Σελίδες

1 Σεπ 2021

Η οντολογική διαρχία του Πλάτωνα



Με τον όρο Οντολογία αναφερόμαστε στο λόγο περί του όντος ή στην επιστήμη του όντος, την φιλοσοφική αναζήτηση που εξετάζει τις αρχές της ύπαρξης και συγκρότησης του Όντος, μελετά τη φύση και την ουσία των Όντων (Ον = αυτό που πραγματικά υπάρχει, καθετί που έχει υπόσταση). Στη φιλοσοφία η έρευνα της φύσης του Όντος γίνεται σε διάκριση από το φαινόμενο...

Κυρίαρχη τάση της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι η προσπάθεια του φιλοσόφου, που καταντά να γίνεται και θρησκευτική λαχτάρα, να στηρίξει τον άνθρωπο σε κάτι σταθερό. Η δυναμική σκέψη του Ηράκλειτου, ο οποίος αντίθετα με τους Ίωνες φιλοσόφους που υπήρξαν πριν από αυτόν, είδε στην κίνηση και την μεταβολή των πραγμάτων το πιο ουσιαστικό οντολογικό τους γνώρισμα, αποτέλεσε για τη φιλοσοφική σκέψη σπουδαία κατάκτηση.

Έπρεπε όμως να περιοριστεί ο φιλοσοφικός νους μόνο στα φαινόμενα, τα οποία κυριαρχούνται από τη μεταβολή, τη φθορά και από αυτά που συμβαίνουν δηλαδή τα γεγονότα; Μήπως πίσω από τον κόσμο των φαινομένων υπήρχε μια άλλη πραγματικότητα, άλλος κόσμος, του οποίου τα χαρακτηριστικά είναι η σταθερότητα και η έλλειψη μεταβολής;

Στην φιλοσοφική ατμόσφαιρα της εποχής του, την στιγμή που ανδρώνονταν ο Πλάτωνας, η θέση του Ηράκλειτου για τη διαρκή μεταβολή των πραγμάτων, προκαλούσε μεγάλη εντύπωση. Ο δάσκαλός του Κρατύλος, ήταν επιφανής θιασώτης της διδασκαλίας του Ηράκλειτου και είναι πολύ πιθανό να γνώρισε πολύ καλά και σε βάθος από αυτόν ο Πλάτωνας την φιλοσοφία του σοφού της Εφέσου. Άλλωστε αυτό φαίνεται και στα συγγράμματά του.

Οι οπαδοί του Ηράκλειτου, οι “ρέοντες” όπως τους ονομάζει ο Πλάτωνας, διεκδικούσαν την επικράτηση στην Αθήνα, έναντι μιας άλλης εξίσου ισχυρής φιλοσοφικής τάσης, της ελεατικής, η οποία εκπροσωπούμενη κατά κύριο λόγο από τον Παρμενίδη δίδασκε την ακινησία, το αμετάβλητο του Ενός (Θεού).

Βρέθηκε έτσι ο Πλάτωνας, μεταξύ των “ρεόντων” και των “στασιωτών”, όπως ονομάζει τους οπαδούς του Παρμενίδη, λόγω της “στατικής” θεωρίας του παντός. Στο έργο του Θεαίτητος εκφράζει τη δυσκολία που δημιουργούσε σε κάθε ανήσυχο άνθρωπο – συνεπώς και σ’ αυτόν – η εκ διαμέτρου αντίθετη τοποθέτηση των δύο αυτών φιλοσοφιών.

Στο δίλημμα λοιπόν, ποια από τις δύο φιλοσοφίες να ακολουθήσει, έλυσε ο Πλάτωνας με την σύνθεση και των δύο, αφού εισήγαγε το διαρχικό φιλοσοφικό του σύστημα. Η κίνηση και η μεταβολή υπάρχει, αλλά δεν χαρακτηρίζει το κάθε τι• είναι γνώρισμα του υλικού κόσμου, τον οποίο αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας και σημαδεύεται από τα γεγονότα. Υπάρχει όμως και ένας άλλος κόσμος το “όντως ον” που είναι ακίνητο και αμετάβλητο. Έχουμε δηλαδή κατά τον Πλάτωνα από τη μια μεριά την αληθινή πραγματικότητα που είναι ο “κόσμος των Ιδεών” όπως την αποκαλεί, και από την άλλη τον υλικό κόσμο• την σκέψη του αυτή την  διατυπώνει στο έργο του Τίμαιος.

Στη σύλληψη του σταθερού, αμετάβλητου “κόσμου των Ιδεών”, δεν ωθήθηκε ο Πλάτωνας μόνο από την ελεατική διδασκαλία περί “του Ενός”, αλλά συνέβαλλαν σημαντικά σ’ αυτό ο δάσκαλος του Σωκράτης και οι Πυθαγόρειοι.

Ήδη στην Αθήνα, οι οπαδοί του Ηράκλειτου είχαν συγκροτήσει μαζί με τους Σοφιστές κοινό μέτωπο• η ηρακλείτιος αρχή της ρευστότητας και της μεταβολής πρόσφεραν στους Σοφιστές σπουδαία βάση για να στηρίξουν τον υποκειμενισμό και την σχετικοκρατία. Κατ’ αυτούς δεν υπάρχουν σταθερές αρχές, ούτε γνωστικές ούτε ηθικές. Αντικειμενική αλήθεια δεν υπάρχει. Κάθε λόγος έχει αντίλογο. Διά της ρητορικής τέχνης μπορεί κανείς να παρουσιάσει το ψέμα σαν αλήθεια και την αλήθεια σαν ψέμα: “τον αδύναμο λόγο να τον κάνεις δυνατό”, ήταν το απόφθεγμά τους. Οι ηθικές έννοιες έπειτα δεν ισχύουν γενικά και καθολικά• το κάθε ένα άτομο ξεχωριστά καθορίζει τι είναι ηθικό, δίκαιο, κακό, αισχρό. Το γνωστό σοφιστικό απόφθεγμα «για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος» σχετικοποιεί τα πάντα, γιατί ως μέτρο βάζει τον κάθε ένα άνθρωπο.

Στον υποκειμενισμό και την σχετικοκρατία των Σοφιστών, αντιτάχθηκε ο Σωκράτης, ο οποίος αναζητούσε πάντοτε να βρει σταθερές έννοιες και πάνω σ’ αυτές να καθορίσει κανόνες ηθικής ζωής. Οι αρετές της σωκρατικής ηθικής ορίζονται από ένα σταθερό εννοιολογικό περίγραμμα, το οποίο προέρχεται από την ικανότητα του ανθρώπινου νου να φθάσει και να γνωρίσει αλάθητα τις βασικές έννοιες της ηθικής. Κατ’ αυτόν, υπάρχει σταθερή, αληθινή γνώση, στην οποία όταν φθάσει κανείς, απαλλάσσεται από την κακία και τελειοποιείται. Η άγνοια είναι η αιτία της κακίας, διότι «δεν είναι κανείς κακός με τη θέλησή του» (Πρωταγόρας 34, 5e). Τις σταθερές αυτές αρχές της σωκρατικής ηθικής μετέφερε ο Πλάτωνας στον υπερβατικό χώρο, στο χώρο “των Ιδεών”, και έδωσε έτσι στη φιλοσοφία και την ηθική μεταφυσική θεμελίωση.

Ήδη ο Αριστοτέλης αναζητώντας τις πηγές του Πλάτωνα στη θεωρία του περί “των Ιδεών” παρατηρεί ότι στη ρευστότητα των Ηρακλείτειων αντέταξε ο Πλάτωνας τις σταθερές έννοιες του Σωκράτη και τη Πυθαγόρεια περί αριθμών θεωρία. Τα αισθητά “μετέχουν” των Ιδεών, όπως κατ’ αντιστοιχία στους Πυθαγόρειους “μιμούνται” τους αριθμούς. Η πλατωνική “μέθεξη” είναι απλά αλλαγή ονόματος της Πυθαγορείου “μιμήσεως” (Μεταφυσικά 1,6). Την σύνθεση αυτή των παλιότερων φιλοσοφιών στο σύστημα του Πλάτωνα διαπιστώνει και ο Διογένης ο Λαέρτιος, ο οποίος γράφει: “έκανε ανάμιξη και των Ηρακλείτειων λόγων και των Πυθαγορικών και των Σωκρατικών• διότι φιλοσόφησε για τα μεν αισθητά σύμφωνα με τον Ηράκλειτο, για τα δε νοητά σύμφωνα με τον Πυθαγόρα, για τα δε πολιτικά σύμφωνα με τον Σωκράτη” (3,8).

Αυτή ακριβώς η ιδέα της “μέθεξης”, δηλαδή της συμμετοχής του ορατού κόσμου στο νοητό, μετριάζει τη πλατωνική διαρχία. Δεν έχουμε απόλυτη διαρχία στον Πλάτωνα, αλλά σχετική. Οι δύο κόσμοι δεν είναι τελείως αποξενωμένοι μεταξύ τους, ούτε αποτελούν ο καθένας το χώρο στον οποίο κυριαρχεί μια εχθρική δύναμη σε σχέση με τη δύναμη που κυριαρχεί στον άλλο κόσμο, όπως συμβαίνει στις ανατολικές θρησκείες και τον Γνωστικισμό.

Ο αισθητός κόσμος σύμφωνα με τον Πλάτωνα διέπεται από αρμονία και τάξη, γιατί διακοσμήθηκε και τακτοποιήθηκε από τον Θεό ως εικόνα και μίμηση της καλύτερης Ιδέας (= πρωτότυπο, καλούπι) του κόσμου. Η διαφορά του Θεού του Πλάτωνα από τον Θεό του Χριστιανισμού όσον αφορά τη συμμετοχή τους στη δημιουργία του κόσμου έγκειται στο γεγονός, πως ο χριστιανικός Θεός δημιουργεί από το μηδέν με ύλη που δεν προϋπήρχε, ενώ ο πλατωνικός Θεός δεν δημιουργεί από το μηδέν, γιατί η ύλη συνυπήρχε αιώνια μαζί μ’ αυτόν. Αυτή την προϋπάρχουσα ύλη βάζει σε τάξη. Γι’ αυτό λοιπόν το λόγο είναι κυρίως κοσμοποιός, δημιουργός δηλαδή όχι της ύλης, αλλά της τάξης που επικρατεί στον κόσμο. Αξιοποιεί σ’ αυτό το σημείο ο Πλάτωνας την άποψη του Αναξαγόρα περί του Θεού “ως κοσμοποιού νου”.

Η διαρχία δηλαδή του Πλάτωνα δεν είναι ευρεία και εκτεταμένη, εφόσον ο Θεός δρα στον κόσμο ως κοσμοποιός δύναμη. Περιορίζεται απλώς στη παραδοχή της ύλης που ήταν αδρανής και ανενεργή, ως μία Αρχή που είναι συναιώνια με τον Θεό. Ο λόγος της δημιουργίας του κόσμου είναι η αγαθότητα του Θεού, από την οποία παρακινηθείς, δημιούργησε τον κόσμο. Τα στοιχεία τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία του αισθητού κόσμου είναι η προϋπάρχουσα άμορφη ύλη και η “ Ιδέα”, “το παράδειγμα” του κόσμου, ως μορφοποιός Αρχή. Γι’ αυτό και ο κόσμος είναι σύνθετο προϊόν από ύλη και “ Ιδέα”.

Υπάρχει εδώ και άλλη διαφορά της χριστιανικής περί δημιουργίας άποψης και της πλατωνικής. Γιατί παρά τη διακόσμηση και διάταξη της ύλης από το Θεό, δεν έχομε ταύτιση αυτής με την “Ιδέα” του κόσμου. Ο Θεός του Πλάτωνα δηλαδή δεν είναι σε θέση να τιθασεύσει το υλικό της δημιουργίας, την ύλη, και να την υποτάξει τελείως στο σχέδιό του για τη δημιουργία. Η συμμετοχή της ύλης στην “Ιδέα” είναι ατελής• δέχεται να μορφοποιηθεί με βάση την “Ιδέα”, αλλά δεν χάνει τελείως τις δικές της δυνάμεις και συνήθειες. Διότι έχει δύναμη αντίστασης στην ενέργεια τής “Ιδέας” η ύλη. Γι’ αυτό και το κακό στον αισθητό κόσμο, δεν σχετίζεται με την αντιπαράθεση αυτού με τον Θεό και την πάλη με αυτόν, αλλά στο ότι συμμετέχει στην “Ιδέα” όχι τελείως, αλλά ατελώς• αποτελεί απλώς μια εικόνα του αρχικού “παραδείγματος” του κόσμου.

Ο Πλούταρχος εξηγεί ωραιότατα ότι στον Πλάτωνα δεν έχουμε ακραία αντίθεση αισθητού και νοητού, αλλά απλώς διάφορο βαθμό συμμετοχής στην “Ιδέα”. Το δε κακό στον κόσμο οφείλεται στο ότι και μετά τη διακόσμηση της ύλης από τον Θεό, παρέμεινε σ’ αυτή η συνήθεια να κινείται ατάκτως.  

Βιβλιογραφία

1. Θεοδώρου Ν. Ζήση, «Μυστικοί Πατέρες και Ασκητικοί Συγγραφείς» – «Μυστικισμός και Άσκησις εις τον Ελληνισμόν», Έκδοση Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1978

2. Ελληνική Βικιπαίδεια για τον όρο «Οντολογία»

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.