ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

Τελευταία Νέα του "Αντιαιρετικός"

Ευχαριστούμε όλες και όλους εσάς που επισκέπτεστε το ιστολόγιο μας ... Διαβάστε την καινούργια σελίδα μας "Απάνθισμα Πατερικών Κειμένων" ...ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

9 Σεπ 2018

Ο άνθρωπος ως «φύσει καλός» κατά τον Μέγα Βασίλειο


Πιθανόν να ξενίζει πολλούς ο τίτλος του άρθρου, αφού η καθημερινότητα και η πραγματικότητα μάς οδηγούν στην διαπίστωση, πως γινόμαστε μάρτυρες τις περισσότερες φορές μάλλον της επιθετικότητας και της κακίας των άλλων, από τις οποίες προσπαθούμε να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας και τα προσφιλή μας πρόσωπα, παρά της καλοσύνης τους. Όμως η διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου για τον άνθρωπο ως «φύσει καλού», είναι απόρροια των απόψεων του για τη συγγένεια που έχει ο άνθρωπος με τον Θεό αλλά και με τις θείες δωρεές που χάρισε ο Θεός σ’ αυτόν...

Η θέση αυτή του μεγάλου Ιεράρχη μας, η οποία σημειωτέον αποτελεί και τη βασική προϋπόθεση για την κατανόηση της διδασκαλίας του περί ανθρώπου, δεν είναι καρπός ανεδαφικής και υπερβολικά αισιόδοξης θεώρησης των πραγμάτων, αλλά φυσική συνέπεια της χριστιανικής αντίληψης περί δημιουργίας κόσμου και ανθρώπου. Η ουσία λοιπόν της διδασκαλίας του περί ανθρώπου ως «φύσει καλού» συνίσταται στο ότι ο άνθρωπος έλαβε εντολή να αγαπά τον Θεό και μπορεί να το πραγματοποιήσει αυτό, επειδή κατέχει την ανάλογη δύναμη, η οποία του δόθηκε κατά την διάρκεια της δημιουργίας του. Και για να αποδείξει τον ισχυρισμό του αυτό ο Μέγας Βασίλειος δεν αναλώνεται και δεν καταφεύγει σε λογικές αποδείξεις για να πείσει, αλλά πολύ απλά επικαλείται την εμπειρία τού καθένα από εμάς.
Η απόδειξη, λέει, «δεν υπάρχει έξω από τον άνθρωπο, αλλά μέσα από τον ίδιο αν παρατηρήσει κάποιος τον εαυτό του. Διότι και τα καλά πράγματα επιθυμούμε από την φύση μας, και μάλιστα, αυτά τα οποία και στους άλλους φαίνονται καλά». Αξίζει επίσης να δώσουμε ιδιαίτερη προσοχή και στο γεγονός, πως το «φύσει καλό» του ανθρώπου διακρίνεται κυρίως στον «ακάθεκτο» και «ακόρεστο» πόθο των αγίων μορφών να τύχουν της θέας τού θείου κάλλους αλλά και από την ευχή τους, η ευχαρίστηση της θέας αυτής του Κυρίου να είναι δίχως τέλος σε όλη την αιώνια ζωή τους. «Έτσι λοιπόν οι άνθρωποι επιθυμούν από την φύση τους τα καλά. Ιδιαίτερα δε καλό και αγαπητό είναι το αγαθό. Αγαθός είναι ο Θεός˙ το αγαθό όλοι το ποθούν˙ συνεπώς και όλα ποθούν τον Θεό».
Ένα άλλο σημείο που αξίζει να τύχει της προσοχής μας από τη διδασκαλία του Μεγάλου Βασιλείου για τον άνθρωπο ως «φύσει καλού» είναι και αυτό, στο οποίο γίνεται σύνδεση άμεση και οργανική με τις αντιλήψεις του για την ύπαρξη του κακού. Σύμφωνα λοιπόν με αυτές, απορρίπτεται εντελώς κάθε δυαρχική θεώρηση της δημιουργίας (δηλαδή ύπαρξη καλού – κακού), εφόσον το κακό στερούμενο ουσίας και υποστάσεως είναι ανύπαρκτο, «μη όν». Συνεπώς η άποψη πως ο Θεός δημιούργησε άλλους μεν καλούς άλλους δε κακούς θεωρείται αιρετική και βλάσφημη, καθιστά δε την ψυχή εύκολα ολισθαίνουσα προς την αμαρτία.
Έτσι οι αρετές είναι κάτι το φυσικό, η δε οικειότητα που έχει γι’ αυτές η ψυχή δεν κατορθώνεται από ανθρώπινες διδασκαλίες αλλά ενυπάρχει μέσα σ’ αυτή την φύση τού ανθρώπου. Γι’ αυτό το λόγο, όπως κάποιος από την φύση του αυθόρμητα αποφεύγει οτιδήποτε του προξενεί λύπη, με τον ίδιο τρόπο και στη ψυχή υπάρχει η αδίδακτη αποστροφή προς το κακό. Οποιαδήποτε μορφή κακίας επιτελείται, αποτελεί ασθένεια της ψυχής, ενώ η αρετή είναι η πραγματική κατάσταση υγείας. Ο ορισμός δε της υγείας ως καλής κατάστασης των φυσικών ενεργειών ισχύει κατ’ αναλογία και για την ψυχική υγεία. Εξ’ αυτού άλλωστε του γεγονότος η ψυχή αδίδακτα επιθυμεί ότι της είναι οικείο και φυσικό. Γι’ αυτό όλοι επαινούν την σωφροσύνη, αποδέχονται την δικαιοσύνη, θαυμάζουν την ανδρεία και θεωρούν σπουδαία την σύνεση. Οι αρετές, καταλήγει στο συμπέρασμα ο Μέγας Βασίλειος, είναι πιο οικείες στη ψυχή περισσότερο ακόμα και από το ότι είναι η υγεία για το σώμα.
Η φυσική οικειότητα που έχει η ψυχή για την αρετή αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις βάσεις της ηθικής διδασκαλίας του Μεγάλου Βασιλείου. Διότι η ηθική ως έκφραση για το σωστό, ωφέλιμο και συμφέρον στη ζωή μας, ενυπάρχει από τον Θεό στον άνθρωπο και αποτελεί τη φυσική σ’ αυτόν κατάσταση. Έτσι κάθε δημιούργημα έχει από την φύση του κατά κάποιο τρόπο μυστική σχέση για ότι είναι φυσιολογικό. Φαίνεται λοιπόν πως ο Μέγας Βασίλειος θεωρεί πως το «φύσει καλό» στον άνθρωπο είναι κάτι ανάλογο με το ένστικτο των άλογων ζώων, γι’ αυτό και οι φυσικές ιδιότητες αυτών εκλαμβάνονται ως αντίστοιχες με τις αρετές του ανθρώπου. Όπως λοιπόν τα άλογα ζώα καθοδηγούνται από το ένστικτο για οτιδήποτε θεωρούν ως ωφέλιμο, τοιουτοτρόπως και ο άνθρωπος έχει προς αυτό παρόμοια δυναμική. Η δυναμική αυτή είναι ο «φυσικός λόγος», ο οποίος εγκατεστημένος μέσα του, του δείχνει πως θα προσεταιρίζεται το καλό και πως θα αποφεύγει τα βλαβερά.
Εξαιτίας λοιπόν του ενυπάρχοντος καλού στον άνθρωπο και την φορά του προς αυτό, συνεπάγεται, πως η αμαρτία είναι κάτι ξένο και παρά φύση προς την ουσία του. Γι’ αυτό, τα μεν καλά και τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται η σωτηρία του ανθρώπου είναι κοντά μας και μέσα μας, τα δε αντίθετα «μας έρχονται από μακριά και βρίσκονται έξω από εμάς˙ διότι η αμαρτία δεν υπάρχει στην κατασκευή μας, αλλά επήλθε αργότερα». Η αμαρτία αποξένωσε κατά κάποιο τρόπο τον άνθρωπο από τον Θεό, δεν μπόρεσε όμως να εξαφανίσει παντελώς την «απλότητα» – δηλαδή την αποφυγή της ανάμιξής του με το κακό – από την ανθρώπινη καρδιά, παρά την μετέπειτα μεταμόρφωση αυτής σε πολλά είδη και πολλές μορφές, και παρά τη διαφθορά αυτής με τα πάθη τής σάρκας αφού η «απλότητα» αυτή ήταν από την κατασκευή της θεοειδής, απλή και μονότροπη.
Το κακό στερούμενο από τον ίδιο του τον εαυτό αρχής και ουσίας δεν μπορεί να αλλάξει ουσιαστικά τον άνθρωπο, γιατί η αλλοίωση αυτή αφορά κυρίως το ηθικό πεδίο ως καρπός της ελεύθερης βούλησης των λογικών όντων. Η αλλοτρίωση λοιπόν του ανθρώπου είναι ηθική και όχι οντολογική, δεν αλλάζει η ουσία του ανθρώπου, το «είναι» του, αυτό που είναι ο άνθρωπος δηλαδή «εικόνα του Θεού», γι’ αυτό και η Ορθόδοξη Πατερική Θεολογία μιλάει πως η αμαρτία δεν καταστρέφει την εικόνα αυτή, απλώς την αμαυρώνει. Έτσι ο άνθρωπος εκλέγοντας την αμαρτία, αν και κατασκευασμένος να είναι τίμιος και μη αισθανόμενος τον πραγματικό εαυτό του, δεν μπορεί να πετύχει τον προορισμό του. Όμως, παρά την αποτυχία του αυτή, δεν καταντά στο αδιέξοδο της απελπισίας, εξαιτίας των σπερμάτων του καλού που έχουν απομείνει μέσα του.
O Μέγας Βασίλειος τονίζει πως η τελείωση του ανθρώπου δεν μπορεί να επιτευχτεί με καταναγκασμό. Η ελευθερία του αυτεξούσιου που ενυπάρχει μέσα του αφού κατασκευάστηκε έτσι, καθιστά τον άνθρωπο διαφορετικό από την υπόλοιπη δημιουργία, στην οποία όλα είναι δούλα στην δεσπόζουσα αναγκαιότητα μέσα στο κλοιό των χωροχρονικών περιορισμών. Γι’ αυτό μόνο ο άνθρωπος από όλη την κτίση μπορεί να έχει σε τελική ανάλυση αξία και ιστορία. Αυτή η μεγάλη σπουδαιότητα του ανθρώπου και η τραγική διακοπή της ανοδικής πορείας του προς τον Θεό εξαιτίας της αμαρτίας, απαίτησαν την προσωπική εισβολή του Θεού στην ιστορία δια της ενανθρωπήσεως τού Λόγου του (Χριστού). Από την τιμή που καταβλήθηκε διά του τιμίου αίματος του Χριστού, λέει ο Μέγας Βασίλειος, «λάβε την έννοια του αξιώματος˙ στρέψε την προσοχή σου στο αντάλλαγμα, και γνώρισε την αξία του εαυτού σου˙ εξαγοράστηκες με το πολύτιμο αίμα του Χριστού … σκέψου την μεγάλη αξία που έχει ο εαυτός σου».    
    
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δημητρίου Γ. Τσάμη: Θέματα Πατερικής Θεολογίας, Εκδόσεις Π. Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη 1976
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...