Ο θεός Μαρδούκ
Ήδη
από την αρχαιότητα το βόρειο τμήμα της περιοχής ανάμεσα στους ποταμούς Τίγρη και Ευφράτη ονομάζονταν Μεσοποταμία,
ενώ το νότιο τμήμα Βαβυλωνία ή Χαλδαία. Στα βόρεια της Μεσοποταμίας υπάρχουν δείγματα για τη
διαμόρφωση ενός ανώτερου πολιτισμού, τα οποία χρονολογούνται από την 6η
π.Χ. χιλιετία. Μάλιστα στην αρχαία Σουμεριακή πόλη της Ουρούκ – Ορχόη ή Ωρύγεια κατά τους προγόνους μας – βρέθηκαν
υπολείμματα μνημειακής αρχιτεκτονικής που ανάγονται στην 4η π.Χ. χιλιετία.
Η ιερή αρχιτεκτονική ξεχωρίζει από την κοσμική, λόγω των προεξοχών που υπάρχουν
στις προσόψεις των κτιρίων της...
Εδώ επίσης ανακαλύφθηκαν σύμβολα
της σφηνοειδούς γραφής και διάφορες απεικονίσεις σε κυλινδρικές και στρογγυλές
σφραγίδες, τα οποία μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε κάποια συμπεράσματα για
τις θρησκευτικές ιδέες της περιόδου αυτής. Επειδή οι πρώτες έγγραφες πλάκες
βρίσκονται στο μεγαλύτερο μέρος τους στα αρχεία των ναών, το περιεχόμενο των
εικόνων που φέρουν οι κυλινδρικές σφραγίδες αποτελούν για την περίοδο της 4ης
π.Χ. χιλιετίας μια σημαντική πηγή. Οι φιγούρες μεγαλόσωμων γυναικών και βοδιών
σε τερακότες (= από πηλό, πήλινα), αποτελούν μάρτυρες των θρησκευτικών
παραστάσεων της εποχής του χαλκού στην Μεσοποταμία.
Στην
πόλη Εριντού που θεωρείται ως η
παλαιότερη πόλη στη νότια Μεσοποταμία,
τιμούσαν ως προστάτη – θεό τον Ένκι,
θεότητα των υδάτων, ο οποίος όμως, είναι διαφορετικός από τον Ένκι τον σύζυγο της Νίνκι. Το ζευγάρι αυτό λατρευόταν με εξαιρετικές τιμές και για
μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι
διάφορες πόλεις, είχαν κάθε φορά τη δική τους θεότητα, που όμως ήταν δυνατόν η
θεότητα αυτή, να αποκτήσει κάποιες φορές και υπερτοπική σημασία. Από τους πιο
γνωστούς θεούς της Θρησκείας της Μεσοποταμίας,
ήταν ο Μαρδούκ προστάτης της Βαβυλώνας, το άγαλμα του οποίου έπρεπε
να αγγίξουν με τα χέρια τους την πρώτη μέρα κάθε καινούργιου έτους για να
παραμείνουν νόμιμοι, όχι μόνο οι ηγεμόνες της Βαβυλώνας αλλά και οι ξένοι ηγεμόνες. Τις πιο πολλές φορές ο Μαρδούκ απεικονίζεται ως αντρική
θεότητα, καλυμμένος με μια μακριά εσθήτα, από τους ώμους του οποίου ξεπηδούν πίδακες
νερού.
Όσον
αφορά τώρα την πίστη στην μετά θάνατον ζωή, διάφορα ευρήματα τάφων από τις
περιοχές Τελ Χαλάφ και Ελ Ομπάιντ, πιστοποιούν την προσδοκία τής
μετά του τάφου συνέχιση της ζωής. Δυστυχώς δεν έχουν διασωθεί ιδιαίτερες
λεπτομέρειες της πίστης αυτής, εικάζεται πάντως, πως πρέπει να αποδεχόταν υλική
συνέχεια και όχι πνευματική της αποθανούσας ύπαρξης στον άλλο κόσμο. Στον τάφο
του έδιναν στον νεκρό τον κυνηγετικό του σκύλο και τον τοποθετούσαν εγκάρσια
πάνω από το θώρακα του κυρίου του. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός της
φροντίδας και του ζώου, αφού δεν παρέλειπαν να τοποθετήσουν για τροφή του ένα
πιάτο κρέας. Το ταφικό αυτό εύρημα είναι πολύτιμο γιατί παρέχει μια γέφυρα με
την αρχή της πρώτης δυναστικής περιόδου της 3ης π.Χ. χιλιετίας κατά
την οποία αρχίζουν να διεξάγονται και ταφές βασιλικής ακολουθίας. Στο βασιλικό
νεκροταφείο της πόλης Ουρ βρέθηκε
ένας τάφος πλούσια εξοπλισμένος. Στον νεκρό είχαν δώσει άμαξες, υποζύγια,
υπηρέτες, γυναίκες, κοσμήματα και ακόμα χρυσά και ασημένια όπλα. Μάλιστα στα
πολύ όμορφα από αισθητικής άποψης μουσικά όργανα βρέθηκαν απεικονίσεις από τον
πόλεμο και την ειρήνη.
Γενικά
όμως, μπορούμε να πούμε για την Θρησκεία της Μεσοποταμίας, πως δεν υπήρχε ένας ιεραρχικά διαβαθμισμένος θεϊκός
κόσμος. Ότι στοιχεία γνωρίζουμε γι’ αυτή, τα έχουμε πάρει από το γνωστό έπος
του ήρωα Γιλγαμές, το μύθο του
αρχαίου βασιλιά της πόλης Κις τον Ετάνα και άλλα θρησκευτικά κείμενα,
καθώς επίσης και από διάφορους τύπους εξορκισμών και προσευχών που απευθύνονται
με μαγικό τρόπο κυρίως στον Παζούζου,
ένα φτερωτό δαίμονα της αρρώστιας, ο οποίος παριστάνεται με ανθρώπινη μορφή και
κεφάλι ζώου. Στοιχεία όμως παίρνουμε, και από διάφορα πήλινα αγγεία που
βρέθηκαν σε σχήμα συκωτιού, από τις επιγραφές των οποίων εικάζουμε, πως
χρησίμευαν στους ιερείς για πρόβλεψη γεγονότων του μέλλοντος μέσω της έκθεσης
του συκωτιού από σφάγια ζώα.
Ερχόμενοι
τώρα να δούμε τον Βαβυλωνιακό κύκλο των θεών σημειώνουμε πως στην κορυφή του
βρίσκονταν ο Ανού, ο θεός του
ουρανού, και ο Ενλίλ, ο κύριος των
χωρών. Ο Αδάδ ήταν ο θεός του καιρού,
η Ιστάρ η θεά του αυγερινού και ο Έα ο θεός των υδάτων. Ο Ενλίλ τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με
τον Σάμας, τον θεό του ήλιου και τον Σιν, τον θεό της σελήνης. Όλους αυτούς
τους θεούς αλλά και άλλους ακόμα, οι κάτοικοι της εποχής εκείνης, τους
φαντάζονταν όχι σαν στοιχειώδεις δυνάμεις η δράση των οποίων είναι μακρινή και
ακατανόητη για τους ανθρώπους, αλλά ως ενεργά δρώντα άτομα, που επεμβαίνουν
στην πορεία και την μοίρα του ανθρώπου και έχουν ενεργή συμμετοχή σε αυτά.
Είχαν συναισθήματα και ανάγκες, όχι μόνο στο θεϊκό χώρο, αλλά και σε ανθρώπινο
επίπεδο και επομένως επηρεάζονταν από την λατρεία και την προσευχή.
Οι
Σουμέριοι δεν είχαν κάποιο ανάλογο
μύθο για τη δημιουργία του κόσμου σαν αυτό που περιγράφει η Βίβλος, όμως η
ιστορία του κατακλυσμού αναδύεται στη νεοασσυριακή περίοδο και υποδεικνύει
σημαντικά αρχαίες, ίσως κοινές με την ιστορία της Βίβλου βάσεις.
Όσον
αφορά τώρα τους τόπους λατρείας της Θρησκείας της Μεσοποταμίας αξίζει να αναφέρουμε πως αναπτύχτηκε την 4η
π.Χ. χιλιετία ένα συγκεκριμένο οικοδομικό μοντέλο που αποδείχτηκε δεσμευτικό,
αφού δεν άλλαξε σε τίποτα με την πάροδο του χρόνου και επιβίωσε μέχρι την
περίοδο της περσικής κατάκτησης τον 6ο αιώνα π.Χ. Είναι το περίφημο «Ζιγκουράτ», ένας πύργος ναού με
κεραμίδια, με χτισμένο μπαλκόνι και πολλά σκαλοπάτια, με το ιερό να βρίσκεται
στο τελευταίο άνω διάζωμα. Ήταν ορατό από μακριά στο επίπεδο ερημικό τοπίο της Μεσοποταμίας και η περίμετρος και το
ύψος του ήταν αντιπροσωπευτικά της ισχύος και της σημασίας μιας πόλης που το
φιλοξενούσε.
Αναπαράσταση «Ζιγκουράτ»
της πόλης Ουρ
Στο
Εάννα, την ιερή περιοχή της θεάς Ινάνα, υπήρχε ένα τέτοιο «Ζιγκουράτ» ήδη από τα τέλη της 4ης
π.Χ. χιλιετίας από ασβεστόλιθο, ένα πανάκριβο υλικό για την εποχή εκείνη, που
πρέπει να μεταφέρθηκε από μια απόσταση πάνω από 60 χιλιόμετρα. Η οικοδομή είχε
ύψος επτά φορές μεγαλύτερο από τον αρχαιότερο ναό του Εριντού και ήταν η πιο σημαντική εγκατάσταση λατρείας της εποχής. Η
κάτοψη του είναι ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο και η κεντρική αίθουσα
περιβάλλεται δεξιά και αριστερά από μια συνεχή ακολουθία διάφορων χώρων σε
σχήμα γαλαρίας. Στο πάνω άκρο του ήταν το ιερό όπου και βρίσκονταν η λατρευτική
εικόνα της θεάς Ινάνα. Οι είσοδοι του
ναού δεν βρίσκονταν στον άξονά του αλλά πλευρικά, δεξιά και αριστερά. Τα «Ζιγκουράτ» υπήρξαν για τις επόμενες
χιλιετίες ο υποχρεωτικός τύπος ναού για πολλά κράτη και βασίλεια της περιοχής.
Για
τη λατρεία και τις τελετές μάς είναι γνωστό μόνο ό,τι μπορεί να εξαχθεί από
κείμενα και εικόνες. Έτσι οι κυλινδρικές σφραγίδες δείχνουν τον βασιλιά και τον
αρχιερέα με τους θρησκευτικούς ακολούθους του μπροστά στις προσόψεις των ναών
να τελούν «σπονδές ύδατος» ή «σκηνές εγκαθίδρυσης» όπου ο κάτοχος της σφραγίδας
οδηγείται από έναν ιερέα μπροστά στη θεότητα. Αποτυπώνονται επίσης λιτανείες
και θρησκευτικά συμπόσια. Ένα άλλο κεντρικό θέμα των παραστάσεων των
κυλινδρικών σφραγίδων είναι η προστασία των εστιών και των ζώων. Ο «άντρας με
το διχτυωτό φόρεμα» προστατεύει και ταΐζει τα ζώα ή σε άλλες σκηνές εμφανίζεται
να παλεύει με άγρια ζώα. Εναλλάσσονται σκηνές πάλης με ταύρους και λιοντάρια,
συχνά η πάλη γίνεται με ένα μικτό πλάσμα.
Ξεχωριστή
σημασία για την ευδοκίμηση των αγρών και την γονιμότητα των ζώων και των
ανθρώπων είχε ο θεός της βλάστησης Ταμούζ,
που το φθινόπωρο έμενε κάτω από τη γη και την άνοιξη σηκωνόταν, για να ενωθεί
με το μάννα (= η απρόσωπη δύναμη της φύσης που συνέχει τα πάντα). Αυτός ο
«ιερός γάμος» τελούνταν κάθε χρόνο από τον βασιλιά και μια ιέρεια που αντιπροσώπευε
τη θεότητα, όπως έχει απεικονιστεί στις αγγειογραφίες. Ο αυτοκράτορας Ναραμσίν του Ακκάδ (2254 – 2218 π.Χ.) θεοποιήθηκε μ’ αυτό τον τρόπο, αλλά δεν
γνωρίζουμε αν αυτό συνέβαινε και σε ηγεμόνες πριν την 3η π.Χ.
χιλιετία. Η διαδικασία αυτή όμως, δεν σήμαινε οπωσδήποτε πως όλοι οι βασιλιάδες
αναγορεύονταν στο βάθρο των μεγάλων θεών του ουρανού. Οι πλήρεις τίτλοι όπως «ο Ν.Ν. είναι η ζωή (ανάσα) της χώρας των
Σουμερίων» δείχνουν ότι ήθελαν να θεωρούνται ως προστάτες της περιοχής που
εξουσίαζαν, με θεϊκή εντολή.
Ο
πολιτισμός της Μεσοποταμίας είναι ο
αρχαιότερος γνωστός πολιτισμός και, όπως δείχνουν οι ελεφάντινες λαβές με τις
παραστάσεις κατακτητών της Μεσοποταμίας,
μετέφεραν αυτόν τον πολιτισμό και στην Αίγυπτο.
Ήταν δε τόσο μεγάλη η δύναμη του πολιτισμού αυτού, ώστε μπόρεσε με μεγάλη
επιτυχία να αντισταθεί στις ξένες επιρροές που έλαβαν χώρα αργότερα. Αυτό
βέβαια οφείλεται και στο ότι οι νέοι ξένοι που ήρθαν στην περιοχή αυτή, έφεραν
μαζί τους έναν ελάχιστα αναπτυγμένο πολιτισμό και έτσι υιοθέτησαν αβίαστα τον
ανώτερο πολιτισμό της Μεσοποταμίας.
Συνήθως έφερναν μαζί τους από την πατρίδα τους μόνο το θεό της φυλής τους. Σημίτες μετανάστες, λόγου χάρη, από τις
δυτικές περιοχές οι οποίοι ίδρυσαν το αρχαίο βαβυλωνιακό βασίλειο, έφεραν μαζί
τους τον θεό Μαρδούκ. Από την περιοχή
αυτή κατάγεται και η ιδέα της αμαρτίας, δηλαδή μιας πράξης ή μιας σκέψης που
είναι αντίθετη προς τη θεϊκή θέληση και επομένως θα φέρει στον άνθρωπο την
καταστροφή.
Ο
λαός αυτός ο οποίος συνέβαλε αποφασιστικά στον πολιτισμό αυτό της Μεσοποταμίας, οι Σουμέριοι, εξαφανίστηκε από την ιστορική σκηνή περίπου το 2000 π.Χ.,
με τους πολιτιστικούς τους επιγόνους της 2ης π.Χ. χιλιετίας, Βαβυλώνιους και Ακκάδες, να παραλαμβάνουν ουσιαστικά το δικό τους πάνθεο. Οι Ασσύριοι, οι οποίοι από τον 10ο
π.Χ. αιώνα κατέκτησαν το σύνολο της αρχαίας Ανατολής και της Αιγύπτου, λάτρευαν ως θεό της
πρωτεύουσας τους Νινευή και του
βασιλείου τους, τον θεό Ασσούρ. Ο δε
βασιλιάς τους ισχυρίζονταν πως έκανε τις διάφορες κατακτήσεις κατ’ εντολή του.
Ο Ασσούρ παριστάνεται ως άντρας που
βγαίνει από τον φτερωτό ηλιακό δίσκο και τοξεύει με τα βέλη του, τους εχθρούς
του βασιλείου ευρισκόμενος δίπλα στον βασιλιά.
Πλήθος
νέων συγκρητιστικών θρησκειών προέκυψαν μέχρι τους ελληνιστικούς χρόνους στις
περιφερειακές περιοχές του βαβυλωνιακού πολιτισμού. Έτσι π.χ. στη Χάτρα λάτρευαν την μεταχριστιανική εποχή
τον θεό Σαμάς. Υπό την επιρροή των Χουριτών, Περσών και των Χαναναίων
σχηματίστηκαν νέες θεωρίες για τους θεούς, από τις οποίες ο μυθολογικός κύκλος
για τον θεό Άττι και τον Μίθρα είχε τεράστια απήχηση στους λαούς
της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και της μετέπειτα
Χριστιανικής Δύσης. Η παρακμή και τέλος της Θρησκείας της Μεσοποταμίας έρχεται με την πτώση του βασιλείου των Σασανιδών τον 7ο μ.Χ. αιώνα
και την εγκαθίδρυση του Ισλαμισμού.
Βιβλιογραφία
1. Εγκυκλοπαίδεια
των Θρησκειών, Εκδόσεις «Αλκυών», 1994
2. Ελληνική και Ξένη Βικιπαίδεια για τα ονόματα των
θεών και των πόλεωνΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.