Από το πλήθος των γνησίων
συγγραμμάτων του Απολογητή και Φιλόσοφου Ιουστίνου του Μάρτυρος (100 – 165
μ.Χ.), διασώθηκαν μόνο τρία απολογητικά και τα τρία. Τα «Διάλογος προς Τρύφωνα», «Α΄
Απολογία» και «Β΄ Απολογία». Το
κείμενο των έργων του όπως παρατηρεί και ο Μέγας Φώτιος στην «Μυριόβιβλό» του, διακρίνεται για την
εκφραστική του πτωχεία, αλλά διαθέτει πλούτο σκέψεων και νεανική ζωηρότητα: «Ο Ιουστίνος είναι στο έπακρο κάτοχος της
δικής μας φιλοσοφίας (εννοεί την χριστιανική), αλλά και της κοσμικής,
διαθέτοντας μεγάλη πολυμάθεια και πλούτο ιστορικών γνώσεων, και δεν
ενδιαφέρεται να στολίσει με ρητορικά τεχνάσματα το έμφυτο κάλλος της φιλοσοφίας
του. Γι’ αυτό και οι λόγοι του, αφού από άλλη άποψη είναι δυνατοί και διασώζουν
το επιστημονικό γνώρισμα, δεν αποστάζουν τις ηδονές που απορρέουν από εκεί,
ούτε έλκουν τους πολλούς ακροατές με τον θελκτικό και ευχάριστο τρόπο»
Μυριόβιβλος 125...
Στον «Διάλογο προς Τρύφωνα» περιέχονται τα όσα διαμείφθηκαν κατά την
συνάντηση που είχε ο Ιουστίνος με τον Ιουδαίο λόγιο Τρύφωνα. Αντιληφθείς ο
Τρύφωνας από τον τρίβωνα (= τριμμένο ρούχο), την φιλοσοφική ιδιότητα του
Ιουστίνου, θέλησε να μάθει τις απόψεις του για τα σπουδαία προβλήματα του
ανθρώπου και της ζωής. Όταν όμως ο φιλόσοφος του διηγήθηκε τις άκαρπες σπουδές
του σε διαδοχικούς φιλοσοφικούς δασκάλους και το πώς μεταστράφηκε στον
χριστιανισμό, ο Τρύφωνας απογοητεύτηκε και εξέφρασε την γνώμη πως θα ήταν
προτιμότερο να έβλεπε τον συνομιλητή του να ασχολείται ακόμα με την φιλοσοφία
του Πλάτωνα ή κάποιου άλλου φιλοσόφου. Δυσαρεστημένος τότε ο Ιουστίνος για την
ειρωνική αυτή παρατήρηση, θέλησε να φύγει, αλλά τον συγκράτησαν από το ρούχο
του οι συνομιλητές του. Έτσι παρέμεινε και αποφασίστηκε να διεξαχθεί ήρεμος
συζήτηση, η οποία διήρκησε επί διήμερο. Ο ιστορικός Ευσέβιος υποστηρίζει πως ο
διάλογος διεξήχθη στην Έφεσο, αλλά λόγω κάποιων στοιχείων που υπάρχουν μέσα σ’
αυτόν, το πιθανότερο είναι, να έγινε στο στάδιο των Αθηνών: «Συνέταξε δε και Διάλογο προς Ιουδαίους, τον
οποίο διεξήγαγε εις την πόλη των Εφεσίων προς τον επισημότατο των τότε Εβραίων
Τρύφωνα» Εκκλησιαστική Ιστορία 4,18,6. Κατά τη μαρτυρία του Ιωάννη
Δαμασκηνού ο διάλογος περιλαμβάνονταν σε δύο βιβλία που αντιστοιχούσαν στις δύο
μέρες της συζήτησης.
Η μεγάλη αξία του μωσαϊκού
νόμου και το πρόσωπο του Χριστού κυριαρχούν σε όλη τη συζήτηση. Ο Ιουστίνος
ήλθε σε δύσκολη θέση όταν του παρατηρήθηκε πως δεν υπάρχει σωτηρία σε όσους
εγκαταλείπουν τον Θεό για να προσκολληθούν σε ένα άνθρωπο όπως ήταν ο Ιησούς
Χριστός. Η παρατήρηση αυτή δείχνει πως ο Τρύφων αν και φιλελεύθερος γνώριζε το
ευαγγέλιο, παρέμεινε όμως πιστός στην ιουδαϊκή μονοθεΐα και παράδοση.
Ο Ιουστίνος δεν απορρίπτει
την Παλαιά Διαθήκη, όπως έκαναν οι Γνωστικοί επειδή θεωρούσαν πως μιλάει για
κακό Θεό, αφού θεωρεί αυτή πως είναι θεόπνευστη ως προϊόν της θείας οικονομίας
και ως υποκίνηση της προσδοκίας του Χριστού. Επειδή όμως μιλάει για τις θείες
αλήθειες με παραβολές και τύπους οι Ιουδαίοι λόγω ανοησίας την παρανόησαν, και
δεν κατάλαβαν τις προπαρασκευαστικές θεοφάνειες στον Αβραάμ, Ιακώβ και Μωϋσή.
Γι’ αυτό υπήρξε η ανάγκη
σύναψης νέας διαθήκης. Άλλωστε στο πρόσωπο του Χριστού εκπληρώνονται οι
προφητικές επαγγελίες και πως το πρόσωπο αυτό είναι το γνωστό των θεοφανειών,
σε μια πλήρη θεοφάνεια πλέον. Αυτός έφερε σε επίγνωση τους καλόπιστους
ανθρώπους, όχι όμως τους Ιουδαίους, οι οποίοι έστειλαν επίλεκτους άνδρες σε όλη
τη γη για να διακηρύξουν πως η θρησκεία αυτή αποτελεί αίρεση.
Πλέον ο παλιός νόμος με την
περιτομή, τους καθαρμούς, τις θυσίες, τις νηστείες αντικαταστάθηκε από τον νέο
νόμο, δηλαδή το λουτρό της μετάνοιας (βάπτισμα), την περιτομή της καρδιάς, την
φιλανθρωπία, την αγάπη.
Ο Χριστός με την ενανθρώπησή
του έγινε η κεφαλή νέου γένους, δηλαδή των χριστιανών, οι οποίοι είναι τέκνα
θεού, για την ακρίβεια μάλιστα, θεοί κατά χάρη. Αφού δε η παθητή ανθρώπινη
μορφή του Χριστού έφερε στον κόσμο τόσα οφέλη είναι βέβαιο πως θα προκύψουν
μεγαλύτερα οφέλη όταν με την δευτέρα παρουσία του, σαν κριτής πλέον, θα
αποδώσει δικαιοσύνη. Τότε οι δίκαιοι, αφού απολαύσουν την χιλιετή βασιλεία του,
θα φτάσουν σε κατάσταση απάθειας, αφθαρσίας και αθανασίας. Η παρουσία του
θριαμβευτή Χριστού είναι το αντιστάθμισμα της εμφάνισής του, ως πάσχοντα
Μεσσία, και αναιρεί το επιχείρημα του Τρύφωνα πως ένας ανθρώπινος Μεσσίας είναι
αδύναμος να σώσει το ανθρώπινο γένος.
Ο Τρύφων εξέφρασε την
ευχαρίστησή του για την συζήτηση και εξέφρασε την επιθυμία του να συναντηθούν
εκ νέου, αλλά ο Ιουστίνος ανέμενε ήδη ένα πλοίο για αναχώρηση. Γι’ αυτό λοιπόν
τον λόγο αποχωρίστηκαν μεταξύ τους, ευχόμενοι τα καλύτερα ο ένας για τον άλλο.
Το ερώτημα τώρα που διχάζει
και αποσχολεί τους ερευνητές είναι, αν η συζήτηση αυτή είναι αληθινή ή πλαστή,
με τη πλειοψηφία των ερευνητών να τάσσονται υπέρ της πλαστότητας αυτής.
Συνυφασμένο με τα παραπάνω πρόβλημα είναι και το πρόσωπο του Ιουδαίου Τρύφωνα.
Είναι πραγματικό το πρόσωπο αυτό ή είναι λογοτεχνική επινόηση του συγγραφέα.
Πάντως κατά τους χρόνους
εκείνους ζούσε ο περίφημος νομοδιδάσκαλος ονόματι Ταρφών, ο οποίος πέθανε το
135 μ.Χ. Μάλιστα όπως είδαμε και πιο πάνω, ο Ευσέβιος χαρακτηρίζει τον
συνομιλητή του Ιουστίνου «τον επισημότατο
των τότε Εβραίων», ταυτίζοντας τον Τρύφωνα με τον Ταρφών. Σ’ αυτή την
περίπτωση ο Ιουστίνος πιθανόν να χρησιμοποίησε φιλολογικά το όνομα του
νομοδιδάσκαλου, χωρίς να έχει συζητήσει ποτέ μαζί του, συζήτηση την οποία
αποκλείουν και τα χρονικά περιθώρια και κάποια άλλα στοιχεία: Κατά πρώτον ο
απολογητής χαρακτηρίζει ασύνετους και τυφλούς τους Ιουδαίους νομοδιδάσκαλους,
πράγμα που δεν θα έκανε αν αυτός που προβάλλεται ως συνομιλητής του ήταν
πράγματι ο Ταρφών• δεύτερον, ο εν λόγω Ταρφών ήταν συντηρητικός Παλαιστίνιος
λόγιος, ενώ ο Τρύφων του Διαλόγου παρουσιάζεται φιλελεύθερος ελληνιστής
Ιουδαίος, ο οποίος πιθανόν λόγω της διαφωνίας του με την επαναστατική κίνηση
που είχε ξεσπάσει την εποχή εκείνη στην Ιουδαία του Βαρ – Κοχεβά, αναχώρησε από
εκεί και ήλθε στην Ελλάδα όπου διέμεινε για αρκετά χρόνια.
Ας δούμε τώρα και την άλλη
άποψη που υποστηρίζει την γνησιότητα του Διαλόγου. Η οικονομία του έργου – λένε
– υποχρεώνει στην παραδοχή της ιστορικότητας αυτού, ο οποίος δεν φαίνεται να
είναι προϊόν γραφείου αλλά ζωντανής εμπειρίας. Πρώτον, αυτό εμφανίζει όλα τα ελαττώματα
της προφορικής συζήτησης: επαναλήψεις, παρεκβάσεις, έλλειψη συνοχής• δεύτερον,
εμφανίζει τους συνομιλητές ως αποχωρισθέντες ειρηνικώς μεν αλλά χωρίς να έχει
μεταστραφεί ο αντίπαλος, το οποίο αποτελεί απίθανο τέλος για σύγγραμμα με
πλαστό πλαίσιο. Τρίτον η συζήτηση παρουσιάζει εναλλαγές οξύτητας και ηρεμίας,
οι οποίες της δίνουν φυσικότητα και αληθοφάνεια.
Φαίνεται, πως ο Ιουστίνος συνέταξε
ευθύς αμέσως έκθεση, σε μορφή πρακτικών, με τα κύρια σημεία στα θέματα που
συζητήθηκαν, αργότερα δε επεξεργάστηκε το έργο με προσθήκη νέων επιχειρημάτων
στον αρχικό πυρήνα. Έτσι προέκυψε μια δεύτερη έκδοση του έργου, η οποία
ολοκληρώθηκε μετά την σύνταξη της «Α΄
Απολογίας» την οποία μνημονεύει στον Διάλογο
120, δηλαδή περίπου το 155 μ.Χ., και την οποία έχουμε εμείς σήμερα. Κατά
την επεξεργασία της, ο απολογητής έλαβε υπόψη του δύο ακραίες θέσεις, στις
οποίες θέλησε να απαντήσει εμμέσως διά του Διαλόγου,
την συνολική απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης από τον αιρετικό Μαρκίωνα, και την
άρνηση από την αίρεση των Εβιωνιτών της αυτοδύναμης θεότητας του Χριστού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.
Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, Απολογηταί 1, Ιουστίνος, Πατερικές Εκδόσεις
«Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1985
2. Πατριάρχης Φώτιος, Μυριόβιβλος,
Εκδόσεις Μερετάκη
3.
Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία, Πατερικές Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου