Για να κατανοήσουμε ορθώς, την περί πνευμάτων διδασκαλία τού Μεγάλου Βασιλείου, πρέπει να έχουμε υπόψη μας, ότι παρατηρείται στον ελληνικό χώρο, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες, σαφής και έντονη προσπάθεια, να διαχωριστεί η θεότητα από τον ορατό κόσμο και από οτιδήποτε υλικό. Και αυτό συμβαίνει, επειδή εμφανίζονται τους καιρούς εκείνους, έντονες μονοθεϊστικές τάσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται πολύς λόγος περί πνευμάτων και αγγέλων, αφού πλέον πιστεύεται, πως μόνο μέσω αυτών είναι δυνατή η επικοινωνία των ανθρώπων με τον Θεό...
Βέβαια, για να είμαστε ακριβείς, η διδασκαλία αυτή, συναντάται για πρώτη φορά ξεκάθαρα στο έργο του Πλάτωνα το «Συμπόσιο», στο οποίο το δαιμόνιο (= άγγελος φύλακας) ορίζεται, ως το διάμεσο μεταξύ Θεού και θνητών, που συμπληρώνει το υπάρχον κενό μεταξύ αυτών. Όμως κατά τον 2ο και 3ο μ.Χ. αιώνα, η διδασκαλία αυτή, έτυχε περαιτέρω επεξεργασίας, με αποτέλεσμα να αποβεί κοινή πίστη των ειδωλολατρών, των Ιουδαίων και των Γνωστικών· επηρέασε δε και σε κάποιο βαθμό, μερικούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς. Για πολλούς δε ειδωλολάτρες, οι θεοί του Ολύμπου θεωρήθηκαν σαν μεσάζοντες «δαίμονες» μεταξύ των ανθρώπων και ενός αόρατου υπερκόσμιου βασιλέως.
Οι αντιλήψεις περί αοράτων όντων χριστιανών συγγραφέων και ειδωλολατρών, εις την προ του Βασιλείου εποχή, είχαν ορισμένα κοινά σημεία. Λόγου χάρη ο χριστιανός Ωριγένης (185 – 251 μ.Χ.), όπως και ο νεοπλατωνικός Κέλσος (2ος μ.Χ. αιώνας), πιστεύει πως ο Θεός χρησιμοποιεί αόρατους απεσταλμένους, οι οποίοι κατευθύνουν και κανονίζουν τα φυσικά φαινόμενα, όπως την καρποφορία της γης, την ροή των υδάτων, τους ανέμους κ.λ.π. Επίσης ο Ωριγένης και πολλοί χριστιανοί παραδέχονταν σαν πραγματική την δύναμη των ειδωλολατρικών θεοτήτων, παρόλο που τους ταύτιζαν με τους πεσόντες αγγέλους (δαίμονες).
Για πολλούς δε ειδωλολάτρες του 3ου και 4ου μ.Χ. αιώνα, οι διαφορές μεταξύ ειδωλολατρίας και Χριστιανισμού θεωρούνταν πως προέρχονταν από τη διαφορετική γλωσσική διατύπωση και ορολογία. Σε μερικές μάλιστα περιπτώσεις ο Κέλσος, όπως και αργότερα ο Ιουλιανός ο “παραβάτης” (331 – 363 μ.Χ.), προσπαθεί να αποδείξει πως ο Χριστιανισμός εξίσωσε τα πνεύματα με το Θεό και περιέπεσε σε πολυθεΐα, ενώ οι ειδωλολάτρες είναι οι αληθινοί μονοθεϊστές, αφού αποδέχονται τους θεούς ως «δαίμονες», δηλαδή ως υπηρέτες του ύψιστου Θεού.
Η Εκκλησία διά των Πατέρων, ήδη από τους πρώτους αιώνες, απαγόρευσε και καταδίκασε κάθε ειδωλολατρική λατρεία των αγγέλων, ξεχώρισε δε τη λατρεία αυτών από αυτή του Θεού, αφού θεώρησε τη λατρεία τους ως απόδοση τιμής (τιμητική). Η καθιέρωση δε της τιμητικής αυτής λατρείας από την Εκκλησία ανάγεται στα τέλη περίπου του 5ου αιώνα, γίνεται δε φανερή αυτή κυρίως στα έργα του Διονύσιου του Αρεοπαγίτη.
Ο κόσμος των αγγέλων
Ο Βασίλειος παραδέχεται δύο δημιουργίες, αυτή του πνευματικού κόσμου και αυτή του ορατού και υλικού. Η πρώτη έγινε πριν την δημιουργία του ορατού και υλικού κόσμου και κατά συνέπεια πριν την δημιουργία του χρόνου (υπερχρόνια) και είναι αιώνια. Η δεύτερη θεωρείται από τον Βασίλειο, πως αποτελεί το διδασκαλείο και το εκπαιδευτήριο των ανθρωπίνων ψυχών. Στον πνευματικό κόσμο ανήκουν οι ουράνιες δυνάμεις, οι οποίες διακρίθηκαν σε αγαθές και πονηρές και οι οποίες παίρνουν μέρος σε ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου και τον βοηθούν ή τον εμποδίζουν αντίστοιχα στην επίτευξη της σωτηρίας του, και της ανοδικής προς τον Θεό πορείας του. Έτσι προσπαθούν να εξομοιώσουν τον άνθρωπο με τον εαυτό τους, παρευρίσκονται δε, μετά το θάνατό του στην κρίση του από τον Θεό, και οι μεν άγγελοι χαίρονται μαζί με όσους έχουν σωθεί στη βασιλεία του Θεού αφού βλέπουν τη δόξα του προσώπου Αυτού, οι δε δαίμονες συντιμωρούνται αιώνια με αυτούς που είχαν παρασύρει και γι’ αυτό καταδικάστηκαν στην στέρηση ενατένισης της δόξας του προσώπου του Θεού.
Οι δυνάμεις των αγγέλων
Οι άγγελοι σαφώς και απολύτως διακρίνονται από τον Θεό. Είναι και αυτοί δημιουργήματα και συνεπώς κατώτεροι Αυτού όπως και οι άνθρωποι. Ξεχωρίζουν όμως από τους ανθρώπους, γιατί προϋπήρχαν από αυτόν και από την δημιουργία του ορατού κόσμου. Τώρα, όσον αφορά για την προηγούμενη κατάσταση πριν από την δημιουργία του ορατού κόσμου, λίγα πράγματα μας είναι γνωστά. Καταρχάς βέβαια «υπήρχε κάτι», αυτό όμως το κάτι μόνο η διάνοια μπορεί να το εξετάσει, παρέμεινε δε σχεδόν στο σύνολό του ανιστόρητο, εξαιτίας της ανώριμης και νηπιακής ανθρώπινης γνώσης.
Η κατάσταση στην οποία βρίσκονταν ο πνευματικός κόσμος ήταν σύμφωνη με τη φύση αυτού, δηλαδή υπερχρόνια, αιώνια και αΐδια (= χωρίς αρχή και τέλος). Γι’ αυτό και ο Θεός έκανε τα ανάλογα δημιουργήματα, τις λογικές και αόρατες φύσεις, όπως και κάθε αρμονία των νοητών όντων, τα οποία ξεπερνούν την ανθρώπινη διάνοια. Αυτά κατά τον Βασίλειο, ο οποίος στην προκειμένη περίπτωση ακολουθεί τον Παύλο, αποτελούν τον αόρατο κόσμο.
Οι άγγελοι έλαβαν την ύπαρξή τους από τον δημιουργό Λόγο (Χριστό) · ο τρόπος όμως της δημιουργίας τους αποσιωπήθηκε από την αποκάλυψη, και μόνο οι ιδιότητες αυτών μας είναι γνωστές. Αυτοί λοιπόν είναι καθαρές, νοερές και υπερκόσμιες δυνάμεις, ονομάζονται δε άγιες, επειδή έχουν τον αγιασμό, ο οποίος τους δόθηκε ως δωρεά από το Άγιο Πνεύμα. Βρίσκονται δε υπεράνω των περιορισμών του χώρου και του χρόνου, κάτι το οποίο δεν έχουν οι άνθρωποι· αυτά όμως τα πλεονεκτήματα δεν τα έχουν από τη φύση τους αλλά από τη χάρη του Θεού. Δεν επιδέχονται φυσική αλλοίωση, αλλά παραμένουν στην κατάσταση στην οποία δημιουργήθηκαν από την αρχή, επειδή σε αυτούς, σε αντίθεση με τον άνθρωπο, διατηρείται απλή και αμετάβλητη η σύσταση και η κατασκευή τους. Το αναλλοίωτο λοιπόν των αγγέλων αναφέρεται στη φυσική τους κατάσταση και όχι στην ηθική. Επειδή οι άγγελοι ως πνεύματα δέχονται με τη δική τους θέληση τον αγιασμό του Αγίου Πνεύματος, παρουσιάζονται δεκτικοί περαιτέρω τελείωσης ή πτώσης. Η τελείωση όμως αυτή νοείται με δύο τρόπους· είτε ως κίνηση είτε ως στάση με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος.
Οι άγγελοι δεν δημιουργήθηκαν σε νηπιώδη κατάσταση, ούτε τελειοποιήθηκαν προοδευτικά διά ασκήσεως, ώστε να καταστούν με αυτό τον τρόπο άξιοι της τελειωτικής ενέργειας του Αγίου Πνεύματος. Αμέσως σε αυτούς και κατά την πρώτη σύσταση τους και κατά κάποιο τρόπο εντός της «ζύμης» της ουσίας τους, συνεζυμώθηκε ταυτόχρονα η αγιότητα. Γι’ αυτό δύσκολα μεταπίπτουν στην κακία, αφού ισχυροποιήθηκαν αμέσως και ατσαλώθηκαν «με κάποιου είδους βαφή» διά της αγιότητας. Έτσι με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος έχουν μονιμότητα στην αρετή, χωρίς βέβαια γι’ αυτό το λόγο να θεωρούνται κατά φύσει άγιοι. Πηγή της πνευματικής τους ζωής είναι το φως από τον Θεό «που λάμπει πάνω και στα νοητά και στα αισθητά, το οποίο και συνυπάρχει στον Πατέρα, και φωτίζει ανθρώπους, και λαμπρύνει αγγέλους, και για όλα είναι αρκετό, και ακόμη από μόνο του τις αυγές επεκτείνεται προς το περισσότερο».
Η τελειότητα των αγγέλων είναι σχετική, δηλαδή όταν συγκρίνεται με αυτή των ανθρώπων, τονίζεται η υπεροχή της· όταν όμως αντιπαραβάλλεται με αυτή του Θεού εκλαμβάνεται ως μηδαμινή και ελάχιστα ξεχωρίζει από αυτή των ανθρώπων. Συνεπώς μπροστά στην άτρεπτη, ασύνθετη, απρόσιτη και υπεραστράπτουσα θεία φύση, ούτε «οι γλώσσες των αγγέλων … ούτε οι των αρχαγγέλων, μαζί με όλη τη λογική φύση συγκεντρωμένες, μπορούν να πλησιάσουν στο ελάχιστο, αλλά και να εξισώσουν τον εαυτό τους με το παν». Παρόμοια και η γνώση των αγγέλων, ειδικά όσον αφορά το τέλος και τη συντέλεια του κόσμου, είναι ατελής.
Οι ουράνιες δυνάμεις λοιπόν δεν είναι φύσει άγιες, διότι αν συνέβαινε αυτό δεν θα διέφεραν από το Άγιο Πνεύμα, αλλά έχουν το μέτρο τού αγιασμού από το Άγιο Πνεύμα, ανάλογα από την μεταξύ τους υπεροχή και της αγάπης τους προς τον Θεό. Αυτές λόγω της επικοινωνίας τους με το φύσει άγιο (Άγιο Πνεύμα) «έχουν πλέον προοδεύσει και συνταιριάσει με τον αγιασμό με όλη την υπόστασή τους». Ο αγιασμός τους αυτός, επειδή δεν απορρέει από την ουσία τους, αλλά είναι δώρο του Αγίου Πνεύματος, διατηρείται όπως και στον άνθρωπο διά «προσοχής» και «επιμέλειας».
Ο μη φύσει αγιασμός των πνευματικών όντων οδηγεί την τελείωσή τους στην επικοινωνία με το Άγιο Πνεύμα, ο οποίος παρέχεται ως δώρο από Αυτό· γίνεται λοιπόν φανερό από τα παραπάνω εκτεθέντα, πως οι αγιαζόμενοι άγγελοι έχουν φύση μεταπτωτή δηλαδή φύση που μπορεί να μεταβληθεί είτε προς το καλό είτε προς το κακό. Άλλωστε αυτό φανερώνει και η πτώση του Εωσφόρου. Ο αγιασμός λοιπόν των αγγέλων, δεν νοείται ως κάτι μηχανικό και αυτόματο, αλλά σαν ελεύθερη πρόοδος η οποία επιτυγχάνεται από την έντονη προσωπική προσπάθεια αυτών.
Οι αγγελικές δυνάμεις ως αυτεξούσιες βρίσκονται σε μια ισόρροπη θέση μεταξύ της αρετής και της κακίας, παρακαλούν δε να τους βοηθήσει το Άγιο Πνεύμα, διά του οποίου φτάνουν στην τελείωση «επιμένοντας στο καλό» και έτσι ουδέποτε εκπίπτουν «από την συνεχή προσπάθεια στο αληθινό καλό». Η τελείωση αυτή νοείται και σαν «στερέωση» η οποία επιτελείται από το Άγιο Πνεύμα, με αποτέλεσμα να είναι πλέον αδύνατον να ξεπέσουν από το καλό, αφού πλέον το καλό τούς έχει γίνει συνήθεια.
Έτσι λοιπόν, οι μη εντελώς τέλειες αγγελικές φύσεις, «επιθυμώντας το καλό», επιδεκτικές όμως προόδου και αυτεξούσιες, προχώρησαν προς την τελείωση και διακρίθηκαν ως προς αγιότητα με δύο τρόπους
1. ανάλογα με την αγάπη τους προς το Θεό
2. ανάλογα από την μεταξύ τους υπεροχή
Η εξοικείωσή τους με το Θεό, η μη ροπή τους πλέον προς το κακό και η διαρκής ευτυχία, ως καρποί της σταθερότητάς τους, δεν νοούνται χωρίς την αγιαστική δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Επιπλέον η σταθερότητάς τους αυτή δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση του αυτεξούσιου, αλλά τον εξαγιασμό αυτού.
Προνόμιο των αγγέλων είναι, η διά παντός θέαση του προσώπου του Θεού Πατέρα, αυτό δε αποτελεί και την «προηγούμενη» ζωή αυτών. Την θέαση αυτή απολαμβάνουν όλοι οι άγγελοι – ιδιαίτερα μνημονεύονται «οι της Εκκλησίας μικροί» – γιατί δεν έχουν την παθητή ανθρώπινη σάρκα, η οποία ως εμπόδιο καθιστά αδύνατη την συνεχή ενατένιση του προσώπου του Θεού. Η θέαση του Θεού αποτελεί και την ευτυχία αυτών, γιατί οι αγγελικές δυνάμεις «πως θα περνούσαν ευτυχισμένη ζωή, εάν δεν έβλεπαν για πάντα το πρόσωπο του Πατέρα στους ουρανούς;». Αξίζει δε να παρατηρήσουμε, πως η άποψη του Βασιλείου για την ευτυχισμένη ζωή των αγγέλων αποτέλεσε καινοτομία για την εποχή του, γιατί μέχρι τότε επικρατούσε κυρίως η αντίληψη, κατά την οποία η ευτυχισμένη ζωή των αγγέλων που δεν έπεσαν στην κακία ακολουθώντας τον Εωσφόρο, ήταν σχετική. Έτσι λόγου χάρη ο Ιγνάτιος Αντιοχείας ( ; – 108 μ.Χ.) και ο Κλήμης Αλεξανδρείας (150 – 215 μ.Χ.) πίστευαν, ότι προκειμένου οι άγγελοι να απολαύσουν την θεία μακαριότητα, έπρεπε να περάσουν όπως και οι άνθρωποι από μια περίοδο δοκιμασίας.
Αναφορικά τώρα με την φύση των αγγέλων, αν και θεωρούνταν πνευματικές ασώματες υπάρξεις, δεν στερούνταν τελείως κάποιας υλικότητας. Εξαιτίας λοιπόν της άρνησης της απόλυτης πνευματικότητας αυτών, έγινε μάλλον παραδεκτό, ότι έφεραν ένα είδους άυλο σώμα το οποίο βρίσκονταν σε απόλυτη αρμονία με τη φύση τους. Η θεωρία αυτή επικράτησε γενικά, μέχρις ότου μέσω των κειμένων που αποδόθηκαν στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη (Ψευδο – Διονύσιος) όπως το «Περί Ουρανίας Ιεραρχίας» (6ος αιώνας μ.Χ.), υποστηρίχτηκε η πλήρης πνευματικότητα και το απολύτως άυλων αυτών. Η άποψη αυτή, αν και σημειώθηκαν αρκετές αντιδράσεις, επικράτησε τελικά, ιδιαίτερα στην Δυτική Εκκλησία, αφού την υιοθέτησε μια σπουδαία εκκλησιαστική μορφή της, ο Θωμάς ο Ακινάτης (1225 – 1274 μ.Χ.).
Κατά τον Βασίλειο οι άγγελοι αν και αόρατοι, δεν είναι τελείως απαλλαγμένοι υλικότητας και σωματικότητας, εξαιτίας του τρόπου που απέκτησαν την αγιότητα. Έτσι, όπως ο καυστήρας νοείται μαζί με την φωτιά, χωρίς να συγχέεται η πυρακτωμένη ύλη με τη φωτιά, κατά παρόμοιο τρόπο και η ουσία των ουρανίων δυνάμεων διακρινόμενη από το Άγιο Πνεύμα είναι «αέριο πνεύμα ή φωτιά άυλη». Γι’ αυτό και οι άγγελοι «και σε τόπο υπάρχουν, και ορατοί γίνονται, εμφανιζόμενοι στους άξιους με τη μορφή των δικών τους σωμάτων».
Ο Βασίλειος ακολουθώντας τον Ωριγένη, αποφεύγει να απαριθμήσει και να ονομάσει τις αγγελικές δυνάμεις, γιατί πιστεύει πως είναι αδύνατο να βρεθούν ονομασίες για τις λογικές και αόρατες αυτές φύσεις, οι οποίες ξεπερνούν την διάνοιά μας. Γι’ αυτό κάθε φορά που τις ονομάζει, σημειώνει, ότι πλην των αναφερομένων ονομάτων «υπάρχουν και άλλες λογικές φύσεις ακατανόμαστες». Στον Βασίλειο δεν αναφέρονται καθόλου οι διακρίσεις που εισήχθησαν από τον Ψευδο – Διονύσιο για αγγελικά τάγματα και διακοσμήσεις. Γενικά όμως στους Πατέρες, δεν υπάρχει ομοφωνία για τον αριθμό και την ονομασία των αγγελικών δυνάμεων.
Όσον δε αφορά την διαβάθμιση των αγγελικών τάξεων, σχεδόν καθόλου δεν γίνεται λόγος, τυχαία μόνο σημειώνεται πως τα Σεραφείμ στέκονται πλησιέστερα στο Θεό «λόγω της μεγάλης αγιότητάς τους» και ότι ο άγγελος Γαβριήλ είναι συνεχώς κοντά στο Θεό. Επιπλέον μολονότι όλοι οι άγγελοι έχουν την ίδια φύση «άλλος μεν από αυτούς είναι άρχοντας, άλλος δε υπήκοος» και «ο αρχιστράτηγος των αγγέλων που είναι καταταγμένοι στις λεγεώνες είναι άρχοντας».
Ως προς τον τόπο κατοικίας των πονηρών δυνάμεων ο Βασίλειος υιοθετεί την παραδοσιακή επική εικόνα που είχαν οι άνθρωποι της εποχής του, κατά την οποία ο χώρος των δαιμόνων και ο τόπος της εξουσίας τους θεωρείται ο «εναέριος» ή «περίγειος» δηλαδή γύρω από τη γη. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Διάβολος υπερηφανευόμενος θεωρεί τον κόσμο δικό του βασίλειο. Τα δαιμόνια τα οποία κατοικούν στον περίγειο τόπο, κατά τον ένδοξο ερχομό του Κυρίου θα απέλθουν στο φιλικό τους περιβάλλον που είναι η άβυσσος.
Το έργο των αγγέλων
Οι άγγελοι ως λειτουργικά πνεύματα έχουν σαν κύριο έργο τους τη δοξολογία του Θεού και την φροντίδα των ανθρώπινων ψυχών. Σε αντίθεση με άλλους Πατέρες ο Βασίλειος δεν αποδίδει σ’ αυτούς έργα στη φύση, ούτε τους θεωρεί πως ελέγχουν τις φυσικές δυνάμεις. Οι άγγελοι είναι ειρηνικοί και συνδυάζουν την ανδρεία με την φιλανθρωπία κατά το πρότυπο του Κυρίου.
Επιπλέον ο Βασίλειος σαφώς απορρίπτει τις απόψεις κάποιων εκκλησιαστικών συγγραφέων, όπως του Τερτυλλιανού (155 – 240 μ.Χ.), του Ωριγένη και του Κλήμη Αλεξανδρείας, για συμμετοχή των αγγέλων στη δημιουργία του ανθρώπου· χαρακτηρίζονται όμως ως συνδούλοι, σύντροφοι και γείτονες του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο Βασίλειος τονίζει την στενή σχέση και επικοινωνία μεταξύ αγγέλων και ανθρώπων, η στερέωση της οποίας ή η διακοπή της εξαρτάται από τη θέληση του ανθρώπου. Η απόσταση του ανθρώπου από τον άγγελο δεν είναι αγεφύρωτη. Ο άνθρωπος μπορεί με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, ήδη από αυτή τη ζωή, να γίνει ομότιμος με τους αγγέλους, εφόσον είναι το μόνο θεόπλαστο ον, το οποίο δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού και έλαβε νοερή ψυχή, διά της οποίας αντιλαμβάνεται περί του Θεού και της φύσης των όντων. Η ισοτιμία με τους αγγέλους είναι προϋπόθεση της πορείας του ανθρώπου για ομοίωση με τον Θεό.
Μετά την πτώση του ανθρώπου οι άγγελοι στέλνονται στους δίκαιους, προκειμένου να επανορθώσουν, να φροντίσουν και να διαφυλάξουν το αδύναμο της ανθρώπινης φύσης, να παρηγορήσουν και να ενισχύσουν τους ταλαιπωρημένους πιστούς και να φανερώσουν τα μέλλοντα. Η διατήρηση της επικοινωνίας μεταξύ αγγέλων και ανθρώπου εξαρτάται από την διαγωγή του τελευταίου. Έτσι σε κάθε ένα πιστό παρευρίσκεται ένας άγγελος, τον οποίον «δεν πρέπει εμείς να εκδιώξουμε με τα πονηρά έργα μας», γιατί όπως ο καπνός διώχνει τις μέλισσες, έτσι και η αμαρτία απομακρύνει τον φύλακα άγγελο από τη ζωή του ανθρώπου.
Οι άγγελοι παίρνουν εντολή από τον Θεό, να διαφυλάξουν τα άξια επιτεύγματα του πιστού, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο περικυκλώνεται από παντού από τον «φύλακα άγγελο». Είναι δε τόσο ισχυρή η φύση των αγγέλων, ώστε και ένας μόνον από αυτούς παρομοιάζεται με ολόκληρο στράτευμα και πολυάνθρωπη παράταξη. Οι άγγελοι ως σύντροφοι και γείτονες του ανθρώπου παρακολουθούν τους αγώνες των πιστών, συμπάσχουν με αυτούς και χαίρονται κάθε φορά που πραγματοποιείται το καλό. Αυτοί προστατεύουν επίσης όχι μόνο τον πιστό, αλλά και την Εκκλησία ως «επιστάτες» αυτής.
Οι άγγελοι δεν είναι μόνο φύλακες ή προστάτες του ανθρώπου από τις διάφορες αντιξοότητες, αλλά επιπλέον φανερώνουν κάποιες φορές και τα μέλλοντα και είναι συμπαραστάτες του στην εσχατολογική του τελείωση· αυτή δε η εσχατολογική προοπτική των ενεργειών του ανθρώπου ολοκληρώνει το έργο των αγγέλων. Όλα όσα κάνουν αυτοί για τον άνθρωπο αποβλέπουν στην είσοδο αυτού στη βασιλεία του Θεού.
Όταν η ανθρώπινη ψυχή χωρίζεται από το σώμα, η μεν πονηρή περιβάλλεται από τις πονηρές δυνάμεις, η δε αγαθή από τους αγαθούς αγγέλους. Κατά τον «αιφνίδιο όλεθρο», δηλαδή κατά το βιολογικό θάνατο, έρχεται «άγγελος κατηφής αρπάζοντας βίαια και σέρνοντας την ψυχή που έχει δεθεί από τις αμαρτίες». Οι αγωνιστές όμως της αρετής, οι οποίοι πάλεψαν και πολέμησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους ενάντια στους αόρατους εχθρούς τους, όταν κατορθώσουν να σωθούν από τις πανουργίες αυτών και όταν φτάσουν στο τέλος της ζωής τους, εξετάζονται αυστηρά από τον άρχοντα του αιώνα αυτού δηλαδή τον Διάβολο. Αν βρεθούν να μην έχουν σημάδια από την αμαρτία, δεν μπορούν να κρατηθούν αιχμάλωτοι, αλλά ελεύθεροι πλέον εισάγονται από τον ίδιο τον Χριστό σε τόπο ανάπαυσης. Εκεί ζουν ευτυχισμένοι έχοντες μάλιστα στο κεφάλι τους στεφάνια και συμβιώνουν με χαρά μαζί με τους αγγέλους. Αντίθετα σε όσους έζησαν στην αμαρτία παραστέκονται κοντά τους φοβεροί και θυμωμένοι άγγελοι «φωτιά βλέποντες, φωτιά αναπνέοντες, λόγω πικρίας της επιλογής τους, έχοντες τα πρόσωπα σκοτεινά, από την κατήφεια και την μισανθρωπία». Οι άγγελοι αναγνωρίζουν τον πιστό, από τα «μυστικά σύμβολα», τα «γνωρίσματα», δηλαδή τη σφραγίδα του βαπτίσματος και το φως του Κυρίου που τον σημάδεψε. Αυτοί συμπαραστέκονται μαζί με τον Κριτή ως μάρτυρες της αλήθειας κατά την κρίση, βαστάνε και παρουσιάζουν τον πιστό στον Χριστό.
Βιβλιογραφία
Τσάμη Δημητρίου, «Θέματα Πατερικής Θεολογίας – Καππαδοκική Θεολογία», Εκδόσεις Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1976
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.