Το άγαλμα της θεάς Ρώμης,
στο οποίο αρνήθηκαν να προσφέρουν θυσία οι Χριστιανοί
Αντίθετα με τον
Αντίοχο Δ΄τον Επιφανή, ο οποίος με την βοήθεια των Ιουδαίων αποστατών
προσπάθησε το 167 π.Χ. να εισαγάγει την ελληνική ειδωλολατρική θρησκεία,
τοποθετώντας το άγαλμα του Δία στο ναό των Ιεροσολύμων και να εξαναγκάσει τους
Ιουδαίους στην τήρηση των Ελληνικών εθίμων, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει η
Μακαβαϊκή επανάσταση, οι Ρωμαίοι όταν κατέλαβαν την Ιουδαία όχι μόνο σεβάστηκαν
την μοναδική μονοθεϊστική θρησκεία του αρχαίου κόσμου αλλά και τους κανόνες της
καθημερινής ζωής των Ιουδαίων που απέρρεαν από αυτή...
Και αυτή η
συμπεριφορά τους δεν απετέλεσε εξαίρεση, αλλά ήταν πάγια τακτική τους να
σέβονται κάθε λαό της αυτοκρατορίας που είχε το δικαίωμα να λατρεύει τον
«εθνικό» του θεό, σύμφωνα με τα έθιμά του. Αφού λοιπόν η ιουδαϊκή θρησκεία ήταν
η αρχαία και πατρογονική θρησκεία, άμεσα κατοχυρωνόταν και νομιμοποιούνταν,
κερδίζοντας το δικαίωμα της religio licita, της επιτρεπόμενης δηλαδή από το κράτος θρησκείας.
Το μόνο που έπρεπε να κάνουν οι Ιουδαίοι ήταν να προσφέρουν θυσίες προς τιμή
του αυτοκράτορα και της Ρώμης. Και πράγματι οι Ιουδαίοι τελούσαν σε καθημερινή
βάση θυσία στο ναό των Ιεροσολύμων και έκαναν τις σχετικές προσευχές στις
διασκορπισμένες ανά την Ρωμαϊκή επικράτεια συναγωγές.
Έχοντας λοιπόν
υπόψη την συμπεριφορά της Ρωμαϊκής ανεκτικότητας, με νόμο μάλιστα, έναντι όλων
των αρχαίων θρησκειών, γεννιέται το ερώτημα, γιατί δεν επιδείχτηκε αυτή η
ανεκτικότητα και στην περίπτωση του Χριστιανισμού και δεν συμπεριλήφθηκε ο Θεός
των Χριστιανών στο ρωμαϊκό πάνθεο, με αποτέλεσμα το ίδιο το κράτος να
καταδιώξει σφοδρά πολλές φορές τους ίδιους τους υπηκόους του, που είχαν
ασπαστεί την Χριστιανική πίστη;
Το επιχείρημα το
οποίο προβάλουν κάποιοι, πως ο Χριστιανισμός ήταν μονοθεϊστική θρησκεία και γι’
αυτό δεν έγινε αποδεκτός, δεν μπορεί να σταθεί με τίποτα, γιατί τότε, ούτε η
ιουδαϊκή θρησκεία θα ήταν νόμιμη. Εξαιτίας άλλωστε αυτού του γεγονότος, πιθανόν
και οι ίδιοι οι Χριστιανοί να προσέβλεπαν σε κάτι ανάλογο που τελικά όμως δεν
συνέβη στην περίπτωσή τους.
Ο πιο βασικός
λόγος στάθηκε το γεγονός, πως για την Ρωμαϊκή αντίληψη των θρησκευτικών
πραγμάτων, ο Χριστιανισμός δεν τηρούσε εκείνες τις προϋποθέσεις που διέκριναν
τις άλλες θρησκείας της αυτοκρατορίας. Δεν ήταν δηλαδή η πατροπαράδοτη θρησκεία
μιας πόλης ή ενός λαού. Γιατί όπως γνωρίζουμε, από τα Ιερά κείμενά του και την
Παράδοσή του πρέσβευε την οικουμενικότητα, πάνω και πέρα από κάθε φυλή, έθνος ή
πόλη με αποτέλεσμα όσοι προσέρχονταν σ’ αυτόν και γίνονταν μέλη του να είναι
από κάθε εθνότητα και θρησκεία. Αυτό είχε ως συνέπεια, να μην τηρεί την γενική
αρχή της αυτοκρατορίας, του σεβασμού της θρησκείας ενός λαού ή μιας πόλης και
έτσι να γίνει religio licita,
επιτρεπόμενη δηλαδή θρησκεία. Και όχι μόνο αυτό, αλλά η εγκατάλειψη της
προσήλωσης στη θρησκεία της γενέθλιας πόλης ή του λαού καταγωγής θα μπορούσε να
θεωρηθεί – όπως πράγματι θεωρήθηκε κάποιες φορές – ως μια πράξη ασέβειας, που
επιδέχονταν διάφορες νόμιμες κυρώσεις.
Ένας εξίσου
βασικός λόγος ήταν η στενή σύνδεση πολιτικής και θρησκείας λόγω της σύστασης
του ρωμαϊκού κράτους που ήταν αυτοκρατορία. Ως γνωστόν κάθε αυτοκρατορία
αποτελείται από φυλές και έθνη που πολλά από αυτά είναι εχθρά μεταξύ τους με
αποτέλεσμα να αναπτύσσονται φυγόκεντρες δυνάμεις διάσπασης και διάλυσης αυτής.
Μέλημα λοιπόν κάθε αυτοκρατορικής εξουσίας είναι, να βρει, εκείνα τα ενοποιά
στοιχεία που θα αποτρέψουν το κίνδυνο αυτό. Έτσι η ρωμαϊκή εξουσία θεοποίησε
τον εκάστοτε αυτοκράτορα και την πόλη της Ρώμης, στα οποία έπρεπε να αποδίδουν
θρησκευτική τιμή και ευλάβεια όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας, συμμετέχοντες
στις διάφορες θρησκευτικές τελετές που γίνονταν για τον λόγο αυτό, προσφέροντας
θυσίες στα αγάλματα του αυτοκράτορα και της Ρώμης. Στις τελετές αυτές λόγω της
διδασκαλίας του Ευαγγελίου, αρνούνταν να συμμετέχουν οι Χριστιανοί, αφού δεν
μπορούσαν να δεχθούν ούτε τον αυτοκράτορα ούτε την Ρώμη ως θεό, με αποτέλεσμα
να καθίστανται αυτόματα υπόλογοι για ασέβεια και ύποπτοι για έγκλημα
καθοσιώσεως που επέσυρε την δίωξή τους. Δηλαδή το έγκλημά τους εκτός από
θρησκευτικό ήταν και πολιτικό. Μαρτυρία περί αυτού έχουμε στην επιστολή που
έστειλε ο έπαρχος της Βιθυνίας Πλίνιος ο νεότερος στον αυτοκράτορα Τραϊνό και
αφορά την διαδικασία δίωξης των Χριστιανών. Μεταξύ άλλων του γράφει, πως ζητά
από αυτούς να «προσκυνήσουν το άγαλμά του
και τις εικόνες των θεών (ενν. της Ρώμης)» και να προσφέρουν θυμίαμα «στο άγαλμά του και στα αγάλματα των θεών».
Το προβάδισμα που δίνει στο άγαλμα του αυτοκράτορα δείχνει και την πολιτική
διάσταση του θέματος. Συνεπώς η άρνηση των Χριστιανών ήταν μια επαναστατική
πράξη ενάντια στον αυτοκράτορα, η οποία αν γινόταν πιθανόν δεκτή, ίσως να
δημιουργούσε προβλήματα, αφού αν έβρισκε και άλλους μιμητές (εκτός του
Χριστιανισμού), θα κινδύνευε η συνοχή της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Ένας επιπλέον
επιβαρυντικός λόγος για την νομιμοποίηση του Χριστιανισμού ήταν και ο τρόπος
ζωής των Χριστιανών που ήταν απόρροια της πίστης τους. Αυτός λοιπόν ο τρόπος
ζωής διέφερε από των υπολοίπων κατοίκων της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με
αποτέλεσμα να μην συναναστρέφονται μη Χριστιανούς. Αυτό είχε ως συνέπεια λόγω
έλλειψης ακριβούς πληροφόρησης να σχηματιστεί ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από οτιδήποτε
Χριστιανικό, το οποίο αρχικά μετασχηματίστηκε σε προκατάληψη και αργότερα σε
μίσος του λαού εναντίον των Χριστιανών.
Έτσι ξεκίνησε μια
διαστρέβλωση φημών και μια παραπληροφόρηση που μετασχηματίστηκαν σε κατηγορίες,
όπως το ότι οι Χριστιανοί συμμετείχαν σε ανθρωποφαγικά γεύματα (θυέστια
δείπνα), αιμομικτικά όργια και τελετές μαγείας και συνεπώς οι Χριστιανοί
θεωρήθηκαν ως εχθροί του ανθρώπινου γένους. Η εχθρότητα αυτή εναντίον των
Χριστιανών επιτείνονταν, γιατί οι Χριστιανικές τελετές δεν ήταν δημόσιες αλλά
ιδιωτικές. Έτσι όταν οι μη Χριστιανοί άκουγαν τους Χριστιανούς να χρησιμοποιούν
την ορολογία της τέλεσης της Θείας Ευχαριστίας (Λάβετε, φάγετε, τούτο εστίν το σώμα μου, πίετε … τούτο εστίν το αίμα
μου) πίστευαν πως μαζεύονταν για ανθρωποφαγία. Ή όταν τους άκουγαν να
αποκαλούν ο ένας τον άλλο «αδελφό» και μετά συγκεντρώνονταν σε ιδιωτικούς
οίκους πίστευαν πως επιδίδονταν σε αιμομικτικά όργια. Αλλά και η μη συμμετοχή
των Χριστιανών στα δημόσια θεάματα, σε μια εποχή που βασίλευε και είχε γίνει
τρόπος ζωής το «άρτος και θεάματα» τους καθιστούσε ύποπτους.
Έχοντας λοιπόν
αυτά υπόψη οι Ρωμαϊκές αρχές δεν ήταν δυνατόν να επιτρέψουν στους Χριστιανούς
την ελεύθερη λατρεία, ούτε βέβαια πολύ περισσότερο να αναγορεύσουν τον
Χριστιανισμό ως επιτρεπόμενη θρησκεία (religio
licita). Αλλά και αν υποτεθεί πως ο Χριστιανισμός
αναγνωρίζονταν ως επιτρεπόμενη θρησκεία, δεν είναι καθόλου σίγουρο, πως οι
Χριστιανοί θα απαλλάσσονταν από την αυτονόητη υποχρέωση όλων των υπηκόων της
αυτοκρατορίας να αναγνωρίζουν και να συμμετέχουν, τουλάχιστον στη λατρεία του
αυτοκράτορα και της Ρώμης. Κάτι τέτοιο για τις Ρωμαϊκές αρχές ήταν αδιανόητο
και παράνομο, υπήρχαν άλλωστε και νόμοι που σχετίζονταν με τις κατηγορίες των
παραβάσεων αυτών. Αντίθετα για τους Χριστιανούς, συμμετοχή στις τελετές αυτές
σήμαινε άρνηση της πίστης στον Ένα και μοναδικό Θεό, γεγονός που θεωρούνταν
βαρύτατο αμάρτημα.
Και έτσι ξεκίνησαν
οι διωγμοί των Χριστιανών …
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ευαγγελία
Ν. Αμοιρίδου: Οι διωγμοί. Συλλογικός Τόμος «Ιστορία της Ορθοδοξίας, οι απαρχές του
Χριστιανισμού.»
Π.Ν.
Τρεμπέλας: Εγκυκλοπαίδεια της ΘεολογίαςΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Ωραίο κείμενο. Ο χριστιανός απολογητής Αθηναγόρας ο Αθηναίος λέει χαρακτηριστικά στο έργο του Πρεσβεία περί των χριστιανών, προς τους Αυτοκράτορες Μάρκο Αυρήλιο και Κόμμοδο: «Τρία ἐπιφημίζουσιν ἡμῖν ἐγκλήματα, ἀθεότητα, Θυέστεια δεῖπνα, Οἰδιποδείους μίξεις».
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι στη συνέχεια εξηγεί γιατί αυτά δεν μπορεί να συμβαίνουν με τους χριστιανούς και αποτελούν συκοφαντίες των ειδωλολατρών.
Και είναι άλλωστε γνωστό ότι η πρώτη απολογητική τάση των χριστιανών ξεκίνησε από Αθηναίους όπως ο Αθηναγόρας, ο Κοδράτος ο Αριστείδης και ο Κλήμης Αλεξανδρεύς λίγο αργότερα κατά τα τέλη του 2ου αιώνα. Αυτά για όσους νομίζουν ή θεωρούν ότι δεν είχαν καμία σχέση οι Έλληνες με το Χριστιανισμό παρά μόνο μετά τον 4ο αιώνα μ.Χ. ή και αργότερα. Σκεφτείτε λοιπόν έναν άγνωστο Αθηναίο φιλόσοφο στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ. να στέλνει εξηγητικά έργα προς τους Ρωμαίους αυτοκράτορες του κόσμου και να υπερασπίζεται τους χριστιανούς και το Χριστιανισμό, με φιλοσοφική και θεολογική επιχειρηματολογία. Χριστιανοί ρε όχι αστεία.