Του Ευθύμιου Αχείλα
Το βιβλίο της «Αποκάλυψις του Ιωάννη» είναι το τελευταίο βιβλίο του κανόνα της Καινής Διαθήκης. Ανήκει στην Ιουδαϊκή και Χριστιανική αποκαλυπτική γραμματεία ένα φιλολογικό είδος που διαμορφώθηκε τον Β΄ π.Χ. αιώνα μέχρι τον Β΄ μ.Χ. αιώνα και περιέχει τις κρυφές αποκαλύψεις που γίνονται κρυφά σε ιερά πρόσωπα από το Θεό και αναφέρονται στο τέλος των αιώνων. Έτσι έχουμε την Αποκάλυψη του Ενώχ, του Βαρούχ, την Ανάληψη του Μωϋσή κ.λ.π.
Λόγω ακριβώς του ιδιαίτερου αυτού ύφος του, γνώρισε αρκετή αμφισβήτηση ως προς την γνησιότητά του στους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες ώσπου να γίνει τελικά αποδεκτό προς τα τέλη του Δ΄ μ.Χ. αιώνα από την Εκκλησία ως γνήσιο βιβλίο της Αγίας Γραφής...
Διότι άλλοι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς το θεωρούσαν νόθο και άλλοι γνήσιο παραθέτοντας μάλιστα χωρία (κομμάτια) από αυτό.
Την διαμάχη γύρω από την γνησιότητα ή μη της «Αποκάλυψις», μας την κάνει γνωστή ο πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Ευσέβιος Καισαρείας (280 – 340 μ.Χ.), όταν παραθέτει τον κατάλογο των βιβλίων της Καινής Διαθήκης, που σημειωτέον δεν είχε παγιωθεί ακόμα. Γράφει λοιπόν:
Γνήσια: «Εν πρώτοις φυσικά πρέπει να ταχθεί η αγία τετρακτύς του Ευαγγελίου, τα οποία ακολουθεί το βιβλίο των Πράξεων των Αποστόλων. Τις Επιστολές του Παύλου, εν συνεχεία των οποίων πρέπει να εγκρίνεται η λεγόμενη πρώτη επιστολή του Ιωάννου και ομοίως η του Πέτρου. Εις το τέλος πρέπει να ταχθεί, εάν φανεί αρεστό, η Αποκάλυψις του Ιωάννου περί της οποίας θα εκθέσουμε τα δέοντα εν καιρώ.
Νόθα: Μεταξύ των νόθων ας καταταχτούν το βιβλίο των Πράξεων του Παύλου, ο λεγόμενος Ποιμήν και η Αποκάλυψις του Πέτρου και προς τούτοις η φερόμενη επιστολή Βαρνάβα, οι λεγόμενες Διδαχές των Αποστόλων, καθώς επίσης όπως είπα η Αποκάλυψις του Ιωάννου, εάν φανεί αρεστό, την οποία μερικοί, όπως είπα την απορρίπτουν, άλλοι δε εγκρίνουν στα γνήσια» Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία βιβλίο Γ 25, 1 – 5.
Από τους παλιότερους Εκκλησιαστικούς συγγραφείς που χρησιμοποιούν χωρία από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, χρησιμοποιώντας τη μάλιστα και ως αποδεικτικό στοιχείο στο διάλογο με τους Ιουδαίους είναι ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας (; – 165 μ.Χ.). Αντιμετωπίζοντας τον Ιουδαίο Τρύφωνα του λέει: «Έπειτα και ένας από τους άνδρες της παράταξής μας, ονομαζόμενος Ιωάννης, ένας από τους αποστόλους του Χριστού, προφήτευσε κατ’ αποκάλυψη γενόμενη σ’ αυτόν, πως όσοι πιστεύσουν στον Χριστό μας θα διατελέσουν χίλια χρόνια στην Ιερουσαλήμ και έπειτα θα πραγματοποιηθεί η καθολική και, με λίγα λόγια, αιώνια ομαδική για όλους ανάσταση και κρίση, πράγμα για το οποίο είπε ο Κύριος μας, πως “ούτε θα νυμφεύονται ούτε θα παντρεύονται, αλλά θα είναι ισάγγελοι, όντες τέκνα Θεού της ανάστασης”» Ιουστίνου, Διάλογος προς Τρύφωνα 81, 4.
Επόμενος Εκκλησιαστικός συγγραφέας – όπως μας διασώζει ο Ευσέβιος Καισαρείας – που χρησιμοποιεί την Αποκάλυψη του Ιωάννου είναι ο Θεόφιλος Αντιοχείας (; – 188 μ.Χ.). Γράφει λοιπόν ο Ευσέβιος: «Του Θεοφίλου, τον οποίον έχουμε δηλώσει ως επίσκοπο της Εκκλησίας των Αντιοχέων, σώζονται τα τρία «Προς Αυτόλυκον» στοιχειώδη βιβλία, καθώς και άλλο επιγραφόμενο «Προς την αίρεση του Ερμογένους», εις τον οποίον χρησιμοποιεί χωρία από την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Σώζονται δε και μερικά άλλα διδακτικά βιβλία». Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία βιβλίο Δ 25, 24.
Από τον μεγάλο Πατέρα και έναν από τους μεγαλύτερους πολέμιους των αιρέσεων τον Ειρηναίο της Λυών (140 – 202 μ.Χ.) μαθαίνουμε όχι μόνο τον χρόνο συγγραφής της «Αποκάλυψης» – επί αυτοκράτορα Δομιτιανού (81 – 96 μ.Χ.) – αλλά και πως ο περίφημος αριθμός χξς΄(666) που αντιπροσωπεύει το όνομα του Αντιχρίστου απασχολούσε τους Χριστιανούς και της εποχής εκείνης. Γράφει λοιπόν ο Ειρηναίος: «Αφού έτσι έχουν τα πράγματα και ο αριθμός αυτός υπάρχει σε όλα τα σπουδαία και αρχαία αντίγραφα και όσοι έχουν δει προσωπικώς τον Ιωάννη το μαρτυρούν αυτό και η λογική μας διδάσκει ότι ο αριθμός του ονόματος του θηρίου εμφανίζεται κατά την Ελληνική αρίθμηση δια των γραμμάτων τα οποία περιέχει αυτό» Ειρηναίος, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως 5,30,1. Και λίγο πιο κάτω: «Εμείς λοιπόν δεν διακινδυνεύουμε να αποφανθούμε θετικώς περί του ονόματος του Αντιχρίστου. Διότι αν έπρεπε να κηρυχθεί αναφανδόν το όνομα αυτού υπό τις παρούσες περιστάσεις θα λέγονταν από εκείνον ο οποίος έχει δει την αποκάλυψη, η οποία μάλιστα δεν έχει φανεί πριν πολύ καιρό, αλλά σχεδόν κατά την δική μας γενιά, στο τέλος της βασιλείας του Δομιτιανού». Ειρηναίος, Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως 5,30,3.
Την γνησιότητα της «Αποκάλυψης» δέχεται και ο «πολύς» Ωριγένης ο οποίος την χρησιμοποιεί στα συγγράμματά του: «Τι χρειάζεται να πούμε περί του αναπεσόντος στο στήθος του Ιησού, του Ιωάννη, ο οποίος άφησε ένα ευαγγέλιο και ομολογεί ότι μπορούσε να συντάξει τόσα βιβλία τα οποία δεν ήταν δυνατόν να τα χωρέσει ο κόσμος όλος; Έγραψε δε και την Αποκάλυψη, όπου διατάχθηκε να σιωπήσει και να μην γράψει τις φωνές των επτά βροντών» Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία βιβλίο ΣΤ 25, 9.
Εκείνος βέβαια που ασχολήθηκε διεξοδικώς με το βιβλίο της «Αποκάλυψης» ήταν ο Διονύσιος Αλεξανδρείας (; – 265 μ.Χ.). Δυστυχώς ο κύριος όγκος από το τεράστιο εκκλησιαστικό – συγγραφικό του έργο έχει χαθεί. Όσα όμως έχει γράψει για την Αποκάλυψη ευτυχώς διασώθηκαν από τον Ευσέβιο Καισαρείας. Κάνει μια καταπληκτική δομική και λογοτεχνική ανάλυση της, δίνοντάς μας ταυτόχρονα το κλίμα της εποχής του για την αποδοχή ή μη αυτής. Αν και είναι λίγο εκτενής η αναφορά του, την παραθέτουμε ολόκληρη και πιστεύουμε πως αξίζει να διαβαστεί από τον αναγνώστη για τον πλούτο των πληροφοριών της:
« Μερικοί λοιπόν που ήταν πριν από εμάς απέρριψαν και αντέκρουσαν εντελώς το βιβλίο. Το έλεγξαν κεφάλαιο προς κεφάλαιο, το ανακήρυξαν άγνωστο και παράλογο και ισχυρίστηκαν πως η επιγραφή του είναι ψεύτικη. Πράγματι λένε πως δεν είναι του Ιωάννη και δεν είναι ούτε αποκάλυψη αφού είναι εντελώς σκεπασμένη με το παχύ παραπέτασμα της άγνοιας και ότι συγγραφέας του κειμένου δεν είναι κάποιος από τους αποστόλους ούτε καν από τους αγίους γενικώς ή από τους εκκλησιαστικούς άνδρες, αλλά ο Κήρινθος, ο οποίος συνέστησε την υπ’ αυτού ονομασθείσα Κηρινθιακή αίρεση και ήθελε να δώσει στο πλαστογράφημά του ένα αξιόπιστο όνομα. Πράγματι το δόγμα της διδασκαλίας του είναι πως η βασιλεία του Χριστού θα είναι επίγειος, καθώς δε ήταν φιλοσώματος και πολύ σαρκικός, ωνειροπόλει πως θα ευρίσκεται εις όσα αυτός ποθούσε, στις απολαύσεις της κοιλιάς δηλαδή στις τροφές, τα ποτά, στον έρωτα και σε εκείνα με τα οποία νόμισε πως θα προμηθευτεί αυτά τα πράγματα εντιμότερα, στις γιορτές, τις θυσίες και τη σφαγή των ζώων για προσφορά.
Εγώ πάντως δεν θα τολμούσα ν’ απορρίψω το βιβλίο, εφόσον πολλοί αδελφοί το έχουν σε μεγάλη εκτίμηση, επειδή όμως θεωρώ την αξιολόγησή του ανώτερη από το μυαλό μου, υποθέτω πως η έννοια των επί μέρους χωρίων της είναι κάπως κρυμμένη και θαυμάσια. Διότι, αν και δεν το καταλαβαίνω, υποπτεύομαι ότι περιέχει βαθύτερη έννοια στα λόγια της, τα οποία δεν μετρώ και δεν κρίνω με την λογική, αλλά τα αντιμετωπίζω με πίστη, γι’ αυτό και τα θεωρώ ανώτερα από την αντίληψή μου. Και δεν αποδοκιμάζω αυτά που δεν καταλαβαίνω, αλλά μάλλον τα θαυμάζω γιατί δεν τα είδα.
Αφού τελείωσε όλη σχεδόν την προφητεία ο προφήτης μακαρίζει και τους φυλάσσοντες αυτήν και τον εαυτό του. Διότι λέγει “μακάριος ας είναι αυτός που τηρεί τα λόγια της προφητείας του βιβλίου αυτού και εγώ ο Ιωάννης ο οποίος τα είδα και τα άκουσα”. Ότι καλείται Ιωάννης και ότι το κείμενο είναι του Ιωάννη, δεν θα αντείπω, διότι συμφωνώ πως είναι κάποιου άγιου και θεόπνευστου άνδρα. Αλλά όμως δεν θα συμφωνούσα εύκολα πως αυτός είναι ο απόστολος, ο γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιακώβου, στον οποίο ανήκει το Κατά Ιωάννη ευαγγέλιο και η καθολική επιστολή. Από τον χαρακτήρα και των δύο, από το λογοτεχνικό ύφος και από τη λεγόμενη διάρθρωση του βιβλίου, συμπεραίνω πως δεν είναι ο ίδιος. Γιατί ο ευαγγελιστής δεν γράφει πουθενά το όνομά του και δεν κηρύσσει τον εαυτό του ούτε με το ευαγγέλιο ούτε με την επιστολή.
Ο Ιωάννης πουθενά δεν ομιλεί περί του εαυτού του ούτε σε πρώτο ούτε σε τρίτο πρόσωπο, ενώ αυτός που έγραψε την Αποκάλυψη προτάσσει το όνομά του ευθύς εξ αρχής “Αποκάλυψις Ιησού Χριστού, την οποία έδωσε σ’ αυτόν για να την δείξει ταχέως στους δούλους του και την οποία φανέρωσε αποστείλας αυτή δια του αγγέλου του στον δούλο του Ιωάννη, ο οποίος εμαρτύρησε τον λόγο του Θεού και την μαρτυρία αυτού για όσα είδε”. Έπειτα γράφει και επιστολή “ Ιωάννης στις επτά Εκκλησίες που βρίσκονται στην Ασία, χάρις σε σας και ειρήνη”. Ο δε ευαγγελιστής ούτε στην καθολική επιστολή έγραψε το όνομά του, αλλά άρχισε χωρίς περιττολογίες από τον ίδιο το μυστήριο της θείας αποκαλύψεως, “ ότι ήταν από την αρχή, ότι έχουμε ακούσει, ότι έχουμε δει με τα μάτια μας”. Γι’ αυτή ακριβώς την αποκάλυψη εμακάρισε και ο Κύριος τον Πέτρο, λέγοντας, “ μακάριος είσαι, Σίμων υιέ του Ιωνά, γιατί δεν σου το αποκάλυψε σάρκα και αίμα, αλλά ο Πατέρας μου ο ουράνιος”. Αλλά επίσης ούτε στην φερόμενη δεύτερη και τρίτη Ιωάννη, έστω και αν είναι σύντομες, εμφανίζεται ονομαστικά ο Ιωάννης, αλλά σημειώνεται ανώνυμα ως ο πρεσβύτερος”. Αυτός όμως εδώ δεν νόμισε καν ότι ήταν αρκετό, αφού ονόμασε μία φορά τον εαυτό του, να συνεχίσει τη διήγησή του, αλλά πάλι επαναλαμβάνει “ εγώ ο Ιωάννης, ο αδελφός σας και συμμέτοχος στη θλίψη και στη βασιλεία, καθώς και στην υπομονή του Ιησού, βρέθηκα στη νήσο την καλουμένη Πάτμο δια τον λόγο του Θεού και την μαρτυρία του Ιησού”. Και μάλιστα προς το τέλος λέει αυτά “μακάριος ας είναι αυτός που τηρεί τα λόγια της προφητείας του βιβλίου αυτού και εγώ ο Ιωάννης ο οποίος τα είδα και τα άκουσα”.
Λοιπόν ότι ο γράφων αυτά είναι ο Ιωάννης, πρέπει να το πιστέψουμε τον ίδιο που τα λέει. Ποιος δε είναι αυτός άγνωστον. Διότι δεν είπε, όπως εις πολλά σημεία του ευαγγελίου, πως είναι ο αγαπημένος μαθητής του Κυρίου ή ο αναπεσών στο στήθος αυτού ή ο αδελφός του Ιακώβου ή ο γενόμενος και αυτήκοος του Κυρίου. Αφού θέλει να εμφανίσει σαφώς τον εαυτό του, θα έλεγε κάτι από τα παραπάνω. Αλλά δεν είπε τίποτα από αυτά, αλλά είπε ο αδελφός και συμμέτοχος με εμάς, μάρτυρας του Ιησού και μακάριος για τη θέα και την ακοή των αποκαλύψεων.
Νομίζω δε πως υπάρχουν πολλοί ομώνυμοι με τον απόστολο Ιωάννη, οι οποίοι από αγάπη, θαυμασμό και ζήλο προς εκείνον, και από την επιθυμία τους να αγαπηθούν ομοίως μ’ αυτόν από τον Ιησού, πήραν το ίδιο όνομα, όπως και ο Παύλος και ο Πέτρος, είναι όνομα συχνό στα παιδιά των πιστών. Υπάρχει βέβαια και ο άλλος Ιωάννης στις Πράξεις των Αποστόλων, ο επικαλούμενος Μάρκος, τον οποίον πήραν μαζί τους ο Βαρνάβας και ο Παύλος και για τον οποίον λέγει πάλι “είχα δε υπηρέτη τον Ιωάννη ”. εάν είναι αυτός ο γράψας δεν μπορώ να το πω. Καθόσον άλλωστε δεν γράφεται πως έφτασε μαζί μ’ αυτούς στην Ασία, αλλά λέει, “αποπλεύσαντες από την Πάφο οι περί τον Παύλο ήλθαν στη Πέργη της Παμφυλίας, ο δε Ιωάννης αποχωρήσας από την συνοδεία τους επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα”. Νομίζω λοιπόν πως είναι κάποιος άλλος από τους ευρισκόμενους στην Ασία, επειδή μάλιστα λέγουν πως στην Έφεσο υπάρχουν δυο μνήματα, ανήκοντα και το ένα και το άλλο σε Ιωάννη.
Ότι αυτός είναι διαφορετικός από εκείνον συνάγεται κατά τρόπο φυσικό επίσης από τα νοήματα, τους λόγους και την σύνταξη. Έτσι το ευαγγέλιο και η επιστολή συμφωνούν μεταξύ τους και αρχίζουν με όμοιο τρόπο. Αυτό μεν λέει “εν αρχή ήτο ο Λόγος” αυτή δε λέει “ ο ην απ’ αρχής”. Αυτό μεν λέει “και ο Λόγος έγινε σαρξ και εσκήνωσε εις ημάς και είδαμε την δόξα του, δόξα ωσάν Μονογενούς από τον Πατέρα”, αυτή δε τα ίδια λίγο αλλαγμένα, “ότι έχουμε ακούσει, ότι έχουμε δει με τα μάτια μας, ότι αντικρίσαμε και τα χέρια μας ψηλάφησαν, περί του Λόγου της ζωής, και η ζωή εφανερώθη”. Διότι αυτά τα λέει – όπως δηλώνει στην συνέχεια – για εκείνους που λέγουν πως ο Κύριος δεν ήρθε με σάρκα. Γι’ αυτό προσθέτει προσεκτικά, “και ότι έχουμε δει, μαρτυρούμε και απαγγέλουμε σε σας, την αιώνια ζωή, η οποία ήταν προς τον Πατέρα και φανερώθηκε σε μας. Ότι έχουμε δει και ότι έχουμε ακούσει απαγγέλουμε και σε σας”. Είναι προσκολλημένος σ’ αυτόν και δεν απομακρύνεται από τις προθέσεις του, διαπραγματεύεται μάλιστα όλα τα θέματα με τα ίδια επιχειρήματα και τους ίδιους όρους. Μερικά από αυτά θα μνημονεύσουμε και εμείς, αυτός δε που πρόκειται να διαβάσει τα βιβλία θα τα συναντήσει και ο ίδιος και στα δύο, συχνά την ζωή, πολύ το φως, αποτροπή του σκότους, συνεχή την αλήθεια, την χάρη, την χαρά, τη σάρκα και το αίμα του Κυρίου, τη κρίση, την άφεση των αμαρτιών, την προς εμάς αγάπη του Θεού, την εντολή της αγάπης προς τους άλλους, την υποχρέωση να φυλάμε όλες τις εντολές. Ο έλεγχος του κόσμου, του διαβόλου, του αντιχρίστου, η επαγγελία του αγίου Πνεύματος, η υιοθεσία του Θεού, ο Πατέρας και ο Υιός παντού. Και είναι εύκολο χαρακτηρίζοντας γενικώς τα κείμενα να διαπιστώσουμε πως το χρώμα του ευαγγελίου και της επιστολής είναι ένα και το αυτό.
Η Αποκάλυψη όμως είναι πολύ διαφορετική και ξένη προς αυτά. Ούτε αγγίζει ούτε γειτονεύει με κανένα από αυτά, μπορεί μάλιστα να πει κάποιος πως δεν έχει σχεδόν ούτε μία συλλαβή κοινή με αυτά. Αλλά ούτε κάποια ανάμνηση ούτε έννοια της Αποκαλύψεως δεν έχει η επιστολή – άφησε δε το ευαγγέλιο – ή της επιστολής η Αποκάλυψη, ενώ ο Παύλος υπενθυμίζει κάτι από τις αποκαλύψεις του, τις οποίες δεν κατέγραψε από μόνος του. Επιπλέον δε είναι δυνατόν να συμπεράνουμε και από την έκφραση την διαφορά του ευαγγελίου και της επιστολής από την Αποκάλυψη. Διότι εκείνα όχι μόνο είναι γραμμένα σε άπταιστο Ελληνική γλώσσα, αλλά και μαρτυρούν λογιότητα στο λεκτικό τους, τους συλλογισμούς, την σύνθεση, την διατύπωση, δεν βρίσκεται δε σ’ αυτά κανένας απολύτως βαρβαρισμός, σολοικισμός ή ιδιωματισμός. Πράγματι ο συγγραφέας τους είχε όπως φαίνεται με την χάρη του Κυρίου και τις δυο ικανότητες, την γνώση και την έκφραση.
Ότι αυτός έχει δει αποκαλύψεις και έχει λάβει γνώση και προφητεία, δεν αντιλέγω, βλέπω όμως πως η διάλεκτος και η γλώσσα του δεν είναι ακριβώς Ελληνικές, αλλά χρησιμοποιεί βαρβαρικούς ιδιωματισμούς και σολοικίζει. Δεν είναι πάντως ανάγκη να λεπτολογήσω τώρα επί του θέματος αυτού, αφού μάλιστα δεν είπα αυτά τα πράγματα για να χλευάσω – μην το νομίσει κανείς αυτό – αλλά μόνο για ν’ αποδείξω την ανομοιότητα των γραφών των κειμένων αυτών». Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία βιβλίο Ζ 25, 1 – 27.
Για τις επιφυλάξεις που διατυπώθηκαν για το αν ο Ιωάννης είναι ο συγγραφέας της, γράφει ο καθηγητής της Εκκλησιαστικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Βλάσης Φειδάς: «Η διαφορά γλώσσας και ύφους από τα άλλα Ιωάννεια έργα – ευαγγέλιο, επιστολές – είναι εύλογη όχι μόνο από το γεγονός πως το βιβλίο γράφτηκε κάτω από δυσμενείς συνθήκες της εξορίας στην Πάτμο, αλλά και από τον ιδιότυπο χαρακτήρα και σκοπό του συγγραφέα».
Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αυτός που συνέγραφε ότι οράματα και αποκαλύψεις έβλεπε ο Ιωάννης ήταν ο μαθητής του ο Πρόχορος.
Και η «περιπέτεια» της γνησιότητας ή μη της Αποκάλυψης λήγει οριστικά στην Ανατολή το 367 μ.Χ. με την 39η εορταστική επιστολή του Μεγάλου Αθανασίου που την συμπεριλαμβάνει στα γνήσια βιβλία του Κανόνα της Καινής Διαθήκης. Την ίδια εποχή περίπου γίνονται δεκτά και στη Δύση τα 27 κανονικά βιβλία που απαριθμούνται στην 39η εορταστική επιστολή του Μεγάλου Αθανασίου – μεταξύ τους και η Αποκάλυψη –, αφού τα αποδέχονται οι μεγάλες μορφές του Ιερώνυμου και του Αυγουστίνου. Πάντως τελικοί σταθμοί στη διαμόρφωση του κανόνα στη Δύση είναι η Επιστολή του πάπα Ιννοκέντιου Α΄ προς τον επίσκοπο Τουλούζης και οι σύνοδοι Ιππώνας (393 μ.Χ.) και Καρχηδόνας (397 μ.Χ.).
Παρόλα αυτά όμως στην Ανατολή κάποιες αμφιβολίες ως προς την Αποκάλυψη εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι και τον Ι΄ αιώνα τουλάχιστον. Μετά από αυτόν παύουν και οι τελευταίες αμφιβολίες για την γνησιότητας ή μη. Σπουδαίο ρόλο θα παίξει αργότερα μετά την πτώση του Βυζαντίου όπου θα παρηγορεί τις καρδιές των υπόδουλων ορθοδόξων λαών με το μήνυμα και την ελπίδα της τελικής νίκης.
Καιρός όμως να αναρωτηθούμε τι είναι εκείνο που κάνει ένα βιβλίο της Καινής Διαθήκης να θεωρείται «κανονικό» δηλαδή γνήσιο, ώστε να συμπεριληφθεί στον κατάλογο – κανόνα της Καινής Διαθήκης;
Κριτήριο λοιπόν της γνησιότητας ενός βιβλίου της Καινής Διαθήκης είναι αυτό που διατύπωσαν πολύ ωραία ο Ωριγένης – ο οποίος ταξίδεψε σε πολλές Εκκλησίες της εποχής του Ελλάδα, Μ. Ασία, Ρώμη, Αίγυπτο, Παλαιστίνη άρα γνώριζε από πρώτο χέρι τι ίσχυε στις Εκκλησίες αυτές – και οι μετέπειτα ανατολικοί θεολόγοι. Και αυτό δεν είναι άλλο από το concensus την ομόφωνη δηλαδή γνώμη των Εκκλησιών για το βιβλίο αυτό. Και η ομόφωνη αυτή γνώμη δεν αφορά μόνο την αποστολικότητα του, αφού άλλωστε την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν πολλά ψευδεπίγραφα με το όνομα κάποιου Αποστόλου, ούτε το επίπεδο των θεολογικών συζητήσεων, αλλά αφορά κυρίως την λειτουργική και λοιπή χρήση αυτού του βιβλίου στην Εκκλησία.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή
κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι
υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
7 σχόλια:
Δεν ξέρω αν το ακούσατε, αλλά βγαίνει τους κινηματογράφους μια σατανιστική ταινία που βασίζεται στα γεγονότα με τους Κατσούλα - Δημητροκάλη. Όταν μου το είπαν φρίκαρα! Είναι δυνατό να γυρίζουν ταινία μια τόσο άρρωστη ιστορία που δίνει όλα τα λάθος παραδείγματα στους νέους; ΑΙΣΧΟΣ!
Αγαπητή Ελευθερία δεν πρέπει να σου κάνει εντύπωση αυτό. Το έχει πει άλλωστε ο Χριστός: "Το φως έχει έλθει στον κόσμο αλλά οι άνθρωποι αγάπησαν μάλλον το σκοτάδι παρά το φως, επειδή τα έργα τους ήταν πονηρά" Ιω. 3,19
Χρήστος - αντιαιρετικός
παραπληροφορηθηκες ελευθερια.η ταινια που ειναι ελληνικη αφορα την ζωη καποιων παιδιων και τα μπλεξιματα τους κατα την διαρκεια της εφηβειας.πουθενα στην υποθεση της ταινιας δεν γραφει για κατσουλες και σαταναδες.
Ακόμα και έτσι να είναι αγαπητέ ανώνυμε, είναι δυνατό να προβάλλονται σατανιστικές τελετές και δολοφονίες σαν πρότυπα στους νέους; Είμαστε σοβαροί; Απλά οι δημιουργοί της ταινίας θέλουν να προκαλέσουν και να αναστατώσουν για να βγάλουν λεφτά! ΝΤΡΟΠΗ τους! Έχουν φτιάξει και σελίδα στο Facebook για να προσελκύσουν fans! Εκεί καταντήσαμε... Ας διαμαρτυρηθούμε όλοι μήπως καταφέρουμε κάτι, διαδώστε το παντού!
Συγγνώμη, αλλά ως μητέρα δυο εφήβων, θα ήθελα να μάθω ποια είναι αυτή η ταινία για ελέγξω περί τίνος πρόκειται! Δεν ξέρει κανείς τον τίτλο να μας τον πει;
Μου κάνει εντύπωση, Χρήστο, που κάτι τόσο σοβαρό περνάει στο ντούκου! Δεν είδα και δε διάβασα τίποτα που να κατακρίνει αυτή την ταινία. Κανείς δεν ενδιαφέρεται πια για τα πρότυπα που δίνουμε στους νέους; Αγαπητή Μαρίκα, η ταινία λέγεται Ο Θάνατος που Ονειρεύτηκα, και αν θες να μάθεις περί τίνος πρόκειται, ρίξε μια ματιά στο trailer: http://www.youtube.com/watch?v=JU_qz99P4Fs. Τελετές μαύρης μαγείας και αίμα! ΑΙΣΧΟΣ! Και βγαίνει σήμερα στους κινηματογράφους. Κάτι πρέπει να κάνουμε άμεσα, αλλά τι;
Αγαπητή Ελευθερία πιστεύω πως αν ο «Αντιαιρετικός» έχει καταξιωθεί για κάτι αυτό είναι η υπηρεσία της αλήθειας. Και αυτό κατορθώθηκε μέσα από την παράθεση στοιχείων και ντοκουμέντων. Δυστυχώς στο θέμα που αναφέρεσαι το αγνοώ παντελώς οπότε δεν μπορώ να ασχοληθώ μαζί του γιατί μπορεί να προξενήσω κακό αντί για καλό. Ευχαρίστως να φιλοξενήσω άρθρο γύρω από αυτό το θέμα, με στοιχεία πάντοτε, ούτως ώστε – αν όντως η ταινία είναι κακό παράδειγμα για τους νέους – να μπορέσουμε να τους προφυλάξουμε.
Μετά τιμής
Χρήστος – αντιαιρετικός
Δημοσίευση σχολίου