Ήδη
από τα ομηρικά και κλασσικά χρόνια, η πόλη τής Κορίνθου θεωρούνταν μία από τις
πιο σημαντικές και πιο λαμπρές πόλεις της Ελλάδας. Γι’ αυτό όχι μόνο ο Όμηρος την ονομάζει στην Ιλιάδα του (Β 570) «αφνειόν» δηλαδή
πλούσια, αλλά και οι μετέπειτα συγγραφείς δεν φείδονται κοσμητικών επιθέτων γι’
αυτήν, αφού την αποκαλούν ευδαίμονα (= ευτυχισμένη), καλή, μακάρια, βαθύπλουτη
κ.λ.π. Όμως η ακμάζουσα και λαμπρή αυτή πόλη, καταστρέφεται ολοσχερώς το 146
π.Χ. από τον Ρωμαίο ύπατο Λεύκιο Μόμμιο,
δίνοντας έτσι τέλος στο τελευταίο προπύργιο της ελευθερίας στην Ελλάδα και
οδηγώντας την πόλη στην λήθη και την παρακμή...
Έπρεπε
να περάσει ένας αιώνας για να αρχίσει να βρίσκει κάτι από την χαμένη αίγλη της,
και αυτό οφείλεται στην απόφαση του Ιούλιου
Καίσαρα να την ανοικοδομήσει και πάλι. Έτσι στην σκιά του απότομου βράχου Ακροκόρινθου και στους βόρειους πρόποδες
αυτού, χτίζεται η καινούργια πόλη ως colonia Julia Corinthus. Ο νέος πληθυσμός τής Κορίνθου,
αποτελείται από απόμαχους στρατιώτες και κυρίως από απελεύθερους δούλους, οι
οποίοι εξελληνίσθηκαν ταχέως. Το 29 π.Χ. καθίσταται η Κόρινθος έδρα Ρωμαίου
ανθύπατου και πρωτεύουσα της συγκλητικής επαρχίας Αχαΐας, η οποία περιλάμβανε την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα.
Ευνοηθείσα
από την πολιτική των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, η νέα πόλη αναπτύσσεται ταχύτατα και
φθάνει πάλι στην παλιά της ακμή, χάρη στην προνομιούχο γεωγραφική θέση της.
Κειμένη μεταξύ δύο θαλασσών, γι’ αυτό και η ονομασία της διθάλασσα ή αμφιθάλασσα,
με επίνεια τις Κεγχρεές στο Σαρωνικό και το Λέχαιο στον Κορινθιακό
κόλπο, καθίσταται ταχέως μέγα κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου και τόπος
συνάντησης Ανατολής και Δύσης. Γνωστό άλλωστε στους περισσότερους είναι το
γεγονός, πως τα πλοία τα οποία ήθελαν να αποφύγουν τους κινδύνους ενός περίπλου
της Πελοποννήσου και ειδικά το πέρασμα από τον καβό – Μαλιά για τον οποίο λέγανε και την παροιμία «αν αποφασίσεις να περάσεις τον Μαλέα, ξέχνα
τους δικούς σου», έπρεπε να περάσουν από την «δίολκο οδό» τής Κορίνθου, ένα
πλακόστρωτο δρόμο, μέσω του οποίου μεταφέρονταν αυτά και τα φορτία τους πάνω σε
οχήματα στην απέναντι θάλασσα. Όλο λοιπόν το εμπόριο μεταξύ της Πελοποννήσου
και της υπόλοιπης Ελλάδας διεξάγονταν μέσω αυτής. Αυτή ήταν το εμπορικό και
στρατιωτικό κλειδί της Πελοποννήσου και συνεπώς η στρατηγική της σημασία ήταν
πολύ μεγάλη. Στο τείχος του Ισθμού, 400 μόνο οπλισμένοι άνδρες μπορούσαν να
αναχαιτίσουν οποιαδήποτε επιδρομή και να προστατέψουν ολόκληρη την Πελοπόννησο.
Όλα αυτά λοιπόν, δηλαδή το εμπόριο, η βιομηχανία και η ναυσιπλοΐα είχαν ως
αποτέλεσμα να συσσωρεύεται τεράστιος πλούτος στην πόλη.
Γι’
αυτό η Κόρινθος σύντομα προσείλκυσε πλήθος ετερογενών στοιχείων, Έλληνες και
ξένους και προπαντός Ιουδαίους, οι οποίοι, προσηλύτισαν στην θρησκεία τους και
Εθνικούς (ειδωλολάτρες), διατηρούσαν μάλιστα και συναγωγή, όπως μαρτυρείται και
από επιγραφή που βρέθηκε στις ανασκαφές. Οι παλιοί Ρωμαίοι άποικοι που είχαν
εξελληνισθεί απορροφήθηκαν σιγά – σιγά από το νέο κοσμοπολίτικο πληθυσμό που
είχε συρρεύσει στην πόλη. Σε σύντομο χρονικό διάστημα η Κόρινθος ξεπέρασε όλες
τις παλιές ελληνικές πόλεις, τόσο σε αριθμό κατοίκων, όσο και σε πλούτο και
οικονομική σημασία, και ήλθε σε ανταγωνισμό και με αυτή την Αλεξάνδρεια. Επίσης ανέκτησε το παλιό
τιμητικό αξίωμα της διεύθυνσης των Ίσθμιων
αγώνων.
Ο
κοσμοπολίτικος χαρακτήρας αυτής έφερε και τον θρησκευτικό συγκρητισμό. Οι
Σύριοι έφεραν την Αστάρτη και τον Μέλκαρτ, οι Φρύγες τον Άττι και την Κυβέλη, οι Αιγύπτιοι την Ίσιδα,
τον Όσιρι και τον Σέραπι. Ιδιαίτερα τιμούσαν στην Κόρινθο
την Πάνδημο Αφροδίτη. Ενώ η παλιά
πόλη ήταν αφιερωμένη στον Ποσειδώνα,
η νέα πόλη ήταν της Αφροδίτης, της
οποίας ο περίφημος ναός που βρίσκονταν στην Ακροκόρινθο
είχε κατά τον Στράβωνα χίλιες
ιερόδουλες εταίρες. Αυτές υπηρετούσαν την θεά σε μικρά καλαίσθητα σπίτια και
μετέδιδαν την κορινθιακή ασθένεια. Σε ένδειξη τιμής είχαν ιδιαίτερες θέσεις στο
θέατρο, όπως οι Εστιάδες στη Ρώμη.
Η
διαφθορά των κατοίκων αλλά και ο πλούτος της πόλης ήταν παροιμιώδης, γι’ αυτό
και λέγονταν “ου παντός ανδρός ες
Κόρινθον έσθ’ ο πλους”, δηλ. δεν είναι για τον καθένα το ταξίδι στην
Κόρινθο, ενώ οι όροι όπως «κορινθία κόρη», «κορινθία παις», «κορινθιαστής»,
«κορινθιάζεσθαι», δεν συνέβαλλαν καθόλου στην καλή από ηθική άποψη φήμη της
πόλης.
Για
την μεγάλη αυτή διαφθορά που επικρατούσε στην πόλη τής Κορίνθου, γράφει ο Ανδρέας Λεντάκης στο βιβλίο του «Ιερά Πορνεία» σελ. 213 – 216:
«Η
μοναδική πόλη στην Ελλάδα όπου έχουμε βεβαιωμένη Ιερά Πορνεία είναι η Κόρινθος.
Το ιερό της Αφροδίτης στην πόλη αυτή είχε περισσότερες από χίλιες ιερόδουλες
εταίρες τις οποίες είχαν αφιερώσει στη θεά άντρες ή γυναίκες. Γι’ αυτές
συνέρρεε πλήθος κόσμου, μας πληροφορεί ο Στράβων που επισκέφθηκε την πόλη αυτή
τουλάχιστον δύο φορές, από όσο γνωρίζουμε. Την πρώτη φορά το 44 π.Χ., όταν
πρωτοπήγε στη Ρώμη, και την άλλη το 29 π.Χ., όταν από τη Γυάρο πήγε στη Ρώμη
μέσω Κορίνθου. Από τις ιερόδουλες πλούτιζε η πόλις, σημειώνει ο γεωγράφος. Οι
καπετάνιοι των πλοίων σκόρπιζαν αφειδώς τα λεφτά τους και απ’ αυτό βγήκε η
παροιμία “ου παντός ανδρός ες Κόρινθον έσθ’ ο πλους”, δηλ. δεν είναι για τον
καθένα το ταξίδι στην Κόρινθο, επειδή η διαμονή εκεί ήταν πανάκριβη. Ο Στράβων
μάλιστα παραδίδει και ένα ανέκδοτο. Κάποια γυναίκα κατηγόρησε μιαν εταίρα ότι
δεν της αρέσει η γυναικεία σπιτική δουλειά και δεν πιάνει στα χέρια της μαλλί
να γνέσει (δεν αγγίζει τον αργαλειό). Κι η πανέξυπνη εταίρα της απάντησε
διφορούμενα: “Εγώ, αυτή που εσύ λες κυρά μου, ήδη σ’ αυτό το λίγο χρόνο
κατέβασα τρεις ιστούς”, κάνοντας λογοπαίγνιο με τη λέξη ιστός που σημαίνει αφ’
ενός τον ιστό του αργαλειού και είναι σαν να λέει “ξέστησα τρεις φορές τον
αργαλειό”, άρα ύφανε τρία ρούχα, και αφ’ ετέρου σημαίνει το κατάρτι του
καραβιού, οπότε σ’ αυτή την περίπτωση είναι σαν να λέει “έρριξα τρία κατάρτια”,
δηλαδή ξετίναξε τρεις καπεταναίους (τους πήρε τα λεφτά), ή ξέβγαλε τρεις
καπεταναίους, οπότε η λέξη ιστός σ’ αυτή την περίπτωση υπονοεί το ανυψωμένο
πέος.
Οι
Ρωμαίοι, την παροιμία που αναφέρει ο Στράβων, την είχαν και αυτοί ελαφρά
παραλλαγμένη. Έλεγαν “non licet omnibus adire Corinthum”,
που σημαίνει δεν μπορεί να πάει ο καθένας στην Κόρινθο (ου παντός πλείν ες
Κόρινθον)».
Η
Κόρινθος της εποχής του Παύλου ήταν μεγαλούπολη, έχοντας 200.000 κατοίκους, όσο
περίπου και η Θεσσαλονίκη και η Έφεσος. Η Αντιόχεια, η Αλεξάνδρεια
και η Ρώμη ήταν μεγαλύτερες τής
Κορίνθου. Η Αλεξάνδρεια είχε 500.000
κατοίκους, από τους οποίους οι 200.000 δούλοι. Η Ρώμη ήταν η μόνη πόλη, η οποία έφθανε το εκατομμύριο. Σημειωτέον,
ότι όλος ο πληθυσμός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ανέρχονταν τότε, δηλαδή στα μισά
του 1ου μ.Χ. αιώνα, σε 50 με 60 εκατομμύρια.
Όπως
και στην Παλιά Κόρινθο, σημαντικό μέρος των κατοίκων της νέας Κορίνθου ήταν
δούλοι, καθώς το επέβαλαν οι κοινωνικές συνθήκες της αρχαιότητας αλλά και
ειδικότερα οι εμπορικές και βιομηχανικές συνθήκες της πόλης. Έτσι μπορεί η
Κόρινθος της εποχής εκείνης να παρομοιαστεί με σύγχρονο εμπορικό λιμάνι και με
βιομηχανική πόλη, που έχει πολύ προλεταριακό πληθυσμό και οξεία την αντίθεση
μεταξύ πλούσιων και φτωχών.
Η
πόλη είχε έκταση 6.000 στρέμματα. Το μήκος του τείχους έφτανε τα 21 χλμ. Έτσι η
νέα Κόρινθος ήταν μεγαλύτερη σε έκταση πόλη της Ελλάδας, υπερβαίνοντας κατά
πολύ την παλιά, η οποία είχε έκταση 3.000 – 4.000 στρέμματα και μήκος τείχους 7
χλμ. (χωρίς την ακρόπολη). Η πόλη είχε 23 ναούς, 5 αγορές, 5 δημόσια λουτρά, 5
στοές με κάθε είδους καταστήματα πολυτελείας, 2 βασιλικές δηλαδή αίθουσες
δικαστηρίου, και πολλά θέατρα και αμφιθέατρα, ένα από τα οποία είχε θέσεις για
22.000 θεατές.
Αυτή
λοιπόν ήταν η εικόνα τής Κορίνθου, όταν την επισκέφτηκε ο απόστολος των εθνών
Παύλος κατά τη δευτέρα του περιοδεία. Ξεκίνησε από την Αντιόχεια, διέσχισε τη Μικρά Ασία, μετέβη στους Φιλίππους όπου ίδρυσε και την πρώτη
χριστιανική εκκλησία σε ευρωπαϊκό έδαφος, μετέπειτα στη Θεσσαλονίκη η εκκλησία της οποίας εξελίχθηκε πολύ σύντομα σε μία
από τις σπουδαιότερες στην Ελλάδα και από εκεί στην Βέροια. Διά θαλάσσης έρχεται στη συνέχεια στον Πειραιά και ανεβαίνει στην Αθήνα,
όπου ο ευαγγελικός του λόγος στον Άρειο
Πάγο βρίσκει μικρή απήχηση, γι’ αυτό και αποφασίζει να μεταβεί στην Κόρινθο.
Είναι γεγονός πως ο Παύλος έδειχνε ιδιαίτερη προτίμηση στις μεγαλουπόλεις.
Γνώριζε δε, πως αυτός που κατέχει την Κόρινθο κατέχει στην ουσία όλη την
Ελλάδα. Σκέφτηκε πως αν ο Ιησούς γίνονταν γνωστός σ’ αυτή, θα ήταν πλέον ζήτημα
χρόνου η διάδοση του ευαγγελίου στα νησιά με τα οποία η Κόρινθος είχε
επικοινωνία, αλλά και στα πέρατα της γης, στα οποία έφθαναν τα πλοία που
προσέγγιζαν την Κόρινθο.
Ο
καθορισμός της χρονολογίας της έλευσης του Παύλου στην Κόρινθο δεν είναι
καθόλου δύσκολος, γιατί έχει βρεθεί επιγραφή στους Δελφούς στην οποία αναγράφεται επιστολή του αυτοκράτορα Κλαύδιου στην πόλη των Δελφών και αναφέρεται ο Γαλλίων ως ανθύπατος Αχαΐας. Σύμφωνα με τους ερευνητές ο Γαλλίων πρέπει να ανέλαβε τα καθήκοντά
του στην Κόρινθο το Μάιο του 51 μ.Χ., στην οποία βρίσκονταν ήδη ο Παύλος πριν
από 18 μήνες, όπως γράφει το βιβλίο των Πράξεων, δηλαδή στις αρχές του 50 μ.Χ.
Όπως
συνάγεται από την 1 προς Κορινθίους επιστολή του, η ψυχική διάθεσή του κάθε
άλλο παρά καλή ήταν, μετά την απογοήτευση, την ειρωνεία και την απόρριψη που
είχε γνωρίσει από τους σοφούς των Αθηνών.
Όμως η Κόρινθος είναι τελείως διαφορετική πόλη αφού οι άνθρωποί της είναι από
κάθε λογής προέλευσης. Οι πρώτοι με τους οποίους γνωρίζεται είναι ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα ένα ζευγάρι ομοεθνών του σκηνοποιών. Πιθανότατα να ήταν
ήδη χριστιανοί, όταν γνωρίστηκαν με τον Παύλο και το γεγονός αυτό να συνέβη στη
Ρώμη από την οποία εκδιώχθηκαν με
τους λοιπούς Ιουδαίους το 49 με 50 μ.Χ., κατόπιν διαταγής του Κλαύδιου όπως μας πληροφορεί ο Σουετώνιος (Claudius
25), λόγω αναταραχής που ξέσπασε εξαιτίας κάποιου Χρήστου, που μάλλον εννοείται
ο Χριστός.
Οι
ιδιαίτερες σχέσεις που είχε το ζευγάρι με μορφωμένο πρώην Φαρισαίο Παύλο αλλά
και η επιτυχία της κατήχησης στη χριστιανική πίστη του λόγιου Απολλώ, μας επιτρέπει να υποθέσουμε πως
δεν ήταν άγευστοι παιδείας. Φαίνεται επίσης πως είχαν και οικονομική άνεση αν
κρίνομε από το γεγονός πως η τέχνη του σκηνοποιού είχε αναχθεί την εποχή εκείνη
σε επικερδή βιομηχανία, γιατί συνήθως αυτοί που ταξίδευαν έφεραν μαζί τους και
σκηνή για να διαμένουν. Αλλά και ο Παύλος την γνώριζε την τέχνη αυτή, αφού κάθε
Φαρισαίος ήταν υποχρεωμένος να μαθαίνει μια τέχνη, ώστε αν δεν είχε άλλους
πόρους ζωής να την εξασκεί για να ζει και όχι από την διδασκαλία του νόμου. Την
τέχνη αυτή, όπως γνωρίζουμε την εξάσκησε πολλές φορές ο Παύλος, για να μην
γίνεται βάρος στους άλλους, αν και συνήθως η χριστιανική κοινότητα στην οποία
βρίσκονταν κάθε φορά αναλάμβανε να τον διατρέφει.
Ο
Παύλος εγκαταστάθηκε στην οικία του ζευγαριού και συνδέθηκε τόσο πολύ μαζί τους
ώστε όταν μετά από δεκαοχτάμηνο έφυγε για την Έφεσο, το ζευγάρι τον ακολούθησε. Βέβαια οι δεσμοί οι αληθινοί που
τους ένωσαν ήταν οι κοινοί αγώνες τους για την διάδοση του ευαγγελίου. Οι
αγώνες αυτοί άρχισαν – κατά το σύστημα του Παύλου – από το εβραϊκό στοιχείο της
πόλης. Ο πρώτος στόχος ήταν η συναγωγή. Σε αυτή βρήκε πιθανώς λίγους
χριστιανούς προερχόμενοι από τους Ιουδαίους, οι οποίοι είχαν εξοριστεί από τη
Ρώμη όπως ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα. Σε αυτή βρήκε επίσης αρκετούς
Εθνικούς (ειδωλολάτρες) προσήλυτους, οι οποίοι είχαν αγνές διαθέσεις και δεν
ικανοποιούνταν από την ειδωλολατρία και την υλιστική ζωή και αναζητούσαν τη
λύση των ψυχικών τους προβλημάτων στην μονοθεΐα που τους πρόσφερε ο Ιουδαϊσμός.
Οι Ιουδαίοι τους δέχονταν στις συναγωγές, όχι όμως σαν ισότιμα μέλη. Οι πρώτοι,
οι εξ Ιουδαίων χριστιανοί θα ήταν οι φυσικοί σύμμαχοι του Παύλου. Οι δεύτεροι,
οι προσήλυτοι θα ήσαν κατά τεκμήριο με θρησκευτικές ανησυχίες, άρα με ανοικτά
τα αυτιά να ακούσουν και να πληροφορηθούν κάθε τι που αφορούσε τη σωτηρία τους.
Αλλά και στη μεγάλη μάζα των Ιουδαίων το κήρυγμα ήταν ευκολότερο παρά στους
Εθνικούς (ειδωλολάτρες). Οι Ιουδαίοι είχαν τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις,
είχαν δηλαδή την μονοθεΐα, είχαν ένα θρησκευτικό σύστημα που δεν χρειάζονταν να
συντρίψει ο Παύλος, για να οικοδομήσει μια νέα διδασκαλία. Η εβραϊκή μονοθεΐα
ως γνωστόν ήταν το φυτώριο μέσα από το οποίο ξεπήδησε ο χριστιανισμός, συνεπώς
το κήρυγμα στους Ιουδαίους ήταν σε γνώριμο έδαφος.
Βεβαίως
το κήρυγμα στους Ιουδαίους ήταν ιδιότυπο, και τους αποστόλους να χρησιμοποιούν
διαφορετικό τρόπο από αυτόν που χρησιμοποιούσαν στους Εθνικούς (ειδωλολάτρες).
Στους Ιουδαίους μπορούσαν να μιλήσουν π.χ. για τον Μεσσία, την ανάσταση των
νεκρών, τις Γραφές, πράγματα αδιανόητα για τους Εθνικούς, αφού ούτε για τον
Μεσσία γνώριζαν, ούτε βέβαια πίστευαν στην ανάσταση των νεκρών, αφού κατ’
αυτούς ότι είναι φθαρτό εξαφανίζεται και δεν μπορεί να επανέλθει πάλι άφθαρτο
στη ζωή. Γι’ αυτό και ο Παύλος, στη συναγωγή τής Κορίνθου κάθε Σάββατο,
αποδείκνυε πως το ιστορικό πρόσωπο Ιησούς που έζησε επί Ποντίου Πιλάτου ήταν ο αναμενόμενος Χριστός, ο Μεσσίας.
Επιφανείς
Κορίνθιοι όπως ο Στεφανάς μ’ όλη του
την οικογένεια, ο Φορτουνάτος, ο Αχαϊκός και ο Ρωμαίος προσήλυτος Τίτιος Ιούστος αλλά και πολλοί άλλοι
ιδίως εθνικοί προσελκύονται στον χριστιανισμό. Μετά από ενάμιση έτος και αφού
έχει εδραιώσει για τα καλά την εκκλησία τής Κορίνθου ο απόστολος Παύλος
αναχωρεί από την πόλη και επανέρχεται μετά από 6 και πλέον χρόνια τον χειμώνα
του 57 μ.Χ.
Τελευταία
επαφή του Παύλου με την Κόρινθο βλέπουμε στην 2 επιστολή του προς Τιμόθεο, όπου
τον πληροφορεί, πως ο Κορίνθιος συνεργάτης του Έραστος έμεινε στην Κόρινθο. Έκτοτε δεν έχουμε καμιά μαρτυρία περί
Κορίνθου σε σχέση με τον Παύλο. Αν κρίνουμε από την επιστολή του Κλήμεντα προς Κορινθίους, η οποία
γράφτηκε μετά από σαράντα χρόνια περίπου, θα πρέπει ορισμένα από τα τρωτά της
εκκλησίας τής Κορίνθου, τα οποία προκάλεσαν την συγγραφή των επιστολών του
Παύλου δεν είχαν ακόμη εξαλειφθεί, αλλά από την άλλη μεριά η εκκλησίας τής
Κορίνθου στο σύνολό της βρίσκονταν σε μεγάλη ακμή.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.
Γεώργιος Γαλίτης: «Ερμηνεία περικοπών εκ της Καινής Διαθήκης», Εκδόσεις Π.
Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1974
2. Ανδρέας Λεντάκης: «Ιερά Πορνεία», Εκδόσεις
Δωρικός, Β΄ Έκδοση, Αθήνα 1990ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου