ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

Τελευταία Νέα του "Αντιαιρετικός"

Ευχαριστούμε όλες και όλους εσάς που επισκέπτεστε το ιστολόγιο μας ... Διαβάστε την καινούργια σελίδα μας "Απάνθισμα Πατερικών Κειμένων" ...ΤΑ ΑΝΩΝΥΜΑ, ΥΒΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ ΣΧΟΛΙΑ ΔΕΝ ΘΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΟΝΤΑΙ

28 Αυγ 2011

Η αποθέωση των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων και η σύνδεση της με την Αυτοκρατορική λατρεία στον Παγανιστικό Κόσμο

Του συνεργάτη μας Ιγνατίου Ε. Γ.

Ήδη από τα τέλη του 1ου αι. π.Χ., παρατηρείται μία επέκταση του φαινομένου του θρησκευτικού συγκρητισμού, που ουσιαστικά επέτρεψε τη συνάντηση και σταδιακή συγχώνευση της επίσημης ρωμαϊκής θρησκείας με την ελληνική και τις άλλες ελληνιστικές λατρείες της Ανατολής. Με τη μορφή αυτή διαδόθηκε και επικράτησε σ' ολόκληρη την αυτοκρατορία. Ωστόσο σε κάθε πόλη και ασφαλώς και στην ίδια τη Ρώμη διατηρούνταν στο ακέραιο οι ιδιαίτερες τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις.

Όμως, το πάγιο αίτημα για ομοιογένεια, ενότητα και ισχυρή κεντρική εξουσία στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας, οδήγησε τον Οκταβιανό Αύγουστο το 27 π.Χ. στο να ζητήσει και να λάβει τον τίτλο του «Augustus-Αυγούστου (Σεβαστού)» και «Princeps». Ο τίτλος του Αύγουστου είχε περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα παρά πολιτικό και ο Οκταβιανός τον προέκρινε από το επίθετο «Romulus» που είχε μέχρι τότε, θέλοντας να εμφανιστεί ως εκείνος που αναδιοργάνωσε το Ρωμαϊκό κράτος. Ο τίτλος Princeps, δήλωνε τον πρώτο στην ιεραρχία.

Ζήτησε επίσης να αναγνωρισθεί ο Ιούλιος Καίσαρας ως θεός («divus») και να συγκροτηθεί προς τιμήν του ιδιαίτερο Ιερατείο. Ο ίδιος έλαβε τον τίτλο «Jmperator Caesar divi filius». Αυτή η κίνηση, να καθιερωθεί η μετά θάνατον λατρεία του Ρωμαίου αυτοκράτορα, ουσιαστικά εξυπηρετούσε πολιτικούς λόγους, αφού κύριο μέλημα ήταν η ανάγκη να ενισχυθεί η εικόνα του ηγεμόνα στους Ρωμαίους πολίτες, γι' αυτό και πολύ γρήγορα προσέλαβε οικουμενικό χαρακτήρα. Ο λαός υιοθέτησε την απονομή ιδιαίτερων τιμών και λατρείας στον αυτοκράτορα....

Ασφαλώς η τιμή στους ήρωες και ηγεμόνες ήταν ένα φαινόμενο που συναντούμε και σε άλλους λαούς. Πέρασε φυσικά, μέσω των ελληνιστικών βασιλείων και στους Ρωμαίους και αφορούσε στη λατρεία των αυτοκρατόρων και των νεκρών. Για πολλούς αιώνες οι Ρωμαίοι τιμούσαν με αποθέωση αποκλειστικά το Ρωμύλο, ιδρυτή της Ρώμης, και δεν ακολουθούσαν τις θρησκευτικές παραδόσεις των Ελλήνων. 

Μετά την κατάργηση της Δημοκρατίας, κυρίως από την εποχή των Καισάρων και καθ' όλη τη διάρκεια της Μοναρχίας, η καθιέρωση τελετών αποθεώσεως κατέστη σύνηθες φαινόμενο, που συνεχίστηκε μέχρι την περίοδο της διαδοχής των πρώτων χριστιανών αυτοκρατόρων. Σύμβολα, όπως η Νίκη, που συναντούμε σε νομίσματα της ελληνιστικής περιόδου, εμφανίζονται πάλι στην προβολή του θείου αυτοκράτορα κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους στα πλαίσια της αυτοκρατορικής προπαγάνδας . Την περίοδο του Αύγουστου η αντίληψη για το genius», το (φύλακα) δαίμονα-προστάτη του ανθρώπου στη συνείδηση των Ρωμαίων, ουσιαστικά προσέφερε το έδαφος στον αυτοκράτορα να λάβει το 2 π.Χ. τον τίτλο «pater patriae». Ο Οκταβιανός Αύγουστος ένωσε όλους τους «genius» στο πρόσωπο του. Μαζί του συνδέθηκαν και οι «Lares» (Λάρητες), θεότητες που προστάτευαν την οικία, τις οδούς, την ύπαιθρο  και η σχέση του «genius» με τις «Lares» συνετέλεσε στην έμμεση προβολή της λατρείας του. Πιο συγκεκριμένα, μετά τη νίκη του στο Άκτιο, οι Έλληνες κάτοικοι της Βιθυνίας και της Ασίας ζήτησαν άδεια να θεσπίσουν τη λατρεία του, φαινόμενο που μεταφέρθηκε και στη Ρώμη. 

Ο Αύγουστος συγκέντρωσε πολλά από τα ιερατικά βιώματα στο πρόσωπό του, με σκοπό να καταστεί η υπέρτατη αυθεντία της επίσημης κρατικής λατρείας. Μετά το θάνατο του Λέπιδου, το 12 π.Χ., έλαβε τη θέση του Μέγιστου Αρχιερέα (Pontifex Maximus). Η ανάπτυξή της αυτοκρατορικής λατρείας συνεχίστηκε και στους επόμενους αιώνες, ενώ θεοποιήθηκαν οι αυτοκράτορες Κλαύδιος, Βεσπασιανός και Τίτος και μετά τα τέλη του 1ου αι. το φαινόμενο γενικεύθηκε. 

Στο χώρο της Ανατολής, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι κάτοικοι θεωρούσαν φυσιολογική τη θεοποίηση ενός προσώπου, ηγεμόνα ή ήρωα, ενώ αυτός βρισκόταν ακόμη στη ζωή. Έτσι στην περίπτωση του Ρωμαίου στρατηγού Τίτου Φλαμινίου, διαπιστώνουμε πως θεοποιήθηκε αβίαστα το 196 π.Χ.
Αντίθετα στις δυτικές επαρχίες της αυτοκρατορίας αυτή η παράδοση εισήχθη πολύ αργότερα.

Σταδιακά οι αυτοκράτορες τιμήθηκαν ως συνναοί με άλλες θεότητες σε κάποιο ναό. Τα νομίσματα της εποχής άρχισαν να φέρουν εξεικονίσεις τους με χαρακτηριστικά κάποιου θεού η παραστάσεις από κοινού με θεούς-προστάτες της μοναρχίας τους. Τοποθετήθηκαν επιγραφές, φιλοτεχνήθηκαν αγάλματα, που στήθηκαν σε ναούς, και άλλες παραστάσεις σε διάφορα σημεία και μνημεία, όπου γινόταν σαφής μνεία στη θεϊκή καταγωγή ή σχέση του Ρωμαίου αυτοκράτορα με τους θεούς και παρέπεμπαν στη λατρεία των αυτοκρατόρων. Οι λατρευτικές εκδηλώσεις διακρίνονταν σε εκείνες που αφορούσαν ζώντες μονάρχες και εκείνες που καθιερώνονταν μετά το θάνατό τους. Θεσπίστηκαν ακόμη ειδικές μεταθανάτιες τελετές και τιμές, όπως η τελετουργική καύση του νεκρού ή κέρινου ομοιώματος του, που επιβεβαίωναν τη λατρεία του ως θεού. Δεν έλειψαν και οι σχετικές ιερατικές τάξεις που ανέλαβαν το λατρευτικό μέρος, αφού επρόκειτο για την καθιέρωση της πλέον επίσημης κρατικής λατρείας. 

Ο αντίστοιχος λατινικός όρος για την αποθέωση ήταν consecratio και η τελετή συμβολιζόταν κυρίως σε νομίσματα με τρεις διαφορετικούς τρόπους: με αετό που είχε ανοικτά τα φτερά του, με αναμμένο βωμό ή με τη πυρά για την καύση του νεκρού. Κατά την consecratio οι Ρωμαίοι, ακολουθώντας κάποια στοιχεία της πυθαγορείου φιλοσοφίας, θεωρούσαν πως επιτελείτο η διάκριση του σώματος από την ψυχή: το σώμα υπέκειτο στους νόμους της φθοράς και χανόταν, ενώ η ψυχή αναχωρούσε με μορφή κάποιου όντος, εν προκειμένω πουλιού, που απελευθερωνόταν κατά την τελετή της καύσεως, προς την αθανασία. Έξαλλου η προγενέστερη παράδοση και αντίληψη των Ρωμαίων για το «numen» τους βοήθησε στη διατήρηση της πίστης για τη θεότητα των αυτοκρατόρων. To «numen» ήταν η θεότητα που ενυπήρχε στο σώμα, στο «corpus». To «corpus» ήταν καταδικασμένο στη φθορά, άλλα το «numen» επέστρεφε στον τόπο από  όπου προερχόταν. Με την καθιέρωση της «consecratio», της διαδικασίας αποθεώσεώς του αυτοκράτορα, ξεπεράστηκε το εμπόδιο του θανάτου, αφού ως θεός στα μάτια του λαού θα έπρεπε να είναι άφθαρτος και αιώνιος.
  
Τελετές ταφής και λατρείας των Αυτοκρατόρων. 
Η τελετή της αποθεώσεως και η αναγνώριση της θεοποιήσεως των αυτοκρατόρων από τη Σύγκλητο αποτυπώνει την εικόνα για την δύναμη που είχε στη Ρώμη ο εκάστοτε αυτοκράτορας. Πρέπει να γίνει η επισήμανση πως από τον 3ο αι. και μετά η αποθέωση του ρωμαίου αυτοκράτορα προέρχοταν από τον ίδιο το θεό-προστάτη, σε αντίθεση με την προηγούμενη πρακτική, σύμφωνα με την οποία με απόφαση της Συγκλήτου επικυρώνοταν η αποθέωσις. Τούτο ήταν φυσική συνέπεια της γενικότερης απαξίωσης του θεσμού της Συγκλήτου και της απώλειας να εκλέγουν τον αυτοκράτορα και στη συνέχεια να επικυρώνουν την αποθέωσή τους, ήδη από την εποχή του Πρόβου (276-282 μ.Χ.) [1]

O πρώτος Ρωμαίος που αποθεώθηκε επισήμως μετά το θάνατο του από τη Σύγκλητο στη Ρώμη, ήταν ο Ιούλιος Καίσαρ, ο οποίος προσέλαβε το επίθετο Divus Julius το 42 π.Χ. Προς τιμήν του ανοικοδομήθηκε ναός και καθιερώθηκαν εορτές. Ουσιαστικά εκείνα τα γεγονότα στάθηκαν αφορμή να ξεκινήσει η λατρεία του Αυτοκράτορα στη Ρώμη και στις υπόλοιπες επαρχίες της Αυτοκρατορίας. Προς τιμήν του Ιούλιου Καίσαρα και όσων αυτοκρατόρων αποθεώθηκαν στη συνέχεια, κτίστηκαν ναοί, λατρεύτηκαν όπως οι άλλοι θεοί, συστήθηκε ειδικό ιερατείο για την επιτέλεση της λατρείας τους και θεσπίσθηκαν ετήσιοι αγώνες προς τιμήν τους. [2] 

Κατά τους δυο πρώτους αιώνες της Μοναρχίας και μέχρι τις αρχές του 3ου αι. μ.Χ. οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες ενταφιάζονταν σε τρία Μαυσωλεία, που υπήρχαν στην ευρύτερη περιοχή της Ρώμης. Αυτά ήταν το Μαυσωλείο του Αυγούστου, όπου είχαν αποθέσει την τέφρα από αρκετά μέλη της δυναστείας των Ιουλίων και των Κλαυδίων, μεταξύ αυτών της συζύγου του Αυγούστου, Λιβίας, του Γερμανικού, του Δρούσου Ιουλίου Καίσαρος, γιου του Τιβερίου, της Αγριππίνας της πρεσβυτέρας, του Κλαυδίου και του γιου του Βρετανικού και τέλος του Νέρβα.  

Ένα δεύτερο ήταν το Templum Gentis Flaviae, κτισμένο από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό, όπου ετάφησαν οι Φλάβιοι που αποθεώθηκαν. Πιθανότατα ανακαινίσθηκε από τον Κλαύδιο Β΄ Γοτθικό μεταξύ των ετών 268-270 μ.Χ. Τέλος, υπήρχε και ένα τρίτο Μαυσωλείο, του Αδριανού, όπου ετάφησαν οι αυτοκράτορες από τον Αδριανό μέχρι και τον Καρακάλλα (217 μ.Χ.). Στην ανατολική όχθη του ποταμού Τίβερη και στο πεδίον του Άρεως (Campus Martius) υπήρχαν διάσπαρτα πολλά μνημεία, κυρίως κίονες, τα ustrina, τα κρεματόρια, όπου άναβαν την πυρά και τελούσαν την αποθέωση του αυτοκράτορα. Μεταξύ αυτών είναι η Αψίδα του Τίτου, οι στύλοι του Τραϊανού και του Μάρκου Αυρηλίου, η μαρμάρινη βάση του Αντωνίνου Πίου κ.α. 
Κατά τον 3ο αι. μ.Χ. συναντούμε κείμενα σε ιστορικούς που παραθέτουν με αρκετές λεπτομέρειες το τελετουργικό ταφής του ρωμαίου αυτοκράτορα και πιο συγκεκριμένα του Περτίνακος, από το Δίωνα Κάσσιο και του Σεπτιμίου Σεβήρου, από τον Ηρωδιανό. Διαπιστώνονται ομοιότητες σε σχεδόν απόλυτο βαθμό ως προς το τελετουργικό με τις αντίστοιχες διηγήσεις της τελετής αποθεώσεως του Αυγούστου, που παραθέτουν οι Σουητώνιος, Δίων Κάσσιος και Τάκιτος. 

Στο χρονικό διάστημα που ακολούθησε, ήτοι στη λεγόμενη περίοδο της «αναρχίας», όποτε το εσωτερικό της αυτοκρατορίας δοκιμάστηκε έντονα από τις συχνές και κατά κανόνα βίαιες εναλλαγές Ρωμαίων στρατηγών στον αυτοκρατορικό θρόνο, οι πληροφορίες που υπάρχουν για τις ταφές σε βιογραφίες αυτοκρατόρων είναι λιγοστές και αποσπασματικές. Ωστόσο, από πουθενά δε φαίνεται πως υπήρξαν ουσιαστικές αλλαγές, γεγονός που πιστοποιεί πως σε μεγάλο βαθμό το τελετουργικό ταφής παρέμεινε περίπου αναλλοίωτο από την εποχή του Οκταβιανού Αυγούστου μέχρι και το Μ. Κωνσταντίνο. Πιθανότατα, με αφορμή, μετά την εδραίωσή του ως μονοκράτορα στο θρόνο, την επαναφορά στην κληρονομική διαδοχή, είχαμε μία επιστροφή στα πρότυπα των ταφών πριν από τον 3ο αι. μ.Χ.  

Σημαντικότατη διαπίστωση αποτελεί το γεγονός πως οι ταφές που ανακαλύφθηκαν σε Τετραρχικά Μαυσωλεία, όπως για παράδειγμα στη Ρωμυλιανή, δίνουν απάντηση στο ερώτημα, εάν στα τέλη του 3ου και στις αρχές του 4ου αι. γίνονταν επίσημες αποτεφρώσεις με πυρά των αποθανόντων Ρωμαίων αυτοκρατόρων. Χαρακτηριστική είναι η άποψη της Mc Cormack  ότι η πυρά αποθεώσεως που υπήρχε στον οπισθότυπο νομισμάτων, που είχε εκδώσει ο Μ. Κωνσταντίνος το 307-310 μ.Χ. προς τιμήν του αποθεωθέντος πατέρα του, Κωνσταντίου Α΄ Χλωρού, στους Τριβηρούς, στην πραγματικότητα ήταν αναχρονισμός με δανεισμό συμβόλων από το α΄ ήμισυ του 3ου αι. Σε αντίθεση με όσα υποστήριξε η Mc Cormack, είναι διαπιστωμένο πως οι παραδοσιακές αντιλήψεις για τη θρησκεία στους Ρωμαίους υφίσταντο στο ακέραιο και μάλιστα πλαισίωναν την ίδια την αυτοκρατορική ιδεολογία της περιόδου.

Την ίδια, ωστόσο, περίοδο υπήρχε το έθος να γίνεται καύση in effigio και ταυτόχρονη ταφή του σώματος σε σαρκοφάγο ή λάρνακα, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια αλλαγή, που να είχε ρίζες σε θρησκευτικές αντιλήψεις. Κύριοι παράγοντες που επηρέασαν τον τρόπο και τον τύπο ταφής των αυτοκρατόρων κατά τον 3ο αι. ήταν ο τόπος και η φύση του θανάτου, οι πολιτικές φιλοδοξίες εκείνου που διαδεχόταν το νεκρό αυτοκράτορα, καθώς και η συμπεριφορά του προς το θανόντα, που καθόριζε και τον τύπο της ταφής που θα επακολουθούσε. Πολλοί από τους στρατηγούς που ανήλθαν στο θρόνο στην περίοδο της «αναρχίας» δεν ετάφησαν με τιμές αυτοκράτορα και κατά συνέπεια δεν έχουμε πάντα πληροφορίες για το εάν υπήρξε ειδική τελετή αποθεώσεως. Ορισμένοι αυτοκράτορες ετάφησαν με απλή τελετή όπως ο Μακρινός, ο Καρίνος και ο Λικίνιος.

Επρόκειτο κυρίως για εκείνους που έχασαν με βίαιο τρόπο το θρόνο και όσοι τους διαδέχθηκαν επέδειξαν ιδιαίτερη αυστηρότητα, υποδηλώνοντας εμμέσως, πως κακώς οι προκάτοχοι τους είχαν παραμείνει στην εξουσία και έπρεπε να ανατραπούν. Σε κάποιες περιπτώσεις η μοναρχία τους ήταν πολύ σύντομη και ανατράπηκαν από τους ίδιους τους επιτελείς τους, όπως ο Πρόβος και ο Μαξιμιανός Δάϊα. Στην περίπτωση τους ουσιαστικά ο θάνατος υπήρξε αιφνίδιος και δεν πρόλαβαν να σχεδιάσουν τον τρόπο και τον τόπο ταφής τους. Άλλοι πάλι χάθηκαν στα πεδία των μαχών, όπως ο Γορδιανός Β΄ και ο Δέκιος, χωρίς να βρεθούν οι σωροί τους. O Βαλεριανός συνελήφθη από τους Πέρσες και θανατώθηκε, ενώ το σώμα του εξετέθη ως τρόπαιο σε ένα περσικό ιερό. Τέσσερις αυτοκράτορες, μεταξύ αυτών ο Ελαγάβαλος και ο Μαξιμίνος Θράξ, ερρίφθησαν από αντιπάλους τους στον ποταμό Τίβερη και στη θάλασσα αντίστοιχα. Για κάποιους από τους αυτοκράτορες, ωστόσο, ακολουθήθηκε το επίσημο τυπικό ταφής με όλες τις προβλεπόμενες τιμές, την τελετή της πυράς και της αποθεώσεως και τέλος τον ενταφιασμό σε μεμονωμένο αυτοκρατορικό Μαυσωλείο εκτός της Ρώμης. Υπήρξαν μάλιστα περιπτώσεις, που χρειάστηκε να μεταφερθεί η σωρός του αυτοκράτορα σε μεγάλες αποστάσεις, ώστε να ενταφιασθεί στο Μαυσωλείο που είχε ορίσει ο ίδιος πριν πεθάνει. Ασφαλώς κρίσιμο ρόλο έπαιξαν οι αυτοκράτορες που ανήλθαν στο θρόνο αμέσως μετά το θάνατο εκείνων, ώστε να συναινέσουν στην τελετή αποθεώσεώς τους, ενώ κριτήριο, μεταξύ άλλων, υπήρξε και η πολιτική σκοπιμότητα που επεδίωκαν κάθε στιγμή. Κλασικό παράδειγμα η στάση τού Φιλίππου του Άραβα, που ανήγειρε τύμβο προς τιμήν του Γορδιανού Γ΄ και ζήτησε την αποθέωση του από τη Σύγκλητο, επιδιώκοντας να αποκρύψει την άμεση εμπλοκή του στο φόνο του και να διασφαλίσει τη δική του θέση. 

Το Μαυσωλείο του Γαλλιηνού, κυκλικό κτίριο με υπόγεια κρύπτη στο εσωτερικό του ποδιού, όχι ιδιαίτερα μεγάλο, βρισκόταν σε απόσταση οκτώ μιλίων από τη Ρώμη και είχε σχεδιαστεί έτσι ώστε να μπορούν να ταφούν αρκετοί. Εκεί ετάφησαν, επίσης, η σύζυγος του Σαλωνίνα και τρεις γιοί του, ο Ουαλεριανός, ο Σαλωνίνος και ο Μαρινιανός. Στο ίδιο Μαυσωλείο τοποθετήθηκε το 307 μ.Χ. η σωρός του Τετράρχη Φλαβίου Σεβήρου Β΄. 
Για τους υπολοίπους αυτοκράτορες γνωρίζουμε σε γενικές γραμμές ότι προς τιμήν του Αλεξάνδρου Σεβήρου υπήρχε κενοτάφιο στη Γαλατία και τάφος στη Ρώμη, του Γορδιανού Γ΄ τάφος στο Κιρκήσιον επί του ποταμού Ευφράτου και του Πρόβου, Μαυσωλείο στα περίχωρα του Σιρμίου.

Την ίδια περίοδο, πιθανότατα αυτοκρατορικό Μαυσωλείο ήταν και η λεγόμενη Ροτόντα του Βατικανού (Sant'Andrea), η αρχαιότερη μιας σειράς από περίκεντρα μνημειακά κτίρια, που έχουν ταυτισθεί με αυτοκρατορικά Μαυσωλεία και χρονολογούνται από τις αρχές του 3ου μέχρι τα μέσα του 5ου αι.

Το μνημείο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις νεότερων ερευνητών, αποδίδεται είτε στον Ελαγάβαλο, είτε στον Αλέξανδρο Σεβήρο, είτε τέλος στον αυτοκράτορα Φίλιππο Άραβα ή τον Κλαύδιο Β΄ το Γοτθικό, που έζησαν αρκετά έτη αργότερα. 

Όλα τα άλλα Μαυσωλεία που κατασκευάστηκαν, είναι της περιόδου της Τετραρχίας και έχουν τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά της Ροτόντα. Σχεδόν στο σύνολό τους οι αυτοκράτορες της α΄ Τετραρχίας είχαν δικά τους ξεχωριστά Μαυσωλεία, όπου επιπλέον ετάφησαν μόνο μέλη της οικογένειάς τους. Δεν υπήρξε καμία πρόβλεψη ώστε να ταφούν από κοινού με τους διαδόχους τους. Άλλωστε, ο Διοκλητιανός δεν είχε γιο, ο Γαλέριος είχε ένα νόθο γιό, τον Κανδιδιανό, για τον οποίο όμως δεν υπάρχουν αντίστοιχες πληροφορίες στις πηγές, και τέλος ο Μαξιμιανός και ο Κωνστάντιος Α΄, που είχαν γιούς, το Μαξέντιο και τον Κωνσταντίνο, γνωρίζουμε πως οι τελευταίοι είχαν κατασκευάσει τα δικά τους Μαυσωλεία. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ληφθεί υπόψη πως το σύστημα διαδοχής τουλάχιστον στην α΄ Τετραρχία δεν ήταν κληρονομικό, αλλά η ανάδειξη του εκάστοτε Τετράρχη στηριζόταν στις πραγματικές του ικανότητες, γεγονός που δεν επέτρεπε το σχεδιασμό κατασκευής Μαυσωλείων με τη λογική της δυναστείας.

Βιβλιογραφία : 
Δίων Κάσσιος, Ρωμαϊκή  Ιστορία.
Ηρωδιανός, Της μετά Μάρκον βασιλείας Ιστορίαι.
Γάϊος Σουητώνιος, De Vita Caesarum, Divus Augustus.
Ζώσιμος, Ιστορία Νέα.
Πολύβιος , Ιστορίαι.
Πλίνιος Πρεσβύτερος, Πανηγυρικός.
Mac Cormack,  Art and Ceremony in Late Antiquity, Berkeley 1981.
Απ. Κραλίδη. Η Αυτοκρατορική λατρεία την περίοδο της Τετραρχίας (284-313μ.Χ), Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2010.



[1]  Βλ. Ανώνυμος συνεχιστης του Δίωνος, FHG IV, 197.10.6: «Οτι Αυρηλιανός πειραθείς ποτέ στρατιωτικής επαναστάσεως, έλεγεν απατάσθαι τους στρατιώτας, ει εν ταις αυτών χερσί τας μοίρας είναι των βασιλέων υπολαμβάνουσιν. Έφασκε γαρ τον θεόν δωρησάμενον την πορφύραν (και ταύτην επεδείκνυ τη δεξιά) πάντως και τον χρονον της βασιλείας ορίσαι. Kαι ου πρότερον απέστη πριν αν εις τους αρχηγούς της στάσεως πεντηκοντα εξεδίκησεν». Πρβλ. Δ. Χριστοδούλου, «Η Λατρεία του Deus Sol επί Αυρηλιανού», Διαχρονία 3-4 (1998) 274-283, σελ. 277-281. Πρβλ. Δ.Ν. Χριστοδούλου, Αυτοκρα­τορικά οικοδομικά συγκροτηματα στά Βαλκάνια την περίοδο της Τε­τραρχίας (284-313), Διδ. Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσ­σαλονίκης, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Τομέας Αρχαιολο­γίας, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 289-291.

 
 
 
 
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...