Ο
Προτεσταντισμός ή Διαμαρτύρηση ή Μεταρρύθμιση είναι ο τρίτος μεγάλος κλάδος του
Χριστιανισμού μετά από την Ορθοδοξία και τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Ονομάστηκε
προτεσταντισμός ή διαμαρτύρηση από την λέξη protest = διαμαρτύρομαι, επειδή ο
ιδρυτής της Μαρτίνος Λούθηρος (1483 – 1546) διαμαρτυρήθηκε για τις αυθαιρεσίες
του Πάπα και ιδιαίτερα για την πώληση επ’ αμοιβή των περίφημων «συγχωροχαρτιών»...
Ονομάστηκε
επίσης και Μεταρρύθμιση. Η συγκεκριμένη λέξη, σημαίνει κυριολεκτικά «αλλαγή ρυθμού»,
δηλαδή μετατροπή, τροποποίηση θεσμών. Ειδικότερα, όμως, έτσι ονομάστηκαν οι
ποικίλες χριστιανικές κινήσεις και πρωτοβουλίες που εκδηλώθηκαν στη Δύση από το
14ο έως το 17ο αιώνα, αμφισβήτησαν τον Παπισμό και
ζήτησαν να επιστρέψει η Εκκλησία στην απλότητα των πρώτων αιώνων.
Όμως
η μεταρρύθμιση του Λούθηρου, από τα πρώτα βήματα κιόλας της ζωής και της δράσης
της, βρέθηκε αντιμέτωπη με δύο μεγάλα και σοβαρά προβλήματα. Το πρώτο είχε
σχέση με την άμυνα εναντίον του Παπισμού και την ευδιάκριτη παρουσίαση της
δογματικής διδασκαλίας της, έτσι ώστε και οι πιστοί της να διαφωτιστούν στο τι
πράγματι πρεσβεύει και στην στρατολόγηση νέων οπαδών. Το δεύτερο ήταν η
προσπάθεια να εναρμονιστούν οι ήδη προκύψασες εσωτερικές αντιθέσεις στις
διάφορες τάσεις που είχαν εμφανιστεί στους κόλπους της, αλλά και στους
θεολόγους της. Με λίγα λόγια δηλαδή, ήταν επιτακτική η ανάγκη για αποσαφήνιση
και κατοχύρωση της νέας διδασκαλίας, η θέσπιση επίσημων δογμάτων και αρχών, που
θα χαρακτήριζαν τη γνησιότητα του νεοπαγούς μεταρρυθμιστικού κινήματος και θα
δημιουργούσαν μια υποχρεωτική παράδοση για τους οπαδούς.
Η
ανάγκη αυτή, η οποία ωθεί τους προτεστάντες θεολόγους στην καθιέρωση και την
δογματοποίηση των νέων αρχών, δημιουργεί κατά κάποιο τρόπο μια κλειστή
διδασκαλία, που θα αποτελεί στο εξής την παραδοσιακή υποδομή του
Προτεσταντισμού. Η διδασκαλία αυτή θα αποτελεί πια το κριτήριο της γνησιότητας
ενός προτεστάντη, με άλλα λόγια θα φανερώνει την ορθοδοξία του. Είναι
αυτονόητο πως μια τέτοια ορθοδοξία είναι αμετάβλητη και παγιωμένη. Έτσι από τις
ανάγκες αυτές γεννήθηκε και σταθεροποιήθηκε η αρχέγονη προτεσταντική ορθοδοξία.
Στο
σημείο αυτό αξίζει να διευκρινίσουμε πως όταν μιλάμε για προτεσταντική
ορθοδοξία εννοούμε τη θεολογία που αναπτύχτηκε μετά τη Μεταρρύθμιση και
αποτελέστηκε όχι μόνο από τη λουθηρανική παράδοση αλλά και από τη διδασκαλία
των δύο άλλων μεγάλων μεταρρυθμιστών Ζβίγγλιου (1484 – 1531) και Καλβίνου (1509
– 1564). Ως χρονική αρχή της προτεσταντικής ορθοδοξίας θεωρείται το έτος 1555,
τότε που έγινε η ειρήνη της Αυγούστας. Με την ειρήνη αυτή, ύστερα από πολλές
συνόδους και πολεμικές ρήξεις, αποφασίστηκε να επικρατήσει το μεταρρυθμιστικό
δίκαιο (jus reformandi). Τώρα πλέον ο κάθε ηγεμόνας ενός κράτους είχε την
ελευθερία να επιβάλει στην επικράτειά του την θρησκεία της προτίμησής του. Ήταν
η περίφημη αρχή τού cujus regio, ejus religio δηλαδή σε όποιον
ανήκει το κράτος, ανήκει και η θρησκεία. Έτσι το έτος 1555 καθίσταται
αποφασιστικό ορόσημο αφού η Μεταρρύθμιση αρχίζει να σταθεροποιείται πλέον.
Δυστυχώς ο Μαρτίνος Λούθηρος δεν μπόρεσε να δει τους καρπούς των κόπων του
γιατί είχε ήδη πεθάνει προ μιας δεκαετίας.
Αν
και το χρονικό τέλος της προτεσταντικής ορθοδοξίας θεωρείται το 1675, όταν
βλέπουν το φως της δημοσιότητας το έργο “Pia desideria” του Φιλίπ Σπένερ
(1635 – 1705) και η “Formula consensus
Helvetica”, όμως η
κυριαρχία της προτεσταντικής ορθοδοξίας είναι εμφανής σε όλη την διάρκεια του
17ου αιώνα, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την συντηρητική και κλειστή
θεολογία της, άσχετα με τα σχηματικά χρονικά όρια που έχουν βάλει οι προτεστάντες
θεολόγοι. Με την αυγή του 18ου αιώνα παραμερίζεται στο περιθώριο και
από εκεί επηρεάζει όσο της είναι δυνατόν την παραπέρα εξέλιξη της θεολογικής
σκέψης του Προτεσταντισμού, με εξαίρεση τους κόλπους του Λουθηρανισμού όπου οι
επιβιώσεις της είναι αρκετά σημαντικές.
Άλλωστε
ποτέ δεν υπήρξε μια ενιαία προτεσταντική ορθοδοξία, αλλά μάλλον η ορθοδοξία του
Λουθηρανισμού διατήρησε κάποια αυτονομία απέναντι στη θεολογία του Ζβίγγλιου
και του Καλβίνου. Για τους οπαδούς της Λουθηρανικής ορθοδοξίας ο Λούθηρος είναι
ένας μεγάλος δάσκαλος και προφήτης όλων των αιώνων. Συν ότι πρέπει να ληφθεί
υπόψη πως λόγω της Γερμανικής καταγωγής του, είναι συνδεδεμένος με τους
Γερμανούς με το έθνος και τη γλώσσα. Αυτός άλλωστε είναι και ο κυριότερος λόγος
που η Λουθηρανική θεολογία, παρ’ όλες τις μετέπειτα αποκλίσεις από το πνεύμα
του Λούθηρου, δεν απομακρύνεται σημαντικά από τις βασικές αρχές της διδασκαλίας
του.
Από
την άλλη μεριά η προσέγγιση των δύο άλλων μεγάλων μορφών του Προτεσταντισμού
του Ζβίγγλιου και του Καλβίνου, και η συννενόησή τους σε πολλά θέματα ήταν πολύ
πιο εύκολη. Το 1549, με τον περίφημο Consensus
Tigurinus,
ένα κείμενο το οποίο αποσκοπούσε στην ενότητα των προτεσταντικών ομολογιών, ενώνονται
κατά βάση οι ζβιγγλιανοί με τους καλβινικούς. Και η ένωση αυτή όμως, δεν έγινε
χωρίς δυσκολίες και βέβαια η κίνηση αυτή δεν εξομάλυνε όλες τις διαφορές. Οι
συζητήσεις για θεολογικά προβλήματα, όπως είναι ο νόμος, η χάρη, τα έργα και ο
ρόλος της συνεργασίας κ.ά., απασχόλησαν και εξακολουθούν ακόμη να απασχολούν
τους οπαδούς των δύο αυτών μεταρρυθμιστών.
Οι
διαφορές όμως αυτές και τα θεολογικά προβλήματα υπάρχουν και στους κόλπους του
Λουθηρανισμού. Στα στάδιο της διαμόρφωσης της, η ορθοδοξία του Λουθηρανισμού
είχε δεχτεί επιδράσεις από το ανθρωπιστικό πνεύμα του Μελάγχθωνα. Έτσι η
ορθοδοξία του Λουθηρανισμού σε αρκετά κρίσιμα σημεία απομακρύνθηκε από τη
διδασκαλία του Λούθηρου. Τα σημεία αυτά είναι
1. Παραμερίστηκε η
απολυτρωτική σημασία του έργου του Χριστού και τονίστηκε η δικανική ερμηνεία
κατά τα πρότυπα του σχολαστικισμού. Στη προκειμένη δηλαδή περίπτωση γίνεται η
εισβολή του ορθολογιστικού και νομικού πνεύματος, που ο Λούθηρος είχε πολεμήσει
και εκτοπίσει από τη διδασκαλία. Η δικαίωση παίρνει πια τον κυρίαρχο τόνο και η
αναμόρφωση και ανάπλαση του ανθρώπου δεν φαίνεται να έχει κεντρική θέση στη
διδασκαλία της Λουθηρανικής ορθοδοξίας.
2. Αρχίζει με δειλά
βήματα να γίνεται κάποια εμφάνιση της φυσικής θεολογίας, που αργότερα θα
επηρεάσει περισσότερο τη σκέψη της προτεσταντικής θεολογίας. Στον Μελάγχθωνα η
φυσική θεολογία είναι αρκετά φανερή.
3. Ο Λούθηρος έχει
αρνητική στάση προς τη φιλοσοφία. Φτάνει ως το σημείο ακόμη να την απορρίπτει ή
να την θέτει υπό αυστηρή κρίση. Τώρα υπάρχει κάποια ανοχή από τη μια μεριά και
μια θετική αξιολόγηση της από την άλλη.
4. Η θεωρία για τον
απόλυτο προορισμό δεν υιοθετείται, όπως παρουσιάζεται στο έργο του Λούθηρου De servo arbitrio. Ο προορισμός
εδώ θεωρείται ως απόφαση του Θεού με βάση τη πρόγνωση των ανθρωπίνων πράξεων.
Αυτό όμως καταντά να μην είναι προορισμός, όπως διατυπώθηκε από τους
προηγούμενους μεταρρυθμιστές. Εν ολίγοις γίνεται αποδεκτή η παρέμβαση του
Μελάγχθωνα, ο οποίος είχε κρίνει το παραπάνω έργο του Λούθηρου και είχε
διαφωνήσει σε αρκετά σημεία.
Πάντως
δεν είναι σωστό να εξαρτήσουμε τη Λουθηρανική ορθοδοξία, ακόμη και των οπαδών
του Ζβίγγλιου και του Καλβίνου, μόνο από τον Μελάγχθωνα, γιατί κάτι τέτοιο
προφανέστατα θα ήταν υπερβολή.
Εκτός
βέβαια από την επίδραση του Μελάγχθωνα, αξίζει να τονιστεί και η επίδραση του
πολιτικού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της προτεσταντικής ορθοδοξίας. Δεν
πρέπει να λησμονούμε πως η αρχή της τοποθετείται το έτος 1555, τότε που έγινε η
ειρήνη της Αυγούστας. Και από εκεί και έπειτα αρχίζει η προετοιμασία της
κατοπινής απολυταρχίας. Οι επιμέρους ηγεμόνες των κρατιδίων παίρνουν μεγάλη
εξουσία στην περιοχή της θρησκευτικής ζωής. Το γεγονός αυτό περιόριζε τη
θεολογική σκέψη και έβαζε εμπόδια στην κοινή αντιμετώπιση θεολογικών ζητημάτων.
Η θεολογία και η χριστιανική ζωή καθορίζονταν από τις κατά τόπους Σχολές, που
φυσικά έδειχναν μια προσκόλληση στη συντηρητικότητα και τη φιλοσοφική παράδοση.
Υπήρχε μάλιστα μια στενή σχέση φιλοσοφικών και θεολογικών μαθημάτων. Πολλοί
γίνονταν πρώτα καθηγητές της φιλοσοφίας, διδάσκοντας Λογική και Ηθική, και
έπειτα έπαιρναν καθηγητική θέση για θεολογικά μαθήματα. Δεν ήταν σπάνιο και το
φαινόμενο να παρουσιάζονται καθηγητές της φιλοσοφίας με πλήρη αυτονομία. Έτσι η
φιλοσοφία από τη μια μεριά αποδεσμευόταν από την θεολογία και από την άλλη η
θεολογία έχανε τον έλεγχο πάνω στη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία ως ανεξάρτητη μπορούσε
να ασκήσει εντονότερη επίδραση στη θεολογία, μια και το πολιτικό περιβάλλον
ευνοούσε μια τέτοια εξέλιξη.
Κατά
την περίοδο εκείνη, πέρα από τα εσωτερικά προβλήματα και τις ενδογενείς
εξελίξεις στο χώρο των Εκκλησιών της Μεταρρυθμίσεως, υπάρχει η μέριμνα να
αποκρουστούν και οι αντίπαλοι ρωμαιοκαθολικοί, που μετά τη σύνοδο του Τριδέντου
είχαν αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα εναντίον των οπαδών του Προτεσταντισμού. Ο
αγώνας διαδραματιζόταν κατά κύριο λόγο πρώτα στο θεωρητικό επίπεδο. Έτσι όλοι
μαζί οι θεολόγοι της προτεσταντικής ορθοδοξίας, με μια ομοφωνία αυτονόητη,
έγραφαν έργα αντιρρητικά και πολεμικά κατά της παπικής εξουσίας και θεολογίας.
Οι Ιησουίτες απαντούσαν με δριμύτητα πολλές φορές, και από την πλευρά των
προτεσταντών θεολόγων δινόταν επίσης απάντηση και στις επιθέσεις των Ιησουιτών.
Αλλά
η δραστηριότητα των θεολόγων της προτεσταντικής ορθοδοξίας δεν σταματούσε στην
πολεμική αυτή. Συχνά η αντιρρητική γινόταν υπόθεση ενδοοικογενειακή του
Προτεσταντισμού. Έτσι Λουθηρανοί έγραφαν εναντίον των οπαδών του Καλβίνου και
του Ζβίγγλιου ή πολλές φορές γινόταν και το αντίθετο. Παράλληλα όμως με την
αντιρρητική αυτή θεολογία, γράφονταν και τα κείμενα των ομολογιών. Η εποχή της
προτεσταντικής ορθοδοξίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μια περίοδος, όπου
γράφτηκαν τα βασικά κείμενα των ομολογιών, που μαζί με τα αρχέγονα κείμενα της
Μεταρρύθμισης αποτελούν όχι μόνο την παράδοση της προτεσταντικής ορθοδοξίας,
αλλά και γενικά την παράδοση του Προτεσταντισμού.
Όλοι
οι θεολόγοι της περιόδου αυτής αναγνωρίζουν την Αγία Γραφή ως τη μοναδική πηγή
πίστεως το γνωστό sola scriptura . Η διαφορά
πάντως όλων προς τον αρχέγονο Προτεσταντισμό είναι φανερή και ουσιαστική. Η
Αγία Γραφή, κατά την προτεσταντική ορθοδοξία, απολυτοποιείται σε τέτοιο βαθμό,
ώστε να γίνεται ένα απαρασάλευτο και συγκεκριμένο κριτήριο για τη χριστιανική
αλήθεια. Δεν φαίνεται να κυριαρχεί ο αόρατος λόγος του Θεού, που κάνει την Αγία
Γραφή απλώς ένα σημείο της Αποκαλύψεως. Η άποψη αυτή του Λούθηρου στηριζόταν
περισσότερο στην υπαρξιακή βιωματική διάσταση, από την οποία είχε μια άμεση
εξάρτηση η Αγία Γραφή.
Τώρα
οι θεολόγοι της προτεσταντικής ορθοδοξίας ζητούν ένα κριτήριο περισσότερο απτό
και απαρασάλευτο, ένα κριτήριο τρόπως ειπείν αντικειμενικό. Έτσι η Αγία Γραφή γίνεται
ο «χάρτινος πάπας», η μοναδική
αυθεντία, που είναι γραμμένη, και όχι μόνο ζωντανή και βιωμένη. Φτάνουν λοιπόν
αβίαστα στην περίφημη θεωρία της θεοπνευστίας των συγγραφέων της Αγίας Γραφής
κατά γράμμα. Η θεοπνευστία αυτή δεν περιορίζεται μόνο στην Καινή Διαθήκη, αλλά
αφορά και την Παλαιά και μάλιστα στο εβραϊκό πρωτότυπο και όχι στην μετάφραση των Εβδομήκοντα. Αυτό έχει ως
συνέπεια ο λόγος του Θεού, που στον Λούθηρο ήταν ζωντανός στις καρδιές και
βιωμένος με την πίστη και την χάρη, τώρα ακινητοποιείται και απολιθώνεται, με
λίγα λόγια γίνεται γράμμα.
Αυτό
όμως έχει ως αποτέλεσμα ο Προτεσταντισμός να αναγκαστεί να οργανωθεί μέσα στα
δυτικά κράτη. Μπροστά δε στην επίμονη και πολύ σκληρή αντίδραση του
Ρωμαιοκαθολικισμού, που οπωσδήποτε θέτει αμείλικτα ερωτήματα στους αντιπάλους του
για την γνησιότητα και την εγγύηση μιας αλήθειας αιώνων, η προτεσταντική
ορθοδοξία έχει να αντιτάξει μια αντικειμενική – και όχι υποκειμενική και
βιωματική – αυθεντία. Είναι τα καθ’ υπαγόρευση του Αγίου Πνεύματος κείμενα της
Αγίας Γραφής. Οι Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι δεν θα μπορούν να πείθουν πλέον με τα
ισχυρά τους επιχειρήματα. Στην προκειμένη περίπτωση η προτεσταντική ορθοδοξία χάνει
στο πνεύμα, στο βάθος και στην ελευθερία και κερδίζει σε αντικειμενικότητα και
εξωτερική πειστικότητα.
Δεν
είναι μόνο η αρχή της sola scriptura (= μόνο η Γραφή), με την οποία συμφωνούν οι
θεολόγοι της προτεσταντικής ορθοδοξίας. Συμφωνούν και με την αρχή της sola fide (= μόνο η πίστη) και sola gratia (= μόνο η χάρη). Μόνη η χάρη του Θεού
πραγματοποιεί το έργο της σωτηρίας. Και η χάρη αυτή δεν έρχεται στον άνθρωπο με
τη φυσική του συμβολή και συνεργασία ούτε γιατί είναι άξιος με τα έργα που
επιτελεί. Και πάνω στο σημείο αυτό υπάρχει ομόφωνη αποδοχή. Η χάρη δίνεται
ύστερα από το δώρο της πίστης, επειδή ο άνθρωπος είναι εξαχρειωμένος κατά τη
φύση του και δεν έχει καμιά δυνατότητα δική του να πάρει επάξια και αξιόμισθα
τη χάρη και να συνεργαστεί μαζί της. Η χάρη είναι απαραίτητη, γιατί υπάρχει
αδιέξοδο και μια πλήρης ανθρώπινη αθλιότητα.
Η
Εκκλησία του Χριστού με κανένα τρόπο δεν μπορεί να νοηθεί ότι ταυτίζεται με τις
προτεσταντικές κοινότητες. Την άποψη αυτή δέχονται ανεπιφύλακτα όλοι οι
θεολόγοι της προτεσταντικής ορθοδοξίας. Η Εκκλησία του Χριστού είναι κάτι το
ευρύτερο και καθολικότερο. Γι’ αυτό δεν κάνουν ποτέ λόγο για έξοδο από την
Εκκλησία. Δεν γνωρίζουν τα όριά της και ποτέ δεν διακινδυνεύουν να πουν ένα
αδελφό τους, που καταδικάστηκε από την Εκκλησία, πως είναι έξω από αυτήν. Στην
προκειμένη περίπτωση η αόρατη Εκκλησία, που διακρίνεται κατά την προτεσταντική
θεολογία ριζικά από την ορατή, κυριαρχεί ασυναγώνιστα στη σκέψη και τη ζωή των
προτεσταντών. Γι’ αυτό και δεν δείχνουν καμιά προθυμία για να μιλήσουν για τα
όρια της στρατευόμενης Εκκλησίας του Χριστού.
Άλλωστε
οι θεολόγοι της προτεσταντικής ορθοδοξίας, μιας και παγίωσαν την αυθεντία της
Αγίας Γραφής κατά ορατό και συγκεκριμένο τρόπο δεν αισθάνονται καμιά ανάγκη να
σκέφτονται ή να αντιμετωπίζουν προβλήματα, που συνδέονται με την ορατή φανέρωση
της Εκκλησίας. Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως μοναδική επιδίωξη του
Προτεσταντισμού είναι η αμφισβήτηση των ορατών διαστάσεων και εκφράσεων της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Γιατί ακριβώς αυτό το σημείο είναι ο μεγάλος
κίνδυνος για τον Προτεσταντισμό, και γι’ αυτό σαν την στρουθοκάμηλο αρνούνται
να δουν με διαφορετικό πρίσμα την ιστορική πλευρά της Εκκλησίας. Έτσι το σημείο
αυτό, της ιστορικότητας δηλαδή της Εκκλησίας, είναι το πιο κρίσιμο στον
Προτεσταντισμό και ίσως το μόνο που εμπνέει όχι μόνο επιφύλαξη αλλά και φόβο.
Πάντως
η κυριαρχία της αόρατης Εκκλησίας πάνω σε όλες τις ανθρώπινες πράξεις και στα
ιστορικά γεγονότα αποδυναμώνει τη σπουδαιότητα της ορατής. Έτσι αργότερα αλλά
και στις μέρες μας οι προτεστάντες με πολλή άνεση μπορούν και κάνουν λόγο για
πολλές επιμέρους ορατές Εκκλησίες και μόνο για μία αόρατη. Από αυτή την αρχή
έχει την προέλευση η θεωρία των κλάδων, που αναπτύχθηκε στους κόλπους του
σύγχρονου οικουμενισμού. Μολονότι ο σημερινός Προτεσταντισμός έχει περάσει από
πολλά εξελικτικά στάδια και μπορεί με άνεση να προσαρμόζεται, φαίνεται να
δείχνει μια ιδιαίτερη συμπάθεια στη διδασκαλία για τη ριζική διάκριση και
διαφοροποίηση ανάμεσα στην αόρατη και την ορατή Εκκλησία.
Και
κατά την περίοδο της προτεσταντικής ορθοδοξίας ο Προτεσταντισμός διατηρεί κάτι
από την αρχέγονη κοίτη της ζωής του. Έχει μια γνησιότητα, η οποία όμως
περιορίζεται από την συντηρητικότητα, και μια εκφραστικότητα προπαντός στο χώρο
της τέχνης διά του ρυθμού μπαρόκ που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην Ευρώπη από
το 1600 μέχρι το 1750. Επίσης πολλοί προτεσταντικοί ύμνοι που δημιουργήθηκαν
την εποχή εκείνη χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα από τις προτεσταντικές
κοινότητες. Επιπλέον σε πολλά κέντρα αναπτύχθηκαν εστίες μυστικής ζωής, που
είχε εγκεντριστεί από ρωμαιοκαθολικά πρότυπα. Θεωρητικά βέβαια υπήρχε η γνωστή
σκλήρυνση, αλλά αυτή δεν είχε μια τόση καταθλιπτική επίδραση, ώστε να ατονήσει
η εσωτερική πνευματικότητα του Προτεσταντισμού. Και φυσικά κοντά στα άλλα
υπήρξε μια αυστηρή ηθική ζωή, που ήταν, κατά την πίστη των προτεσταντών, η
πραγματική απόδειξη της σωτηρίας ενός ανθρώπου. Η Χαϊδελβέργεια Κατήχηση είχε θέσει το θέμα της σχέσεως και έργων με
πολλή σαφήνεια. Τα έργα δεν είναι προϋπόθεση της πίστεως αλλά ένας φυσικός
καρπός της. Αν υπάρχουν τα έργα, τότε είναι αδιαμφισβήτητη και η ύπαρξη της
πίστεως (syllogismus
practicus).
Τα
έργα λοιπόν κατά την προτεσταντική ορθοδοξία, που δέχεται και τον απόλυτο
προορισμό με ήπια και αυστηρή μορφή, έγιναν κατά παράδοξο τρόπο η κύρια και
βασική επιδίωξη του πιστού. Έτσι η κυριαρχία των έργων οδήγησαν σ’ ένα
ηθικισμό, που δεν είχε πνευματικές και χριστοκεντρικές προϋποθέσεις. Ο δρόμος
προς την τυπική ηθική ζωή ήταν πολύ κοντά και ο Προτεσταντισμός δεν μπόρεσε να
τον αποφύγει. Από την εμπλοκή του λοιπόν στα έργα θα προκύψει αργότερα ο
πουριτανισμός και ο ευσεβισμός, που σημαδεύουν έντονα ακόμη και τις σημερινές
προτεσταντικές Εκκλησίες και κατά κύριο λόγο τις ακραίες ενθουσιαστικές ομάδες.
Οι καταβολές του μεταγενέστερου Προτεσταντισμού βρίσκονται μέσα στα σπλάχνα της
προτεσταντικής ορθοδοξίας. Γι’ αυτό και η έρευνά της έχει μεγάλη σπουδαιότητα
και ουσιαστικό ενδιαφέρον.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Νίκου Α.
Ματσούκα: Ο Προτεσταντισμός, Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Γ΄ Έκδοση, Θεσσαλονίκη 1995
2. Σχολικό Εγχειρίδιο Θρησκευτικών Γ΄ Γυμνασίου “Εκκλησία,
η Νέα Κοινωνία σε Πορεία”, Έκδοση Δ΄ 2000
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.