του Παναγιώτη
Περιεχόμενα
1.
Πρόλογος.
5.
Επίλογος.
Αφορμή
για το άρθρο αυτό αποτέλεσε ερώτηση φίλου, ο οποίος σε blog ακραίου αντιχριστιανισμού, διάβασε ότι ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας,
ο Κων/νος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος - Δραγάσης (ή Δραγάτσης
ή Δράγαζης), «ήταν
Ενωτικός (Ουνίτης) πιστός στην τελευταία οικουμενική Σύνοδο του 1439»,
ενώ παρακάτω, στα σχόλια, αναφέρθηκε και το εξής από τους ιδιοκτήτες του blog:
«…
ο Παλαιολόγος … αναγνώριζε
τον πάπα ως αρχηγό της Εκκλησίας, υποστήριζε τις αποφάσεις της Συνόδου της
Φερράρας-Φλωρεντίας και είχε όλα τα χαρακτηριστικά αυτού που αργότερα
ονομάστηκε Ουνίτης»!
Δυστυχώς,
έχουμε από καιρό διαπιστώσει ότι, υπάρχει μια ευκολία στο να γράφονται πράγματα
ατεκμηρίωτα στο διαδίκτυο, τα οποία μάλιστα, από την πρώτη ματιά φαίνεται πως είναι
πρωτάκουστα έως και παράδοξα.
Κι
όμως, η μόδα των τελευταίων χρόνων που ονομάζεται «συνομωσιολογία» δρα με έναν
περίεργο τρόπο, και η σκέψη των ανθρώπων αντί
να κρατά το έγκυρο και τεκμηριωμένο, τελικά υιοθετεί το πρωτάκουστο και
παράδοξο. Και αντί της υγιούς αντιμετώπισης, «αυτό δεν το είχα ακούσει ποτέ μέχρι
τώρα, άρα, ας ψάξω μήπως το blog
γράφει ψέματα», κυριαρχεί η συνομωσιολογική φαντασία, «αυτό
δεν το είχα ακούσει ποτέ μέχρι τώρα, άρα, μας το είχαν… κρυμμένο»! Έτσι, καταλήγουμε στο σημείο, το γεγονός και η πραγματικότητα
να αντικαθίστανται από την φήμη, τη συκοφαντία και την παραδοξολογία, όπως στο εν λόγω blog.
Επειδή
στο κείμενο που απαντάμε, έγινε λόγος για την «οικουμενική
Σύνοδο του 1439», χρειάζεται, καταρχάς, να αποσαφηνίσουμε κάποια
ζητήματα που σχετίζονται με τον τρόπο λειτουργίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Κάποιοι
άνθρωποι που δεν γνωρίζουν το πολίτευμα της, έχουν την εντύπωση ότι αν ένας
Πατριάρχης, μια Ιεραρχία ή μια σύνοδος, υπογράψει ένα κείμενο, αυτό θεωρείται αυτομάτως
αλάθητο και οριστικό για την ολότητα των Ορθοδόξων.
Τα
πράγματα όμως δεν είναι έτσι.
Αλάθητο
και οριστικό χαρακτήρα, έχουν μόνο οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, και
για να δικαιούται μία Σύνοδος να ονομάζεται «Οικουμενική», θα πρέπει οι
αποφάσεις της να μαρτυρούν την έννοια της «καθολικότητας» σε δύο διαστάσεις[1]:
α) Καθολικότητα εν χρόνω: δηλ. οι αποφάσεις αυτές να
βρίσκονται σε συμφωνία (και ταυτόχρονα να μην έρχονται σε αντίθεση), με τις αποφάσεις
των προγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων.
β) Καθολικότητα εν τόπω: δηλ. η Σύνοδος να αναγνωρίζεται
ως Οικουμενική από το σύνολο της Εκκλησίας, και οι αποφάσεις της να γίνουν, ως
αλάθητες, αποδεκτές (έστω σιωπηρώς) από όλη την επί γης ζώσα Εκκλησία.
Προκειμένου
να επιτευχθεί η «καθολικότητα», ακόμα και στις περιπτώσεις όπου συμμετέχουν ολιγομελείς
αντιπροσωπίες των επαρχιών ή των πατριαρχικών θρόνων, με πρωτοβουλία της ίδιας
της Οικουμενικής συνόδου, ξεκινά διαδικασία για την γνωστοποίηση των αποφάσεων
με συνοδικές επιστολές που ανακοινώνουν το περιεχόμενο τους σε όλες τις
μητροπόλεις, με την προτροπή προς την Ιεραρχία, τον κλήρο και τον λαό των
εκκλησιών αυτών να αποδεχθούν τις αποφάσεις[2].
Κατά
συνέπεια, για την Ορθοδοξία, το να αυτοχαρακτηρίζεται
μια σύνοδος ως «Οικουμενική», δεν σημαίνει ότι είναι, ή ότι θα γίνει αποδεκτή
και ως τέτοια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η απόρριψη από την
εκκλησιαστική συνείδηση της «οικουμενικότητας» της «ληστρικής» συνόδου της Εφέσου
(449) και της εικονομαχικής συνόδου της Ιερείας
(754)[3].
Δεν
είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο, αυτό που αναφέρει ο αξιόπιστος[4] βυζαντινός ιστορικός της εν Φλωρεντία Συνόδου, Σίλβεστρος Συρόπουλος[5]:
Όταν
τον Ιούλιο του 1439 όλοι -πλην ενός- οι
παρόντες Ορθόδοξοι (ο αδελφός του αυτοκράτορα Δημήτριος και οι συνοδοί του Πλήθων
Γεμιστός και Γεώργιος Σχολάριος είχαν
ήδη αποχωρήσει[6]) υπέγραψαν τον Όρο (διάταγμα) της
συνόδου, ο πάπας ρώτησε αν υπέγραψε ο Μάρκος
Ευγενικός, επίσκοπος Εφέσου. Όταν
έλαβε αρνητική απάντηση, αναφώνησε: «λοιπόν εποιήσαμεν ουδέν»[7]. Η δήλωση αυτή, (η οποία δεν αναφέρεται
βέβαια από τους ρωμαιοκαθολικούς συγγραφείς[8]), εκφράζει με τρόπο παραστατικό όσα
προαναφέραμε.
Από τον Μάρκο Ευγενικό λοιπόν, αρχίζει η καταδίκη των αποφάσεων της συνόδου
και η απώλεια της «οικουμενικότητάς» της. Κατόπιν, τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής, επιστρέφοντας στην
Κων/πολη «ήρχισαν ο εις κατόπιν του άλλου,
πλην εξαιρέσεών τίνων, να αρνούνται το έγκυρον των υπογραφών των»[9], στα 1443 «οι πατριάρχες Αλεξανδρείας, Αντιοχείας
και Ιεροσολύμων με κοινή σύνοδο στα Ιεροσόλυμα αποκήρυξαν την ένωση της
Φλωρεντίας»[10], επιπλέον απέρριψαν την εγκυρότητα των
αποφάσεων «και αι Εκκλησίαι Ρωσίας, Τραπεζούντος, Μολδοβλαχίας, Σερβίας και
Ιβηρίας»[11], και βεβαίως, η ακύρωση της Συνόδου της
Φλωρεντίας διατυπώθηκε και επίσημα στη Σύνοδο
της Κωνσταντινούπολης υπό τον πατριάρχη Συμεών Α΄ το 1484[12], η οποία καταδίκασε «την εν Φλωρεντία εκείνην … σύνοδον» ως «παρανομωτάτην» και «ως κακώς και αθέσμως προβάσαν, και μη
ακολουθήσασαν ταις προ αυτής αγίαις και οικουμενικαίς συνόδοις»[13].
Άλλωστε,
σημαντικές είναι και οι μαρτυρίες του Πλήθωνα
Γεμιστού (ανθενωτικός) και του Γεωργίου
Αμιρούτζη (ενωτικός) παρόντες και οι δύο στη σύνοδο, που γράφουν, ο πρώτος
ότι, «την δ’ εν Φλωρεντίη γενομένην Σύνοδον ουδείς αν
οικουμενικήν καλέσειεν ούτε γαρ ο Βυζάντιος Πατριάρχης υπέγραψεν, αώρω
θανάτω προτεθνηκώς», και ο δεύτερος, «φημι δη μη
είναι οικουμενικήν εκείνην την σύνοδον πως γαρ ην οικουμενική, προ των
υπογραφών αώρω θανάτω του Βυζαντίου Πατριάρχου υποπεσόντος και τελευτήσαντος;»[14].
Άρα,
ούτε από τυπικής πλευράς μπορούσε να χαρακτηριστεί ως «οικουμενική» η ενωτική
σύνοδος, αφού ως γνωστόν, ο 80χρονος Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωσήφ Β΄, πέθανε στην Φλωρεντία στις 10 Ιουνίου του 1439[15], και έτσι δεν υπήρχε η υπογραφή του κάτω
από τον Όρο της συνόδου.
Κλείνοντας,
οφείλουμε να καταστήσουμε σαφές ότι, ακόμα και αν κάτω από το ενωτικό κείμενο
υπήρχαν οι υπογραφές όλων των μελών της ορθόδοξης αποστολής, αυτό σε καμία
περίπτωση δεν θα αποτελούσε εγγύηση ούτε για την ένωση, ούτε για την
οικουμενικότητα της συνόδου, καθώς ήταν βέβαιο ότι θα ξεκινούσε η αμφισβήτηση
των αποφάσεων μετά την επιστροφή της αποστολής στην Κων/πολη, όταν θα γίνονταν γνωστοί οι απαράδεκτοι και εκβιαστικά συμφωνηθέντες
όροι.
[Σημείωση: η έναρξη της ενωτικής συνόδου έγινε στις 9
Απριλίου 1438 στην πόλη Φερράρα της βόρειας Ιταλίας[16]. Εκεί, ήδη ο πάπας αθέτησε τους όρους
φιλοξενίας, και αντί να δίνει τακτικά, τα συμφωνηθέντα για την συντήρηση της
Ορθόδοξης αποστολής χρήματα, έδινε στα μέλη της… μερίδες φαγητού[17]! Κατόπιν, με τη δικαιολογία επιδημίας
πανώλης αλλά και υποσχέσεις για αξιοπρεπή συντήρηση, η σύνοδος μεταφέρθηκε στην
Φλωρεντία[18]. Οι συνεδρίες ξεκίνησαν και πάλι στις 26
Φεβρουαρίου 1439[19].]
Ένα
δεύτερο σημαντικό ζήτημα, που η ερμηνεία του θα μας βοηθήσει στη συνέχεια,
είναι η κατανόηση της στάσης που κράτησαν κάποιοι ορθόδοξοι που πήραν μέρος
στην ενωτική σύνοδο Φερράρας - Φλωρεντίας.
Λέγεται λοιπόν ότι κάποια πρόσωπα, όπως ο Γεώργιος
Σχολάριος (μετέπειτα Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως που μετονομάσθηκε Γεννάδιος στα 1450 όταν έγινε μοναχός[20]), ήταν αρχικά «Ενωτικός» και μετά «άλλαξε»
και έγινε «Ανθενωτικός». Αν και παλαιότερα, το αντιθετικό αυτό σχήμα είχε παρουσιαστεί
με τρόπο που να εμφανίζει τον Σχολάριο,
το λιγότερο, αντιφατικό, εντούτοις, όπως θα δούμε και παρακάτω, στη νεώτερη βιβλιογραφία φαίνεται ότι έχει
εγκαταλειφθεί αυτή η ακραία θέση[21].
Αρχικά,
ν’ αναφέρουμε ότι η κατάσταση πριν από την ενωτική σύνοδο ήταν δύσκολη για την
Ανατολή. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ ο
Παλαιολόγος (1425-1448) ήταν αναγκασμένος να δράσει ταχύτατα μπροστά στον
κίνδυνο της επέλασης των Οθωμανών. Η
χρονική συγκυρία, φαινόταν να έχει καλές προοπτικές για την πλευρά της Ανατολής
λόγω των ιδιαίτερα σημαντικών γεγονότων που λάβαιναν χώρα στη Δύση. Ο πάπας Ευγένιος Δ΄ (1431-1447), φανατικός
υπέρμαχος της παπικής αυθεντίας, την
περίοδο εκείνη έδινε μάχη ενάντια στις προσπάθειες αναβίωσης της συνοδικής
λειτουργίας στην δυτική Εκκλησία. Η κρίση του παπισμού (1309-1378) και οι
συνέπειες του παπικού σχίσματος (1378-1414) «διευκόλυναν την αφύπνιση της συνοδικής συνειδήσεως της Εκκλησίας της
Δύσεως, η οποία αναζητούσε την αποδυνάμωση της υπερτροφικής αυθεντίας του
παπικού θεσμού και την επανένταξή του στη συνοδική λειτουργία του σώματος της
Εκκλησίας»[22].
Έτσι λοιπόν, ο πάπας έβρισκε
ως καλή ιδέα μια ενωτική σύνοδο με τους ορθοδόξους, όπου θα είχε την ευκαιρία
να προβάλλει το πρωτείο και την αυθεντία του έναντι των «συνοδικών» της δύσης, και
την ίδια στιγμή ο Ιωάννης Η΄ ο
Παλαιολόγος θεωρούσε τη συμμετοχή της Ανατολής στην σύνοδο και τις
υποσχέσεις του πάπα, ως την τελευταία ελπίδα του για βοήθεια.
Έτσι,
το Φθινόπωρο του 1436 συγκάλεσε συνεδρίες στο παλάτι με τη συμμετοχή επιφανών
κληρικών και λαϊκών της επικράτειας, ώστε να αποφασισθεί μια ενιαία στάση των
Ορθοδόξων στην Ιταλία. Το γεγονός ότι όλοι κατανοούσαν πως η συμμετοχή των
Ορθοδόξων εκεί βρισκόταν υπό την πίεση του τουρκικού κινδύνου, φαίνεται και από
διατυπώσεις του Σχολαρίου (λαϊκός
τότε) στις συνεδρίες αυτές:
«Κάνεις δεν αγνοεί ότι η πρώτη αιτία της
ενώσεως είναι η ελπίς της βοηθείας της Δύσεως και ότι άλλος τρόπος σωτηρίας δεν
μας απέμεινεν […] καθείς από ημάς
πρέπει να σκέπτεται τας γυναίκας και τα παιδία του και τους συγγενείς και τους
πολίτας όλους οικτρώς πολιορκουμένους…»[23].
Αυτό βεβαίως δεν
σημαίνει ότι πήγαιναν έτοιμοι να παραχωρήσουν τα πάντα στους παπικούς. Στην πραγματικότητα, όλοι όσοι
συμμετείχαν στην Ορθόδοξη αποστολή, πήγαιναν στην Σύνοδο της Φλωρεντίας…
…
«με
την εντύπωσι πως ήταν ισότιμα μέλη μιας συνόδου που δεν ανήκε ούτε στον πάπα
ούτε στον αυτοκράτορα, αλλά στην Εκκλησία. Γι’ αυτό και
μετέσχον αυτής ενωτικοί και ανθενωτικοί, φιλέλληνες και λατινόφρονες»[24].
Μάλιστα
ο Κων. Μανίκας γράφει ότι στις προαναφερόμενες
προκαταρκτικές συνεδρίες στο παλάτι, ο Σχολάριος…
…«εκφώνησε συμβουλευτικό λόγο, με τον οποίο τάχθηκε κατά της μετάβασης των
Ορθοδόξων στην Ιταλία και της συμμετοχής τους σε ενωτική σύνοδο, εφόσον δεν εξασφαλίζονταν οι αναγκαίες προϋποθέσεις για μια δογματική
ένωση, αφού προηγουμένως επιλύονταν όλες οι χωρίζουσες τις δύο
εκκλησίες θεολογικές διαφορές»[25].
Είναι
λοιπόν επιπόλαια απλούστευση να μιλάει κανείς για αλλαγή φρονήματος του Σχολαρίου σε σημείο ανερμήνευτο και
αντιφατικό[26].
Επίσης,
αν κάποιος ήταν εξαρχής αρνητικός στην ουσιαστική, δογματική ένωση των εκκλησιών, τότε δεν είχε καμία
δουλειά να μεταβεί σε αυτή την Σύνοδο. Για παράδειγμα, ο Μάρκος Εφέσου, ο αρχηγός, τελικά, των ανθενωτικών, «δεν
ήταν προκατειλημμένος κατά της ενώσεως»[27], και πράγματι, δεν είναι λογικό να
δεχτούμε ότι έκανε ένα τόσο μεγάλο, κουραστικό, επικίνδυνο και πολυδάπανο
ταξίδι[28] απλά για να πει… «όχι»!
Άρα
λοιπόν…
…
«στην Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, ο Σχολάριος επιθυμούσε ειλικρινά την ένωση
των Εκκλησιών. Όλοι, εξάλλου, οι Ορθόδοξοι εκπρόσωποι
ήταν φιλενωτικοί, αλλά υπέρ μιας δίκαιης και αληθούς Ενώσεως,
που δεν θα πρόσβαλε την Ανατολική παράδοση. Μ’ αυτήν συντάσσονταν και ο Σχολάριος»[29].
Ακόμα
και για τον Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο, τα
συμπεράσματα δεν πρέπει να είναι βιαστικά από καμία πλευρά. Η επείγουσα ανάγκη
για στρατιωτική βοήθεια οδήγησε τον αυτοκράτορα στο να ασκήσει έντονη πίεση για
τις υπογραφές, ακόμα και να υποστεί την ταπείνωση, να διαδραματίσει απλώς τον
ρόλο που του έδινε ο πάπας. Αυτό όμως δεν τον κάνει ειλικρινά «Ενωτικό»: Το
γεγονός ότι ο Μάρκος Ευγενικός
κατάφερε να είναι ο μόνος παρόντας Ορθόδοξος
που δεν υπόγραψε, σημαίνει ότι η πίεση δεν έφτασε στα άκρα, δηλ. στη βία και
τον καταναγκασμό εις βάρος του επισκόπου Εφέσου.
Άρα,
ο Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος…
…«εσωτερικά ουδέποτε αποδέχτηκε όσα
συμφωνήθηκαν και υπογράφτηκαν. Αυτό κυρίως φαίνεται … από τη θέληση του να
προστατεύσει το Μάρκο Ευγενικό μετά τη Σύνοδο [όταν ο πάπας θέλησε να
τον δικάσει ως αιρετικό[30]] και από την απροθυμία του να επιβάλει τον
ενωτικό όρο, η οποία έφτασε μέχρι
το σημείο να ανέχεται ή και να ενισχύει τη δράση της αυστηρής μερίδας των ανθενωτικών»[31].
Υπάρχει
όμως και κάτι άλλο.
Είναι γεγονός
αδιαμφισβήτητο, ότι ο πάπας δεν μπορούσε να βοηθήσει στρατιωτικά την Ανατολή. Είναι λυπηρό λοιπόν να βλέπουμε τους
πολεμίους της Εκκλησίας να δημιουργούν φανταστικά σενάρια με τα οποία να καλύπτουν
υποκριτικά την έλλειψη ειλικρίνειας τους. Μας
λένε ότι τάχα, αν υπέγραφαν όλοι και αν γινόταν δεκτή η «ένωση», θα σωζόταν η
αυτοκρατορία!
Αυτή
η σκέψη είναι το λιγότερο αφελής...
Εάν
τα πράγματα ήταν έτσι, και υπήρχαν ελπίδες βοηθείας, ο πάπας δεν θα κατέφευγε
σε φτηνά κόλπα, απειλές, εκβιασμούς και δωροδοκίες αυλικών του αυτοκράτορα για
να πετύχει μια συμφωνία με αμφίβολη επιτυχία. Εάν ο πάπας είχε πράγματι τη δύναμη και την
επιρροή να βοηθήσει την Ανατολή, τότε θα είχε καταφέρει να βρίσκονται στο πλάι
του οι εγγυητές της ειλικρίνειάς του, δηλαδή οι ισχυροί ηγεμόνες της Δύσης,
οι οποίοι θα συζητούσαν και θα συμφωνούσαν με τους Ανατολικούς σε ένα σχέδιο
διάσωσης του Βυζαντίου. Όμως, τίποτε τέτοιο δεν υπήρξε:
«Είναι
γεγονός πως ο πάπας δεν μπορούσε να βοηθήση, κι αυτό το έβλεπε ο αυτοκράτορας στη Φλωρεντία, γι’
αυτό και καθυστερούσε τη διαδικασία της συνόδου με την
ελπίδα πως θα έβλεπε εκεί αντιπροσώπους των ηγεμόνων της Δύσεως. Η σκέψις
του αυτοκράτορα ήταν σωστή, αλλ’ αποδείχθηκε τελικά χιμαιρική»[32].
Επειδή
λοιπόν γνώριζαν ότι δεν μπορούσαν να προσφέρουν καμία βοήθεια, «οι
Λατίνοι ηθέλησαν όπως αρχίσουν αμέσως αι επίσημοι συνεδρίαι, ενώ οι Έλληνες, προεξάρχοντος του βασιλέως, εζήτησαν προθεσμίαν
μέχρι της ελεύσεως των ηγεμόνων της Δύσεως, τους οποίους εις μάτην ανέμενον»[33].
Τελικά,
βασική αιτία για το κίνημα των «ανθενωτικών», δεν ήταν η «αδιαλλαξία» των Ορθοδόξων.
Αρχικά, ο πάπας κάτω από την πίεση των δυτικού «συνοδικού κινήματος», παρουσιάστηκε
συμβιβαστικός και δέχτηκε τους όρους των ορθοδόξων για μία σύνοδο στα πρότυπα
των επτά Οικουμενικών Συνόδων.
Αυτά
όμως έμειναν τελικά στα χαρτιά…
Όποιος
μελετήσει την ιστορία της ενωτικής συνόδου της Φλωρεντίας, με πολύ δυσκολία θα κρατήσει τον θυμό του για τις ψεύτικες
ελπίδες που μοίραζαν οι παπικοί, για τις παρανοϊκές απαιτήσεις τους, για τις
χυδαίες πιέσεις και τις μονόπλευρες αξιώσεις τους, οι οποίες πήγαζαν από την
βεβαιότητα πως οι Ορθόδοξοι τους είχαν ανάγκη. Χαρακτηριστικό του όλου κλίματος, είναι ότι ο πάπας απαίτησε από τον
Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωσήφ Β΄ να τον προσκυνήσει δημόσια και «να του φιλήσει το πόδι» σύμφωνα με το παπικό πρωτόκολλο! Ο
Πατριάρχης φυσικά αρνήθηκε, απειλώντας ότι θα αποχωρήσει και θα επιστρέψει στην
Κων/πολη. Τελικά ο πάπας υποχώρησε
και συμφώνησε να γίνει «αδελφικός ασπασμός», αρνήθηκε όμως να γίνει αυτό δημόσια,
και αξίωσε να τον επισκεφτεί η Ορθόδοξη αποστολή μέσα στο κελλί του[34]!
Αυτό
που τελικά επέτρεψε στον πάπα να κυριαρχήσει, ήταν η απελπιστική κατάσταση του
Βυζαντίου, που οδήγησε τον αυτοκράτορα Ιωάννη
Η΄, «παρά τις προκλητικές ταπεινώσεις και τη
διάψευση των προσδοκιών», να επιμείνει «στην προώθηση και την υπογραφή του όρου της ένωσης»[35].
Κατά
συνέπεια:
«Ήταν αδύνατον πλέον, μετά τις απειλές και
τις πιέσεις των Δυτικών προς Ορθοδόξους αρχιερείς και κληρικούς […] ο Σχολάριος να ενισχύσει με την δική του
παρουσία το κύρος του ενωτικού Όρου, που επρόκειτο εντός ολίγου να υπογραφεί. Για τον λόγο αυτόν, απεχώρησε μαζί με τον [Πλήθωνα]
Γεμιστό
και το Δημήτριο Παλαιολόγο, αδελφό του βασιλέα, και όταν, την 6η
Ιουλίου 1439, κηρύχθηκε η επίσημη ένωση, δεν συνυπέγραψε τον Όρο της, αλλά
επέστρεψε στην Κων/πολη»[36].
Το
κίνημα των «ανθενωτικών» έγινε σε ελάχιστο χρόνο τόσο σφοδρό και εξαπλώθηκε χωρίς
ουσιαστικές αντιλογίες στην Ανατολή, επειδή όλοι αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο όχι για Σύνοδο
αλλά για μια παρωδία, με σκοπό την πλήρη υποταγή και τον εξευτελισμό των Ορθοδόξων
για ανύπαρκτα ανταλλάγματα.
[Σημείωση: η σταυροφορία των 25.000 περίπου, Ούγγρων, Σέρβων και Πολωνών, η οποία
έληξε άδοξα στην Βάρνα της Βουλγαρίας, με καταστροφή του
στρατεύματος από τετραπλάσιους Τούρκους τον Σεπτέμβριο του 1444, δεν αποτελεί
εκστρατεία με πρωτοβουλία του πάπα Ευγενίου
Δ΄. Την εκστρατεία αυτή την προκάλεσε ο Τούρκος Μουράτ Β΄ με τις επιθέσεις του στη Σερβία, που είχαν ως αποτέλεσμα την αντίδραση και της Ουγγαρίας. Εκεί βρήκε ευκαιρία να
αναμειχθεί ο Ευγένιος Δ΄, κηρύσσοντας
μάλιστα «σταυροφορία εναντίον των απίστων»,
όμως και πάλι, «η δυτική Ευρώπη φαίνεται πως αδιαφόρησε στο κάλεσμα»[37], αποδεικνύοντας την αδυναμία του πάπα να
βοηθήσει το Βυζάντιο.]
Μετά
τα παραπάνω, που απαραιτήτως έπρεπε να αναφερθούν, ας απαντήσουμε στους
παράδοξους ισχυρισμούς του blog,
το οποίο αναφέρει για τον Κωνσταντίνο ΙΑ΄
Παλαιολόγο:
●
«Ήταν Ενωτικός (Ουνίτης) πιστός στην τελευταία οικουμενική
Σύνοδο του 1439»,
●
«αναγνώριζε τον πάπα ως αρχηγό της Εκκλησίας»,
●
«υποστήριζε τις αποφάσεις της Συνόδου της
Φερράρας-Φλωρεντίας».
Όταν
τον Οκτώβριο του 1448 πέθανε ο αυτοκράτορας
Ιωάννης Η΄, ξεκίνησαν οι διαδικασίες εκλογής νέου αυτοκράτορα, ο οποίος
τελικά ήταν ο αδελφός του Ιωάννη, ο Κων/νος Παλαιολόγος. Συνολικά, ο
τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας, βασίλευσε από τις 12 Μαρτίου 1449 έως τις 29
Μαΐου 1453[38].
Πρώτη
απόδειξη για το γεγονός ότι ο Κων/νος ΙΑ΄
Παλαιολόγος ουδέποτε υπήρξε ειλικρινά ενωτικός, αντλούμε από μια επιστολή
του Γεωργίου Σχολαρίου που γράφτηκε
στα 1450, λίγο πριν αποχωρήσει για να γίνει μοναχός.
Στην
επιστολή αυτή, μεταξύ άλλων, αναφέρει:
«Ο βασιλεύς ευμενής ημίν· η σύγκλητος εύνους· η πόλις ημών
εάλωκεν
Η
μαρτυρία αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι φανερώνει τις πολύ καλές σχέσεις του ηγέτη
των ανθενωτικών, Γεωργίου Σχολαρίου,
με τον Κων/νο Παλαιολόγο, σχέσεις που θα έπρεπε να ήταν τουλάχιστον
εχθρικές, αν ο αυτοκράτορας ήταν πιστός «ουνίτης» (ενωτικός).
Η
επιστολή αυτή λοιπόν, μας βεβαιώνει ότι «την εύνοια της Αυλής συνέχισε να απολαμβάνει
ο Σχολάριος και με αυτοκράτορα τον Κων/νο Παλαιολόγο», και μάλιστα, έως
το 1450 που ο Σχολάριος θέλησε «να εκπληρώσει παλιά του έφεση και επιθυμία
να γίνει μοναχός», «οι σχέσεις του με τον αυτοκράτορα
Κωνσταντίνο Παλαιολόγο ήταν ακόμη άριστες»[40].
Επίσης,
εκτός από την ευμενή διάθεση του αυτοκράτορα και της συγκλήτου, ο Σχολάριος μας βεβαιώνει και για την κυριαρχία των ανθενωτικών («πόλις … άπασα»), και οι μόνοι που εξαιρούνταν από την γενική εύνοια προς το
πρόσωπό του ήταν οι λατινόφρονες[41].
Δεν
υπάρχει λοιπόν αμφιβολία, ότι οι καλές σχέσεις του αυτοκράτορα με τον Σχολάριο δείχνουν πως οι ενωτικές πολιτικές
επιλογές του Κων/νου, τις οποίες
έλαβε κατόπιν εκβιασμού στα 1452, δεν
είχαν καμία σχέση με τα πραγματικά, ορθόδοξα πιστεύω του.
Σημαντικότατη
ως προς τη διερεύνηση του πραγματικού φρονήματος του Κων/νου Παλαιολόγου είναι και η μαρτυρία που προκύπτει από την
Σύνοδο Κων/πόλεως του 1450:
«Στις 7 Ιουλίου 1446 αναγορεύθηκε Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως ο Γρηγόριος, ο πνευματικός του αυτοκράτορα [Ιωάννη Η΄], τον
οποίο ο πάπας ανέδειξε και Πατριάρχη των Λατίνων της Κωνσταντινουπόλεως.
Αλλά μετά το θάνατο του Ιωάννου … και την ανάδειξι του Κωνσταντίνου ως αυτοκράτορα συνήλθε σύνοδος
στην Κωνσταντινούπολι και εξέλεξε πατριάρχη τον [ανθενωτικό] Αθανάσιο»[42].
Όπως
σημειώνει ο οτρηρός ερευνητής Σπυρίδων
Λάμπρος για τον Κων/νο:
«Ουδέν αντέπραξεν εις την συγκρότησιν της εν
Κωνσταντινουπόλει εκείνης συνόδου του 1450, ην είδομεν καταψηφίσασαν
τον λατινόφρονα πατριάρχην Γρηγόριον. Η δε καθαίρεσις του Γρηγορίου και η χειροτονία του εναντίου εις την ένωσιν διαδόχου αυτού
Αθανασίου […] ηκούσθησαν
μετά πολλής δυσαρεσκείας εν τε τη Ρώμη και τη λοιποί Ιταλία»[43].
Όταν
λοιπόν, επί των ημερών του, ο Κων/νος
Παλαιολόγος επιτρέπει
την καθαίρεση του λατινόφρονα Γρηγορίου,
για να πάρει τη θέση του ένας ανθενωτικός Πατριάρχης, δεν είναι
δυνατόν να ισχυριζόμαστε ότι ο αυτοκράτορας ήταν «ουνίτης», πιστός στον πάπα και στον ενωτικό Όρο!
Ένα
ακόμα γεγονός που αποδεικνύει ότι ο Κων/νος
Παλαιολόγος ουδέποτε είχε θέσει εαυτόν υπό την εξουσία του πάπα, είναι η «εξωπραγματική θεολογικά, εκκλησιαστικά και
ανθρωπιστικά»[44], απαντητική επιστολή που έστειλε ο πάπας Νικόλαος Ε΄ (1447-1455), όταν ο Κων/νος ζήτησε την συνδρομή της Δύσης για
την υπεράσπιση της απειλούμενης Κων/πολης:
«Όποιος
ευρίσκεται έξω από την εκκλησιαστική ενότητα με
τον Πάπα τιμωρείται σκληρά […] Το λαμπρό αυτό έθνος [ενν. των Ελλήνων], έγινε το πλέον αξιοθρήνητο απ’ όλα. Ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα ευρίσκεται στα
χέρια των εχθρών του Σταυρού […] Θα περιμένουμε μέχρις ότου η επιστολή μας αυτή
ληφθή πραγματικά υπ’ όψιν. Εάν μαζί με τους μεγιστάνες Σου και το λαό Σου σκεφθής καλύτερα και πραγματοποιήσης τον ‘’ένωτικό όρο’’
της Φλωρεντίας, θα μας εύρης […] πρόθυμους να βοηθήσουμε»[45].
Ποια
μεγαλύτερη απόδειξη από την ομολογία του ίδιου του πάπα μπορεί να υπάρξει, για
το γεγονός που με έμφαση σημειώνει ο Σπυρίδων
Λάμπρος:
«Εκ της
απαντήσεως ταύτης του πάπα, ην δυνάμεθα να ονομάσωμεν τελεσίγραφον της Δύσεως
προς το Βυζάντιον, γίνεται καταδηλότατον, ότι ο
Κωνσταντίνος ουδαμώς είχε προσχωρήσει εις τας αξιώσεις της Ρώμης»[46].
Είναι
γεγονός ότι, ο ίδιος ο Νικόλαος Ε΄, με
τον σκληρό και απειλητικό του τόνο, είναι αυτός που διαψεύδει κάθε υπόνοια ότι
ο αυτοκράτορας ήταν «ουνίτης», αφού μας βεβαιώνει ότι οι Ορθόδοξοι, με
υπαιτιότητα και του Κων/νου,
βρίσκονταν «έξω από την εκκλησιαστική ενότητα με τον Πάπα»!
Έτσι,
ο Κων/νος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, όταν
πραγματοποίησε την κοινή λειτουργία της 12ης Δεκεμβρίου 1452, δεν έπραττε κατά το
ορθόδοξο φρόνημά του, αλλά υπέκυπτε σε έναν ωμό εκβιασμό, καθώς ο πολιτικός ρόλος του
επέβαλε να πράξει κάθε τι που μπορούσε, για να σώσει τους υπηκόους του.
Ο
Νικόλαος Τωμαδάκης, ένας από τους
ικανούς μελετητές του Γεωργίου Σφραντζή,
παρά τα προβλήματα αυθεντικότητας που δημιουργεί το Μέγα Χρονικόν λόγω μεταγενέστερων παρεμβολών, δεν έχει αμφιβολία
ότι ο ιστορικός ήταν ορθόδοξος και
ανθενωτικός:
«Πάντως υποπτεύω ότι τα βιογραφικά στοιχεία
του τέλους του Majus [Μέγα] είναι
πάντα ψευδή, και ου μόνον τ’ αφορώντα εις την έλευσιν του ιστοριογράφου εις Ρώμην
και προσκύνησιν του Αγίου Πέτρου και
άλλα προφανώς δι’ ορθόδοξον απίθανα και διά
γέροντα δύσκολα»[47].
Και
αλλού αναφέρει για τον Σφραντζή:
Και
στην νεώτερη βιβλιογραφία, το συμπέρασμα είναι ίδιο:
«Ο
Σφραντζής ως πιστός ορθόδοξος της εποχής του
είναι κατά των Λατίνων και της ένωσης των Εκκλησιών»[49].
Πράγματι,
στο Μέγα Χρονικόν αναφέρει ο Σφραντζής:
«Μέμφονται και κατηγορούντες ελέγχουσιν ημάς οι Λατίνοι [...] ημείς καινοτομίαν ουδεμίαν εποιήσαμεν [...] ουκ αισχύνονται ... διδάσκοντες λέγειν ερρόρουμ Γραικόρουμ, τουτέστι σφάλματα ημέτερα [...] αυτοί τάχα ως δήθεν ορθόδοξοι [...] το σχίσμα των εκκλησιών εποίησεν ο πάπας
Στέφανος [...] πρώτος τοις Ιταλοίς μετά αζύμων παρέδωκεν επιτελείν την
αγίαν ιερουργίαν, και την προσθήκην την
εις το σύμβολον το άγιον φανερώς εκήρυξε»[50].
Αυτός
λοιπόν ο ορθόδοξος και ανθενωτικός, κατηγορεί τους Λατίνους για το Σχίσμα και απορεί για το γεγονός ότι
ξεδιάντροπα μιλούν για σφάλματα των ορθοδόξων, την στιγμή που οι παπικοί καινοτόμησαν, αλλοιώνοντας το
σύμβολο της πίστεως και εισάγοντας τα άζυμα στην Θεία Ευχαριστία.
Όμως,
όταν ο ιστορικός μαρτυρά πως την προηγούμενη της Αλώσεως -στις 28 Μαΐου το
βράδυ- o
Κων/νος
ΙΑ΄ Παλαιολόγος κοινώνησε,
γράφει τα εξής:
«Ο δε
βασιλεύς εν τω πανσέπτω ναώ της του Θεού λόγου σοφίας ελθών και προσευξάμενος
μετά κλαυθμού τα άχραντα και θεία μυστήρια μετέλαβεν»[51].
Πως θα ήταν ποτέ δυνατόν, ο Σφραντζής, ένας πιστός ορθόδοξος, να
ονομάζει μια αιρετική, «ενωτική» ιερουργία, ως «άχραντα και θεία μυστήρια»;! Η φράση αυτή λοιπόν, γραμμένη από έναν
ορθόδοξο, δεν μπορεί παρά να εννοεί ότι ο αυτοκράτορας μετέλαβε στα πλαίσια
Ορθόδοξης Λειτουργίας.
Η
παραπάνω μαρτυρία θα πρέπει να συνδυαστεί και με τα εξής δεδομένα:
α) Το τέλος του Βυζαντίου είχε φτάσει και κανείς
δεν περίμενε πια τίποτε από τους παπικούς καθώς «αι συνεννοήσεις μετά της Δύσεως
απέβησαν μάταιαι» και «η κοινή λειτουργία της 12ης
Δεκεμβρίου 1452 υπήρξεν άκαρπος»[52].
β) Η Αγία
Σοφία «είχε μείνει αλειτούργητος
από της μοιραίας εκείνης 12 Δεκεμβρίου, καθ’ ην είχε τελεσθή εν αύτη η κατάκριτος ενωτική λειτουργία»[53].
Άρα λοιπόν, ποιον
λόγο θα είχε ο Κων/νος Παλαιολόγος, την
προηγούμενη μέρα της μεγάλης καταστροφής και ενώ κυριαρχούν απόλυτα οι
ανθενωτικοί, να φέρει πάλι στο προσκήνιο το ενωτικό ζήτημα, να διχάσει το λαό
του την τελευταία στιγμή, και να κοινωνήσει ο ίδιος στις 28 Μαΐου σε ενωτική
λειτουργία, εξαιτίας μάλιστα της οποίας είχε κλείσει η Αγία Σοφία;!
Καταλαβαίνουμε
λοιπόν ότι όλα αυτά θα ήταν εντελώς παράλογο να συμβούν και έτσι, η φράση του
ορθόδοξου Σφραντζή, που μαρτυρά ότι ο
Κων/νος το βράδυ πριν τον θάνατό του άνοιξε
πάλι την Αγία Σοφία και «τα άχραντα και θεία μυστήρια μετέλαβεν», μας
οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο τελευταίος
αυτοκράτορας πέθανε ως Ορθόδοξος.
Ο
καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Νικόλαος Τωμαδάκης, στο επετειακό τεύχος
της Νέας Εστίας για τα 500 χρόνια από
την Άλωση, (1453-1953), συγκέντρωσε και
παρουσίασε αριθμό μαρτυριών που μας βεβαιώνουν ότι στη μνήμη της Παράδοσης,
κάθε άλλο παρά ως «ουνίτης» επέζησε ο Κων/νος
Παλαιολόγος:
«Αι εν συνεχεία συλλεγείσαι μαρτυρίαι, προερχόμενοι από ανθρώπους διαφόρων αιώνων και τόπων, λογιωτέρους των ποιητών των δημοτικών ασμάτων, δεικνύουν ένα Κωνσταντίνον ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ και ΑΓΊΟΝ εις την συνείδησιν του δουλεύοντος Έθνους»[54] (τα κεφαλαία όπως στο πρωτότυπο).
«Αι εν συνεχεία συλλεγείσαι μαρτυρίαι, προερχόμενοι από ανθρώπους διαφόρων αιώνων και τόπων, λογιωτέρους των ποιητών των δημοτικών ασμάτων, δεικνύουν ένα Κωνσταντίνον ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΑ και ΑΓΊΟΝ εις την συνείδησιν του δουλεύοντος Έθνους»[54] (τα κεφαλαία όπως στο πρωτότυπο).
Μερικές
από τις πιο χαρακτηριστικές αυτές μαρτυρίες, είναι οι εξής, όπως παρατίθενται
από τον εξέχοντα βυζαντινολόγο:
α) «Γ.
Σφραντζής, Chronicon Minus (Τωμαδάκης, Οι Συγγρ . της Αλώσεως σ.167). Ην δε η
πάσα ζωή αυτού δη του μακαρίτου βασιλέως
και μάρτυρος χρόνος μθ΄ και μήνε ς γ΄
και ημέραι κ΄…»[55].
β) «Εκ
διαφόρων κωδίκων, εκδιδομένων υπό Σπ. Λάμπρου, ΝΕ 5,1908, σσ.261-262). Κωνσταντίνος των Παλαιολόγων ο ύστερος
[…] εκομίσατο
τον του μαρτυρίου στέφανον …»[56].
γ) «Κώδιξ
Ιβήρων 388 φ. 40β (XVI αι.) (Σ. Λάμπρος, Βραχέα Χρονικά σ. 54). ... και ανηρέθη ο άγιος
μάρτυς και βασιλεύς Κωνσταντίνος συν πολλοίς άρχουσι»[57].
δ) «Το
κείμενον τούτο περιέχεται εις τον κώδικα 287 της Ι. Μονής Αγίου Ιωάννου του θεολόγου
[…] Και ως ήκουσεν ο βασιλεύ ς έγινε περίλυπος
[…] και είπεν. ‘’Ω Δέσποινά μου […]
ιδού παραδίδω την ψυχήν μου εις χείρα ς
σου […] Τότε απεκρίθη η Κυρία των
Αγγέλων. ‘’Ο θεός να αναπαύση την ψυχήν
σου μετά των αγίων αυτού …’’»[58].
Κατά
συνέπεια, οι μαρτυρίες των προσώπων, των ιστορικών γεγονότων και της Παράδοσης,
δεν αφήνουν το παραμικρό περιθώριο για τις αντιχριστιανικές ιδεολογικές
ακροβασίες: Ο τελευταίος βυζαντινός
αυτοκράτορας, ο «Μαρμαρωμένος Βασιλιάς»
κατά την παράδοση, ο γενναίος Κων/νος ΙΑ΄
Παλαιολόγος, έζησε, πέθανε και μνημονεύτηκε ως
Ορθόδοξος.
Μετά
λοιπόν από την τοποθέτηση των γεγονότων στη βάση της βιβλιογραφικής τεκμηρίωσης,
θα λέγαμε τα εξής:
Το ιστορικό γεγονός, πρέπει
να αντιμετωπίζεται ως τέτοιο,
μόνο όταν τεκμηριωθεί επάνω στις διασταυρωμένες
γνώμες των ειδικών, μετά από έντιμη μελέτη της σχετικής επιστημονικής
βιβλιογραφίας. Επίσης, το τεκμηριωμένο κείμενο, επειδή δεν έχει τίποτε να
κρύψει, όλα τα ουσιώδη συμπεράσματα
που παραθέτει, πρέπει να τα στηρίζει οπωσδήποτε
σε έγκυρη βιβλιογραφία και να παραπέμπει εκεί τον αναγνώστη με κάθε λεπτομέρεια
(συγγραφέας, τίτλος, εκδότης, έτος, αριθμός σελίδας) ώστε να είναι ελέγξιμη η
αξιοπιστία τους. Κατά την άποψη μας, μόνο
έτσι μπορεί να μπουν οι βάσεις για ένα διαδίκτυο που θα σταματήσει επιτέλους να
κατακλύζεται από την παραπληροφόρηση και την ψευδοϊστορία που υπαγορεύουν οι
ιδεολογικές προκαταλήψεις.
Είναι κάπως αστείο, ότι το blog των φανατικών κειμενογράφων, έχοντας την
ψευδαίσθηση ότι ο Κων/νος ήταν
«ουνίτης» και θέλοντας να προκαλέσουν τους Ορθοδόξους, έγραψαν ύμνους για την «γενναία στάση
του Σέρβου από μητέρα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου που με την περήφανη απάντησή του
… θύμιζε
τον Σπαρτιάτη Λεωνίδα»!
Πράγματι, στο σημείο αυτό, το
blog
γράφει την αλήθεια!
Μόνο που όταν
έγραφαν αυτά, δεν είχαν καταλάβει ότι υμνούν έναν ηρωικό, Ορθόδοξο,
Βυζαντινό αυτοκράτορα…
[1] Βλ. Μπούμης
Ι. Παναγιώτης, «Κανονικόν Δίκαιον»,
έκδ. 3η επηυξημένη, Γρηγόρης, Αθήνα 2002, σελ. 175-178.
[4] Για την
αξιοπιστία του Συρόπουλου, βλ. Φούγιας
Γ. Μεθόδιος, «Έλληνες και Λατίνοι», 2η
έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1994, σελ. 317, σημ. #73.
[5] Βλ.
βιογραφικά στο «Συρόπουλος Σίλβεστρος»,
Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια (ΘΗΕ), τόμ. 11, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα
1967, στ. 596-597.
[7] Βλ. Φούγιας
Γ. Μεθόδιος, «Έλληνες και Λατίνοι», 2η
έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1994, σελ. 366.
[12] Podskalsky
Gerhard, «Η Ελληνική Θεολογία επί Τουρκοκρατίας
1453-1821», ΜΙΕΤ, Αθήνα 2005, σελ. 43, σημ. #2.
[20] Γεωργούδας
Ιωακείμ-Γεώργιος, «Ο Πατριάχης Γεννάδιος
Β΄ Σχολάριος στις εγκυκλοπαίδειες και στα σχολικά εγχειρίδια» (διδακτ.
διατριβή), Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 161.
[21] Βλ.
Φούγιας Γ. Μεθόδιος, «Έλληνες και Λατίνοι»,
2η έκδ. (1η έκδ. 1990), Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1994, σελ.
315-430 / Μανίκας Κων/νος, «Γεννάδιος ο Σχολάριος», στην εγκυκλοπαίδεια
«Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ.
16, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM] /
«Γενάδιος Β΄» στο «Εγκυκλοπαιδικό Προσωπογραφικό Λεξικό
Βυζαντινής Ιστορίας και Πολιτισμού» (επιμ. Σαββίδης Αλέξης), τόμ. 5, εκδ.
Ιωλκός-Μέτρον, Αθήνα 2006, σελ. 264-272 /
Για μια πλήρη ανάλυση του φαινομένου και αναίρεση της παλαιάς
επιχειρηματολογίας, βλ. Γεωργούδας Ιωακείμ-Γεώργιος, «Ο Πατριάχης Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος στις εγκυκλοπαίδειες και στα σχολικά
εγχειρίδια» (διδακτ. διατριβή), Θεσσαλονίκη 1994.
[25] «Γεννάδιος
ο Σχολάριος», εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα»,
τόμ. 16, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2004-2005 [CD-ROM].
[28] Αναχώρησαν
από την Κων/πολη στις 27 Νοεμβρίου
1437 και έφτασαν στη Βενετία στις 8
Φεβρουαρίου 1438 (ΘΗΕ, τόμ. 11 (1967), στ. 1017).
[29] «Γενάδιος
Β΄», στο «Εγκυκλοπαιδικό Προσωπογραφικό
Λεξικό Βυζαντινής Ιστορίας και Πολιτισμού» (ΕΠΛΒΙΠ) (επιμ. Σαββίδης
Αλέξης), τόμ. 5, εκδ. Ιωλκός-Μέτρον, Αθήνα 2006, σελ. 266.
[35] Φειδάς
Ιω. Βλάσιος, «Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος»,
εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα», τόμ. 31, εκδ. Πάπυρος, Αθήνα
2004-2005 [CD-ROM].
[37] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Θ΄, «Μεσοβυζαντινοί (1071-1204) &
Υστεροβυζαντινοί χρόνοι (1204-1453)», Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1980, σελ. 203α.
[39] Gennadius Scholarius Theol., «Epistulae Georgii Scholarii» (ante
1450). {3195.043} Epistle 34 page 472 line 18, στην ιστοσελίδα της ψηφιακής βιβλιοθήκης TLG («Thesaurus Linguae Graecae»), University of California, Irvine.
[43] Λάμπρος
Σπυρίδων, «Ιστορία της Ελλάδος μετ'
εικόνων», τόμ. 6, εκδ. Κάρολος Μπέκ, εν Αθήναις 1908, σελ. 908.
[47] Τωμαδάκης
Νικόλαος, «Περί Αλώσεως της
Κωνσταντινουπόλεως (1453)», ανατύπωση 2ης έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1993
(c1953), σελ. 138.
[49] Hunger
Herbert, «Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η Λόγια
Κοσμική Γραμματεία των Βυζαντινών», τόμ. Β΄, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992, σελ. 355.
[58] Νέα
Εστία, ό.π., σελ. 734-735.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου