Του Ιωάννη Πλεξίδα, Δρ Δογματικής Θεολογίας και Δρ Φιλοσοφικής Ανθρωπολογίας
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj1E8g_IunbFF7HTDhF2UEFBdnWm55uvOXL6xP2KMGoHKKT57zak1wlNvMCLHJrc0Fm5wdGH9d9IL4QJ0MQocW2I3BIyCmBiQxNC8oiNFQiVXS462UoCzcDSpn3Hlt-i1bDXkhMfDJ5jR6U/s400/%CE%A4%CE%AF%CE%BD%CE%B1+%CE%BC%CE%B5+%CE%BB%CE%AD%CE%B3%CE%BF%CF%85%CF%83%CE%B9.jpg)
Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;[1]
Χριστολογικές προϋποθέσεις της ανθρωπολογίας στη σκέψη
του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού.
Χριστολογικές προϋποθέσεις της ανθρωπολογίας στη σκέψη
του αγίου Ιωάννη του Δαμασκηνού.
Σε προηγούμενο κείμενό μας[2] «Η εσφαλμένη χρήση των όρων «φύση» και «πρόσωπο» ως αιτία αιρετικών αποκλίσεων» επιχειρήσαμε να παρουσιάσουμε τον τρόπο σύστασης της υπόστασης στην ανθρώπινη εκδοχή της. Μέσα από μία σειρά συλλογισμών δείξαμε ότι η έννοια της υπόστασης, η οποία ταυτίζεται τόσο με την έννοια του προσώπου, όσο και με την έννοια του ατόμου[3], συνιστά την επιμέρους υπαρκτική φανέρωση της φύσης, η οποία διαστέλλει το συγκεκριμένο [τον τίνα και το τόδε τι] από το κοινό, και φανερώνει το «…άμα τη του δακτύλου ανατάσει δεικνύμενον»[4]. Τα συμβεβηκότα, τα οποία ονομάζονται και επουσιώδεις διαφορές, διαφοροποιούν τις ομοούσιες και ομοειδείς υποστάσεις και συστήνουν κάθε φορά τον συγκεκριμένο άνθρωπο[5]. Η υπόσταση, δηλαδή, αποτελείται από ουσία και συμβεβηκότα. Ο ιερός συγγραφέας δίνοντας τον ορισμό της υπόστασης θα υποστηρίξει: «…και γαρ την υπόστασιν ορίζονται ουσίαν μετά συμβεβηκότων. Ώστε το κοινόν μετά του ιδιάζοντος έχει η υπόστασις»[6]. Η έννοια της υπόστασης ή του προσώπου, συνιστά το πηδάλιο της ορθόδοξης σκέψης, καθώς αποτελεί μια προσπάθεια να συλληφθεί το αληθινά υπαρκτό και πραγματικό, η συγκεκριμένη υπαρκτική πραγματοποίηση της φύσης, η οποία συνοψίζει τη φυσική ομοείδεια και συγχρόνως την εκφράζει με τρόπο μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο[7].