Του Γεωργίου Κυριαζόπουλου
Στο πρώτο μέρος
της εργασίας μας, που μπορείτε να δείτε εδώ, σημειώναμε πως τα δόγματα
είναι οι θεωρητικές αλήθειες της πίστης μας οι οποίες στηρίζονται στην Αγία
Γραφή και στην Ιερή Παράδοση και ρυθμίζουν τον ηθικό βίο των Χριστιανών και
γενικά τον τρόπο ζωής τους μέσα στην εκκλησία. Συνεχίζουμε τώρα με την υπόλοιπη
παράθεση σε μετάφραση, καθώς επίσης και στον υπομνηματισμό του Λόγου του
μεγάλου Πατέρα της Εκκλησίας μας Γρηγορίου του Θεολόγου, που ονομάζεται Θεολογικός
Πρώτος ή Λόγος ΚΖ΄: ...
«3. Δεν είναι του καθενός, αγαπητοί, να φιλοσοφεί περί
Θεού δεν είναι του καθενός. Το πράγμα αυτό δεν είναι τόσο φθηνό και χαμηλό.
Και θα προσθέσω, δεν είναι δυνατόν
πάντοτε, ούτε σε όλους, ούτε σε όλα, αλλά μόνο μερικές φορές και σε μερικούς
και υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Δεν είναι μεν του καθενός, παρά μόνον των
δοκιμασμένων και όσων έχουν προχωρήσει εις την θεωρία και πριν από αυτά έχουν
καθαρισθεί και εις την ψυχή και εις το σώμα, ή τουλάχιστον καθαρίζονται τώρα.
Διότι είναι και επικίνδυνο εις τον μη καθαρό να πιάνει το καθαρό13,
όπως ακριβώς η ηλιακή ακτινοβολία στον
άρρωστο οφθαλμό. Και πότε; Όταν είμαστε απαλλαγμένοι από την έξω λάσπη και
ταραχή και το ηγεμονικό μας δεν συγχύζεται με μοχθηρές και πεπλανημένες παραστάσεις,
σαν να αναμιγνύουμε τα καλλιγραφημένα γράμματα με τα άσχημα ή την ευωδία των
μύρων με την ακαθαρσία. Διότι πράγματι
πρέπει να μείνει κανείς χωρίς ασχολία για να γνωρίσει τον Θεό14 . Και μόνον όταν εύρομε
ευκαιρία, να ασχολούμεθα με το κάλλος της θεολογίας. Εις ποιους δε; Σε όσους
μελετούν σοβαρά το πράγμα και δεν το έχουν σαν ένα από τα άλλα αντικείμενο
ηδονικής φλυαρίας μαζί με τις ιπποδρομίες και τα θέατρα και τα άσματα και τα
γαστρονομικά και τα σεξουαλικά15 σε
εκείνους ένας τομέας ηδονής είναι και τούτο, η περί τα θέματα αυτά φλυαρία και
επίδειξη κομψότητας με τα σχήματα του λόγου. Και ποια πράγματα να έχει κανείς
αντικείμενα του φιλοσοφικού στοχασμού
του και μέχρι ποιου σημείου να προχωρεί;
Όσα είναι εφικτά σε εμάς και μέχρι εκεί που φθάνει η φυσική ικανότης
και δυνατότης του ακροατή, ώστε να μην συμβεί, όπως οι υπερβολικοί ήχοι
καταστρέφουν την ακοή και οι υπερβολικές τροφές τα σώματα, και αν θέλεις τα
υπερβολικά φορτία τους φορτωμένους ή οι πολύ σφοδρές βροχές το χωράφι, να μην
συμβεί, λέγω, να καταπιεσθούν και να λυγίσουν και αυτοί με τους στιβαρούς
λόγους, ας το πω έτσι, και καταστραφεί και η αρχική τους δύναμη.
4. Και αυτά λέγοντας δεν εννοώ, ότι δεν πρέπει
να έχουμε κατά νου τον Θεό πάντοτε. Να μην πετάγονται εμπρός μου πάλι οι
πάντοτε εύκολοι και προπετείς. Διότι είναι προτιμότερο να σκέπτεται κανείς τον Θεό παρά να αναπνέει, και αν είναι δυνατόν να
πω και αυτό, δεν πρέπει να κάνει κανείς τίποτα άλλο από αυτό. Είμαι και εγώ από
εκείνους που επαινούν τον λόγο που παροτρύνει να μελετούμε μέρα και νύχτα16
και να διηγούμεθα βράδυ και πρωί και μεσημέρι17, και να ευλογούμε τον
Κύριο «εν παντί καιρώ».18 Και αν πρέπει να πω και τον λόγο του
Μωυσή19, όταν πλαγιάζει κανείς, όταν σηκώνεται, όταν βαδίζει, όταν
κάνει οτιδήποτε άλλο, να τον έχει και στην σκέψη του για να καθαρίζεται. Δεν
εμποδίζω λοιπόν το να τον έχει κανείς συνεχώς στην σκέψη του, αλλά το να
θεολογεί. Ούτε εμποδίζω ακριβώς την θεολογία, πράγμα ασεβές, αλλά την άκαιρη
ενασχόληση με αυτή, ούτε την διδασκαλία, αλλά την αδιακρισία ή μήπως το να
παραφάει μεν κανείς μέλι προκαλεί εμετό, παρόλο που είναι μέλι20,
και κάθε πράγμα εις τον καιρό του21, όπως φρονούμε ο Σολομών και
εγώ, και το καλόν δεν είναι καλόν, όταν δεν γίνεται καλώς22, όπως το
εντελώς παράκαιρο άνθος κατά τον χειμώνα, και τα ανδρικά κοσμήματα εις τας
γυναίκας ή τα γυναικεία εις τους άνδρας και η γεωμετρία23 εις το
πένθος, και τα δάκρυα εις το συμπόσιο, και μόνον εδώ εις την Θεολογία θα
αδιαφορήσομε για την καταλληλότητα του καιρού, ένα πεδίο όπου κατεξοχήν πρέπει
να εκτιμάται αυτή η καταλληλότης;
5. Καθόλου, ώ φίλοι και
αδελφοί, σας ονομάζω βέβαια ακόμη αδελφούς, αν και δεν διάκεισθε αδελφικώς, να
μην σκεπτόμαστε έτσι, μήτε να ρίξουμε κάτω τον αναβάτη λογισμό, όπως τα
θερμόαιμα και ατίθασα άλογα, και να μην περιφρονήσουμε την ευλάβεια που μας
συγκρατεί καλώς από το αν τρέξουμε πέραν από την νύσσαν24 αλλά να φιλοσοφούμε εντός των δικών μας
ορίων και να μην εκτρεπόμαστε μήτε προς την Αίγυπτο, μήτε να παρασυρόμαστε προς
τους Ασσυρίους, μήτε να ψάλλουμε το άσμα του Κυρίου σε ξένη χώρα25,
εννοώ κάθε ακροατή και ξένο και δικόν μας και φίλο και εχθρό και ευγνώμονα και
αγνώμονα ο οποίος με μεγάλο ενδιαφέρον κατασκοπεύει τας υποθέσεις μας και θα
ήθελε να γίνει φλόγα ο σπινθήρας των κακών μας. Δια τούτο ύπουλα τον ανάβει και
τον φυσά με τα φυσήματά του σηκώνοντας τον μέχρι τον ουρανό και τον κάνει φλόγα
ψηλότερη από την φλόγα του καμινιού της Βαβυλώνας που κατάκαιγε τα πάντα γύρω
της26. Επειδή δηλαδή δεν έχουν την δύναμη στα δόγματά τους,
προσπαθούν να την θηρεύσουν στις δικές μας αδυναμίες, και για αυτό πέφτουν πάνω
στα δικά μας είτε ατυχήματα πρέπει να τα ονομάσω είτε αμαρτήματα, όπως οι μύγες
στα τραύματα. Αλλά εμείς να μην αφήνουμε τον εαυτόν μας περισσότερο στην άγνοια
μήτε να αδιαφορήσουμε για την τακτοποίηση των αμαρτημάτων μας. Αλλά αν δεν
είναι δυνατόν να καταλύσουμε την έχθρα, τουλάχιστο να συμφωνήσουμε μεταξύ μας
σε τούτο, δηλαδή να λαλούμε με τρόπο μυστικό τα μυστικά και με Άγιον τα άγια,
και να μην ρίπτουμε27 στα βέβηλα αυτιά τα απόρρητα, μήτε να
γινόμαστε αιτία να φαίνονται σεμνότεροι από εμάς οι προσκυνητές των δαιμονίων
και οι λάτρεις των αισχρών μύθων και πραγμάτων, αυτοί που προτιμούν να δώσουν
το αίμα τους παρά τα μυστικά τους στους αμύητους. Αλλά ας γνωρίζουμε ότι, όπως
υπάρχει κάποια κοσμιότης στην ενδυμασία και στην τροφή και στα γέλια και στο
βάδισμα, παρομοίως υπάρχει και στον λόγο και στην σιωπή, αφού εκτός από τις
άλλες ονομασίες και δυνάμεις του Θεού πιστεύουμε και στη δύναμη του Λόγου. Ας
είναι λοιπόν και η διαμάχη μας εντός του νόμου.
6. Γιατί
να ακούει ο πικρόχολος ακροατής την διαφωνία μας περί του αν ο Λόγος εγεννήθη ή
εκτίσθη από τον Θεό, περί Θεού εξ ουκ όντων, περί τομής και διαιρέσεως και
αναλύσεως; Γιατί καθιστούμε δικαστές τους κατηγόρους μας;28 Γιατί
δίνουμε τα ξίφη στα χέρια των εχθρών μας; Πώς ή με ποια διάθεση, νομίζεις, ότι
θα δεχτεί αυτά τα λόγια εκείνος που επαινεί τις μοιχείες και τις παιδεραστίες,
και προσκυνάει τα πάθη και δεν δύναται να σκεφθεί τίποτα ανώτερο από το σώμα,
αυτός που χθες και παλαιότερα κατασκεύασε ο ίδιος τους θεούς του και μάλιστα
αυτούς που είναι διαβόητοι για τα ακατανόμαστα αίσχη; Δεν θα τα ακούσει με
υλοφροσύνη, με αισχρότητα , με αμάθεια, όπως έχει συνηθίσει; Δεν θα καταστήσει
την θεολογία σου συνήγορο των Θεών του και των Παθών του; Διότι εάν με τις
διαφωνίες μας αυτές τους σκανδαλίζουμε, πολύ θα βραδύνουμε να τους πείσουμε να
φιλοσοφούν τα ημέτερα. Και αν από μόνοι τους είναι «εφευρέτες κακών»29, πώς θα απωθούσαν τα προσφερόμενα;
Αυτά προκαλεί η μεταξύ μας διαμάχη. Να τα αποτελέσματα εκείνων που
υπερασπίζονται τον Λόγον. Παθαίνουν το ίδιο με τους μανιακούς που κατακαίουν τα
σπίτια τους ή κατασπαράσσουν τα παιδιά τους ή παραπετούν τους γονείς τους,
επειδή τους θεωρούν ξένους.
7. Αφού πρώτα ξεχωρίσαμε ότι
είναι ξένο προς την διδασκαλία μας και εξαποστείλαμε στην αγέλη των χοίρων την
ισχυρά λεγεώνα η οποία όρμησε εις τον βυθόν30, δεύτερον έρχεται να εξετάσουμε τον εαυτό
μας και να σμιλεύσουμε όπως τον ανδριάντα τον άξιο Θεολόγο. Κατ’ αρχήν να
υπολογίσουμε από που προέρχεται αυτή η τόσο μεγάλη προθυμία για λόγια και η
γλωσσαλγία. Ποια η καινούρια αυτή αρρώστια και απληστία; Γιατί δέσαμε τα χέρια και
εξοπλίσαμε τις γλώσσες; Δεν επαινούμε την φιλοξενία; Δεν θαυμάζουμε την
φιλαδελφία, την φιλανδρία, την παρθενία, την πτωχοτροφία, την ψαλμωδία, την
ολονύχτιο ακολουθία, την μετάνοια; Δεν υποπιέζουμε το σώμα με τις νηστείες; Δεν
μεταφερόμαστε προς τον Θεό με την Προσευχή; Δεν υποτάσσουμε το κατώτερο στο
ανώτερο; Εννοώ το χώμα στο Πνεύμα, για
να εκφέρουμε δίκαιη κρίση περί του κράματος. Δεν μελετούμε σε όλη μας την ζωή
τον θάνατο; Δεν κυριαρχούμε εις τα πάθη μας με την σκέψη ότι έχουμε ουράνια και
υψηλή καταγωγή; Δεν δαμάζουμε που εξογκώνεται και αγριεύει; Δεν δαμάζουμε την
υπερηφάνεια που ταπεινώνει, την αλόγιστη λύπη, την αχαλίνωτη ηδονή, τα πορνικά
γέλια, το άτακτο βλέμμα, την αχόρταστη ακοή, την αδιάκριτη φλυαρία, την έξαλλη
σκέψη, και όλα όσα ο πονηρός λαμβάνει από εμάς και τα χρησιμοποιεί εναντίον μας
και εισάγει τον Θάνατο, όπως λέγει η Γραφή «δια
των θυρίδων»31 δηλαδή δια
των αισθητηρίων; Και όμως κάνουμε το αντίθετο, και όπως οι βασιλείς δίνουν
αμνηστία μετά από μια νίκη τους32 έτσι έχουμε δώσει ελευθερία στα
πάθη των άλλων, φθάνει να συμφωνούν με εμάς. Παρά ταύτα με περισσότερη
θρασύτητα και ασέβεια καταφέρονται κατά του Θεού. Και δίνουμε κακό μισθό για
άσχημο πράγμα, την παρρησία για την ασέβειά τους.
8. Αλλά ώ διαλεκτικέ και
φλύαρε, έχω να σου κάνω μια μικρή ερώτηση και εσύ απάντησε33 όπως
λέει στον Ιώβ εκείνος που δίνει τον χρησμό με την καταιγίδα και τα νέφη34.
Υπάρχουν πολλές μοναί35 κοντά στον Θεό, όπως ακούς ή μία; Ασφαλώς θα
απαντήσεις πολλές και όχι μία. Και πρέπει να γεμίσουν όλες ή άλλες μεν να
κατοικούνται και άλλες όχι, ώστε να είναι ακατοίκητες οπότε μάταια κατασκευάσθηκαν;
Βεβαίως όλες, διότι τίποτα από ότι έκανε ο Θεός δεν είναι μάταιο. Θα μπορούσες
να μου πεις τι τέλος πάντων θεωρείς αυτήν την μονήν; Μήπως ανάπαυσιν και δόξα
που περιμένει εκεί τους μακαρίους ή κάτι άλλο; Όχι άλλο αλλά αυτό. Αφού
συμφωνήσαμε σε τούτο, ας εξετάσουμε ακόμη και εκείνο το άλλο. Υπάρχει κάτι που
εξασφαλίζει σε εμάς αυτές τις μονές, όπως λέγω εγώ ή όχι ; Οπωσδήποτε υπάρχει.
Ποιο είναι αυτό; Το ότι υπάρχουν διάφοροι τρόποι ζωής και προαιρέσεις και η
κάθε μία οδηγεί σε διαφορετικό τόπο αναλόγως προς την πίστη36 γι’
αυτό και τις ονομάζουμε οδούς. Πρέπει να βαδίσουμε όλες ή μερικές από αυτές τις
οδούς; Αν μεν είναι δυνατόν ο καθένας να τις βαδίσει όλες, ειδάλλως όσες το
δυνατόν περισσότερες, ειδάλλως μερικές, ειδάλλως είναι σπουδαίο πράγμα, όπως
μου φαίνεται αν βαδίσει έστω και μία, την κατεξοχήν. Αυτό σωστά το
καταλαβαίνεις. Τί λοιπόν; Αν ακούσεις ότι μία είναι η οδός και αυτή στενή37,
τι νομίζεις ότι σημαίνει ο λόγος; Είναι μία εξαιτίας της αρετής. Μία βεβαίως,
έστω και αν σχίζεται σε πολλές είναι δε
στενή εξαιτίας του ιδρώτα και διότι είναι άβατος εις τους πολλούς, εν συγκρίσει
προς το πλήθος των αντιθέτων και αυτών που οδεύουν την οδόν της κακίας. Αυτήν
την γνώμη έχω και εγώ. Αν ώ αγαθότατε, έτσι έχουν τα πράγματα και κατηγορείτε
την διδασκαλία μας ως πενιχρή, γιατί εγκαταλείπετε όλες τις άλλες οδούς και
βαδίζετε και σπρώχνεστε μόνο στην μίαν οδό, την οποία εσείς νομίζετε του λόγου
και της θεωρίας, εγώ όμως την χαρακτηρίζω της φλυαρίας και της φαντασιοκοπίας ;
Αφήνω τον Παύλο να σας επιπλήξει, ο οποίος με σκληρότητα ονειδίζει την
συμπεριφορά σας, όταν κατά την απαρίθμηση των χαρισμάτων λέγει: «Μη πάντες απόστολοι; Μη πάντες προφήτες38;»
και τα εξής.
9.
Έστω ότι εσύ είσαι υψηλός και ανώτερος των υψηλών και πιο πάνω από τα σύννεφα,
αν θέλεις, έστω ότι βλέπεις τα αόρατα και ακούς τα απόρρητα, ότι ανελήφθης μετά
τον Ηλία39 και μετά τον Μωυσή αξιώθηκες να δεις τον Θεό40,
και μετά τον Παύλο ανέβηκες εις τον ουρανό41 γιατί αυθημερόν πλάθεις αγίους και τους
άλλους, και τους χειροτονείς θεολόγους και τρόπον τινά τους εμφυσάς την μόρφωση
και έχεις δημιουργήσει πολλά συνέδρια από αμαθείς λόγιους; Γιατί δένεις τους
ασθενέστερους με ιστούς αράχνης με την ιδέα ότι κάνεις κάτι σοφό και μεγάλο;
Γιατί ξεσηκώνεις σμήνη σφηκών εναντίον της
πίστεως; Γιατί σχεδιάζεις διαλεκτική εξόρμηση εναντίον μας όπως οι
παλαιοί μύθοι με τους γίγαντες42; Γιατί συγκέντρωσες σε μια χαράδρα
ένα συρφετό από κούφιους και άνανδρους άνδρες τους οποίους με την κολακεία τους
θηλυκοποίησες (εξεθήλυνες) περισσότερο, και δημιούργησες ένα νεωτεριστικό
εργαστήριο όπου με πανουργία εκμεταλλεύεσαι την ανοησία τους; Και σε αυτά έχεις αντίρρηση; Και δεν σου
φαίνονται τίποτε και τα άλλα; Και πρέπει οπωσδήποτε με την γλώσσα σου να
καταδυναστεύεις και ο λόγος που έχεις να εκστομίσεις σου είναι ασυγκράτητος σαν
τοκετός43 ; Έχεις και άλλες
υποθέσεις πολλές και αξιόλογες. Στρέψε προς τα εκεί την αδυναμία σου, για να
ωφεληθείς.
10. Πολέμησε,
αγαπητέ μου, την σιωπή του Πυθαγόρα44 και τα Ορφικά κουκιά45
και την ιδιότροπη αλαζονεία την σχετική με το «Αυτός είπε»46. Πολέμησε τις θεωρίες του Πλάτωνος περί
ιδεών47 και περί του ότι οι ψυχές μετά θάνατον εισέρχονται σε άλλα
σώματα και περιοδεύουν, και ότι ενθυμούνται την προΰπαρξή τους48,
και ότι οι αισχροί έρωτες προς τα ωραία σώματα ανάγονται εις την ψυχή49.
Πολέμησε την διδασκαλία του Επικούρου περί αθεΐας και περί των ατόμων και περί
ηδονών αναξίων δια φιλοσόφους50 την
θεωρία του Αριστοτέλη περί περιορισμένης προνοίας51 και τον έντεχνο
λόγο και τις αποδείξεις περί θνητής ψυχής52 και τη πολύ ανθρώπινη
φιλοσοφία του53 την έπαρση των στωικών54 λαιμαργία και
την αλητεία των κυνικών55. Πολέμησε, αγαπητέ μου, την κουφότητα την
γεμάτη από τα παραληρήματα που τερατολογούν περί θεών και θυσιών, περί ειδώλων,
περί αγαθοποιών και κακοποιών δαιμόνων, όσα περί μαντείας, περί επικοινωνίας με
θεούς και ψυχές56 και περί επιδράσεων των άστρων57. Και
αν απαξιοίς να μιλάς γι’ αυτά, διότι τα θεωρείς ότι είναι μικρά και έχουν
ανασκευασθεί πολλές φορές και στρέφεσαι προς τα δικά σου και ζητάς να δοξαστείς
σε αυτά, εγώ και εκεί θα σου παρουσιάσω πλατιές οδούς. Φιλοσόφησε, αγαπητέ μου,
περί κόσμου ή κόσμων, περί ύλης, περί ψυχής περί καλών και κακών λογικών
υπάρξεων, περί αναστάσεως, κρίσεως, ανταποδόσεως, περί παθημάτων Χριστού. Διότι εις αυτά τα θέματα και η επιτυχία είναι
χρήσιμη και η αποτυχία ακίνδυνη. Και τώρα μένει να είπωμεν περί Θεού, επί του
παρόντος μεν ολίγα, μετ’ ολίγον ίσως τελειότερον, εν τω προσώπω του ιδίου
Χριστού Ιησού και Κυρίου μας, εις τον οποίον ανήκει η δόξα αιωνίως αμήν».
Υπομνηματισμός
13. «μη καθαρώ άπτεσθαι καθαρού τυχόν ουδέ
ασφαλές» το νόημα τούτο λαμβάνει εκ του Πλάτωνος, τον οποίον ο Γρηγόριος,
γενικώς πολύ μιμείται (Φαίδων, 67b)
14. Ψα 45:11
15. «Και τούτο (η θεολογία) φλυαρείται ηδέως
μετά τους ιππικούς και τα θέατρα και τα άσματα και την γαστέρα και τα υπό
γαστέρα αίς και τούτο το μέρος τρυφής…». Πράγματι εις τους Βυζαντινούς γενικώς
το Θεολογείν ήταν ένα είδος μανιακού χόμπι, όπως και οι ιπποδρομίες ή σήμερα η
ποδοσφαιροφιλία
16. Ψα 1:2
17. Ψα 54:18
18. Ψα 33:2
19. Δε 6:7
20. Πρμ 25:16
21. Εκκλ3:1
22. «το καλόν ου καλόν, όταν μη καλώς
γίνηται». Αυτό ήταν αρχαία Παροιμία η
οποία βρίσκεται στο Απόκρυφο, Πράξεις Πέτρου (Επιτομή), 18 ΒΕΠ 1:240, καθώς
παρατηρεί και ο Ηλίας Κρήτης.
23. «Πένθει γεωμετρία», η γεωμετρία κατά
την αρχαιότητα αφενός μεν κατατάσσονταν με την μουσική και τα άλλα μαθηματικά στην
άκρα θεωρητική πτέρυγα της φιλοσοφίας, αφετέρου θεωρούνταν ως ευγενής
ενασχόληση της πολυτέλειας και των Σαλονιών. Ήταν δε ανάρμοστη για το πένθος.
24. «Πόρρω της νύσσης θέωμεν», κατά την
αρχαιότητα στους αγώνες δρόμου, δρομέων ή ιππέων ή αρμάτων έτρεχαν μέχρις ενός
σημείου και κατόπιν επανέστρεφαν, ώστε να τερματίσουν στην αφετηρία όπου ήσαν
και οι θεατές. Στο σημείο της επανακάμψεως υπήρχε σαν ορόσημο ένα σιδερένιος
πάσσαλος ή μια λίθινη στήλη, την οποίαν έπρεπε οι τρέχοντες να υπερκεράσουν.
Αυτή η στήλη λέγονταν νύσσα. Μεταφορικά λέγεται νύσσα το μέρος μέχρι του
οποίου έγινε μία προέλαση μετά την οποία ακολουθεί επιστροφή π.χ. η νύσσα του
Μ. Αλέξανδρου είναι ο Ινδός ποταμός. Συνήθως σε ανάμνηση σε ένα τέτοιο τόπο
ιδρύονταν πόλις που ονομάζονταν Νύσσα. Τέτοια πόλις ήταν και η Νύσσα της Μ.
Ασίας όπου ήταν επίσκοπος ο Γρηγόριος Νύσσης. Αν ο δρομέας επανέστρεφε πριν την
νύσσα ο αγώνας ακυρώνονταν για τί
αδικούσε τους συναγωνιστές του. Αν όμως επανέστρεφε πολύ πέραν της νύσσης
αδικούσε τον εαυτό του. Μεταφορικά οι εκφράσεις «πόρρω της νύσσης θέειν» ή
«πέρα των εσκαμμένων πηδάν» (να πηδάς έξω από το σκάμμα) σημαίνουν να βγαίνει κανείς
έξω από τα όρια, να κάνει υπερβολές.
25. Ψα. 136:4
26. Δαν. 3:22
27. Μθ 7:6
28. 1 Κορ 6:2
29. Ρω 1:30
30. Μρ 5:13, Λκ8:30
31. Ιε 9:21
32. «Επινικίους αφέσεις». Οι βασιλείς μετά
μια νίκη μεταξύ των άλλων εορταστικών εκδηλώσεων έδιδαν και αμνηστία ή χάριζαν
άλλες ποινές όπως συνηθίζουν σήμερα οι ανώτατοι άρχοντες.
33. Ιώβ 38:3
34. Ιώβ 38:1
35. Ιω. 14:2
36. Ρω 12:6
37. Μθ 7:13
38. 1 Κορ 12:2
39. Δ΄Βασ 2:11
40. Έξ 33:28
41. 2 Κορ 12:4
42. « Ώσπερ οι μύθοι πάλαι τους γίγαντες».
Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία οι γίγαντες ήταν υπεράνθρωπα όντα τα οποία
πολέμησαν κατά των θεών.
43. «ου κατέχεις την ωδίνα του λόγου».
Όπως όταν έλθει η ώρα του τοκετού, ή έγκυος δεν δύναται να συγκρατήσει το έμβρυο
πέραν του καιρού, έτσι και οι αιρετικοί ήταν ανίκανοι να συγκρατήσουν αυτό που
διεγείρετο εντός τους, αλλά οπωσδήποτε το εξεστόμιζαν.
44. «Πυθαγόρου την σιωπήν», ο Πυθαγόρας
και οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι ήταν σιωπηροί μετά μανίας, ώστε να προκαλούν και τον γέλωτα των άλλων. Η σιωπή
ήταν ένα από τα δόγματά τους.
45. «Κυάμους τους Ορφικούς» τα Ορφικά
κουκιά. Και αυτό το δόγμα ήταν των Πυθαγορείων, το οποίο καθώς ισχυρίζονταν,
κληρονόμησαν από τον Ορφέα. Το δόγμα έλεγε «κυάμων απέχεσθε», μακριά από τα
κουκιά, το οποίο άλλοι μεν ερμήνευαν «μη τρώγετε ποτέ κουκιά», άλλοι δε «μακριά
από την πολιτική», γιατί τότε ψήφιζαν με κουκιά τα οποία έριχναν στην κάλπη,
όπως σήμερα τα ψηφοδέλτια, και έλεγαν «κυάμους» την ενασχόληση με την πολιτική.
46. «Αυτός έφα»! δηλ. «Το είπε εκείνος»! Οι Πυθαγόρειοι
θεωρούσαν τον Πυθαγόρα ως θεόπνευστη και απαραβίαστη αυθεντία. Φράση και δόγμα
και αυτό εκείνων.
47. «Πλάτωνος τας ιδέας». Κατά τον Πλάτωνα
όλα τα επίγεια και ορατά πράγματα έχουν στον ουρανό τα αιώνια πρότυπά τους των
οποίων είναι εικόνες και απομιμήσεις. Αυτά τα πρότυπα τα έλεγε «Ιδέες».
48. «Μετενσωματώσεις και περιόδους των
ημετέρων ψυχών και τας αναμνήσεις.» Κατά τον Πλάτωνα οι ψυχές των ανθρώπων
προϋπήρχαν άνευ σωμάτων, αλλά λόγω των
παρεκτροπών τους ρίχθηκαν στα σώματα για να παιδευτούν και να εξαγνιστούν. Αν
πράξουν χειρότερα, αναγκάζονται μετά θάνατον να εισέλθουν σε χοίρους ή άλλα
κτήνη ανάλογα με τις ροπές τους ή και σε φυτά, έως ότου βελτιωθούν κατά τις
προαιρέσεις και τις πράξεις τους και πάρουν την ανοδική πορεία, π.χ. από άκανθα
μεταβούν σε σκώληκα, μετά σε χοίρο, μετά σε ίππο, μετά σε δούλο, μετά σε
ελεύθερο, μετά σε φιλόσοφο και στο τέλος λυτρωθούν. Αυτές οι μεταφυτεύσεις των
ψυχών από σώματος σε σώμα λέγονται «μετενσωματώσεις» ή «μετεμψυχώσεις», οι δε
περιπέτειες «περίοδοι». Επίσης κατά τον Πλάτωνα πολλές φορές οι ψυχές μας
ενθυμούνται που βρισκόταν κατά την προηγούμενη ζωή τους, π.χ. κάποιος πριν
γίνει άνθρωπος ενθυμούνταν ότι ήταν πρόβατο ή πριν γίνει Πλάτων ενθυμείται ότι
ήταν Γανυμήδης! (Φαίδων). Αυτό που έλεγε, είναι ένα από τα πλέον έντονα
γνωρίσματα σχιζοφρενών ατόμων.
49. «τους ου καλούς δια των καλών σωμάτων
έρωτας». Κατά τον Πλάτωνα η ομοφυλοφιλία (κιναιδισμός) συντελεί πολύ στην
προκοπή του ανθρώπου στην αρετή, διότι είναι μία οδός για να φτάσει κανείς στον
έρωτα των ψυχών, ο οποίος πάλι είναι από τα υψηλότερα στάδια της αγωγής στην αρετή. Διά τούτο ο Πλάτων
έλεγε τον έρωτα μεταξύ ανδρός και γυναικός παρά φύσιν, τον δε μεταξύ δύο ανδρών
φυσιολογικόν (Συμπόσιον, Λύσις, Φαίδρος, Πολιτεία). Γενικώς από του Σωκράτους ήδη
οι Πλατωνικοί φιλόσοφοι επεδίδοντο εις
την παιδεραστία. Αυτό εννοεί ο Γρηγόριος λέγων «τους ου καλούς έρωτας».
50. «Επικούρου την αθεΐαν και τας ατόμους
και την αφιλόσοφον ηδονήν». Εδώ ο
Γρηγόριος δεν ακριβολογεί, η αθεΐα και οι άτομοι είναι κυρίως δόγματα του
Δημόκριτου, η ηδονή μόνον του Επικούρου. Κατά τον Δημόκριτο δεν υπάρχει Θεός.
Οι δε άτομοι είναι αυτά που εμείς σήμερα ονομάζουμε άτομα της ύλης, τα οποία
πρώτος φαντάστηκε ο Δημόκριτος και για αυτό στις μέρες μας χρησιμοποιείται ως
έμβλημα στην πυρηνική φυσική. Το δε δόγμα του Επικούρου είναι, ότι η αρίστη
επίδοση της αρετής και το παν είναι οι γενετήσιες ηδονές. Γι’ αυτό και οι
φιλήδονοι και υλόφρονες λέγονται επικούρειοι.
51. «Αριστοτέλους την μικρολόγον
πρόνοιαν». Ο Γρηγόριος έχει εδώ υπόψιν του ή ορισμένα ψευδεπίγραφα έργα του
Αριστοτέλη ή κάποιο φιλόσοφο Ποσειδώνιο που στηρίζεται επίσης σε αυτά τα
ψευδεπίγραφα έργα, σύμφωνα με τα οποία ο Θεός δεν ενδιαφέρεται για τα επίγεια
πράγματα, αλλά η πρόνοιά του είναι περιορισμένη και κυβερνά μόνο τα ουράνια
πράγματα, και φθάνει και μέχρι και τη σελήνη που είναι το κατώτατο μέρος των
ουρανών.
52. «Τους θνητούς περί ψυχής λόγους». Ο
Αριστοτέλης ομιλεί περί Αθανασίας της ψυχής με πολύ άτονο τρόπο. Γενικώς όλοι
οι αρχαίοι λαοί και φιλόσοφοι φαντάζονταν την Αθανασίαν πολύ σχετική, κανείς
δεν είχε συλλάβει το ατελεύτητον της Αθανασίας του ανθρώπου όπως αποκαλύπτεται
μέσα στην Αγία Γραφή. Δηλαδή το δόγμα της Αθανασίας του Ανθρώπου είναι μεν
Φυσικό και προ πάσης Θείας Αποκάλυψης γι’ αυτό και ουδέποτε διδάσκεται στην
Γραφή, αλλά μόνο προϋποτίθεται συνεχώς, πλην η προχριστιανική πίστις στην
Αθανασία είναι υποτυπώδης και θολή και περιορισμένη. Η Αγία Γραφή μόνη αποκαλύπτει
τι ακριβώς είναι Αθανασία.
53. «το ανθρωπικόν των δογμάτων». Ο
Αριστοτέλης ελάχιστα φιλοσοφεί, και γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο τον περιφρονεί ο
Γρηγόριος. Ο Αριστοτέλης κατά το μέγιστο μέρος είναι επιστήμων (φιλόλογος,
ιστορικός, οικονομολόγος, φυσιογνώστης, ανθρωπολόγος, μετεωρολόγος, αστρονόμος)
και κατά το ελάχιστον φιλόσοφος, εγκατασπείρων ενίοτε μόνο φιλοσοφικές αντιλήψεις
στα βιβλία του. Και ως μεν φιλόσοφος σφάλλεται γενικώς όπως άλλωστε και όλοι οι
φιλόσοφοι, διότι επιχειρούν να απαντήσουν στα ίδια με την Αγία Γραφή ερωτήματα
κατά τρόπο διαφορετικό προς την Αγία Γραφή, είτε γιατί δεν την γνώρισαν, είτε
διότι δεν την παραδέχτηκαν. Ως επιστήμων όμως ο Αριστοτέλης προσέφεραν όσα
ουδείς εις την ιστορία και για αυτό είναι ο πατέρας των Επιστημών. Πλην ο
Γρηγόριος θεωρώντας ανώτερη την φιλοσοφία, περιφρονεί την επιστήμη
χαρακτηρίζοντας αυτήν «ανθρωπικά δόγματα», δηλαδή μη μεταφυσικά.
54. «Της στοάς την οφρύν». Στοά είναι η
φιλοσοφία των Στωικών, οι οποίοι είχαν υπέρμετρο εγωισμό (υψηλήν οφρύν οι
αρχαίοι έλεγαν αυτό που σήμερα λέμε «ψηλή μύτη») και νόμιζαν ότι είναι
αλάθητοι.
55. «Των κυνών το λίχνον τε και αγοραίον».
Κύνας οι αρχαίοι έλεγαν και τους κυνικούς φιλοσόφους, τους οπαδούς του
Διογένους. Τόσον ο Διογένης όσον και οι άλλοι κυνικοί ήταν κατά την θεωρία και
την πράξη κατ’ εξοχή λαίμαργοι και λάγνοι και αλητήριοι (αγοραίοι). Ότι περίπου
σήμερα οι χίπηδες. «Ούτοι οι (κυνικοί) φιλοσοφείν επαγγελόμενοι κυνικοί προσηγορεύθησαν
δια την αναίδειαν και το υλακτικόν και το λίχνον και ακρατές εις ηδονάς και το
ταις αγοραίς προστρίβεσθαι» Ηλίας Κρήτης.
56. «Θεογνωσία και ψυχαγωγίαν» έτσι ελέγετο ο Πνευματισμός
κατά την αρχαιότητα ή άλλως και «νεκρομαντεία». «Θεαγωγία» όταν ο μάντης
(μέντιουμ) καλεί και φέρει, άγει κάποιον Θεό, «ψυχαγωγία», όταν καλεί ψυχές
νεκρών.
57. «άστρων δυνάμεις» αστρολογία. Και κατά
την αρχαιότητα πίστευαν μερικοί (πάντοτε
ειδωλολάτρες), ότι τα άστρα επιδρούν στις τύχες των ανθρώπων. «Θεαγωγία δε και
ψυχαγωγία κακοτεχνία τις εστι, δι’ επωδών τε και θυσιών άγουσα θεούς και ψυχάς
εις ερώτησιν και επαγγελίαν, μελλόντων, ου τη αληθεία, τη φαντασία δε» Ηλίας
Κρήτης.
Σχολιασμός
Ο Πρώτος Θεολογικός Λόγος έχει διπλό στόχο 1. Πρώτο τον έλεγχο της ομάδας του Ευνομίου που ανήκε στην Αίρεση του Αρείου και 2. Τον τρόπο επίτευξης της εμπειρικής γνώσεως του τριαδικού Θεού
και τον υπομνηματισμό της. Οι αιρετικοί παραλήπτες του περιεχομένου του Α΄Θεολογικού
ορίζονται από τον άγ. Γρηγόριο ως αυτοί που: «την γλώσσαν εύστροφον έχουσι και
δεινὴν επιθέσθαι λόγοις ευγενεστέροις
τε και δοκιμωτέροις, ούτω τι και περί τας πράξεις ησχολούντο
μικρόν γούν, και ίσως ήττον αν ήσαν σοφισταὶ και κυβισταί λόγων
άτοποι και παράδοξοι, ίν᾿ ειπώ τι και γελοίως
περί γελοίου πράγματος».
Οι αιρετικοί, στηλιτεύονται
στον παρόντα λόγο ως άνθρωποι που ελάχιστα ασχολούνται με την «πράξη», δηλαδή
τη ζωή της Εκκλησίας, ενώ ασχολούνται με γελοίο τρόπο με τις λέξεις. Ο άγ.
Γρηγόριος αναγνωρίζει τη δεινότητα έκφρασης στους αιρετικούς, που πηγάζει από
την εμβρίθειά τους στη θύραθεν γνώση, ενώ τονίζει ταυτοχρόνως το ηθικό τους
έλλειμμα, δηλαδή την πράξη της θεολογίας, γεγονός που τους καθιστά ανάλογους
λογογράφους των σοφιστών. Συνεχίζοντας, με αυστηρότατο ύφος καταλογίζει στους
Ευνομιανούς ότι: «πάσαν ευσεβείας οδόν
καταλύσαντες», χάρη στην επιθυμία τους για επίδειξη και αναγνώριση.
Αποτέλεσμα της καταλύσεως της ευσεβείας, κατά τον άγιο Πατέρα, αποτελεί η
μετατροπή του μυστηρίου της θεολογίας σε τεχνύδριο, δια του οποίου επιδιώκεται
η ίδια τέρψη. Η αιρετική, λανθασμένη, θεολογική υπόμνηση, μετατρέπει το μυστήριο σε λογική κατηγορία – έννοια
στοχαστικής προελεύσεως και αναπτύξεως. Όπως εξαιρετικά εύστοχα παρατηρεί ο π.
Ι. Ρωμανίδης: «το να λέμε ότι κατανοούμε
τα δόγματα, αυτό είναι βλακεία. Κανένας δεν κατανοεί το δόγμα τής Αγίας
Τριάδος, διότι το δόγμα της Αγίας Τριάδας δεν έχει σκοπό να κατανοηθεί ...
μπορεί κανείς να κατανοήσει τον σκοπό του δόγματος, την προέλευση του δόγματος
και την ιστορία του. Αλλά το ίδιο το δόγμα αποκλείεται να το καταλάβει, γιατί η
κατανόηση τού δόγματος σημαίνει κατανόηση τού μυστηρίου».
Το δογματικό στοιχείο της
θεολογίας κατά τον Άγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, δεν σημαίνει περιορισμό της
Θεολογικής σκέψεως σε κάποιο συγκεκριμένο τύπο ή εγκλωβισμό σε κάποια μορφή ή
γνωστή και κοινή φρασεολογία. Σημαίνει πιο πολύ οριοθέτηση του χώρου εντός του
οποίου θα κινηθεί και θα αναπτυχθεί η θεολογική σκέψη. Λέγοντας ο αγ. Γρηγόριος
«Δεν είναι του
καθενός, αγαπητοί, να φιλοσοφεί περί Θεού δεν είναι του καθενός. Το πράγμα αυτό
δεν είναι τόσο φθηνό και χαμηλό. Και θα προσθέσω, δεν είναι δυνατόν πάντοτε,
ούτε σε όλους, ούτε σε όλα, αλλά μόνο μερικές φορές και σε μερικούς και υπό
ορισμένες προϋποθέσεις», κάνει σαφές ότι το δόγμα κινείται
και πρέπει να κινείται μέσα στα τριαδολογικά πλαίσια. Το δόγμα είναι πάντοτε
θεοκεντρικό και όχι ανθρωποκεντρικό.
Τα ανθρωπολογικά
θέματα βίωσης της πίστεως, ήθους και ζωής, βρίσκονται κάτω από την οικονομία
της εκκλησίας, η οποία με σοφία και φιλανθρωπία καθοδηγούμενη από το Άγιο
Πνεύμα «κανονίζει» τα πάντα, ανάλογα
με τις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες και τα εκάστοτε δικά της θεολογικά και
εκκλησιολογικά δεδομένα και σε συμφωνία πάντοτε με το πνεύμα της παραδόσεώς
της. Έτσι η θεολογία κατά τον άγιο Γρηγόριο ενώ οροθετείται από την μία πλευρά,
από την άλλη δεν χάνει την ελευθερία της και την επικαιρότητά της. Μπορεί να
είναι παραδοσιακή και αρχαία, αλλά όχι παλιά άχρηστη και εκτός πραγματικότητας.
Οι εκάστοτε νέες συνθήκες και τα νέα
κοινωνιολογικά και ιστορικά δεδομένα γίνονται αφορμή και πρόσκληση για
ανανέωση και «συγχρονισμό». Χωρίς αυτό να σημαίνει εκκοσμίκευση. Εκκοσμίκευση
είναι η απώλεια της θείας αλήθειας από τη ζωή μας. Είναι η απομάκρυνση από το
άγιο και το θείο και έξοδος από την ιερή ιστορία της ζωντανής πάντοτε
εκκλησίας. Η παράδοση είναι η ζωντανή πραγματικότητα που τροφοδοτεί το παρόν
για μια νέα καρποφορία (Γεώργιος Π. Πατρώνος «Ορθόδοξη θεολογία και ζωή»). Ο
Απόστολος Παύλος και αυτήν ακόμα την πίστη την βλέπει να βιώνεται από όλες τις
γενεές στο χώρο της ελευθερίας. Είναι αδιανόητο η πίστη στο Χριστό να
δημιουργεί καταστάσεις ανελευθερίας και νέας θρησκευτικής δούλωσης. Γι’ αυτό
διαμαρτύρεται έντονα ο Παύλος για τις απαράδεκτες δουλωτικές τάσεις των Γαλατών
πιστών. Τους λέει με έμφαση: «τη
ελευθερία ούν, ή ημάς Χριστός ημάς ηλευθέρωσε, στήκετε, και μη πάλιν ζυγώ
δουλείας ενέχεσθε» (Γαλ. 5:1).
Απώλεια της
ελευθερίας από τη θεολογία σημαίνει απώλεια της αληθινής και ζωντανής πίστεως,
και αυτό δεν σημαίνει θεολογική αυθαιρεσία, θεολογική αλλοτρίωση. Γιατί
πράγματι όπου το Πνεύμα Κυρίου εκεί και Ελευθερία (2 Κορ. 3:17). Οι
φορείς της θεολογίας είναι αυτοί που ελευθερίαν επαγγελόμενοι καλούνται να
ζουν μακριά από την δουλεία της φθοράς και του πνευματικού Θανάτου (2 Πετρ.
2:19). Καλούνται συνεχώς με την ζωή τους να εκφράζουν στον κόσμο και στην εποχή
τους την ελευθερία της δόξης των τέκνων του Θεού (Ρωμ. 8:21).
Αυτό το πνεύμα
της Αγίας Γραφής και των ιερών
συγγραφέων της ακολουθεί πιστά ο άγιος Γρηγόριος. Η θεολογία γι’ αυτό δεν είναι
στατική αλλά εκφράζει συνεχώς το δυναμισμό της Πίστεως. Η αληθινότητα της
θεολογίας δεν βρίσκεται τόσο στην επιμελημένη έκφρασή της και στην διατύπωσή
της όσο στην πορεία προς την πίστη και την αρετή. Η θεολογία λέει συγκεκριμένα
ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είναι «όδευσις»
στο δρόμο της πίστεως και της Αρετής. Γι’ αυτό και πάνω από όλα είναι εσωτερική
«εγρήγορση» και «κάθαρση».
Η θεολογία
συμπορεύεται με την πνευματική ζωή και η πνευματική ζωή με την θεολογία. Τις
αντιλήψεις του περί θεολογίας ο αγ. Γρηγόριος τις ανακεφαλαιώνει στη φράση: εάν
θέλεις «θεολόγος γενέσθαι», τότε πρέπει
να γίνεις της «θεότητας άξιος».
Διαφορετικά είναι πιο τίμιο να εγκαταλείψει κανείς τη θεολογία. Κριτήριο της
ορθόδοξης θεολογίας είναι ο αγιασμός και η συνεχής πορεία προς μια αληθινά
βιωμένη πίστη. Είναι αυτό που λέμε σήμερα «ορθοπραξία»
(Γεώργιος Π. Πατρώνος «Ορθόδοξη θεολογία
και ζωή»).
Την κατά τα άλλα, υψηλή στοχαστική
δραστηριότητα των Ευνομιανών, περιγράφει, ο άγ. Γρηγόριος, με τα επιρρήματα «αμαθώς» και «θρασέως». Ο Ανάργυρος – Μάριος Β. Βαλτογιάννης, στο «Θεολογική γνωσιολογία των πέντε Θεολογικών
Λόγων του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου», Διπλωματική Εργασία Θεσσαλονίκη 2017 Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης, γράφει ότι ο αγ. Γρηγόριος
στον Α΄ θεολογικό του λόγο (Λόγος ΚΖ)
αναγνωρίζει τη δεινότητα έκφρασης στους αιρετικούς , γεγονός που πηγάζει από
την από την εμβρίθειά τους στην θύραθεν γνώση, ενώ τονίζει ταυτόχρονα το ηθικό
τους έλλειμμα, ήτοι την πράξη της θεολογίας, γεγονός που τους καθιστά λογογράφους
των σοφιστών. Σε όλο τον Α΄θεολογικό του λόγο, ο Αγ. Γρηγόριος ομολογεί εμμέσως
πλην σαφώς, την ορθή οδό του Θεολογείν, θέμα το οποίον αναλύει διεξοδικά στον
τρίτο Ειρηνικό του λόγο: «ταύτα ως εν βραχέσι πεφιλοσόφηται προς υμάς δογματικώς,
αλλ’ ουκ αντιλογικώς, αλιευτικώς, αλλ’ ουκ αριστοτελικώς, πνευματικώς αλλ’ ου
κακοπραγμονικώς, εκκλησιαστικώς, αλλ’ ουκ αγοραίως, ωφελίμως αλλ’ ουκ επιδεικτικώς»,
τονίζοντας αφενός τη σοβαρότητα της διατήρησης της πίστης στην Αγία Τριάδα, ενώ
κάνει αφετέρου φανερό, ότι οι όροι
«φιλοσοφείν – πεφιλοσόφηται» δεν αναφέρονται στην θύραθεν παιδεία αλλά στην
πατερική ερμηνευτική, η οποία είναι «αλιευτική» – τα κείμενα της οποίας, για
τους βασιζόμενους μόνο στους συλλογισμούς της θύραθεν παιδείας να θεωρούνται
ελάσσονα ενώ στην πραγματικότητα είναι τα μείζονα – ως συνέχεια και μετοχή στο
κοινό βίωμα προφητών και Αποστόλων, και όχι αριστοτελική, ως συνέπεια, δηλαδή,
του φιλοσοφικού στοχασμού. Γίνεται λόγος επομένως για δύο διαφορετικά πράγματα,
από τη μια μεριά η ανθρώπινη σύνεση και από την άλλη η προφητεία, ως αποκάλυψη
του Αγίου Πνεύματος – χαρισματική θεολογία
που δεν αποκλείει την δια του λόγου υπόμνησή της. Ο Ν.Α. Ματσούκας «Στο δογματική και συμβολική θεολογία Α΄, Θεσσαλονίκη 2009» σ.
141, γράφει σχετικά: «κάθε φορά που οι επιστήμες και
η φιλοσοφία διεκδικούσαν , διαμέσου
αιρέσεων και άλλων συναφών εκδηλώσεων να αντικαταστήσουν ή να εξηγήσουν τη
λειτουργία της χαρισματικής θεολογίας τότε οι Πατέρες ήταν κατηγορηματικοί: απέρριπταν
τη θύραθεν γνώση ως δαιμονική. Όσοι λοιπόν δεν έχουν ξεκαθαρίσει αυτό το πράγμα
αδυνατούν να συμβιβάσουν την δριμύτατη γλώσσα όλων των Πατέρων εναντίον της
φιλοσοφίας και συνάμα τους πλούσιους καρπούς της επιστημονικής και φιλοσοφικής
τους ενασχόλησης».
Έχοντας κατά νου όλα τα παραπάνω
γίνεται κατανοητή, η διττή χρήση του ιδίου όρου στον Α΄Θεολογικό Λόγο στη 10η παράγραφο
και συγκεκριμένα «φιλοσόφει
μοι περί κόσμου ή κόσμων, περί ύλης, περί ψυχής, περί λογικών φύσεων βελτιόνων
τε και χειρόνων, περί αναστάσεως, κρίσεως, ανταποδόσεως, Χριστού παθημάτων».
Με βάση τα παραπάνω ο Κ. Δεληκωσταντής έχει συγγράψει
«περί της δημιουργικής σύζευξης φιλοσοφίας και θεολογίας στο έργο του Γρηγορίου του Θεολόγου». Ο όρος
«φιλοσοφία» στην παρούσα συνάφεια είναι ταυτόσημος με την ερμηνεία των ήδη υπομνηματισμένων
γεγονότων της Θείας Οικονομίας στα κείμενα της Αγίας Γραφής, εντός των πλαισίων
της εκκλησιαστικής πράξης, ενασχόληση η οποία, όπως ομολογεί ο άγ. Γρηγόριος «εν τούτοις γάρ και το επιτυγχάνειν ουκ
άχρηστον, και το διαμαρτάνειν ακίνδυνον», μη
περιλαμβάνοντας (η έννοια φιλοσοφία) τοιουτοτρόπως περιεχόμενο ανάλογο μ’ αυτό
που απαντάται στη λοιπή βυζαντινή γραμματεία, και στα κείμενα του αγίου, ως
έννοια που αντιστοιχεί πλήρως στην ζωή του πιστού, ήτοι αυτού που μετανοεί,
καθάρεται, δέχεται το φωτισμό και τελικώς θεώνεται.
Ο πυρήνας της συμβολής του
Πρώτου Θεολογικού στην υπόμνηση των προϋποθέσεων της θεολογικής γνωσιολογίας
εντοπίζεται στο εξής χωρίο:
ΛΟΓΟΣ
ΚΖ΄3 (10 – 18) «Ου
παντός, ώ ούτοι, το περί θεού φιλοσοφείν, ου παντός· ουχ ούτω το πράγμα εύωνον
και των χαμαὶ ερχομένων … Ου πάντων μεν, ότι των εξητασμένων και
διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων, και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένων, ή
καθαιρομένων το μετριώτατον. Μη καθαρώ γαρ άπτεσθαι καθαρού τυχόν ουδέ
ασφαλές».
Και μεταφράζοντας:
«Δεν είναι του καθενός, αγαπητοί, να φιλοσοφεί περί Θεού, δεν είναι του
καθενός. Το πράγμα αυτό δεν είναι τόσο ευθηνόν και χαμηλό. Και θα προσθέσω, δεν
είναι δυνατόν πάντοτε, ούτε εις όλους, ούτε εις όλα, αλλά μόνον μερικές φορές,
και εις μερικούς, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Δεν είναι μεν του καθενός,
παρά μόνον των δοκιμασμένων και όσων έχουν προχωρήσει εις την θεωρία και πριν
από αυτά έχουν καθαρισθεί και εις τη ψυχή και στο σώμα, ή τουλάχιστον
καθαρίζονται τώρα. Διότι είναι και επικίνδυνο εις τον μη καθαρόν να πιάνει το
καθαρόν...»
Αρχικώς πρέπει να
διασαφηνιστεί ο όρος «φιλοσοφείν» στη συγκεκριμένη συνάφεια. Όπως έχει ήδη
σημειωθεί παραπάνω, η θεολογία ως γεγονός εμπειρίας Θεού και υπόμνησης αυτού,
δεν εξαντλείται στα στεγανά της στοχαστικής ερμηνευτικής, αλλά αποτελεί γεγονός
«γεύσεως» της Αποκαλύψεως του Θεού (Ανάργυρου – Μάριου Β. Βαλτογιάννη,
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή Τμήμα Ποιμαντικής Και
Κοινωνικής Θεολογίας 2017 «Θεολογική
γνωσιολογία των πέντε Θεολογικών Λόγων του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου»).
Στο βιβλίο: «Το
μυστήριο του Λόγου στο γέροντα Σωφρόνιο»
– του Ιερομονάχου Πέτρου, σελ. 261 αναφέρει ότι: Ο άγ. Γρηγόριος ο Θεολόγος
τονίζει ότι ο λόγος «περί του Θεού» προϋποθέτει την κάθαρση του ανθρώπου και
την ένωσή του με τον ενυπόστατο Λόγο του Θεού. Την σταδιακή πρόοδο από την
πράξη στην θεωρία, πολλοί Αλεξανδρινοί Πατέρες την εμπερικλείουν σε ένα ενιαίο τριαδικό σχήμα αύξησης και τελείωσης: 1. την ηθική, ως πρακτική και ασκητική
μέθοδο κάθαρσης του ανθρώπου, 2. τον
φωτισμό του νου, που συνδέεται με την φυσική θεωρία και την γνώση των όντων και
3. την θεολογία ως την πνευματική
εμπειρία που συνεπάγεται την ένωση με τον Θεό. Κατά τον άγ. Γρηγόριο τον
Θεολόγο, το φως που μεταδίδει ο Θεός στους «κεκαθαρμένους» ήταν κρυμμένο μέσα
στην εντολή που δόθηκε στους πρωτοπλάστους, όπως και η σκιά αυτού του φωτός
ήταν ο Μωσαϊκός νόμος. Όλοι οι πατέρες μαρτυρούν ότι οι εντολές του Θεού είναι
άκτιστο Φως, στο οποίο ο Θεός ιδιαιτέρως αποκαλύπτεται «καθώς εστί». Η σχέση
των εντολών του Θεού με το φως της Θεότητας και κατ’ επέκταση με την θεία ζωή,
θεμελιώνεται στο γεγονός της Ενανθρώπησης κατά την οποία ο Θεός Λόγος προσέλαβε
στη Υπόστασή Του την ανθρώπινη φύση.
Έτσι όχι φαινομενικά αλλά «εν
αληθεία», έγινε καθόλα όμοιος με τον
άνθρωπο εκτός αμαρτίας. Οι πειρασμοί, η μεταμόρφωση, τα παθήματα, ο Σταυρός, ο
Θάνατος, η Ταφή, η Ανάσταση και η Ανάληψη, πραγματοποιήθηκαν από τον Χριστό όχι
κατά την Θεότητά του, αλλά κατά την Ανθρωπότητά Του, δηλαδή στο επίπεδο που ο
Κύριος είναι «Υιός Ανθρώπου» ομοούσιος με τον άνθρωπο. Κατά συνέπεια και ο
άνθρωπος στο μέτρο της ομοίωσης του προς τον Χριστό, κατά την εικόνα της
επίγειας ζωής Του, θα καταστεί «όμοιος αυτώ» και κατά την εικόνα της θείας
υπάρξεως. Με άλλα λόγια όταν ο άνθρωπος εξομοιώνεται προς τον Χριστό κατά τις εσωτερικές
κινήσεις της καρδιάς, τον τρόπο σκέψεως και γενικότερα τις αντιδράσεις του σε
όσα του συμβαίνουν πάνω στην γη, τότε γίνεται όμοιος προς τον Χριστό και κατά
την Θεότητά Του. Η ομοίωση του ανθρώπου προς τον Σαρκωθέντα Θεό «μεταβαίνει»
κατ’ αναλογία στην αιωνιότητα, ως διηνεκής παραμονή στη σφαίρα του Θείου Είναι.
Στο γεγονός αυτό συνίσταται η θέωση του ανθρώπου. Κατά την θεωρία του φωτός ο
άνθρωπος δέχεται άμεσα στην καρδιά του «θεία ρήματα». Η κλιμάκωση που μπορεί να
υπάρξει στην εμπειρία αυτή είναι αδύνατον να ταξινομηθεί σε συγκεκριμένα στάδια
και βαθμίδες. Για λόγους τεχνικούς όμως θα μπορούσε να λεχθεί ότι ξεχωρίζουν
κυρίως δύο τρόποι ενήχησης του Θείου Λόγου «εν τω Φωτί». Ο πρώτος τρόπος αφορά
μια ήπια κατάσταση φωτισμού, όπου το φως «γεννά λόγους» στην καρδιά του
ανθρώπου, ενώ, κατά τον δεύτερο τρόπο, μέσα σε ένα μεγαλύτερο πλήρωμα φωτισμού,
η φωνή του Θεού έρχεται ως το Αποκορύφωμα της θεωρίας του Φωτός. («Το μυστήριο του Λόγου στο γέροντα Σωφρόνιο» – «άκτιστο φως και λόγος Θεού» Ιερομονάχου Πέτρου εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 2019).
Παρά τα εκπληκτικά ιδιώματα
της θεωρίας του φωτός η εμπειρία αυτή δεν πρέπει να εννοηθεί απλώς ως
χαρισματική διεύρυνση ή μεταμόρφωση των δυνάμεων του ανθρώπου. Η προσευχή της
μετάνοιας που προηγείται της θεωρίας έχει μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, είναι η
κίνηση του ανθρωπίνου προσώπου προς τον Προσωπικό Θεό. Εξίσου όμως και η
έλλαμψη του Ακτίστου φωτός είναι πράξη Αποκαλύψεως του Προσωπικού Τρισυπόστατου
Θεού σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Ανάμεσα στις ιδιότητες της θεωρίας του Φωτός ,
αναμφίβολα δεσπόζουσα θέση κατέχει η
αποκάλυψη του Υποστατικού Θεού και ταυτόχρονα η ενεργοποίηση της υποστατικής
Αρχής μέσα στον άνθρωπο, δηλαδή η ανάδειξη του ανθρώπινου προσώπου. Η αποκάλυψη
του Υποστατικού Θεού «εν τω φωτί», είναι το έσχατο στάδιο Θεογνωσίας. Με την
δωρεά αυτή ο άνθρωπος αποκτά γνώση – βίωμα του Προσωπικού Θεού και εισέρχεται
στη σωστή οδό προς την πραγματοποίηση αρχής μέσα του. Τότε η προσευχή του
προσλαμβάνει άλλο χαρακτήρα, γιατί εξέρχεται του κλοιού των υλικών και
πρόσκαιρων πραγμάτων. Ο άνθρωπος «ορά τον Θεόν, ουχ ως έχει μεν φύσεως , αλλ’
ουδέ πάλιν ψιλή μόνη νοήσει, αλλά υποστατικώς». Η θέα του Ακτίστου Φωτός είναι
μια υποστατική ένωση του Προσωπικού Θεού με συγκεκριμένες ανθρώπινες
υποστάσεις. («Το μυστήριο του Λόγου στο γέροντα Σωφρόνιο» – «Ιδιότητες
του Ακτίστου φωτός» Ιερομονάχου Πέτρου
εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ
Αγγλίας 2019).
Το υπόβαθρο, τόσο των
παραπάνω προϋποθέσεων, όσο και εν γένει της ορθής γνώσεως Θεού, το οποίο
αποτελεί ταυτοχρόνως την ειδοποιό διαφορά μεταξύ ορθοδόξου θεολογίας και
αιρετικής παρέκκλισης, αποτελεί η «εν θεωρία» κατάσταση και η οδός προς αυτήν.
Κατά τον άγ. Γρηγόριο οι όντως θεολόγοι είναι: «των εξητασμένων και διαβεβηκότων εν θεωρία, και προ τούτων και ψυχὴν
και σώμα κεκαθαρμένων, ή καθαιρομένων, το μετριώτατον».
Η θεωρία, ήτοι η θεοπτία – θέα
Θεού, είναι η βασική προϋπόθεση του «θεολογείν», διότι ο ήδη θεούμενος άνθρωπος
απλανώς υπομνηματίζει, στο μέτρο του δυνατού, δια των εκφραστικών μέσων την
εμπειρία των άκτιστων ενεργειών του Θεού. «Το
θέμα της ορθόδοξης γνωσιολογίας έχει στενή σχέση με την θεραπεία της ψυχής του
ανθρώπου … πτώση, ασθένεια και νέκρωση του ανθρώπου είναι, κυρίως, πτώση ασθένεια
και νέκρωση της ψυχής, του νου, της καρδιάς και της λογικής, πού δέχεται την
επήρεια των λογισμών. Κυρίως, πτώση είναι σκότιση του νου. Όταν η ψυχή, ο νους
και η καρδιά θεραπεύονται, τότε ο άνθρωπος αποκτά γνώση Θεού, που δεν είναι
γνώση των λόγων περί του Θεού, αλλά γνώση του Ίδιου του Θεού. Με άλλα λόγια,
στην θεραπευμένη καρδιά αποκαλύπτεται ο Θεός και προσφέρει την γνώση του» (Ανάργυρου
– Μάριου Β. Βαλτογιάννη «Θεολογική γνωσιολογία των πέντε Θεολογικών Λόγων του
Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου»).
Έχοντας εμπειρία αυτού, ο άγ.
Γρηγόριος, θέτει την προϋπόθεση της «εν θεωρία» καταστάσεως, που δεν είναι άλλη
παρά η θεραπευτική οδός της καθάρσεως, «κεκαθαρμένων,
ή καθαιρομένων, το μετριώτατον». Το περιεχόμενο της καθάρσεως δεν αποτελεί
διαδικασία απευθυνόμενη αποκλειστικώς στο σώμα ή στη ψυχή, αλλά γεγονός
συμπεριλαμβάνον σύνολη την ανθρώπινη υπόσταση, ήτοι την ψυχοσωματική ενότητα
του ανθρώπου «ψυχήν και σώμα
κεκαθαρμένων». Η αιρετική απόκλιση δεν αποτελεί τίποτα άλλο παρά τη μη
κάθαρση ψυχής και σώματος, αποτέλεσμα της οποίας είναι η παρεμβολή των παθών
μεταξύ του είναι του Θεού και της δικής τους κατανόησης (δηλαδή των αιρετικών)
περί του είναι αυτού (συνειδέναι). Ο νους, στον παρόντα Λόγο, υπομνηματίζεται
διά της λέξεως «ηγεμονικό». Ο ηγεμόνας νους είναι το μέσο δια του οποίου η
ύπαρξη του ανθρώπου ανέρχεται στην κατάσταση της θεοπτίας, ήτοι στο φωτισμό από
το Θεό και τελικώς στη θέωση. Γίνεται κατανοητό τοιουτοτρόπως ότι η εμπαθής
κατάσταση του νου αποτελεί το διαστρεβλωτικό φακό της πραγματικότητας του Θεού.
Αντίδοτο της πτωτικής αυτής καταστάσεως δεν είναι άλλο παρά η απαλλαγή από την
έξω λάσπη, γεγονός που επιτυγχάνεται δια της απομονώσεως των αισθήσεων και
ταυτόχρονου καθαρμού του νου. Η γνωσιολογική προϋπόθεση αυτή, της συνεχούς
καθάρσεως και μνήμης Θεού, οδηγεί τον αγ. Γρηγόριο στην, δια της πλατωνικής
εικόνας του άρματος της ψυχής, υπόδειξη της προτεραιότητας του νου έναντι του
θυμικού και επιθυμητικού: «ούτω
διανοώμεθα, μηδέ καθάπερ ίπποι θερμοί και δυσκάθεκτοι» δηλαδή τα άλογα μέρη
της ψυχής «τον επιβάτην λογισμὸν
απορρίψαντες».
Βάζοντας τέλος στον
υπομνηματισμό και το σχολιασμό του πρώτου θεολογικού Λόγου του αγ. Γρηγορίου
(ΚΖ΄) επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω τα λόγια του δασκάλου μου κ. Γιώργου Πατρώνου και Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Ε.Κ.Π.Α:
«Έναντι
αυτής της θεολογίας, όπως την βλέπει η
παράδοσή μας, έχουμε σήμερα στην εποχή μας μια Θεολογία με σαφή γνωρίσματα ενός
άκρατου ακαδημαϊσμού και σχολαστικισμού, που έχει ως κέντρο αναφοράς της
έμπνευσής της και εμπλουτισμού της, τη διανόηση και την εκκοσμικευμένη
θεολογική σκέψη της Δύσης.
Ίσως είναι καιρός πιά η
Ορθόδοξη θεολογία μας να ξαναβρεί το χαμένο εαυτό της, τις ρίζες της και τον
δικό της προσανατολισμό. Να αποκτήσει και πάλι δική της θεολογική αυτογνωσία
και πνευματική αυτοσυνειδησία. Να έχει επιτέλους, ως κέντρο αναφοράς της τον
Άθω, με όλη την πνευματική ασκητική του εμπειρία αιώνων, και όχι την κοσμική
ιδεολογική Αθήνα.»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΕΠΕ, Έλληνες Πατέρες Της Εκκλησίας
ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ο
ΠΑΛΑΜΑΣ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1976 .
Επόπτης εκδόσεως Παναγιώτης Κ. Χρήστου Καθηγητής Πανεπιστημίου
Επιμελητής εκδόσεως Ελευθέριος Γ. Μερετάκης καθηγητής θεολόγος Εισαγωγή – μετάφραση – κείμενο – Σχόλια Στέργιος Ν. Σάκκου
Επόπτης εκδόσεως Παναγιώτης Κ. Χρήστου Καθηγητής Πανεπιστημίου
Επιμελητής εκδόσεως Ελευθέριος Γ. Μερετάκης καθηγητής θεολόγος Εισαγωγή – μετάφραση – κείμενο – Σχόλια Στέργιος Ν. Σάκκου
2. Αγία Γραφή Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
Έκδοση Αποστολικής Διακονίας της Ελλάδος.
3. Θεολογία και Ορθόδοξο Βίωμα, Γεώργιος Π.
Πατρώνος, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1994
4. Το μυστήριο
του Λόγου στο γέροντα Σωφρόνιο, Ιερομονάχου
Πέτρου, εκδ. Ιερά
Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 2019.
5.
Ανάργυρου – Μάριου Β. Βαλτογιάννη, «Θεολογική γνωσιολογία των πέντε Θεολογικών
Λόγων του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου». Διπλωματική Εργασία Θεσσαλονίκη 2017
Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Θεολογική Σχολή Τμήμα Ποιμαντικής Και
Κοινωνικής Θεολογίας. Σύμβουλος Καθηγήτρια: Δέσπω Αθ. Λιάλιου.
6.
Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου, εκδ. Ιερά Μονή Τιμίου
Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας 1985.
7. Γιανναράς Χ., Αλφαβητάρι της πίστης, Δόμος,
Αθήνα
8. Ρωμανίδης Σ. Ι., (πρωτοπρ.), Δογματική και Συμβολική
Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τ. Α΄, Π. Πουρναρά,
Θεσσαλονίκη
9. Ρωμανίδης Σ. Ι.,
Πατερική Θεολογία, επιμέλεια – σχόλια μοναχού Δαμασκηνού Αγιορείτου,
Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004
10. Πλάτωνος
Πολιτεία, Εκδόσεις Πόλις 2002, μετάφραση Ν.Μ. Σκουτερόπουλος
11. Πλάτωνος
Συμπόσιον, Ιωάννου Συκουτρή, Βιβλιοπωλείο Εστίας – Κολλάρου 1995
12. Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου Πίστεως, Ιωάννου
Δαμασκηνού εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.