Της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
Η ραχοκοκαλιά της Χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας είναι η έμπρακτη εφαρμογή της αγάπης στον πλησίον.
Δεν υπάρχει ουσιαστική πίστη όταν κλείνεις την πόρτα σε εκείνον που σε έχει ανάγκη, όταν κάνεις εσωτερικούς «διακανονισμούς», στην προσπάθεια να επιλέξεις ποιοι είναι οι άνθρωποι που πληρούν τα κριτήριά σου για να ανοίξουν τη βοήθειά σου...
Το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» δεν είναι μία απλή, τυπική προσταγή. Είναι ολόκληρη η αλλαγή της ζωής, η οποία ανατροφοδοτείται και αναζωογονείται από μία έμπρακτη σχέσης επικοινωνίας και επαφής με τον Άλλον. Η αγάπη κινητοποιεί, ενεργοποιεί τις πράξεις μας, αναγεννά τον εσωτερικό μας κόσμο και ανακαινίζει τον παλιό. Η σχέση με τον πλησίον γίνεται κέντρο της ζωής μας, όχι απλή κοινωνική διαδικασία.
Η αναγκαιότητα της αγάπης για τον πλησίον, γίνεται κέντρο δύο παραβολών του Ιησού Χριστού: στην παραβολή του καλού Σαμαρείτη και σε εκείνη του πλούσιου και του φτωχού Λαζάρου.
Θα ασχοληθώ ξανά με τη δεύτερη παραβολή, την οποία θεωρώ εξαιρετικά σημαντική για πολλούς και διαφορετικούς λόγους.
Στο 16ο κεφάλαιο τού Κατά Λουκά Ευαγγελίου και στίχους 19 – 31, παρατηρούμε τη διήγηση της ζωής δύο ανθρώπων. Ο ένας ήταν πάμπλουτος, ζούσε μέσα στην πολυτέλεια και φορούσε όμορφα και πλούσια ενδύματα. Καθημερινά έκανε μεγάλα συμπόσια, επιθυμώντας να επιδεικνύει τα πλούτη και τον τρόπο ζωής του.
Στην άλλη πλευρά της ιστορίας, βλέπουμε έναν άνθρωπο ο οποίος είχε το όνομα Λάζαρος, ο οποίος ήταν φτωχός από κάθε έννοια. Καθημερινά επιθυμούσε να χορτάσει με τα ψίχουλα που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου, ενώ η κατάσταση της ένδειας είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να έρχονται οι ίδιοι οι σκύλοι και να γλύφουν τις πληγές του.
Ήρθε και για τους δύο όμως κάποτε, η κοινή μοίρα του θανάτου. Και ενώ ο πλούσιος που ζούσε όλη του τη ζωή στα πλούτη και δεν έζησε ποτέ καμία στέρηση μεταφέρθηκε στον Άδη, ο φτωχός Λάζαρος μεταφέρθηκε στον κόλπο του Αβραάμ όπου παρηγορούταν για αυτά που στερήθηκε στη ζωή του.
Αξίζει να αναφέρουμε δύο ακόμα σκέψεις για αυτή την τόσο αξιοσημείωτη παραβολή.
Ø Δεν κατακρίνεται ο πλούτος ή η οικονομική ευχέρεια, αλλά η μη σωστή χρησιμοποίησή του. Ο Αβραάμ γνωρίζουμε από τη Βιβλική αφήγηση στο βιβλίο της Γένεσης, ότι ήταν «πλούσιος σφόδρα». Και όμως, θεωρείται Πατριάρχης. Ο πλούσιος δεν τιμωρήθηκε επειδή έζησε μία άνετη ζωή. Τιμωρήθηκε επειδή δεν έσκυψε ποτέ στο πρόβλημα του πλησίον, δεν καταδέχτηκε ποτέ του να ελεήσει και να βοηθήσει το φτωχό Λάζαρο, δεν πρόσφερε ακόμα και αν είχε περίσσευμα. Ο πλούσιος δεν αγάπησε το διπλανό του, δε συμπόνεσε το φτωχό συνάνθρωπό του. Αυτή ήταν η κακή του πράξη, όχι το ότι ήταν πλούσιος.
Ø Είναι η πρώτη φορά που μπορούμε να διακρίνουμε την αυστηρότητα του Χριστού σε μία στιγμή διδασκαλίας του. Βλέπουμε την αναφορά για τη μεταθανάτια τιμωρία του σκληρού πλουσίου, με τον ίδιο έντονο τρόπο που συναντάται και στην παραβολή της Τελικής Κρίσης. Σε καμία άλλη περίπτωση ο Χριστός δεν καταδίκασε τόσο έντονα καμία άλλη συμπεριφορά όσο εδώ. Και αυτό φανερώνει πως η χειρότερη πράξη που μπορεί να πράξει κάποιος είναι η αδιαφορία για το συνάνθρωπο, η θεοποίηση του υλικού ευδαιμονισμού, η αδυναμία να αγαπήσουμε τον άλλον και να δείξουμε συμπόνια για την κατάσταση στέρησης στην οποία βρίσκεται.
Στη συγκεκριμένη παραβολή, βλέπουμε ένα απτό παράδειγμα της αδιαφορίας για το συνάνθρωπο διότι μπορεί ο καθένας από εμάς να είναι χαμένος μέσα στο δικό του τεράστιο Εγώ. Όμως, η βάση και ο πυρήνας της πίστης είναι η ίδια η εκδήλωση της αγάπης, η συνειδητοποίηση πως ο Άλλος δεν είναι κάποιος άγνωστος: είναι ο πλησίον μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου