Σελίδες

24 Δεκ 2021

Ο μύθος του Ορέστη με τις Ερινύες συμβολίζει, ότι η ψυχική ασθένεια είναι μια οικογενειακή υπόθεση που δημιουργήθηκε σε κάποιον από τους γονείς του ή τους παππούδες του

 

Η σχέση μεταξύ χάρης και ψυχικής ασθένειας είναι όμορφα εκφρασμένο στον μεγάλο ελληνικό μύθο του Ορέστη και των Ερινυών. Ο Ορέστης ήταν εγγονός του Ατρέα, ενός ανθρώπου που είχε προσπαθήσει φθονερά να αποδείξει πως ήταν ισχυρότερος από τους θεούς. Για τούτη την ανόσια στάση του, οι Θεοί τον τιμώρησαν επεκτείνοντας την κατάρα τους σ’ όλους τους απόγονούς του. Μέρος της εκπλήρωσης αυτής της κατάρας πάνω στον Οίκο του Ατρέα ήταν η δολοφονία του πατέρα τού Ορέστη, του Αγαμέμνονα, από τη μητέρα του και σύζυγο του Αγαμέμνονα Κλυταιμνήστρα...

Αυτό το έγκλημα, με τη σειρά του, μεταβίβασε την κατάρα στο κεφάλι τού Ορέστη, επειδή, σύμφωνα με τον ελληνικό κώδικα τιμής, ο γιος ήταν υποχρεωμένος πάνω απ’ όλα, να σκοτώσει τον φονιά του πατέρα του. Ωστόσο, το μεγαλύτερο αμάρτημα που μπορούσε ένας Έλληνας να διαπράξει ήταν το αμάρτημα της μητροκτονίας. Ο Ορέστης βασανίστηκε πολύ πάνω σ’ αυτό το δίλημμα. Τελικά έκανε αυτό που φαινομενικά όφειλε να κάνει και σκότωσε τη μητέρα του. Για τούτο το αμάρτημα οι Θεοί τότε τιμώρησαν τον Ορέστη, αμολώντας εναντίον του τις Ερινύες, τρεις φρικτές άρπυιες που ήταν ορατές και ακουστές μόνο από εκείνον, και που τον βασάνιζαν μέρα και νύχτα με τις φλύαρες επικρίσεις τους και την τρομακτική εμφάνισή τους.

Ο Ορέστης, κυνηγημένος από τις Ερινύες οπουδήποτε πήγαινε, περιπλανιόταν στη χώρα αναζητώντας τον τρόπο να εξιλεωθεί για το έγκλημά του. Μετά από πολλά χρόνια μοναχικού στοχασμού και αυτό – διωγμού, ο Ορέστης ζήτησε από τους θεούς να τον απαλλάξουν από την κατάρα που κρέμονταν πάνω στον Οίκο του Ατρέα και από τον κατατρεγμό του εκ μέρους των Ερινυών, τονίζοντας την πίστη του ότι είχε εξαγνιστεί για το φόνο της μητέρας του. Οι Θεοί συγκρότησαν δικαστήριο. Συνηγορώντας υπέρ του Ορέστη, ο Απόλλων δήλωσε ότι ο ίδιος είχε σχεδιάσει την όλη κατάσταση, ότι είχε βάλει τον Ορέστη σε μια τέτοια θέση που αυτός δεν είχε άλλη εκλογή παρά να σκοτώσει τη μητέρα του, και συνεπώς ο Ορέστης πραγματικά δεν μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνος.

Σ’ αυτό το σημείο ο Ορέστης πήδησε όρθιος και αντίκοψε τον ίδιο τον συνήγορό του, δηλώνοντας: «Ήμουν εγώ, όχι ο Απόλλων, που σκότωσα τη μητέρα μου». Οι Θεοί έμειναν άναυδοι. Ποτέ πριν ένα μέλος του Οίκο των Ατρειδών δεν είχε το ίδιο αναλάβει την πλήρη ευθύνη χωρίς να ψέξει τους θεούς. Τελικά οι Θεοί αποφάνθηκαν υπέρ του Ορέστη και όχι μόνο τον απάλλαξαν από την κατάρα που βάραινε πάνω στον Οίκο του Ατρέα αλλά μεταμόρφωσαν τις Ερινύες σε Ευμενίδες, φιλικά πνεύματα που με τις σοφές συμβουλές τους βοήθησαν τον Ορέστη να αποκτήσει διαρκή ευδαιμονία.

Το νόημα αυτού του μύθου δεν είναι σκοτεινό. Οι Ευμενίδες, οι «καλοπροαίρετες» θεές αναφέρονται επίσης ως «χαριτοδότιδες». Οι παραισθητικές Ερινύες που μόνο ο Ορέστης μπορεί να τις αντιληφθεί, αντιπροσωπεύουν τα συμπτώματά του, την προσωπική κόλαση της ψυχικής ασθένειας. Η μεταμόρφωση των Ερινυών σε Ευμενίδες είναι η μεταμόρφωση της ψυχικής ασθένειας σε ευδαιμονία. Αυτή η μεταμόρφωση έγινε επειδή ο Ορέστης δέχτηκε την ευθύνη για την ψυχική του ασθένεια. Μολονότι τελικά ζήτησε να απαλλαγεί από τις Ερινύες, δεν τις είδε σαν μια άδικη τιμωρία, ούτε θεώρησε τον εαυτό του θύμα της κοινωνίας ή κάποιου άλλου.

Και καθώς οι Ερινύες, αναπόφευκτο αποτέλεσμα της αρχικής κατάρας που πλάκωνε τον Οίκο του Ατρέα, συμβολίζουν συνάμα το γεγονός ότι η ψυχική ασθένεια είναι συνάμα μια οικογενειακή υπόθεση που δημιουργήθηκε σε κάποιον από τους γονείς του και τους παππούδες του, όπως οι «αμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα». Όμως ο Ορέστης δεν κατηγόρησε την οικογένειά του – τους γονείς του ή τον παππού του – όπως θα μπορούσε να το είχε κάνει. Ούτε έριξε το φταίξιμο στους Θεούς ή στη «μοίρα». Αντίθετα, δέχτηκε την κατάστασή του σαν κάτι που ο ίδιος είχε δημιουργήσει, και ανέλαβε την προσπάθεια να την θεραπεύσει. Η διαδικασία ήταν μακρόχρονη, όπως άλλωστε οι περισσότερες θεραπείες τείνουν να είναι μακρόχρονες. Αλλά τελικά θεραπεύτηκε, και χάρη σ’ αυτή τη θεραπευτική διεργασία της δικής του προσπάθειας, τα ίδια πράγματα που κάποτε του είχαν προκαλέσει αγωνία έγιναν τα πράγματα που του χάρισαν τη σοφία.

Όλοι οι έμπειροι ψυχοθεραπευτές έχουν δει αυτό το μύθο να παίζεται ως το τέλος στις δικές τους πρακτικές, και έχουν πραγματικά σταθεί μάρτυρες της μεταμόρφωσης των Ερινυών σε Ευμενίδες μέσα στα μυαλά και στη ζωή των πιο επιτυχημένων ασθενών τους. Δεν πρόκειται για εύκολη μεταμόρφωση. Οι περισσότεροι ασθενείς, μόλις αντιληφθούν ότι τελικά θα χρειαστεί από τη διαδικασία της ψυχοθεραπείας να αναλάβουν την πλήρη ευθύνη για την κατάστασή τους και τη θεραπεία της, παρ’ όλη τη δίψα που φαίνονταν να είχαν στην αρχή για θεραπεία, τελικά θα την εγκαταλείψουν. Προτιμούν να είναι άρρωστοι και να μέμφονται τους θεούς, παρά να είναι καλά και να μην κατηγορούν πια κανένα. Για τους λίγους που συνεχίζουν τη θεραπεία, στους περισσότερους θα χρειαστεί ακόμα να διδαχτεί να αναλάβουν πλήρη ευθύνη για τον εαυτό τους, ως μέρος της θεραπείας τους.

Αυτή η διδαχή – «εκπαίδευση» ίσως είναι η πιο σωστή λέξη – είναι μια επίμοχθη δουλειά, καθώς ο θεραπευτής φέρνει μεθοδικά τους ασθενείς αντιμέτωπους με την αποφυγή ευθύνη τους ξανά και ξανά, συνάντηση ύστερα από συνάντηση, μήνα με το μήνα, και συχνά χρόνο με τον χρόνο. Πολλές φορές, σαν πεισματάρικα παιδιά, κλοτσάνε και στριγγλίζουν σ’ όλη τη διαδρομή που τους οδηγεί στην αντίληψη της πλήρους ευθύνης για τον εαυτό τους. Τελικά, ωστόσο, φτάνουν. Αλλά είναι σπάνιος ο ασθενής που θα αρχίσει τη θεραπεία με τη θέληση να αναλάβει εξαρχής την πλήρη ευθύνη του. Η θεραπεία σε τέτοιες περιπτώσεις, αν και χρειάζεται πάλι ένα ή και δυο χρόνια, είναι σχετικά σύντομη, σχετικά ήρεμη και συχνά μια πολύ ευχάριστη διαδικασία και για τους δυο, ασθενή και θεραπευτή. Πάντως είτε είναι σχετικά εύκολη είτε δύσκολη και παρατεταμένη η μεταμόρφωση των Ερινυών σε Ευμενίδες, οπωσδήποτε θα γίνει.

Αυτοί που έχουν αντιμετωπίσει θαρραλέα την ψυχασθένειά τους, που έχουν διδαχτεί όλη την ευθύνη γι’ αυτή, και που έχουν κάνει μέσα τους τις αναγκαίες αλλαγές για να την υπερνικήσουν, βρίσκουν τον εαυτό τους όχι μόνο θεραπευμένο και λυτρωμένο από τις κατάρες που βάραιναν την παιδική ηλικία τους και τους προγόνους τους, αλλά και ζουν πια σε ένα νέο διαφορετικό κόσμο. Όσα κάποτε έβλεπαν σαν προβλήματα, τα βλέπουν τώρα σαν ευκαιρίες. Όσα ήταν κάποτε μισητά φράγματα, είναι τώρα ευπρόσδεκτες προκλήσεις, σκέψεις που ήταν πριν ανεπιθύμητες γίνονται χρήσιμες σωστές κρίσεις· παλιότερα απωθημένα συναισθήματα, γίνονται πηγές ενέργειας και καθοδήγησης. Συμβάντα που κάποτε φαίνονταν οδυνηρά, τώρα φαίνονται σαν δώρα, μαζί και τα ίδια τα συμπτώματα από τα οποία έχουν αποθεραπευτεί. «Η κατάθλιψη και οι κρίσεις άγχους που είχα ήταν ό,τι καλύτερο μου είχε ποτέ συμβεί», θα λένε πάντοτε, στο τέλος μιας επιτυχημένης θεραπείας. Ακόμα κι αν βγουν από τη θεραπεία χωρίς πίστη στον Θεό, οι τέτοιοι αποθεραπευμένοι ασθενείς, γενικά, θα την έχουν ωστόσο αυτή την πίστη, με μια πολύ ουσιαστική έννοια, καθότι τους έχει αγγίξει η χάρη.      

    

Το παρόν άρθρο είναι από το βιβλίο του Μ. Σκοτ Πεκ «Ο Δρόμος ο λιγότερο ταξιδεμένος», Εκδόσεις Κέδρος.

 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.