ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

Τελευταία Νέα του "Αντιαιρετικός"

Ευχαριστούμε όλες και όλους εσάς που επισκέπτεστε το ιστολόγιο μας ... Διαβάστε την καινούργια σελίδα μας "Απάνθισμα Πατερικών Κειμένων" ...ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

12 Ιουλ 2020

Η θρησκευτική πολιτική των επιγόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Κωνστάντιου Β΄και Ιουλιανού



Κωνστάντιος Β΄

Η βασιλεία του γιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Κωνστάντιου Β΄από το 337 μ.Χ. μέχρι το 361 μ.Χ., σφράγισε τον νέο τρόπο ζωής των πολιτών της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας. Αυτός ο περιορισμένος και κακολογημένος άνθρωπος μετέτρεψε την «ταχυδακτυλουργία» του πατέρα του, δηλαδή τη συσπείρωση του παγανιστικού (= ειδωλολατρικού) και χριστιανικού κόσμου γύρω από το πρόσωπο του αυτοκράτορα, σε μακροχρόνια πραγματικότητα...

Οι επίσκοποι συνδέθηκαν με τους γραφειοκράτες ως μέλη της νέας κυβερνητικής τάξης με κέντρο την αυλή του αυτοκράτορα. Ο Κωνσταντίνος, στη φιλική ατμόσφαιρα κατά τη διάρκεια ενός αυτοκρατορικού δείπνου, είχε ήδη αναγγείλει διακριτικά και αινιγματικά πως ήταν ένας επίλεκτος – «επίσκοπος των εκτός» – της χριστιανικής εκκλησίας. Με τον Κωνστάντιο Β΄όμως, οι επίσκοποι έμαθαν την νέα σκληρή πραγματικότητα. Εφόσον ήταν αυλικοί, όφειλαν να μοιράζονται την άνοδο και την πτώση των αυλικών. Λόγου χάρη, ο Μέγας Αθανάσιος επίσκοπος Αλεξανδρείας, εξορίστηκε πέντε φορές, δηλαδή δεκαεπτάμισι χρόνια από τη ζωή του, τα πέρασε εκτός της επισκοπής του. Ο τότε επίσκοπος Αντιοχείας κατηγορήθηκε για δυσφήμηση της αυτοκράτειρας και παγιδεύτηκε δολίως με πόρνες.
Ερχόμενοι τώρα στην θρησκευτική πολιτική του Κωνστάντιου Β΄έχουμε να παρατηρήσουμε, πως στα δογματικά ζητήματα επέδειξε μια ευελιξία, προσπαθώντας να υιοθετήσει μια μέση οδό. Υποστήριξε τον αρειανισμό ως την πιο αποδεκτή δογματικά έκφραση στη σχέση μεταξύ του Χριστού και του Πατρός Θεού. Αυτό το δόγμα διαμορφώθηκε από ένα Αλεξανδρινό ιερωμένο, τον Άρειο (περίπου 250 – 336 μ.Χ.), ο οποίος αντιμετωπίστηκε από τον Αλέξανδρο πατριάρχη Αλεξανδρείας, αλλά και κυριότερα από τον Μέγα Αθανάσιο που τότε ήταν διάκονος. Ο Άρειος είχε τη σιωπηλή υποστήριξη καλλιεργημένων επισκόπων όπως ο γηραιός πολιτικός Ευσέβιος Καισαρείας. Υποστηρίζοντας τον αρειανισμό ο Κωνστάντιος, διάλεγε τη θρησκεία των μορφωμένων χριστιανών Απολογητών της προηγούμενης γενιάς του 2ου και 3ου μ.Χ. αιώνα.
Για τον μέσο επίσκοπο της εποχής του Κωνσταντίνου, ο θρίαμβος του χριστιανισμού σήμαινε τη νίκη του αυστηρού μονοθεϊσμού κατά της πολυθεΐας. Οι μάρτυρες είχαν πεθάνει για τον έναν, ύψιστο Θεό. Και για τον καλλιεργημένο χριστιανό του 4ου μ.Χ. αιώνα, ο ύψιστος Θεός δεν μπορούσε να φανερώσει τον Εαυτό Του στον φυσικό κόσμο παρά μόνο μέσα από κάποιο μεσάζοντα (Μεσσία). Ο Χριστός όφειλε, κατά κάποιο τρόπο, να είναι μια απεικόνιση του Θεού• δεν μπορούσε να είναι ο Θεός: γιατί η μοναδική ουσία του Ενός Θεού έπρεπε να στέκει ακέραιη και υπερβατική δηλαδή εκτός του κόσμου, αφού ο κόσμος είναι φθαρτός και πεπερασμένος. Ο Θεός του αρειανών ήταν ο ζηλόφθονος Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ: αλλά ο Χριστός τους ήταν ο θεϊκός μεσάζων του σύμπαντος των νεοπλατωνικών φιλοσόφων. Ο αρειανισμός έβρισκε επίσης θετική ανταπόκριση στη φαντασία των νέων αυλικών. Γιατί ο Χριστός, ο οποίος «εκπροσωπούσε» τον Θεό σ’ αυτό τον κόσμο, έμοιαζε με ένα διοικητή που, καθισμένος κάτω από μια εικόνα του αυτοκράτορα, «εκπροσωπούσε» τον Κωνστάντιο Β΄σε κάποιο μακρινό δικαστήριο.
Ο Κωνστάντιος Β΄είχε την υποστήριξη των μορφωμένων και στραμμένων στην παράδοση επισκόπων της Μικράς Ασίας και των παραδουνάβιων επαρχιών. Πρόκειται για μια συμμαχία ομάδων που προοιωνίζει τα σύνορα της μεσαιωνικής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας: ένας συμπαγής συνασπισμός συντηρητικών, πιστών «Ρωμαίων», ελληνικής παιδείας κυρίως, που κρατούσε ήδη την ισορροπία ανάμεσα σε μια πρωτόγονη λατινική Δύση και μια σφύζουσα από ζωή Ανατολή. Αντίστοιχης καλλιέργειας λαϊκοί συνέρευσαν στην Κωνσταντινούπολη. Έφεραν τη γλώσσα και την αρχιτεκτονική της ελληνικής Μικράς Ασίας στη νέα πρωτεύουσα. Λαϊκοί και κληρικοί είχαν μια στοιχειώδη ελληνική μόρφωση. Είχαν διαβάσει τον Όμηρο, κάποιοι μάλιστα είχαν επισκεφτεί και την Αθήνα. Αλλά ο κλασικισμός τους ήταν η «παστεριωμένη» κουλτούρα της επιτυχίας του 4ου αιώνα• διάβαζαν ελληνική λογοτεχνία για να αποκτήσουν αρχοντικούς τρόπους, όχι όμως για να μάθουν για τους θεούς. Τέτοιοι άνθρωποι άξιζαν τον αιφνίδιο τρόμο δεκαεννέα μηνών αυστηρής παγανιστικής (= ειδωλολατρικής) διακυβέρνησης, η οποία εγκαινιάστηκε με τη βασιλεία του Ιουλιανού του αποκαλούμενου και Αποστάτη, από το 361 έως το 363.


Ιουλιανός

Ο Ιουλιανός, ανιψιός του Κωνσταντίνου από τη μεριά του πατέρα του, είχε την τύχη να αποκτήσει μια σωστή παιδεία. Όσο ο μεγαλύτερος ξάδελφός του, ο Κωνστάντιος Β΄, περιπολούσε την Αυτοκρατορία με την «ξεριζωμένη» αυλή του, ο Ιουλιανός συγχρωτιζόταν με τους μορφωμένους Έλληνες των πόλεων του Αιγαίου. Ανήλθε στο θρόνο από ένα απελπισμένο γαλατικό στρατό. Αλλά, για ένα αιώνα, ήταν ο πρώτος αυτοκράτορας με πραγματική μόρφωση• και ως αυτοκράτορας πιο αυστηρός και πιο ευφραδής από τον Μάρκο Αυρήλιο.
Ο Ιουλιανός υποστήριξε την «κοινότητα των Ελλήνων». Εκπροσωπούσε την υποβαθμισμένη ανώτερη τάξη των αρχαίων ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας – «ανθρώπους έντιμους» που είχαν παρακολουθήσει με αυξανόμενη οργή τις βλασφημίες, τον προκλητικό πλούτο και τη βαθιά ιδεολογική σύγχυση της αυλής του Κωνσταντίνου και του Κωνστάντιου Β΄. Με την καθιέρωση πλούσιων παγανιστικών (= ειδωλολατρικών) εορτών και την εξύψωση της κοινωνικής θέσης των παγανιστών ιερέων, ο Ιουλιανός τους έδειξε πως οι θεοί υπήρχαν και η παρουσία τους μπορούσε να γίνει αισθητή. Επέβαλε ένα καθεστώς «λιτότητας», μετά τη ραγδαία ανάπτυξη της αυλικής ζωής από τα χρόνια του Κωνσταντίνου. Ξανάφερε στη μνήμη των ανώτερων τάξεων ορόσημα που είχε συμπαρασύρει η κοινωνική ρευστότητα των αρχών του 4ου αιώνα. Τις παρότρυνε να θυμηθούν το αρχαίο κύρος του παγανιστικού ιερατείου και τις παλιές παραδόσεις κοινωνικής ευθύνης για τους φτωχούς. Επιχείρησε να συνενώσει, γύρω από τους αρχαίους ναούς, πόλεις που είχαν διχαστεί ανάμεσα σε νεόπλουτους και ξεπεσμένους αριστοκράτες, ανάμεσα στο συμβούλιο της πόλης και τον χριστιανό επίσκοπο.
Αυτή η «παγανιστική αντίδραση» της βασιλείας του Ιουλιανού δεν ήταν μια ρομαντική απόπειρα να γυρίσουν οι δείκτες του ρολογιού πίσω στις μέρες του Μάρκου Αυρήλιου. Όπως τόσες άλλες «αντιδράσεις», ήταν μια οργισμένη προσπάθεια εκκαθάρισης λογαριασμών με όσους είχαν συνεργαστεί με το προηγούμενο χριστιανικό καθεστώς. Φυσικά, ο Ιουλιανός ανησυχούσε από τη γοργή και πλατιά εξάπλωση του χριστιανισμού στις κατώτερες τάξεις• αλλά ο πραγματικός στόχος του μίσους του ήταν εκείνα τα μέλη της ελληνικής ανώτερης τάξης που είχαν συμβιβαστεί με τον χριστιανισμό του καθεστώτος του Κωνσταντίνου και του Κωνστάντιου Β΄. Ήταν ο νοθευμένος κλασικισμός των χριστιανών της ανώτερης τάξης που επέσυρε την μήνιν του. Η παιδεία, επέμενε, ήταν το δώρο των θεών προς τους ανθρώπους. Οι χριστιανοί είχαν καταχραστεί αυτό το θεόσταλτο δώρο. Οι Απολογητές τους έκαναν χρήση της ελληνικής γνώσης και των φιλοσοφικών αναζητήσεων για να βλαστημήσουν τους θεούς• οι χριστιανοί αυλικοί είχαν απομυζήσει την ελληνική φιλολογία για να φανούν πολιτισμένοι. Το 363 απαγορεύτηκε στους χριστιανούς να διδάσκουν τα ελληνικά γράμματα: «Αν τους ενδιαφέρει η λογοτεχνική παιδεία, έχουν τον Λουκά και το Μάρκο. Ας επιστρέψουν στις εκκλησίες τους κι ας τους εξηγήσουν εκεί».
Ο Ιουλιανός πέθανε κατά τη διάρκεια μιας εκστρατείας στη Περσία σε ηλικία τριάντα ενός ετών, το 363. Αν ζούσε, θα επιδίωκε να εκτοπίσει τον χριστιανισμό από τις ανώτερες τάξεις – κατά τον τρόπο που ο βουδισμός περιορίστηκε στις κατώτερες τάξεις κάτω από την πίεση ενός αναγεννημένου κομφουκιανού μανδαρινάτου στην Κίνα του 13ου αιώνα. Όποιες και να ήταν οι «βαρβαρικές» διακλαδώσεις του χριστιανισμού στις κατώτερες τάξεις, οι «μανδαρίνοι» της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Ιουλιανού θα ήταν αυθεντικοί «Έλληνες» – άνθρωποι με τον Όμηρο, απρόσβλητοι από τα ευαγγέλια ψαράδων της Γαλιλαίας. Είναι ενδεικτικό της οξυδερκούς διάγνωσης του Ιουλιανού σχετικά με τα αποθέματα του ελληνισμού στην ύστερη Αυτοκρατορία, το ότι τόσο πολλοί – δάσκαλοι, ποιητές, λόγιοι, διοικητικοί – κατάφεραν να παραμείνουν πιστοί «Έλληνες» (= ειδωλολάτρες), μέχρι του τέλους του 6ου αιώνα.
Σπανίως ζητήματα μισού αιώνα έχουν συνοψιστεί τόσο ξεκάθαρα και έχουν κριθεί τόσο αυστηρά όσο στα κείμενα και στην πολιτική του Ιουλιανού του Αποστάτη. Όμως ο Ιουλιανός έσφαλλε. Και μόνο το γεγονός ότι το έργο του επιβίωσε, μαρτυρεί την επίτευξη ενός μακροχρόνιου συμβιβασμού ανάμεσα στο χριστιανισμό και τον ελληνισμό• γιατί τα γραπτά του Αποστάτη έφτασαν σε μας σε πολυτελείς εκδόσεις που τις επιμελήθηκαν με αγάπη ουμανιστές (= ανθρωπιστές) επίσκοποι και μοναχοί στο Βυζάντιο του 13ου αιώνα.
Δεν του έλειπε ο ρεαλισμός του Ιουλιανού. Έβλεπε, με την καθαρότητα που του γεννούσε το μίσος, ένα κραυγαλέο χαρακτηριστικό των καιρών του: την άνοδο του χριστιανισμού που παραμέριζε σιγά – σιγά την αγαπημένη του ελληνική παιδεία. Εκείνο που δεν μπόρεσε να δει ήταν ότι αυτός ο ίδιος χριστιανισμός είχε την ικανότητα να μεταδώσει την κλασική κουλτούρα μιας ελίτ στο μέσο πολίτη του ρωμαϊκού κόσμου. Οι χριστιανοί επίσκοποι ήταν οι ιεραπόστολοι αυτής της κουλτούρας με την οποία είχε ταυτιστεί.
Γιατί ο χριστιανισμός ήταν στην ουσία μια «λαϊκή» θρησκεία. Γαντζώθηκε στις παρυφές της αστικής ζωής σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας. Ήταν επίσης «λαϊκός» στο βαθμό που προϋπέθετε μια ελάχιστη εξοικείωση με τα γράμματα: το πρώτο πράγμα που ανακάλυπτε ο Αιγύπτιος χωρικός μπαίνοντας σε κάποιο μοναστήρι ήταν πως έπρεπε να μάθει να διαβάζει – προκειμένου να καταλάβει τη Βίβλο. Άλλωστε πρέπει να επισημανθεί πως η εδραίωση του χριστιανισμού συνέπεσε με μια σημαντική πρόοδο στην παραγωγή βιβλίων, αφού ο δύσχρηστος μέχρι τότε κύλινδρος από πάπυρο, αντικαταστάθηκε από τον περιεκτικό κώδικα που άνοιγε σε σελίδες σαν τα σημερινά βιβλία.
Ας πάρουμε μερικά τοπικά παραδείγματα: για τον Ιουλιανό ο «ελληνισμός» είχε πολύ αδύναμες ρίζες σε μια καθυστερημένη επαρχία όπως η Καππαδοκία. Οι χριστιανοί επίσκοποι στις πόλεις της Καππαδοκίας όμως, αν και προέρχονταν από την ίδια τάξη με τους παγανιστές συναδέλφους τους, αποθαρρύνονταν λιγότερο από τη δυσθεράπευτη «βαρβαρότητα» του ντόπιου πληθυσμού. Του έκαναν επίμονα κηρύγματα στα ελληνικά• τον στρατολογούσαν σε ελληνόφωνα μοναστήρια• έστελναν ελληνόφωνους ιερείς στην επαρχία. Η Καππαδοκία παρέμεινε ελληνόφωνη επαρχία έως τον 14ο αιώνα.
Τα ευέλικτα, δογματικά ελληνικά των επισκόπων μπορούσαν να ταξιδέψουν ταχύτερα από τα εσωστρεφή, κλασικιστικά ελληνικά των ρητόρων. Μπορούσαν να μεταφραστούν και να υπερπηδήσουν τα σύνορα της Αυτοκρατορίας. Από τον 4ο αιώνα και εξής η Αρμενία έγινε μια υποβυζαντινή επαρχία μέσω των εκκλησιαστικών δεσμών της με την Καππαδοκία. Ακόμα και ο ήχος των φωνηέντων σε αρμενικές μεταγραφές διατηρεί μια κλασική ελληνική προφορά που έχει χαθεί πια εδώ και καιρό στην ίδια την Ελλάδα. Η αγγλική λέξη church (= εκκλησία) απηχεί την επιρροή των χριστιανών της Καππαδοκίας στη γοτθική μετάφραση της Βίβλου: γιατί το γοτθικό ciric (εξ ου και church, kerk, kirche) προέρχεται από το κυριακός οίκος – «ο οίκος του Κυρίου» – της χριστιανικής ελληνικής γλώσσας.
Στην Αίγυπτο, επίσης, ο χριστιανισμός ευνόησε την ανάπτυξη της κοπτικής ως γλώσσας των γραμμάτων. Η υιοθέτηση της κοπτικής δεν είναι διόλου σημάδι της αναβίωσης ενός αιγυπτιακού «σεπαρατισμού» (= αυτονομία, διαφοροποίηση), όπως έχει υποστηριχτεί κατ’ επανάληψη. Κατά τον 4ο και 5ο αιώνα, ο αιγυπτιακός «απομονωτισμός» ήταν παγανιστικός. Είχε ως επίκεντρο την «ιερή γη» και τους ναούς της Αιγύπτου και εκφραζόταν στα ελληνικά. Η κοπτική, αντίθετα, ήταν μια φιλολογία συμμετοχής. Έβριθε από ξένα γλωσσικά δάνεια• και, μέσω αυτής, οι κληρικοί και οι μοναχοί της Άνω Αιγύπτου ένιωθαν, για πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία τους, πως μπορούσαν να αγκαλιάσουν μακρινές σκέψεις και πολιτικές στρατηγικές και να δώσουν τον τόνο σε μια κοινή μοναστική κουλτούρα, από την Κωνσταντινούπολη ως τη Γαλατία. Όπως ακριβώς ο κάτοικος των παραδουνάβιων επαρχιών είχε δείξει πως, μέσω του στρατού, μπορούσε να συμμετάσχει στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίς να γνωρίζει τους κλασικούς, έτσι και ο χριστιανός της Αιγύπτου, της Συρίας ή της βόρειας Αφρικής ένιωθε τώρα να έχει λόγο στα θρησκευτικά ζητήματα που απασχολούσαν την άρχουσα τάξη της Αυτοκρατορίας.   

Βιβλιογραφία
Πήτερ Μπράουν: Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας 150 – 750 μ.Χ.


ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...