Η Καινή Διαθήκη
περιέχει κείμενα της συμφωνίας που έκανε ο Χριστός με όλους τους ανθρώπους για
την απαλλαγή τους από το κακό και τον θάνατο. Η συλλογή αυτή των κειμένων
απετέλεσαν με την πάροδο του χρόνου ένα κλειστό κατάλογο από 27 βιβλία που στην
θεολογική γλώσσα αποκαλείται «κανόνας». Και τα 27 αυτά βιβλία της Καινής
Διαθήκης γράφτηκαν στην «διεθνή» γλώσσα εκείνης της εποχής, που δεν ήταν άλλη
από την αρχαία Ελληνική. Μόνο μια συλλογή λόγων του Χριστού που είναι γνωστή ως
«Λόγια» και αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα του κατά Ματθαίο Ευαγγέλιο, γράφτηκαν
αρχικά στα αραμαϊκά – μια διάλεκτο της συριακής γλώσσας – όπως πληροφορούμαστε
από την παράδοση της Εκκλησίας μας και συγκεκριμένα από τον επίσκοπο
Ιεραπόλεως, Παπία. Αλλά και αυτά μεταφράστηκαν στη συνέχεια στα ελληνικά και
ενσωματώθηκαν στο Ευαγγέλιο του Ματθαίου: «Περί δε του Ματθαίου λέγει αυτά: ο
μεν λοιπόν Ματθαίος συνέταξε τα λόγια στην εβραϊκή διάλεκτο, ερμήνευσε δε αυτά
ο καθένας όπως μπορούσε» Ευσέβιος, Εκκλησιαστική Ιστορία Γ΄ 39, 16. Πράγματι
νοιώθει συγκλονισμένος ο σημερινός Έλληνας όταν σκέφτεται πως ο Θεός διάλεξε ως «σκεύος» εκφοράς του λόγου
του, την Ελληνική γλώσσα, μετεξέλιξη της οποίας είναι η Νεοελληνική που ομιλεί
σήμερα. Όμως αυτό οφείλει να μην το βλέπει ρατσιστικά και ελιτίστικα, για τον
απλούστατο λόγο πως θα μπορούσε αντί να είχε γεννηθεί στην Ελλάδα να είχε
γεννηθεί σε μια άλλη χώρα...
Βεβαίως στο
σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε. Για ποια Ελληνική γλώσσα πρόκειται; Για την
κλασσική αττική γλώσσα; Όχι βέβαια. Αλλά για την φυσιολογική εξέλιξης αυτής,
της «κοινής» ελληνιστικής, η οποία διαδόθηκε από τον Μέγα Αλέξανδρο και τους
διαδόχους του στα πέρατα της «οικουμένης» και της οποίας συνέχεια – όπως είπαμε
– είναι η νέα Ελληνική.
Η «κοινή» ελληνιστική
διακρίνεται σε «ανώτερη κοινή», η οποία χαρακτηρίζεται για την προσπάθεια που
καταβάλει να μιμηθεί την κλασσική αττική γλώσσα και την «κατώτερη κοινή», η
οποία είναι η γλώσσα του λαού, η γλώσσα που βρίσκουμε στις επιγραφές και τους
παπύρους που περιέχουν ιδιωτικά έγγραφα και επιστολές. Στην ανώτερη κοινή γράφουν
τα έργα τους οι τότε συγγραφείς όπως ο Πολύβιος, ο Λουκιανός και ο Πλούταρχος
καθώς επίσης και οι Ιουδαίοι συγγραφείς ο «πολύς» Φίλωνας και ο μοναδικός
Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος. Αντίθετα οι ιερείς συγγραφείς της Καινής Διαθήκης
γράφουν τα έργα τους όχι στην αρχαΐζουσα των φιλολόγων και φιλοσόφων αλλά στη
γλώσσα που μπορούσε να κατανοήσει ο λαός, κατά κάποιο τρόπο στην «δημοτική»
εκείνης της εποχής.
Από πολύ νωρίς
η Καινή Διαθήκη μεταφράστηκε από την Ελληνική στις άλλες γνωστές τότε γλώσσες,
ώστε ο λόγος του Θεού να μεταδοθεί «σε όλη τη γη». Είναι μεγάλη η σπουδαιότητα
σήμερα για την ιστορία του κειμένου της Καινής Διαθήκης η εξέταση των αρχαίων
μεταφράσεων, γιατί οι πρώτες από αυτές ανάγονται μέχρι και τον 2ο
μ.Χ. αιώνα, είναι δηλαδή αρχαιότερες από τους γνωστούς μεγάλους ελληνικούς
κώδικες της Καινής Διαθήκης. Εμείς θα ασχοληθούμε με τις σπουδαιότερες αρχαίες
μεταφράσεις.
Λατινικές μεταφράσεις
Οι πρώτες Λατινικές
μεταφράσεις, για τις οποίες δεν γνωρίζουμε επακριβώς πότε έγιναν, καλούνται
συνήθως itala από κάποιο χωρίο του ιερού
Αυγουστίνου ή vetus Latina. Οι ειδικοί μελετητές των αρχαίων αυτών
μεταφράσεων μιλούν για τρεις τουλάχιστον μορφές αυτών: της αφρικανικής, της
«ευρωπαϊκής» και της ισπανικής. Μάλιστα η μονή των Βενεδεκτίνων στο Beuron της Γερμανίας άρχισε το 1949 με βάση όλα τα συγκεντρωθέντα χειρόγραφα
και τις πατερικές παραθέσεις μία σύγχρονη έκδοση της vetus Latina. Τα διασωθέντα μέχρι σήμερα χειρόγραφα που περιέχουν τις παλιές Λατινικές
μεταφράσεις επισημαίνονται με τα μικρά γράμματα του λατινικού αλφάβητου.
Κατά τον 4ο
μ.Χ. αιώνα ο πάπας Δάμασος (366 – 384 μ.Χ.) ανέθεσε στον Ιερώνυμο ένα μεγάλο
και σπουδαίο έργο. Την εκπόνηση μιας ενιαίας Λατινικής μεταφράσεως της Αγίας
Γραφής. Αυτό κρίθηκε απαραίτητο για τον λόγο, πως δημιουργούνταν σύγχυση στους
πιστούς λόγω της κυκλοφορίας πολλών μεταφράσεων οι οποίες μάλιστα έβριθαν από
πολλές αντιφάσεις μεταξύ τους. Ο Ιερώνυμος ανέλαβε να φέρει εις πέρας αυτό το
τεράστιο και συνάμα δύσκολο έργο. Όπως μας πληροφορεί και ο ίδιος, σε μια
επιστολή που απέστειλε στον πάπα Δάμασο, την οποία και προέταξε στην έκδοση της
μετάφρασης των ευαγγελίων το έτος 384 μ.Χ., έθεσε ως βάση της μετάφρασης του
ένα λατινικό κείμενο, το οποίο διόρθωσε βάσει των αρχαιοτέρων ελληνικών
χειρογράφων.
Το 405 μ.Χ.
έφερε εις πέρας την μετάφραση της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης, αλλά παρόλα αυτά
μόλις κατά τον 8ο μ.Χ. αιώνα επικράτησε η μετάφραση του, η οποία
είναι γνωστή σήμερα με την επωνυμία Vulgata που σημαίνει «κοινή έκδοση». Αυτό συνέβη γιατί η μετάφρασή του,
συνάντησε μεγάλη αντίδραση και αντιπάθεια από αντιπάλους του Ιερώνυμου, αλλά
και από εκείνους που είχαν συνηθίσει και ήταν προσκολλημένοι στην παλιά
Λατινική μετάφραση που βασίζονταν στην «μετάφραση των Εβδομήκοντα (Ο΄)». Έμελλε
όμως και αυτή να τύχει διορθώσεων από διάφορους θεολόγους του 11ου
και 13ου μ.Χ. αιώνος. Το έτος 1590 μ.Χ. ο πάπας Sixtus ο 5ος προέβη εις επίσημο έκδοση την λεγόμενη Sixtina, την οποία όμως αντικατέστησε μετά από λίγο και συγκεκριμένα το 1592 μ.Χ.
η υπό του Κλήμεντος του 3ου εκδοθείσα Clementina, η οποία και
αυτή διορθώθηκε στις επόμενες εκδόσεις της. Η τρίτη έκδοση της, του 1598, είναι
μέχρι σήμερα η επίσημη Βίβλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, η οποία
αναγνωρίστηκε από την εν Τριδέντω σύνοδο τον 16ο μ.Χ. αιώνα.
Το αρχαιότερο
χειρόγραφο της Vulgata, ο κώδικας Sangallensis ανάγεται στον 5ο
μ.Χ. αιώνα, το δε σημαντικότερο και πλήρες χειρόγραφο της Γραφής, ο κώδικας Amiatinus είναι του 8ου
μ.Χ. αιώνα. Ο Gregory είχε καταμετρήσει το 1909
περί τα 2500 χειρόγραφα της Vulgata. Ο πάπας Πίος ο 10ος ανέθεσε στο τάγμα
των μοναχών Βενεδεκτίνων το 1907 την κριτική έκδοση του κειμένου της Vulgata, μέχρι σήμερα δε η μονή του S. Girolamo της Ρώμης έχει εκδόσει 11 τόμους με βιβλία της
Παλαιάς Διαθήκης μέχρι του βιβλίου αυτής «Άσμα Ασμάτων».
Συριακές μεταφράσεις
Κατά το δεύτερο
μισό του 2ου μ.Χ. αιώνα ο Τατιανός ο Σύρος προέβη στην σύνθεση ή
αρμονία των τεσσάρων Ευαγγελίων σε ένα, «το δια τεσσάρων» καλούμενο από τον
«πατέρα» της Εκκλησιαστικής Ιστορίας Ευσέβιο: «Ο μεν πρώτος αρχηγός αυτών
Τατιανός, φιλοτεχνήσας, δεν γνωρίζω πως μια σύνθεση και συναγωγή των
ευαγγελίων, την οποία ονόμασε Δια τεσσάρων Ευαγγέλιον, το οποίο φέρεται εις
μερικούς έως τώρα ακόμη» Εκκλησιαστική Ιστορία Δ΄ 29, 6. Το συγκεκριμένο όμως
σύγγραμμα του Τατιανού δυστυχώς απωλέσθει, γνωρίζουμε δε κάποια πράγματα γι’
αυτό από έμμεσες πληροφορίες, όπως π.χ. από το υπόμνημα σ’ αυτό του Εφραίμ του
Σύρου το οποίο έχει διασωθεί μερικώς στην συριακή και ολόκληρο σε αρμενική
μετάφραση. Μια εξήγηση για την απώλεια «το δια τεσσάρων» δίνει ο Θεοδώρητος
Κύρου, ο οποίος στο έργο του «Αιρετικής Κακομύθιας Επιτομή» 1.20, γράφει τα
εξής: «Αυτός (ο Τατιανός ο Σύρος) και το δια τεσσάρων καλούμενο συνέθεσε
Ευαγγέλιο, και τις γενεολογίες περιέκοψε, και τα άλλα όσα αποδεικνύουν από το
σπέρμα του Δαβίδ κατά σάρκα τον Κύριο να έχει γεννηθεί. Εχρησιμοποίησαν δε
αυτό, όχι μόνο αυτοί που ανήκουν στην συμμορία εκείνου, αλλά και στα επόμενα
αποστολικά δόγματα, μην έχοντας επίγνωση την συμφωνία της κακουργίας τους, αλλά
για κάνουν απλούστερο και σύντομο το βιβλίο. Βρίσκοντας δε και εγώ περισσότερα
από διακόσια τέτοιου είδους βιβλία στις δικές μας εκκλησίες, αφού τα
συγκέντρωσα όλα τα κατέστρεψα και αντεισήγαγα τα τέσσερα Ευαγγέλια των τεσσάρων
Ευαγγελιστών».
Στα τέλη του 2ου
μ.Χ. αιώνα πρέπει να τοποθετηθεί και η μετάφραση των τεσσάρων μεμονωμένων
Ευαγγελίων. Αυτή ονομάζεται συνήθως «ευαγγέλιο των κεχωρισμένων», σε
αντιδιαστολή προς το «ευαγγέλιο των μεικτών» του Τατιανού. Επίσης ονομάζεται
και vetus Syra. Διασώζονται δύο μορφές κειμένου αυτής, η
Κουρετόνιος Συριακή, από τον Cureton που βρήκε το 1842 χειρόγραφο του 5ου
μ.Χ. αιώνα και η Σιναϊτική Συριακή, από το χειρόγραφο του 4ου ή 5ου
μ.Χ. αιώνα που βρέθηκε το 1892 στην μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά
από τους αδελφούς Lewis και Gibson.
Από τον 5ο
μ.Χ. αιώνα άρχισε να επικρατεί η ενιαία συριακή μετάφραση η οποία ονομάστηκε
από τον 10ο μ.Χ. αιώνα και μετά «Πεσιτώ» (= απλή, ενν. μετάφρασις), η
οποία ανάγεται κατά πάσα πιθανότητα στον επίσκοπο Εδέσσης Ραββουλά (+436). Δεν
πρόκειται βέβαια για νέα μετάφραση αλλά για μια αναθεώρηση των παλιότερων
μεταφράσεων, οι οποίες εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται.
Το 508 μ.Χ.
έλαβε χώρα μια αναθεώρηση της Πεσιτώ με συμπληρωματική μετάφραση των
ελλειπουσών από αυτή τεσσάρων μικρών Καθολικών επιστολών ήτοι η 2 Πέτρου, 2 και
3 Ιωάννη και του Ιούδα καθώς επίσης και της πολυσυζητημένης Αποκάλυψις του
Ιωάννη. Η νέα αυτή μετάφραση ονομάστηκε «Φιλοξένειος» από τον Φιλόξενο,
επίσκοπο Ιεραπόλεως πόλης που έκειτο επί του ποταμού Ευφράτου, ο οποίος ανέθεσε
το έργο της αναθεωρήσεως στον χωρεπίσκοπό του Πολύκαρπο. Και αυτή αναθεωρήθηκε
το 616 μ.Χ. στην Αίγυπτο από τον Θωμά Ηρακλείας και έτσι προήλθε η καλούμενη
«Ηρακλειανή» μετάφραση. Επίσης στις συριακές μεταφράσεις συγκαταλέγεται και η
«Συρο – Παλαιστινή».
Εκτός από τις
ανωτέρω μεταφράσεις πρέπει να μνημονεύσουμε και τις Αιγυπτιακές ή Κοπτικές
(Σαχιδική, Βοχαϊρική, Φαγιουμική, Αχιμική), την Αραβική, Αρμενική, την Γοτθική,
την Αιθιοπική, Γεωργιανή και την Σλαυονική. Σήμερα η Καινή Διαθήκη έχει μεταφραστεί
σε παραπάνω από 1600 γλώσσες και διαλέκτους και συνεχίζει να μεταφράζεται
ακόμη. Οι ιεραπόστολοι όλων των Χριστιανικών ομολογιών μεταφέρουν δια μέσου των
μεταφράσεων αυτών και του κηρύγματός των το μήνυμα του Ευαγγελίου «εις τα
πέρατα της Οικουμένης».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Ιωάννου Δ.
Καραβιδόπουλου, Εισαγωγή εις την Καινή Διαθήκη
2. Εγκυκλοπαίδεια
Ελευθερουδάκη, λήμμα «Βουλγάτα»
3. Σχολικό
εγχειρίδιο Θρησκευτικών της Α΄Τάξης Γυμνασίου
4. Σχολικό
εγχειρίδιο Θρησκευτικών της Β΄Τάξης Γυμνασίου
5.Ευσέβιος Καισαρείας:
Εκκλησιαστική Ιστορία
6. ΒικιπαίδειαΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσοχή! Χωρίς όνομα ή κάποιο ψευδώνυμο δεν γίνεται δημοσίευση σχολίου. Επίσης δεν πρέπει να είναι υβριστικό και άσχετο με το θέμα του άρθρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου