Του Άρη Μαζαράκη
Τον είδα
αναμαλλιάρη και φουριόζο να τρέχει εκεί στη Σταδίου. Κρατούσε διπλωμένη μια
εφημερίδα και ήταν καταφανώς στεναχωρημένος.
- Το
πουλάω, μου λέει πριν προλάβω να του μιλήσω. Βάλανε και την αγγελία σήμερα.
- Δεν θα
σ’ αφήσω να το κάνεις Γεράσιμε, του απαντάω. Όλοι μας ξέρουμε ότι είναι
ολόκληρη η ζωή σου.
- Δεν
βαριέσαι, το ’κανα κιόλας, μου γυρίζει. Κι αν θες να ξέρεις καρφάκι δεν μου
καίγεται. Δεν πάει στον αγύριστο, εμείς να ’μαστε καλά. Και ξέσπασε σε λυγμούς...
Οι άνθρωποι έχουν άγχη. Έχουν όμως και κρυφούς πόθους και
επιθυμίες που τους κρατάνε στη ζωή. Οι μύχιες επιθυμίες μας, τα όνειρα που
βλέπουμε στον ύπνο ή ζούμε στο ξύπνιο μας είναι μια δεύτερη ζωή, μια ζωή που
επιλέγουμε οι ίδιοι και όχι η άλλη που μας επιβάλουν οι συνθήκες. Οι ψυχολόγοι,
που μελετούν την ανθρώπινη ψυχή και το μυαλό των άλλων, λένε ότι στο ξύπνιο μας
καταπιεζόμαστε και έτσι το ρίχνουμε στα όνειρα για να βρούμε διέξοδο απ’ το
απάνθρωπο σύστημα. Για παράδειγμα, περιμένεις δέκα λεπτά να παρκάρεις σε μια
θέση και ... τσουπ, σου ξεπετάγεται ο έξυπνος ο Μπεμβεδάκιας.
- Που πάτε
κύριε; Έχω προτεραιότητα, του λες δειλά-δειλά ενώ εκείνος ήδη απομακρύνεται
φωνάζοντας αλαζονικά πάνω απ’ τον ώμο του:
- Ας
πρόσεχες, ρε τρίχα.
Εσωτερικώς βράζεις αλλά ο άλλος είναι θρασύς και εσύ δεν
έχεις το κουράγιο. Τότε τ’ αντισώματα του μυαλού σε μεταμορφώνουν σε
Σβατζενέγκερ. Τον βουτάς από το σβέρκο, του λες ότι χειρότερο περνάει απ’ το
μυαλό σου κι αν σου αντιμιλήσει τον κάνεις κ’ ίσαμε ένα βόδι.
Τα όνειρα του Γεράσιμου ήταν πάντα ρεαλιστικά.
- Εμένα,
δεν με νοιάζει ο πλούτος. Εγώ να ταξιδέψω θέλω, να γνωρίσω τον κόσμο.
Μπραζίλια, Κίνα, Αουστράλια, Αμέρικα. Να μπω σ’ ένα γκαζάδικο και να ξαναβγώ
στα βαθιά μου γεράματα.
Ο Γεράσιμος δεν μπαρκάρισε ποτέ γιατί τον έπιανε η
θάλασσα. Στα εικοσιένα του βολεύτηκε στον ΟΛΠ, για να βγάζει το καρβέλι και να
του φεύγει ο καημός αγναντεύοντας τη θάλασσα. Το σταθερό ωράριο και ο πενιχρός
μισθός ουδόλως του θόλωσαν το όραμα και με τα πρώτα λεφτουδάκια του αγόρασε ένα
αυτοκινητάκι.
- Τι κι αν
με πιάνει η θάλασσα. Το ένα τρίτο της γης είναι στεριά είπε, κι άρχισε να εξερευνεί τη στέρεα Ελλάδα.
Όταν ξεθάρρεψε συχνοδιάβαινε τα σύνορα για να
γνωρίσει ξένους τόπους και ανθρώπους. Το χειμώνα ο Γεράσιμος έκανε όνειρα και
σχέδια επί χάρτου και το καλοκαίρι με την άδεια έμπαινε στο αμαξάκι του και μην
τον είδατε μην τον απαντήσατε για δεκαπέντε μέρες. Με τα μπαγκάζια ν’ ανεμίζουν
και τη Μαρικάρα να κρατάει ανάποδα το χάρτη ο Γεράσιμος, ως άλλος
κονκισταδόρος, εξερεύνησε Ρώμη, Παρίσι, Βιέννα, Μαδρίτη, Λόντρες και βάλε.
Μέχρι στην Ανδόρα, εκεί πάνω στα Πυρηναία είχε φτάσει η χάρη του. Το αμάξι του
είχε ψυχή και χίλια πρόσωπα: ήταν
η κιβωτός του στους χείμαρρους της Αθήνας, η λιτοδίαιτη καμήλα του όταν
στέρευαν τα βενζινάδικα, το ξενοδοχείο του όταν τον κλείδωνε απέξω η Μαρικάρα,
η φωλιά των απαγορευμένων ονείρων του, αυτών που συνοδεύονται από σαξόφωνο και
χαμηλό φωτισμό.
Η πρώτη στεναχώρια του ήλθε όταν το βρήκε άγρια
γρατσουνισμένο απ’ τη πρύμνη ως τη πλώρη από το σουγιά κάποιου «τσόγλανου» της
γειτονιάς. Τον έπιασε απελπισία.
- Μην
κάνεις έτσι μωρέ Γεράσιμε,
του είπαν οι φίλοι που έσπευσαν με αλοιφές και μπαμπάκια να του συμπαρασταθούν
στη δύσκολη ώρα.
- Μα τι
τους έφταιξε τους βάνδαλους και το κατάντησαν έτσι; Να το ’καναν στη Μαρίκα το
καταλαβαίνω, αλλά αυτό ούτε μιλάει ούτε λαλάει.
Το πρόβλημα ξεπεράστηκε γρήγορα αλλά φαίνεται ότι κάτι
είχε αλλάξει οριστικά στον παράδεισο του
αυτοκινήτου. Μια αποφράδα ημέρα ο Γεράσιμος έντρομος πληροφορήθηκε ότι εφεξής,
λόγω της μόλυνσης, τ’ αυτοκίνητα θα κυκλοφορούσαν εναλλάξ εντός του
λεκανοπεδίου. Το πλήγμα ήταν σοβαρό και ο φίλος μου δεν μπορούσε να εξηγήσει
γιατί θα έπρεπε να πληρώνει ετήσια τέλη κυκλοφορίας αλλά να κυκλοφορεί μόνο ένα
εξάμηνο. Σιγά-σιγά όμως συνήθισε τη νέα κατάσταση και όπως όλος ο κόσμος
αρκέστηκε στις εξόδους του Σαββατοκύριακου, ελπίζοντας ότι κάποτε θα έστρωναν
τα πράγματα και το αυτοκινητάκι του δεν θα ήταν όμηρος κάποιου ανεγκέφαλου
γραφειοκράτη.
Η κατάσταση όμως δεν έλεγε ν’ αλλάξει και στα επόμενα
χρόνια οι Γεράσιμοι αυτού του τόπου αντελήφθησαν ότι η ευχαρίστηση της
αυτοκίνησης ήταν μεγαλύτερη για τους εκάστοτε υπουργούς Οικονομικών που όλοι
ανεξαιρέτως θεώρησαν ότι το αυτοκίνητο ήταν απόδειξη ευμάρειας και πηγή πλούτου
για το Δημόσιο. Τα τέλη κυκλοφορίας στήριζαν τους προϋπολογισμούς, τα
ασφάλιστρα τις εταιρίες και μέσα σε μια νύχτα ο επίτιμος έκανε την Ελλάδα
Ευρώπη αυξάνοντας τα καύσιμα κατά 120%.
Ο Γεράσιμος τα υπέμεινε όλα στωικά φιλοσοφώντας κατά
καιρούς.
- Να δείτε
ότι μια μέρα θα σου υπολογίζουν το φόρο με βάση τα 1000 κυβικά σου, έλεγε.
Τα μελετάνε τέτοια πράγματα, μωρέ Γεράσιμε; Δεν είχε αποσώσει τη φράση του όταν
έλαβε την πρόσκληση. ‘Παρακαλούμε περάστε από την Εφορεία δι υπόθεση σας’.
Και πέρασε.
- Έχετε
αυτοκίνητο; τον ρώτησε ο έφορος;
- Έχουμε.
- Αποτελεί
τεκμήριο.
- Μα είναι
μόνο 1000 κυβικά.
-
Αδιάφορο.
- Είναι
μεταχειρισμένο και παλιό.
-
Απαράδεκτο.
- Μα εσείς
έχετε ένα 1800 κυβικών.
- Άσχετο
- Θα το
κάψω.
- Δικαίωμά
σας, πρώτα όμως θα μας
καταβάλετε τη διαφορά που προκύπτει.
Και θα το έκαιγε. Πήγε
στο σπίτι με ύφος τρελού κρατώντας ένα στουπί στο ένα χέρι και τον αναπτήρα
έτοιμο στο άλλο.
- Πούντο;
ρωτάει τη Μαρικάρα.
- Να το,
του απαντάει εκείνη δείχνοντας του και δύο γερανούς που τραβολογούσαν το
αμαξάκι προσπαθώντας να το σύρουν έξω από μια τεράστια τρύπα στο δρόμο.
- Ο
μετροπόντικας, του εξήγησε η Μαρίκα. Ξαφνικά άνοιξε η γη και το κατάπιε.
Ο γιατρός συνέστησε απόλυτη ηρεμία και τρία «υπνοστεντόν»
ημερησίως. Επί τρίμηνο ο Γεράσιμος χαμογελούσε με ύφος αγαθό και είχε
αντιδράσεις μηδενικές. Μια μέρα πάνω που είχε ηρεμήσει, η Μαρικάρα είχε τη
φαεινή ιδέα να του αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον του για την οδήγηση.
- Δεν
παίρνεις τ’ αμάξι να το πάς μια βόλτα μέχρι το εξοχικό στον Ωρωπό ν’
αλεγράρετε;
Ο Γεράσιμος ήταν διστακτικός αλλά το παλιό αίσθημα ήταν
ακόμα ζωντανό μέσα του και ξεκίνησε.
Ήταν μεσάνυκτα όταν η Μαρίκα χτύπησε την πόρτα μου αλαφιασμένη.
- Ο
Γεράσιμος, μου είπε, κλαίγοντας. Έφυγε το πρωί και δεν έχει δώσει ακόμα σημεία
ζωής.
Ο Γεράσιμος επέστρεψε την επομένη το μεσημέρι πεζή. Είχε
αποκλειστεί σε ένα μπλόκο μαθητών ως το απόγευμα και μετά επειδή του τέλειωνε
η βενζίνη, έψαξε για
βενζινάδικο σ’ όλη την περιοχή τέως διοικήσεως αλλά τα πρατήρια ήταν στεγνωμένα
λόγω της απεργίας των
τελωνειακών. Τελικά απελπισμένος εγκατέλειψε το αυτοκίνητο στην Πέτρου Ράλλη
και γύρισε στην Ηλιούπολη με τα πόδια. Ήταν το τέλος ενός εικοσαετούς
ειδυλλίου.
- Δεν το
πιστεύω Γεράσιμε του είπα, και άρπαξα την εφημερίδα από τα χέρια του. Εκεί στη
σελίδα 42 είδα υπογραμμισμένη μια μικρή αγγελία:
‘ΠΩΛΕΙΤΑΙ
ακίνητο ελαφρώς μεταχειρισμένο σε τιμή ευκαιρίας. Πληροφορίες κ. Γεράσιμο.’
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.