Το κεφάλαιο Σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας παραμένει ανοικτό από την εποχή των κατακομβών, παρότι έπρεπε να είχε παραμείνει τετελεσμένα κλειστό από καταβολής της Εκκλησίας, βάσει, βέβαια, της σαφούς και απερίφραστης δήλωσης του Θεανθρώπου ιδρυτή της (Ματθ. 22,21· Μάρκ. 12,17 και Λουκ. 20,25)*. Στο πνεύμα της δήλωσης αυτής ενυπάρχει η απαίτηση της ολοκληρωτικής ρήξης ανάμεσα στην πολιτειακή εξουσία και όσα αυτή εκπροσωπεί, και στην Εκκλησία που αλλού στοχεύει και ολότελα αλλιώς μεθοδεύει την πραγματοποίηση του έργου της για άπλωμα τής αμπέλου του χαρμόσυνου μηνύματος της καταλλαγής και της σωτηρίας έως εσχάτου της γης.
Φαίνεται, όμως, πως κάποια περίεργη διαπλοκή συμφερόντων πολιτειακής εξουσίας και εκκλησιαστικής ηγεσίας οδήγησε τα πράγματα σε μια κατάσταση που βρίσκεται σε μη δυνάμενη να αποκρυβεί διάσταση ανάμεσα στην εντολή του Κυρίου Ιησού Χριστού και την ιστορική πράξη. Οι ηγέτες της Εκκλησίας συχνότατα σαγηνεύτηκαν από την αίγλη και τις δυνατότητες της κοσμικής εξουσίας και απέβλεψαν στη συμμετοχή τους σ’ αυτή την κραιπάλη, πάντα με το προφασιστικό κίνητρο της εξυπηρέτησης, δήθεν, του οράματος της Εκκλησίας.
Από την άλλη, για αιώνες η Πολιτεία είχε ανάγκη την οργανωμένη Εκκλησία, για διαφορετικούς εκάστοτε λόγους, πάντοτε όμως εξυπηρετικούς των κοσμικών ενδιαφερόντων της.
Στην πιο έκδηλη περίπτωση, στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, από τον Μέγα Κωνσταντίνο και για χίλια εκατό χρόνια, επειδή το χριστιανικό Ευαγγέλιο αποτελούσε το κύριο, ενίοτε το μοναδικό, ιδεολογικό έρεισμα της κρατικής εξουσίας και υπόβαθρο της κοινωνικής συνοχής, οι επίσημοι εκφραστές του έπρεπε να ξεχωρίζουν και να περιβάλλονται με την απαραίτητη ατμόσφαιρα εξουσίας.
Αλλά και η Οθωμανική Αυτοκρατορία, για να περιοριστούμε στην καθ’ ημάς Ανατολή και να αφήσουμε έξω την ξέφρενη πορεία του παπισμού, είχε ανάγκη την οργανωμένη Εκκλησία (οι αποκεφαλισθέντες πατριάρχες έπαθαν ό,τι κάθε αξιωματούχος του Οθωμανικού κράτους που δεν έκανε καλά τη δουλειά του), μια και η πρωτόγονα «ομοσπονδιακή» δομή του κράτους στηριζόταν στα μιλιέτ, δηλαδή τις θρησκευτικές κοινότητες, πρωτευόντως μουσουλμάνων και ορθοδόξων.
Όταν, πάλι, οι προστάτιδες δυνάμεις έστηναν το ελλαδικό βασίλειο πάνω στα αποκαΐδια του ιερού αγώνα για την ανάσταση της Ρωμηοσύνης, αντιλαμβάνονταν ότι η δημιουργία κρατικής – εθνικής συνείδησης των υπηκόων του περνούσε από την παροχή μιας έκδηλης χριστιανικής χροιάς, και μάλιστα διακεκριμένης και αποκομμένης από τη φυσική μήτρα, το Οικουμενικό Πατριαρχείο, που συνέχιζε να αποτελεί θεσμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απέναντι της οποίας ήταν ανάγκη να σταθεί το κράτος των Ελλήνων για να εξυπηρετήσει τα παγκόσμια συμφέροντά τους.
Το σημερινό ελληνικό κράτος απέκτησε μεν τον αέρα της ανεξαρτησίας και της γενικής ανάπτυξης, αλλά δεν τολμά ακόμα να αντιμετωπίσει σθεναρά την πραγματικότητα που κληρονόμησε από τα χρόνια της ξενοκρατίας αναφορικά με τη σχέση του με την Εκκλησία. Κι αυτό γιατί συμβαίνει το εξόφθαλμα παράλογο. Η Εκκλησία σήμερα, αντί να αγωνίζεται να απολακτίσει τον εναγκαλισμό της Πολιτείας και να παύσει να λειτουργεί ως υπηρέτης και νεροκουβαλητής του κράτους και παροχέας (ανύπαρκτης γι’ αυτήν) ιδεολογίας, καταδαπανάται να διατηρήσει τα κεκτημένα (!) και τα … δικαιώματα τα οποία, όμως, το μόνο που «εξασφαλίζουν» στην Εκκλησία είναι κοσμική εξουσία και αχρείαστη προβολή για την ηγεσία της. Αυτό που τρέμουν οι πλείστοι σημερινοί επίσκοποι είναι η απώλεια της σφραγίδας (της κρατικής, φευ) απώλεια που δικαίως θεωρούν ότι θα τους στερήσει κοινωνικά προνόμια, διευκολύνσεις κ.τ.ό., συνελόντ’ ειπείν δύναμη επιβολής, οι εκπρόσωποι του εν φάτνη αλόγων ανακλιθέντος και επί (κρατικού) σταυρού εκταθέντος!
Έτσι κινδυνεύει να απολεσθεί μια μοναδική ευκαιρία για την Εκκλησία της Ελλάδας. Έχει σήμερα την δυνατότητα να απαλλαγεί από την αποπνικτική για το ήθος της και το πνεύμα της συστέγαση με την Πολιτεία, αφού αυτή η δεύτερη προθυμείται προς τούτο, και αντί να την εκμεταλλευθεί και να σπεύσει, παθιάζεται να διατηρήσει τα δεκανίκια του κράτους, ως εάν τα χρειάζεται.
Στις περισσότερες εθνικές Εκκλησίες της σλαυϊκής Ευρώπης τα πράγματα εξελίσσονται ακόμη χειρότερα. Εκεί προσπαθούν να ξαναγίνουν κρατικοί υπάλληλοι οι επίσκοποι ονειρευόμενοι τα μεγαλεία του παρελθόντος.
Στην Εκκλησία της Κύπρου η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική, χωρίς, δυστυχώς, να κείται εγγύτερα προς την ιδανική. Η Εκκλησία είναι και εδώ κρατικός θεσμός, αλλά εξ ημισείας με το Ισλάμ. Η ιδιαιτερότητα του δικοινοτικού κράτους επέβαλε κάποια συγκράτηση στη χρήση της Εκκλησίας από την Πολιτεία. Ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ομνύει ενώπιον επισκόπων ή μουλλάδων και στα δικαστήρια ελλείπει η γνωστή θλιβερή κορνίζα υπέρ την κεφαλή του δικαστή· εδώ η δικαιοσύνη απονέμεται από ανθρώπους, ο Θεός ποσώς ανακατεύεται. Στη Βουλή δεν γίνεται αγιασμός για να ξεχωρίζουν οι … άθεοι και το «Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου» δεν έχει εσωτερική και εξωτερική παραλλαγή!!!
Η εξουσία που μετέρχονται οι επίσκοποι στην Κύπρο προέρχεται κυρίως από την ανεξέλεγκτη διαχείριση της τεράστιας ιδιοκτησίας των Μητροπόλεων και των Μονών, που τη νομή της κατοχυρώνει το Σύνταγμα του κράτους. Μάλιστα αξίζει να αναφερθεί ότι τα εδάφια του Συντάγματος που αναφέρονται στο θέμα, είναι, στο ιστορικό πρωτότυπο, ιδιόγραφα του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, πρώτου προέδρου της Κύπρου. Φυσικά, η κατοχύρωση αναφέρεται και στο Ισλάμ, με τη διαφορά ότι τα μουσουλμανικά θρησκευτικά ιδρύματα έχουν καταθέσει τη σχετικά μικρή, άλλωστε, περιουσία τους σε ένα ενιαίο διαχειριστικό σώμα, ίσως επειδή, αντίθετα προς τους δικούς μας, δε διακρίνονταν για τις εμποριολογικές και οικονομολογικές τους δεξιότητες οι ιμάμηδες.
Έτσι, στην Κύπρο η Πολιτεία, αν και δεν «παρεμβαίνει» με οποιοδήποτε τρόπο στα της Εκκλησίας, εντούτοις της εξασφαλίζει το έδαφος εφ’ ού βαίνουσα ασκεί κοσμική εξουσία καραμπινάτη. (Αλήθεια, γιατί κάθε ελλαδικός υπουργός που επισκέπτεται την Κύπρο πραγματοποιεί και επίσημη βίζιτα στον Αρχιεπίσκοπο;). Και η εξουσία αυτή δεν περιορίζεται στις διάφορες μορφές απαγορευμένης από τους Κανόνες, αλλά ποιος νοιάζεται, αναπαραγωγής του πλούτου και παροχής ευκαιριών σε αετονύχηδες διαφόρων επιπέδων οικειότητας (ο νεποτισμός είναι προσφιλές σπόρ ενίων κυπρίων επισκόπων), αλλά αποκτά και καθαρά πολιτικές προεκτάσεις, μια και ακόμα και οι αριστεροί πολιτικοί επιθυμούν καλού κακού να τα έχουν καλά με την ηγεσία της Εκκλησίας. Σε πρόσφατη ψήφιση λεκτικών τροποποιήσεων του ποινικού κώδικα για να συνάδει με το ευρωπαϊκό ενωσιακό κεκτημένο, με την οποία ήταν γνωστή η διαφωνία του Αρχιεπίσκοπου, τα έδρανα άδειασαν προς το κυλικείο χωρίς ουσιώδεις κομματικές διαφοροποιήσεις.
Λύση υπάρχει; Φυσικά, και έχει επανειλημμένα προταθεί. Απελευθέρωση της Εκκλησίας από οποιαδήποτε σχέση με το κράτος. Το χρωστά στην αποστολή της, έστω και μετά από δυο χιλιάδες χρόνια. Μα χρειάζονται άγιοι Επίσκοποι για να προχωρήσουν σε τέτοιες ενέργειες. Αυτό δεν είναι μόνιμη αναγκαιότητα;
* Ματθ. 22,21: «Τότε τους λέγει “Δώστε λοιπόν εις τον Καίσαρα όσα οφείλονται εις τον Καίσαρα και εις τον Θεόν όσα οφείλονται εις τον Θεόν ”»
Μάρκ. 12,17: «Και ο Ιησούς τους λέγει “Δώστε εις τον Καίσαρα όσα οφείλονται εις τον Καίσαρα και εις τον Θεόν όσα οφείλονται εις τον Θεόν ”. Και αυτοί εθαύμασαν»
Λουκ. 20,25: «Τότε αυτός τους είπε “Δώστε λοιπόν εις τον Καίσαρα όσα οφείλονται εις τον Καίσαρα και εις τον Θεόν όσα οφείλονται εις τον Θεόν ”» (η παράθεση των ευαγγελικών χωρίων οφείλονται στον επιμελητή του κειμένου και όχι στον αρθρογράφο)
Το παρόν άρθρο του Κωστή Κυριακίδη, καθηγητή Ελληνικών στο Γυμνάσιο Πεδουλά Κύπρου, είναι από το περιοδικό «Σύναξη», τεύχος 75, του 2000. Δημοσιεύτηκε με τίτλο «Ίλεως γενού Κύριε»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.