αθώοι σαν τα βρέφη, όμως ήταν ήδη σφραγισμένοι με το βάπτισμα!
Και δεν είναι μόνο αυτό.
Όπως σημειώνει ο Παν. Τρεμπέλας στη «Δογματική» του, στην ενότητα περί της αναγκαιότητας του βαπτίσματος, το γεγονός ότι ο άνθρωπος χωρίς το βάπτισμα, «είναι αδύνατον να ίδη καν την βασιλείαν του Θεού», αποτελεί «το ανέκαθεν δ’εν τη Εκκλησία … φρόνημα» και το συμπεραίνουμε αυτό «εξ ων παρατηρεί ο Ερμάς εν τω Ποιμένι αυτού […] συνυπονοών … ότι ο μη ζωοποιούμενος διά του βαπτίσματος παραμένει νεκρός, αλλά και θεωρών, ότι και αυτοί οι δίκαιοι του παλαιού Νόμου έμελλον να βαπτισθώσιν εις τον επέκεινα κόσμον»[64].
Πράγματι λοιπόν, σύμφωνα με τον αρχαίο συγγραφέα, τη σφραγίδα του βαπτίσματος έλαβαν όχι μόνο οι «μετανοημένοι πιστοί», αλλά μέχρι και οι κεκοιμημένοι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, διότι χωρίς αυτήν δεν μπορούσαν να εισέλθουν στη Βασιλεία του Θεού:
«Έλαβον ουν και ούτοι οι κεκοιμημένοι την σφραγίδα […] η σφραγίς ουν το ύδωρ εστίν […] και εχρήσαντο αυτή, ίνα εισέλθωσιν εις την βασιλείαν του Θεού»[65], διότι, «ανάγκην … είχον δι’ ύδατος αναβήναι … ουκ ηδύναντο γαρ άλλως εισελθείν εις την βασιλείαν του θεού»[66].
Όπως γράφει ο καθ. Κων/νος Σκουτέρης:
«Ο Ερμάς θεωρεί το Βάπτισμα τόσο απαραίτητη προϋπόθεση για την αναγέννηση του ανθρώπου, ώστε υιοθετεί την ιδέα ότι, κατά κάποιο τρόπο, πέρασαν μέσα απ’ αυτό και αυτοί οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίοι έζησαν με καθαρότητα και δικαιοσύνη. Στους κοιμηθέντες δικαίους εκήρυξαν το όνομα του Υιού του Θεού οι Απόστολοι και οι διδάσκαλοι. Έτσι, οι ‘’προκεκοιμημένοι, νεκροί κατέβησαν, ζώντες δε ανέβησαν’’ και με τον τρόπο αυτό ‘’συνηρμόσθησαν εις την οικοδομήν του πύργου’’ της Εκκλησίας. ‘’Έλαβον ουν και ούτοι οι κεκοιμημένοι την σφραγίδα του Υιού του Θεού και εισήλθον εις την βασιλείαν του Θεού’’»[67].
Είναι λοιπόν προφανές από τα παραπάνω, ότι ο Ερμάς γράφει ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που ισχυρίζονται οι πελαγιανιστές.
Παρόμοια είναι και η μαρτυρία του Ειρηναίου και μας μιλάει για την απαραίτητη αναγέννηση όλων με το βάπτισμα, χωρίς το οποίο δεν υπάρχει σωτηρία ούτε καν για τα νήπια. Και εφόσον τα νήπια είναι αναμάρτητα, άρα, το βάπτισμα δεν μπορεί να είναι ένα απλό λουτρό συγχώρεσης:
«[Ο Χριστός] ήρθε στη γη για να μας σώσει όλους […] όλους, λέγω, που θα αναγεννηθούν δι’ αυτού εν Θεώ- νήπια παιδιά, εφήβους, νέους και γέρους […] (Κατά Αιρέσεων, 2· PG 7,783-784)»[68] (για το γεγονός ότι με τον όρο «αναγέννηση» ο Ειρηναίος εννοεί το βάπτισμα, βλ. τη σχετική επιχειρηματολογία).
Και βεβαίως, η θεολογία που ταυτίζει το βάπτισμα με απαραίτητο σφράγισμα για τη σωτηρία του ανθρώπου, εκφράζεται και από τους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας.
Όπως σημειώνει ο Γρηγόριος Θεολόγος, όποιο νήπιο δεν δεχτεί το Βάπτισμα-σφράγισμα δεν κολάζεται μεν, ούτε όμως και άξιο εισόδου στη Βασιλεία των Ουρανών είναι:
«Άλλοι πάλιν δεν έχουν καν την δύναμιν να το δεχθούν [το βάπτισμα], ή διότι είνε νήπια ή διά μίαν άλλην τελείως ακούσιον σύμπτωσιν, εξ αιτίας της οποίας, και να θέλουν, δεν τους είνε δυνατόν να επιτύχουν το χάρισμα […] [Αυτοί] ούτε θα δοξασθούν, ούτε θα τιμωρηθούν από τον δίκαιον κριτήν, διότι είνε μεν ασφράγιστοι αλλ’ είνε απονήρευτοι, και την ζημίαν που υπέστησαν την έπαθον, δεν την διέπραξαν. Διότι όποιος δεν είνε άξιος τιμωρίας, δεν σημαίνει ότι είνε άξιος τιμής, ούτε όποιος δεν είνε άξιος τιμής, είνε άξιος τιμωρίας»[69].
Και όπως αλλού λέει καθαρά:
Και ο Γρηγόριος Νύσσης σημειώνει:
«Ψυχήν αφώτιστον και τη χάριτι της παλιγγενεσίας μη κοσμηθείσαν, ουκ οίδα ουδέ ει άγγελοι μετά τον χωρισμόν του σώματος υποδέχονται. Πως γαρ την ασφράγιστον͵ την μηδέν της δεσποτείας επίσημον φέρουσαν;»[71].
Δηλαδή:
«Μια ψυχή που δεν έχει φωτιστεί και δεν έχει στολιστεί με τη χάρη του ξαναγεννημού, δε γνωρίζω ούτε ακόμα και οι άγγελοι αν τη δέχονται μετά το χωρισμό του σώματος. Πως δηλαδή να δεχτούν ψυχή που δεν έχει τη σφραγίδα, που δεν έχει κανένα σημάδι του Κυρίου της;»[72].
Και ο Κύριλλος Ιεροσολύμων:
«Ει τις μη λάβοι το βάπτισμα, σωτηρίαν ουκ έχει· πλην μόνων μαρτύρων, οί και χωρίς του ύδατος λαμβάνουσι την βασιλείαν»[73].
Ο Μ. Βασίλειος, στην ομιλία του «Προτρεπτική εις το άγιον βάπτισμα» (PG 31,424-444) μας παραδίδει μια σημαντική μαρτυρία για τον νηπιοβαπτισμό, όπου ανακεφαλαιώνει σχεδόν όλες τις προηγούμενες μαρτυρίες:
«Καιρός δε βαπτίσματος άπας ο των ανθρώπων βίος. Ούτε γαρ σώματι ζήν μη αναπνέοντι δυνατόν, ούτε ψυχή συνεστάναι, μη γνωριζούση τον κτίσαντα. Θεού γαρ άγνοια θάνατός εστι ψυχής. Ο δε μη βαπτισθείς ου πεφώτισται. Άνευ δε φωτός ούτε οφθαλμός τα εαυτού καθορά, ούτε ψυχή Θεού δέξασθαι δύναται θεωρίαν[74] […] Ο Ιουδαίος την περιτομήν ουχ υπερτίθεται δια την απειλήν, ότι Πάσα ψυχή, ήτις ου περιτμηθήσεται τη ημέρα τη ογδόη εξολοθρευθήσεται εκ του λαού αυτής· συ δε την αχειροποίητον περιτομήν αναβάλλη εν τη απεκδύσει της σαρκός, εν τω βαπτίσματι τελειουμένην, αυτού του Κυρίου ακούσας· Αμήν αμήν λέγω υμίν, εάν μη τις γεννηθή δι’ ύδατος και Πνεύματος, ου μη εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού[75] […] Ο Ισραήλ εκείνος εις τον Μωϋσήν εβαπτίσθη εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση, σοί τους τύπους παραδιδούς, και χαρακτηρίζων την επ’ εσχάτων των καιρών δειχθησομένην αλήθειαν[76] […] ου μόνον άφεσις των παρελθόντων, αλλά και δωρεαί των μελλόντων προεκηρύχθησαν[77] […] Ουδείς επιγνώσεταί σε, ει ημέτερος ει, η των υπ εναντίων, εάν μη τοις μυστικοίς συμβόλοις παράσχη την οικειότητα, εάν μη σημειωθή επί σε το φως του προσώπου Κυρίου. Πως αντιποιηθή σου ο άγγελος; πως δε αφέληται των εχθρών, εάν μη επιγνώ την σφραγίδα; Πως δε συ ερείς, Του Θεού ειμι, μη επι φερόμενος τα γνωρίσματα; Η αγνοείς, ότι τας εσφραγισμένας οικίας ο ολοθρευτής υπερέβαινεν, εν δε ταις ασφραγίστοις κατεφόνευε τα πρωτότοκα;[78] […] Ουκ επιθυμείς ιδείν τι το μέγα θαύμα της υποσχέσεως; πως άνευ μητρός αναγεννάται άνθρωπος; [79] […] Βάπτισμα αιχμαλώτοις λύτρον, οφλημάτων άφεσις, θάνατος αμαρτίας, παλιγγενεσία ψυχής, ένδυμα φωτεινόν, σφραγίς ανεπιχείρητος, όχημα προς ουρανόν, βασιλείας πρόξενον, υιοθεσίας χάρισμα[80]».
Τα σημαντικά αυτά αποσπάσματα, σε μετάφραση έχουν ως εξής:
«Καιρός όμως διά το βάπτισμα είναι ολόκληρος ο βίος των ανθρώπων. Διότι δεν ημπορεί να ζήση το σώμα που δεν αναπνέει, ούτε η ψυχή να υπάρξη χωρίς να γνωρίση τον κτίστην αυτής. Διότι η άγνοια του Θεού είναι ο θάνατος της ψυχής. Αυτός που δεν εβαπτίσθη δεν εφωτίσθη. Χωρίς όμως φως ούτε τα μάτια βλέπουν τα πράγματά των, ούτε η ψυχή ημπορεί να θεωρήση τον Θεόν[81] […] Ο Ιουδαίος δεν αναβάλλει την περιτομήν εξ αιτίας της απειλής ότι ‘κάθε άνθρωπος που δεν θα περιτμηθή την ογδόην ημέραν, θα εξολοθρευθή από τον λαόν’, εσύ όμως αναβάλλεις την περιτομήν, η οποία δεν γίνεται με χέρι κατά την αποβολήν της σαρκός και τελειώνεται εις το βάπτισμα, ενώ ήκουσες τον Κύριον να λέγη· ‘αλήθεια, αλήθεια σας λέγω, εάν κάποιος δεν αναγεννηθή διά του ύδατος και του Πνεύματος, δεν θα εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού’[82] […] Ο Ισραήλ εκείνος εβαπτίσθη εις το όνομα του Μωυσέως εις την νεφέλην και εις την θάλασσαν , διά να σου παραδώση τους τύπους και διά να δώση τον χαρακτήρα της αληθείας που θα εφανερώνετο εις τους τελευταίους καιρούς[83] […] Επειδή τώρα δεν έχουν προαναγγελθή μόνον η συγχώρησις των παρελθόντων, αλλά και τα μελλοντικά δώρα[84] […] Κανείς δεν θα σε αναγνώριση εάν είσαι ιδικός μας ή ανήκης εις τους εχθρούς, εάν δεν προσφέρης την ταυτότητά σου με τα μυστικά σύμβολα, εάν δεν σημειωθή επάνω σου το φως του προσώπου του Κυρίου. Πως ο άγγελος θα εγείρη αξιώσεις διά σε; Πως δε, θα σε αποσπάση από τους εχθρούς, εάν δεν αναγνωρίση την σφραγίδα; Και πως εσύ θα ειπής, είμαι του Θεού, εάν δεν φέρης επάνω σου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα; Ή μήπως δεν ηξεύρεις ότι ο εξολοθρευτής άγγελος άφηνε μεν άθικτα τα σημαδευμένα σπίτια, εφόνευε δε εις τα ασφράγιστα, τα πρωτότοκα;[85] […] Πως χωρίς μητέρα ξαναγεννάται ο άνθρωπος;[86] […] Το βάπτισμα λυτρώνει τους αιχμαλώτους, αφήνει τα χρέη, θανατώνει την αμαρτίαν, αναγεννά την ψυχήν. Ενδύει φωτεινόν ένδυμα, σφραγίζει κατά τρόπον απρόσβλητον, γίνεται όχημα προς τον ουρανόν, πρόξενον βασιλείας και χάρισμα της υιοθεσίας[87]».
Όπως γράφει ο Ιωάννης Δαμασκηνός στο έργο του «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως» όπου ανακεφαλαιώνει την Δογματική της Ορθόδοξης Εκκλησίας:
Και αλλού:
«Τώρα παίρνουμε με το βάπτισμα την απαρχή του Αγίου Πνεύματος, και η αναγέννησή μας γίνεται αρχή άλλης ζωής και σφραγίδα και φυλακτήριο και φωτισμός»[89].
Στο τελευταίο μέρος αυτής της μελέτης, θα αφιερώσουμε μια ειδική ενότητα στη θεολογία του Γρηγορίου Νύσσης επειδή οι αιρετικοί, κάποιες από τις αντιρρήσεις τους για τον νηπιοβαπτισμό, τις στηρίζουν σε αποσπάσματα από την πραγματεία του με τίτλο, «Περί των νηπίων προ ώρας αφαρπαζομένων» (PG 46,161-192) και λένε:
Ο Γρηγόριος Νύσσης στο έργο του «Περί των νηπίων πού φεύγουν πρόωρα από την παρούσα ζωή» λέγει τα εξής: «Βέβαια από αυτόν πού πέρασε τη ζωή του μέσα στην κακία, όχι μόνο το νήπιο, που δεν δοκίμασε την αμαρτία θα είναι πιο ευτυχισμένο, αλλά κι εκείνος πού έσβησε ήδη από την αρχή της ζωής».
Ας ξεκινήσουμε λέγοντας πως η ομιλία αυτή του Γρηγορίου Νύσσης αναφέρεται σε νήπια που δεν έζησαν καθόλου, («μη βεβιωκότος όλως»)[90], άρα σε νήπια προφανώς αβάπτιστα.
Και πέρα από το γεγονός ότι το έργο αναφέρεται σε νήπια αβάπτιστα στα οποία το μόνο που πρόλαβε να συμβεί ήταν η γέννησή τους, ο Γρηγόριος Νύσσης ασχολείται με το ερώτημα αν το αβάπτιστο νήπιο θα πάει στον Παράδεισο ή στην Κόλαση:
«Αυτός που δεν είχε τίποτε περισσότερο από το ότι κρυβόταν μέσα στα σπλάχνα της μητέρας του, παρά μόνο ότι βγήκε στο φως, διαλύεται με το θάνατο είτε γιατί τον άφησαν βρέφος έκθετο, είτε γιατί πνίγεται, είτε από κάποια ασθένεια έπαυσε έτσι αυτόματα να ζει. Τι πρέπει να σκεφτούμε γι’ αυτόν, τι στάση να κρατήσουμε γι’ αυτούς που είχαν αυτό το τέλος; […] Θα υποστεί την κρίση … θα καεί στην καθαρτήρια φλόγα … ή θα δροσίζεται με τη δροσιά της θείας ευλογίας;»[91].
Και πάλι, από το γεγονός ότι ο άγιος Νύσσης μιλά για νήπια που απλά πρόλαβαν να βγουν από την κοιλιά της μητέρας τους και αμέσως πέθαναν, καταλαβαίνουμε ότι είναι αδύνατον να τα θεωρήσουμε βαπτισμένα.
Η προσεκτική μελέτη του έργου αυτού δείχνει ότι σε τίποτε δεν εξυπηρετεί τους αιρετικούς και τις απόψεις τους και βέβαια, επέλεξαν ένα εντελώς άστοχο απόσπασμα. Καμία σύνδεση νηπίων και Παραδείσου δεν γίνεται με τη φράση δεν δοκίμασε την αμαρτία [το νήπιο, άρα] θα είναι πιο ευτυχισμένο. Εδώ έχουμε απλώς επανάληψη του εδαφίου Ματθ. 26,24[92] και γι’ αυτό, ακριβώς μετά το απόσπασμα που επέλεξαν οι προτεστάντες, ο Γρηγόριος λέει:
«Κάτι τέτοιο διδαχτήκαμε και για τον Ιούδα από το λόγο του Ευαγγελίου, ότι στις περιπτώσεις αυτές από το κακό που υπάρχει καλύτερο είναι αυτό που δεν υπάρχει ολότελα. Εκείνου εξαιτίας της βαθιά ριζωμένης κακίας η τιμωρία του με την κάθαρση παρατείνεται στο άπειρο»[93].
Λέει όμως πουθενά ο Γρηγόριος ότι το αβάπτιστο νήπιο πάει στον Παράδεισο; Μια ματιά στα τελικά του συμπεράσματα αρκεί για τη διάψευση των αιρετικών:
«Ας συγκεφαλαιώσομε λοιπόν συνοψίζοντας όσα είπαμε […] Το πρόωρο τέλος των νηπίων δεν αφήνει να σκεφτούμε ούτε ότι αυτός που διέκοψε με τέτοιο τρόπο τη ζωή του βρίσκεται σε αλγεινή κατάσταση ούτε ότι εξισώνεται μ’ εκείνους που στη ζωή αυτή έχουν καθαρθεί μέσω κάθε αρετής»[94].
Ας μην έχουν λοιπόν ελπίδες. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο Νύσσης, το αβάπτιστο νήπιο δεν πηγαίνει ούτε στην Κόλαση, αλλά ούτε και στον Παράδεισο, όπως πλανεμένα υποστηρίζουν. Η απάντηση του αγίου Νύσσης προς τους αιρετικούς είναι σαφής:
«… εδώ όμως που [στο νήπιο] δεν υπάρχει ούτε πράξη καμιά ούτε προαίρεση, ποιος λόγος υπάρχει να παίρνουν κι αυτοί [τα νήπια] από το Θεό την ελπιζόμενη ανταμοιβή; Κι αν δεχτεί κανένας αβασάνιστα το λόγο αυτόν […] θα φανεί μεγαλύτερη καλοτυχία … να μη ζήσει κανένας καθόλου […] Αλλά [ισχυρίζονται πως] ευθύς δέχεται η αγαθή κατάληξη όσους πεθαίνουν πρόωρα, αν βέβαια αληθεύει ο λόγος εκείνων που έχουν τη γνώμη αυτή. Από τη λογική λοιπόν ακολουθία θ’ αποδειχθεί προτιμότερος ο παραλογισμός και … η αρετή θα φανεί χωρίς καμιά αξία. Αν δηλαδή δεν έπαθε καμιά ζημία για την απολαβή των αγαθών όποιος δεν απόχτησε την αρετή, θα είναι μάταιο κι ανώφελο να κοπιάζομε γι’ αυτήν»[95].
Πόσο πιο ξεκάθαρος να είναι ο άγιος Γρηγόριος; Μας λέει ότι αν δεχτούμε όσα υποστηρίζουν οι αιρετικοί, ότι δηλαδή το αβάπτιστο νήπιο πάει απευθείας στον Παράδεισο, τότε όλοι θα ευχόμαστε τα παιδιά μας να μην ζήσουν καν(!), θα αποδειχθεί ότι τελικά η αρετή δεν έχει καμία αξία, θα φανεί ότι τα παιχνίδια της «τύχης» [να πεθάνει κανείς απρόσμενα ως νήπιο] είναι υπέρτερα ακόμα και από την αρετή(!), και τελικά με όσα λένε οι σύγχρονοι πελαγιανιστές, θα επικρατήσει αντί για την λογική, ο παραλογισμός! Και βεβαίως, από τη στιγμή που ο Γρηγόριος Νύσσης μιλάει για «ζημία προς την των αγαθών μετουσίαν» (PG 46,169ΒC), πως είναι δυνατόν να μας λένε ότι τα αβάπτιστα νήπια πάνε απευθείας στον Παράδεισο; Αν πήγαιναν στον Παράδεισο θα μίλαγε ποτέ ο άγιος Γρηγόριος για «ζημία»;!
Είναι λοιπόν σαφέστατο: για τον Γρηγόριο Νύσσης, όπως και για όλους τους Πατέρες, τα αβάπτιστα νήπια δεν κολάζονται μεν, δεν πηγαίνουν όμως ούτε στον Παράδεισο.
Τι γίνεται όμως με τα βαπτισμένα νήπια; Υπάρχει για τον Γρηγόριο Νύσσης διαφορά ανάμεσα στο αβάπτιστο νήπιο και στο βαπτισμένο; Το αβάπτιστο νήπιο, το είδαμε, δεν μπορεί να μπει στον Παράδεισο. Το βαπτισμένο όμως δικαιούται τον Παράδεισο παρ’ όλο που δεν πάλεψε για την αρετή; Ας διαβάσουμε τα παρακάτω, από την ομιλία «Προς τους βραδύνοντας εις το βάπτισμα»:
«Είναι προτιμότερο κάποιος που αξιώθηκε το λουτρό της σωτηρίας εκλέγοντας το κακό να ξανααμαρτήσει πάλι, παρά να τελειώσει τη ζωή του αμέτοχος από τη χάρη. Το ένα είναι σφάλμα που ίσως θ’ αξιωθεί συγγνώμη και φιλανθρωπία, για τα οποία έχουν πολλές ελπίδες οι αγαθοί. Το δεύτερο όμως έχει ολότελα αποκλεισμένη τη σωτηρία με απόφαση ορισμένη. Γιατί, όταν ακούσω να λέει η αψευδής φωνή, ‘σας διαβεβαιώνω αν κάποιος δε γεννηθεί από τον ουρανό, δεν μπορεί να δει τη βασιλεία των ουρανών’, δεν μπορώ να περιμένω για τους αβάπτιστους κανένα καλό. Ποια πραγματική συγνώμη είναι δίκαιο να δώσομε σ’ αυτούς, που έχουν προσβάλει τη βασιλική χάρη με το να μη δεχτούν το χάρισμα των χρεών και με το να μη προσδοκήσουν την ελευθερία και να μην την εγκολπωθούν, όταν τους ήρθε αυτόκλητη από τους ουρανούς, που με την καταφρόνηση του δώρου έχουν προσβάλει τον δωρεοδότη; Μια ψυχή που δεν έχει φωτιστεί και δεν έχει στολιστεί με τη χάρη του ξαναγεννημού, δε γνωρίζω ούτε ακόμα και οι άγγελοι αν τη δέχονται μετά το χωρισμό του σώματος. Πως δηλαδή να δεχτούν ψυχή που δεν έχει τη σφραγίδα, που δεν έχει κανένα σημάδι του Κυρίου της; Είναι φυσικό να παραμένει ανάερα, να πλανιέται και ν’ αλητεύει και να μη ζητείται από πουθενά, αφού δεν έχει κύριο. Να επιθυμεί ανάπαυση και μόνιμη θέση και μη βρίσκοντας τα, να θρηνεί ανώφελα και να μετανοεί άδικα. Η ψυχή αυτή είναι όμοια με του πλουσίου που ήταν ντυμένος με πορφύρα και βύσσο, ζούσε με κάθε είδους τρυφή και λεπτεπίλεπτες απολαύσεις, για να γίνει ύλη της άσβεστης φωτιάς»[96].
Η ομιλία αυτή βεβαίως, αναφέρεται κυρίως σε ενηλίκους που έχουν αμαρτήσει και υπάρχει ο κίνδυνος, καθυστερώντας το βάπτισμα, να πεθάνουν αβάπτιστοι. Όμως, ένα σημαντικό σημείο της ομιλίας αυτής, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι διατυπώνεται ως κανόνας με απόλυτη ισχύ:
Πως θα γίνει δεκτή στη Βασιλεία του Θεού, ψυχή που δεν έχει τη σφραγίδα, που δεν έχει κανένα σημάδι του Κυρίου της[97];
Η παραπάνω έννοια της «σφραγίδας», κοινή σε όλους τους Πατέρες, δεν έχει ουδεμία σχέση με τις αμαρτίες ή την ηλικία του βαπτιζομένου. Σφραγίδα σημαίνει, «αυτός είναι δικός μου» και είναι σημάδι αναγνώρισης του Χριστιανού. Αυτό αποτελεί τη βάση της Θεολογίας των Πατέρων που διδάσκουν ότι χωρίς τη σφραγίδα του βαπτίσματος κανείς δεν μπορεί να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών και μας παραπέμπει ευθέως στο σημάδι στα ανώφλια των σπιτιών που έσωσε τα πρωτότοκα νήπια του Ισραήλ. Η συμφωνία του Γρηγορίου Νύσσης με την παρακάτω τη διδασκαλία του Μ. Βασιλείου είναι σαφέστατη:
«Ουδείς επιγνώσεταί σε, ει ημέτερος ει, η των υπ εναντίων, εάν μη τοις μυστικοίς συμβόλοις παράσχη την οικειότητα, εάν μη σημειωθή επί σε το φως του προσώπου Κυρίου. Πως αντιποιηθή σου ο άγγελος; πως δε αφέληται των εχθρών, εάν μη επιγνώ την σφραγίδα; Πως δε συ ερείς, Του Θεού ειμι, μη επι φερόμενος τα γνωρίσματα; Η αγνοείς, ότι τας εσφραγισμένας οικίας ο ολοθρευτής υπερέβαινεν, εν δε ταις ασφραγίστοις κατεφόνευε τα πρωτότοκα»;[98]
Δηλαδή:
«Κανείς δεν θα σε αναγνώριση εάν είσαι ιδικός μας ή ανήκης εις τους εχθρούς, εάν δεν προσφέρης την ταυτότητά σου με τα μυστικά σύμβολα, εάν δεν σημειωθή επάνω σου το φως του προσώπου του Κυρίου. Πως ο άγγελος θα εγείρη αξιώσεις διά σε; Πως δε, θα σε αποσπάση από τους εχθρούς, εάν δεν αναγνωρίση την σφραγίδα; Και πως εσύ θα ειπής, είμαι του Θεού, εάν δεν φέρης επάνω σου τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα; Ή μήπως δεν ηξεύρεις ότι ο εξολοθρευτής άγγελος άφηνε μεν άθικτα τα σημαδευμένα σπίτια, εφόνευε δε εις τα ασφράγιστα, τα πρωτότοκα;»[99].
Άρα, Μ. Βασίλειος και Γρηγόριος Νύσσης κάνουν λόγο για σφραγίδα που επιτρέπει να διακρίνονται εκείνοι που είναι του Κυρίου, είτε είναι ενήλικοι, είτε είναι νήπια.
Σύμφωνα με τον καθ. Ανδρέα Θεοδώρου:
«Καθίσταται προφανής και η απόλυτος ανάγκη αυτού [του Βαπτίσματος] προς σωτηρίαν. Η ιδέα ότι το βάπτισμα δεν είναι απαραίτητον προς σωτηρίαν, έχουσα ως υπόβαθρον αυτής την επιπόλαιον περί προπατορικής αμαρτίας εκδοχήν, κατεκρίθη υπό των Πατέρων ως δόξα πελαγιανική […] Η θεμελιώδης αύτη πίστις υπογραμμίζει ωσαύτως και τον νηπιοβαπτισμόν, όστις πρωϊμώτατα εισήχθη εν τη πράξει της αρχαίας Εκκλησίας, επίσης δε και την εις περίπτωσιν ανάγκης τέλεσιν του βαπτίσματος και υπό λαϊκών […] τα δε νήπια αποθνήσκοντα ενδεχομένως αβάπτιστα στερούνται της παρά τω Θεώ ευδαίμονος ζωής παραμένοντα υπήκοα τω κράτει του θανάτου, δια τον λόγον τούτον η Εκκλησία καθώρισεν έκπαλαι τον νηπιοβαπτισμόν, ίνα άρη το θλιβερόν ενδεχόμενον του θανάτου αβαπτίστων άνθρώπων. Σημειωτέον, τέλος, ότι καίπερ το βάπτισμα είναι απαραίτητον όλως προς σωτηρίαν, ουχ ήττον όμως δύναται να αναπληρωθή διά του βαπτίσματος του μαρτυρίου»[100].
Βεβαίως, είναι σαν να τους έχουμε μπροστά μας τους αιρετικούς και να τους ακούμε με στείρα επιμονή να αρνούνται τα σφάλματά τους και να λένε διαρκώς, αυτά δεν ισχύουν διότι ο Γρηγόριος Νύσσης δεν μιλάει πουθενά για νηπιοβαπτισμό.
Αυτή την εντύπωση έχουν λοιπόν;
Ας δούνε τότε πως θεμελιώνει την Ορθόδοξη Θεολογία περί νηπιοβαπτισμού ο Γρηγόριος Νύσσης στην ομιλία του «Εις την ημέραν των Φώτων»:
«Eυρίσκω γαρ ότι την του βαπτίσματος χάριν ου τα μετά τον σταυρόν εκήρυξεν ευαγγέλια, αλλά και προ της ενανθρωπήσεως του κυρίου πανταχού η παλαιά γραφή της παλιγγενεσίας ημών προετύπωσε την εικόνα […] αναμνήσωμεν δε τους φιλοκάλους των τύπων […] Η Άγαρ […] έρημος εφέρετο προς έρημον γην υπομάζιον έχουσα βρέφος τον Ισμαήλ. επειδή δε εν απορία των αναγκαίων γέγονεν αυτή τε εγγύς ήλθε θανάτου και προ γε αυτής το παιδίον […] άγγελος εκ του παραδόξου φαίνεται και δείκνυσιν αυτή φρέαρ ύδατος ζώντος, κακείθεν υδρευσαμένη σώζει τον Ισμαήλ. όρα τοίνυν τύπον μυστικόν, όπως ευθύς εξ αρχής δι’ ύδατος ζώντος τω απολλυμένω η σωτηρία ου πρότερον όντος, αλλά δι’ αγγέλου κατά χάριν δοθέντος»[101].
Το οποίο σημαίνει:
«Βρίσκω ότι τη δωρεά του βαπτίσματος δεν την κήρυξαν τα ευαγγέλια που γράφτηκαν μετά το σταυρό, αλλά και πριν από την ενανθρώπηση του Κυρίου σε όλα τα μέρη της η Παλαιά Διαθήκη προτύπωσε την εικόνα της αναγέννησής μας […] Ας υπενθυμίσομε στους φίλους του καλού τις προτυπώσεις […] η Άγαρ πλανιόταν έρημη μέσα στην ερημιά έχοντας στην αγκαλιά της μικρό που θήλαζε, τον Ισμαήλ. Της έλειψαν κάποτε τα εφόδιά της κι έφτασε κι αυτή στα πρόθυρα του θανάτου και το παιδί πριν από αυτή […] Τότε κατά παράδοξο τρόπο παρουσιάζεται άγγελος και της δείχνει ένα πηγάδι με ζωντανό φρέσκο νερό και παίρνοντας από κει νερό σώζει τον Ισμαήλ. Πρόσεξε λοιπόν τύπο μυστικό, πως ευθύς από την αρχή η σωτηρία γι' αυτόν που χάνεται πραγματοποιείται με ζωντανό νερό που δεν υπήρχε πρώτα, αλλά παραχωρήθηκε κατά χάρη από άγγελο»[102].
Πως είναι δυνατόν να ισχυρίζονται οι αιρετικοί ότι ο μεγάλος αυτός Πατέρας της Εκκλησίας αρνείται το βάπτισμα για τα νήπια, τη στιγμή που ο Γρηγόριος Νύσσης, για να μας διδάξει ότι η δωρεά του βαπτίσματος κηρύχθηκε πολύ πριν από τα ευαγγέλια, αναφέρεται στη σωτηρία «δι’ ύδατος» ενός βρέφους που θηλάζει;!
Είδαμε λοιπόν ότι, για τον Γρηγόριο Νύσσης κανείς από αυτούς που δεν έχουν σφραγιστεί με το Βάπτισμα δεν μπορεί να εισέλθει στον Παράδεισο. Το αβάπτιστο νήπιο αμέσως μετά το θάνατό του θα υποστεί «ζημία» και δεν θα απολαύσει την Βασιλεία των Ουρανών, αφού κάτι τέτοιο, όπως είδαμε, θα σήμαινε για τον Γρηγόριο ότι «από τη λογική … θ’ αποδειχθεί προτιμότερος ο παραλογισμός και … η αρετή θα φανεί χωρίς καμιά αξία».
Η παραπάνω διδασκαλία για μια «ενδιάμεση» κατάσταση όπου η ψυχή του αβάπτιστου νηπίου δεν θα κολάζεται, ούτε όμως θα βρίσκεται στη Βασιλεία, είναι κοινή σε όλους τους Πατέρες. Σαφώς το αντιλαμβανόμαστε αυτό αν αντιπαραβάλουμε την διδασκαλία του αγίου Νύσσης με εκείνη του Γρηγορίου του Θεολόγου:
«Άλλοι πάλιν δεν έχουν καν την δύναμιν να το δεχθούν [το βάπτισμα], ή διότι είνε νήπια ή διά μίαν άλλην τελείως ακούσιον σύμπτωσιν, εξ αιτίας της οποίας, και να θέλουν, δεν τους είνε δυνατόν να επιτύχουν το χάρισμα […] [Αυτοί] ούτε θα δοξασθούν, ούτε θα τιμωρηθούν από τον δίκαιον κριτήν, διότι είνε μεν ασφράγιστοι αλλ’ είνε απονήρευτοι, και την ζημίαν που υπέστησαν την έπαθον, δεν την διέπραξαν. Διότι όποιος δεν είνε άξιος τιμωρίας, δεν σημαίνει ότι είνε άξιος τιμής, ούτε όποιος δεν είνε άξιος τιμής, είνε άξιος τιμωρίας»[103].
Μέχρι εδώ λοιπόν, υπάρχει Συμφωνία Πατέρων. Το αβάπτιστο νήπιο δεν κολάζεται μεν, ούτε όμως είναι και άξιο εισόδου στη Βασιλεία του Θεού.
Ο Γρηγόριος Νύσσης όμως, θέτει μια παράμετρο που δεν την βρίσκουμε σε άλλους Πατέρες:
«Η ψυχή όμως [του νηπίου] που δεν έχει γευτεί την αρετή, επειδή ούτε στην αρχή δεν προσβλήθηκε από τη νόσο της κακίας, παραμένει χωρίς μετοχή στα κακά της πονηρίας […] η ψυχή αυτή μετέχει με την πρώτη σε τόσο βαθμό, όσο χωρεί αυτό που συγκριτικά την τρέφει, ώσπου δυναμώνοντας με τη θεωρία του όντος σαν με μια κατάλληλη τροφή να μπορέσει να χωρέσει το περισσότερο, απολαμβάνοντας πλούσια και ελεύθερα το αληθινό ον»[104].
Αυτό που βλέπουμε εδώ είναι η άποψη του αγίου Νύσσης που μας λέει πως παρά το γεγονός ότι «η αγαθή κατάληξη» δεν μπορεί να δεχτεί «ευθύς» (ευθέως … εκδέχεται[105]) «όσους πεθαίνουν πρόωρα», εντούτοις δίνει την ελπίδα ότι, στην πορεία του χρόνου το αβάπτιστο νήπιο θα βρίσκεται σε κατάσταση σταδιακής ενδυνάμωσης ώστε στο μέλλον να μπορεί να «απολαμβάνει τον Θεό».
Μήπως λοιπόν παρουσιάζεται εδώ μια εκδοχή της περίφημης άποψης του Νύσσης περί «αποκατάστασης» η οποία μπορεί να εκληφθεί ως θεολογούμενο ή ως προσωπική γνώμη του αγίου, μια που για κάτι τέτοιο δεν έχουμε ούτε Συμφωνία Πατέρων αλλά ούτε και Οικουμενική απόφαση της Εκκλησίας;
Όπως λέει ο καθ. Στ. Παπαδόπουλος η διδασκαλία αυτή «προβλημάτισε την Εκκλησία» διότι διδάσκει πως αναμένεται «βαθμιαία ‘’αποκατάστασις’’ , με την ‘’μετουσία’’ στο φως»[106] ακόμα και για κάποιους ανθρώπους που προορίζονταν για την γέενα, παρά την κοινή θέση των άλλων Πατέρων ότι μετά τον θάνατο δεν υπάρχει μετάνοια. Λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη το εδάφιο για τον Ιούδα Ισκαριώτη, για τον οποίο ο Γρηγόριος Νύσσης λέει πως «εξαιτίας της βαθιά ριζωμένης κακίας» θα υποστεί «κάθαρση» που «παρατείνεται στο άπειρο»[107], συμπεραίνουμε ότι αυτή η σταδιακή «αποκατάσταση» δεν αφορά τους πάντες αλλά κάποιους που η ψυχή τους δεν έχει πωρωθεί. Μήπως θέτει στην κατηγορία αυτή και τα αβάπτιστα νήπια και τους δίνει έτσι την ελπίδα της μελλοντικής κοινωνίας τους με τον Θεό;
Πάντως, η θέση αυτή που διατύπωσε ο μεγάλος Πατέρας της Εκκλησίας, ο «Γρηγόριος ο της Νυσσαέων πόλεως πρόεδρος, ο πατήρ πατέρων παρά πάντων ονομαζόμενος» , σύμφωνα με την 7η Οικ. Σύνοδο[108], δεν πρέπει να μας προβληματίζει, γι’ αυτό άλλωστε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, απόλυτο κύρος έχουν μόνο οι διδασκαλίες στις οποίες «διακριβούται συμφωνία των Πατέρων»[109].
Εν πάσει περιπτώσει, το σημαντικό στην παρούσα μελέτη είναι πως ούτε καν η παράμετρος αυτή μπορεί να βοηθήσει τους αιρετικούς. Η θέση τους ότι δήθεν το νήπιο δεν χρειάζεται βάπτισμα επειδή πηγαίνει στον Παράδεισο μόλις πεθάνει, καταδικάζεται απόλυτα από τον Γρηγόριο Νύσσης που ξεκαθαρίζει ότι το να λέμε πως «ευθύς δέχεται η αγαθή κατάληξη όσους πεθαίνουν πρόωρα» δεν είναι τίποτε άλλο από «παραλογισμός». Επιπλέον, η έννοια της «ζημίας» που θα υποστεί το νήπιο που πεθαίνει αβάπτιστο, ευθέως αναιρεί τις αιρετικές δοξασίες περί εισόδου στον Παράδεισο μόλις το νήπιο πεθάνει.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε την κοινή θεολογική θέση των Πατέρων για την αναγκαιότητα του βαπτίσματος ως σφράγισμα-, αφού οι άγγελοι δεν μπορούν «να δεχτούν ψυχή που δεν έχει τη σφραγίδα, που δεν έχει κανένα σημάδι του Κυρίου της», τότε εύλογα καταλήγουμε ότι ναι μεν η τελική απόφαση για όλα βρίσκεται στα χέρια του Θεού, όμως για εμάς, η μόνη ασφαλής οδός για να επιτύχει το νήπιο την άμεση και βεβαία είσοδο στη Βασιλεία του Θεού θα είναι να αποχωρήσει από την παρούσα ζωή οπωσδήποτε βαπτισμένο[110]. Όπως λέει ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, τα νήπια «κρείσσον γαρ αναισθήτως αγιασθήναι, ή απελθείν ασφράγιστα και ατέλεστα»[111], δηλ. «είναι προτιμότερο να αγιάζονται [βαπτίζονται] χωρίς να το συναισθάνονται, παρά να πεθάνουν ασφράγιστα και αμύητα»[112].
Το ισχυρότερο όμως χτύπημα στις αυθαίρετες δοξασίες των προστεταντών, δίδεται από την διδασκαλία του Γρηγορίου Νύσσης για τον νηπιοβαπτισμό. Τη στιγμή που οι αιρετικοί διατυπώνουν την «βεβαιότητα» ότι για τον άγιο Νύσσης δεν υπάρχει καμία σχέση νηπίων και βαπτίσματος, ο ίδιος ο Γρηγόριος επισημαίνει ως «προτύπωση» της «δωρεάς του βαπτίσματος» την «σωτηρία με ζωντανό νερό» ενός «μικρού που θήλαζε, του Ισμαήλ»!
Με την προσθήκη της μαρτυρίας αυτής, δείξαμε ότι οι «Τρεις Ιεράρχες» και οι «Τρεις Καππαδόκες» Πατέρες (Γρηγόριος Θεολόγος, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ιωάννης Χρυσόστομος), θεμελιώνουν και επικυρώνουν τον νηπιοβαπτισμό σε μια αδιαμφισβήτητη «Συμφωνία Πατέρων»[113].
Επτά κείμενα, δεκάδες σελίδες επιχειρημάτων, μεγάλος αριθμός πηγών και επιστημονικής βιβλιογραφίας, καθώς και εκατοντάδες υποσημειώσεις που τεκμηριώνουν τις αποδείξεις που παρέχουμε, πιστεύουμε ότι αναίρεσαν σε απόλυτο βαθμό τις κακοδοξίες των αιρετικών προτεσταντών για τον νηπιοβαπτισμό.
Οι αναγνώστες μπορούν να διαβάσουν όλα τα μέρη της μελέτης αυτής:
Εισαγωγή (Περιγραφή των αιρετικών κακοδοξιών και περίγραμμα της απάντησής μας).
Μέρος Α΄ (Απάντηση σε παρερμηνείες του 12ου Κανόνα Νεοκαισαρείας).
Μέρος Β΄ (Απάντηση σε παρερμηνείες του πδ΄ Κανόνα της Πενθέκτης).
Μέρος Γ΄ (Ο Νηπιοβαπτισμός και η θεμελίωσή του μέσα από τις πηγαίες μαρτυρίες).
Μέρος Δ΄ (Απάντηση σε παραχαράξεις της βυζαντινής εκκλησιαστικής Ιστορίας).
Μέρος Ε΄ (Ερμηνευτικές αναλύσεις Νόμων της Πολιτείας και Κανόνων της Εκκλησίας).
Μέρος ΣΤ΄ (Το προπατορικό αμάρτημα και το βάπτισμα ως σφράγισμα σωτηρίας).
[1] Ιω. Χρυσόστομος, «Εις την προς Εφεσίους», PG 62,31.
[2] Ιω. Χρυσόστομος, «Εις την προς Ρωμαίους», PG 60,474.
[3] Ζήσης Θεόδωρος, «Άνθρωπος και κόσμος εν τη οικονομία του Θεού κατά τον ιερόν Χρυσόστομον» (σειρά: Ανάλεκτα Βλατάδων 9), Πατριαρχικόν Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1971, σελ. 116-117.
[4] Αγίου Νεκταρίου, «Ορθόδοξος Ιερά Κατήχησις», έκδ. 4η, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2001 (c1899), σελ. 66.
[5] Ξενοφώντος Παπαχαραλάμπους, «Το πρόβλημα του επιτρεπτού της Εκκλησιαστικής κηδεύσεως των θανόντων αβαπτίστων βρεφών», ΕΕΘΣΑ, τμήμα Θεολογίας, τόμ. 35, Αθήνα 2000, σελ. 334.
[7] Μπούκης Χρίστος, «Η Ουσία της θρησκείας κατά τους Καππαδόκας Πατέρας», (ΕΕΘΣΘ, παράρτ. #1), Θεσσαλονίκη 1967, σελ. 41. Βλ. και σημ. #92 με τις σχετικές παραπομπές: «Περί ψυχής και αναστάσεως», PG 46,148C - 149Α. Πρβλ. PG 44,332D - 333Α, 800D, 1004D, 1184Β. 46, 861Β.
[20] Καρμίρης Ιωάννης, «Τα δογματικά και συμβολικά μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α΄, 2η έκδ., Αθήνα 1960, σελ. 151.
[22] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Β΄, 3η έκδ., Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 542.
[23] Χρήστου Παναγιώτης, «Ελληνική Πατρολογία», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 545 / Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Α΄, έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 238.
[26] «Διάλογος προς Τρύφωνα», 88.3-4 (σε μετάφραση Παν. Χρήστου). Πρωτότυπο και μετάφραση στο: Ιουστίνος, «Απολογηταί» αρ.1 (σειρά Ε.Π.Ε.), Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1985, σελ. 518-519. Βλ. και PG 6,685BC.
[28] Ωριγένης, «Σχόλια εις Ρωμαίους» 5,19. PG 14,1047. Η μετάφραση από το: «Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού», περιοδ. Εφημέριος, τεύχ. 9 (2009), σελ. 16-17. Βλ. και: Ανδρούτσος Χρήστος, «Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας», Αστήρ, Αθήνα1956 (c1907), σελ. 325, σημ. #2. Επίσης: Τρεμπέλας Ν. Π., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α΄, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997, σελ. 134.
[30] Μετάφραση της μαρτυρίας από το: Τσιάκκας Χριστόφορος (αρχιμ.), «Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Θρησκειών και Αιρέσεων», έκδ. Ιεράς Μονής Τροοδιτίσσης, Λεμεσός 2002, σελ. 844α. Ως πηγή, ο π. Χριστόφορος Τσιάκκας επικαλείται την: Κυπρ., Επιστ. προς Φίντους BKV 2,273,275.
[31] Ξενοφώντος Παπαχαραλάμπους, «Το πρόβλημα του επιτρεπτού …», ό.π., σελ. 336. Βλ. και: Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Α', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997, σελ. 536.
[33] Αθανάσιος Αλεξανδρείας, «Κατά Αρειανών», Λόγος Γ΄, 33. PG 26,396Α. Η μετάφραση στο: Αθανάσιος ο Μέγας, Άπαντα αρ.3 (σειρά Ε.Π.Ε. #12), Δογματικά Β΄, Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 107.
[34] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 516. 518 / Τσάμης Γ. Δημήτριος, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», ό.π., σελ. 143.144.
[36] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Β΄, ό.π., σελ. 389. 394 / Τσάμης Γ. Δημήτριος, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», ό.π., σελ. 145.146.
[39] Γρηγόριος Νύσσης, «Εις το Αγιον Πάσχα και περί της τριημέρου προσθεσμίας», PG 46,604CD. Η μετάφραση από το: Αγ. Γρηγόριος Νύσσης, «Έργα», αρ.10, (σειρά Ε.Π.Ε.), Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 451.
[40] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, Γρηγόρης, Αθήνα 2010, σελ. 117.134.
[42] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Γ΄, ό.π., σελ. 425.426.
[43] Ισίδωρος Πηλουσιώτης, «Επιστολών βιβλία πέντε: Επιστολή Ερμίνω Κόμητι», PG 78,880Β-881A. Η μετάφραση από το: Ισίδωρος Πηλουσιώτης, «Άπαντα τα έργα» αρ. 3 (σειρά Ε.Π.Ε.), «Επιστολές Βιβλίον Γ΄», εκδ. Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 231.233.
[45] Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Ύμνος ΝΕ΄ «Ότι τοις το άγιον φυλάξασι βάπτισμα καθαρόν παραμένει το Πνεύμα το Άγιον», στο διαδίκτυο, βλ. Αποστολική Διακονία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
[47] Ιωάννης Χρυσόστομος, «Ομιλίαι Κατηχητικαί», γ΄: «προς νεοφωτίστους» 3,6. Βλ. και: Βενέδικτος Αγιορείτης Ιερομόναχος, «Χρυσοστομικόν Ταμείον (ήτοι Ευρετήριον Θεμάτων των Απάντων Ιω. Χρυσοστόμου)», έκδ. 2η επαυξημένη, εκδ. Συνοδείας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη-Άγιον Όρος 2002, σελ. 726. Η μετάφραση από το: Ιωάννης Χρυσόστομος, έργα #30 (σειρά Ε.Π.Ε.), «Ομιλίες Κατηχητικές-Ηθικές» (Α΄), Πατερικαί εκδ. 'Γρηγόριος ο Παλαμάς', Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 387.
[49] Για τα παρακάτω βλ.: Ξενοφώντος Παπαχαραλάμπους, «Το πρόβλημα του επιτρεπτού…», ό.π., σελ. 334-335.
[50] Ο αναγνώστης παραπέμπεται στο: Γρηγόριος Θεολόγος, «Εις το άγιον Βάπτισμα», PG 36,361.
[51] Ο αναγνώστης παραπέμπεται στο: Βασίλειος ο Μέγας, «Περί του Αγίου Πνεύματος», PG 32,139.
[52] Ο αναγνώστης παραπέμπεται στο: Γρηγόριος Νύσσης, «Εις την ημέραν των Φώτων», PG 46,580.
[53] Πρωτότυπο: PG 94,1120C-1121A. Μετάφραση στο: Δαμασκηνός Ιωάννης, «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως» (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 347.
[54] Ματσούκας Α. Νίκος, «Δογματική και Συμβολική θεολογία», τόμ. Β΄, 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 479.
[55] Αν τυχόν οι αιρετικοί θελήσουν να κρυφτούν πίσω από τη φράση του Γρηγορίου, «αυτή η γέννηση κυοφορείται με την πίστη» και θελήσουν έτσι να μας πουν ότι πρέπει να προηγείται η πίστη του ιδίου του βαπτιζομένου και μετά να ακολουθεί το βάπτισμα, εμείς θα τους απαντήσουμε ότι δεν μπορούν να καλυφθούν πίσω από αυτή τη δικαιολογία: Διότι αν ο Γρηγόριος μιλάει για την πίστη του ιδίου του βαπτιζομένου ως απαραίτητη προϋπόθεση, τότε πως είναι δυνατόν να βάζει την «πίστη» πριν από τα «διδάγματα»;! Αν κάποιος δεν διδαχθεί, πως θα πιστέψει;! Δεν το είδαν αυτό;
Άρα λοιπόν, η παραπάνω σειρά δεν εξυπηρετεί σε τίποτα τους αιρετικούς, αντιθέτως όμως είναι απόλυτα λογική για όσους δέχονται τον νηπιοβαπτισμό.
Διότι, ασφαλώς και η αναγέννηση του νέου μέλους της Εκκλησίας κυοφορείται οπωσδήποτε με την πίστη, και η πίστη αυτή είναι της οικογένειας του νηπίου και του Αναδόχου. Και τότε το νήπιο θα βαπτιστεί και κατόπιν θα ακολουθήσουν τα διδάγματα της Εκκλησίας και η ζωή της αρετής καθώς ο άνθρωπος μεγαλώνει. Είδαμε άλλωστε με κάθε λεπτομέρεια στο Μέρος Γ΄, ότι στην περίπτωση των νηπίων, η πίστη που απαιτείται μπορεί να είναι και ενός τρίτου, όπως έγινε με την προστασία των πρωτοτόκων με το σημάδι στα ανώφλια, όπως έγινε με τα νήπια που σώζονταν με την οκταήμερο περιτομή, όπως έγινε με την κόρη της Χαναναίας η οποία «πίστει» σώθηκε, όχι όμως με τη δική της αφού ήταν νοητικά αδύναμη, αλλά με την πίστη της μητέρας της.
[56] Το πρωτότυπο: Γρηγόριος Νύσσης, «Εις το Αγιον Πάσχα και περί της τριημέρου προσθεσμίας», PG 46,604CD). Η μετάφραση από το: Αγ. Γρηγόριος Νύσσης, «Έργα», αρ.10, (σειρά Ε.Π.Ε.), Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 451.
[58] Μετάφραση από το: Γρηγόριος ο Θεολόγος, Άπαντα αρ.4 (σειρά Ε.Π.Ε. #25), «Λόγοι Δογματικοί», Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 339-341.
[60] Η ομολογία είναι απαραίτητη προ του βαπτίσματος, είτε γίνεται από τον ανάδοχο για λογαριασμό του υποψηφίου είτε από τον ίδιο τον υποψήφιο. Το κριτήριο του αληθινού βαπτίσματος της Εκκλησίας που αναφέρουν οι Αποστολικοί Κανόνες δεν είναι το αν έγινε η ομολογία από τον βαπτισθέντα ή από τον ανάδοχο για λογαριασμό του βαπτισθέντος, αλλά το αν βαπτίσθηκε ο υποψήφιος εις το όνομα της Αγίας Τριάδος και αν έγινε η βάπτισή του μέσα στην Καθολική Εκκλησία. Το ένα και αληθινό βάπτισμα είναι αυτό που γίνεται εντός της Εκκλησίας εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Το ίδιο τονίζεται και στη Σύνοδο της Καρχηδόνας : «μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι έξω της καθολικής Εκκλησίας, ενός όντος βαπτίσματος και εν μόνη τη καθολική Εκκλησία υπάρχοντος». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός πως σε κανέναν Κανόνα δεν καταδικάζεται ο ανάδοχος και φυσικά ούτε o Νηπιοβαπτισμός.
[61] Στο πρωτότυπο: «Ομοίως ήρεσεν, ίνα οστισδήποτε τα μικρά και νεογέννητα εκ των γαστέρων των μητέρων βαπτιζόμενα αρνείται η λέγει εις άφεσιν αμαρτιών αυτά βαπτίζεσθαι, μηδέν δε εκ της του Αδάμ έλκειν προγονικής αμαρτίας το οφείλον καθαρθήναι τω λουτρώ της παλιγγενεσίας, όθεν γίνεται ακόλουθον, ότι εν τούτοις ο τύπος του εις άφεσιν αμαρτιών βαπτίσματος ουκ αληθής, αλλά πλαστός νοείται, ανάθεμα είη. Επειδή ουκ άλλως δεί νοήσαι το ειρημένον τω αποστόλω· Δι’ ενός ανθρώπου η αμαρτία εισήλθεν εις τον κόσμον και δια της αμαρτίας ο θάνατος, και ούτως εις πάντας ανθρώπους διήλθεν, εν ω πάντες ήμαρτον, ει μη ον τρόπον η καθολική Εκκλησία, η πανταχού διακεχυμένη και ηπλωμένη, αεί ενόησε. Δια γαρ τον κανόνα τούτον της πίστεως και οι μικροί έτι μην, οι μηδέν αμαρτημάτων εις εαυτούς έτι μην πλημμελείν δυνάμενοι, εις άφεσιν αμαρτιών αληθινώς βαπτίζονται, ίνα καθαρθή εν αυτοίς δια της παλιγγενεσίας, όπερ είλκυσαν εκ της αρχαιογονίας» (Μετάφραση και πρωτότυπο στο: Πρόδρομος Ι. Ακανθόπουλος, «Κώδικας Ιερών Κανόνων», έκδ. Γ΄, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 341).
[62] Φειδάς Ιω. Βλάσιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία - Απ’ αρχής μέχρι την Εικονομαχία», τόμ. Α', 3η έκδ., Αθήνα 2002, σελ. 561.
[63] Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, «Πατρολογία», τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 189.
[64] Τρεμπέλας Ν. Παν., «Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας», τόμ. Γ΄, 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήναι 2003, σελ. 101. Βλ. και σημ. #16.
[65] Ερμάς, «Ποιμήν», Παραβολή θ΄, XVI, 3-4. Πρωτότυπο και μετάφραση στο: Αποστολικοί Πατέρες αρ.4 (σειρά Ε.Π.Ε. #119), εκδ. Αφοι Μερετάκη «Το Βυζάντιον», Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 562.
[68] Η μετάφραση από το: «Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού», περιοδ. Εφημέριος, τεύχ. 9 (2009), σελ. 16.
[69] Γρηγόριος Θεολόγος, «Εις το άγιον Βάπτισμα», PG 36,389. Μετάφραση στο: Γρηγόριος ο Θεολόγος, Άπαντα αρ.4 (σειρά Ε.Π.Ε. #25), «Λόγοι Δογματικοί», Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 325. Βλ. και: Ανδρούτσος Χρήστος, «Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας», Αστήρ, Αθήνα1956 (c1907), σελ. 328, σημ. #3 / Θεοδώρου Ανδρέας, «Βασική Δογματική Διδασκαλία - Πιστεύω εις ένα Θεόν», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 294, σημ. #354.
[72] Αγ. Γρηγόριος Νύσσης, «Έργα», αρ.10, (σειρά Ε.Π.Ε.), Πατερικαί εκδ. 'Γρηγόριος ο Παλαμάς', Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 311.313.
[81] Η μετάφραση από το: Βασίλειος ο Μέγας, «Έργα» αρ. 6 (σειρά Ε.Π.Ε. #5), «Ομιλίαι & Λόγοι», Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 249.
[88] Πρωτότυπο: PG 94,1117B. Μετάφραση στο: Δαμασκηνός Ιωάννης, «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως», Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 345.
[89] Πρωτότυπο: PG 94,1121C. Μετάφραση στο: Δαμασκηνός Ιωάννης, «Έκδοσις ακριβής …», ό.π., σελ. 347.349.
[90] Αγ. Γρηγόριος Νύσσης, «Έργα», αρ.8, (σειρά Ε.Π.Ε.), Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 449. Βλ. και PG 46,168D.
[92] «Αλίμονο όμως στον άνθρωπο εκείνον που θα προδώσει τον Υιό του Ανθρώπου. Θα ‘ταν καλύτερα γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί». Τα μεταφρασμένα εδάφια από το συλλογικό έργο: «Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη)», Μετάφραση από τα πρωτότυπα κείμενα, Βιβλική Εταιρεία, Αθήνα 1997.
[96] Αγ. Γρηγόριος Νύσσης, «Έργα», αρ.10, (σειρά Ε.Π.Ε.), Πατερικαί εκδ. 'Γρηγόριος ο Παλαμάς', Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 311.313. Βλ. και PG 46,424ΑΒ.
[97] Το πρωτότυπο απόσπασμα έχει ως εξής: «Ψυχήν αφώτιστον και τη χάριτι της παλιγγενεσίας μη κοσμηθείσαν, ουκ οίδα ουδέ ει άγγελοι μετά τον χωρισμόν του σώματος υποδέχονται. Πως γαρ την ασφράγιστον͵ την μηδέν της δεσποτείας επίσημον φέρουσαν;» (Γρηγόριος Νύσσης, «Προς τους βραδύνοντας εις το βάπτισμα», PG 46,424).
[99] Βασίλειος ο Μέγας, «Έργα» αρ. 6 (σειρά Ε.Π.Ε. #5), «Ομιλίαι & Λόγοι», Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1973, σελ. 261.
[100] Ανδρέας Θεοδώρου, «Βάπτισμα», ΘΗΕ, τόμ. 3 (1963), στ. 594.
[102] Η μετάφραση από το: Αγ. Γρηγόριος Νύσσης, «Έργα», αρ.10, (σειρά Ε.Π.Ε.), Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 379.381. Βλ. Γεν. 21,8-20.
[103] Γρηγόριος Θεολόγος, «Εις το άγιον Βάπτισμα», PG 36,389. Γρηγόριος ο Θεολόγος, Άπαντα αρ.4 (σειρά Ε.Π.Ε. #25), «Λόγοι Δογματικοί», Πατερικαί εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 325. Βλ. και: Ανδρούτσος Χρήστος, «Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας», Αστήρ, Αθήνα1956 (c1907), σελ. 328, σημ. #3 / Θεοδώρου Ανδρέας, «Βασική Δογματική Διδασκαλία - Πιστεύω εις ένα Θεόν», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2007, σελ. 294, σημ. #354.
[108] Πρακτικά των Αγίων και Οικουμενικών Συνόδων, τομ. Γ΄, έκδ. Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ιεράς Σκήτης Αγίας Άννης, Άγιον Όρος 1986, σελ. 351 (και: Mansi, «Sacrorum Conciliorum» τ. 13, στ. 293Ε).
[109] Νικ. Μητσόπουλος, «Παράδοσις Ιερά», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (Θ.Η.Ε.), τόμ. 10, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1967, στ. 26.
[110] Για τον λόγο αυτό, στην Ορθοδοξία έχει θεσπιστεί το βάπτισμα ανάγκης είτε σε νερό είτε ως αεροβάπτισμα, το οποίο τελείται από λαϊκό (δηλ. όχι κληρικό), άνδρα ή γυναίκα, ενόψη επικείμενου θανάτου του νηπίου. Βλ. Θεοδώρου Ανδρέας, «Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά», 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 237-238.
[111] Γρηγόριος Ναζιανζηνός, «Εις το άγιον Βάπτισμα», PG 36,400.
[112] Μετάφραση στο: Παπαθανασίου Αθανάσιος, «Προσωπική Χρέωση», ΕΕΘΣΑ, τμήμα Θεολογίας, τόμ. 31, Αθήνα 1996, σελ. 569.
Στην ιστοσελίδα της Ορθόδοξης Ιεράς Μητροπόλεως της Κωνσταντίας Αμμοχώστου, υπάρχει άρθρο με θέμα το Μυστήριο της Βάπτισης στο οποίο αναφέρονται τα εξής:
ΑπάντησηΔιαγραφή«Η Βάπτιση υπήρχε σαν μεμονωμένη πράξη από την εποχή της Καινής Διαθήκης και αφορούσε μόνο βάπτισμα ενηλίκων. Ακολούθως, εμφανίζεται και ο νηπιοβαπτισμός που επικράτησε από τον 6ο αιώνα και έγινε γενικότερα αποδεκτός κατά τον 13ο αιώνα.»
Έχουμε δηλαδή μια επίσημη ορθόδοξη παραδοχή ότι ο νηπιοβαπτισμός δεν ήταν συνήθεια της αρχαίας, της πρωτοχριστιανικής εκκλησίας. Την εποχή των Αποστόλων βαπτίζονταν μόνο ενήλικες, ο νηπιοβαπτισμός επικράτησε τον 6ο αι. και χρειάστηκαν άλλοι επτά (!!!) αιώνες για να γίνει γενικότερα αποδεκτός.
Στο άρθρο το οποίο επιμελείται θεολόγος δεν υπάρχει αντίλογος, που σημαίνει ότι η εν λόγω ορθόδοξη μητρόπολη υιοθετεί πλήρως τα παραπάνω.
http://www.imconstantias.org.cy/1729.html
Filos.